σοφόν σε ποιεῖ : αὐτὸ καθ ' ἑαυτὸ τὸ γῆρας μελαγχολικώτερόν ἐστι τῆς νεότητος : εἰ δὲ συμβῇ τοὺς γέροντας
σοφόν σε ποιεῖ : αὐτὸ καθ ' ἑαυτὸ τὸ γῆρας μελαγχολικώτερόν ἐστι τῆς νεότητος : εἰ δὲ συμβῇ τοὺς γέροντας
6552548 ἐλᾳς
] ἵνα τὸν ἵππον πλήξω . μέλλεις ] βραδύνεις . ἐλᾷς ] ἐλαύνεις . ὦ ⌈ σαμπφόρα σαπφόρα [ σαμφόρα
: τὠυτὸ γὰρ ἀντιθήσω ἐκείνῳ , ὅτι νικήσας τοὺς ἀντιουμένους ἐλᾷς ἰθὺ τῆς ἀρχῆς τῆς Τομύριος . Χωρίς τε τοῦ
6417127 καταστρατηγησας
ἐκ τῆς κακοπαθίας ἀναλαβεῖν . Εὐμενὴς δὲ τὸν προειρημένον τρόπον καταστρατηγήσας τοὺς πολεμίους μετεπέμπετο πανταχόθεν τοὺς διερριμμένους τῶν στρατιωτῶν καὶ
Καρχηδόνιοι μεγάλαις δυνάμεσιν ἐστράτευσαν εἰς τὴν Σικελίαν . Ὡς Γέλων καταστρατηγήσας τοὺς βαρβάρους τοὺς μὲν αὐτῶν κατέκοψε , τοὺς δ
6394462 δεδευμενῳ
ξηρῶν τι φαρμάκων , τὸ δ ' ἄλλο μότῳ σκέποντα δεδευμένῳ τῶν ἐπουλωτικῶν τινι φαρμάκων ὑγρῶν τῇ συστάσει . προκοπτούσης
δὲ κοχλιάριον τῆς γεντιανῆς , καὶ ἐγκυκήσαντας ὡς ἐν ἀλφίτῳ δεδευμένῳ , πίνειν ἀπὸ τῆς αʹ ἡμέρας , μέχρι τεσσάρων
6363426 κεντησας
ἢ νάρδῳ ἑψόμενα ὠταλγίας θεραπεύουσιν . ἐὰν δέ τις βελόνῃ κεντήσας προσαγάγῃ θήγων τοῖς ὀδοῦσιν , ὀδονταλγίαν ἰῶνται , καί
τῆς θαλάσσης ἐκβάλῃ χέλυν , ἀναστρέφων αὐτὴν ὑπτίαν καὶ μαχαίρᾳ κεντήσας , δέξαι τὸ αἷμα αὐτῆς εἰς νέον καὶ ἄθικτον
6345219 ποδεωνας
τὸν κρεμάμενον νέκυν , ἐπισπάσαντα τῶν ἀσκῶν δύο ἢ τρεῖς ποδεῶνας αὐτὸν λύειν ἀπαμμένους : ὡς δὲ ἔρρεε ὁ οἶνος
, καὶ οὗτοι ἄχρηστοι . Γ τὰ κράσπεδα , οὓς ποδεῶνας καλοῦσιν : οὗτοι δὲ ἄχρηστοί εἰσιν . σύρφακα :
6292435 ναρκᾳ
καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι
πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ
6278819 ἀναγομενης
ἑαυτοῦ γονὴν ἐκτείνειν τὸ κακόν : τῆς γάρ τοι θηλείας ἀναγομένης τεκεῖν , ὁ δεινὸς ἐκεῖνος ἀγχοῦ μάλα παρακαθήμενος ἐπισκοπεῖ
πεζῇ ἐς Πύδναν τὴν Ἀλεξάνδρου . ἐν ᾗ ὁλκάδος τυχὼν ἀναγομένης ἐπ ' Ἰωνίας καὶ ἐπιβὰς καταφέρεται χειμῶνι ἐς τὸ
6252683 εὐκολωϲ
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου
6250075 βοειου
ὀκτὼ κοτύλας ἐκπιεῖν : ἢν δὲ μὴ ὄνειον ἔχῃς , βοείου ἢ αἰγείου ἑφθοῦ τρία ἡμιχόεα , παραχέας μέλι :
. β , χυλοῦ λινοϲπέρμου λι . α , γάλακτοϲ βοείου λι . α , ϲτεάτων χηνείων # Ϛ ,
6242570 προσεδραμε
καὶ προσιόντι καὶ σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισε τὸν δεσπότην . καὶ οὗτος ἀγανακτήσας
δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν καὶ ἀνέβη . προσέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῇ καὶ εἶπε :
6230880 ἐπιτηρησας
παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ
τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς .
6209710 δειλοτερος
σε καὶ δι ' ἑτέρου τῶν ὀνομαστοτάτων παραμυθήσομαι , ἐπειδὴ δειλότερος εἶ τοῦ δέοντος , ἵνα μὴ λέγω θρασύτερος .
