, ὃς ἑαυτὸν ἐμίσθωσεν εἰς Αἴγυπτον Χαβρίᾳ , καὶ τοῦ καταράτου Κυρηβίωνος , ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου
διώκομαι ] γάρ , κατὰ κράτοϲ διώκομαι ὑπὸ ] τοῦ καταράτου κληρονόμου : ληφθήϲομαι . ἕπου , ] δίωκε ,
7146124 Δωριωνος
. : Ἀριστόδημος δὲ ἐν δευτέρῳ Γελοίων ἀπομνημονευμάτων φησί : Δωρίωνος τοῦ κρουματοποιοῦ , κυλλόποδος ὄντος , ἀπώλετο ἐν συμποσίῳ
Ἐπιφράδεος τοῦ Χαριφήμου τοῦ Φιλοτέρπεος τοῦ Ἰδμονίδα τοῦ Εὐκλέους τοῦ Δωρίωνος τοῦ Ὀρφέως . Γοργίας δὲ ὁ Λεοντῖνος . εἰς
7051046 αἰδημονος
καλόν , μὴ φοβεῖσθαι δὲ αἰσχρόν , τὸ μὲν γὰρ αἰδήμονός ἐστιν ἀνθρώπου , τὸ δὲ ἀναισχύντου : εἰ καὶ
καλόν , μὴ φοβεῖσθαι δὲ αἰσχρόν , τὸ μὲν γὰρ αἰδήμονός ἐστιν ἀνθρώπου , τὸ δὲ ἀναισχύντου : εἰ καὶ
6897431 πεφονευμενου
ἐποίησεν . τὴν Περσίδα τὴν ἔχουσαν αὐτῶν τὴν ἑστίαν . πεφονευμένου . οὐκ ἀληθῶς . αὐτά : ἀντὶ τοῦ τὰ
. ἐπήδησας . φεῦ . ἕνεκα πεφονευμένου . μετὰ μόχθων πεφονευμένου . τοῦ . φανερὰ . τῶν . λίαν .
6862554 Δηλιου
τῆς ἐσβολῆς τῆς ἐς τὴν Ἑλλάδα Ἀντιόχου καὶ τῶν ἐπὶ Δηλίου Ῥωμαίων ἀναιρέσεώς τε καὶ αἰχμαλωσίας ἐπύθοντο , πολεμεῖν ἐψηφίσαντο
περὶ Σωκράτους εἰρήκαμεν [ . ] . . καὶ εἰπεῖν Δηλίου τινὸς δεῖσθαι κολυμβητοῦ , ὃς οὐκ ἀποπνιγήσεται ἐν αὐτῶι
6838661 κεχαρισμενου
ἀγαπητὸν οὐδ ' ἀμουσότερόν τε καὶ ἀσοφώτερον τοῦ πάλαι δὴ κεχαρισμένου , ἀλλὰ προκάθηται μὲν ἀνήρ , εἰ μὴ λέληθα
πῶς ἂν οὖν οὕτω διατεθεὶς ὑπὸ τῆς μεταβολῆς τοῦ τηλικαῦτα κεχαρισμένου κατεφρόνουν ; κείσθω γὰρ τὸ ῥῆμα τὸ σὸν ὡς
6810624 αὐλητου
ἦσαν ἄνδρες , ἐξ ὧν ὁ χορὸς συνεστὼς προκαταρχομένου τοῦ αὐλητοῦ τὸ μέλος προεφέρετο . οἱ δὲ κεφαλὰς ἀκούουσι τὰ
κήρυκι τὸν πόδ ' ἀναπαρῶ . αὐλεῖν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖσιν αὐλητοῦ κακοῦ μέλλοντος ὁ Στρατόνικος εὐφήμει , μέχρι σπείσαντες εὐξώμεσθα
6793401 κεκαυκεναι
τὴν οἰκίαν , εἰ πεφονεύκειν . ἠλέγχετο γὰρ ἐκ τοῦ κεκαυκέναι τὸ πρόσωπον . οὐκοῦν μετὰ τὴν βούλησιν ὁ ἐπίλογος
εἶτα ἐξ ἀντιθέσεως τὸ χρῶμα : ἀλλ ' ἐκ τοῦ κεκαυκέναι τὴν οἰκίαν οὕτω περιφέρω τὸ πρόσωπον : λύσις :
6758158 τουτουϊ
ὑμῶν ἀγανακτήσειεν ἀναμνησθεὶς ἑαυτοῦ , εἰ ὁ μὲν καὶ ἐλάττω τουτουῒ τοῦ ἀγῶνος ἀγῶνα ἀγωνιζόμενος ἐδεήθη τε καὶ ἱκέτευσε τοὺς
ἀρετῇ . εἰ δὲ βούλει , Κλεινίαν , τὸν Ἀλκιβιάδου τουτουῒ νεώτερον ἀδελφόν , ἐπιτροπεύων ὁ αὐτὸς οὗτος ἀνὴρ Περικλῆς
6757933 ἀϊσσων
' ἁλιοι [ Κῆυξ δ ' οὔτεπ ? [ παύεται ἀΐσσων ? [ ἵεται Ἀλκυόνης [ ἀλλὰ Διὸς κρυπτὸς [
: παρὰ τὸ τὴν ἄνω τάξιν ἔχειν ἢ ὁ ἄνω ἀΐσσων ἢ πρὸς ὃν πάντα ἀναφέρομεν . σημαίνει δὲ τὸν
6749481 μυλου
' ἴσης ἀλλήλοις προσκρουσάντων ὅμοιος ἀποτελεῖται κτύπος , ὥσπερ καὶ μύλου περιαγομένου ἢ χειρῶν συμπαταγουσῶν , τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ
κύμβος : κόχλου , κατοικίας , ὀστράκου , οἰκίας , μύλου . μονῆς : κύμβη τὸ ποτήριον , καταχρηστικῶς δ
6737053 καταδεεστερου
ἔσχομεν , ὡς καὶ νῦν μὲν ἔτι ὄντος ταπεινοῦ καὶ καταδεεστέρου τῆς πόλεως , τότε δὲ ἢ νῦν μᾶλλον ἂν
ἐπήκοος αὐτοῦ ταῖς εὐχαῖς : ἀλλὰ τὸ μὲν σέβεσθαι πολὺ καταδεεστέρου , τὸ δὲ ἵλεως εἶναι πολὺ ὑπερέχοντος . Ἀκριβῶς
6735824 Εὐκλεους
δὲ [ γὰρ ] αὐτόν φησι Δημήτριος ⌈ ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλέους πρὸ τριῶν ἐτῶν εἰς Σικελίαν πεμφθέντα μετὰ νεῶν Λεοντίνοις
διαμαρτυρήσαντα ὁ ἀγών ἐστι . Λυσίας ἐν τῷ κατ ' Εὐκλέους χωρίου ἐξούλης . Αὐτόχθονες : οἱ Ἀθηναῖοι . Δημοσθένης
6730140 κεκληρωμενος
ταύτῃ δὲ συμπαρῇ ὁ Ἥλιος τὸν γαμοστόλον καὶ πατρικὸν κλῆρον κεκληρωμένος Κρόνου μαρτυροῦντος , πατράσι συνελεύσεται . ἐὰν δὲ κυριεύσῃ
, ὁ τοῖς ἰατροῖς ἀνακείμενος καὶ ἀπ ' αὐτῶν τοὔνομα κεκληρωμένος . ὁ δὲ ἐπὶ πᾶσι μικρὸς , καθ '
6710868 βλεις
οἷον πόθεν δ ' ἐωλκὼς εὐπετὲς ἔβλης : η μετοχὴ βλείς : κίνημα γὰρ καὶ οὐ συγκοπή . οὕτως Ἡρωδιανὸς
. βλάβη : ἀπὸ τοῦ σκάφη . . . . βλείς : οἱ μὲν τοῦ η καὶ θ βλείς .
