] προδότης ἦν οὗτος . φιλαίτιον ] Ἰσοκράτης ἐπὶ τοῦ φιλοῦντος ἄλλους αἰτιᾶσθαι , νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ εἰωθότος αἰτίας
. Ὅπου βία πάρεστιν , οὐδὲν ἰσχύει νόμος . Ὀργὴ φιλοῦντος μικρὸν ἰσχύει χρόνον . Οὐπώποτ ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν
7408943 ἐρωντος
μέντοι διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων , οἷς ἔφη διαφέρειν τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ τοῦ μή , ἐν κεφαλαίοις ἕκαστον ἐφεξῆς
πέφυκεν ὁρᾶν ὀξύτερον οὑτοσὶ ὁ πάνυ ἐραστὴς ἐμοῦ τοῦ μὴ ἐρῶντος , ἀλλ ' ἔγωγε τοῦ σοῦ κάλλους αἴσθομαι οὐδενὸς
6927538 τραγικου
, ἀθανατίζεται μᾶλλον ἢ φθείρεται κατὰ τὸ φιλοσοφηθὲν ὑπὸ τοῦ τραγικοῦ ” θνῄσκει δ ' οὐδὲν τῶν γιγνομένων , διακρινόμενον
, ὅτε κακῶς τὴν Ὑψιπύλην ὑπεκρίνατο : μή με Λεοντῆος τραγικοῦ κεναρηφαγον ηχος λεύσσων Ὑψιπύλης ἐς κακὸν ἦτορ ὅρα .
6839093 μισειται
ταλαίπωρον εἶπεν αὐτόν : εἰ γὰρ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων μισεῖται θεῶν , ἀλλ ' οὗτος συλλυπούμενος ὡς φίλος αὐτῷ
, τάδε , προσεποιεῖτο πρόφασιν καὶ μανίαν , εἰδὼς ὅτι μισεῖται παρὰ τῶν πολιτῶν . διὸ καὶ βακτηρίαν ἔχων περιῄει
6818804 εἰσοραις
, ἠισθόμην γάρ , Ἀγάμεμνον , σέθεν φωνῆς ἀκούσας , εἰσορᾶις ἃ πάσχομεν ; ἔα : Πολυμῆστορ ὦ δύστηνε ,
' Ἀργείων δορὶ πλείστους διώλες ' Ἕκτορος , τάδ ' εἰσορᾶις ; ὁρῶ τὰ τῶν θεῶν , ὡς τὰ μὲν
6731139 σεαυτης
καὶ γυναιξὶ τοῖς ἀνδράσι χρωμένη : οὕτω γὰρ παιδεύεις τοὺς σεαυτῆς φίλους , τῆς μὲν νυκτὸς ὑβρίζουσα , τῆς δ
ἀποκοπτέον οὖν , ὦ ψυχὴ πειθαρχοῦσα τῷ διδάσκοντι , τὴν σεαυτῆς χεῖρα καὶ δύναμιν , ἐπειδὰν ἄρξηται τῶν γεννητικῶν ἢ
6703331 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
6636512 φιλειται
τὸ μὲν οὖν ἀγαθὸν καὶ τὸ ἡδὺ δι ' ἑαυτὸ φιλεῖται , τὸ δὲ χρήσιμον φιλεῖται ἢ διὰ τὸ ἀγαθὸν
Ἀφροδίτη συμπαθήσῃ τῷ δεκανῷ διὰ μουσικῆς καὶ ἁρμονίας εὐεργετεῖται καὶ φιλεῖται . τὰ δὲ σημεῖα αὐτοῦ : εὐπρεπὴς τὸ μέγεθος
6592125 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
6588767 στυγειν
ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ ' οἵ τε φύντες ἀρνοῦνται στυγεῖν . δεινὸς γὰρ ἕρπειν πλοῦτος ἔς τε τἄβατα καὶ
εἰς τὸ ἦμαρ τῆς ζωῆς τὸ ὑπὸ Μοιρῶν δεσποζόμενον . στυγεῖν ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἴστω τίς . φῶτ '
6584328 εὐπαραγωγος
] ἤγουν ὑπὸ τοιούτων λόγων τοῦ ἀγγέλου δηλονότι ἐπλανήθην καὶ εὐπαράγωγος γέγονα . ἡμέτερα + καὶ γυναικείωι νόμωι , ἤγουν
θρωποι δεδίασί ς ' ὥσπερ ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν
6578066 ἀπολωλ
γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν
„ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ
6528922 φιλοπαις
Εἶτα τῇ διανοίᾳ , καὶ δῆλον ἐξ ὧν πρὸ τούτου φιλόπαις ἦν καὶ φιλόστοργος , καὶ πρὸς τὴν παῖδα χρηστὸς
παρ ' Ἑλλήνων φησὶν Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς .
6525822 Ἰωαννου
ποιησάμενος , ὃν Ἀρσάκιος μὲν τοῦ χρυσοῦ τῆς ἐκκλησίας στόματος Ἰωάννου ἀπελαθέντος εἰς τὸν ἀρχιερατικὸν θρόνον ἀνηγμένος ἱεράτευεν , ἡ
. . . [ Βαριωνᾶ ] τὸ Ἰουδαϊκόν : υἱὲ Ἰωάννου . . . Τὸ Ἰουδαϊκὸν ἑξῆς ἔχει μετὰ τὸ
6525143 Θεμιστιου
, οὗπερ ἐν τοῖς προθύροις ἀνάκεινται οἱ ἐξ Ἐπιδαύρου τοῦ Θεμιστίου διπλοῖ στέφανοι . ἢ οὕτως : ὡς ἐν Αἰγίνῃ
τῶν ἀδήλων . Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή : Θεμιστίου περὶ γήρως : καίτοι περί γε τῶν γερόντων ὁ
6522174 μαινομενου
πλησίον ὥσπερ ὁ κλέπτης , ἀλλὰ τέλος ἔχει τὴν τοῦ μαινομένου σωτηρίαν . πᾶσα δὲ πρᾶξις ἀπὸ τοῦ τέλους τὸ
δόξω εἶναι , ἐπειδὴ τὸ τὴν ἀλήθειαν λέγειν οὐκ ἔστι μαινομένου . τοσοῦτον οὖν , φησὶν , ἔξω γενήσομαι μανίας
6495461 ἐπαχθους
, οὐχ οὕτως ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ δηλούμενοι , καίπερ ὄντος ἐπαχθοῦς , ὡς τὸν ὑπὸ τῆς φωνῆς ἦχον ἀλλόφυλον ἀδυνατοῦντες
δὲ προνοητέον , ὅπως ἂν διατρίβων ἐπιτρέχειν δοκῇς ἕνεκα τοῦ ἐπαχθοῦς , καὶ μάλιστα ὅταν περὶ σεαυτοῦ λέγῃς . ἔσται
6491188 φιλοστρατιωτης
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν
6457763 κωλυσῃς
ὅτι ἐστὶ καὶ ἄλλῃ τινὶ Ῥοδάνης καλός . μή με κωλύσῃς μηδὲ θελήσῃς φόνου εἴργειν ἐν ἐρημίᾳ . οἶδας δὲ
ἑτέρους . ἐμὲ δὲ προθυμούμενον ἀπελθεῖν εἰς τὸν Δία μηδαμῶς κωλύσῃς . θαρρῶ γὰρ ταύτην τὴν δωρεὰν , ἤτοι τὸ
6454720 οἰκτισμος
ἡ ὁδός , οἴμη δὲ ἡ ᾠδή . οἶκτος καὶ οἰκτισμὸς διαφέρει . οἶκτος μὲν γάρ ἐστιν οἰκτιζομένου ἔλεος ,
οἰκτισμὸς διαφέρει . οἶκτος μὲν γάρ ἐστιν οἰκτιζομένου ἔλεος , οἰκτισμὸς δὲ ὁ λόγος ὁ τοῦ οἰκτείροντος . οἴνη καὶ
6448873 πατροϲ
] ! [ ] ! ! ! [ ] ! πατρόϲ ? ? ] ! ν πάλιν ] ! !
! ! ] , περίμενε . } ; ταύτην τοῦ πατρόϲ μ ' [ ἀποϲτερεῖν ] μέλλοντοϲ , ἠξιωκότοϲ [
6437327 σιωπα
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ
6428684 ἀγεννους
Θεαίτητε , δρᾶν ; Τίνος πέρι ; Φαινόμεθά μοι ἀλεκτρυόνος ἀγεννοῦς δίκην πρὶν νενικηκέναι ἀποπηδήσαντες ἀπὸ τοῦ λόγου ᾄδειν .
δεινοῖς ὑποβεβλημένος καὶ προστιθεὶς ἑκάστῳ τὸ ὑπεῖκον καὶ εὐένδοτον , ἀγεννοῦς καὶ ἀνάνδρου ψυχῆς πάθη : τλῆναι γὰρ ἔδει καὶ
6424465 δικασομαι
, τοῦ δὲ ἐς τὸ δικαστήριον ἡγεῖσθαι αὐτῷ φήσαντος „ δικάσομαι „ ἔφη ” πρὸς τίνα ; ” „ πρός
ὁ Φειδιππίδης . πότερον παρανοίας : οἷον πρὸς τὸν πατέρα δικάσομαι , καὶ δείξας αὐτὸν μαινόμενον οὕτω τὴν μανίαν παύσω
6423762 ἐφυν
σοφόν . ἃ δεῖ μάλιστα , ταῦτ ' ἔγωγ ' ἔφυν σοφός . κείνου δ ' ἀκούσας πρῶτα τοὺς λόγους
κλύων , Λαερτίου παῖ , τούσδε καὶ πράσσειν στυγῶ : ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς , οὔτ '
6402945 φιλουμενου
τοῦτ ' ἀδύνατον , τὸ φιλοῦν ἂν εἴη φίλον τοῦ φιλουμένου . Φαίνεται . Τὸ μισοῦν ἄρα πάλιν ἐχθρὸν τοῦ
Πότερος οὖν αὐτῶν ποτέρου φίλος ἐστίν ; ὁ φιλῶν τοῦ φιλουμένου , ἐάντε καὶ ἀντιφιλῆται ἐάντε καὶ μισῆται , ἢ
6398023 φιλοψυχος
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν
6393508 οἰκτου
πατρὶ ὁ νεανίσκος οὐκέτ ' ἀφίστατο : ἀλλ ' ὀδυρόμενος οἴκτου πάντα ἐνέπλησεν , ἀφιεὶς καὶ ἑαυτὸν ἄγειν ἐπὶ τὴν
σὸν παῖδα καὶ τύχας σέθεν , Ἑκάβη , δι ' οἴκτου χεῖρά θ ' ἱκεσίαν ἔχω , καὶ βούλομαι θεῶν
6392482 ἀφροντις