οὐκ ἂν φροντίσαις , ἑνὸς δ ' ἂν αἰσχύνοιο ὁμολογῶν δειλότερος εἶναι ; οὐκ οἶσθ ' ὅτι οὐ τοῦ νεκροῦ
6209578 ἀσμενον
τε δὴ καὶ ποῖ τελευτᾶν ; ἔστι τις σωτηρία ; ἄσμενον μολεῖν γέφυραν γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν . καὶ πρὸς ἤπειρον
χλανιδίων αὐτῷ διαρρηγνυμένων : ἀλλ ' οὐκ ἂν ἀπορρίψαι αὐτὰ ἄσμενον , καὶ παραδοῦναι τὸ σῶμα τῷ ἀέρι , γυμνὸν
6201008 σκωψας
, καὶ τούτους οὕνεκα τουδί , ἵν ' ὁ σύνδουλος σκώψας αὐτοῦ τὰς πληγὰς εἶτ ' ἀνέροιτο : Ὦ κακόδαιμον
ζήτει . καὶ Ταχὼς δ ' ὁ Αἰγυπτίων βασιλεὺς Ἀγησίλαον σκώψας τὸν Λακεδαιμονίων βασιλέα , ὅτ ' ἦλθεν αὐτῷ συμμαχήσων
6196092 ὀλοφυρομενης
ἀπήγετο τὴν πρὸς θάνατον . τῆς δὲ μητρὸς ἑπομένης καὶ ὀλοφυρομένης ἐκεῖνος τῶν δημίων ἐδεῖτο βραχέα τινὰ τῇ μητρὶ διαλεχθῆναι
τὸν φόνον κατεκρίθη . τῆς δὲ μητρὸς αὐτοῦ ἐπακολουθούσης καὶ ὀλοφυρομένης εἶπεν ὁ παῖς πρὸς τοὺς δημίους : „ ἐάσατέ
6177232 ἀπηθησας
καταβρέξαι ἐν οἴνῳ λευκῷ ὡς ἡδίστῳ τὴν νύκτα , ἔπειτα ἀπηθήσας , χλιαίνειν , εἴριον ὡς μαλθακώτατον ἐμβάπτων , καὶ
σπέρμα , καὶ χλωρὸν τὸ λίνον ἑψήσας ἐν ὕδατι , ἀπηθήσας , κλύσαι τῷ ὕδατι . Ἢ μυρσίνης τῶν φύλλων
6155125 ἀραμενη
τὸν Σαυνιτικὸν πόλεμον ὑπὲρ ἁπάσης Καμπανίας ἡ τῶν Ῥωμαίων πόλις ἀραμένη καὶ τρισὶ νικήσασα μάχαις τοὺς ἀντιταχθέντας ἐβούλετο μὲν ἁπάσας
ᾠκισμένη οὐκ ἀγαπᾷ , ἀλλ ' ἑτέρας ἰσομετρήτους ὑπὲρ αὑτὴν ἀραμένη φέρει ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις . ὣς ἄρα ἐπώνυμον
6142446 Πεπερεως
μέλιτι ἀπέφθῳ καὶ δίδου κυάμου μέγεθος . Ἡ Φιλώνειος . Πεπέρεως λευκοῦ ⋖ κ , ὑοσκυάμου σπέρματος ⋖ κ ,
: ποιεῖ καὶ πρὸς τριταίους , τεταρταίους καὶ ἀμφημερινούς . Πεπέρεως μέλανος # δ , πεπέρεως λευκοῦ # β ,
6140451 διαπνειν
καλαμίνου , ἄνωθέν τε αὐτῆς ἐπίρριψον σκεπάσματα πρὸς τὸ μὴ διαπνεῖν τὸ ὄξος , ὡς ἂν διαλυθεῖσα καὶ διαρρεύσασα καταπέσῃ
' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων , διαπνέων ,
6139188 πεισηι
: λίμνας ἐπίβα τᾶς Δηλιάδος : αἰάξεις , εἰ μὴ πείσηι , τὰς καλλιφθόγγους ὠιδάς . ἔα ἔα : τίς
μὴ παρῆις . δέδοικα γάρ σε μή τις ἐμπεσὼν πόθος πείσηι μεθεῖναι σῶμ ' ἐς οἶδμα πόντιον τοῦ πρόσθεν ἀνδρὸς
6138354 τρωγλοδυτιδος
χαλκοῦ κεκαυμένου . . . . οὐγγ . δʹ σμύρνης τρωγλοδύτιδος . . . δραχ . δʹ ναρδοστάχυος . .
. Ἴρεως Ἰλλυρικῆς . . . δραχ . ιδʹ σμύρνης τρωγλοδύτιδος . . δραχ . βʹ στύρακος καλαμίτου . .
6137078 προσορμον
ἱερὸν ἀρχαῖον τῆς Παφίας Ἀφροδίτης : εἶτ ' ἄκρα Ζεφυρία πρόσορμον ἔχουσα , καὶ ἄλλη Ἀρσινόη ὁμοίως πρόσορμον ἔχουσα καὶ
ἄλλο Δράκανον ὁμώνυμον τῇ ἄκρᾳ ἐφ ' ᾗ ἵδρυται , πρόσορμον ἔχον : ἡ δὲ ἄκρα διέχει τῆς Σαμίων ἄκρας
6126705 ἱκεθ
οὓς ἤσθιεν οὐδ ' ἐλέαιρεν : ἠδ ' ὡς Αἴολον ἵκεθ ' , ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο καὶ πέμπ '
, ὡς ἔφασκεν , ἐκδημῶν πάλιν πρὸς οἶκον οὐκέθ ' ἵκεθ ' , ὡς ἀπεστάλη . Οὐδ ' ἄγγελός τις
6120480 Βολβιτον
, καὶ ἔστι δυσχερές . ἀπόρριπτε οὖν καὶ τοῦτο . Βόλβιτον ὀλίγοι τινὲς λέγουσι τῶν Ἀττικῶν , ἀλλὰ τούτου δοκιμώτερον
ἀναβάλλεσθαι , . , , . , . , . Βόλβιτον : τὴν παντοδαπῆ κόπρον : βόλιτον γὰρ ἦν καὶ
6120371 κοπανησας
δαφνόκοκκα καὶ κύμινον καὶ μαστίχην καὶ σμύρναν καὶ λίβανον καθαρὸν κοπανήσας καθ ' ἓν ἕκαστον καὶ ἕνωσον αὐτὰ καὶ βάλλε
τὸ σκορπίσαι τὰ ἐν τοῖς γόνασι ῥεύματα . ] Ἀγριοσύκην κοπανήσας ἐκ τοῦ χυλοῦ τριβέσθω ἢ τῆς ῥίζης τὸν χυλὸν
6106672 χαδειν
