τύχην νοσήσας , τῆς δὲ φίλης αὐτοῦ αἰφνίδιον ἐπεισελθούσης καὶ εὑρούσης αὐτὸν ἐπὶ ψιάθου κείμενον , ἐντραπεὶς ᾐτιᾶτο τοὺς ἰατροὺς
μὲν γὰρ παῦσαι τῆς ἀλληλοφαγίας τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος , εὑρούσης μὲν Ἴσιδος τόν τε τοῦ πυροῦ καὶ τῆς κριθῆς
5866685 ἐμψυχιας
μὴ καὶ ταύτας τὰς ψυχὰς τῶν ζῴων ἀθανάτους δώσομεν ἃς ἐμψυχίας μόνας καὶ ἐντελεχείας εἰώθαμεν καλεῖν , οἷον σκώληκας καὶ
κατὰ πᾶσαν περιαγωγήν . , Ἀ . ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον . , Ἀναξίμανδρος . . .
5660887 τρεφουσης
συνεργεῖν δεῖ ἡμᾶς καὶ φροντίζειν , ὅπως τὸ γάλα τῆς τρεφούσης αὐτὸ χρηστὸν καὶ ἀπέριττον εἴη : μοχθηρὸν γὰρ ὑπάρχον
γῆρας καὶ ἡ βραχεῖα ἡλικία παρεοίκαςκαὶ πρὸς τὸ χρῄζειν τῆς τρεφούσης . μητρυιὰ δὲ ὥσπερ ἀπηνὴς ἐπικειμένη ἐστὶν ὁ Πελίας
5640777 ἰδιοτροπιας
ἀξίας δὲ τῆς ἐσομένης εἶδος ἀπὸ τῆς τῶν δορυφορησάντων ἀστέρων ἰδιοτροπίας θεωρητέον , ἐπειδήπερ ὁ μὲν τοῦ Κρόνου τὴν κυρίαν
, καθ ' ὃ διὰ τῆς φυσικῆς τῶν σχηματισμῶν αὐτῶν ἰδιοτροπίας τὰς ἀποτελουμένας μεταβολὰς τῶν ἐμπεριεχομένων ἐπισκεπτόμεθα , τὸ μὲν
5471092 ἐμφορηθεις
. : ἐτελεύτησε δέ , ὥς φησιν Ἕρμιππος , ἄκρατον ἐμφορηθεὶς πολὺν καὶ παρακόψας , ἤδη γεγονὼς ἔτος πέμπτον καὶ
τὴν κορυφὴν ἀνατρέχοντα : οὕτως οὖν τῆς ἐρωμένης ὁ πολύπους ἐμφορηθεὶς ἐπὶ τὴν θάλασσαν αὖθις ἐπείγεται . Οἱ δὲ ταύτης
5396609 ἑδνον
συγκόπτεσθαι ξένον , ἐπεὶ οὕτως ἔχει τὸ σπάργανον , τὸ ἕδνον , τὸ τέκνον , τὸ δάκνω , τὸ Ἐριχθονίδαι
ὁ Πέλοψ ἐξαίρετον εἴληφε παρὰ τῆς Ἱπποδαμείας νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἕδνον . ἔπελθε . ὕμνησον . ἀκρωτήριον Ἄλιδος : τὴν
5342903 ἀποτμηθεισης
: λέγει δὲ τὸν Βελλεροφόντην . ὅτι δὲ τῆς Γοργόνος ἀποτμηθείσης τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τοῦ Περσέως ἀνεδόθη ὁ Πήγασος ἵππος
ὀρθάς . ἔστι δ ' ἡ τραγάκανθα δάκρυον τῆς ῥίζης ἀποτμηθείσης ἐπισυνιστάμενον , ἧς διαφέρει ἡ διαυγὴς καὶ λεία καὶ
5336682 εὐτελους
, ἐκ τοῦ γλίσχρου καὶ ἀντιλόγου πεποιημένου , ἀπρεποῦς καὶ εὐτελοῦς . , μικροῦ τινος καὶ δι ' ὀλίγων λόγων
τὸ πόνον δ ' ἀμέγαρτον ὄφελλεν . ἐπὶ μὲν τοῦ εὐτελοῦς κατὰ στέρησιν τοῦ α παρὰ τὸ μεγαίρω , τὸ
5314905 χροιας
καὶ μερῶν καὶ πάντων εὐωνύμων . Καὶ πάλιν διακρίνονται εἰς χροίας τε καὶ γεύσεις : ὁ Κρόνος μαῦρος , μόλυβδος
τῆς βαθυτάτης κατὰ τοῦ δάσους ἢ τῆς ὑπὸ τῶν ἴων χροίας μελαινομένης . ὑπὸ τὸ δάσος τῶν ἴων . *
5210417 συκης
. ἀσθενῆ , ἀδύνατον . . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς συκῆς , διότι ἔνι ἡ συκῆ ἀνίσχυρος , καὶ θραύεται
μείζονος αἴτιον τῷ ἐσχάτῳ , ὡς τοῦ φυλλορροεῖν καὶ τῆς συκῆς μέσα τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπὸν καὶ τὸ πλατύφυλλον ,
5174494 βοτανης
ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα βοτάνης * ὀπάζεο : λάμβανε ἐπιλέγεο δίδοθι χαιτήεσσαν : εἰ
, ἤτοι ἄλφιτα νεοθηλέα ] νεωστὶ βλαστήσαντα φυλλάδα ] εἶδος βοτάνης φυλλάδα ] βοτάνην τινά ἰσχνήν ] ξηράν , λεπτήν
5169799 στερησεως
α εἰς η , ἠκεστός . καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , ἥτις πολλάκις λαμβάνει τὸ ν , ἀνήκεστος ,
ὁ τρόπος τῆς μεταχειρίσεως : παραθεὶς γὰρ ἐξ ὑπάρξεως καὶ στερήσεως καὶ κόψας τὰ νοήματα λέγει , πότερον ὅτι ὑμεῖς
5154452 φιλαργυριας
εἶναι καὶ Βάτωνα καλεῖσθαι . ἀτηρότερον δ ' αἰτῶν ὑπὸ φιλαργυρίας ἴσχυσε Θηβαῖος γενέσθαι . Φέρει μὲν οὖν σπουδαῖον οὐδέν
οὖν , τέκνα μου , ἀπὸ τῆς πορνείας καὶ τῆς φιλαργυρίας , ἀκούσατε Ἰούδα τοῦ πατρὸς ὑμῶν , ὅτι ταῦτα
5147926 ἡμερου
ἢ σεύτλου ἢ πιτύρων ἢ σησάμου ἢ μαλάχης ἀγρίας ἢ ἡμέρου : συμπάσσειν δὲ καὶ ἀλεύρῳ κυαμίνῳ ἢ μυροβαλάνῳ :
εἶναι . πανταχοῦ μὲν οὖν ἴσως αἰεὶ τὸ ἄγριον τοῦ ἡμέρου πλεῖον , εἰ δὲ μή , περί γε τὴν
5144510 γεννημα
φίλη καὶ προσφιλὴς ἡμῖν κούρα καὶ παρθένε Λητογένεια καὶ τὸ γέννημα τῆς Λητοῦς , εὖ καὶ καλῶς καὶ ἐπιστημόνως τὸ
δὲ ὑπὸ τοῦ γεννήσαντος καὶ οἷον εἰδοποιούμενον . Νοῦ δὲ γέννημα λόγος τις καὶ ὑπόστασις , τὸ διανοούμενον : τοῦτο
5131459 χαλκευτικης
λόγον σκέψις αὐτῇ γεγένηται , ὡς ἐπὶ τῆς τεκτονικῆς καὶ χαλκευτικῆς καὶ τῶν τοιούτων . εἰπὼν δὲ περὶ τῆς θεωρητικῆς
καὶ τῶν φυσικῶν λόγων , τὸ δὲ χειρουργικὸν ἔκ τε χαλκευτικῆς καὶ οἰκοδομικῆς καὶ τεκτονικῆς καὶ ζωγραφικῆς καὶ τῆς ἐν
5113937 πραξεως
. , . . , . αἰγίθαλλος : ὄρνεον κωλυτικὸν πράξεως . Ἀλκαῖος Γανυμήδῃ ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα .
χρωμένου ὁ κατήγορος τῇ δευτέρᾳ χρήσεται μεταθέσει τὸν τρόπον τῆς πράξεως αἰτιώμενος : ἐπὶ μὲν γὰρ τῇ πρώτῃ τὴν πρᾶξιν
5112634 σκευαζομενης
τροφῶν καὶ δι ' ἀλόης καὶ τῆς δι ' αὐτῆς σκευαζομένης πικρᾶς , διδόναι δὲ πίνειν συνεχῶς καὶ τὰ πλεῖστα
λέγοντος , ” Τοῦ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῦ ὄντος , σκευαζομένης θοίνης ἀκυροτέρα ἡ κρίσις “ ; Ὅτι γε μὴν
5102817 ποιοτητος
, προσπίπτων ἢ λίθοις ἢ σκληροῖς βώλοις , καὶ τῆς ποιότητος τῆς γῆς ἀντιλαμβανόμενος γεῶδες τὸ ἔλαιον ποιήσει . δεῖ
ἀθάνατον , ἀίδιον , ἀγέννητον . Τρίτον δὲ ἴδιον τῆς ποιότητος τὸ ἀπογεννώμενον ἐκ τοῦ πρώτου ἰδίου , τοῦ ἐπιδέχεσθαι
5093352 μορφης
καὶ τὸν κλύδωνα τῶν συμφορῶν καὶ τὴν ἀλλοίωσιν τῆς ἐμῆς μορφῆς , ὅθεν μοι ἐπῆλθεν . εἶτα ἀφηγεῖται τὴν πᾶσαν
Λάκωνας λόγος κατέχει , δεινὸν τοὺς ἀκούοντας δελεάσαι καὶ λαμπροτέρας μορφῆς ἔννοιαν αὐτοῖς παρασχεῖν ; εἰ μὲν γὰρ παρ '
5082656 ἐλατης
δὲ ἔλαιον ἔχε ἀδηκτότατον διαφορητικόν , ὥσπερ τὸ διὰ τῆς ἐλάτης . καὶ μέντοι καὶ τερεβινθίνης ἔξεστιν ἐμβαλεῖν γο Ϛʹ
μέμνηται δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , .
5064312 ὀρεκτικης
ἄλλη γὰρ ἡ θρεπτικὴ τῆς αἰσθητικῆς , καὶ αὕτη τῆς ὀρεκτικῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ νοῦ καὶ μάλιστα τοῦ θεωρητικοῦ
δέ τι τῆς ἐν ἡμῖν τῶν κατὰ μέρος σιτίων ἑκάστοτε ὀρεκτικῆς δυνάμεως . ἐκδέχεται δὲ αὐτὴν ἡ ἐπὶ τὸ ἧπαρ
5059611 ἀντιρροπου
Εἰ τὸ μὲν ἐπιτεταμένης πέφυκε θερμότητος , ἐκεῖνο δὲ τῆς ἀντιρρόπου ψυχρότητοςαἱ γὰρ εἰς ἄκρον ἰοῦσαι ποιότητες λύειν εἰώθασι τὴν
αὐτὸν ἔχειν πρὸς τὰς περὶ τὴν αἴσθησιν δυνάμεις γίνεται , ἀντιρρόπου οὔσης τῆς κατ ' αὐτὸ ἐνεργείας , τῇ καθ
5036546 Δαυνιας
Σιποῦντος κατάγεται καὶ μάλιστα ὁ σῖτος . δείκνυται δὲ τῆς Δαυνίας περὶ λόφον ᾧ ὄνομα Δρίον ἡρῷα , τὸ μὲν
Ἀργυρίνους καὶ Κεραυνίων νάπας ” . Ἀργύριππα , πόλις τῆς Δαυνίας κατὰ τὸν Ἰόνιον κόλπον . Λυκόφρων „ ὁ δ
5023684 διττης
δυνατὸν ἡμῖν τρόπον . Ὡς μὲν οὖν ἁπλῶς εἰπεῖν , διττῆς οὔσης περὶ τὸν ἴδιον δαίμονα πραγματείας , τῆς μὲν
καὶ ἑτέρου αἰσθητηρίου , ἐκ τούτων πιστεύσειεν ἄν τις . διττῆς γὰρ οὔσης σχέσεως , καθ ' ἣν ἂν αἴσθησις
5010573 Κριωθεν
Ἀλλὰ ῥᾴδιον . Ἐμοὶ μὲν ὄνομα Πισθέταιρος , τῳδεδὶ Εὐελπίδης Κριῶθεν . Ἀλλὰ χαίρετον ἄμφω . Δεχόμεθα . Δεῦρο τοίνυν
καὶ Θρίηθεν καὶ ἔστι δῆμος τῆς Οἰνηίδος , ἐὰν δὲ Κριῶθεν , τῆς Ἀντιοχίδος . Ἄλλως . Κριὸς δῆμος τῆς
4996486 δυσγενειας
βουλομένοις ταύτης τῆς εὐγενείας ἢ Τριβαλλοί τε καὶ Λευκανοὶ τῆς δυσγενείας . ἡ μὲν οὖν Ἰσοκράτους λέξις ἡ κάλλιστα τῶν
, ἀλλ ' ὅμως ῥύπον τινὰ ἐγγίνεσθαι ὑπὸ τῆς ὑπερβαλλούσης δυσγενείας , οἷον εἴ τις ἡταιρηκότος υἱὸς εἴη : πῶς
4985734 ζητουσης
μηδενὸς ἐπερείδοντος ; ἐξ οὗ φάσματι ἂν ἐοικέναι δόξαι , ζητούσης ἀεὶ τῆς διανοίας βάσιν σωματικήν , ἣν πᾶν ἔχειν
αἰτίαν φασί , τὴν μὲν λέγουσαν ὅτι ἄρα τῆς Ἴσιδος ζητούσης πανταχόσε τὸν Ὄσιριν κύνες προηγούμενοι τὰ μὲν ἐπειρῶντο συνανιχνεύειν
4978234 ἀναγκαζουσης
ἐπεβούλευον καὶ τότε δυνηθέντες εἰργάσαντο τῆς τε ἄλλης ἀδικίας αὐτοὺς ἀναγκαζούσης οὐκ ἐχούσης ἐπὶ τῆς ἐκείνου βασιλείας ἐξουσίαν καὶ μάλιστά
, διὰ φιλοτεκνίαν εἰπεῖν . καὶ λέγουσι ὅτι τῆς μητρὸς ἀναγκαζούσης αὐτὸν γῆμαι ἔλεγεν , “ οὐδέπω καιρός . ”
4965239 φυτου
καὶ γυναιξί : καὶ τὰ κοΐκινα δὲ πλέγματα Αἰγυπτιακά ἐστι φυτοῦ τινος , ὅμοια τοῖς σχοινίνοις ἢ φοινικίνοις . τὸ
ἁδρὰν λαμβάνουσιν , οὐδαμοῦ μὲν τῆς ἄλλης οἰκουμένης εὑρισκομένου τοῦ φυτοῦ τούτου , τῆς δ ' ἐξ αὐτοῦ χρείας εἰς
4956413 ἀποτεκουσης
γόνου καὶ τῆς προφήτιδος , ἐν δὲ Σιδόνι τῆς Φοινίκης ἀποτεκούσης αὐτῆς τὸν γενόμενον υἱὸν Πυθαγόραν προσηγόρευσεν , ὅτι ἄρα
, ἀλλὰ τῆς ἀορίστου δυάδος διπλασιασάσης τὴν αὐτοδυάδα καὶ οὕτως ἀποτεκούσης τὴν τετράδα : ὥστε οὐκ ἂν τὸν ἐκεῖ ἀριθμὸν
4946008 παρδαλη
ἣν καὶ ἰξαλῆν ἐκάλουν καὶ τραγῆν , καί που καὶ παρδαλῆ ὑφασμένη , καὶ τὸ θήραιον τὸ Διονυσιακόν , καὶ
τύμπανα καὶ κύμβαλα , σκευῶν ἂν καὶ ταῦτα εἴη καὶ παρδαλῆ καὶ λεοντῆ , καὶ σανὶς καὶ λεύκωμα . καὶ
4938792 πυελου
, καὶ ἐγχέαι οὖρον παλαιὸν ἀναζέον ἐς τὸ κοῖλον τῆς πυέλου , καὶ ἀμφικαθίζεσθαι περικαλύψας εἵματι τὴν γυναῖκα , ὡς
καὶ μυσπολεῖ τι καταδεδυκώς . ἀλλ ' ἄθρει κατὰ τῆς πυέλου τὸ τρῆμ ' ὅπως μὴ ' κδύσεται . σὺ
4927481 Ἀμυκλου
Ὑάκινθον τὸν Ἀμύκλου καὶ Διομήδης νύμφης . ὃν Φοῖβος : Ἀμύκλου καὶ Διομήδης παῖς ἐγένετο , ᾧ ὄνομα Ὑάκινθος .
