. . . πάλιν : ἑόρακας ἤδη πώποτ ' ἐσκευασμένον ἤνυστρον ἢ σπλῆν ' ὀπτὸν ὠνθυλευμένον ἢ κοκκυμήλων σπυρίδα πεπόνων | ||
Ἡράκλεις . [ πεπόνων ] ἑόρακας ἤδη πώποτ ' ἐσκευασμένον ἤνυστρον ἢ σπλῆν ' ὀπτὸν ὠνθυλευμένον , ἢ κοκκυμήλων σπυρίδα |
. Ἡρακλείδης δ ' ὁ Ταραντῖνος τοῦ συμποσίου περιγράφων τοὺς βολβούς φησι : περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα | ||
, ὀξύγαλα , βωλίτας , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα , βολβούς . Φλεγματικὸν δ ' ἁπλῶς χυμὸν γεννᾷ τῶν ζῴων |
, ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . πίννας , κάραβον , βολβούς , κοχλίας , κήρυκας , ᾤ ' | ||
πατρὶ τευθὶς ἦν χρηστή . πατρίδιον , πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν , ἄπαγε , φησί : ῥητόρων |
αἰτιατικῇ τῶν πληθυντικῶν τῇ συνῃρημένῃ τῇ οἱ βότρυς καὶ τοὺς βότρυς κεχρήμεθα σπανίως εὑρημέναις ; λέγομεν ὡς ἐκείνας μὲν οὐδεὶς | ||
τὸν ὅρκον ἡμῶν . ὄψει δὲ χειμῶνος μέσου σικυούς , βότρυς , ὀπώραν , στεφάνους ἴων . . . κονιορτὸν |
καὶ αἰξὶ καὶ προβάτοις . τούτῳ δὴ ἕπεται τὸ ἔχειν ἐχῖνον ἢ τὸ μὴ ἀμφόδουν εἶναι . εἰ οὖν τις | ||
εἰς τὸ στόμα σὺν τῷ κελύφει βρύκειν τοῖς ὀδοῦσι τὸν ἐχῖνον . δυσχρηστούμενον οὖν τῇ βρώσει καὶ οὐ συνιέντα τὴν |
τῶν αἰδοίων , ἐξ ὧν αἱ προέσεις γίνονται . * πηρῖνα : τὸν ὄρχιν θοραίην δὲ σπερμαίνουσαν . θορὸς γὰρ | ||
ὁ Ἰθακήσιος ἱστορεῖ παρὰ Φρυξὶ πικέριον καλεῖσθαι τὸ βούτυρον . πηρῖνα : τὸν ὄσχεόν φησιν οὕτω καλεῖσθαι Ἀντίγονος ὁ γραμματικὸς |
' ὄξει ῥάνας παραθῇς , ἀπόλωλεν ἐκείνη . καὶ Σικελοῦ θύννου τέμαχος , φίλε Μόσχε , φαγεῖν χρὴ τμηθέν , | ||
τῶν ἡδονῶν γὰρ μεγάλα τὰ διαστήματα : ἐνίοτε κρείττων γίνεται θύννου βόαξ . ἔστω . γεω - μετρικῇ δὲ καὶ |
δὲ ὡς μάγειρος τούτοις ἠμείψατο τὸν Κλέωνα . ΓΘ τὰ μηρυκίζοντα τῶν ζῴων , οἷον βοῦς καὶ κάμηλος καὶ πρόβατον | ||
λοιδορήσω . ἐγὼ δέ γ ' ἤνυστρον βοός : τὰ μηρυκίζοντα τῶν ζῴων τρεῖς κοιλίας ἔχει , κεκρύφαλον , ἤνυστρον |
φύλλον παρὰ τὸ εἰς τρία διεσχισμένον εἶναι , τρίον καὶ θρίον . ἀπ ' αὐτοῦ καὶ θρίαμβος : οἱ γὰρ | ||
εἰ μὴ οὐ οὐ . Τῷ θρίῳ τὴν ἐγχέλυν : θρίον , τὸ φύλλον τῆς συκῆς : τραχὺ γάρ ἐστιν |
σμύρνα , χαλκῖτις , θεῖον , στυπτηρία σχιστή , σηπέας ὄστρακον , φλοιὸς λιβάνου , σκίλλα , ἀμμωνιακόν , ἰχὼρ | ||
ἔκρυψε νέφεσιν , ἔνθεν εἰς ὄρος ῥίψας ἤραξεν αὐτῆς οὖλον ὄστρακον νώτων . ἡ δ ' εἶπεν ἐκψύχουσα “ σὺν |
γενέσθαι καὶ λέγεσθαι . * πάνακες : εἶδος βοτάνης * κάστορος : ζῷόν ἐστιν ζῷόν τι οὐλοὸν ὄρχιν : ἢ | ||
πεδανὰς ἀπαμέργεο βλάστας , νάρδον , λιμναίου τε χαδὼν ἀπὸ κάστορος ὄρχιν : ἢ ὀδελὸν κνηστῆρι κατατρίψαιο χαρακτῷ σιλφίου , |
' οὓς Ἀμμεμένης ἔτη ιϚʹ . Μέχρι τοῦδε τὸν πρῶτον τόμον καταγήοχεν ὁ Μανεθῶ . Ὁμοῦ βασιλεῖς ρϘβʹ , ἔτη | ||
Ἀμφιδρομίων ὄντων , ἐν οἷς νομίζεται ὀπτᾶν τε τυροῦ Χερρονησίτου τόμον ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαισμένην πνίγειν τε παχέων |
τῆλε δ ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ ' , ὅ | ||
χρυσάμπυκας ἵππους ” φησίν . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε , ” κόσμον τινὰ ἔοικε περὶ τὴν κεφαλὴν |