, ὁ δραχμαῖος τροχίσκος δύο κοτύλους καὶ πινέσθω . * χαδεῖν : φαγεῖν φαγεῖν , δέξασθαι καί κεν Ὁμηρείοιο :
πλάστιγγι διακριδὸν ἄχθος ἐρύξας , οἴνης δ ' ἐν δοιῇσι χαδεῖν κοτύλῃσι ταράξας . Καί κεν Ὁμηρείοιο καὶ εἰσέτι Νικάνδροιο
6105785 σιδης
ἐμπρίοντ ' ὀνόγυρον : αὕτως δὲ τρήχοντα ταμὼν ἄπο κλήματα σίδης , ἠὲ καὶ ἀσφοδέλοιο νέον πολυαυξέα μόσχον , στρύχνον
καταβάλλεο ] βάλε κάλυμμα ] τὸ λέπυρον τοῦ καρποῦ τῆς σίδης κάλυμμα ] τὸ σκέπας μίγδην δὲ βαλὼν ἐμπίσεο μύρτοις
6102362 δερειν
προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ ἀδιαβίβαστον ,
' ὅλην τὴν νύκτα . καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην
6094613 ἐξωπλισμενοι
Ὑρκανίους καὶ τοὺς ἀμφὶ Τιγράνην : καὶ οἱ Πέρσαι δὲ ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἤδη δέ τινες τῶν προσχώρων καὶ ἵππους
. οἱ δὲ Λακωνικοὶ φρουροὶ ἐν τῷ ἡμίσει τοῦ Ὠιδείου ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἦν δὲ ταῦτα ἀρεστὰ καὶ τῶν πολιτῶν
6089672 καιριου
τεταγμένῳ καὶ παγίῳ συνίστανται , τὸ παραδοξότατον , διὰ τῆς καιρίου μεταβολῆς ἐπιδεικνύμεναι τὴν διαιωνίζουσαν αὑτῶν μονήν . εὖ δ
αὐτοῦ πληγὴν ὁ Ἀλέξανδρος ὑπέθηκε τῇ λαγόνι τὸ ξίφος καὶ καιρίου γενομένου τοῦ τραύματος ὁ μὲν βάρβαρος ἔπεσεν , ὁ
6077474 γλυκυῤῥιζης
, λευκογράφις Αἰγυπτία . ἀντὶ γλήχωνος , ὕσσωπον . ἀντὶ γλυκυῤῥίζης χυλοῦ , συκαμίνου χυλὸς ἢ γλυκοκαλάμου χυλός . ἀντὶ
περσαίας φύλλων ξηρῶν , ῥόδα ξηρά . ἀντὶ πευκεδάνου , γλυκυῤῥίζης χυλός . ἀντὶ πισσελαίου , ὑγρόπισσον . ἀντὶ πίσσης
6074184 ἀκανθοβολος
δὲ ὁμοίως ἡ ἐξάνθησις τῶν ῥοιῶν ὀρόβακχος . τὸ δὲ ἀκανθοβόλος , ἄδηλον εἰ ἐπὶ τῆς παλιούρου ἢ ἐπὶ τῶν
μάσημα ἐπέθηκε τῷ ἕλκει . * περιφράζεο : σκόπει * ἀκανθοβόλος : ἀκανθώδης * περιτέτροφε : περίκειται παράκειται * χαίτη
6071908 ξεε
ιβʹ . χρῶ . Ἄλλο θαυμαστόν . Ἀσφοδέλου ῥίζας λαβὼν ξέε τὸ ἐπιπολῆς καὶ συγκόψας ἕψε σὺν ἐλαίῳ ἀρκοῦντι καὶ
Τζέτζης λέγει : ἀλλ ' οὐδαμῶς , ἄνθρωπε : μηδαμῶς ξέε : οὕτω γάρ , οἶδα , Ἀττικοῦ τρόπου λόγος
6070220 ἀλευαμενος
Ὣς φάτο , Τυδεΐδης δ ' ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω μῆνιν ἀλευάμενος ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος . Αἰνείαν δ ' ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν
τοῦ Κύκλωπος Ὅμηρος : οὐδ ' ἂν ἐγὼ Διὸς ἄχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην . διὰ τούτων δὲ αὐτοῦ ἡ ὑπερηφανία δηλοῦται
6066769 ἀττικας
. Μετὰ δὲ ταῦτα , βοείου γάλακτος ὡς τέσσαρας κοτύλας ἀττικὰς ὠμοῦ ἔπινεν , κατὰ δύο κυάθους δι ' ἡμέρης
: ὀρύξαι χρὴ βόθρον , καὶ φῶξαι ὅσον δύο χοίνικας ἀττικὰς γιγάρτων , τῆς σποδιῆς ἐπιβαλὼν ἐπὶ τὸν βόθρον ,
6060280 θιγοντος
οὐκ ἂν ἐν τοῖς ὑποκειμένοις μενούσης , τοῦ αἰσθητηρίου μὴ θιγόντος , διέβαινεν ἡ ταύτης αἴσθησις πρὸς ἡμᾶς . ἀλλὰ
ἀρρωστίᾳ τινὶ περιπέσῃ , τούτους καταλιχμωμένη ῥώννυται . ἔχιδνα δὲ θιγόντος αὐτῆς μόνον φηγοῦ κλάδου καροῦται , καθάπερ καὶ νυκτερὶς
6051884 Ἀλεας
διαβαίνειν ἐπὶ τὴν πόλιν : καὶ γὰρ ἐν τῷ τῆς Ἀλέας ἱερῷ ἐφαίνοντο ἐναντίοι οἱ ὁπλῖται : ἐν δεξιᾷ δ
διὰ τὸ φεύγοντα τὸν Ἄδραστον ἱδρύσασθαι καὶ καλέσαι ἱερὸν Ἥρας Ἀλέας . τὸ δὲ φυγεῖν τινες ἀλᾶσθαι ὠνόμαζον . Διευχίδας
6048339 ἀξουγγιον
, μέλιτος , ἀνὰ οὐγγίας κ . Ἕψε λιθάργυρον , ἀξούγγιον καὶ ἔλαιον ἕως ἀμολύντου , καὶ ἐπίβαλλε τὰ τηκτὰ
μαστίχην καὶ κισσοῦ δάκρυον ποιήσας ἔμπλαστρον ἐπίθες , ἢ τράγειον ἀξούγγιον ἄλειφε τὴν πληγὴν καὶ κέρας αἰγὸς μελαίνης ἐπίπασον .
