' ἐπὶ Ἄμηστριν ἧξεν τὴν τοῦ παιδὸς γαμετήν . Ὢ κακίστου ἔρωτος , ὃς παραλιπὼν τὰ ἐδώδιμα , ἐπὶ τὰ
. αὐτὸν δὲ ἐκεῖνον τοσοῦτον ὑπερέχοντα ἀποθανεῖν ὑπὸ τοῦ πάντων κακίστου τὴν ψυχήν , ὡς αὐτοί φασιν , ἄλλου τε
6364183 κτηματος
πεφύλαξο . οὐδεὶς ἐλεύθερος ἑαυτοῦ μὴ κρατῶν . παντὸς καλοῦ κτήματος πόνος προηγεῖται ὁ κατ ' ἐγκράτειαν . πᾶς ἄνθρωπος
μὲν πειρῶνται θεραπεύειν τοῦ καρποῦ ἕνεκεν , τοῦ δὲ παμφορωτάτου κτήματος , ὃ καλεῖται φίλος , ἀργῶς καὶ ἀνειμένως οἱ
5685835 φειδωλου
οὗτοι , ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου τοῦ ἐπιμελέος καὶ φειδωλοῦ , φιλέουσι διαφθείρεσθαι . τοῦ αὐτοῦ . φειδώ τοι
λέγεται . . . ἀνελεύθερος : ἐπὶ τοῦ σμικρολόγου καὶ φειδωλοῦ . . . ἀνέγνωκας , οὐ μόνον ἀνέγνως φησίν
5673920 ἐγχειρηματος
αὐτὴν ἐν κυνηγεσίῳ ἐνεβριμήσατο - καὶ οὕτως ἐκεῖνος ἐπαύθη τοῦ ἐγχειρήματος τινὲς δὲ γράφουσιν ὀβρίμους παρὰ τὸ ὄβριμον καὶ βαρύ
εἰς αὐτὸν ἐβούλετο , γνοὺς ὁ Πηλεὺς ἀπεῖρξεν ἐκείνην τοῦ ἐγχειρήματος . ἡ δὲ ὀργισθεῖσα τὴν μετὰ τοῦ Πηλέως συμβίωσιν
5571403 σπουδαιου
δὲ τοῦ σπουδαίου ζωὴ ἀγαθὴ καὶ ἡδεῖα , ἡ τοῦ σπουδαίου ἄρα ζωὴ αἱρετή : τὸ ζῆν ἄρα τῷ σπουδαίῳ
αὐτῷ πάντα ταῦτα „ . τοῦτ ' ἔπαινός ἐστι τοῦ σπουδαίου , τὴν ἱερὰν ὧν ἔλαβε παρακαταθήκην , ψυχῆς ,
5491794 καταρατου
, ὃς ἑαυτὸν ἐμίσθωσεν εἰς Αἴγυπτον Χαβρίᾳ , καὶ τοῦ καταράτου Κυρηβίωνος , ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου
διώκομαι ] γάρ , κατὰ κράτοϲ διώκομαι ὑπὸ ] τοῦ καταράτου κληρονόμου : ληφθήϲομαι . ἕπου , ] δίωκε ,
5473015 κρατιστου
ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ κέρατος τεταγμένος καὶ τὴν μάχην ἐπὶ τοῦ κρατίστου θηρίου ποιούμενος ἐπήγαγε καταπληκτικῶς ἐπὶ τὴν βασίλισσαν κατ '
φράσον . Ἀκάνθιος . εἶτα πρὸς θεῶν οἴνου πολίτης ὢν κρατίστου στρυφνὸς εἶ , καὶ τοὔνομ ' αὐτὸ τῆς πατρίδος
5468980 ἐρωντος
μέντοι διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων , οἷς ἔφη διαφέρειν τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ τοῦ μή , ἐν κεφαλαίοις ἕκαστον ἐφεξῆς
πέφυκεν ὁρᾶν ὀξύτερον οὑτοσὶ ὁ πάνυ ἐραστὴς ἐμοῦ τοῦ μὴ ἐρῶντος , ἀλλ ' ἔγωγε τοῦ σοῦ κάλλους αἴσθομαι οὐδενὸς
5435323 ἀκολαστου
ὑπηρέτην αὐτῆς δεξιοῦται . τρεῖς δ ' εἰσὶν οἱ τῆς ἀκολάστου καὶ ἀκράτορος ψυχῆς ἑστιοῦχοί τε καὶ θεραπευταί , ἀρχισιτοποιός
δι ' ἧτταν ἀλλὰ διὰ προαίρεσιν . καὶ γὰρ τοῦ ἀκολάστου φεύγειν τὰς σωματικὰς λύπας , οἷον τὰς ἀπὸ πείνης
5428904 θεραπευοντος
τὴν κλεῖν ἐν πολέμῳ καὶ πολλὰ αἰτούμενος χρήματα ὑπὸ τοῦ θεραπεύοντος αὐτὸν ἰατροῦ παίξας εἶπε πρὸς αὐτόν : „ ἕως
τῇδε μένειν ἐμηχανῶ , πάντα ἦν ἐρῶντος καὶ τὰ αὑτοῦ θεραπεύοντος . ταυτὶ μὲν οὖν μοι παίζειν ἔπεισιν , ὅπως
5379437 χρηματος
ἐπισκευὴν ναῶν τε καὶ ἀναθημάτων καὶ ἱερείων : πολλοῦ δὲ χρήματος συναχθέντος , εἰς παροιμίαν ἐλθεῖν . . : Φοινίκων
καὶ προκαλεῖταί με ἡμέρας . εἶπεν ] καλεῖσθαι . τοῦ χρήματος ] ὑπὲρ τίνος χρήματος : ἢ βαβαὶ ἕνεκα τοῦ
5376263 ἀκουσματος
ὑπὸ δὲ ἀνθρώπων ἀγαθῶν ἀτιμάζει : τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος , ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ
πάντες ὑποσιγήσουσιν αὐτοῖς καὶ μήτε ὅραμα μηδὲν ἄλλο ἔσται μήτε ἀκούσματος ἀκούειν μηδενός , οὐκ ἄρα οἵα τε ἔσται ἡ
5366766 θρασους
λέγοντες : ὁ βίος δὲ παμμίαρος αὐτῶν , ἀμαθίας καὶ θράσους καὶ ἀσελγείας ἀνάπλεως , ὕβρις οὐ μικρὰ καθ '
, καὶ τρέχω τὸν περὶ ψυχῆς , καὶ τὸ τοῦ θράσους , τῆς ἀναιδείας . Τούτων εἰσὶ καὶ αἱ ἐλλείψεις
5361572 μεγαλοφρονος
ἐν Θήβαις , Ἀστακοῦ τὴν κλῆσιν , ἀνδρὸς γενναίου καὶ μεγαλόφρονος . Αὕτη πολλὰς ἐπιθέσεις παρά τε τῶν ὁμορούντων ὑποστᾶσα
ἡ ἄφρων : ὁ μεγαλόφρων καὶ ἡ μεγαλόφρων , τοῦ μεγαλόφρονος : ὁ οἰκτίρμων καὶ ἡ οἰκτίρμων , τοῦ οἰκτίρμονος
5358001 φρονιμου
ἀστεῖος : ἔνιοι δὲ τῶν φιλοσόφων τὸν ἀστεῖον ἐπὶ τοῦ φρονίμου καὶ ἀγαθοῦ ἀνδρὸς τάττουσι . Ξένος : ὁ ἐξ
τρία ἐστὶν οἷς κρίνεται ψυχή , ἐπιστήμη , δόξα ὡς φρονίμου τε καὶ εὔνου , παρρησία . πάντα ἔχεις .