, τὰ ἀκροστόλια . Ἀπολλόδωρος . : Ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα . Σάλη γὰρ ἡ φροντίς
] ἕνεκα , τιμῆς . . ἀμέλει ] ἀργόν , ἄφροντις ἀφρόντιστος ἔσο , ἀφροντίστως ἔχε . , μὴ φρόντιζε
6387080 κατεγνων
μῆτερ , φρονῶν εὖ : καὶ φρόνησιν ἐμαυτοῦ καὶ ἄνοιαν κατέγνων , φρόνησιν μὲν ὅτι ὑπὲρ τοῦ θεάσασθαι τοὺς οἰκείους
δὲ γνώμῃ συντεταμένῃ ἐπιμελουμένους καὶ θᾶττον καὶ ῥᾷον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας . παρ ' ὧν ἂν καὶ σὲ οἶμαι
6385541 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
6383666 Λαμωνος
λιμήν ἐστι : καὶ πόλιν ἔχει καὶ ὕδωρ . Ἀπὸ Λάμωνος ἐπὶ Ἀπολλωνιάδα στάδιοι λʹ . Ἀπὸ Ἀπολλωνίας εἰς Φοίνικα
φίλημα . Ἥκων δέ τις ἐκ τῆς Μιτυλήνης ὁμόδουλος τοῦ Λάμωνος ἤγγειλεν ὅτι ὀλίγον πρὸ τοῦ τρυγητοῦ ὁ δεσπότης ἀφίξεται
6380535 Ἀρισταινετου
μὲν Ζηνόθεμις σκύφον ἀράμενος ἀπὸ τῆς τραπέζης κείμενον πρὸ τοῦ Ἀρισταινέτου ῥίπτει ἐπὶ τὸν Ἕρμωνα , κἀκείνου μὲν ἅμαρτε ,
: Ἢ οἵη ποτ ' ἄρ ' ἥ γ ' Ἀρισταινέτου ἐν μεγάροισι δῖα Κλεανθὶς ἄνασς ' ἐτρέφετ ' ἐνδυκέως
6380160 Ἡροδικου
ἦν ἐπὶ τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων , ἀλλ ' ἤρξατο ἀπὸ Ἡροδίκου τοῖς Ἕλλησιν . ἄτοπα . ἄτοπα νῦν ἃ μὴ
καὶ τὴν σχολὴν διεδέξατο : ἀδελφὸς δὲ ἦν τοῦ ἰατροῦ Ἡροδίκου [ ] . Πορφύριος δὲ αὐτὸν ἐπὶ τῆς π
6371882 καπηλικως
ἐκπλύνειέ σε ] ἐπὶ συνουσίᾳ εἶπε . αἰσχρῶς ἐπὶ συνουσίᾳ καπηλικῶς ] τεθρυμμένως . πανουργικῶς : ἐπικαλύπτει γὰρ τὸ εἶδος
ἐπισκίως , κρυψίνως , ὑπούλως , πολυτρόπως , παλιμβόλως , καπηλικῶς , μεταβλητικῶς , μισθαρνικῶς μισθοφορικῶς , καταπεπλασμένως , πεπλασμένως
6371173 πονηροτατου
καὶ ὃς ἂν ἀκούσῃ τὴν ἐντολὴν ταύτην καὶ ἀφέξεται τοῦ πονηροτάτου ψεύσματος , ζήσεται τῷ θεῷ . Ἐντέλλομαί σοι ,
οὐχὶ μέρους τῶν ἐν ταῖς πόλεσιν οἰκούντων . τοῦ τε πονηροτάτου ὀλέθρου καὶ ἀνηκέστου καὶ οὐδ ' εὐσχήμονος ἀρχὴν ἀπέφαινον
6359004 ἡδιστου
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
, ἐπαίνου σεαυτῆς , ἀνήκοος εἶ , καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος ἀθέατος : οὐδὲν γὰρ πώποτε σεαυτῆς ἔργον καλὸν
6358617 συμβουλευεις
συμβουλίη ἡ ἐς ἡμέας τείνουσα . Τοῦ μὲν γὰρ πεπειρημένος συμβουλεύεις , τοῦ δὲ ἄπειρος ἐών : τὸ μὲν γὰρ
ἧττον δὲ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ λέξει τις : μισθοφορεῖν ἡμῖν συμβουλεύεις ; τοῦτο δ ' ἦν Ἀθηναίοις εὐδοξοῦσιν ἐπαχθές τε
6351855 ἀφιστασαι
ζ οὐ λαμβάνεις τὸ ἀργύριον η λαμβάνεις κομιᾶτον θ οὐκ ἀφίστασαι ἀπὸ τοῦ τόπου ι ἑτέρῳ συναλλάξας , βλάπτῃ α
μέμονας ἀντὶ τοῦ προθυμῇ ἐπὶ ταύτην τὴν γνώμην καὶ οὐκ ἀφίστασαι : μένος γὰρ ἡ προθυμία . θ + ἐκμέμονας
6337719 ἐπιμελουμαι
εἴρηκεν ἀπὸ τοῦ βοῦς καὶ τοῦ κομέω ~ κομῶ τὸ ἐπιμελοῦμαι παράγεσθαι , βουκόμος καὶ βουκόλος , ὥσπερ καὶ ἱπποκόμος
προφοράν , ἐνεργητικὴν δὲ τὴν σημασίαν . κομίζω καὶ τὸ ἐπιμελοῦμαι , ὡς ἐν Ὀδυσσείᾳ φησὶν ὁ Τηλέμαχος πρὸς τὴν
6334163 μισους
φύσις ἐποίησεν εὐνοίας ἕνεκα , ταῦτα ἰδεῖν ἔστιν ἔχθρας καὶ μίσους αἴτια γιγνόμενα . αὐτίκα ἡ πρώτη καὶ μεγίστη φιλία
' ὧν γίγνεται , τὸ τῆς ἔχθρας καὶ τὸ τοῦ μίσους . οὐ γὰρ ἔστι φανῆναί ποτε ἀπὸ τούτου τοῦ
6331735 ἀπορειται