6048090 ἰνδικου
καρυοφύλλου , ὕπνου , λαδάνου λιπαροῦ ἀνὰ γοβζʹ . καλάμου ἰνδικοῦ , ναρδοστάχυος , ὀνύχων μεγάλων , βδελλίου , καρποβαλσάμου
ἢ πίσσα . ναρδόσταχυν : ἤτοι νάρδου κελτικῆς . νάρδου ἰνδικοῦ : ἤτοι μαλάβαθρον . νήριον ἤτοι ῥοδοδάφνης ἄνθος .
6047478 Παυσανιης
κήρυκα . . . ἐπειρωτῶντα τὰ ἐντεταλμένα λέγειν [ ὁ Παυσανίης ] ἐκέλευε τὰ παρεόντα σφι πρήγματα ἐχρήιζέ τε τῶν
, ἅτε οὐ παραγενόμενος τῷ προτέρῳ λόγῳ . Ὁ δὲ Παυσανίης τε καὶ ὁ Εὐρυάναξ δεινὸν μὲν ἐποιεῦντο τὸ μὴ
6028023 ἑνωμα
ἄνιμεν , καὶ ἀπὸ τοῦ πληθυσμοῦ πάντων ἐπὶ τὸ πάντων ἕνωμα , σαφὲς ὅτι καὶ τούτων ἐπέκεινα ἀναβαίνειν πειρώμενοι πολλῷ
: ἡ δὲ τοῦ ἑνὸς ἐπικαταλαμβάνουσα τὸ πρὸ τῶν πολλῶν ἕνωμα ποιεῖ , ὅπερ ἐστὶ τὸ μικτόν , οἷον ἐκ
6027155 θριδακας
μετώπῳ τοῦ ἀῤῥώστου ὕπνον αὐτῷ ἐπάξει . Εἰ δὲ βούλει θρίδακας ποιῆσαι φιαλωτὰς καὶ πολυφύλλους , καὶ μὴ ἐκκαυλεῖν ,
δ ' ἐφ ' αὑτοῦ χαιρέτω . καὶ πάλιν : θρίδακας , ἐλάταν , σχῖνον , . . . ῥαφανίδας
6013700 Σχιστης
αὔγουστος , μαλάχην μὴ φαγεῖν . Ξηρίον τοῦ Μαλωριανοῦ . Σχιστῆς γο βʹ , κισήρεως γο αʹ λειώσας ἀπόθου ἐν
χύτρᾳ καύσας λείου τὴν σποδιὰν καὶ παράπτου . Ἄλλο . Σχιστῆς καὶ βαλαυστίου καὶ σμύρνης ἀνὰ ⋖ β , κηκῖδος
6009501 πεπληγετο
ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι . δή ῥα τότ ' ᾤμωξεν καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ Ἄσιος Ὑρτακίδης , καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα :
αἰτιατικῆς : “ ᾤμωξέν τ ' ἂρ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ . ” ταῦτα μὲν χωρὶς τοῦ ι γραφόμενον
6007705 καταφρονησωσι
δυσμετρικὸς ὁ λόγος πρὸς τοὺς ἀκροατάς , ἵνα μή πως καταφρονήσωσι τῆς αὐτοῦ συμβουλῆς : καὶ διὰ τοῦτο φησὶν ὡς
δὲ ἵνα μὴ οἱ ? [ ] μὲν ? ? καταφρονήσωσι ? ? ὡς οὐδενὸς ἀξίου , οἱ δὲ [
5994754 Ἀστυπαλαιας
βιασάμενος αὐτὴν νυκτὸς εἷλε , καὶ τὸν βασιλέα Εὐρύπυλον , Ἀστυπαλαίας παῖδα καὶ Ποσειδῶνος , ἔκτεινεν . ἐτρώθη δὲ κατὰ
ἐπὶ τοῦ Σαμίου Ἀγκαίου εἴρηται , ὃς ἦν Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυπαλαίας υἱὸς τῆς Φοίνικος βασιλεύων τῆς Σάμου . Ἀριστοτέλης δὲ
5992418 φυσωντος
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ
5975590 ὀροβιου
ὡς ἀπίωσιν : βολβίτου κεκομμένου καὶ ὄξεος ἥμισυ , καὶ ὀροβίου θαλάσσης ἢ ὕδατος ὁμοίως πυρία τὰς ῥῖνας : πυριῇν
τρίψαϲ ϲμῶ . Ἄλλο . τρυγὸϲ κεκαυμένηϲ ⋖ ι , ὀροβίου ⋖ ι , ἐρεγμοῦ ⋖ ι , ἐλλεβόρου λευκοῦ
5974724 στερηθεις
, ὦναξ , παῖδα τὸν σόν , εἰ νέας τροφῆς στερηθεὶς σοῦ διοίσεται μόνος ὑπ ' ὀρφανιστῶν μὴ φίλων ,
πάντων ἐνδεοῦς οὔσης , πατρίδος δὲ τοιαύτης ἐπ ' αἰσχίσταις στερηθεὶς αἰτίαις , πολλὰς μὲν ναυμαχίας ὑπὲρ αὐτῆς νεναυμαχηκώς ,
5972830 ἀρωματικου
, ϲεϲέλεωϲ , ϲφάγνου , κυπέρου , καρδαμώμου , καλάμου ἀρωματικοῦ ἀνὰ # ε , ῥόδων ξηρῶν , κρόκου ,
, καὶ οὕτωϲ ἀποτίθενται . Ἐλαίου # γ , καλάμου ἀρωματικοῦ λι . ε , ϲμύρνηϲ # ε , καρδαμώμου
5971611 ἀπαλλαττομεθα
, πολὺ ἀμείνους τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ
μύθων , ἀλλ ' ὅσῳ καρτερώτερον ἀπηντήσαμεν , τοσούτῳ δυσχερεστέρως ἀπαλλαττόμεθα . πῶς γὰρ διωσόμεθα , εἴ τις εἰς πυρετοὺς
5968245 παρεστωσης
σχεδὸν γὰρ ὥσπερ ἐν τελετῇ περὶ πάντα ταῦτα διήγομεν , παρεστώσης ἅμα τῷ φόβῳ τῆς ἀγαθῆς ἐλπίδος . ἀκόλουθα δὲ
οὐδ ' ἄσκευον ἐς τοσήνδ ' ὕβριν ἥκοντα τόλμης τῆς παρεστώσης τανῦν , ἀλλ ' ἔσθ ' ὅτῳ σὺ πιστὸς
5967584 ἰλλυρικης
δʹ , κενταυρείου τοῦ μικροῦ χυλοῦ ⋖ δʹ , ἴρεως ἰλλυρικῆς , πηγάνου ἀγρίου σπέρματος , πεπέρεως μακροῦ , ἀνήθου
. Ἐλαίου ὀμφακίνου ξστκ ἤτοι ξέστ . κ . ἴρεως ἰλλυρικῆς λίτ . α . ἀμώμου γοστ ἤτοι οὐγ .
5967279 ἐκυριευσαν
' ἀμυνομένους ὀλίγους ταχὺ τοὺς ἀντιστάντας τρεψάμενοι τῶν ἄλλων ἁπάντων ἐκυρίευσαν . ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ἀντίγονος μὲν συνάψας μάχην
τὴν σκληροτραχηλίαν , καὶ Μηδικῆς ὑπόφορον ἐποίησεν ἰσχύος . κἀντεῦθεν ἐκυρίευσαν οἱ Μῆδοι τῆς Ἀσίας . ἀλλ ' οὐδ '
5963685 κεφαλιου
. ῥίζαι δὲ λεπταί , μέλαιναι , οἱονεὶ ἀπό τινος κεφαλίου κρομμυώδους ἠρτημέναι , ὧν καὶ ἡ χρῆσις . φύεται
παρὰ τοῖς ἀκρωμίοις περικοπῆς ἀναιρεῖν . εἰ δὲ μείζονος τοῦ κεφαλίου ὑπάρχοντος ἡ σφήνωσις ἀποτελοῖτο , διὰ τοῦ ἐμβρυοτόμου ἢ
5962580 παραδοτω
μαστιγώσας ὁπόσας ἂν ἐθέλῃ , μηδὲν βλάπτων τὸν δεσπότην , παραδότω ἐκείνῳ κεκτῆσθαι κατὰ νόμον . ὁ δὲ νόμος ἔστω
. δοῦλος δ ' ἐάν τις ἐλεύθερον ὀργῇ τρώσῃ , παραδότω τὸν δοῦλον ὁ κεκτημένος τῷ τρωθέντι χρῆσθαι ὅτι ἂν
5957387 δεσμιδιον
καὶ χηνός . ποιεῖ δὲ πρὸς τοὺς πνευματουμένους καὶ πολίου δεσμίδιον καθεψώμενον καὶ πινόμενον ἢ καλαμίνθης ἀφέψημα μιγνυμένου μέλιτος ὀλίγου
καὶ μετὰ μέλιτος . Ἄλλο κάλλιστον . Κισσοῦ τοῦ χρυσίζοντος δεσμίδιον λαβὼν καὶ ξηράνας ἐπ ' ὀλίγον ἐν σκιᾷ ,
5953880 κελτικης
ἀνὰ ⋖ αʹ ʹʹ , κασίας , κινναμώμου , νάρδου κελτικῆς , ἀνὰ ⋖ αʹ : λεῖα ποιήσας ἀναλάμβανε ὕδατι
ἀνὰ οὐγκίας τρεῖς : εὐφορβίου νεαροῦ δραχμὰς ἕξ , νάρδου κελτικῆς οὐγκίας τέσσαρας , ναρδίνου μύρου λίτρας δύο , ἐλαίου
5953694 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
5951716 συναρχειν
τὴν Ἀσίαν ἐξέπεμψεν , ἀποθανόντος δὲ καὶ Φλάκκου Κάρβωνα εἵλετο συνάρχειν ἑαυτῷ . Σύλλας δ ' ἐπείξει τῆς ἐπὶ τοὺς
ἡ βουλὴ Λεύκιον Βύβλον ἐς ἐναντίωσιν τοῦ Καίσαρος ἐχειροτόνησεν αὐτῷ συνάρχειν : καὶ εὐθὺς αὐτῶν ἦσαν ἔριδές τε καὶ ὅπλων
5950434 ιστ
β , πίσσης , κηροῦ , κολοφωνίας ἀνὰ οὐγγίας , ιστ , συμφύτου ῥίζης κεκομμένης λεπτοτάτης καὶ σεσησμένης οὐγγίας β
α . κρόκου δραχ . γ . ἰρίνου δραχ . ιστ . ἴριν , κρόκον , λίβανον λεάνας μετὰ γλυκέος
5942779 βεβληκειν
. . . . τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐυσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν . ἄλλου δ
ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη . τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν : ἄλλου δ
5941754 ὠνησαι
δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους τέτταρας , καὶ διὰ ταχέων ἑψήσας παράθες
ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω τοὺς φίλους ὑβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι χοίρου ἑνὸς πόδας τέσσαρας καὶ ἐκζέσας παράθες “ .