καὶ τῆς φακῆς ἡ οἷον σάρξ . κύαμοι φρυγέντες , σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , | ||
: τῶν δὲ θερινῶν κέγχρου μὲν καὶ μελίνου καλαμώδης , σησάμου δὲ καὶ ἐρυσίμου ναρθηκώδης μᾶλλον . καὶ τὰ μέν |
πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης . τοὺς δ ' ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός : οὐ γὰρ ἐντελεῖς θήραν πατρῴαν προσφέρειν | ||
ἀπ ' αὐτῶν ἰκμάδα σπᾷ τὸ σῶμα : ἢν δὲ νῆστις ἐσθίῃ , πλείω . Ὅσα τῶν σιτίων ἢ φῦσαν |
οἷον σεμίδαλιν καὶ ἴτριον καὶ τὸν καλούμενον πόλτον καὶ τοὺς πλακοῦντας καὶ τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ ὀστρακόδερμα πλὴν ἐχίνου καὶ | ||
ἐγίνοντο , καὶ δημιουργοὶ ἔπλαττον . Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσιν : πέμψω πλακοῦντας ἑσπέρας χαρισίους . χαυλιόδων : κεχαλασμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας |
φανερῶς χωρὶς βασιλικῆς δώσεως εἰς πλοῖον ἐμβληθῆναι δύναται : κἂν χόνδρον τις ἄρῃ , οὐ δύναται πλεῦσαι τὸ πλοῖον ἀπὸ | ||
ὑπακούσειαν , προϋπεστάλθωσαν , πρὸ πολλοῦ εἰθισμένοι ἢ πολτὸν ἢ χόνδρον πλυτὸν ἢ μελίτωμά τι . εἰσφερέσθω πρῶτον τὸ ἐκ |
δέξαιο . τὰ ψήγματα δὲ τῆς κέδρου , κεδρίνα λέγει κάρφη κανθαρίς ζωύφιον μέλαν καθάπαξ τοῖς φυτοῖς λυμαινόμενον σιτηβόρου ] | ||
, σὺν δὲ καὶ Αἰγινῆτιν , ὅσαι τ ' ἐσκληκότα κάρφη φοίνι ' ἀραχνήεντι διαφράσσουσι καλύπτρῃ : ἄλλοτε δ ' |
δαμάσαιο τοκῆας ἄμμιγα δὲ ῥίζας ἠρυγγίδας , ἢ καὶ ἐπαρκές θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον . οἷσι κορέσκων ἀνέρα καὶ θανάτοιο | ||
ἄγευστον , εἰ καὶ μή γε πικρίας . Τὸ σῶμα θάλπε χλανίσιν ἐν τῷ ψύχει , Καὶ τὴν κεφαλὴν , |
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων | ||
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς |
ὁ Λυγκεύς , ὃς ἐν τῷ πολυθρυλήτῳ ποιήματι περὶ τοῦ γαλεοῦ λέγει οὕτως : ἐν δὲ Ῥόδῳ γαλεὸν τὸν ἀλώπεκα | ||
, θρῖον , φυλλάς , θύννου τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου : φοξῖνος ὅλος , κορακῖνος |
, πιτυοκάμπη , φρύνος , λαγωὸς θαλάσσιος , ἕλειος ἄφωνος βάτραχος , βδέλλαι : σπέρματα δ ' ὑοσκύαμος , κώνειον | ||
, οὕτω κἀγὼ πρὸς αὐτούς . βάτραχος : ὁ μὲν βάτραχος τραχύφωνός ἐστιν , ὅθεν καὶ ὠνόμασται βοάτραχός τις ὤν |
ἀσεβείᾳ καὶ φθορᾷ τῶν νέων , θανάτῳ κατεδικάσθη καὶ πιὼν κώνειον ἐτελεύτησεν . ἀδίκου δὲ τῆς κατηγορίας γεγενημένης ὁ δῆμος | ||
τὸ καθῃρημένον τεῖχος καὶ τὰς ἀφειλκυσμένας τριήρεις καὶ τὸ πολὺ κώνειον καὶ τὰς φυγὰς καὶ τὸν λιμὸν ἐκεῖνον καὶ τὸν |
ἴρεως καὶ τὸ ἰσχυρὸν ὄξος αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην καὶ θερμοὺς καὶ πύρεθρον καὶ τερεβινθίνην καὶ θεῖον καὶ νίτρον καὶ | ||
θέω ῥήματος ὀνομάσαι τοὺς ἀρχαίους : ταύτῃ τοὺς μὲν ταχεῖς θερμοὺς λέγουσι , τοὺς δὲ ψυχροὺς βραδεῖς , ἀπὸ δὲ |
γοῦν σμικρὰ τῶν ἰχθυδίων καὶ τὰς καλουμένας καρκινάδας καὶ τοὺς καρκίνους ἐπιφοιτᾶν τε ἅμα καὶ κατεσθίειν αὐτόν . λέγουσι δὲ | ||
μὰ τὸν Δί ' οὐδέν γ ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους . προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου . τουτὶ |
ἔλαιον πλεῖστον . ἰδιώτατον δὲ πάντων τὸ σίλφιον : ἔτι κρόκον πολὺν ἡ χώρα φέρει καὶ εὔοσμον . ἔστι δὲ | ||
ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ . Λαβὼν σανδαράχην καὶ θεῖον ἄπυρον , κοράλλιον καὶ κρόκον , βαλὼν εἰς ἰγδὴν , τρίβε ἐπὶ ἡμέρας μʹ |
. ἐν πήρᾳ φέροις ἄρτους ἄν , ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , | ||
κρέα καὶ γένηται ὡς χυλός , καὶ τότε προσφέρεσθαι τὸν ζωμόν μυελόεντα , ἵνα λυθῇ καὶ γένηται ὡς μυελός μυελόεντα |
γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας : γίνεται δὲ τὸ λεγόμενον ῥασούχτην . Εἶτα βάλε | ||
θυείαν , καὶ ἐπίβαλε ὄξος , καὶ στυπτηρίαν σχιστὴν καὶ ἅλας , καὶ λείωσον ἐπὶ ἡμέρας ζʹ : καὶ ἀποπλύνας |
. οὕτως ἁπαλὸν ἔδωκα καὶ πρᾷον τὸ πῦρ ὀπτῶν τὸν ἰχθύν , οὐδὲ πιστευθήσομαι . ὅμοιον ἐγένετ ' , ὄρνις | ||
: ᾧ σημείῳ χρώμενοι οἱ σπογγιεῖς κατακολυμβῶσι καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ Δωρίων ἐν τῷ |
' ἐκείνων μὲν τοῖς πλείστοις πάμπολυ λεπτομερὲς ὑπάρχει , τῷ καλάμῳ δ ' οὐ πολύ . Καλάμου φραγμίτου ἡ ῥίζα | ||
ἐνεργεστέραν τὴν Χρυσίππου ἢ τὴν Ἀντιπάτρου , οἳ δὴ ἐν καλάμῳ καὶ μέλανι τὸν ἅπαντα χρόνον τὴν ἀνδρείαν ἐπεδείξαντο καὶ |
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον | ||
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο : |
τῶν ὑποκειμένων ὑλῶν διαφερούσας ὑποφαίνει δυνάμεις , καὶ πρὸς μὲν κηρῷ τήκει , πρὸς δὲ πηλῷ πήσσει , πρὸς δὲ | ||
' ἔνυγρα τοῖς λιπαροῖς , οἷον στέατι , βουτύρῳ , κηρῷ Τυρρηνικῷ σὺν ῥοδίνῳ : αἰδοῖα δὲ τοῖς στύφουσιν ἱκανῶς |
. ἔτι ὁ Σπεύσιππος ἑξῆς πάλιν ἰδίᾳ καταριθμεῖται κόγχους , κτένας , μῦς , πίννας , σωλῆνας , καὶ ἐν | ||
σε εἰδότων , οὐ μᾶλλον ἢ φαλακρὸς ἄν τις πρίαιτο κτένας ἢ κάτοπτρον ὁ τυφλὸς ἢ ὁ κωφὸς αὐλητὴν ἢ |
δέ : ἐπεὶ οἱ μάντεις εἰώθασι τιθέναι τὸν ἅλα καὶ κύαμον πρὸ τῶν μαντευομένων : ὅθεν καὶ τοῖς τῶν ἀποῤῥήτων | ||
τὰ φασκώλια : εἶπες δ ' ἂν ἰδὼν τὴν χολὴν κύαμον ὑγρὸν εἶναι . ἐξαιρεθέντα οὖν ἄμφω , καὶ ἡ |
ἐπίθεμα δὲ τὸ διὰ σπερμάτων , ἢ τοὺς βολβοὺς τοῖς βολβίτοις καὶ τῷ νίτρῳ προσ - πλέκων κατάπλασσε . Εἰ | ||
, θεῖναι αὑτὸν εἰς τὸν ἥλιον καὶ κελεύειν τοὺς παῖδας βολβίτοις καταπλάττειν : οὕτω δὴ κατατεινόμενον δευτεραῖον τελευτῆσαι καὶ ταφῆναι |
ἑψεῖν ἐν ὕδατι καὶ ἀπηθεῖν . Ἢ σμύρνης ὀξύβαφον , λιβανωτὸν , σέσελι , νέτωπον , ἴσον ἑκάστου , χλιαρῷ | ||
ἔπειτα ἀποχέας κλύζε . Ἕτερον : σμύρνης ὅσον ὀξύβαφον , λιβανωτὸν , σέσελι , ἄνισον , λίνου σπέρμα , νέτωπον |
καὶ ἄσαρκα φύσει , φυλασσόμενον τῶν ὑπερεχόντων , οἷον κατὰ δακτύλους ἢ σφυρὰ , ἢ τῇ θέσει , ἢ τῇ | ||
δέρματος : ἐπὶ τούτων κατ ' ἀρχὰς ἐπιβάλλοντός τινος τοὺς δακτύλους ἐπὶ τὸν σφυγμόν , οὐχ εὑρίσκει αὐτὸν δακνώδη , |
ἀραιάς : λεπτάς * ὀμόρξαις : λεπίσαις * ὀμόρξας : ἐκπιέσας ψῆγμα πολύκνημον : οἱ μὲν ὄνομα βοτάνης , οἱ | ||
πλείονα χρόνον , διήθει δι ' ὀθόνης πυκνῆς , καὶ ἐκπιέσας τὰ φύλλα ῥῖπτε , τὸν δὲ χυλὸν φύλαττε εἰς |
τοῦ χωρίου . ἐὰν δὲ καὶ θηράσας ἐκ τῶν ἀκρίδων καύσῃς , σκοτοῦνται ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ αἱ μὲν | ||
λέπρας καὶ λειχῆνας θεραπεύει . Ὅλον δὲ τὸν μῦν ἐὰν καύσῃς καὶ λειώσῃς μετὰ οἴνου καὶ νάρδου ὀλιγοστοῦ καὶ ῥοδίνου |