Καλλιστὼ καταστερίσας ἐκάλεσεν ἄρκτον . Ἀρκάδος δὲ καὶ Λεανείρας τῆς Ἀμύκλου ἢ Μεγανείρας τῆς Κρόκωνος , ὡς δὲ Εὔμηλος λέγει
4913618 ἐντεχνου
ῥητορικῆς ἔμπειρος . δεῖ δὲ γινώσκειν ὅτι περὶ μὲν τῆς ἐντέχνου ῥητορικῆς ἐν Φαίδρῳ διαλαμβάνει , περὶ δὲ τῆς δημώδους
γένος ἔχει μὲν οὔτε πόλεις οὔτε χώρας οὔτ ' ἄλλης ἐντέχνου κατασκευῆς ὑπογραφὴν οὐδεμίαν , ἐστὶ δὲ τῶν ὑπολοίπων ,
4911874 ἐλαιας
, καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι , κάρδαμον , δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς , χρυσοκόλλα , λευκὸς ἐλλέβορος , μέλας ,
αἰὲν ἐν φύλλοισι ] ἤτοι ἀεὶ θαλλούσης . . ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα ] πάρεστι γοῦν ταῖς ἐμαῖς χερσὶ
4909932 ἐπιχωριου
ἐν Δινδύμοις τῆς Μιλησίας οἰκοῦντες Ξέρξῃ χαριζόμενοι τὸν νεὼν τοῦ ἐπιχωρίου Ἀπόλλωνος τοῖς βαρβάροις προύδοσαν , καὶ ἐσυλήθη τὰ ἀναθήματα
, ἣ λέλογχεν ἐπισκοπεῖν ἀδελφάς , τὸν δ ' ἕτερον ἐπιχωρίου θεοῦ τινος ἢ δαίμονος Ἰανοῦ λεγομένου κατὰ τὴν ἐπιχώριον
4901162 ὁμοιωσεως
οὖν προσάξει ; τί ἱκανὸν ἀποστῆσαι ἡμᾶς τῆς πρὸς θεὸν ὁμοιώσεως καὶ φιλοσοφίας ; χρημάτων δόσις ἢ ἀφαίρεσις ; ἀλλὰ
ὄντως πατέρα ζητεῖν παρακελεύεται κἀκείνου ἔχεσθαι καὶ τῆς πρὸς ἐκεῖνον ὁμοιώσεως πλείστην ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι . καὶ οὕτως ἀμφότερα συμβαίνει ,
4890342 ἡμεριδος
Ἔστω δὴ καὶ φύλλα τηλεφίου καὶ νεωστὶ πεφυτευμένης ἐν βότρυσιν ἡμερίδος κλῆμα , σπέρμα τε κορίου τῆς ἀγρίας καὶ σκόροδον
εἶτα παρὰ τόνδε νέα μοσχίδια συκίδων , καὶ τὸ τρίτον ἡμερίδος ὄσχον , ὁ γέρων ὁδί , καὶ περὶ τὸ
4888238 ἀντεστρεφε
ἀλλ ' ἐνδέχεται τὴν ὄρεξιν ἐκκρουόμενον διαμένειν ἀτάραχον : καὶ ἀντέστρεφε δ ' ἂν πρὸς τὸν θυμὸν ἡ τῆς ἀντιλυπήσεως
: τὴν γὰρ ἀντιστρέφουσαν ἐλαμβάνομεν ἀντὶ τῆς , πρὸς ἣν ἀντέστρεφε , πρὸς τὸ δεῖξαι τὸ συμπέρασμα , ἀλλ '
4883267 ἑωλοκρασιαν
κατὰ τῶν ἀπαυδησάντων ἐν τῷ πότῳ κατασκιδνάναι , καλοῦντες τοῦτο ἑωλοκρασίαν . ἐγὼ δὲ μᾶλλον νομίζω πεποιῆσθαι τὸ ὄνομα ὑπὸ
Ξενία . Φιλία . Αἴτιος δ ' οὗτος , ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας τῆς ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἀδικημάτων
4877587 μιλακος
. Τὸν δὲ Κλέοχον ἀνελέσθαι , καὶ ὀνομάσαι ἀπὸ τῆς μίλακος Μίλητον . Τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα , καὶ φθονούμενον ὑπὸ
δὲ εἰς ὀξὺ προήκοντα καὶ παρακανθίζοντα , καθάπερ τὰ τοῦ μίλακος . καὶ ταῦτα μὲν ἄσχιστα : τὰ δὲ σχιστὰ
4872279 ἀρκουσης
. ἕδος δίκᾳ : δίκης ξεναρκοῦς , τῆς τοῖς ξένοις ἀρκούσης δικαιοσύνης κοινὸς ὢν ὀφθαλμός . ὦ Αἴγινα , ἤτοι
δύο προθέσεις παρείληφεν , κατά , ἀπό , τῆς ἑτέρας ἀρκούσης . . καταπάλμενος ? οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε
4869800 θριδακος
, μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης
κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ '
4854864 δεξαμενα
τῷ τοιούτῳ χυμῷ καὶ πρὸς τὴν ἐκείνου φύσιν τὴν ἀλλοίωσιν δεξάμενα : ἀλλὰ ταῦτα μέν , ὅταν ἐμπλέῃ τῷ κύτει
τόνονὀξύνεται γάρ , τῶν ἁπλῶν ἀποστραφέντων τὴν ὀξεῖανκαὶ μετοχῆς τόνον δεξάμενα , καὶ τὴν κλίσιν μετοχικωτέραν ἀπηνέγκατο . Ὁ πλοῦς
4854187 ἀσπαζομενον
καὶ μή . Τὸν μὲν πρὸ τοῦ δοκίμου τὸ φαινόμενον ἀσπαζόμενον πόρρω πάνυ τίθεμεν τῆς τέχνης , τὸν δὲ τἀληθῆ
. καθεστῶτα δὲ αὐτὸν ἰδὼν ὁ Ἀπολλώνιος καὶ τὴν γῆν ἀσπαζόμενον κατήγαγε παρὰ τοὺς ἐφόρους καὶ παρῃτήσατο τῆς δίκης .