5939212 Βρυττιας
Κηροῦ # α , πίσσης ξηρᾶς # # , πίσσης Βρυττίας # α , πιτυΐνης # α , φρυκτῆς #
, κηροῦ # δ , φρυκτῆς # ιε , πίσσης Βρυττίας # β , νίτρου # α ἀσφάλτου , χαλβάνης
5928902 ὀνειου
πρῶτα ἔτρεμον ἑστώς , μή ποτε χρεία τῇ θεῷ καὶ ὀνείου αἵματος γένοιτο . ἐπειδὰν δὲ κατακόψειαν οὕτως ἑαυτούς ,
, ὕδωρ ἀρσενίκου , ὕδωρ θείου , οὖρον , γάλακτος ὀνείου , ἀπὸ κυνὸς γάλα . Αὕτη ἡ ὕλη τῆς
5927696 ἐκφερ
τόδ ' ἕλκος , ὥστε πραΰνειν πάνυ . Ἀλλ ' ἔκφερ ' αὐτό : τί γὰρ ἔτ ' ἄλλ '
' ἐξελθών , σκότος γὰρ γίγνεται , καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . νυνὶ δ ' ἀπονίζειν
5924516 ἀραιωθεντος
θερμὰ ἐρίοις καὶ τοῖς τοιούτοις . Βουβωνοκήλη ἐστὶν , ὅταν ἀραιωθέντος τοῦ περιτοναίου περὶ τὸν βουβῶνα ἢ ῥαγέντος κατέλθῃ ἄχρι
οὖν τούτου τοῦ χρυσοῦ γράμμα αʹ , καὶ ἀργύρου πρωτείου ἀραιωθέντος γράμματα γʹ , χώνευε καὶ ποίει πέταλα , καὶ
5923673 ἐπιθυμησειε
μήκιστόν ἐστιν ἀνύσαι , τοσοῦτον ἐπέχουσαι . εἰ δ ' ἐπιθυμήσειε σκιᾶς , δένδρον ἦν αὐτῷ χρυσοῦν ἡ σκιά .
, ἀλλὰ χρόνωι ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἄμεινον . καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . πὰρ πυρὶ χρὴ τοιαῦτα λέγειν
5914588 ἐκαμε
εἴη ὁ κόσμος . εἰ γὰρ ἀρχὰν λήψεται διακοσμάσιος , ἔκαμέ ποκα τὸ κινέον αὐτὸ κατ ' ἄμπαυσιν διακοσμάσιος .
εἴη ὁ κόσμος . εἰ γὰρ ἀρχὰν λήψεται διακοσμάσιος , ἔκαμέ ποκα τὸ κινέον αὐτὸ κατ ' ἄμπαυσιν διακοσμάσιος .
5912874 τριπτον
συνκατάμισγε : ὅταν δὲ ψυγῇ , εὑρήσεις αὐτὸν θραυστὸν καὶ τριπτόν . Τοῦτον λειώσας , ἐπίβαλε αὐτῷ χαλκίτεως # #
φαρμάκου # γʹ κατὰ μικρὸν , ἕως ἂν γένηται ὑπόλευκον τριπτόν . Καὶ λαβὼν ἀπὸ τῆς χώνης , μίξον αὐτῷ
5912113 καταπιων
ἀποκρινάμενος ἀνάσωσαί μοι τὸ παιδίον , μὴ καὶ φθάσῃ αὐτὸ καταπιών . Θάρρει : καὶ ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα
θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών . ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ
5908767 προσκεφαλαιου
] . συμμέτρως οὖν κατακλινέσθω τὸ βρέφος , οἷον κατὰ προσκεφαλαίου πεπληρωμένου κναφάλλων , εἰ δὲ μή , χόρτου ἁπαλοῦ
. ἀλλ ' οὐ δέομαι πανικτὸν ἔχων τὸν πρωκτὸν [ προσκεφαλαίου ] . Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν
5906079 Προμαχον
ἀπέθανεν . ἡ δὲ Ἰάσονος μητὴρ ἑαυτὴν ἀνήρτησε νήπιον παῖδα Πρόμαχον ἀπολιποῦσα . καὶ τοῦτον Πελίας ἀνεῖλεν . ὁ δὲ
Ἰάσονος ἀναγκάσαι πιεῖν αἷμα ταύρου , τὸν δ ' ἀδελφὸν Πρόμαχον , παῖδα τὴν ἡλικίαν ὄντα , φονεῦσαι . Ἀμφινόμην
5906056 δυσοιωνιστον
οὖν ἐκ τῆς δευτέρας νεκυίας . τὸ γὰρ οἰκόθεν ἐπάγεσθαι δυσοιώνιστον . . : τίπτε μοι ἠθείη κεφαλὴ δεῦρ '
ἀποφθεγμάτων . Κορύνη . ξύλον ἐπικαμπές . Κρέξ . ὄρνεον δυσοιώνιστον τοῖς γαμοῦσι . Κάπτοντες . ἀποδεχόμενοι . Καινοῦν .