6701345 ὁραματος
θέας γεννῆσαί τι παρ ' αὐτῆς ἄξιον αὐτῆς καὶ τοῦ ὁράματος . Ἐξ οὖν τοῦ ἐνεργοῦντος συντόνως περὶ τὸ ὁρώμενον
μόλις καὶ χαλεπῶς προβαίνων . ὢ τοῦ χαλεποῦ καὶ δεινοῦ ὁράματος : οὕτως τό τε [ γὰρ ] εἶδος ὑπὸ
6698928 νικηφορου
ἐξενέγκωμεν , φίλαι , στέψω τ ' ἀδελφοῦ κρᾶτα τοῦ νικηφόρου . σὺ μέν νυν ἀγάλματ ' ἄειρε κρατί :
αὐτὸν συγγενῆ Λακεδαιμονίων καὶ Κυρηναίων , οὕτω δὲ καὶ τοῦ νικηφόρου . Αἰγεῖδαι ἐμοὶ πατέρες : θέλει δεῖξαι τὸν Ἀρκεσίλαον
6694283 χαλκιου
ὕδωρ ζεστόν , ἐντιθεμένου εἰς αὐτὸ τοῦ σκεύους , οἷον χαλκίου ἢ ἑτέρου μὴ ῥηγνυμένου . θεραπεύσει ταγγὸν ἔλαιον καὶ
οἶνον φέρε . οὐκ ἀλλὰ τοῦτό γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου . κἄγειν ἐκεῖθεν κακκάβην ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε
6680298 Ἱπποκλειδης
ἐγένοντο . Μέμνηται ταύτης Ἀλκαῖος . Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ : Ἱπποκλείδης μετὰ καὶ ἄλλων πολλῶν ἐμνηστεύσατο τὴν Κλεισθένους τοῦ Σικυωνίου
Ἀθήναις . * * τοῦ δὲ Μιλτιάδης , τοῦ δὲ Ἱπποκλείδης , ἐφ ' οὗ ἄρχοντος Παναθήναια ἐτέθη . *
6670278 τραγικου
, ἀθανατίζεται μᾶλλον ἢ φθείρεται κατὰ τὸ φιλοσοφηθὲν ὑπὸ τοῦ τραγικοῦ ” θνῄσκει δ ' οὐδὲν τῶν γιγνομένων , διακρινόμενον
, ὅτε κακῶς τὴν Ὑψιπύλην ὑπεκρίνατο : μή με Λεοντῆος τραγικοῦ κεναρηφαγον ηχος λεύσσων Ὑψιπύλης ἐς κακὸν ἦτορ ὅρα .
6662323 Λαμωνος
λιμήν ἐστι : καὶ πόλιν ἔχει καὶ ὕδωρ . Ἀπὸ Λάμωνος ἐπὶ Ἀπολλωνιάδα στάδιοι λʹ . Ἀπὸ Ἀπολλωνίας εἰς Φοίνικα
φίλημα . Ἥκων δέ τις ἐκ τῆς Μιτυλήνης ὁμόδουλος τοῦ Λάμωνος ἤγγειλεν ὅτι ὀλίγον πρὸ τοῦ τρυγητοῦ ὁ δεσπότης ἀφίξεται
6626665 γεγεννηκοτος
Ἡρακλῆς ἐγέννησεν ὑπερμέγεθες ᾠόν , ὃ συμπληρούμενον ὑπὸ βίας τοῦ γεγεννηκότος ἐκ παρατριβῆς εἰς δύο ἐρράγη . τὸ μὲν οὖν
Τριῶν ἔοικα πατέρων παῖδα τὸν Γάϊον δεδέχθαι , τοῦ τε γεγεννηκότος καὶ σοῦ τοῦ θείου τε καὶ ὁμωνύμου καὶ ἔτι
6619241 φειδωλου
οὗτοι , ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου τοῦ ἐπιμελέος καὶ φειδωλοῦ , φιλέουσι διαφθείρεσθαι . τοῦ αὐτοῦ . φειδώ τοι
λέγεται . . . ἀνελεύθερος : ἐπὶ τοῦ σμικρολόγου καὶ φειδωλοῦ . . . ἀνέγνωκας , οὐ μόνον ἀνέγνως φησίν
6617266 Βεβαιοτερον
ὑπὸ γῆν ὁποία τις ἡ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία ἔσται . Βεβαιότερον δ ' ἄν τις οὕτω σκέψαιτο : τὸν μὲν
γῆν ὁποία τις ἡ παραμονὴ καὶ εὐχαριστία ἔσται μηνύσει . Βεβαιότερον δὲ ἂν σκέψαιτό τις οὕτω : τὸν μὲν ὡροσκόπον
6598277 ῥεποντος
, ὥσπερ ὀπισθότονος ῥηθείη ἄν , εἰς τοὔπισθεν τοῦ σπασμοῦ ῥέποντος . πληγαὶ δὲ τούτων κατὰ τοῦ νωτιαίου τὰ αἴτια
, εἰς κεφαλὴν μὲν τοῦ λυποῦντος χυμοῦ τυγχάνοντος καὶ ἔξω ῥέποντος , αἱ κατ ' αὐτὴν γίνονται παρωτίδες , ὥσπερ
6582469 βαδισματος
, παρολκὰς δὲ καὶ βραδύτητας ἐργάζονται διὰ τὸ νωθὲς τοῦ βαδίσματος . Ἡμίονοι δὲ πρὸς πάντα ἐπιτήδειοι διὰ τὸ ὑπομονητικὸν