διδασκαλίας παρέλκει . Οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ οὗτος διὰ τούτων ἀπορεῖται . ὁ γὰρ τρόπος τῆς διδασκαλίας ἤτοι ἐναργείᾳ γίνεται
ἐθελούσιοι ἤν τινες παρῶσιν . ὥστε τῶν δεομένων γίγνεσθαι οὐδὲν ἀπορεῖται : οὐδὲν γὰρ ἀπρόσκεπτόν ἐστι . μάλα δὲ καὶ
6328909 πελατης
πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , μισθαρνῶν , πελάτης , θής , ἀγαπητῶς παρατρεφόμενος , εἰς ἀλλοτρίας χεῖρας
, φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι . στεῦται δ ' ἱεροῦ Τμώλου πελάτης ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι , Μάρδων , Θάρυβις ,
6325547 καταφρονουντος
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον
τὸ ἦθος . Ἡλικίαν σὴν οὐκ ἔχω : ἐπὶ τοῦ καταφρονοῦντός τινος ὡς ἀνοήτου . Ἢ λέγε τὶ σιγῆς κρεῖττον
6324953 Ἱπποκλειδης
ἐγένοντο . Μέμνηται ταύτης Ἀλκαῖος . Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ : Ἱπποκλείδης μετὰ καὶ ἄλλων πολλῶν ἐμνηστεύσατο τὴν Κλεισθένους τοῦ Σικυωνίου
Ἀθήναις . * * τοῦ δὲ Μιλτιάδης , τοῦ δὲ Ἱπποκλείδης , ἐφ ' οὗ ἄρχοντος Παναθήναια ἐτέθη . *
6324095 ἐρᾳς
παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες , τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς , εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή : οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον
γενέσεως , “ τούτου μέντοι ” , φάναι , “ ἐρᾷς , ὦ νεανίσκε , καλοῦ δὲ οὐδενός ” .
6316329 καταλειπω
δίκαιον ἦν τὸν υἱοῦ τάξιν ἐσχηκότα . τὸν δὲ Περίπατον καταλείπω τῶν γνωρίμων τοῖς βουλομένοις , Βούλωνι Καλλίνῳ Ἀρίστωνι Ἀμφίωνι
σιγᾶν , εἰς πολλοὺς ἐκμαρτυρήσοντα , ἀλλ ' ὑμῖν τοῦτο καταλείπω σκοπεῖν . Τί δὲ προσδοκᾶτε ; τὸν Ἀθήνησιν ὑβριστὴν
6311113 ὀργιζῃ
ἐστιν ὁ ἑκάστου νοῦς καὶ λόγος . Τῷ γράσωνι μήτι ὀργίζῃ , μήτι τῷ ὀζοστόμῳ ὀργίζῃ ; τί σοι ποιήσει
νύξας ὁ λόγος ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν ἐποίησεν : εἶτα ὀργίζῃ αὐτῷ ἔτι μόλις τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγων καὶ τὸν ὕπνον
6302369 ἀκουσαντος
συμφωνήσαντες περὶ αὐτῆς διαφέρονται τῆς τυπώσεως , Κλεάνθους μὲν κυρίως ἀκούσαντος τὴν μετὰ εἰσοχῆς καὶ ἐξοχῆς νοουμένην , Χρυσίππου δὲ
καὶ κατὰ τοῦ αὐτοῦ προσώπου μετοχῆς ἐπιφερομένης , ἐμοῦ αὐτοῦ ἀκούσαντος , ὡς Ἀρίσταρχος εἶπεν , Ἀριστάρχου εἰπόντος . οὐκ
6299968 μιαρε
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν '
6298303 κατασκευαστικος
τὸ δὲ γῆν διορύσσειν παιδιά . Ἐργασία δέ ἐστι λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ προτεθέντος ἐπιχειρήματος , ἐκ παραβολῆς ἢ παραδείγματος ἔχων
λόγος ἀνατρεπτικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου καὶ κατασκευὴ τοὐναντίον λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου . πρόσκειται δὲ τὸ πιθανῶς
6296663 τυγχανετω
ἑταίρων δυνάμεις ὠφελείας φέροιεν . τά τε οὖν αὐτοῦ σωτηρίας τυγχανέτω καὶ τὰ τῆς ἀδελφῆς Στρατωνίδος ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἀνάγκης
ὑπηρέτας . ἔγγραφε δὴ τὸν ἄνδρα μεθ ' ἡδονῆς καὶ τυγχανέτω χρηστοῦ τινος διὰ τὸν θεῖον καὶ τῷ δοῦναι χάριν
6287675 ἀποτροπαιε
εὐφυῶς ἐσχετλίασεν ἐπάγων τὸ ” ἀλεξίκακε “ , τουτέστιν ” ἀποτρόπαιε “ καὶ ” ὦ τὰ δεινὰ ἀπείργων “ .
