| χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ . ἄνδρα δὲ τὸν Κυθέρηθεν ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παιδευθέντα Φιλόξενον | ||
| στυγνῶν ἀντιάσαντι κυνῶν . ἄνδρα δὲ τὸν Κυθέρηθεν , ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παίδευσάν τε |
| , καὶ αὗται . Βάκχοιο : Διονύσου . Βάκχαι : τιθήναι παρδάλεις Διονύσου , καὶ δεῖγμα ταύταις τὸ γλεῦκος ἠγαπημένον | ||
| , καὶ αὗται . Βάκχοιο : Διονύσου . Βάκχαι : τιθήναι παρδάλεις Διονύσου , καὶ δεῖγμα ταύταις τὸ γλεῦκος ἠγαπημένον |
| τὸν Κυθέρηθεν , ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παίδευσάν τε Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς ὠρυγῇ ταύτης | ||
| δὲ τὸν Κυθέρηθεν ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παιδευθέντα Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίηι ταύτης ἦλθε |
| ἐπὶ τούτοις εἰσάγεται ῥήτωρ ὁ Νέστωρ , ὃν ἡδυεπῆ καὶ λιγὺν ἀγορητὴν προσεῖπε : τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων | ||
| ὃν γοῦν μόνον ἐξ ἁπάντων ἐβλασφήμησε Θερσίτην , καὶ τοῦτον λιγὺν εἶναί φησιν ἀγορητήν . Ἀρχίλοχος δὲ ἐπὶ τὴν ἐναντίαν |
| . Ὄντως Κλέαρχος , ὥς μοι ἔγραφες , οὐχ οὕτως Σειληνὸν δέδοικε κατειληφότα αὐτοῦ τὸ φρούριον ὡς ἡμᾶς φιλοσοφοῦντας . | ||
| καὶ ἀδηφαγίαις αἱματικαὶ διαθέσεις παρέπονται . οὕτω διέγνω Ἱπποκράτης τὸν Σειληνὸν ἐκ ποτοῦ μαθὼν αὐτὸν νενοσηκότα . καὶ τὴν τοῦ |
| ἄρα Φόρκυν βέλτερον , εἴτε τιν ' ἄλλον ἁλὸς θεὸν ἰθυντῆρα . ἀλλ ' οἱ μὲν μάλα πάντες , ὅσοι | ||
| . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα , οὐχὶ Κεράσταν ὅν ποτε θρέψατο ταυροπάτωρ , ἀλλ |
| πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , | ||
| πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , |
| ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα , οὐχὶ Κεράσταν , ὅν ποτε θρέψατο ταυροπάτωρ , ἀλλ ' οὗ πειλιπὲς αἶθε πάρος φρένα | ||
| ' ἔτικτε , Γαίας θυγάτηρ : ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν ] Ναίδος δὲ καὶ Πηνειοῦ τὸν Ὑψέα |
| . φευγέμεν ἐκ μεγάροιο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν * ποδοψοφίην ἀίουσα βρισίθ : γένεσις . ἐλσιμόθ : ἔξοδος . ὀδοικρά | ||
| ἀυτήν σμερδαλέην ἐσιδών , μέγα νήπιος : ἡ δ ' ἀίουσα , τὸν μὲν ἄρ ' ἁρπάγδην χαμάδις βάλε κεκληγῶτα |
| αὐταὶ Μοῦσαι ἀείδοιεν κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο : αἳ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν , αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν | ||
| τὰ αὐτὰ πάσχων εἰκότως ἂν συνεξαμαρτάνοι . οἶδα δέ τινα πηρὸν τῷ δεξιῷ ποδί , ὃς ἔδοξε τὸν οἰκέτην αὐτοῦ |
| . προβάδην : προβαίνων τῷ ῥυθμῷ . . . πάνθηρον ἕλειον : Προσληπτέον τὸ εἰς . ἔξαγε εἰς τὸ πάνθηρον | ||
| . Ἀξειοῦ ] τοῦ Βαρδαρίου . Βόλβης ] λίμνης . ἕλειον ] ἑλώδη . δόνακα ] κάλαμον . Ἠδωνίδ ' |
| διὰ τοῦτο δύϲλυτον ἔχειν τὴν καταϲκευήν . πρῶτον μὲν γὰρ ἐκτήκει καὶ ἐξικμάζει καὶ ἐκδαπανᾷ ἡ παρὰ φύϲιν θερμότηϲ τὴν | ||
| πιαίνει , ἀλλὰ τοὐναντίον μᾶλλον καὶ ψυχὴν σκοτοῖ καὶ σῶμα ἐκτήκει . ἡμεῖς δὲ πρὸς ἀλήθειαν τὴν φύσιν ἐπείγοντες † |