5341102 πλουτιζων
, τούτοις τάς τ ' ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῦμαι καὶ πλουτίζων καὶ εὐεργετῶν ἀνθρώπους εὔνοιαν ἐξ αὐτῶν κτῶμαι καὶ φιλίαν
ἀγαθοὺς οὔτε μετεδίωκον τοὺς φαύλους . [ οὔτε τοὺς κακοὺς πλουτίζων οὔτε τοὺς ἀγαθοὺς ἀφαιρούμενος τοῦ πλούτου . ] ὡς
5336020 ἡδεος
τῆς ἀρετῆς ἐστιν ἀλλ ' οὐ τοῦ χρησίμου ἢ τοῦ ἡδέος καὶ ἔστιν ἡ μὲν φίλησις ἀεὶ μετὰ συνηθείας ,
ἐκ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκ τοῦ χρησίμου καὶ ἐκ τοῦ ἡδέος , οἷον Ὅμηρος ἐπὶ τῶν Ἀχιλλέως ὅπλων ἐποίησεν ,
5323926 ἀσθενεστερου
δὲ παρὰ φύσιν καὶ μὴ μίσγηται συνιζάνοντος τοῦ αἵματος καὶ ἀσθενεστέρου καὶ πυκνοτέρου γινομένου , λύπην . ὁμοίως καὶ θάρσος
πλέον δ ' ἀφαιρεῖται καὶ μᾶλλον ἐνισχύει δῆλον ὅτι τοῦ ἀσθενεστέρου καὶ πορρωτέρω διατεινομένου . καὶ περὶ μὲν τοῦ σχήματος
5305917 παθεος
τε ῥηχίης [ καὶ τῆς πλημμυρίδος ] καὶ τοῦ Περσικοῦ πάθεος γενέσθαι τόδε , ὅτι τοῦ Ποσειδέωνος ἐς τὸν νηὸν
ἐν τῇ χώρῃ τῇ σφετέρῃ γενέσθαι , καὶ μνήμην τοῦ πάθεος τύπτονταί τε ἑκάστου ἔτεος καὶ θρηνέουσι καὶ τὰ ὄργια
5282698 δειλου
πολέμιοι , προδοσίας φεύγων . ἢ κατὰ χρόνον , οἷον δειλοῦ παῖς ἠρίστευσε , καὶ μοιχείας κρίνει τὴν γυναῖκα :
, καὶ προδοσίας φεύγων : ἢ κατὰ χρόνον : οἷον δειλοῦ παῖς ἠρίστευσε , καὶ μοιχείας κρίνει τὴν γυναῖκα :
5270108 μοχθηρου
' ἄν τις εἰς τὸ τῶν εἰκόνων πλῆθος ἀπιδών : μοχθηροῦ δὲ ἄλλως κατεσχηκότος ἔθους ἔκ τινος χρόνου , καὶ
δοῦλον λέγεται ἀγαθὸν καὶ λέγεται καὶ τούτου , ἤτοι τοῦ μοχθηροῦ , εἴη ἂν ἅμα , ἤγουν τὰ δύο μόνα
5269132 ἀποβαινοντος
Αἰγύπτῳ καὶ Αἰθιοπίᾳ : μετὰ δὲ ἀρκτοῦρον παύεσθαι τὴν πλήμμυραν ἀποβαίνοντος τοῦ ὕδατος : ἔτι δ ' ἡμίψυκτον σπείρεσθαι τὴν
ἤτοι μηδενὸς ἄλλου ἀκολουθοῦντος αὐτοῖς ἢ ἐκ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἀποβαίνοντος , εἰσὶ μόνα δι ' ἑαυτὰ αἱρετὰ καὶ διωκτά
5221226 εὐπορου
, πόλις Φρυγίας : Ἀλέξανδρος : ἀπὸ Μάνου , σφόδρα εὐπόρου κτίστου . Μάνταλος , πόλις Φρυγίας , ὡς ὁ
ὡς οὔτ ' ἂν ἐβουλήθης οὔτε προσεδόκησας , πτωχὸν ἐξ εὐπόρου , μικρὸν ἐκ μεγάλου , δάκρυσι παραπεμπόμενον τὸν πρὶν
5220925 ὑεος
αὑτὸν τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότα ; Οὐ γὰρ δήπου γνησίου ὄντος ὑέος Εὐκτήμονι ἐπίκληρος ἂν ἦν ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ , οὐδὲ
ὑπὲρ ὅτου ἄν τις νοῦν ἔχων μᾶλλον σπουδάζοι ἢ ὑπὲρ ὑέος αὑτοῦ ὅπως ὡς βέλτιστος ἔσταιὁπόθεν δὲ ἔδοξέ σοι τοῦτο
5208766 βελτιστου
βασιλεύσετον ἀντὶ νόμου τε καὶ τοῦ κοινῇ ἀεὶ δόξαντος εἶναι βελτίστου λόγου . Ἀληθέστατα , ἔφη . Ταῦτα δή ,
. Τίνι γὰρ ἂν μᾶλλον ἁρμόττοι ταῦτα καρποῦσθαι ἀπὸ τοῦ βελτίστου καὶ σπουδαιοτάτου γιγνόμενα ἢ τῷ τοιούτῳ ; οὐ γὰρ
5202560 κεκτημενου
ἦν Θεοδώρου , τινὸς τῶν μετρίων πολιτῶν , θεράποντας αὐλοποιοὺς κεκτημένου καὶ τὸν βίον ἀπὸ ταύτης ἔχοντος τῆς ἐργασίας .