διὰ τῆς ὄψεως ἐμφαίνει τὴν εὐγένειαν : τῇ τρυφῇ τοῦ βαδίσματος . ἢ τῆς ὄψεως : ὦ χιλιόναυν στρατὸν ὁρμήσας
6580913 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
6573325 Λακυδου
παρὰ Κυνίσκον τουτονί . τὸν τύραννον ἤδη προσκάλει . Μεγαπένθης Λακύδου ἡκέτω . ποῖ στρέφῃ ; πρόσιθι . σὲ τὸν
ἢ ῥηματίσκια ταῦτ ' εἶναι καὶ φόβους . Περὶ δὲ Λακύδου βούλομαί τι διηγήσασθαι ἡδύ . Ἦν μὲν δὴ Λακύδης
6561355 κλυσματος
νίτρου ἀφρὸς , ὠὰ ἑπτά : κοτύλαι δὲ ὀκτὼ τοῦ κλύσματος , τουτέων αἱ τρεῖς πτισάνης χυλοῦ : κλυζέτω δὲ
καὶ ἐποχὴ καὶ προθυμία τεινεσμώδης καὶ οὐκ εὐμαρὴς ἡ τοῦ κλύσματος παράθεσις , κἂν ἐνθῇ τις τὸν δάκτυλον εἰς τὴν
6559021 ἀκουσαντος
συμφωνήσαντες περὶ αὐτῆς διαφέρονται τῆς τυπώσεως , Κλεάνθους μὲν κυρίως ἀκούσαντος τὴν μετὰ εἰσοχῆς καὶ ἐξοχῆς νοουμένην , Χρυσίππου δὲ
καὶ κατὰ τοῦ αὐτοῦ προσώπου μετοχῆς ἐπιφερομένης , ἐμοῦ αὐτοῦ ἀκούσαντος , ὡς Ἀρίσταρχος εἶπεν , Ἀριστάρχου εἰπόντος . οὐκ
6552266 Νικαγορου
μελέταις , ὅσος δὲ ἐν σχεδίῳ λόγῳ , καὶ περὶ Νικαγόρου τοῦ Ἀθηναίου , ὃς καὶ τοῦ Ἐλευσινίου ἱεροῦ κήρυξ
. . χου τῆς Τρῳάδος Ἀλεξανδρείας | : Παναίτιος | Νικαγόρου Ῥόδιος : | Μνήσαρχος Ὀνησίμου | Ἀθηναῖος : Δάρδανος
6547205 Ἀλκμεωνος
τοῦ πεδίου Ἀθηναίων , καὶ τῶν μὲν προεστεῶτος Μεγακλέος τοῦ Ἀλκμέωνος , τῶν δὲ ἐκ τοῦ πεδίου Λυκούργου τοῦ Ἀριστολαΐδεω
. . τῶν ἐχθρῶν : τούτους δ ' ὑπ ' Ἀλκμέωνος καὶ Διομήδους . ἀλλ ' ἐπάνειμι ἐπὶ τοὺς Φωκέας
6542461 ϲκελουϲ
δὲ τὸ μέροϲ καταρτίζομεν ἐπὶ κατακειμένου τοῦ κάμνοντοϲ καὶ τοῦ ϲκέλουϲ ἐντεταμένου : καὶ τὰ ἐπινύϲϲοντα δὲ τῶν ὀϲτέων ,
. Περὶ ποδὸϲ ἄκρου . ρϚʹ . Περὶ τῆϲ τοῦ ϲκέλουϲ ἀποθέϲεωϲ . ρζʹ . Περὶ τῶν ἅμα τραύματι ϲυνιϲταμένων
6539991 κλυδωνιου
ἡσυχίᾳ . εὐδίᾳ ] + ἤγουν ἐκτὸς ταραχῆς γέγονεν . κλυδωνίου ] τῆς προσβολῆς τῶν πολεμίων καὶ τῆς ἐκ τούτων
, οἷος πλέων τὰς ἄκρας φάσκειν ἡμιολίας εἶναι : καὶ κλυδωνίου γενομένου ἐρωτᾶν , εἴ τις μὴ μεμύηται τῶν πλεόντων
6539069 ἡδιστου
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
6529030 περιενεγκων
Μιλήσιος Ἀπόλλωνι Δελφινίωι Ἑλλήνων ἀριστεῖον δὶς λαβών . ὁ δὲ περιενεγκὼν τὴν φιάλην τοῦ Βαθυκλέους παῖς Θυρίων ἐκαλεῖτο , καθά
ἐξελάσας τῆς οἰκίας καὶ καθάρσιόν γε , ὥς φασι , περιενεγκὼν ἐπὶ τῇ σῇ ἐξόδῳ . Ἀχαΐα μὲν γὰρ καὶ
6526375 δαλῳ
ἀκάνθας : ἐπὶ τῶν περί τι εὐδοκιμούντων . Πῦρ ἐπὶ δαλῷ ἐλθόν : ἐπὶ τῶν ταχέως γινομένων . Πυῤῥίχην ἐνόπλιον
καὶ ἀποθανεῖν Μελέαγρον ὑπὸ Ἀπόλλωνος . τὸν δὲ ἐπὶ τῷ δαλῷ λόγον , ὡς δοθείη μὲν ὑπὸ Μοιρῶν τῇ Ἀλθαίᾳ
6519067 ΑΛΛΑ
καὶ κλέψας κατήγαγε τοῖς ἀνθρώποις ἐν κοίλῳ νάρθηκι . . ΑΛΛΑ ΖΕΥΣ ΕΚΡΥΨΕ . Ἀλλὰ ὁ Ζεὺς ἔκρυψε τὸν τῶν
Ἀρχιέπην , ἕτεροι δὲ Στησίχορον τὸν μελῳδὸν ἐξεδέξαντο . . ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ . Ἀλλὰ ταῦτα , ἤγουν
6515576 κωμαζει
καταράτου Κυρηβίωνος , ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει . καὶ τί ταῦτα ; ἀλλὰ τὸν ἀδελφὸν ὁρῶν