παντελῶς , κατὰ πάντα τρόπον , ἐξ ὁλοκλήρου . Ἄπολλον ἀποτρόπαιε : ὁ ἀποτρέπων τὰ δεινά , ἀλεξίκακος γὰρ ἦν
6287567 πιστευεις
οἱ μάγειροι ἀφαιροῦνται . κεἰ μὴ τούτοισι ] εἰ μὴ πιστεύεις τούτῳ τῷ ὅρκῳ , καὶ ἕτερα ὀμοῦμαί σοι μείζονα
μῆτερ , κατὰ ταῖν θεοῖν καὶ τῆς Πολιάδος . Καὶ πιστεύεις δηλαδή : καὶ διὰ τοῦτο πρῴην οὐκ ἔχοντι αὐτῷ
6283896 ὑβριζοντος
γὰρ ἄσμενοι ἀπαλλαξόμεθα ἐνοχλοῦντος αὐτοῦ καὶ βοῶντος καὶ ἅπαντας ἁπαξαπλῶς ὑβρίζοντος καὶ ἀγορεύοντος κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον ,
σκώψειε παίζων , φέρωμεν καὶ αὐτοὶ γελῶντες : οὐ γὰρ ὑβρίζοντος τά γε τοιαῦτα . ἀλλ ' Ἀλέξανδρος οἶδε μὲν
6280995 χαιρησεις
. Ἔτι γὰρ μένεις ; Ἄπειμι : σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος . Τίς οὗτός ἐστιν
ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει , κἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων . Οὐ χαιρήσεις , ἀλλά σε κλέπτονθ ' αἱρήσω ' γὼ τρεῖς
6278704 ἐραστου
Ἀνακρέοντος ᾠδὰς καὶ ἐπαίνους καὶ ὅσα εἰκὸς ἦν παρὰ ποιητοῦ ἐραστοῦ . Εἰ δή τις παραβάλλοι ἔρωτα ἔρωτι , τυραννικὸν
ὡς κατειργάσατο τὸ κάλλιστον ἔργον , ἔφευγεν ὤκιστα εὐθὺ τοῦ ἐραστοῦ . μετῄεσαν δὲ αὐτὸν οἱ δορυφόροι , καὶ διέφυγεν
6273900 Πωλε
. Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὅτι , ὦ Πῶλε , ἐρομένου Χαιρεφῶντος τίνος Γοργίας ἐπιστήμων τέχνης , ἐγκωμιάζεις
, ὦ Σώκρατες , ἐξελέγξαι . Οὐ δῆτα , ὦ Πῶλε , ἀλλ ' ἀδύνατον : τὸ γὰρ ἀληθὲς οὐδέποτε
6269795 ὑπειληφα
λέγειν . οἰκοδομῆσαι δὲ τοὺς προγόνους ταυτὶ τὰ δικαστήρι ' ὑπείληφα , οὐχ ἵνα συλλέξαντες ὑμᾶς εἰς ταῦτα ἀπὸ τῶν
δ ' ἄρχουσιν . ἀλλ ' ὃ δεῖ ὑπειληφέναι , ὑπείληφα περὶ τοῦ ἄρχειν καὶ μὴ ἄρχειν . ὄψονται οἱ
6266764 Τυλλιε
πρὸς αὐτούς : Ταρκύνιος μὲν ἡμῖν ὁ βασιλεύς , ὦ Τύλλιε , παρ ' ᾧ τροφῆς καὶ παιδείας ἔτυχες ,
ἕτερον τῶν ἑαυτοῦ γαμβρῶν , τὸ σὸν εἰποῦσα , ὦ Τύλλιε , ὄνομα ἔσται δ ' οὐκ ἄκουσι Ῥωμαίοις ,
6265963 ἀντερων
μετὰ ὑγιοῦς φρονήσεως ἦν ἂν ἡ κρίσις ἡ ὑμετέρα . ἀντερῶν : τῷ Κλέωνι δηλονότι . ἀλλὰ περὶ τῆς ἡμετέρας
, ἐπιθυμία , ἴυγξ , ἀντέρως , ἀφ ' οὗ ἀντερῶν καὶ ἀντεραστής , παρὰ δ ' Εὐπόλιδι καὶ ἀντερώμενος
6260880 Νεος
μύθοις τοῖς παιδίοις . Νεοθνής . ὁ νεωστὶ τεθνεώς . Νέος ἐστὶ καὶ ὀξύς , ἀμαθής ἐστι καὶ προπετής .