τρόπος ἄτακτον καὶ ἀνώμαλον καὶ κατ ' ἄνδρα ἴδιον τοῦ κεκτημένου , ὥστε τί θαυμαστὸν ἄλλοις μὲν προσεῖναί τινα καρτερίαν
5198310 ἐπιδεης
, ἐκπληκτικόν , φρικῶδες . καὶ ἀνὴρ φοβερός ἐπίφοβος , ἐπιδεής , ἐκπληκτικός , φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής ,
περὶ αὐτὴν ἡ χώρα ; πότερα πάμφορος ἢ καί τινων ἐπιδεής ; Σχεδὸν οὐδενὸς ἐπιδεής . Γείτων δὲ αὐτῆς πόλις
5195185 περιοντος
Παμφάης ὁ Πριηνεὺς Κροίσῳ τῷ Λυδῷ , τοῦ πατρὸς αὐτοῦ περιόντος , τριάκοντα μνᾶς ἐδωρήσατο . παραλαβὼν δὲ τὴν ἀρχὴν
τε καὶ τοὺς πώποτε νενικηκὼς , αἰσθόμενος , ἔτι Κωνσταντίου περιόντος , ἀναγκαίως αὐτῷ προςήκειν τῶν τε ἰταλικῶν καὶ ἀφρικῶν
5193991 φιλουντος
] προδότης ἦν οὗτος . φιλαίτιον ] Ἰσοκράτης ἐπὶ τοῦ φιλοῦντος ἄλλους αἰτιᾶσθαι , νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ εἰωθότος αἰτίας
. Ὅπου βία πάρεστιν , οὐδὲν ἰσχύει νόμος . Ὀργὴ φιλοῦντος μικρὸν ἰσχύει χρόνον . Οὐπώποτ ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν
5193784 πονηρου
τἀπρεπές , τὸ δὲ τάχος εἰς ὄκνον πολύν . ἐὰν πονηροῦ γείτονος γείτων ἔσῃ , πάντως παθεῖν πονηρὸν ἢ μαθεῖν
παρ ' ἡμῖν ἐγένετο Ἰουδαίοις ὡς ἥξοντος ἐπὶ τὴν ἀρχὴν πονηροῦ τινος γέροντος , ὃν ἔχοντα αὐτὴν πρότερον ἐξέβαλον τυραννίδα
5187599 μισους
φύσις ἐποίησεν εὐνοίας ἕνεκα , ταῦτα ἰδεῖν ἔστιν ἔχθρας καὶ μίσους αἴτια γιγνόμενα . αὐτίκα ἡ πρώτη καὶ μεγίστη φιλία
' ὧν γίγνεται , τὸ τῆς ἔχθρας καὶ τὸ τοῦ μίσους . οὐ γὰρ ἔστι φανῆναί ποτε ἀπὸ τούτου τοῦ
5186700 κολλωδεος
ἐγένετο : τὸ δὲ σία - λον , ὁκόσον τοῦ κολλώδεος ὑγρότατον ἦν , τόδε θερμαινόμενον παχύτερον ἐγένετο ὑγρὸν ἐόν
τοῦτο ἐγκέφαλος ὅτι ὀλίγιστον ἔχει τοῦ λιπαροῦ , τοῦ δὲ κολλώδεος πλεῖστον , οὐ δύναται ἐκκαυθῆναι ὑπὸ τοῦ θερμοῦ ,
5183100 διαφυγοντος
καὶ πολὺ τοῦτο ἦν τοῦ θείου μοι πυρετὸν μὲν ἰσχυρὸν διαφυγόντος , τὸ χρῆ - σθαι δὲ τῷ σώματι μὴ
ἄνθρωπον : στοχάζεται ἑτέραν πρόφασιν καὶ ὡς κρινομένου τινὸς καὶ διαφυγόντος τὴν δίκην ἀναξίως φησὶν αὐτὸν ὀδυνηθῆναι . τὰ περὶ
5163065 ἀδικου
ἂν ὑμῶν ἑαυτὸν ἀναπλῆσαι φόνου δικαίου βούλοιτο , ἦ που ἀδίκου γε φυλάξαιτ ' ἄν , τὴν ψυχὴν ἢ τὴν
, ὧν ἤρξατο πανουργεῖν , ἤγουν ἕνεκα τοῦ πανούργου καὶ ἀδίκου αὐτοῦ σκοποῦ . λήψεται ] λάβῃ , μέλλει λαβεῖν
5153857 μυσους
ἐντολὰς ἀνεῖλε τὴν μητέρα , καὶ διὰ τὴν συνείδησιν τοῦ μύσους εἰς μανίαν περιέστη : οἱ δὲ περὶ τὸν Ἄδραστον
κύνας , οὐδὲ ἐπιχωρήσομεν Ἀθηναίοις μὲν ἐναγέσι γενέσθαι τοῦ ἡμετέρου μύσους καὶ παλαμναῖον ἢ ἀλιτήριον προστρῖψαι τῇ πόλει οὐκ ἀκεστὸν
5150468 ὠφελιμου
οὕτως αὐτοὺς διέκρινεν . Ὅτι πολλὰς ὁδοὺς Πυθαγόρας ἀνεῦρε τῆς ὠφελίμου παιδεύσεως τῶν ἀνθρώπων , ἐν ᾧ λέγεται καὶ ἡ
φαίνηταί τις ἄλλου μὲν ἕνεκεν πράξας , οἷον ἀγαθοῦ καὶ ὠφελίμου , τοῖς τοιούτοις * * * διὸ καὶ οἱ
5149514 ϲκηνεοϲ
ἔρωτεϲ ἀφροδιϲίων : ἐμάνηϲάν κοτε καὶ γυναῖκεϲ ὑπὸ ἀκαθαρϲίηϲ τοῦ ϲκήνεοϲ , εὖτε αὐτέῃϲι ἀπηνδρώθηϲαν αἱ μῆτραι . ἀλλ '
αἷμα δυνατώτατον καὶ [ ἡ ] ἀλέη τῆϲ ζωῆϲ τοῦ ϲκήνεοϲ καὶ τῆϲ τροφῆϲ ἐόν : ἤν τε μεῖον τῆϲ
5128266 κακου
παραδείγματος ἔλαβε τὴν ἔννοιαν , δηλῶσαι βουλόμενος τὴν ὀξύτητα τοῦ κακοῦ : οὕτως δὲ ταχέως ἐπενέμετο αὐτὴν τὸ πῦρ καὶ
καὶ κατ ' ἐμαυτοῦ ἐρεῖν αὐτὸς ὡς ἄξιός εἰμί του κακοῦ καὶ τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ . τί δείσας ;
5111261 προσοντος
τοῦτο γὰρ αὐτῆς μάλιστα ἴδιον ὑπάρχει : καὶ τούτου μὴ προσόντος αὐτῇ , ὅσῳ ἂν μᾶλλον σαφὴς καὶ σύντομος ᾖ
καὶ τοῦ ἀφωτίστου πρὸς ἡμᾶς γεγονότος , ἢ ἀπόσβεσις τοῦ προσόντος αὐτῇ φωτός . τοῦτο δ ' ὅπερ ἄν τις
5111064 ἐχθιστου
εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν ἔσω : ἐνταῦθα γὰρ τοῦτο σύναπτε . ἐχθίστου ] τοῦ ἀδίκου . ἐχθίστου ] τοῦ μισητοῦ .
. ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . . εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . δάκους ] παντὸς θηρίου
5108485 Ψευδοστομου
. . . . . . . ριδ ιϚ : Ψευδοστόμου ποταμοῦ πηγαὶ ἀπὸ τοῦ Βηττιγὼ ὄρους . . .
. . . . . . . . ριζ ιδ Ψευδοστόμου ποταμοῦ ἐκβολαί ριζ γʹ ιδ Ποδοπέρουρα . . .
5098008 πλουτου
καὶ ἀγῶνες τίθενται ἐπ ' αὐτοῖς ῥώμης καὶ σοφίας καὶ πλούτου , ὡς ἀξίους ὄντας τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότας
αἱρεῖσθαι πλοῦτον ὀχλούμενος κατὰ τὸ αἱρεῖσθαι ἐπεί - γεται τυχεῖν πλούτου , ἵνα ἀπαλλαγῇ τοῦ ἔτι αἱρεῖσθαι . εἰ δ
5097144 κηδομενου
συνθεῖναι , καλὴν δὲ οὕτως ἐλθεῖν ἐπιστολὴν ἐμοὶ σφόδρα ἀμφοῖν κηδομένου . τὰ δὲ ἡμέτερα ὧδε ἕστηκεν : οἱ πρὶν
καὶ φίλου , τὸ δὲ χαίροντας ἄνευ γραμμάτων ἀποπέμπειν οὐ κηδομένου φίλου , πάντως δὲ ἀργοῦ . δεῖ δέ σε
5092917 ὑγιεινου
σκευασία ρλδʹ . Οἰνανθαρίου σκευασία ρλεʹ . Ἀψινθάτου ἤτοι ῥοδαψινθάτου ὑγιεινοῦ σκευασία καλλίστη ρλϚʹ . Ῥοδάτου σκευασία ρλζʹ . Κονδίτου
καὶ τὸ οὖρον καὶ τὸ σιτίον καὶ τὸν ὁρισμὸν τοῦ ὑγιεινοῦ ἐπιδέχονται , τὸ συμμέτρως ἔχειν πρὸς ὑγείαν , μᾶλλον
5092017 δικαιοτατου
ταῦτα ἕτεροί τινες τὰ ψηφίσματα ἐπιψηφίζουσιν , οὐκ ἐκ τοῦ δικαιοτάτου τρόπου λαχόντες προεδρεύειν , ἀλλ ' ἐκ παρασκευῆς καθεζόμενοι
καὶ πόρων καὶ δυνάμεων , ὧν συνήγαγεν αὐτοῖς ἐκ τοῦ δικαιοτάτου , ἰδίᾳ που τοῦ λόγου λέγων ταῦτα καὶ πρὶν
5088306 ἐπιμελειται
ἤδη καὶ αἰπόλοις ἐστὶ δῆλα , ὅπη δὲ τὸ θεῖον ἐπιμελεῖται τοῦ ἀνθρωπείου γένους καὶ ὅπη χαίρει ὑπ ' αὐτοῦ
καρπὸν λαβεῖν , ὠφέλιμον ἑαυτὸν ἐκείνοις παρέχεται καὶ πάντα τρόπον ἐπιμελεῖται καὶ θεραπεύει : πολὺ δὲ μᾶλλον ἄνθρωποι ἀνθρώποις τοῖς
5070311 φρονουντος
δὲ αὐτῷ κόσκινον ὑποτιθέναι ; Ἀγαθοκλέους δὲ τοῦ Περιπατητικοῦ μέγα φρονοῦντος ὅτι μόνος αὐτός ἐστι καὶ πρῶτος τῶν διαλεκτικῶν ,
; χαρά μ ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη . εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ . τί γὰρ τὸ πιστόν ;
5036657 σφαλματος
τοῦτο πάσχει : εἰ δὲ σφαλεῖσαν αὐτοὶ φήσουσι , τοῦ σφάλματος λεγέτωσαν τὴν αἰτίαν . Πότε δὲ ἐσφάλη ; Εἰ
οὖν μὴ κατὰ τύχην ἥττης γενομένης αὐτοὶ δοκοῖεν αἴτιοι τοῦ σφάλματος , αὐτοὺς μὲν ἡσυχάζειν ἐκέλευσεν , ἄλλους δὲ τριηράρχους
5034733 ἐπιεικους
εἴρηται γὰρ τοῦτο τὸ ὄνομα καὶ ἐπὶ τοῦ μετρίου καὶ ἐπιεικοῦς , καὶ ἐπὶ τοῦ πανούργου . ἐπὶ δὲ τοῦ
ἐγὼ βουλοίμην ἄν , ἡνίκα ἂν φαίνηται , τυγχάνειν τινὸς ἐπιεικοῦς ῥήματος , ὃ τῇ μὲν σῇ πρέπει φύσει ,
5028350 ἁλισκομενος
ἔοικε γὰρ καὶ τὰ μήπω γεννώμενα φιλεῖν καὶ δέει πατρικῷ ἁλισκόμενος ἐντεῦθεν ὀρρωδεῖν ἤδη , καὶ διημερεύει μὲν ἐπὶ τῇ
τῶν φλεγματικῶν . ἄλλος δέ τις ὥρᾳ θέρους αἰεὶ τριταίοις ἁλισκόμενος πυρετοῖς ἤδη πολλῶν ἐτῶν οὐκ ἐπύρεξε , χολὴν ὠχρὰν
5027489 παθεοϲ
ὑγιαίνουϲι κάρτα οὐκ ἀήθεα : ἐπὶ δὲ τῇϲι αὐξήϲεϲι τοῦ πάθεοϲ ἀναπνοὴ βρωμώδηϲ ἐκ τῆϲ ἔνδον ἀναφορῆϲ τοῦ πνεύματοϲ .