4853088 συντηξεως
δὲ μᾶλλον , διότι τὴν ὑγρότητα τὴν γινομένην ἀπὸ τῆς συντήξεως λουομένων μὲν θερμὴν εἶναι συμβαίνει , λουσαμένων δὲ ψύχεσθαι
ἐξ ἐλαιῶν ἐοικότα , καὶ ταῦτα εἰδέναι θέμις σύμβολά τινος συντήξεως τυγχάνοντα , ἤτοι τῶν νεφρῶν αὐτῶν μόνων , ἢ
4849332 φυτικης
[ ὥσπερ κύκλος ] , ἄλλου ἐνδόντος εἰς τοῦτο τῆς φυτικῆς δυνάμεως καὶ γεννητικῆς λεγομένης τὸ ποιεῖν . Εἰ τοῦτο
τὸν ἄνθρωπον ἐκ θρεπτικοῦ καὶ αὐξητικοῦ καὶ διαπλαστικοῦ καὶ ἁπλῶς φυτικῆς δυνάμεως , ἣν εὐθὺς ἡ πρώτη καταβολὴ τῆς γονῆς
4849020 πικριας
τῆς πρὸς ἅπαντας εὐνοίας δεῖγμά ἐστιν ὁ λόγος , οὐ πικρίας οὐδὲ μισανθρωπίας . Οὐχ ἓν τὸ κωλῦόν ἐστιν ἀνακαλεῖν
αὐτῷ ψωμιζούσας : ἐδήλου γὰρ πάντως τὸ ὄναρ , ὡς πικρίας καὶ πόνων μετεσχηκὼς τῆς παιδεύσεως ἀειθαλῆ γεννήσει ποιήματα .
4846068 στολισμον
ἀμφὶ τῷ ἐμῷ κρατί : πολυτελείας : τρυφῆς : τὸν στολισμὸν , τὴν ἐσθῆτα : οὐκ ἀπαρχὰς , οὐ δωρεὰς
μὴ ] δοκῆις με ψεύδεσθαι [ , βλέπε ] τὸν στολισμὸν ὡς ἐγκεχάρακται [ ] . ἀσεβῆ ? αἱμαει [
4845816 κτιστωρ
προσδέξεσθαι τὴν δόσιν οὖσαν ἀκατηγόρητον . Ὅτι Φιντίας ὁ Φιντιάδος κτίστωρ , Ἀκράγαντος τύραννος , εἶδεν ὄναρ δηλοῦν τὴν τοῦ
Λαμάχῃ μιγεὶς Λευκοφάνην γεννᾷ , ἐξ οὗ κατάγεται Βάττος ὁ κτίστωρ Κυρήνης ὁ διὰ στάσιν ἐκ τῆς Θήρας χρησμῷ εἰς
4827113 Πιτυος
. Ἐκάλουν τὸν Πᾶνα βοηθόν , ὡς καὶ αὐτὸν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα : ἐπῄνουν τὴν Ἠχὼ τὸ Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ
ἀτοκίων καὶ κωλυτικῶν τῆς συλλήψεως ἐστὶ καὶ τὰ τοιαῦτα . Πίτυος φλοιοῦ , ῥοὸς βυρσοδεψικοῦ , ἑκάστου ἴσον τρίβε μετ
4821310 σατυρικης
τῆς τραγικῆς ὀρχήσεως εἶδος ἡ προσαγορευομένη ἐμμέλεια , τῆς δὲ σατυρικῆς ἡ σίκιννις , τῆς δὲ κωμικῆς ὁ κόρδαξ ,
μὲν λύειν τὸν βίον , κωμῳδίας δὲ συνιστᾶν αὐτόν , σατυρικῆς δὲ τοιούτοις θυμελικοῖς χαριεντισμοῖς καθηδύνειν αὐτόν . λυρικοὶ δέ
4814710 φερουσης
! γεμχνεν ? ? τῆς ἐπὶ Φρυγίαν τὴν μεγάλην [ φερούσης ] ὁδοῦ οστειλοενεαυειν ! ! ! ! ! !