| καὶ διεχρήσατο ἐς κατάπληξιν ἑτέρων . ἐπί τε τὰ πλήθη παρερχόμενος ἐδημαγώγει καὶ τοὺς δεσμώτας αὐτῶν ἐξέλυεν , οὓς ὁ | ||
| μέθυσός ἐστιν . ΓΘ Κοννᾶς ] οὗτος αὐλητὴς ἦν μέθυσος παρερχόμενος εἰς συμπόσια συνεχῶς ἐστεμμένος . πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ |
| οὖν ἥδε ἀποσείεται τὸ θηρίον , προσδραμοῦσα δὲ βοτάνῃ , μασᾶται τῶν φύλλων τῆς βοτάνης καὶ διασῴζεται . Ἀλκίβιος δ | ||
| ὑπομνημάτων . κλέπτρια παροψὶς εἶναι φαίνομαι τῷ Κρωβύλῳ : τοῦτον μασᾶται , παρακατεσθίει δ ' ἐμέ . Καρῖδας ἔλαβον πρῶτον |
| . Ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δ ' ἔπειτα βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς | ||
| , τεῦξ ' , οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀίτας |
| Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι . Μετὰ τὸ διαλαβεῖν περὶ τῶν | ||
| Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι : εἴρηται . Ἑνικά . Ὁ |
| ' ἐν ἡμέραις δέκα εἶναι δοκεῖν Ζήνωνος ἐγκρατέστερον . κυβίων Κύπριον ὧν τοῖς θεοῖς ἄνθρωπος εὔχεται τυχεῖν τῆς εὐθανασίας κρεῖττον | ||
| χαλκῇ τετιμηκέναι τὸν Κυναίγειρον . Καὶ μὴν καὶ Ῥουφῖνον τὸν Κύπριον ἰδὼν ἐπὶ πολὺ τοῖς περιπάτοις ἐνδιατρίβοντα , Οὐδέν ἐστιν |
| μυξώδη ἢ αἷμα πρός τε ψώρας κύστεως καὶ ἑλκώσεις . Σικύου σπέρματος λελεπισμένου ⋖ ιβ , σελίνου σπέρματος , ὑοσκυάμου | ||
| τὸ διὰ τῶν φρύνων : τῆς ὅλης διαθέσεως ἀπαλλάττει . Σικύου ἀγρίου ῥίζης χλωρᾶς , ἐλαίου γλυκέος ἀνὰ λι Ϛʹ |
| τὴν οἰκίην ξύμπασαν , ἐν ᾗ καὶ κτήματα καὶ φίλοι πολιῆταί τε καὶ ξένοι εἰσί : καὶ ἀπεριεργίῃ τὸ σκῆνος | ||
| τὴν οἰκίην ξύμπασαν , ἐν ᾗ καὶ κτήματα καὶ φίλοι πολιῆταί τε καὶ ξένοι εἰσί : καὶ ἀπεριεργίῃ τὸ σκῆνος |
| ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους | ||
| , Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός . στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις γλώσσαις |
| βλέφαρον Κύκλωπος , ὡς πίηι κακῶς . κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω , Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν : ἆρ | ||
| , Φοῖβόν τ ' οὐ καταισχύνεις λόγοις , τιμῶν τε Βρόμιον σωφρονεῖς , μέγαν θεόν . ὦ παῖ , καλῶς |
| πολυπόδιον , πτέρεως ἡ ῥίζα καὶ θηλυπτέρεως , σμύρνα , σαρκοκόλλα , στοιβῆς ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα , τραγάκανθα | ||
| ὁ δὲ κρόκος πέττει καὶ στύφει μετρίως : ἡ δὲ σαρκοκόλλα πέττει καὶ διαφορεῖ : ἡ δὲ τραγάκανθα ἐμπλαστικὴν τέ |
| ἐπομβρίαν ἐλθόντα ἐκ Κρήτης , γένος ἀπὸ Ἡρακλέους ὄντα τοῦ Ἰδαίου , τόν τε ἀγῶνα ἐν Ὀλυμπίᾳ θεῖναι καὶ Κούρησι | ||
| προὔδωκας : τέρμονά τε : τέρμονα νῦν λέγει τὴν τοῦ Ἰδαίου ὄρους κορυφὴν διὰ τὸ τερματίζειν , πρωτοβόλον δὲ διὰ |
| δρυῶν καὶ δρυμῶν : ἀπὸ τούτου καλεῖται τὸ δάσος . ἀΐουσα : ἀκούουσα . Ἰάνθη : εὐφράνθη , ηὐφράνθη . | ||
| , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίῃ ταύτης ἦλθε διὰ πτόλεως γιγνώσκεις , ἀΐουσα μέγαν πόθον ὃν Γαλατείη αὐτοῖς μηλείοις θήκαθ ' ὑπὸ |
| , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . πίννας , κάραβον , βολβούς , κοχλίας , κήρυκας , ᾤ ' | ||
| πατρὶ τευθὶς ἦν χρηστή . πατρίδιον , πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν , ἄπαγε , φησί : ῥητόρων |