: τοιοῖϲι δὲ ἔαϲι οἱ ὦπεϲ οἵδε . εἴδεα τοῦ πάθεοϲ δοιά : ἢ γὰρ ἐϲ τὸ ξανθὸν καὶ [
5014268 προσηκοντος
φαίνοιτο , σκοπεῖσθαι χρὴ καὶ ἀναμιμνῄσκεσθαι , πότερα πλείω τοῦ προσήκοντος ἐπόνησεν ἢ ὀξυτέραις ἐχρήσατο ταῖς κινήσεσιν ἢ περὶ τὴν
ἐν τάξεσιν ὑπὸ πρεσβυτέροις νέοι καθέζονται , μετὰ κόσμου τοῦ προσήκοντος ἔχοντες ἀκροατικῶς . εἶθ ' εἷς μέν τις τὰς
5009445 πλουσιου
ὠφέλησε , διασκευὴν τοῦ πάθους , ἠθοποιΐαν , καταδρομὴν τοῦ πλουσίου , παροξυσμὸν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν τῶν δικαστῶν , καὶ
φιλίαν αὐτῷ : ἔχεις δὲ καὶ ἄλλην ἠθοποιΐαν παρὰ τοῦ πλουσίου : προςελθὼν γὰρ εἶπεν , ἐσφάλην , ἔγνων ὅτι
4997235 γεγεννηκοτος
Ἡρακλῆς ἐγέννησεν ὑπερμέγεθες ᾠόν , ὃ συμπληρούμενον ὑπὸ βίας τοῦ γεγεννηκότος ἐκ παρατριβῆς εἰς δύο ἐρράγη . τὸ μὲν οὖν
Τριῶν ἔοικα πατέρων παῖδα τὸν Γάϊον δεδέχθαι , τοῦ τε γεγεννηκότος καὶ σοῦ τοῦ θείου τε καὶ ὁμωνύμου καὶ ἔτι
4988002 ποιμνιου
ἐκεῖνα μὲν πάντα χαίρειν ἔα καὶ ἐπιλάθου αὐτῶν , τοῦ ποιμνίου καὶ τῆς Ἴδης . σὺ δὲἤδη γὰρ ἐπουράνιος εἶπολλὰ
οἱ ποιμένες εὑρεθῶσιν διαπεπτωκότες , τί ἐροῦσιν τῷ δεσπότῃ τοῦ ποιμνίου ; ὅτι ἀπὸ τῶν προβάτων διέπεσαν ; οὐ πιστευθήσονται
4982214 ἁμαρτανοντος
' ἄλλου ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς
πλείονος ποιήσεται τῆς ἔχθρας , κἂν φιλῇ ὅμως οὐκ ἀφέξεται ἁμαρτάνοντος . Ἓν γάρ , ὡς ἔφην , τοῦτο ἴδιον
4981789 παθηματος
ἕστηκε . διὸ οὐκ ἄνευ μὲν τοῦ ἐν τῷ αἰσθητηρίῳ παθήματος , οὐ μὴν τοῦτο ἡ αἴσθησις : ὅθεν καὶ
ἔχει . ὧδ ' οὖν κατὰ παντὸς αἰσθητοῦ καὶ ἀναισθήτου παθήματος τὰς αἰτίας λαμβάνωμεν , ἀναμιμνῃσκόμενοι τὸ τῆς εὐκινήτου τε
4979896 καθηκοντος
θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἁρμόζοντος καὶ καθήκοντος “ ἡ θέμις ἐστὶν ἄναξ ἀγορή , ” ἐπὶ
μὲν ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος δὲ ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος . περιμάξαι καὶ ἐκμάξαι τὸ τοὺς οἰομένους πεφαρμάχθαι δι
4975554 ἐχεφρων
μερόπων ἀνθρώπων Ἀτρεΐδαι ; ἐπεὶ ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων τὴν αὐτοῦ φιλέει καὶ κήδεται , ὡς καὶ ἐγὼ
δύστηνον ἐόντα , οὕνεκ ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων . ἀσπασίως γάρ κ ' ἄλλος ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
4974157 ζηλος
ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς
εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ
4968109 μακαρισμου
τὸν ὄγκον τοῦ πλήθους οὐκ ἐκπληττόμενος ὑπὸ τοῦ τῶν πολλῶν μακαρισμοῦ ἄπειρον αὐξήσει , ἀπέραντα κακὰ ἔχων ; Οὐκ οἴομαι
τοῦτον πάντως καὶ μιμήσαιτο ἂν , ἵνα τοῦ αὐτοῦ τύχῃ μακαρισμοῦ . ΑΦΕΝΟΣ ὁ ἀπὸ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἀθροιζόμενος
4966077 θαυμαστου
Καππαδόκης : δεύτερον τοῦτο κέρδος . ἀλλὰ καὶ γράμματα τοῦ θαυμαστοῦ Βασιλείου κομίζων ἡμῖν : τουτὶ μέν , ὅτου τίς
ἡδονῇ δὲ καὶ ἀρετῇ τῶν ὑδάτων πρὸς ἑκατέρου τὴν χρῆσιν θαυμαστοῦ πεφυκότος , ἐχρῶντο περιστήσαντες οἰκοδομήσεις καὶ δένδρων φυτεύσεις πρεπούσας
4963245 ἡσσων
] . [ ἀργοῦντι θυμῶι ] ῥαιδίως φέρεις τάδε , ἥσσων δὲ δούλου Φρυξὶν ] ἐμφανὴς ἔσηι . [ ]
μετανάστας : ἠματίῃ γενέθλῃ δ ' ὀλοώτατος ἔπλετο πάντων , ἥσσων δ ' ἑσπέριος γεγαὼς ἀδρανέστερα ῥέζει . Ἀφρογενὴς δὲ
4955761 φαυλου
ὑβρίζειν ἐπαιρομένων . Κοσκίνου γῆρας : ἐπὶ τοῦ ἀχρήστου καὶ φαύλου . Κορίνθιον κακόν : ἴσως διὰ τὰς ἑταίρας .