τοὺς ἐραστὰς ἐξαψάμενα καὶ τὰς ἑταίρας , ἐφ ' ἃς κωμάζει , καὶ ἑαυτὰ μὲν εὐδαίμονα ἡγείσθω καὶ ζηλωτὰ τῆς
6513326 Φειδωνος
δὲ εἰς τὸ ἄστυ ἐλθόντες τοὺς μὲν τριάκοντα ἐξέβαλον πλὴν Φείδωνος καὶ Ἐρατοσθένους , ἄρχοντας δὲ τοὺς ἐκείνοις ἐχθίστους εἵλοντο
Ἔφορος δ ' ἐν Αἰγίνῃ ἄργυρον πρῶτον κοπῆναί φησιν ὑπὸ Φείδωνος : ἐμπόριον γὰρ γενέσθαι , διὰ τὴν λυπρότητα τῆς
6509748 σκεποντος
οὐρήτρας τρίμμα ὑπόκειται . υιδʹ . Λιπόδερμός ἐστιν ἔλλειψις τοῦ σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ
μὲν συνδοῦντος ὅλον τὸν ὀφθαλμὸν τοῖς ὀστοῖς , ἅμα δὲ σκέποντος τοὺς κινοῦντας αὐτὸν μῦς . καί σοι καὶ τοῦτον
6508231 Ἰοφων
δ ' ὄντες κακοί . Τί δ ' ; Οὐκ Ἰοφῶν ζῇ ; Τοῦτο γάρ τοι καὶ μόνον ἔτ '
ἐπιβάται ! [ ϲθαι ! [ ϲητον ? [ ὅτι Ἰοφῶν [ τὴν τέχνην κ ! [ χρὴ πολὺ νικῶν
6504317 προσωπειου
Οἰνόμαον ἢ τὸν Κρεσφόντην ἀπελθὼν τοῦ θεάτρου μεστὸς οὕτω τοῦ προσωπείου γένοιτο , ὡς ἄρχειν μὲν ἑτέρων βούλεσθαι , τύραννον
ἐρωτῶσι : πεπείκαμεν , ὦ πρεσβευτά ; τί ἀποκρίνωμαι ; προσωπείου μοι δεήσει τότε ἢ νὴ Δία γε , νυκτὸς
6502311 ἀκροποδος
λοιπῶν ἐνδόξων πρὸς στρατείας . ὁ δ ' ἐπὶ τοῦ ἀκρόποδος Ὠρίωνος καὶ ἐν Ταύρῳ μοίρας λάμπει εἴκοσι ἑπτὰ λεπτὰ
ιβ νο ζ ∠ ʹ γʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἀκρόποδος τοῦ ἑπομένου Διδύμου . . . . . Διδύμων
6498277 ἀσκου
, τὸ ζῆν τὸ σαυτοῦ στεφάνοις παρηγόρει . ζῶν γὰρ ἀσκοῦ σαυτῷ στεφάνων καὶ μύρα : χρήσῃ γὰρ αὐτοῖς αἰσθόμενος
ὃν τρόπον δ ' ἄν τις χρήσαιτο τῇ διὰ τοῦ ἀσκοῦ ἐνθέσει , τὸ ὑποτεταγμένον ὑπόδειγμα περιέχει . Ἐχομένως δὲ
6497238 Ἀμπυκος
ἐνίους δὲ τρισὶν ἐχρήσαντο μάντεσιν οἱ Ἀργοναῦται , Μόψῳ τῷ Ἄμπυκος , Ἴδμονι τῷ Ἄβαντος , Ἀμφιαράῳ τῷ Ὀϊκλέους .
Ἀργοναυτῶν ἦν υἱὸς Ἀμπύκου καὶ Χλωρίδος τῆς Ὀρχομενοῦ ὁ δὲ Ἄμπυκος υἱὸς Τιταιρῶνος ἀφ ' οὗ καὶ πόλις † ὡς
6495038 πτερυγιου
καὶ μέλιτι προκαταιονῶν ϲτυμμάτων ἀφεψήματι , τὸ δὲ ξηραινόμενον τοῦ πτερυγίου περικαθᾶραι . Λιβανωτοῦ ⋖ α , λεπίδοϲ ⋖ β
πτερυγοτόμῳ ἐκ τῆϲ βάϲεωϲ τὸ πρὸϲ τὸν κανθὸν μέροϲ τοῦ πτερυγίου , φυλαϲϲόμενοι τὰ βλέφαρα καὶ τὸν κανθόν . τοῖϲ
6492532 ἐπαινετως
πολεμίως : ἤγουν μὴ διαθέσει πολεμικῇ . καλῶς θέσθαι : ἐπαινετῶς διοικῆσαι μὴ παθεῖν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἔξεστι .
ἀπλήστως . μόρον ] διὰ . ἀφανιζομένων . κινῶ . ἐπαινετῶς . γόον δηλονότι . στενάζει . ἐκκεν . ]
6489414 ΕΔΓ
τουτέστιν τῇ ΔΓ . ἐπεὶ οὖν ἴση ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΕΔΓ τῇ ὑπὸ ΕΓΔ , τουτέστιν τῇ ὑπὸ ΔΖΓ ,
ἄρα ἐστὶν τὸ ὑπὸ τῶν ΑΕ ΓΒ τῷ ὑπὸ τῶν ΕΔΓ . ἀνάλογον καὶ συνθέντι ἐστὶν ὡς ἡ ΑΔ πρὸς
6485611 λιπτω
χαρακτῆρος : πρόσκειται ἓν ἄφωνον , διὰ τὸ ἵπτω : λίπτω : νίπτω : πίπτω . Τὰ εἰς δω δισύλλαβα
Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ]
6481634 ἀκιδνος
: ὁ ἀσθενής , τοῦ δ καὶ καταβιβασμῷ τοῦ τόνου ἀκιδνός , ὁ μὴ κινούμενος . οὕτω Μεθόδιος . .