ἐν τῇ διαιτᾶται καὶ θύρης καταρρακτῆς διὰ τῶν ἰκρίων κάτω φερούσης ἐς τὴν λίμνην . Τὰ δὲ νήπια παιδία δέουσι
4810603 πλατυφυλλου
μὲν καθ ' ἕκαστον μαλακόν , πρόμηκες ὡς τὸ τῆς πλατυφύλλου δάφνης , μεῖζον δὲ καὶ πλατύτερον καὶ περιφερέστερον ἐκ
εἶναι τὸν συλλογισμὸν οὕτως : ἡ ἄμπελος πλατύφυλλος , παντὸς πλατυφύλλου πήγνυται ὁ ὀπός , πᾶν ᾧ πήγνυται ὁ ὀπὸς
4809788 δαφνης
δὲ τῶν μὲν παχεῖαι μᾶλλον τῶν δὲ ἀνωμαλεῖς , καθάπερ δάφνης ἐλάας : τῶν δὲ πᾶσαι λεπταί , καθάπερ ἀμπέλου
ἁπαλὰ φύλλα τρίψας ἐν ὀξυκράτῳ πότιζε : ἢ λιβανωτοῦ καὶ δάφνης ἴσα λεάνας πρόσφερε : ἢ ἄλευρον καθαρὸν καὶ λιβανωτὸν
4795072 ἀμπελου
, λεπτότατον ἄλευρον γενόμενον . Ἀλφίτων πάλη συνεργασθεῖσα χυλῷ ἑλίκων ἀμπέλου ἢ πολυγόνου ἢ μήλων ναυτίας ἰᾶται καὶ πυρώσεις .
ὑποσφυρίσασθαι οἱ ποιηταὶ τὸ ὑπαρόσαι λέγουσιν . ὁμοίως δὲ τῆς ἀμπέλου τὸ ἀπὸ γῆς ἕως τῆς ἐκφύσεως τῶν κλημάτων καλεῖται
4788753 εὐτελειας
καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις . Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας : πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον
ἢ ὡς βούλει χρῶ , μηδὲν εὐλαβούμενος μηδὲ καταφρονῶν τῆς εὐτελείας : δίδου δὲ ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν . Εἰ δὲ
4763548 Ἐλεας
, εἶτα δι ' ἐπιστροφῆς τῷ διίῳ Σωκράτει . ἐξ Ἐλέας . Ἐλέα πόλις ἐν Ἰταλίᾳ . τὸν Ὁμήρου λόγον
. . . . ὅτι καὶ ὁ Παρμενίδης ὁ ἐξ Ἐλέας Πυθαγόρειος ἦν : ἐξ οὗ δῆλον ὅτι καὶ Ζήνων
4761332 αἰσθητικης
τὰ ἄλλα εἴδη κωλύσει . δῆλον δὲ μάλιστα ἐκ τῆς αἰσθητικῆς τοῦτο δυνάμεως : αὕτη γὰρ σῶμα μὲν οὐκ ἔστιν
. καὶ γὰρ καὶ ἡ κατὰ τὸ πείθεσθαι λόγῳ τῆς αἰσθητικῆς ἐνέργεια μόνου ἀνθρώπου ἐνέργεια , ὅτι μηδ ' ἁπλῶς
4756980 λαμβανουσης
τὰ μὲν πρῶτα ἐν τρυφαῖς καὶ ἡδυπαθείαις , ἔπειτα αὔξησιν λαμβανούσης αὐτῷ τῆς εὐπραγίας εἰς ὠμότητα καὶ ὀργὴν ἐξηνέχθη ,
γίνονται κατὰ τὰ μέρη τῆς γῆς , ὁτὲ μὲν ἀνάχυσιν λαμβανούσης τῆς θαλάσσης εἰς ἕτερον μέρος , ὁτὲ δὲ καὶ
4742854 Λιβυκης
καὶ ἀναρίθμητοί εἰσιν , αἱ μὲν ἐπὶ ταῖς προχοαῖς τῆς Λιβυκῆς θαλάσσης , αἱ δὲ ἐπὶ τῆς Ἀσίας , αἱ
ἡ τῶν Λιβοφοινίκων γῆ μέχρι τῆς τῶν Γαιτούλων ὀρεινῆς ἤδη Λιβυκῆς οὔσης . ἡ δ ' ὑπὲρ τῶν Γαιτούλων ἐστὶν
4726305 τυφλωσεως
ταῦτα δέ φησι καὶ τὰ ἑξῆς , ὡς καὶ τῆς τυφλώσεως αὐτοῦ οὔσης ἐν τῷ ποιήματι . Ἄλλως . ἐνταῦθα
ὑποκρινόμενος Κύκλωψ καὶ λάχανα ἐπιφερόμενος , ὡς δὲ καὶ τῆς τυφλώσεως αὐτοῦ οὔσης ἐν τῷ ποιήματι . “ κραιπαλῶντα ”
4720782 φορινης
, ἐπεὶ τάχ ' ἂν βοῦν ἢ νενημένην χοῖρον πολλῆς φορίνης , κοὐκ ἀλέκτορ ' , ἴητρα νούσων ἐποιεύμεσθα τὰς
ὡς μήτε κατακαῦσαι μήτ ' ὠμὸν ἀφελεῖν . καὶ τῆς φορίνης ἤδη γενομένης κραμβαλέας εἴκασα καὶ τἄλλο μέρος ἡψῆσθαι ἀποβαλών
4715629 φιλοτιμου
τὴν τέχνην παρὰ τὸν πότον . οὔσης δὲ λαμπρᾶς καὶ φιλοτίμου τῆς δοχῆς ψαλλόμενος ὁ Στρατόνικος οὐκ ἔχων δ '