τὰ κρείττονα . Νόμιζ ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους . Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε . Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους
6257548 νουθετει
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ
6255605 ὑεος
αὑτὸν τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότα ; Οὐ γὰρ δήπου γνησίου ὄντος ὑέος Εὐκτήμονι ἐπίκληρος ἂν ἦν ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ , οὐδὲ
ὑπὲρ ὅτου ἄν τις νοῦν ἔχων μᾶλλον σπουδάζοι ἢ ὑπὲρ ὑέος αὑτοῦ ὅπως ὡς βέλτιστος ἔσταιὁπόθεν δὲ ἔδοξέ σοι τοῦτο
6252470 φενακισαι
ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος ὀργῆς , εἴκων
, καὶ οὐδὲν ἔσθ ' ὅ τι τοῦ παρακρούσασθαι καὶ φενακίσαι λέγεται παρ ' ἡμῶν ἕνεκα , ἀναγνώσεται τὸν νόμον
6251783 φιλου
ἐστιν ἢ καλῶς ἔχειν ἢ μηδὲν εἶναι καὶ στερηθῆναι πάτρας φίλου τ ' ἀδελφοῦ φιλτάτης τε συγγόνου . καὶ πρῶτα
ὡς δὲ ἐκεῖνος ἀπῆρε , τὴν ὀροφὴν ἐποιούμην ἀντὶ τοῦ φίλου . πρὸς ἣν ἀναβλέπων κείμενος ἐπὶ τῆς κλίνης νῦν
6247377 ὑπεροπτης
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ]
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι :
6246989 ὀπιζομενη
οὕτως : Ἄγει δὲ ἑαυτὴν ἡ χάρις ἀντὶ ἔργων φίλων ὀπιζομένη καὶ ὄπισθεν ἐρχομένη ποίτινος καὶ ἀμει - πτική :
τοὺς Λοκροὺς χάριν ὁμολογεῖν τῷ Ἱέρωνι , προευεργετήσαντι αὐτούς . ὀπιζομένη ἤτοι ἐπιστρεφομένη : ἢ ὅτι μετὰ αἰδοῦς καὶ θράσους
6244163 φρ
] τ ' οὖσα του [ ⌊ διὰ τί Κράτεια φρ [ ! ] ? [ ὁ τοῦτο ? ⌊
! ] ! ! [ διὰ τί , Κράτεια , φρ ! ? [ ὁ τοῦτο πράξαϲ ἑ ? !
6242257 εὐτυχουντος
εὐτυχοῦντος ] ἤγουν τοῦ πολεμίου . εὐτυχοῦντος ] εὐδαιμονοῦντος . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . θ εὐτυχοῦντος ] ἤγουν ζῶντος .
. καινοπήμονες ] αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα . . εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . .
6239953 κλυεις
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη
6236829 Ὀργην
πέλας λύκος . Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Πολλοὺς ὁ πόλεμος
μανίαν ποιεῖ . Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος . Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν . Ὀξὺς θεῶν ὀφθαλμὸς
6230816 συλληπτωρ
, ὅταν τούτου δέῃ , καὶ ἀγαθοῦ τέ σοι γίγνηται συλλήπτωρ καί , ἄν τι σφαλλόμενος τύχῃς , εὐνοϊκῶς ἐγγύθεν
Ἁβραὰμ πρὸς τὸν θάνατον : Χαίροις ἡλιόρατε , ἡλιόμορφε , συλλήπτωρ ἐνδοξότατε , φωτοφόρε , ἀνὴρ θαυμάσιε , πόθεν ἥκει
6229116 φιλοκερδης
ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν
τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα
6228556 ἀπεννεπω
μθʹ ὧν τελευταῖος : ἀλλ ' αὐτόβουλος ἴσθ ' , ἀπεννέπω δ ' ἐγώ . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι τῶν συστημάτων
ἐπείπερ ἡμῖν τόνδ ' ἐκοινώνησας λόγον , δρᾶν ς ' ἀπεννέπω τάδε , ἀπεννέπω δὲ καὶ σὲ ὠφελοῦσα καὶ τοῖς
6227502 ΑΛΛΑ
καὶ κλέψας κατήγαγε τοῖς ἀνθρώποις ἐν κοίλῳ νάρθηκι . . ΑΛΛΑ ΖΕΥΣ ΕΚΡΥΨΕ . Ἀλλὰ ὁ Ζεὺς ἔκρυψε τὸν τῶν
Ἀρχιέπην , ἕτεροι δὲ Στησίχορον τὸν μελῳδὸν ἐξεδέξαντο . . ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ . Ἀλλὰ ταῦτα , ἤγουν
6226200 ὠνειδισε
μὲν ἔκτεινε Μιτροβάτην τὸν ἐκ Δασκυλείου ὕπαρχον , ὅς οἱ ὠνείδισε τὰ ἐς Πολυκράτεα ἔχοντα , κατὰ δὲ τοῦ Μιτροβάτεω
τῇ κατ ' αὐτῶν ἐπιτιμήσει χρήσασθαι . καὶ οὔτε φανερῶς ὠνείδισε τὴν ῥαθυμίαν οὔτε παντελῶς ἀφῆκεν , ἀλλὰ διὰ τῆς
6224825 ὁμομητριος
ἐπὶ θάτερα Καλλίας ὁ Ἱππονίκου καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ὁμομήτριος , Πάραλος ὁ Περικλέους , καὶ Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος
ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ ' ὃν
6220420 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
6219481 καμνω
] αὑτοῦ δυσθυμίαν εἰπόντος ὡς Βομβύκης ἐρῶ καὶ διὰ τοῦτο κάμνω τὴν ψυχήν , ὁ Μίλων προσπαίζων αὐτῷ τὴν φίλην
: ὡς δ ' ὅτε σῦν ἀκάμαντα . παρὰ τὸ κάμνω κάματος καὶ ἀκάματος . . . . , .