. κἂν γὰρ δέῃ παθεῖν , κρεῖττον ἀπὸ ἀγαθοῦ ἢ φαύλου πάσχειν . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ
4951365 καθολικου
διὰ τὸ ἐξ αὐτῶν ὁρίζειν τὸν διαλεγόμενον , εἴτε περὶ καθολικοῦ διαλέγεταί τινος εἴτε καὶ μερικοῦ : ἐὰν μὲν γὰρ
καὶ περιβοησίας , ἀμφοτέρων δὲ κατὰ τὰς τελείας ἀναστασίας τοῦ καθολικοῦ χρόνου τῆς αὐξήσεως ἢ τῆς ταπεινώσεως πάλιν θεωρουμένου διὰ
4947100 ἀγρευματος
κυρήσας καὶ ἐπιτυχὼν δικαίως τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ὁμοίου ἐκείνοις ἀγρεύματος . τουτέστι , σὺν αὐτοῖς θηρευθεὶς καὶ τῇ αὐτῇ
οὐχ ἁμαρτήσεσθε , ὅτι ὥσπερ μεγάλου καὶ πίονος θρέμματος καὶ ἀγρεύματος πεσόντος ἄδην ἔσχετε τοῖς Ἀθηναίοις τῆς ἐμῆς θοίνης .
4942596 μετεχοντος
κακοήθους , αἱ δὲ πρὸς τούτῳ νευρώδεις καὶ ἀκολασίας πολλῆς μετέχοντος . ὅσαι δὲ τῶν κνημῶν κατὰ τὸ μέσον πλήρεις
οἷον παρακαλοῦντος καὶ ἐν χρείᾳ καθεστηκότος καὶ εὐλαβείας ἢ αἰδοῦς μετέχοντος . αἱ δὲ πίστεις τοῦ πνεύματος τὸν ῥυθμὸν ὑπαλλαττέτωσαν
4931912 ἀσαλης
τροπῇ τοῦ η εἰς α ἄσασθαι . . . . ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα : σάλη
δὲ παρὰ τὴν σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος .
4921564 ἀφρονος
χαλεπώτερον ἀνθρώπῳ σπληνὸς ἀνέχεσθαι οἰδοῦντος καὶ διεφθαρμένου ὀδόντος ἢ ψυχῆς ἄφρονος καὶ ἀμαθοῦς καὶ δειλῆς καὶ θρασείας καὶ φιληδόνου καὶ
Μωάβ „ . ἀλλ ' οὐχ ἑκάστη | τῶν τοῦ ἄφρονος αἰσθήσεων ἐξαπτομένη πρὸς τῶν αἰσθητῶν ἐμπίπρησι τὸν νοῦν ,
4914529 Δωριωνος
. : Ἀριστόδημος δὲ ἐν δευτέρῳ Γελοίων ἀπομνημονευμάτων φησί : Δωρίωνος τοῦ κρουματοποιοῦ , κυλλόποδος ὄντος , ἀπώλετο ἐν συμποσίῳ
Ἐπιφράδεος τοῦ Χαριφήμου τοῦ Φιλοτέρπεος τοῦ Ἰδμονίδα τοῦ Εὐκλέους τοῦ Δωρίωνος τοῦ Ὀρφέως . Γοργίας δὲ ὁ Λεοντῖνος . εἰς
4911997 ἀνωνυμου
ἄλλα . ἀνωνύμου δ ' οὔσης τῆς μεσότητος . τῷ ἀνωνύμου τοῦ μέσου τὰ ἄκρα τοῦ μέσου διαμφισβητεῖται πρὸς ἄλληλα
καὶ σχέσεις τηρητικὴν τοῦ πρέποντος , μεταξὺ οὖσαν ἀκοσμίας καὶ ἀνωνύμου : εὐταξίαν δέ , ἕξιν στοχαστικὴν τοῦ περὶ τάξιν
4911444 ὠχρου
λευκαὶ ἢ ἐπιλευκότεραι , ἄλλαι δὲ χρυσοειδεῖς καὶ ἄλλαι τοῦ ὠχροῦ μεμιγμένου τῷ πυρρῷ ἢ τοῦ μέλανος τούτοις : εἰσὶ
τὴν φαντασίαν χρωμάτων τέτταρες αἱ διαφοραί , λευκοῦ μέλανος ἐρυθροῦ ὠχροῦ . . . . τὸ γὰρ λευκὸν καὶ τὸ
4907361 μιασματος
μιάσματος ] τοῦ ἀδελφοκτονῆσαι . μιάσματος ] τοῦ φόνου . μιάσματος ] τῆς παρανομίας . εἰ ὅλως τις ἀτυχεῖ ,
πάθους τῷ εἰργασμένῳ ἐπιθέντες , ἅπασαν τὴν πόλιν καθαρὰν τοῦ μιάσματος καταστήσετε . Εἰ μὲν γὰρ ἄκων ἀπέκτεινε τὸν ἄνδρα
4905729 ἀξιου
ἐπὶ τοῦ κατευγμένου καὶ οἷον κατ ' εὐχὴν ἀποδιδομένου καὶ ἀξίου εὐχῆς . εὐοδεῖν εὑρίσκω παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς . Θεόπομπος
λέγειν . ἀλλ ' οὖν τό γε τῆς παροιμίας ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου καὶ πάσχειν ὑπῆρχεν , εἴ τῳ συμβαίνοι
4904116 βελτιονος
εἴης φοβερὸς σοφισταῖς ἐν σοφιστῶν ἐπιδείξεσιν , ἐμοὶ δὲ δόξης βελτίονος αἴτιος τῶν ἐπαινούντων ἐρωτώντων , τίς σε πηγὴ τοσοῦτον
ὅπως αὐτοῖς χρώμεθα , ἐπειδὰν πρῶτον ἄρξωνται συνιέναι τε τοῦ βελτίονος καὶ τῷ σώματι ἀνδρίζεσθαι καὶ ὑφίστασθαι τοὺς πόνους ,
4895784 γενναιου
τὸ ζῷον πρὸς τὰ ἔκγονα , ἔχει δὲ μέγεθος ὄρνιθος γενναίου , τὴν δὲ κεφαλὴν μικρὰν πρὸς τὸ σῶμα καὶ