| μάλιστ ' ἀηδὼν χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις , τὸν οἰνῶπα νέμουσα κισσὸν καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον ἀνήνεμόν τε | ||
| κιμωλίαν τὸ ἴσον μετὰ χυλοῦ ἀγριοσύκης χρῖε . ἄλλο . κισσὸν καὶ καλαμίνθην καὶ ἅλας συνεψήσας ὕδατι καλῶς νίπτε τοὺς |
| ] λαγετ ? ? [ [ ] ! ι σάλπιγγος ὅκ ' ἐν κε [ [ Κάστορι ] θ ' | ||
| ῥα φίλυπνος ; ἦ ῥα πολύν τιν ' ἔπινες , ὅκ ' εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ ; εὕδειν μὰν σπεύδοντα καθ |
| μειράκιον τουτὶ γάρ , ἐλθὼν ὡς ἔχω , καὶ τὸν θεράποντ ' αὐτοῦ : κεκοινωνηκότες ἱερῶν γὰρ εἰς τὰ λοιπὰ | ||
| : Πάντα γὰρ οἰωνοὺς καλοῦσι καὶ τὰ μὴ ὄρνεα . θεράποντ ' ὄρνιν : Ἐπεὶ πολλάκις εἰώθαμέν τινας τῶν θεραπόντων |
| καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ ' ἔπι Δαμοίτας : ὁ Δαμοίτας | ||
| τε καὶ Ἀμφινόμη καὶ Καλλιάνειρα Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ ἀγακλειτὴ Γαλάτεια Νημερτής τε καὶ Ἀψευδὴς καὶ Καλλιάνασσα : ἔνθα δ |
| ] ? ? πή ποθεν Αἰακίδην Πολυξείνης κάλλει θάπτειν . καλλικόμων ? ? ? ? ? ? ὁ πόθος ? | ||
| παρὰ τὰ Στησιχόρου ἐκ τῆς Ὀρεστείας τοιάδε χρὴ Χαρίτων δαμώματα καλλικόμων ὑμνεῖν φρύγιον μέλος ἐξευρόντας ἁβρῶς ἦρος ἐπερχομένου . Γ |
| τούτοις εἰσάγεται ῥήτωρ ὁ Νέστωρ , ὃν ἡδυεπῆ καὶ λιγὺν ἀγορητὴν προσεῖπε : τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν | ||
| : ἔνθ ' ὅ γε Νέστορ ' ἔτετμε λιγὺν Πυλίων ἀγορητὴν οὓς ἑτάρους στέλλοντα καὶ ὀτρύνοντα μάχεσθαι ἀμφὶ μέγαν Πελάγοντα |
| κύμασι , ῥεύμασιν . Ἔνθα : ὅπου , τότε . τεθνειῶτα : θανόντα , καὶ αὐτὸν ἀποθανόντα τὸν ἄνθρωπον . | ||
| μέν σε ἔλειπον ἐγὼ κλισίηθεν ἰοῦσα : νῦν δέ σε τεθνειῶτα κιχάνομαι , ὄρχαμε λαῶν , ἂψ ἀνιοῦς ' . |
| ἢ Ἀριστοφάνης ἐν Πόλεσι : πουλυπόδειον σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον , χήμας , λεπάδας , σωλῆνας , | ||
| ἐν βʹ Ὁμοίων παραπλήσιά φησιν εἶναι τῶν μαλακοστράκων κάραβον , ἀστακόν , νύμφην , ἄρκτον , καρκίνον , πάγουρον . |
| τόσον δέ μοι ἔφρασε μῦθον : μέλπειν μοι , φίλε βοῦτα , λαβὼν τὸν Ἔρωτα δίδασκε . ὣς λέγε : | ||
| γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ; |
| : ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Θέστιος δι ' αἰτίαν τοιαύτην . Θέστιος , Ἄρεως καὶ Πεισιδίκης παῖς , διά τινα περίστασιν | ||
| ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Ἄξενον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Θέστιος μετωνομάσθη . Προσηγορεύθη δὲ Ἀχελῷος ἀπὸ τοιαύτης αἰτίας . |
| τροφὸς , ζῴων λέγω καὶ σπερμάτων καὶ ἀνθρώπων . . πανόπτην ] τὸν πάντ ' ἐφορῶντα , τὸν πάντα βλέποντα | ||
| κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ , καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ : ἴδεσθέ μ ' οἷα πρὸς |
| δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ | ||
| υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . . |
| κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα Βάκχῳ ἀμφίπολον θανάτοιο κελαινῆς ἀσπίδος ἰόν . μέτρῳ δ ' | ||
| τῷ Σαβαζίῳ , τουτέστι τῷ Διονύσῳ , καθάπερ τοὺς τῷ Βάκχῳ Βάκχους . τὸν αὐτὸν δὲ εἶναι Σαβάζιον καὶ Διόνυσόν |
| φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος | ||
| : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν |
| ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ ἦ μάλα ς ' οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός : νῦν αὖτ ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ | ||
| δηλονότι . Θαρσαλέος : ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι : |
| : φύλλα πλατύτερα , ὑποφοινισσόμενα , ἐν οἷς ἐστιν ὡς λιβανωτίδος κόμη μεστὴ ἄνθους , κατὰ κορύμβους πρὶν ἐξανθῆσαι συνεστῶσα | ||
| πέπερι , μήκων , σταφυλῖνος , πράσον , κνῆκος , λιβανωτίδος σπέρμα , τοῦ ἐν τῷ σίτῳ ξιφίου , βρυωνίας |
| σχήματ ' Ὀλύμπου . Τηϋγέτη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἠλέκτρη κυανῶπις Ἀλκυόνη τε καὶ Ἀστερόπη δίη τε Κελαινὼ Μαῖά τε | ||
| λοῖσθον δ ' ἐν μεγάροισι [ Κλυταιμήστρη ] ? ? κυανῶπις [ γείναθ ' ὑποδμηθεῖς [ ' Ἀγαμέμνονι ] [ |
| κείνῳ Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Φλέγˈραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ , σφετέρας δ ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς | ||
| ἐπὶ Τυδῆ στεῖλαν Ἀχαιοί . καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὴν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ : οὗτος ὁ Ἀλκυονεὺς εἷς τῶν Γιγάντων λέγεται περὶ |
| , ἔχειν δὲ τὰ πτερὰ αὐτοῦ φασι στίγματα ὑπόλευκα . ἀναφαίνει τε δύο ἀπὸ τῶν ὀφρύων παρ ' ἑκάτερον τὸν | ||
| , προσέτι τε τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν ὁπόσας ὁ Ζεὺς ἀναφαίνει , τὰς Ἀθήνας λέγω . ἐπιλείποι δ ' ἄν |
| ῥίζης τὸ ἀφέψημα πινόμενον , περσέας ῥίζα καὶ πήγανον καὶ χρυσάνθεμον καὶ δίκταμνον καὶ εὐζώμου σπέρμα . κινεῖ δὲ καὶ | ||
| βασκοσύνης ἕνεκεν δόλιχα πτερὰ μηκύνονται . Ἔνδροσον ἐκ γαίης αἴρειν χρυσάνθεμον ἁγνόν πρὶν μέγαν Ἠέλιον τὸν ἀτέρμονα κύκλον ὁδεύειν , |
| κτίσαι Θήβας τὰς ἐν Βοιωτίᾳ φασί , τὸν δ ' Ἰασίωνα γήμαντα Κυβέλην γεννῆσαι Κορύβαντα . Ἰασίωνος δὲ εἰς θεοὺς | ||
| ἐπὶ κάλλει , τοὺς δὲ ἐπὶ πλούτῳ ἐθαύμαζον , καθάπερ Ἰασίωνα καὶ Κινύραν : περὶ δὲ τοῦ Πέλοπος ἔλεγον ὅτι |
| σκώληκας ἔτι τούτους δ ' ἔμ ' ἔασον καταγαγεῖν . βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ μῆλα καὶ ῥόας λέγεις . | ||
| ἐν Ἐκκλησιαζούσαις : ἥτις μεμύρισμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν . : βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Δαιταλεῦσιν |
| ἔξουσι τὴν ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης γὰρ τοῦτον οὐκ ὀρῆις , Κυννοῖ , ὄκως βέβηκεν ? ? ? ? | ||
| τίς ἐστιν ὀ στήσας ; οἰ Πρηξιτέλεω παῖδες : οὐκ ὀρῆις κεῖνα ἐν τῆι βάσι τὰ γράμματ ' ; Εὐθίης |
| . ἵππε πάντων θηρίων ἀγριώτατε , πονηρὲ καὶ ἀχάριστε καὶ ἀναίσθητε κάλλους : ὁ μὲν κατέψα σου τοὺς ἱδρῶτας καὶ | ||
| νήπιε , μωρέ , μωρότατε . , γενικῶς μωρέ , ἀναίσθητε . . διπλῆ ἐστιν ἡ τοῦ βεκκεσελήνου ἱστορία , |
| ἦν θηρεύειν , ἀλλ ' ἀπεῖπον τούτων τε καὶ τῆς θαλαττίας χελώνης μὴ ἅπτεσθαι . ὁ δὲ πολύπους ἐστὶ συντηκτικὸς | ||
| ἐκ τῆς γῆς τρεφομένην : ἄκουε δὲ καὶ τὰς τῆς θαλαττίας μηχανάς , καὶ ὁποῖα δρᾷ καὶ ἐκείνη πυνθάνου . |