τῇ μὴ ὑομένῃ τῆς Λιβύης ἄλλα τε πλείω φύεσθαι καὶ φοίνικας μεγάλους καὶ καλούς : οὐ μὴν ἀλλ ' ὅπου | ||
δὲ τὰς προδιαθέσεις , ὅτι ὁ αὐτὸς οἶνος τοῖς μὲν φοίνικας ἢ ἰσχάδας προφαγοῦσιν ὀξώδης φαίνεται , τοῖς δὲ κάρυα |
ὠφελιμώτατός ἐστι καὶ μάλιστα ὁ ἐκ τῶν σκληροτέρων , οἷον ὀρφοῦ , κηρίδος , τευθίδος , σηπίας , κτενίων καὶ | ||
ἔστω δὲ μᾶλλον ἀπὸ σκληροσάρκων ἰχθύων τὸ ἔντερον , οἷον ὀρφοῦ ἢ γλαύκου ἢ κηρίδος . δεῖ δὲ τὰ διαχωρήματα |
τούτους οὐδ ' ὁρῶντες ἀνέξεσθε . νῦν δὲ δραχμῇ καὶ χοῒ καὶ τέτταρσιν ὀβολοῖς ὥσπερ ἀσθενοῦντα τὸν δῆμον διάγουσιν , | ||
δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κότυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν ἐν χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον τῶν κρατήρων πρότερον μεθύειν τῶν |
οὗτος , ὁ ἔξω φημί , κατεσκευάζετο μὲν τῷ αὐτῷ πηλῷ : ἦν δὲ ὅλος διόλου διεζωσμένος τε καὶ κατησφαλισμένος | ||
κοτύλης δέκατον μέρος , ἐπιχέας τρία ἡμιχόεα , ἕψε , πηλῷ τριχώδεϊ καταλείψας , ἄζεστον , ἕως τρίτον μέρος λείπῃς |
ἄλλως : τὸ παλαιὸν ἐφυλλοβόλουν τοὺς νικηφόρους τοῖς τῆς γῆς χλωροῖς . αὐτίκα δ ' Ἀελίου : εὐθέως δὲ ὁ | ||
αὐτὸν δεῖπνα παραιτεῖσθαι . ἔχαιρε δέ , φασί , σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται , |
Τὰ δὲ μηρία δεῖ μὴ σαρκώδη εἶναι , τοὺς δὲ ὄρχεις ἐχέτω μικρούς . τὸ δὲ μεταξὺ τῶν μηριαίων μὴ | ||
τῆς κύστεως τραχήλῳ συνήνωται τὸ αἰδοῖον , ἐκ δὲ τούτου ὄρχεις ἐν ὀσχέῳ κεῖνται . Τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ |
, φλόμος , σήσαμον , μελάνθιον , μελιλώτου σπέρμα , κρόμμυον , πόλιον , ἐρύσιμον , βόλβιτον , καὶ μᾶλλον | ||
ἄρτων γοῦν ἢ ἀλφίτων ἐμπεπλησμένοι καθεύδειν κάρδαμον ἢ θύμον ἢ κρόμμυον ἐπιτρώγοντες . ἢ τοίνυν ταῦτα , ὦ Κρόνε , |
τὴν ἐντεριώνην φασὶν οὕτω καλουμένην . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸν φλοῦν . ὁ δὲ Κράτης τὴν δασύτητα τῶν φύλλων μελάνδρυον | ||
. [ Πρὸς αἷμα ῥέον ἐκ μυκτήρων . ] Ὠοῦ φλοῦν ἀκέραιον καύσας καὶ ποιήσας στακτὴν μῖξον σὺν σχιστῷ ἀρσενικῷ |
σίζει δὲ ταῖς ῥίνεσσι , κινεῖ δ ' οὔατα . πόλτον ἕψειν ὄρθριον . οὐδ ' ἀμαμαξύας φέρει . ναὶ | ||
δέκα τὴν ἁπλῆν καὶ εὐοικονόμητον τροφήν , οἷον ῥόφημα , πόλτον μὴ λιπαρώτερον καὶ ᾠὰ καὶ ἄρτον καὶ ποτὸν ὕδωρ |
σπέρματα : μεστωθὲν δὲ χάδοι βάθος ὀξυβάφοιο . Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου , δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος | ||
ἀμφί τε δειρήν : τῷ ἴκελος Διὸς υἱὸς ἀφ ' ἱππείου θόρε δίφρου . ἦμος δὲ χλοερῷ κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ |
λείψανα συντιθείς , οἴνῳ διαίνων , ἔντερ ' ἁλὶ καὶ σιλφίῳ σφενδονῶν , ἀλλᾶντα τέμνω , παραφέρω χορδῆς τόμον , | ||
κύκλῳ , παράσχισον χρηστῶς , διαπτύξας θ ' ὅλον τῷ σιλφίῳ μάστιξον εὖ τε καὶ καλῶς , τυρῷ τε σάξον |
καθάπερ οὐκ ἐνδέχεται τὸν οἶνον οἶνόν τε ἅμα εἶναι καὶ ἀμφορέα κεραμεοῦν ἢ τὸν κεραμεοῦν ἀμφορέα ἀγγεῖόν τε ἅμα καὶ | ||
μικρόν Ἕλληνες . ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς |
καὶ ἀγρίοις χρῶνται καρποῖς , ἀμπέχονται δὲ τοὺς τῶν δένδρων φλοιούς , πίνουσι δὲ τὸν ἐκ τῶν δένδρων καρπὸν ἐκθλίβοντες | ||