ἀκιδνὸς ὁ ἀσθενὴς , περὶ τὸ αἰκίζω . αἰκιδνὸς καὶ ἀκιδνός : ἀκτάζω , ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ
6478493 Δαμασκηνου
τοῦ Σεβαστοῦ αὐτοκράτορος σφόδρα χαίροντος τῷ βρώματι , Νικολάου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἑταίρου ὄντος αὐτῷ καὶ πέμποντος φοίνικας συνεχῶς . τῶν
Προσθείη δ ' ἄν τις τούτοις καὶ τὰ παρὰ τοῦ Δαμασκηνοῦ Νικολάου . Φησὶ γὰρ οὗτος ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ ἐπὶ
6478160 βιασῃ
καὶ δῆλα . ἐὰν παιδεραστῇς , ἐὰν μοιχεύῃς , ἐὰν βιάσῃ παῖδα , ἄρρενα μὲν μηδὲ λέγε , ἀλλὰ κἂν
τῶν εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀδικημάτων . καὶ ἐκ τοῦ ἀπολογουμένου βιάσῃ λέγων συνήδεσθαι καὶ αὐτὸς ἐν τῷ παρόντι καιρῷ ,
6466950 δρασαντος
τῶν μελλόντων καὶ τῶν οἰχομένων . ἀλλὰ πῶς τοῦ μὲν δράσαντος τὸ ἔργον μένει , τοῦ δὲ παθόντος τὸ πάθος
' ἀνδρὸς γενναίου καὶ πολλὰ μὲν εἰδότος , πολλὰ δὲ δράσαντος . Ἀλλ ' ἡ μὲν οὕτως , ὁ δὲ
6463024 σταυρου
δήμιος ἐπέσχε τὴν ὁρμήν : Χαιρέας δὲ λυπούμενος κατέβαινε τοῦ σταυροῦ : χαίρων γὰρ ἀπηλλάσσετο βίου πονηροῦ καὶ ἔρωτος ἀτυχοῦς
φωνὴν οἱ πρὸς τὸ τεῖχος ἑστῶτες τὸ σωτήριον ὅπλον τοῦ σταυροῦ πρὸς τὴν κατὰ τῶν ἐναντίων ἐπικαλούμενοι συμμαχίαν , καὶ
6460168 καθηκοντος
θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἁρμόζοντος καὶ καθήκοντος “ ἡ θέμις ἐστὶν ἄναξ ἀγορή , ” ἐπὶ
μὲν ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος δὲ ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος . περιμάξαι καὶ ἐκμάξαι τὸ τοὺς οἰομένους πεφαρμάχθαι δι
6457394 ὀροκτυπου
ἵν ' ᾖ τοῦ τὰ ὄρη ῥηγνύντος τῇ σφοδρότητι . ὀροκτύπου ] τοῦ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος ἐν
τρόπον ὕδατος ἀμαχέτου καὶ ἀπολεμήτου καὶ ἰσχυροῦ διὰ τὸ ἀπείριτον ὀροκτύπου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου μετὰ κτύπου . ἐλεδεμνὰς
6454703 ὀλολυζω
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή .
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα
6454201 ἠχησεν
λᾶας , ὃ σημαίνει τὸν λίθον . λάκε ἐψόφησεν , ἤχησεν . ἰδίωμα δὲ φωνῆς , ἤχου . λαῖφος τὸ
οὖν στραφέντες εἰς ἀνελπίστους βίας ἔτεινον ἁπλῶς ἠκονημένα ξίφη , ἤχησεν ἀσπίς , ἐκρότησε τὸ κράνος , ἔλαμψεν ἡ νὺξ
6448291 Ψευδοστομου
. . . . . . . ριδ ιϚ : Ψευδοστόμου ποταμοῦ πηγαὶ ἀπὸ τοῦ Βηττιγὼ ὄρους . . .
. . . . . . . . ριζ ιδ Ψευδοστόμου ποταμοῦ ἐκβολαί ριζ γʹ ιδ Ποδοπέρουρα . . .
6445877 φανεντ
, μὴ θαύμαζε πρὸς τὸ λιπαρές , τέκν ' εἰ φανέντ ' ἄελπτα μηκύνω λόγον : ἐπίσταμαι γὰρ τήνδε τὴν
αὐτὸς ἐννέπων ὠθεῖν ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ , τὸν ἐκ θεῶν φανέντ ' ἄναγνον καὶ γένους τοῦ Λαΐου . Τοιάνδ '
6442563 ἀντιλυπησαι
ἡ δὲ τοῦ ἀντιλυπῆσαι : ἴσως δὲ οὐδὲ ἀεὶ τοῦ ἀντιλυπῆσαι : οἱ γοῦν πατέρες ὀργιζόμενοι τοῖς υἱεῦσιν οὐκ ὀρέγονται
προηγεῖται , ἐκεῖνο δὲ ἕπεται . πρότερον γὰρ ὀρέγεταί τις ἀντιλυπῆσαι , εἶτα ζέει αὐτοῦ τὸ περικάρδιον αἷμα ἐνδιδόντος τῇ
6441434 νεωτεριζων
ὑπὸ τῶν Φαρνάκου τοῦ βασιλέως παίδων Ἀρσάκης , δυναστεύων καὶ νεωτερίζων , ἐπιτρέψαντος οὐδενὸς τῶν ἡγεμόνων : ἑάλω δὲ οὐ
τῆς προτέρας νεμήσεως ἐπικυρῶν , τὰ δὲ τοῦ καιροῦ βιαζομένου νεωτερίζων . Αἴγυπτον μὲν γὰρ καὶ Λιβύην καὶ τὴν ἐπέκεινα
6437681 οἰνωμενος
ἀκαρεῖ χρόνου [ ἐκβληθέντα ] ἐκπεσεῖν . Οὐκ εἰς δέον οἰνωμένος ἐσκωψάμην τὸν τροφέα τοῦ νεανίσκου Ζώπυρον . ἐξ ἐκείνου
ἂν καῦμα ᾖ , τοῦτό ἐστι : τί , ἂν οἰνωμένος ᾖ ; τί ἂν μελαγχολῶν ; τί ἐν ὕπνοις
6432798 τυφλου
γὰρ προελθεῖν εἰς τὸ ἔμπροσθεν . οἱ οὖν ἀποροῦντες ἐοίκασι τυφλοῦ πορείᾳ : οὐ γὰρ ἔχουσι σκοπὸν χωρὶς τοῦ ἐπεσκέφθαι
δὲ ἢ μύοντος , τῆς δὲ δυνάμεως ὡς ἐπὶ τοῦ τυφλοῦ , ἅπερ σημαίνει τὸ μὴ ὁρᾶν , καὶ κατ
6429027 προσχηματος