ὃ ποιεῖ φόνου ἑκουσίου τὰς μεγίστας δίκας . δεύτερον δὲ φιλοτίμου ψυχῆς ἕξις , φθόνους ἐντίκτουσα , χαλεποὺς συνοίκους μάλιστα
4714038 καθαρμα
ταυρηδὸν ὑποβλέψας αὐτὸν „ μαίνῃ „ , ἔφη ” ὦ κάθαρμα . ” τοῦ δ ' οὐ μόνον πρὸς ὀργὴν
βάραθρον . ” καὶ ὁ Ξάνθος : „ παῦε , κάθαρμα : ἦ οὐκ οἶσθ ' ὅτι ταύ - την
4710064 διακρινουσης
γὰρ τὸ αἰτιατὸν ἀπὸ τοῦ αἰτίου , ὡς μετέχον τῆς διακρινούσης αἰτίας , διακρίνεται δέ πως καὶ ἀπὸ τοῦ αἰτιατοῦ
μήποτε γὰρ καὶ τὸ πᾶσι κοινὸν ἓν μεθεκτὸν ἀπὸ τῆς διακρινούσης αἰτίας πρόεισι : πολὺ γὰρ καὶ τοῦτο : πᾶν
4699851 ἐμφερους
δριμέων βρωμάτων προσφορᾶς , καὶ ὑπό τινος ἐπιφορᾶς χυμῶν δριμέων ἐμφεροῦς τῇ κατὰ τῆς ἐπιφανείας γιγνομένῃ , ὑφ ' ἧς
εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ ἐμφεροῦς μεγάλῳ , νήχεσθαί τε κατὰ ἀγέλας τοὺς μαργάρους ,
4699793 ἑξεως
αὐτὴν ἀναδοθῆναι ἢ πρὸ τροφῆς . πρὸς ἀναλογίαν δὲ τῆς ἕξεως καὶ ἡ διὰ τῆς αἰώρας κίνησις ἐπιτηδευέσθω , τὸ
ἀρχάς , τὰ τέλη δηλονότι , οὐ γινώσκομεν ἄνευ τῆς ἕξεως τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς : πονηρὸν γὰρ τιθέμεθα τέλος ὑπὸ
4699319 λαλησαντος
τὸ βρῶμα τῆς γνώσεως [ ὡς ] ἐξ ἀποκαλύψεως τοῦ λαλήσαντος αὐτῇ ὄφεως , σπορὰν ὑποτίθενται : καὶ ὥσπερ ἐν
] τὸ τυχὸν εἰπόντος , μουγγρίσαντος , φωνήσαντος , ποσῶς λαλήσαντος , φθεγξαμένου τι ἀπρεπές . διὰ τοὺς ἀσκουμένους νέους
4698876 βρυου
ὥστε μὴ μεταλαμβάνειν σαρκὸς , τρέφεσθαι δ ' ἐκ τοῦ βρύου καὶ τῆς ἰλύος , θεὸς δ ' αὐτὸν τῆς
ςʹʹ , κυπέρου , πεπέρεως , σπλάγχνου ἤτοι ὕπνου ἢ βρύου , ξυλοβαλσάμου , ἴρεως , ἀσάρου , κασίας μελαίνης
4693222 μονιας
, πανδαισίαν ἑορτῆς , ἐργαστήριον εὐφροσύνης , ταμιεῖον εὐδαι - μονίας . εἰ δέ τι καὶ τὰ φιλοσοφίας γε ἐστί
παρείη δὲ τοῦτο , ἤδη παραιρεῖταί τι τῆς εὐδαι - μονίας : ἢ οὕτω γε καθ ' ἑκάστην τὴν ἡμέραν
4686524 τραγικης
μοι λάφυρον γέγονας , ἀδίκου πάρεργον δαίμονος . ὢ τῆς τραγικῆς καὶ ἀπηνοῦς ἡμέρας : οἷόν μοι σκότος ἀνθ '
φαρέτρα καὶ κηρύκεια καὶ ῥόπαλα καὶ λεοντῆ καὶ παντευχία μέρη τραγικῆς ἀνδρείας σκευῆς . γυναικείας δὲ συρτὸς πορφυροῦς , παράπηχυ
4678102 μετεσχεν
εἶπε : τὴν γὰρ περιφερομένην ὡς Τηλαύγους ἐπιστολὴν ὅτι τε μετέσχεν Ἱππάσου καὶ Βροτίνου , μὴ εἶναι ἀξιόπιστον . ὁ
τοὺς πόθους Κυθήρης ἵνα καὶ ῥόδου κρατήσῃς . Ἀρετῆς πόσης μετέσχεν , ὅτ ' ἂν εἰς ῥόδον μετῆλθεν τὸ φυτὸν
4665415 φηγου
' ἐν ὄρεσσι : τὸν ἀποφερόμενον ὑγρὸν ὀπὸν εἶπε τῆς φηγοῦ . Κασπίῃ ἐν κόχλῳ : Κάσπιον πέλαγος ἐν τῷ
ὡς Παλλήνη Παλληνίς . Ἀπολλώνιος „ στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ „ . καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι ” τὰς θεσπιῳδοὺς
4659060 ἀποθεσεως
κατὰ λόγον ἐξαιμάτωσιν , τότε ἐστὶν ὁ πρέπων καιρὸς τῆς ἀποθέσεως τοῦ οὔρου . παρὰ φύσιν δὲ καιρός ἐστιν ἡ
τῶν καταγμάτων θεραπείᾳ , κατατάσεως , διαπλάσεως , ἐπιδέσεως , ἀποθέσεως , ἀπὸ τῆς κατατάσεως ἄρχεσθαι προσήκει τὴν θεραπείαν .