ἰσχνῇ καλύπτουσιν : ἢ ὅτι κάρφη τὰ λέπη , τοὺς φλοιούς Αἰγινῆτιν ] εἴδη ῥοιῶν ταῦτα : Κρησὶς ἀπὸ Κρήτης |
ἔρωτα αὐτοὺς φέρων αὐτῆς . Γ καὶ Γ σκαλεύοντ ' ἄνθρακας Γ : ἀντὶ τοῦ “ ζωπυροῦντα τοὺς ἄνθρακας ” | ||
καὶ πεύκας καὶ λαμπάδας καὶ ἰπνοὺς καὶ πανούς , καὶ ἄνθρακας καὶ μαρίλην : καὶ μαρίλαν δ ' ἐκάλουν τὸν |
τὸ ἐπίθεμα , καὶ ἐνθέντα κάλαμον πυριῇν : τὸν δὲ κάλαμον σὺν τῷ ἐπιθέματι ἀφαιρέεσθαι : ἢν γὰρ ἄνευ τοῦ | ||
τοῦ ἐντέρου συνεὶς ἔχε - σθαι τὴν ἔγχελυν , τὸν κάλαμον ᾧ τὸ ἔντερον προσήρτηται ἐνθεὶς τῷ ἑαυτοῦ στόματι καὶ |
, αἵτινες τὰ σφυρὰ ἐργάζονται , ἅτινα καταχρηστικῶς οἱ ἰδιῶται ἀστραγάλους καλοῦσιν , ὧν τὸ μὲν ἔξω κεῖται τὸ δὲ | ||
Ἄλλως . λίσπους καλοῦσι τοὺς ὑφ ' ἡμῶν καλουμένους στρυφνοὺς ἀστραγάλους . οἱ τοιοῦτοι δὲ δυστροπικοί εἰσιν ἐν τῷ παίζειν |
, οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων . * ὑποψοφέων : κτυπῶν | ||
καλάμην ὑφεστᾶσιν , οἱ δὲ ἡγεμόνες ἀνέρπουσι , καὶ τοὺς καλάμους οὐραχοὺς τῶν καρπίμων διατραγόντες , τῷ δήδῳ τῷ κάτω |
ξηρὰ μετὰ κηρωτῆς ἐπιτιθεμένη ἢ σύκων σὰρξ κοπεῖσα χωρὶς τῶν κεγχραμίδων : ἢ προϋποχρίσας πίσσῃ τὸν ὄνυχα θείῳ καὶ σανδαράκῃ | ||
καρδάμου τὸ ἱκανὸν καὶ νίτρου βραχὺ σύκων σαρκίοις ἄνευ τῶν κεγχραμίδων ἀναλαβὼν ποίει κολλύριον ἁρμόττον τῷ πόρῳ τῷ τῆς ἀκοῆς |
ἡμέραν κοχλίου ὄϲτρακον κεκαυμένον ἐπιπάϲϲειν τῷ τόπῳ λεῖον ἢ ἀϲτράγαλον χοίρου κεκαυμένον ἢ μόλιβδον κεκαυμένον ἐπίχριε μετ ' οἴνου καὶ | ||
ἐλέφαντα ζωγραφοῦσι μετὰ χοίρου : ἐκεῖνος γάρ , ἀκούων φωνῆς χοίρου , φεύγει . Ἄνθρωπον ὀξὺν μὲν κατὰ τὴν κίνησιν |
μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τοῦ χυμοῦ ἐς ἑσπέρην , φακῆς τρυβλίον ῥοφεέτω ψυχρῆς ἀνάλτου , σίλφιον δὲ ἐπιξύσθω πουλὺ , | ||
ἀνθηρὸν ἦν , γλαφυρὸν σφόδρα : φακῆς κατ ' ἄνδρα τρυβλίον μεστὸν μέγα . πρώτιστον οὐκ ἀνθηρόν . ἐπὶ ταύτῃ |
ἑψηθέντα καὶ λειωθέντα μετὰ κηρωτῆς ῥοδίνης ἀναλαβὼν κατάπλασσε , ἢ ἀνδράχνην μετὰ κηρωτῆς ῥοδίνης ἀναλαβὼν , ἢ μυρσινίνης ἐπίθες . | ||
τῶν τελμάτων φακὸν ἢ τὸν ἕλειον λωτὸν ἢ ἀνθύλλιον ἢ ἀνδράχνην ἢ σέριν ἢ ἀείζῳον ἤ τι τῶν οὕτως ὑγραίνειν |
δίκην : οἱ λαγοὶ δειλοί εἰσιν : φησὶν οὖν αὐτὸν λαγωοῦ δίκην ὑποπτήξαντα μὴ ἀντιστῆναι τοῖς πολεμοῦσιν αὐτόν . τῷ | ||
περιποιῆϲαι δύναται . πρὸϲ ὑδροφόβαϲ τὸ διὰ πυτίαϲ . πυτίαϲ λαγωοῦ , Λημνίαϲ ϲφραγῖδοϲ , ἀρκευθίδων , γεντιανῆϲ ἀνὰ ⋖ |
κράμβη δὲ σὺν ταῖς ῥίζαις καίεται , ἧς ἡ σποδὸς στέατι ὑείῳ παλαιῷ ἀναληφθεῖσα ἐπιτίθεται . ἐπὶ δὲ τῶν ἐρυσιπελατώδη | ||
: μιγνύειν ἄρτῳ ἤ τινι τῶν πλειστάκις εἰρημένων ἀλεύρων καὶ στέατι χηνείῳ ἢ ὀρνιθείῳ , βουτύρῳ καὶ οἰσύπῳ καὶ μάλιστα |
αὐτὸν ἔστεφε περιθέων ἐν κύκλῳὡς κισσὸς ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους | ||
δραχ . βʹ πηγάνου χλωροῦ . . . . . κλῶνας εʹ μέλιτος . . . . . . . |
, ὄστρακον καὶ μᾶλλον τὸ ἐκ τῶν κριβάνων , κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένα . Σελίνου , πετροσελίνου , μαράθου | ||
πολεμεῖν , καὶ ὑπισχνεῖτο κρατήσειν , ἢν ἐς Κῶ ἐλθόντες ἐλάφου παῖδα ἐς ἐπικουρίην ἀγάγωνται ξὺν χρυσῷ σπεύσαντες , ὡς |