ὑποπτεύειν , ὡς πάλαι μὲν ἐπεθύμει λαβεῖν , ἐκαρτέρει δὲ προσχήματος ἀπορῶν τὸν πόθον αὐτῷ συσκιάζοντος : ἐπεὶ δὲ τὸν
φύσις πλημμελεῖν αἱρουμένη , εἰ μὴ μετ ' εὐλόγου δυνηθείη προσχήματος , ἀπαρακαλύπτως γε μὴν πονηρεύεται . ἀλώπηξ ὑπό τινος
6426915 ναυαρχου
ὅν φασιν ἀναιρεθῆναι πρὶν ἢ τῷ Εὐρίπῳ συνάπτειν ὑπὸ τοῦ ναυάρχου Μεγαβάτου νομισθέντα κακοῦργον , ὡς ἐξ ἀπάτης ἐμβαλόντα τὸν
Φοινίκων , τετρήρεις δὲ τριάκοντα τῶν Ἀθηναίων , Μηδίου τοῦ ναυάρχου τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντος : ἐπίπλους δὲ τούτοις ἔταξεν ἑξήρεις
6419285 οἰκοδομητου
τοῦ οἰκοδομητοῦ γίνεται . ὥστε αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια τοῦ οἰκοδομητοῦ . ἀλλ ' αὕτη ἡ ἐνέργεια κίνησις . οὔτε
γε ἅπαξ τὴν μορφήν , ἡ δὲ οἰκοδόμησις σῳζομένου τοῦ οἰκοδομητοῦ γίνεται . ὥστε αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια τοῦ οἰκοδομητοῦ
6412697 τερπνου
ψυχῆς ἔοικε κεκλημένῃ . ” τέρψις “ δὲ ἀπὸ τοῦ τερπνοῦ : τὸ δὲ ” τερπνὸν “ ἀπὸ τῆς διὰ
δικαστῶν , εἶπεν : Ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες , διηγήματος τερπνοῦ : Νεανίσκος ποτὲ ὄνον ἐμισθώσατο Ἀθήνηθεν Μέγαράδε : μεσημβρίας
6411180 αὐτεξουσιος
: ἀντὶ τοῦ πολυθρύλητον . περισσὸν δὲ τὸ ἄρθρον : αὐτεξούσιος γὰρ ἡ ἀρετή . καὶ Ὅμηρος [ Ζ ]
πρὸς αὐτὸν σχηματισμοῦ : εἰ μὲν γὰρ ἀνατολικὸς τύχῃ ἀφεθήσεται αὐτεξούσιος καὶ τὴν ἐλευθερίαν καρπώσεται , ἐὰν δὲ δυτικὸς συκοφαντίαν
6408276 μσ
. τὸν ἀπὸ τοῦ μσ . , τῆς ὑπεροχῆς τοῦ μσ . καὶ τοῦ ἐλ . εἶναι γπλ . ,
ὑπερέχει ὁ ἀπὸ τοῦ μγ . ⃞ος τοῦ ἀπὸ τοῦ μσ . ⃞ου , τῆς ὑπεροχῆς ἧς ὑπερέχει ὁ μσ
6403314 ἐπιτυχοντος
οὐ τοῦ ὀμβρίου , καθάπερ τὸ ὑδρόμηλον , ἀλλὰ τοῦ ἐπιτυχόντος . σκευάζεται δ ' οὕτως : κηρίων οὐ τῶν
καιρῷ τοὺς ἐν τῷ μεσουρανήματι . μηδενὸς δὲ τῶν ἀστέρων ἐπιτυχόντος ἐπὶ τῶν προκειμένων τόπων λαμβάνειν δεῖ τοὺς ἐπιθεωροῦντας καὶ
6401028 Λευκολοφου
τὸν Ἀπόλλω στίξας αὐτοὺς καὶ ξυμποδίσας μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου κατὰ γῆς ταχέως ἀποπέμψω . Ταῦτα ποήσω : σὺ
, Μύρμηξ καὶ Νικόμαχος καὶ Ἀρχέμορος μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου . Ἀδελφὸς παρείη . ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς
6401015 Ἀγρωστεως
, χελιδόνιον τὸ μικρότερον ἀρχομένης , τὰ καυστικὰ πάντα . Ἀγρώστεως ἡ ῥίζα μετρίως , καὶ ἡ πόα καταπλασσομένη μετρίως
δὲ τὴν διάθεσιν ἐκ τοῦ πρωτοπαθοῦντος εἰς ὅλην αὐτήν . Ἀγρώστεως ἡ ῥίζα δριμύ τι καὶ ὑποστῦφον ἔχει . Ἀλόη
6398955 Δρης
. Ἄξιον δέ ἐστι ζητῆσαι , διατί μὴ λέγομεν ὁ Δρῆς τοῦ Δροῦ καὶ ὁ Τρῆς τοῦ Τροῦ , ὥσπερ
, ὁ ῥοῦς τοῦ ῥοῦ : οὕτως οὖν καὶ ὁ Δρῆς τοῦ Δρῆ καὶ ὁ Τρῆς τοῦ Τρῆ : μονοσύλλαβα
6397620 Ἀρισταινετου
μὲν Ζηνόθεμις σκύφον ἀράμενος ἀπὸ τῆς τραπέζης κείμενον πρὸ τοῦ Ἀρισταινέτου ῥίπτει ἐπὶ τὸν Ἕρμωνα , κἀκείνου μὲν ἅμαρτε ,
: Ἢ οἵη ποτ ' ἄρ ' ἥ γ ' Ἀρισταινέτου ἐν μεγάροισι δῖα Κλεανθὶς ἄνασς ' ἐτρέφετ ' ἐνδυκέως
6393186 κακιζοντος
. καὶ τὴν φύσιν κατ ' ἄμφω τιμῶντός τε καὶ κακίζοντος οἱ θηρῶντες προσῄεσαν . ὁ δὲ τοῖς μὲν κατηγορουμένοις
ὡς ἄν τις πιστεύσειεν ἀποφαίνω . ” δοκεῖ σοι ταῦτα κακίζοντος ἐκεῖνον εἶναι , ἤ τινος αὐθαδείας ἢ προπετείας μετασχεῖν
6388965 ἀτιμιαις
καὶ σοφισταί . ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι τὸν μὴ πειθόμενον ἀτιμίαις τε καὶ χρήμασι καὶ θανάτοις κολάζουσι ; Καὶ μάλα
ἀγήσαιτο τέα κόρα : καὶ οἴκω τε περ σῶ καίπερ ἀτιμίαις , ὁ αὐτὸς κοινῷ ἔθει . Ἐπὶ ταύτης τῆς
6388573 λιγνυϲ
γένηται ἀνελόμενοϲ ἀπόθου , ὡϲ εἴρηται . ἐκλαμβάνεται δὲ καὶ λιγνὺϲ ἐκ τῆϲ ῥητίνηϲ , ὥϲπερ ἐπὶ τοῦ λιβάνου προείρηται
φλεγμονῶν , ϲταλτικὴν καρκινωμάτων . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ϲκευάζεται λιγνὺϲ καὶ ἐκ τῆϲ ϲμύρνηϲ καὶ ἐκ τοῦ ϲτύρακοϲ .