5905886 αὐτοκαβδαλον
ἐπὶ τῶν ἀλφίτων εἴρηται : τὸ ὡς ἔτυχεν φυραθὲν ἄλευρον αὐτοκάβδαλον , . , . . . Αὐτόματος : αὐτόκλητος
καὶ λιμένι καταλεγόμενον : ναυλόχους γὰρ ἔλεγον τοὺς λιμένας . αὐτοκάβδαλον δὲ τὸ εἰκῇ καὶ ὡσαύτως καὶ αὐτουργὸν γεγονός .
5903717 προθυροιο
ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου , ἐκ δ ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον
ἅρματα ποικίλ ' ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν
5899813 ὑπερφιαλοισιν
τὼ δὲ καθεζομένω ἱερῆς παρὰ πυθμέν ' ἐλαίης φραζέσθην μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὄλεθρον . τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
μὲν νῦν ἔρχευ ἅμ ' ἠόϊ φαινομένηφι οἴκαδε καὶ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὁμίλει : αὐτὰρ ἐμὲ προτὶ ἄστυ συβώτης ὕστερον ἄξει
5890746 Δορυλαειον
Ἀζανοί τέ εἰσι καὶ Νακολία καὶ Κοτιάειον καὶ Μιδάειον καὶ Δορυλάειον πόλεις καὶ Κάδοι : τοὺς δὲ Κάδους ἔνιοι τῆς
. Κάδοι , πόλις Μυσίας . Στράβων ιβʹ „ καὶ Δορυλάειον πόλις καὶ Κάδοι ” . τὸ ἐθνικὸν Καδηνός .
5885948 βεβαιοτεροι
, πρὸς τὸ παρῳχημένον σύντασσε . ἅπαντες : οἱ ξύμμαχοι βεβαιότεροι : ἐπιστεύομεν ἂν αὐτοῖς βεβαίως μηδὲν καινοτομήσειν εἰς ἡμᾶς
γενομένων , οὓς οἱ τῆς φύσεως νόμοι τῶν κάτωθεν ὄντες βεβαιότεροι γράφουσιν ἐλευθέρους . ἤδη δέ τινες καὶ προσυπερβάλλοντες εἰς
5885382 ἐπομφαλιον
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ
5883798 ὀνειδισῃς
“ μῆτερ , ὁ πατήρ μου φιλεῖ σε , ” ὀνειδίσῃς δὲ μηδέν . τί λέγεις , παιδαγωγέ ; οὐδεὶς
πλευσείω ⌈ ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῶ πλεῦσαι ) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς
5883517 ἐφαπτωνται
τῆς συναφῆς τῶν κύκλων . Ἐὰν ἐν σφαίρᾳ δύο κύκλοι ἐφάπτωνται ἀλλήλων , ὁ διὰ τῶν τοῦ ἑνὸς πόλων καὶ
ἢ δύο : ὅπερ ἔδει δεῖξαι . Ἐὰν δύο κύκλοι ἐφάπτωνται ἀλλήλων ἐντός , καὶ ληφθῇ αὐτῶν τὰ κέντρα ,
5883514 ἐρωτησῃς
ὥστε οὖν ἡ ἀπόκρισις δηλοῖ τὴν κατηγορίαν . ὅταν δὲ ἐρωτήσῃς τί ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ; ἀκούεις ζῷον : τὸ
ἔχοντας ἐπάνω τῆς κορυφῆς , ἀποπνίγομαι . ἐὰν δ ' ἐρωτήσῃς πόσου τοὺς κεστρέας πωλεῖς δύ ' ὄντας , δέκ
5880265 λακκον
ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου λάκκον αὐτὴν εἰπόντος πῶς ; ἔφησεν : ἢ ὅτι δύο
πτέρυξις . λαχήνας : ὀρύξας , σκάψας Βόθρον : , λάκκον . δέμας : σῶμα . εὐνήν : κοίτην .
5877374 μεμυκος
πλείων φθαρῇ καὶ μεταβάλῃ . τούτων οὖν γενομένων εἰ τὸ μεμυκὸς διὰ τῶν μαλακτικῶν καὶ λιπασμάτων ἀνέῳγεν , καὶ ἀπευθύνειν
καὶ ψευδέσι μαντείαις ἑπόμενος οὐδ ' ὅτε τὸ τῆς ψυχῆς μεμυκὸς ὄμμα ἀναβλέψας „ εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ θεοῦ ἀνθεστῶτα
5872908 ϲυκου
, κομιζέϲθω πρᾴωϲ αὐτὸν ἐνδιαλύουϲα , αὖθίϲ τε καταπλαϲτέον διὰ ϲύκου καὶ νίτρου καὶ ἀψινθίου . ἐπιθέματα δὲ μαλακτικὰ τὸ
. Ἄλλο . καρδάμου ϲπέρματοϲ ὅϲον ἐξαρκεῖ καὶ νίτρου βραχὺ ϲύκου λιπαροῦ ϲαρκίῳ χωρὶϲ τῶν κεγχραμίδων ἀναλαβὼν ποίει βαλάνια ἁρμόδια
5872161 στερω
τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ,
τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον
5871771 ἐπιπινειν
πίνειν , καὶ πτισάνης χυλὸν δὶς τῆς ἡμέρης , καὶ ἐπιπίνειν οἶνον λευκὸν ὑδαρέα : ᾗ δ ' ἂν ὀδύνη