πεσόντος εὑρίσκεταί τι οἷον βάλανος ἐπιμήκης , ὅπερ ἀνοιχθὲν ἔχει κόκκους ὥσπερ ῥόας μικρούς , ἐρυθρούς : ῥίζας ξυλώδεις καὶ | ||
ἕλκη μετὰ φλεγμονῆς : στροβίλια κ , σικύου ἡμέρου σπέρματος κόκκους μ , ἀμύλου , νάρδου ἀνὰ ⋖ α , |
. ἐὰν δ ' ἐκραγῶσι καὶ ἕλκος γένηται , στέαρ ὕειον τήξας μετὰ φακῆς λείας εἰς ὀθόνιον ἐμπλάσας ἐπιτίθει , | ||
ἢν δὲ ἡ ὑστέρη χαλάσῃ , δίαιτα χόνδρος , κρέας ὕειον ἢ φάσσης , οἶνος μέλας , ποτήματα ὅσα πρὸς |
λίμνης λουτρὸν εἶναι τοῖς ἐκεῖ , καὶ μύρῳ τῷ καλλίστῳ χρίσαντες τὸ σῶμα πρὸς δυσωδίαν ἤδη βιαζόμενον καὶ στεφανώσαντες τοῖς | ||
, καὶ εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον μεταχέουσιν . ἄλλοι μελίλωτα ἐλαίῳ χρίσαντες ἐμβάλλουσι τῷ ἐλαίῳ νυχθήμερον . Βαλὼν τὸ ἔλαιον εἰς |
τρίς , καὶ μύροις ἀλείφεται . αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ βαθεῖαν , ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην . καλὸν μὲν οὖν θέημα | ||
ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν |
ἐκ τῆς Λιβύης ὁρᾶσθαι ἐσπετομένην , οὐχ οἵαν κατὰ τὰς ἀγελαίας πελειάδας τὰς λοιπὰς εἶναι , πορφυρᾶν δέ , ὥσπερ | ||
/ [ Γηρυόνην ] ἔκτεινε [ καὶ ἤγαγε ] βοῦς ἀγελαίας : / ἑνδέκατον δ ' ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγε [ |
ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον , τὴν δὲ Τυρὼ τροφαλίδα , τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . Ἕξιππα καὶ | ||
ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον , τὴν δὲ Τυρὼ τροφαλίδα , τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . . |
λευκοῦ ἐλλεβόρου καταπάσειας αὐτοῦ . ἐγὼ δὲ ἐπαινῶ μὲν τὸ θηλυφόνον , τὸν δὲ λευκὸν ἐλλέβορον ἥκιστα . τὸ δὲ | ||
τῷ ηʹ περὶ φυτῶν , τὸ σκορπίον βοτάνιον οἱ δὲ θηλυφόνον καλοῦσινἐπιτιθέμενον τοῖς σκορπίοις ξηραίνειν αὐτοὺς εὐθέως . Τῶν παρατετηρημένων |
οἱ δὲ ἄλλοι οἱ μὲν στεφάνους , οἱ δὲ λιβανωτοῦ χόνδρους πεμπόντων . Ἢν δὲ πένης ἐσθῆτα ἢ ἄργυρον ἢ | ||
αὐτοῖς τῆς τοιαύτης σιτήσεως , ἐκ τῶν ὀστῶν τούς τε χόνδρους καὶ τὰ ἄκρα τῶν πλευρῶν κατεργαζόμενοι τὴν ἔνδειαν , |
ὑπὸ τοῦ τοιοῦδε γάλακτος : ἑσπέρην δὲ δειπνείτω κρέας ὄρνιθος ὀπτὸν ὀλίγον , καὶ ἄρτον σμικρὸν ἐγκρυφίην : ἐπιπίνειν δὲ | ||
σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν θερμὸν εὔχυλον τέρεν ὅταν ᾖ , προσφέρων . Ἐναλείφεται |
τὸ πῦρ κατενεχθείη , θηρία ἐνοχλήσουσιν τὰ κτήνη τε καὶ ὄφεις : ἐπὶ δὲ τεῖχος , πόλεμοι καὶ δόλοι καὶ | ||
ὁ τύμβος τῶν περὶ Ἁρμονίαν καὶ Κάδμον , οἵτινες εἰς ὄφεις μετεβλήθησαν . Ἡ δὲ ἱστορία παρὰ Ἀπολλωνίῳ ἐν τῷ |
. πῶς δὲ δυνατὸν τοῦτ ' ἐστί ; θήλειαν λαβὼν γογγυλίδα , ταύτην ἔτεμε λεπτὰ καὶ μακρά , τὴν ὄψιν | ||
θερινὰς τοῦ Μεταγειτνιῶνος μηνός , ἐν ᾧ σπείρουσι ῥάφανον ῥαφανίδα γογγυλίδα καὶ τὰ καλούμενα ἐπίσπορα : ταῦτα δ ' ἐστὶ |
μὲν καθ ' αὑτὸν διδοὺς τὸν ἐλλέβορον , ποτὲ δὲ πεπλίῳ συμμίσγων , καὶ ἐπῄνει σφόδρα . ἔστι δὲ καὶ | ||
κύμινον ἢ ἄννησον ἢ ἄλλο τι τῶν εὐωδέων μίσγοντα , πεπλίῳ δὲ ὀπὸν σιλφίου : ἀτὰρ καὶ μισγόμενα ἀλλήλοισιν ὁμοιότροπα |
ὑποθυμίς , περιστερά , νέρτος , ἱέραξ , φάττα , κόκκυξ , ἐρυθρόπους , κεβλήπυρις , πορφυρίς , κερχνῄς , | ||