6215235 ἀηδους
γινόμενον φθείρεσθαι μέλλουσαν τὴν τροφὴν ἐκώλυσεν . Ἐρυγῆς δὲ διασημαινούσης ἀηδοῦς , ὡς δήλην εἶναι τὴν διαφθοράν , οὐκ ὀκνητέον
. Γενομένης οὖν τινος ἐς τοῦτο πείρας καὶ ἐλπίδος οὐκ ἀηδοῦς , τὸν στρατὸν συναγαγὼν ἔλεξεν ὧδε : “ γνώμη
6214977 ἀσαλης
τροπῇ τοῦ η εἰς α ἄσασθαι . . . . ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα : σάλη
δὲ παρὰ τὴν σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος .
6213417 πορφυρογεννητος
παρασκευήν . Ἀφικέσθην δὲ πρὸς αὐτὸν ἄμφω , ὅ τε πορφυρογέννητος Κωνστάντιος καὶ ὁ Κομνηνὸς Ἀλέξιος , ὁ μὲν πρὸ
καίσαρος : ὅ τε μὴν τοῦ κρατοῦντος αὐτάδελφος , ὁ πορφυρογέννητος Κωνστάντιος , σφόδρα φιλῶν τὸν γενναῖον Ἀλέξιον , οὐ
6213119 μετανοησεις
Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι τῷ πράγματι ζ ἐὰν στρατεύσῃ , μετανοήσεις η μετὰ φόβου ἐρώτησον καὶ ἀκούεις ἀλήθειαν θ ἐὰν
ἀπολαύσεις τῆς ἡδονῆς , καὶ καθ ' ὃν ἀπολαύσας ὕστερον μετανοήσεις καὶ αὐτὸς σεαυτῷ λοιδορήσῃ : καὶ τούτοις ἀντίθες ὅπως
6211396 ἀπαιτουμενου
ἄνευ μὲν γὰρ διαφορᾶς ἕκαστον τῶν ἐνδει - κνυμένων τοῦ ἀπαιτουμένου γένος ἐνδείκνυται . διαφορὰν δὲ προσειληφὸς τὸ αὐτῷ γένει
κύκλῳ ἐς τὴν Αἰγυπτίαν σίτησιν , ἐπί τε τῆς Ῥώμης ἀπαιτουμένου πέντε καὶ εἴκοσι μυριάδας ὑπεραπέδωκε ταῦτα τὰ χρήματα οὔτε
6209647 ὑπουλως
, φρονήματος ὑποπλησθεῖσα καὶ παρρησίας ὅσα κατ ' εἰρωνείαν πρότερον ὑπούλως ὑπῃνίττετο , ταῦτα ἀπ ' εὐτολμοτέρου θράσους ἐκλαλεῖ καὶ
, . . ὑπούλως ὁ δὲ πρός τινας τῶν γνωρίμων ὑπούλως τε καὶ οὐχ ὑγιῶς ἔσχεν . , . .