| ἐβώστρεεν : ἐκέλευεν . Ἐλάεσκε : ἔκβαλεν . Βρόμιον : Βάκχον . Πενθηϊάδες : τοῦ Πενθῆος . Θιασώτισι : χορευτοῖς | ||
| θεὸν κροτοῦντες ἐπιληνίοισιν ὕμνοις , ἐρατὸν πίθοις ὁρῶντες νέον ἐσζέοντα Βάκχον . ὃν ὅταν πίνηι γεραιός , τρομεροῖς ποσὶν χορεύει |
| διὰ τὸν ἀναχωματισμόν . Ἀϊδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς : ὁ Ἀϊδωνεὺς δὲ ὁ ἀναπομπὸς τῶν νεκρῶν ἀνίει καὶ ἀναπέμψει καὶ | ||
| ἠὲ καὶ φεῦ : εἶτα διὰ μέσου ἐρεῖς τὸ ὁ Ἀϊδωνεὺς δέ , ὁ Ἀϊδωνεὺς εἴην ἂν ἀναπομπός , ἀντὶ |
| ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα | ||
| φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι |
| . Ἐκάλουν τὸν Πᾶνα βοηθόν , ὡς καὶ αὐτὸν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα : ἐπῄνουν τὴν Ἠχὼ τὸ Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ | ||
| ἀτοκίων καὶ κωλυτικῶν τῆς συλλήψεως ἐστὶ καὶ τὰ τοιαῦτα . Πίτυος φλοιοῦ , ῥοὸς βυρσοδεψικοῦ , ἑκάστου ἴσον τρίβε μετ |
| : πρὶν ἢ γὰρ ἐλθεῖν σου τὴν ἐπιστολήν , % Θεοδωρίδας ὁ Λίνδιος , ἑταῖρος ἡμῶν , ὃν οὐκ ἀγνοεῖς | ||
| ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν τοῖς ὁδοιποροῦσιν . Θεοδωρίδας οὖν φησιν ὁ Συρακούσιος : πίσσα δ ' ὑπὸ |
| ποδώκεας ὄρνιθας ὥς . ὄστρεά τ ' ἤνεικεν , Θέτιδος Νηρηίδος ὕδνα σόγκους δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ | ||
| ἐμὴν ἐπεὶ γαμεῖς παῖδ ' , ὦ θεᾶς παῖ ποντίας Νηρηίδος . ποίους γάμους φήις ; ἀφασία μ ' ἔχει |
| γενέσθαι τε τραφέμεν τε . ταὐτὸν δὴ καὶ τοὺς ἡμετέρους τροφίμους δεῖ διανοουμένους τὰ μὲν εἰρημένα ἀποχρώντως νομίζειν εἰρῆσθαι , | ||
| . ἕτεροι δὲ εἶπον ὡς ἐπεὶ ἡ Σελήνη δηλοῖ τοὺς τροφίμους ἐνιαυτούς , εἰσὶ δὲ τὰ μέσα αὐτῆς ἔτη λθ |
| καὶ θρήνοισι τοῖς ὁμευνίδων . Ὀφέλτα καὶ μύχουρε χοιράδων Ζάραξ σπίλοι τε κὰτ Τρύχαντα καὶ τραχὺς Νέδων καὶ πάντα Διρφωσσοῖο | ||
| ὥστε πολλάκις καὶ σηπόμενα ἀπορρεῖν . Πρῶτον μὲν γὰρ οἱ σπίλοι λευκοὶ φαίνονται κατὰ τὸ σῶμα , εἶτα ἐρυθροί , |
| φασι κεραυνωθέντι ὑπὸ τοῦ θεοῦ συμβῆναι τὴν τελευτὴν Ὀρφεῖ : κεραυνωθῆναι δὲ αὐτὸν τῶν λόγων ἕνεκα ὧν ἐδίδασκεν ἐν τοῖς | ||
| πλούσιον ἄνδρα θανάσιμον ἤδη ὄντα ἰάσασθαι , ὅθεν δὴ καὶ κεραυνωθῆναι αὐτόν . ἡμεῖς δὲ κατὰ τὰ προειρημένα οὐ πεισόμεθα |
| ἕκαστος „ σχέτλιε Πηλέος υἱέ , χόλῳ ἄρα ς ' ἔτρεφε μήτηρ . ” μ ' ᾐτιάασθε : ἡ διπλῆ | ||
| ὅπλων πολλῶν καὶ καλῶν καὶ οἰκήτορας εἶχεν ἀρίστους καὶ νεότητα ἔτρεφε πολλήν τε καὶ εὐανδροῦσαν καὶ ζηλωτὸς ἦν ἐν πᾶσι |
| ἡδεῖ . ἰδίως δὲ τέταχεν . ἢ ἀντὶ τοῦ ἡδέως Βάκχου ] τοῦ οἴνου σιλφιόεσσαν δὲ λίτρην , ἀντὶ τοῦ | ||
| τάχιστα λέγων εὖ , οἵπερ καὶ ῥήιστης εἰσὶ διδασκαλίης . Βάκχου μέτρον ἄριστον ὃ μὴ πολὺ μηδ ' ἐλάχιστον : |
| , ἐπιβρομέουσα θυέλλαις , δοῦπον ἐρευγομένη καναχηδέος ἀνθερεῶνος . καὶ παλάμας ἔστρεψεν ὀπίστερος Ἀγγελιώτης ὁλκῶν ἠνεμόφωνον ἐπισπεύδουσαν ἐρύκων , ὀρνυμένην | ||
| ἀπὸ τοῦ λόφου τούτου πίδακας ἐκδιδόναι ἑκατὸν καὶ ταύτας καλεῖσθαι παλάμας Βριάρεω . Α . . , : οὐδὲ ὁ |
| . Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καύσεως τοῦ κηρίου εὐωδία καὶ ἔπλησε τὸν θάλαμον . Καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄνθρωπον Ἀσενέθ | ||
| ὧν ἑαυτὸν ἦν θεὸν στήσας κάτω , ἀνθ ' ὧν ἔπλησε γῆν σφαγῆς μιασμάτων , ἀνθ ' ὧν ὑπῆρξεν εὑρετὴς |