ὀστοῦν , οἱ δ ' ὑποσπόνδυλον . τούτου τὸ ἄκρον κόκκυξ καλεῖται . τῆς δ ' ὀσφύος τὰ παρ ' |
. Ὅταν δὲ ἀποθάνῃ ταῦρος , εἰς ἡμέρας ζʹ ποιεῖ σκώληκας , οἵτινες εἰς καʹ ἡμέρας γίνονται μέλισσαι ποιοῦσαι μέλι | ||
τῇ ἀμπέλῳ . Ἡ δ ' ἐλάα πρὸς τῷ τοὺς σκώληκας ἴσχειν , οἳ δὴ καὶ τὴν συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες |
ὀδὰξ πρίοντες , ἀμυνέμεν οὐκ ἐθέλοντες . ὡς δ ' ἰχθῦς ἀνὰ νύκτα δολόφρονες ἀσπαλιῆες πρὸς βόλον ἰθύνουσι θοαῖς ἀκάτοισι | ||
προαπεσταλμένων . τά τε γὰρ ἄλλα ἐν χερσὶ καὶ τοὺς ἰχθῦς οὐδὲν δεῖ περιτρέχοντα ζητεῖν , ἀλλὰ τοῖς πρατῆρσι κηρύττουσιν |
γένη δύο τῆς βοτάνης ταύτης , καὶ ὁ μὲν μέλανος χαμαιλέων γένους ἐς ἴσον ἔρχεται , τά τε φύλλα καὶ | ||
, παύει παραχρῆμα τοὺς πόνους καὶ ἵστησιν . ἄλλο . χαμαιλέων μέλας διακλυζόμενος παύει ὀδονταλγίας . τοῦτο καὶ μῦς κτείνει |
ἐπὶ δὲ τὰ σπλάγχνα [ ] οἰσθεῖσα ? [ ] καῦσον ἀπεργάζεται : τοιαῦτα [ δὲ πολλὰ ] καὶ διάφορα | ||
γ , στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ δ . τὴν ἡμίσειαν κηκῖδα καῦσον καὶ σβέσον οἴνῳ . Χάρτου κεκαυμένου # Ϛ , |
ἁλουργῆ μὲν ἠμπείχοντο ἱμάτια , ποικίλους δὲ ἐνέδυνον χιτῶνας : κορύμβους δὲ ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν , χρυσοῦς | ||
κομίζει βιότου λύον μερίμνας , ὅτε καὶ ῥόδον λοχεύει περιπορφύρους κορύμβους ; Ἁπαλόχροος Κυθήρη ῥοδέας ἔχει παρειάς , ἐθέλει πνέουσα |
' ἕκαστα καθαιρομένων ὑπὸ τοῦ ἐλλεβόρου ἡ πίστις τοῦ πάντα ἐλλέβορον καθαίρειν . ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν πρακτῶν καὶ | ||
ὀδύνη . Φλεβοτομίη ἔλυσε ταῦτα : ὑδροποσίη : μελίκρητον : ἐλλέβορον ἔπιε μέλανα , χολῶδες οὐ διῄει , ἀλλ ' |
ἐπίβαλε ἐκ τοῦ ξηρίου τούτου δρ . αʹ ἐπὶ χαλκὸν κύπριον κεκαθαρμένον , καὶ ἔχε . Λαβὼν ὑδραργύρον μέρος αʹ | ||
, ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν : εἶτα πυρώσας βάπτε ἢ |
αἷμα θρομβῶδες ἐκθλίβειν καὶ ἀποσπογγίζειν ἐρίῳ ἐστραμμένῳ , ἔπειτα συμμέτροις ἁλσὶ καθ ' ἕνα τοῖς λεπτοτάτοις περιπαττόμενον σπαργανούσθω , ὅπως | ||
γῆρας . χρώμεθα δ ' ἐπ ' αὐτῶν καὶ τοῖς ἁλσὶ τῆς θηριακῆς καὶ τῇ καλαμίνθῃ : ἀγαθὸν γὰρ καὶ |
προσεγχώσαντες γῆν μετὰ κόπρου , καὶ μέχρι τῶν ἐκπεφυκότων αὐτοῦ κλωνίων προσσωρεύουσι τὴν γῆν . Οἱ δὲ σκυτάλας πηχυαίας τὸ | ||
παρὰ πολλοῖς ἀγνοεῖται . Τὰς μακρὰς λάμβανε μετὰ τῶν προσπεφυκότων κλωνίων , τὰς καλλίστας δηλονότι καὶ μελαίνας πάνυ ἀθλάστους , |
: ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον γὰρ τὸ ζῷον . Κηρὸν τοῖς ὠσὶν ἐπαλείφεις : ἐπὶ τῶν παραιτουμένων ἀκοῦσαί τινων | ||
τηλίνου τὸ ἀρκοῦν . Ὁ Ἐννεαφάρμακος πεσσὸς πρὸς φλεγμονάς . Κηρὸν λευκὸν , τερεβινθίνην , στέαρ χήνειον καὶ βόειον , |
ἐρωμένην ἔχον πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίει : τούτῳ παρέθηκα σηπίας καὶ τευθίδας καὶ τῶν πετραίων ἰχθύων τῶν ποικίλων , ἐμβαμματίοις γλαφυροῖσι | ||
γόγγρον , ταλαντιαῖον δὲ τὸν πολύποδα , διπήχεις δὲ τὰς τευθίδας καὶ τὰ παραπλήσια . πολὺς δὲ καὶ ὁ θύννος |
μήληϲ παράπτου . Φυϲικὸν πρὸϲ πολύποδα Ἀπολλωνίου . νυκτικόρακα ϲφάξαϲ περίχριε θερμῷ τῷ αἵματι τὸν πολύπουν . τὸ δὲ λοιπὸν | ||