6208468 μαρτυρεις
[ ] . Ἀξίοχε , σύ γε οὐκ ἔτυμά μοι μαρτυρεῖς , οἴει δὲ καθάπερ Ἀθηναίων ἡ πληθύς , ἐπειδὴ
ἐξηγούμενος : ὁπότε καὶ ἡμᾶς ἑώρας , ὡς καὶ αὐτὸς μαρτυρεῖς , τό τε νεαρὸν τοῦ πένθους ἔχοντας καὶ τὰ
6205641 ὁμωροφιος
ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι συμβέβηκεν : οὗτος ὁμωρόφιος καὶ ὁμοδίαιτος ἦν αὐτῷ , πλὴν ὁπότε ἐπιθειάσαντι καὶ
ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , ὁμόσπονδος , ὁμωρόφιος , ὁμῆλιξ , ἰσῆλιξ . καὶ ἐχρῆτό μοι ,
6203974 κνισολοιχος
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
6202550 εἰσορᾳς
σάφ ' ἴσθ ' , ἐμοῦ γ ' , ὃν εἰσορᾷς . Οἴμοι : πέπραμαι κἀπόλωλ ' : ὅδ '
γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν ; ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς θεούς ; Οὐκ ἔστιν : ἀλλὰ ταῦτα καὶ πάλαι
6199062 τλημον
ἀνταποδίδως ταύτην τὴν τιμωρίαν ; τίνος ἕνεκα τιμωρῇ ; . τλῆμον ] ἄθλιε διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις
πέσῃ . ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ ' ὡς θανουμένη . ὦ τλῆμον , οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου . ἅπαξ ἔτ '
6197175 φιλουμενος
ἔχει πολλῶν ὄντων τῶν κωλυόντων ἔχειν . Καὶ θαυμαζόμενος καὶ φιλούμενος ἦλθε , δι ' ὅσων ἦλθεν ἐθνῶν , ὁ
ὃ παρὰ σοὶ μέγα , συμφοιτητὴς ἐμὸς Ἱερώνυμος φιλῶν καὶ φιλούμενος ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν λόγων . ἔπειθ ' οὕτως
6196798 ἀλαστα
ἀνθρώποις λαθεῖν δυνάμενον . καὶ δαίμων τις καλεῖται ἐπεξιὼν τοὺς ἄλαστα εἰργασμένους καὶ αὐτὸς ὁ πράξας τι τοιοῦτον , μάλιστα
ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς
6192477 Λακυδου
παρὰ Κυνίσκον τουτονί . τὸν τύραννον ἤδη προσκάλει . Μεγαπένθης Λακύδου ἡκέτω . ποῖ στρέφῃ ; πρόσιθι . σὲ τὸν
ἢ ῥηματίσκια ταῦτ ' εἶναι καὶ φόβους . Περὶ δὲ Λακύδου βούλομαί τι διηγήσασθαι ἡδύ . Ἦν μὲν δὴ Λακύδης
6191102 ἐλευθερουται
κἀπιχωρίοις ὄρνισι δεῖπνον οὐκ ἀναίνομαι πέλειν : τὸ γὰρ θανεῖν ἐλευθεροῦται φιλαιάκτων κακῶν . ἐλθέτω μόρος , πρὸ κοίτας γαμηλίου
. δαΐκτορος ] τοῦ γάμου δαϊκτῆρος τῆς καρδίας μου . ἐλευθεροῦται ] ἀντὶ ἐλευθεροῖ . τυχών : ἐμοῦ δηλονότι .
6184243 ἀξιου
ἐπὶ τοῦ κατευγμένου καὶ οἷον κατ ' εὐχὴν ἀποδιδομένου καὶ ἀξίου εὐχῆς . εὐοδεῖν εὑρίσκω παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς . Θεόπομπος
λέγειν . ἀλλ ' οὖν τό γε τῆς παροιμίας ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου καὶ πάσχειν ὑπῆρχεν , εἴ τῳ συμβαίνοι
6182063 διακειμενου
Φιλίππῳ τῷ Ἀμύντου κατεῖπέ τις ὁτουδὴ τῶν ταξιαρχῶν ὡς ἀπεχθῶς διακειμένου καὶ ῥᾳδίως κακόν τι βουλεύσαντος , εἰ μὴ τάχιστα
δὲ αὐτοῦ καὶ τὸ σῶμα ἑλκῶσαι . Φαύλως δὲ αὐτοῦ διακειμένου , ἐλθεῖν εἰς ἐπίσκηψιν Ἐλίφαν τὸν Θαιμανιτῶν βασιλέα ,
6179488 νεοκοτα
στροφὴ κώλων δʹ . ἄνια ] ἀνίατα , λυπηρά . νεόκοτα ] † ἐκ νέας ὀργῆς δαίμονος ἐπελθόντα . δάϊ
καὶ ἀνιαρά . . ἄνια ] τὰ λυπηρά . . νεόκοτα ] νεωστὶ μηνυθέντα κακὰ ὑπό τινος τῶν δαιμόνων .
6176345 θρασους
λέγοντες : ὁ βίος δὲ παμμίαρος αὐτῶν , ἀμαθίας καὶ θράσους καὶ ἀσελγείας ἀνάπλεως , ὕβρις οὐ μικρὰ καθ '
, καὶ τρέχω τὸν περὶ ψυχῆς , καὶ τὸ τοῦ θράσους , τῆς ἀναιδείας . Τούτων εἰσὶ καὶ αἱ ἐλλείψεις
6175510 Κασσανδρα
ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε Κασσάνδρα τέ μοι . . . χαίρουσιν ἄλλοι , μητρὶ
αὐτῶι ἑτέρα ἀπήνη , ἔνθα ἦν τὰ λάφυρα καὶ ἡ Κασσάνδρα . αὐτὸς μὲν οὖν προεισέρχεται εἰς τὸν οἶκον σὺν
6175367 Δωριωνος
. : Ἀριστόδημος δὲ ἐν δευτέρῳ Γελοίων ἀπομνημονευμάτων φησί : Δωρίωνος τοῦ κρουματοποιοῦ , κυλλόποδος ὄντος , ἀπώλετο ἐν συμποσίῳ
Ἐπιφράδεος τοῦ Χαριφήμου τοῦ Φιλοτέρπεος τοῦ Ἰδμονίδα τοῦ Εὐκλέους τοῦ Δωρίωνος τοῦ Ὀρφέως . Γοργίας δὲ ὁ Λεοντῖνος . εἰς

Back