| οὕτως μεγαλοπρεπῶς σοφὸν ἄνδρα , οἶσθ ' ὅτι δύο ὑεῖς ἔθρεψε , Πάραλον καὶ Ξάνθιππον ; Ἔγωγε . Τούτους μέντοι | ||
| ἀλωῆς : ἡ διπλῆ ὅτι καθ ' Ὅμηρον ἡ Θέτις ἔθρεψε τὸν Ἀχιλλέα , οὐ Χείρων ὡς οἱ νεώτεροι . |
| ἀνιέμενα , καὶ κηκὶς μετὰ λιβάνου καὶ ῥοδίνου , ἢ σπόδιον πομφόλυγος μετὰ ῥόδων καὶ γλυκέος , ἢ κληματίνην τέφραν | ||
| καὶ τὸν δακτύλιον κηρωτῇ , ῥοδίνῳ , ἢ βουτύρῳ ἔχοντι σπόδιον ἢ στίμμι ἢ μολυβδαίνην , λιθάργυρον μετὰ γάλακτος γυναικείου |
| , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα μεσαιπόλιον , ἐμφέρειάν τινα πρὸς τὴν τοῦ βασιλέως ἰδέαν | ||
| Μῆνιν ἄειδε Θεά : ἐν δὲ Ὀδυσσείᾳ τῆς Μούσας : Ἄνδρα μοι ἔννεπε Μοῦσα : ἐν δὲ τῇ Παλαμηδείᾳ τῆς |
| δὲ Μακηδονίῃ τε καὶ Ἀμβρακίῃ μάλα πολλαί . Σειρίου ἀντέλλοντος φάγρον Δήλῳ τ ' Εἰρετρίῃ τε κατ ' εὐλιμένους ἁλὸς | ||
| λαβεῖν λελιημένος ἰχθὺν ἠὲ μέγαν συνόδοντα ἢ ἀρνευτὴν ἵππουρον ἠὲ φάγρον λοφίην , ὁτὲ δ ' ἀγρόμενον σκιαδῆα . ΣΥΑΓΡΙΔΕΣ |
| ἔφη ” μὴ γὰρ δοῦλον ἑαυτῷ ἠγόρασα ; μᾶλλον δὲ καθηγητήν . “ ἀνακλιθέντων δὲ τῶν φίλων ὁ Ξάνθος φησίν | ||
| : ” καλῶς , νὴ τοὺς θεούς , ἔστησε τὸν καθηγητήν . “ ὁ Ξάνθος εἶπεν ” ἐάν σε ἀγοράσω |
| μελέας τέφραν σὺν ὄξει , ἢ ἀσφοδέλου φύλλα , ἢ συκαμίνου φύλλα μετὰ τοῦ καρποῦ , ἢ δάφνης φύλλοις ἁπαλοῖς | ||
| τῶν δὲ χυλῶν οἱ μέν εἰσιν οἰνώδεις , ὥσπερ ἀμπέλου συκαμίνου μύρτου : οἱ δ ' ἐλαώδεις , ὥσπερ ἐλάας |
| ἐκτακεῖσα , Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν | ||
| Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε Κρηστώνης θεόν „ . ὁ πολίτης Κρηστωναῖος παρὰ Πινδάρῳ . |
| καὶ πόλις . . . ὡς ἀπὸ . . . Χαλαστραῖος . × . καὶ Καναστραῖος : γρ . καὶ | ||
| . ὁ πολίτης Χαλαστραῖος . Λυκόφρων ” Θεσπρωτὸς ἄμφω καὶ Χαλαστραῖος λέων „ . ἔστι δὲ καὶ πόλις ὡς ἀπὸ |
| ἀμφὶ Θήβας στεῖχε τὰς Καδμηίδας . εἰ μή σε Λητὼ καλλίπαις ἐγείνατο ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης . πολλοί σε μισήσουσιν | ||
| , ἢ τίνες ἡμέραι λοιπὸν , ἣ πρὶν μὲν ὡς καλλίπαις ᾔδετο , νῦν δ ' ἐξελήλεγκται ὡς δυστοκήσασα . |
| ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , ἄλγος ἀλγῶ , σιγή σιγῶ , ῥῖγος ῥιγῶ | ||
| καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων τῶνδε κωμῆται |
| νιφόεντι κράδης ἢ τρηχέι κνίδῃ χρῶτα μιαινομένοις ἢ καὶ σπειρώδεϊ κόρσῃ σκίλλης ἥ τ ' ἔκπαγλα νέην φοινίξατο σάρκα . | ||
| τοξευτῆρα πευκεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . τὸν μὲν ἐγὼ κόρσῃ μάλ ' ἐοικότα φημὶ βροτείῃ παύειν ὀξυτάτῳ τετριμμένον ἄμμιγα |
| τοῦ βαλανείου ἱδρώσειν ἐμβίβασον καὶ ἐξελθὼν ἀποθήσει . ἄλλο . κυνείας λευκῆς τῆς καλουμένης γενούβεως κοχλιάριον αʹ . μετ ' | ||
| οἰσυπηρῶν κεκαυμένων # α , ἀριστολοχίας στρογγύλης , κισήρεως , κυνείας κόπρου , ἰοῦ ξυστοῦ , λεπίδος χαλκοῦ , μίσυος |
| μελίνη , κέγχρος , καὶ ὅσα τοιαῦτα , φακός , βῖκος , σήσαμον , ἐρύσιμον , κάστανα , βάλανοι , | ||
| σπερμάτων οἵ τε ἁπαλοὶ τυροὶ καὶ ὁ φακὸς καὶ ὁ βῖκος καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς καὶ μέλανες . Κεράτια |
| Αἰγείρας καλούμενος Κριός : ἔχειν δὲ αὐτὸν τὸ ὄνομα ἀπὸ Τιτᾶνος Κριοῦ : Κριὸς δὲ καὶ ἄλλος ὠνόμασται ποταμός , | ||