] Μολίβδιν ἑψήσας μετὰ θείου καὶ ὄξους ὀλίγου καὶ ἐλαίου περίχριε τὸν τόπον . ἄλλο . κάρυα παλαιὰ σεσηπότα λειώσας |
. Ὃς ἐν τῇ κνήμῃ ἕλκος ἔσχε , καὶ τῷ ἀττικῷ ἐχρήσατο , τούτῳ ἐξανθήματα ἐξαιρόμενα , ἐρυθρὰ , μεγάλα | ||
ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας , λινόζωστιν λείην τετριμμένην , ἐν μέλιτι ἀττικῷ , δι ' ἡμέρης : προβρεχέσθω δὲ ἐν οἴνου |
καὶ τὰς κώπας ἐποίησεν ὄφεις , τὸ δὲ σκάφος ἔπλησε κισσοῦ καὶ βοῆς αὐλῶν : οἱ δὲ ἐμμανεῖς γενόμενοι κατὰ | ||
ἐν ἡλίῳ καὶ πυρὶ συστρέφεται . Βήχιον φύλλα ἔχει καθάπερ κισσοῦ , μείζονα δέ , ἓξ ἢ ἑπτὰ ἀπὸ τῆς |
ὠμόν , τὸ δὲ ὠμὸν ἄγριον , ὅθεν καὶ τοὺς ὠμοὺς τῶν καρπῶν ἀώρους φαμέν . οἱ δὲ τὸν μέγαν | ||
, ὧν ἴσως γένωνται κάριοι , [ τοὺς ] τίτθους ὠμοὺς ἐσθίουσι , τὰ δὲ παιδία κατευωχοῦσι ” . Χαδισία |
τοὺς ὁμήλικας . * φράζεσθαι δ ' εὖτ ' ἂν γεράνου φωνήν : ὅτι μὲν ἡ γέρανος δοκεῖ καὶ ἔμφρον | ||
ἀκολουθίαν : καί , φησι , σκέπτου ὁπότε τὴν τῆς γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς τῆς ἐκ τοῦ ἀέρος ἀφ ' ὕψους |
ὠοῦ τὸ λευκόν , ποιῶν μέλιτος πάχος : καὶ τούτῳ χρῖε τὸ πρόσωπον ἐν ἡλίῳ μέλλων διατρίβειν : ἀπὸ δὲ | ||
χαμαιμήλινον , ὄξος , νίτρον ἅμα φύλλοις δάφνης καλῶς συνεψήσας χρῖε τὸν κάμνοντα καὶ σκεπάσας ἐπιεικῶς αὐτίκα ἱδρώσει . [ |
στάχυν ἢ μήκωνα , πάρος καρποῖο τυχῆσαι , κέρσῃ τις δρεπάνῳ νεοθηγέι , μηδ ' ἄρ ' ἐάσῃ ἐς τέλος | ||
, εἰδώς γε μὴν κακὸν θηρίον τὸν ὄφιν , τῷ δρεπάνῳ τῷ προειρημένῳ διακόπτει τὸν θῆρα , καὶ μέντοι καὶ |
ἀναπετάννυσιν ὥσπερ ἵππος ἐκ δρόμου , καὶ τὴν γλῶσσαν θαμινὰ ἐκβάλλει , καὶ τὰ στήθεα αὐτῷ ἀείδειν δοκέει καὶ βάρος | ||
δυνάμεωϲ , ὧν τὸ ἀφέψημα καταμήνιά τε κινεῖ καὶ ἔμβρυα ἐκβάλλει . ἡ δὲ ἐν τοῖϲ ἐνύδροιϲ χωρίοιϲ φυομένη δυϲωδεϲτέρα |
[ ] ἁλιτειχέα Κόμβης : [ μέλαν ] ? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη | ||
ἐπέκεινα οὐκέτι ἐστὶ πλωτὰ διὰ βραχύτητα θαλάττης καὶ πηλὸν καὶ φῦκος . Ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος |
ἢ ὄρυζα ἢ ὠὰ ἁπαλὰ ἐμπαϲϲομένου ῥοὸϲ μαγειρικοῦ λειοτάτου ἀρνόγλωϲϲον ἑφθὸν ϲέριϲ φακὸϲ ἠρτυμένοϲ τούτοιϲ ἢ ὀξυλαπάθῳ . ἐφ ' | ||
ἐσῆλθε καὶ ὀσφῦς καὶ μινυρίγματα θερμὰ καὶ κεφάλαιον ὅλον διαπτυχὲς ἑφθὸν † ἁπερπευθηνος ἀλεκτοτρόφου † πνικτᾶς ἐρίφου παρέθηκε . εἶτα |
μέλανι αὐστηρῷ , ὑποθυμιῇν . Χαλβάνην , μάννην , ῥητίνην μύρῳ δεύσας , ὑποθυμιῇν . Αἰγὸς κέρας καὶ κηκίδα καὶ | ||
ὀφθαλμοὺς καὶ ὕδατι προσαντλοῦντας τὸ πρόσωπον καὶ χρίοντας τὴν κεφαλὴν μύρῳ τινὶ θερμαίνοντι , ὑπαλείφειν δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀραιοῦντι δριμυτέρῳ |
καθάπερ ἐπὶ τοῦ ξίφους τανύηκες ἄορ ἀλλὰ κατὰ παραγωγὴν τανυήκεας ὄζους , οἷον ταναούς , ὡς κελαινεφὲς αἷμα . . | ||
τὸ δὲ τῆς πεύκης δᾳδῶδες καὶ βαρὺ καὶ σαρκωδέστερον . ὄζους δὲ ἔχει πλείους μὲν ἡ πεύκη σκληροτέρους δ ' |
. Μάλιστα δὲ τοῖς προσθέτοις βαλάνοις τοῦτο πειρᾶσθαι δρᾷν . Πρόσθετα καλεῖται τὰ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν σκευαζόμενα βαλάνια μετρίως ἐρεθίζειν | ||
. κέρας ἐλάφειον καύσας δὸς πιεῖν . [ λζʹ . Πρόσθετα . ] Ῥοιὰν σὺν ἐρίῳ καταπλάσας προστίθει . ἢ |