ῥοφάνειν δὲ χυλὸν πτισάνης μέλι ὀλίγον παραμίσγων , καὶ οἶνον ἐπιπίνειν λευκὸν οἰνώδεα : ἐπὴν δὲ δέκα ἡμέραι παρέλθωσιν ,
5870528 ὀφιας
τῶν ἑνικῶν , ἐπεὶ οὐκ ἔστι μετὰ μακρᾶς . Τοὺς ὄφιας καὶ ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες
Πρῶτα μὲν ἀγρεύσαιτο κακήθεας ἐμπέραμος φώς τολμηρῇ μάρπτων χειρὶ θοοὺς ὄφιας , τοὺς ἤδη κρυεροῦ ἀπὸ χείματος οὐκέτι γαίης κρύπτουσι
5869120 ξυλʹ
ταυρείου ξυλʹ ς στύρακος ξυλʹ α κηροῦ # α μέλιτος ξυλʹ γ καὶ οἴνου καλοῦ τὸ ἀρκοῦν . τοῦ δι
τοῦ διὰ σπέρματος σκευασία : λινοσπέρμου ξυλʹ δ ⊂ τήλεως ξυλʹ δ ⊂ ἀνίσου δαφνίδων πετροσελίνου σελίνου σπέρματος ζιντζιβέρεως ξυλʹ
5866961 χρῃζον
τῆσδε δείξωμεν τέλος εὔχρηστον εὔληπτόν τε μηδενὸς ξένου ἄλλου τινὸς χρῇζόν τε , ἀλλ ' ἢ τῆς μιᾶς φύτλης φερούσης
τῆσδε δείξωμεν τέλος εὔχρηστον εὔληπτόν τε μηδενὸς ξένου ἄλλου τινὸς χρῇζόν τε , ἀλλ ' ἢ τῆς μιᾶς φύτλης φερούσης
5864363 πυθιονικης
στέφανον , ὅτι ἀναγέγραπται ὁ πατὴρ αὐτοῦ ὀλυμπιονίκης γεγονὼς καὶ πυθιονίκης , ὡς [ καὶ ] οὗτος ἐρεῖ . οὗτος
ὡς [ καὶ ] οὗτος ἐρεῖ . οὗτος δὲ μόνον πυθιονίκης . τὸ χ δὲ σημεῖον τέθειται , ὅτι τὴν
5862287 ἀποφωλιον
φωλεύοντα τραφῇ βαθὺν ὁλκὸν ἐχίδνης ἰὸν ἀνικμαῖνον στομίων τ ' ἀποφώλιον ἄσθμα . κεῖνο κακὸν ζύμωμα τὸ δή ῥ '
τὸ φάρμακον αὐτῆς πνέον στομίων ] τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν
5861828 βραχεισης
κορύμβους . Λευκὸς δὲ ἐκ μέλανος γίνεται , γῆς λευκῆς βραχείσης , καὶ ταῖς ῥίζαις τοῦ κισσοῦ ἐπιχεομένης δι '
αὐτομάτως ὑγρᾶς ἐνιέναι , ἢ μετὰ χυλοῦ πολυγόνου ἢ ἀρνογλώσσου βραχείσης καὶ ἀποχυλισθείσης . νομῆς δ ' οὔσης ἰσχυρᾶς ,
5859629 περιχυθεντες
σφίσι τάξεως γενόμενοι , προσιοῦσι τοῖς Λευκιανοῖς οἷα συνεστρατευμένοις ποτὲ περιχυθέντες ἠσπάζοντο καὶ συνέκλαιον καὶ τὸν Καίσαρα ὑπὲρ αὐτῶν παρεκάλουν
αὐτῆς οἱ μὲν Ἀθηναῖοι περιστάντες τὴν ναῦν εἰσήλλοντο , καὶ περιχυθέντες τοὺς ἐν αὐτῇ πάντας ἀπέσφαξαν . τότε δή φασι
5858195 Γοργον
οἶδ ' , ἣν Φλέγραι Γίγαντες ἔστησαν θεοῖς . ἐνταῦθα Γοργόν ' ἔτεκε Γῆ , δεινὸν τέρας . ἦ παισὶν
. ἐν τῇ ἀσπίδι δὲ ἐντετύπωτο ἡ Γοργών . Γ Γοργόν ' ] ἤγουν τὴν ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος
5857064 πυρφορῳ
οὐδαμινὸν λεπτὸν ἄστατον . πυρφόρῳ ἴυγγι τόξων νῦν ἀντὶ τοῦ πυρφόρῳ βέλει : λέγει δὲ τῷ ἔρωτι . ἴυγξ δὲ
. ἐγὼ γὰρ οὐκ ἂν ἀποσταίην τῆς ἀνθρώπου θεῷ μυσταγωγοῦντι πυρφόρῳ καὶ τοξοφόρῳ πειθόμενος . καὶ ἄλλως ἡμῖν τὸ ἐρᾶν
5856617 εὐκινητου
ἧς μέμνηται ὁ Θεόκριτος . σκίνακος δὲ τοῦ σκιρτητικοῦ , εὐκινήτου , ταχέως . προκὸς τοῦ τέκνου τῆς δορκάδος .
ὅτε εὐκίνητον , ὡς ἐπὶ τῆς ἴκτιδος [ ἀντὶ τοῦ εὐκινήτου . ] καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί
5856121 παρεταττετο
αὐτόν τε καὶ τὸ συμμαχικὸν ἅπαν , ὁπόσον μετὰ σοῦ παρετάττετο . Εἰ μὴ ἑορτήν , ὦ οὗτος , ἤγομεν
πολεμίοις ἔτι καθεύδουσιν . Ὅτι Ἰφικράτης , εἰ μὲν ἀγυμνάστοις παρετάττετο ἔχων ἠσκημένους , οὐ παραχρῆμα συνῆπτε τὸν πόλεμον ,
5854186 ἐκτρωσιν
διά τε τὰς ἄλλας αἰτίας , καὶ δι ' ἐπάλληλον ἔκτρωσιν . παρέπεται δὲ ταῖς πασχούσαις συνουσίας ἀποστροφὴ , κατάψυξις
ἐλλιπές , ὥστε γίνεσθαι ποτὲ μὲν ἔκροιαν , ποτὲ δὲ ἔκτρωσιν , ποτὲ δὲ ὠμοτοκίαν . ἔκροια μὲν οὖν ἐστιν

Back