| . , : Βήλου τοῦ Ἀσσυρίων βασιλεύσαντος καὶ Κρόνου τοῦ Τιτᾶνος Θάλλος μέμνηται , φάσκων τὸν Βῆλον πεπολεμηκέναι σὺν τοῖς |
| . πρέποντες : ὄνομα ἰχθύος . Ἴφθιμοι : ἰσχυροί : ἴφθιμον τὸ ἰσχυρὸν , καὶ ὁ μὲν Ἡρόδοτος σύνθετον αὐτὸ | ||
| ἔγχεα χερσὶν ἔχοντες , οἵ ἑ μέγαν περ ἐόντα καὶ ἴφθιμον καὶ ἀγαυὸν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος |
| : καὶ δοκεῖς κατενεγκεῖν με τῆς πέτρας καὶ σεαυτῷ θέσθαι κατάβρωμα . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὡς πολλοὶ τῶν | ||
| τῷ δὲ ὀνάγρῳ μεμονωμένῳ τυγχάνοντι σφοδρῶς ἐπελθεῖν καὶ αὑτῷ θέσθαι κατάβρωμα . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὡς οἱ ἀνυπότακτοι καὶ |
| δὲ σκόμβρος κοῦφος καὶ ταχέως ἀποχωρῶν τοῦ στομάχου , ὁ κολίας δὲ σκιλλωδέστερος , δηκτικώτερος , κακοχυλώτερος , τρόφιμος . | ||
| ὧν τρυφερωτέρα ἡ πηλαμύς , ἄστομος δὲ καὶ ἄχυλος ὁ κολίας : ἡ δὲ θυννὶς ὑποτέτακται , δύσπεπτος δ ' |
| πάντες [ οἱ μετὰ Κύρου ] εἶχον καὶ προμετωπίδια καὶ προστερνίδια : εἶχον δὲ καὶ μαχαίρας οἱ ἱππεῖς Ἑλληνικάς . | ||
| στόμα κεχηνὸς πάμμεγα ὡς καταπιόμενος τοὺς θεατάς . ἐῶ λέγειν προστερνίδια καὶ προ - γαστρίδια , προσθετὴν καὶ ἐπιτεχνητὴν παχύτητα |
| ἀλλήλοισι κάρηνα . ὧδε φάτις προτέροις κλέος ἵπποισιν μέγ ' ἀείδει . ἵππων δ ' ὅσσα γένεθλ ' ἀτιτήλατο μυρίος | ||
| ' ὀνόματος οὐδὲν ἐπὶ χεῖρας φέρων . καὶ Πολυμνήστει ' ἀείδει μουσικήν τε μανθάνει . ἀφυπνίζεσθαι χρὴ πάντα θεατήν , |
| πᾶξεν ἰοστεφάνῳ ἕλκος , ἄγαλμα πόθοιο πυρισμαράγου , ὃς σβέσεν ἀνορέαν ἰσαυδέα παπποφόνου Τυρίας τ ' ἐξήλασεν . ᾧ τόδε | ||
| πᾶξεν ἰοστεφάνῳ ἕλκος , ἄγαλμα πόθοιο πυρισμαράγου , ὃς σβέσεν ἀνορέαν ἰσαυδέα παπποφόνου Τυρίας τ ' ἐξήλασεν , ᾧ τόδε |
| καὶ σκορπίοι καὶ τρίγλαι καὶ κόκκυγες καὶ καλλιώνυμοι καὶ γλαῦκοι ξηρότατοι τῶν ἰχθύων : διὸ δὴ τρέφουσι καὶ ἰσχὺν παρασκευάζουσιν | ||
| ἢ ἐν ὕδασι , πάντα ὑγρά . Τῶν δὲ ἰχθύων ξηρότατοι μὲν οὗτοι , σκορπίος , δράκων , καλλιώνυμος , |
| ἦν ἐξ Ἀγχομενοῦ . χθονία θ ' Ἑκάτη σπείρας ὄφεων ἐλελιζομένη . τί καλεῖς τὴν Ἔμπουσαν ; φέρε παῖ ταχέως | ||
| καὶ Ὅμηρος : ἦτοι ὃ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν . ἐλελιζομένη δέ , ἢ διακινουμένη ἢ διακρουομένη . κεραυνὸν σβεννύεις |
| οὖν τὴν τυραννίδα ἕξεις γευσάμενος τοῦ ξύλου . Τολμήσει γὰρ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ βάκτρον ; οὐκ ἐγώ σε πρῴην | ||
| ἐπιτήδεια : λαβόντες δὲ πορεύεσθε εἰς Χερρόνησον , ἐκεῖ δὲ Κυνίσκος ὑμῖν μισθοδοτήσει . ἐπακούσαντες δέ τινες τῶν στρατιωτῶν ταῦτα |
| . τοῦτο δ ' ἂν ἔχοι οὕτως . ἀποκτείνασαι τὸν Ἴτυν καὶ πορθήσασαι τὸν οἶκον , εἴς τι πλοιάριον ἐμβᾶσαι | ||
| οὔτε Πρόκνης οὔτε Τειρέως μέμνηται καὶ τὸν παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἴτυν Ἴτυλον αὐτὸς λέγει . . καί τέ σφιν ἰαίνομαι |
| [ ' , ὃν ἐκφύει Μέλας ] ποταμὸς ἀηδόν ' εὐπνόων αὐλῶν σοφήν . ἄναρθρος Ὦ γαῖα ⌊ πατρίς ⌋ | ||
| Συνεπιμαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ ἐκ τῶν λεπτοτέρων καὶ εὐείλων καὶ εὐπνόων εὐωδεστέρους γίνεσθαι καὶ ἐκ τῶν πρεσβυτέρων ἢ νεωτέρων : |