6384686 φοινικια
. καὶ τραγημάτων τὰ πολλὰ φευγέτωσαν , οἷον κάρυα , φοινίκια . τῶν δὲ πιστακίων λαμβανέτωσαν καὶ σταφίδας ἐπάνω τῆς
πιεῖν : ἢ ἡδυόσμου κλῶνας γʹ . καὶ ῥοΐδιον καὶ φοινίκια πότισον . [ Πρὸς ἀδυναμίαν γονάτων . ] Φέρε
6382698 ἀποτελουμενη
πλάτος παράλλαξις ὡς πρὸς τὰς ἄρκτους ᾖ τοῦ διὰ μέσων ἀποτελουμένη . . . ἕως : περὶ δὲ τὸν καταβιβάζοντα
οὖν προειρημένη τετρακτὺς αὕτη , κατ ' ἐπισύνθεσιν τῶν πρώτων ἀποτελουμένη ἀριθμῶν . δευτέρα δ ' ἐστὶ τετρακτὺς ἡ τῶν
6378107 ἀκουσματος
ὑπὸ δὲ ἀνθρώπων ἀγαθῶν ἀτιμάζει : τοῦ δὲ πάντων ἡδίστου ἀκούσματος , ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ
πάντες ὑποσιγήσουσιν αὐτοῖς καὶ μήτε ὅραμα μηδὲν ἄλλο ἔσται μήτε ἀκούσματος ἀκούειν μηδενός , οὐκ ἄρα οἵα τε ἔσται ἡ
6375442 Φθιου
. Φερεκύδης δὲ ἀπὸ Δώτιος τοῦ Ἀστερίου καὶ Ἀμφικτυόνης τῆς Φθίου : ὡς δὲ Ἀρχῖνος , ἀπὸ Δώτου τοῦ Νεώνου
ἔχειν . Ἀχαιιάδεσσι : ταῖς Θεσσαλαῖς , ἀπὸ Ἀχαιοῦ τοῦ Φθίου . Ὅμηρος : Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ
6371771 Βιθυνοπολις
Βιθυνιαπολίτης παρὰ Ἀρριανῷ ἐν πέμπτῳ Βιθυνικῶν . δεῖ δὲ τοῦ Βιθυνόπολις εἶναι Βιθυνοπολίτης . . . , . , .
Βιθυνιαπολίτης παρὰ Ἀρριανῶι ἐν ε Βιθυνιακῶν . δεῖ δὲ τοῦ Βιθυνόπολις εἶναι Βιθυνοπολίτης . . . . Μεγαρικόν : πολίχνιον
6371230 ἐρυω
. . . αὐέρυσαν : ἰστέον , ὅτι ἀκολουθεῖ . ἐρύω οὖν ἐρύσω καὶ μετὰ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ
τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω , οὗ μέλλων ἐρύσω . ὄνομα ῥηματικὸν ἐρυγμός .
6368467 Ἁπας
μάχην οὐκ ἄλλου τινὸς εἶναι καιροῦ σημεῖον ἢ θέρους . Ἅπας γὰρ ἀναπαύεται πόλεμος ἐν χειμῶνι , καὶ τὴν πρὸς
' ἐντέχνως τε καὶ ἀπταίστως καὶ τάχιστα ἐφόδῳ τοιαύτῃ . Ἅπας πολλαπλάσιος τοσούτων ἐπιμορίων ἡγήσεται λόγων ἀντιπαρωνύμων αὐτῷ ; ὁπόστος
6366704 λυπουμενου
ἔχει ἡ ἀρετὴ τὸ χρῶμα . „ Χίλων ὁ σοφὸς λυπουμένου τινὸς ἐπὶ τοῖς ἑαυτοῦ κακοῖς εἶπεν : ” εἰ
ἀγαθῶν εὐπραγίαις , καὶ οὐκ ἐπιχαιρεκακίας ἀλλὰ τοῦ ἐπὶ πᾶσι λυπουμένου , τοῦ ἐπιλύπου τε καὶ λυπηροῦ κληθέντος , ἀλλ
6366563 ἀνεπιγραφου
αὐτοὺς εἰκάζει . . . πεπιστευμένων ἱστορίαν , τινος καὶ ἀνεπιγράφου παρατιθείς . - νον δ ' Ἀλέξανδρον ἠρέθιζον ,
: καὶ ὅλως σὺν βαρύτητι προακτέον τοὺς λόγους . Ἐξ ἀνεπιγράφου . Ὁ προκατασκευαζόμενος ἔχει φύσιν καὶ δύναμιν τοιαύτην ,
6365989 Ἀγαμηστωρ
τοὺς νυμφίους ἐν γάμοις ἐγκώμια ἔγραφον , οἷος ἦν ὁ Ἀγαμήστωρ ὁ Φαρσάλιος καὶ ἕτεροι καὶ Ἡσίοδος αὐτὸς γράψας ἐπιθαλάμιον
τοῦ δὲ Τύφων , τοῦ δὲ Λάϊος , τοῦ δὲ Ἀγαμήστωρ , τοῦ δὲ Τίσανδρος , ἐφ ' οὗ ἄρχοντος
6360453 κυναστρου
θερινοῦ , τοῦ ἐν τῷ θέρει φαινομένου , ἤως τοῦ κυνάστρου . Ὀπωρινοῖο κυνὸς εἶπεν ὁ ποιητὴς , ὅτι ὁ
. ὑπερτείνασα ] ὑπερδραμοῦσα , διελθοῦσα . σειρίου ] τοῦ κυνάστρου : ἤγουν μὴ ξηρανθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐν τούτωι καύματος
6359618 δηγμου