ψυχὰς ἀνατρέφειν πρὸς τὰ μεγέθη καὶ ὥσπερ ἐγκύμονας ἀεὶ ποιεῖν γενναίου παραστήματος . τίνα , φήσεις , τρόπον ; γέγραφά
4895511 φιλτρου
τῆς ἀνθρώπου καθαίρειν . δέλεαρ δὲ ἄρα ἐκείνη καθίει τοῦ φίλτρου αὐτῷ στέφανον ἀεὶ τὸν ἐκ τῆς τέχνης , τὸν
γὰρ οἱ τρεῖς προσπλακέντες εἰς μίαν ἕνωσιν πόθου ἀρραγοῦς στερεμνίου φίλτρου τε οἰκήσουσιν ἐν μίξει μιᾷ σῶμα , ψυχὴ καὶ
4879376 πανουργου
τὰ δ ' ἡμᾶς διαβάλλων ] ἔστι μὲν καὶ τοῦτο πανούργου τὸ διαβάλλειν , οὐ μὴν ἕξει Φίλιππος ᾧ διαβάλλει
ἀσκητὴς ἐπιμελείας ἀξιώσει , τὰ σφάλματα αὐταῖς οὐκ ἀπὸ κακίας πανούργου μᾶλλον ἢ ἀπὸ ἀμαθίας ἀναγώγου προσγεγενῆσθαι νομίζων . ἀμαθία
4867870 θυμου
: τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν ἄλλων βιαιότερα . ἀπὸ δὲ θυμοῦ θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος
ἐνδιδόναι . ἢ ἔνεστί τις λόγος ἐν τῷ ἀκρατεῖ τοῦ θυμοῦ , ὅτι οὐ χρὴ ἐπὶ πᾶσι θυμοῦσθαι οὐδὲ ἐφ
4857930 μεγαλογνωμων
ἄλλα χείρω . ὧν τὰ ἐναντία μεγαλόφρων , μεγαλόψυχος , μεγαλογνώμων , ἐλεύθερος , ὑπεράνω λημμάτων , κρείττων χρημάτων ,
ἐπιμελὴς ἀνθρώπων κηδεμών , στάσιμος , βέβαιος , ἀνεξαπάτητος , μεγαλογνώμων , ἰσχυρογνώμων , ἐνεργός , τελεσιουργός , φροντιστὴς τῶν
4857306 Βοηθου
οὔ φασιν εἶναι αὐτοῦ , ἀλλὰ Πασικλέους , τοῦ υἱοῦ Βοήθου τοῦ ἀδελφοῦ Εὐδήμου τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ . οὐκ ἔστι
κατέλυσε τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν κακῶς φερομένην ὑπό τε ἄλλων καὶ Βοήθου , κακοῦ μὲν ποιητοῦ κακοῦ δὲ πολίτου , δημοκοπίαις
4853015 ἡδιστου
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
4852965 ἰδοντος
: πρόρριζον γὰρ ἀνατραπῆναι τὸν βίον καὶ τὴν ὕπαρξιν τοῦ ἰδόντος σημαίνει ὥσπερ καὶ τὸ τὴν ἰδίαν κόπρον ἐσθίειν .
ἑαυτοὺς ὅτι μὴ ἐγνώκασι τὸ αἴτιον : οὐ γὰρ ἑνὸς ἰδόντος ἀπέβη ποτὲ ἰδιώτου ὄνειρος εἰς τὸ κοινόν , ἀλλὰ
4849678 Ἀντι
ἢ ἑσπερία . ὑδρίαν . . καὶ πατάγου χυτρείου : Ἀντὶ τοῦ κεραμέου . ἐκ μέρους τὸ πᾶν . οὐ
οὕτως Ἀττικοί . οὐκ ἐτὸς ἀφ ' ἡμῶν εἰσίν : Ἀντὶ τοῦ οὐ ματαίως , ἀλλὰ δικαίως . εἰς τὴν
4849096 συναιτιος
αὔξεις σὺν τῇ ἐμῇ ῥώμῃ : ἐγὼ δὲ δοκῶ οὐδὲν συναίτιος ὢν τῶν ἀγαθῶν παρέχειν ἐμαυτὸν ὥσπερ γυνὴ εὖ ποιεῖν
διῆγεν ὁ Κῦρος , πᾶσιν ἡδονῆς μὲν καὶ ἀγαθοῦ τινος συναίτιος ὤν , κακοῦ δὲ οὐδενός . Ἀμφὶ δὲ τὰ
4847579 μεστου
, καθημένων ἑξῆς , καὶ τραπέζης ἀφθόνου , καὶ κρατῆρος μεστοῦ ; Ἐρωτῶ δὴ τὸν Ὀδυσσέα : Τί ἡγεῖ εἶναι
ἀμυνόμενος . Ὢ στρατιωτικοῦ καλοῦ , καὶ αὐτουργοῦ , καὶ μεστοῦ ἐλευθερίας : ὦ γῆς καὶ γεωργίας καλὰ καὶ γενναῖα
4846899 μοχθου
, οὐκ ἔνι . Ἑρμηνεία . Οὐκ εὐπόριστος ἡ τροφὴ μόχθου δίχα , Κἂν τὸ ποτὸν ἀφθόνως | ἡ φύσις
μολεῖν ] ἐλθεῖν δεῦρ ' ] ἐνταῦθα ἐκμεμόχθηκε ] μετὰ μόχθου καὶ κόπου ὑπέμεινεν φράσω ] λέξω τεκμήριον ] σημεῖον
4841237 τιμωρος
εἶχε . . εὔθυνος ] δικαστής . . εὔθυνος ] τιμωρός . . πρὸς ταῦτ ' ἐκεῖνον ] πρὸς ταῦτα
δ ' ἀεὶ ξυνέπεται Δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρός , ἦς ὁ μὲν εὐδαιμονήσειν μέλλων ἐχόμενος ξυνέπεται ταπεινὸς
4840304 ἐκμετρος
ὁτουοῦν διῃρημένον ἄχθος ἐπὶ θάτερον ῥέπῃ . ἔκμετρος πλοῦτος καὶ ἔκμετρος χρυσός : ἐπὶ τοῦ ὑπερβάλλοντος πλήθει χρυσοῦ . καὶ
ἔκμετρος χρυσός : ἐπὶ τοῦ ὑπερβάλλοντος πλήθει χρυσοῦ . καὶ ἔκμετρος καρπός ὁ εἰς μέτρον ὑπὸ πλήθους μὴ ἀφικνούμενος .