| πυρίπαιδι πᾶσαι ὑπηντίασαν Καδμηΐδες : αὐτὰρ ὁ μάργος Πενθεὺς οὐχὶ δετὰς παλάμας ἔδεεν Διονύσου , καὶ θεὸν αὐτοφόνοισιν ἀπείλεε χερσὶ | ||
| ὁπωσδήποτε κατεσκευασμέναι καὶ ἂν ἀκόσμως δεδεμέναι ὦσιν . καὶ Ὅμηρος δετὰς λέγει : καιόμεναί τε δεταί : ἴσως οὐκ αὐτάς |
| ὁ τᾶς μέθας ἐραστάς : μετὰ κρότων , μετ ' ὠιδᾶς τέρπει με κἀφροδίτα : πάλιν θέλω χορεύειν . Ὅτ | ||
| ὁ τᾶς μέθας ἐραστάς : μετὰ κρότων , μετ ' ὠιδᾶς τέρπει με κἀφροδίτα : πάλιν θέλω χορεύειν . Ὅτ |
| φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον : ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη χλόην καταμπέχοντα σάρκα νεογενῆ . τί λέγεις ; | ||
| φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον : ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη , χλόην καταμπέχοντα , σάρκα νεογενῆ . τί |
| πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος . | ||
| πόντος , καθ ' ὃν πεπόνηται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος περιπλέον . τοῦ πόνου οὖν ὁ πόντος . Φιλόξενος . |
| ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ | ||
| [ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [ |
| συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω . | ||
| ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι |
| στενάζω τὸν νεκρὸν Ἴακχον , τὸν θρῆνον τὸν εἰς τὸν Ἴακχον , ὅν φασι Περσεφόνης εἶναι υἱόν : τλήμων ἰατρός | ||
| δὲ ὅστις μὲν ἀκούει καὶ πείθεται , πολὺν ἠχήσει τὸν Ἴακχον : τῷ δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ |
| κατέθηκ ' , ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει , οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς , ἀλλὰ κατῄκισται , ὅσσον πυρὸς | ||
| κατέθηκ ' , ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει , οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς , ἀλλὰ κατῄκισται , ὅσσον πυρὸς |
| . οὗτος δέ , φησί , καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . κορακῖνος δ ' ὁ ἐκ τοῦ Νείλου : ἥττων δ | ||
| περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων . θρίσσα ἐγκρασίχολος , μεμβράς , κορακῖνος , ἐρυθρῖνος . τριχίδων δὲ Εὔπολις : ἐκεῖνος ἦν |
| Μένανδρος ἐν Ἥρωι ἔφη : χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον , ὁ Δημόκριτος ἔφη : Ἡσίοδος μέν , | ||
| πιθανὰς τὰς ὑπερβολὰς ἔχει . χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον . πεφαρμάκευσαι , γλυκύτατ ' , ἀναλυθεὶς μόλις |
| : ἤτοι ἡ μυρίχη ἤγουν ὁ μύριγγας . ἐθιοπὶς ἤτοι φλόμος μικρός . ἐβίσκου : ἡ ἀλθαία ἤτοι ὁ ἄγριος | ||
| καὶ ἀρνόγλωσσον ἡμέρα δʹ , ὥρα αʹ , Ἑρμοῦ , φλόμος καὶ πεντάφυλλον ἡμέρα εʹ , ὥρα αʹ , Διός |
| ὅτι δὲ οὗτός ἐστιν ὁ ποιητὴς σαφῶς παρίστησι Τηλεκλείδης ἐν Ἡσιόδοις . Μυννίσκος ὁ τραγικὸς ὑποκριτὴς κωμῳδεῖται ὑπὸ Πλάτωνος ἐν | ||
| δὲ περὶ αὐτῶν ἀμφοτέρων ὅτι κομπασταί . Τηλεκλείδης δὲ ἐν Ἡσιόδοις ὡς παρειμένον τῷ σώματι κωμῳδεῖ αὐτόν . ὅσον ὁ |
| κρήδεμνα [ ] γενέθλης : Ἀζειόν ποτε κοῦρον ἐγείνατο κυσαμένη Χθών Τιτήνων μεγάλοισι συνηβήσαντα κυδοιμοῖς . Ἀζειὸς δὲ Λύκωνα γίγας | ||
| ὅτι πάρει . Χάλαζα . παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν . Χθών . ἤτοι παρὰ τὸ ἡ κεχυμένη γῆ . Χώρα |