ποθέντα , τὰ αὐτὰ ἀλγήματα κοιλίας καὶ ἐντέρων ἐπιφέρει μετὰ δηγμοῦ σφοδροῦ : ὅθεν προςφέρειν δεῖ ἅπαντα , ὅσα μετὰ
διεφθορότων ὁ λυγμὸς γίνεται , ὃ καὶ διὰ καύσεως καὶ δηγμοῦ τοῦ στομάχου αἰσθάνοιτο , ὕδωρ χλιαρὸν πίνοντας κέλευε πολυεμεῖν
6358113 μεμαθηκοτος
τῶν θηρίων περιφρασθέντος δὲ ἀντὶ τοῦ νοήσαντος , ἐγνωκότος , μεμαθηκότος . ἀπὸ αἰτιατικῆς δὲ μετέβη εἰς γενικήν , σε
ἐπαγγέλλει τὸ τοῦ πατρὸς ἐγχείρημα . Δέει τοίνυν τοῦ γαμβροῦ μεμαθηκότος ἤδη τὴν ἐπιβολὴν , φεύγει , καὶ γενόμενος ἐν
6357152 ἀλιτηριου
ἀρχὴν εἰς ἄλλους μεταβαλεῖν . ἐγὼ δὲ τοὺς ὑπὸ τοῦ ἀλιτηρίου πρὸς ἀπώλειαν ἐκδοθέντας Ἰουδαίους οὐ πονηροὺς κατανοήσας , ἀλλὰ
Ἀνδοκίδου τὴν πόλιν καθαίρειν καὶ ἀποδιοπομπεῖσθαι καὶ φαρμακὸν ἀποπέμπειν καὶ ἀλιτηρίου ἀπαλλάττεσθαι , ὡς ἓν τούτων οὗτός ἐστι . Βούλομαι
6355635 Ὑλλου
κεφαλὰς εἶναι ὀφέων . ὃ θηρίον ἐλθὼν ὁ Ἡρακλῆς μετὰ Ὕλλου τοῦ θεράποντος αὐτοῦ ἀπέκτεινε . μυθεύεται δὲ καὶ τοῦτο
Ἀερόπου Τεγεάτης ἐμονομάχησεν ἰδίᾳ πρὸς Ὕλλον , καὶ ἐκράτησε τοῦ Ὕλλου τῇ μάχῃ . Λακεδαιμονίους τε οἱ Τεγεᾶται πρῶτοι Ἀρκάδων
6350824 Ῥαγουηλ
δὲ τοῦ Ἰεζὰν γενέσθαι Δαδάν : ἐκ δὲ τοῦ Δαδὰν Ῥαγουήλ : ἐκ δὲ τοῦ Ῥαγουὴλ Ἰοθὸρ καὶ Ἀβάβ :
Σεβωείμ πϚ = ξϚ ἐρώτησον Σαβαχάρ πζ = ξζ ἐρώτησον Ῥαγουήλ πη = θ ἐρώτησον Ῥοβοάμ πθ = οβ ἐρώτησον
6349898 Ῥητορικη
Τοῦτο μὲν ἀπίθανον : οὐ γὰρ οἷόν τε , ὦ Ῥητορική , μόνον αὐτὸν ἀπολογεῖσθαι κατὰ σχῆμα τοῦ Διαλόγου ,
τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων , οἱ δικασταὶ τιμῶσιν . Ῥητορική . Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Εὐκλείδην περὶ χωρίου :
6347613 ταπεινου
γελοίως μᾶζαν ἐν ταῖν χεροῖν ἔχων εἰσερπύσω διὰ τοῦ στομίου ταπεινοῦ ὄντος ἐς τὸ σπήλαιον , οὐκ ἂν ἠδυνάμην εἰδέναι
ὡς ἰδίων ἀπολαύειν τότε γοῦν τῶν ἀλλοτρίων εἶναι δοκούντων ἠξίωσε ταπεινοῦ σχήματος αὐτοὺς ἀπαλλάττων καὶ τῶν ἐπὶ μεταίταις ὀνειδῶν .
6346692 Συβαριτου
δὲ λέγει τὸν Ἀριστείδου βίον ἡδὺν ἀλλὰ τὸν Σμινδυρίδου τοῦ Συβαρίτου καὶ τὸν Σαρδαναπάλου , καίτοι κατά γε τὴν δόξαν
περὶ τῶν ἐν Καρχηδόνι Πέπλων . περὶ δὲ ΣΜΙΝΔΥΡΙΔΟΥ τοῦ Συβαρίτου καὶ τῆς τούτου τρυφῆς ἱστόρησεν Ἡρόδοτος ἐν τῇ ἕκτῃ
6346192 κολεου
εἴσω τῶν βασιλείων παρῆλθε , καὶ τρὶς θελήσας ἐξελκύσαι τοῦ κολεοῦ τὸ ξίφος ἀπετρέπετο καταπεπληγμένος : ἑώρα γὰρ ἐξαίφνης γυναῖκα
τὴν [ ἔφοδον ] ? σπασάμενος ἐκ [ τοῦ ] κολεοῦ καὶ ? ? λαθών : ἡ δὲ [ ἐπιβλέψασα
6341876 Ξενοκλεους
τὸ ” ὦ Παλλάς , ὥς μ ' ἀπώλεσας “ Ξενοκλέους εἶναί φησιν ἐκ τοῦ Λικυμνίου λεγόμενον ὑπ ' Ἀλκμήνης
τοῦ “ τραγῳδοῦ ” : δῆλον , ὅτι Γ περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος . Γ διαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον .
6337131 ἐπικρεμαται
ἐπαχλὺς ] λύπη , ἀθυμία . πεπόταται ] η . ἐπικρέμαται ἐφ ' ἡμῖν . νεολαία ] ἡ νεότης .
ὁμοίως πάντας ὑμᾶς τιμωρεῖται : ὁμοίως γὰρ πᾶσιν ὑμῖν θάνατος ἐπικρέμαται , ὃν ὑμεῖς φοβεῖσθε . καὶ πολλάκις εἶδον πτωχοὺς

Back