4833918 συντριβεντος
ἐς τὴν πόλιν . ἑνὸς δὲ τῶν φερόντων τὸ σκέλος συντρίβεντος τῷ ἑτέρῳ τὴν χεῖρα ἐπιθεὶς ᾔει . παρὰ δὲ
ἐς τὴν πόλιν . ἑνὸς δὲ τῶν φερόντων τὸ σκέλος συντρίβεντος τῷ ἑτέρῳ τὴν χεῖρα ἐπιθεὶς ᾔει . παρὰ δὲ
4832085 προσειη
τῶν μερῶν εἶναι , ἧττον ἂν τὸ ἄπορον τῇ δόξῃ προσείη : μᾶλλον δὲ παντάπασιν ἔξω ἀπορίας ἂν γιγνοίμεθα ,
ἔχοιμ ' ἂν ἐπαινεῖν , εἰ μή τι καὶ χρείας προσείη καὶ τοῦ τοὺς ἀκούσαντας βελτίους ἐκ τῶν δυνατῶν ἀπελθεῖν
4829850 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
4829260 ποθου
δάκω φρένα , δέδοιχ ' , ἃ χρήιζω : διὰ πόθου δ ' ἐλήλυθα . ἀλλ ' ἐξερώτα , μηδὲν
κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες ἐνθουσιᾷ , ἑτέρου γεμισθεὶς ἱμέρου καὶ πόθου βελτίονος , ὑφ ' οὗ πρὸς τὴν ἄκραν ἁψῖδα
4825815 ἀλογει
δ ' ὁ ἀρχιερεὺς καθάπερ καὶ τῶν ἑκουσίων ὑπεράνω στὰς ἀλογεῖ . ταῦτα δ ' οὐκ ἀπὸ σκοποῦ μοι λέλεκται
: διὰ τί ; ὅτι ὁ προσέχων καὶ πειθόμενος αὐτοῖς ἀλογεῖ τοῦ πάντων αἰτίου μόνα ταῦθ ' ὑπολαμβάνων ἀγαθῶν εἶναι
4822892 κρινοντος
, ὁ ἐξ ἀμφοῖν : τῷ μὲν γὰρ ἀπὸ τοῦ κρίνοντος ὑποτάσσονται οἱ πρῶτοι τέσσαρες , εἰς δὲ τὸν ἀπὸ
βασιλέως Εὐβοίας φασὶν αὐτοὺς ἀγωνίσασθαι καὶ νενικηκέναι Ἡσίοδον ἀγωνοθετοῦντος καὶ κρίνοντος Πανήδου τοῦ βασιλέως , τοῦ ἀδελφοῦ Ἀμφιδάμαντος , Γανύκτορός
4822709 καταφρονουντος
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον
4821859 ἀγαθοιν
γίγνεται ἡ ἀρετή ; Οὐ φαίνεται . Δυοῖν ἄρα ὄντοιν ἀγαθοῖν καὶ ὠφελίμοιν τὸ μὲν ἕτερον ἀπολέλυται , καὶ οὐκ
παιδὶ τῷ Κωνσταντίνου , ἔπειτα τῷ ἐκείνου ἀδελφῷ , ἀμφοῖν ἀγαθοῖν μὲν καὶ ἀτεχνῶς Διίοιν , ἀλλ ' ὑπέρωρόν γε
4818403 ἀπογιγνομενου
: ” Ἄμεινον διοικεῖται σῶμα καὶ σῴζεται τίνος παραγιγνομένου ἢ ἀπογιγνομένου ; “ εἴποιμ ' ἂν ὅτι ὑγιείας μὲν παραγιγνομένης
Ὀρθῶς . Τί δὲ δή ; πόλις τίνος παραγιγνομένου καὶ ἀπογιγνομένου βελτίων τε γίγνεται καὶ ἄμεινον θεραπεύεται καὶ διοικεῖται ;
4813566 ὀρεγομενη
γρ . ᾧ τὰ μὲν ἥδοντα μυχιαῖα . ὀριγνωμένη . ὀρεγομένη . “ ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει :
ἔχῃ ἡ ψυχὴ καὶ χείρων ἑαυτῆς ᾖ , ταπεινουμένη , ὀρεγομένη , συνδουμένη , πτυρομένη ; καὶ τί εὑρήσεις τούτου
4811390 θεωρηθειη
θεωρεῖται ἐν αὐτοῖς . πῶς δὲ τὸ βίαιον καὶ ποικίλον θεωρηθείη ἂν ἐν τῷ ἁπλῷ ; Πληρώσας τὸν περὶ τοῦ
ἀλλὰ μετὰ τελευτὴν μακαρίζειν : τάχα γὰρ ἂν ἐξ ἐκείνης θεωρηθείη καὶ τὸ νῦν ἐπιζητούμενον . εἰ δὴ τὸ τέλος
4811376 ληψεων
ψυχὴν καὶ διάνοιαν καὶ τὰς διὰ λόγων καὶ δόσεων καὶ λήψεων πράξεις . προσβλέπειν οὖν δεήσει τοὺς τόπους καὶ τοὺς
ἢ μυστικῶν ἀμφισβητήσεις ἀργυρικῶν τε ἢ ψηφικῶν δόσεών τε καὶ λήψεων ἔν τε τοῖς διαπρασσομένοις ἐγκοπὰς καὶ ζημίας προδοσίας τε

Back