4658025 ἰτεας
ἐλαίου τὸ ἀρκοῦν . εἰς τὰ τηκτὰ ἑψεῖται τὰ τῆς ἰτέας φύλλα εἰς ἀποτρίτωσιν μετ ' ὄξους , καὶ αὐτὰ
μαλαχθὲν καὶ ἐπιτεθέν , ἰξὸς σὺν ῥητίνῃ καὶ κηρωτῇ , ἰτέας φύλλα σὺν κηρωτῇ . ῥήσσει δὲ φύματα πρόπολις ,
4649793 τεκουσης
χρή , πολλὰς γενείου τοῦδ ' ἂν ἐκτεῖναι λιτὰς μήποτε τεκούσης ἐς σφαγὰς ὦσαι ξίφος , εἰ μήτ ' ἐκεῖνος
Πάσας Προμηθεὺς τὰς γυναῖκας ἔπλασεν | κακάς . Πλὴν τῆς τεκούσης μὴ φιλεῖν ἄλλην θέλε . Πολλὴ γάρ ἐστι τῶν
4636954 θυμβρης
δὲ ἄλλων ὀρίγανον προσαγορεύεται : : καὶ τὰ στρόμβια τῆς θύμβρης κάλλιστον εἰδέναι , καὶ οὐκ ἂν μή ποτε ὑγιὴς
, νῆριν , πηγάνιόν τε περιβρυές , ἐν δέ τε θύμβρης δρεψάμενος βλαστὸν χαμαιευνάδος ἥ τε καθ ' ὕλην οἵας
4611151 μαντικης
ζυγῷ καὶ Ὑδροχόῳ καὶ Παρθένῳ , καὶ παντὶ δὲ εἴδει μαντικῆς χρηστέον . Θηρεύειν δὲ ἐν τοῖς θηριώδεσι ζῳδίοις τὴν
πετομένων ἢ ἀρνῶν σφαττομένων μηνύσαι τι τῶν κρυπτομένων οὐδὲ μέχρι μαντικῆς ἡ μετ ' ἐκείνων σοι συνήθεια , καίτοι καὶ
4607389 ἐκβαλλουσης
ἔχει , τῆς γῆς αὐτὸν μὴ δεχομένης , ἀλλ ' ἐκβαλλούσης τῶν οἰκείων ὡς ἂν εἴποις φυγάδα κόλπων . ἀλήτης
. ἐκ θατέρου δὲ μέρους οὔσης λίμνης μεγάλης εἰς ποταμὸν ἐκβαλλούσης , διέσκαψε τὸ προειρημένον ὄρος κατὰ τὴν ῥίζαν .
4603915 ἁλιφλοιος
τῆς ἡμερίδος , ἔπειτα τῆς πλατυφύλλου , καὶ τέταρτον ἡ ἁλίφλοιος , ἔσχατον δὲ καὶ πικρότατον ἡ αἰγίλωψ . οὐχ
, ἡμερὶς ἡ καὶ ἐτυμόδρυς , αἰγίλωψ , πλατύφυλλος καὶ ἁλίφλοιος . ἔχω δέ τοι οὐδ ' ὅσον ὤραν :
4601065 Διττης
ἧς μόνης γινώσκειν δυνατὸν ἀκριβῶς τῶν ὄντων τὴν φύσιν . Διττῆς γὰρ οὔσης τῆς τοῦ λόγου σχέσεως , καθὰ διώρισεν
εἰσαεὶ λαβόντα , μιμούμενα τὴν νοητὴν καθόσον δύναται φύσιν . Διττῆς δὲ φύσεως ταύτης οὔσης , νοητῆς , τῆς δὲ
4599167 ἰατρικης
τὰ πράγματα εἴληφε τὰς ἐπιδόσεις καὶ παραδείγματα ἐπάξει νόμων τεχνῶν ἰατρικῆς κυβερνητικῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν τοιούτων . ἕκαστα δὲ τούτων
ὁρῶ καὶ ἃ εὖ ποιοῦσι τοὺς κάμνοντας ὑπὸ φαρμάκων καὶ ἰατρικῆς ἀνιστάντες : ὁ γοῦν Ἀσκληπιὸς αὐτὸς καὶ οἱ παῖδες
4596000 πρακτικης
. τὸ μὲν γὰρ κτήσασθαι φρόνησιν ποιητικῆς τινός ἐστι καὶ πρακτικῆς ἀρετῆς ἔργον , ἧς τέλος οὐ τὸ κατιδεῖν ἁπλῶς
προτέρας ἀφίκοιτο εἶδος ἕξεως . καὶ πρῶτά γε τὰ τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς παρατίθεται παραγγέλματα . πρῶτον γὰρ δεῖ τάξαι τὴν
4587032 ὑφῃρει
ὁ τῆς τούτου κομιδῆς ἐγχειρισθεὶς τὴν φροντίδα τῶν μὲν κριθῶν ὑφῄρει , λίθους δὲ ὑποπάττων ἐκείνῳ μὲν ἄβρωτον τὸ πλεῖστον
ὑφῄρει δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκτείνει . . τὴν χεῖρ ' ὑφῄρει : Ἐν ᾗ τὴν χύτραν κατεῖχεν λάθρα . Θ
4586985 ἀποκρουστικης
οὖν οὐ μόνον ἐστὶ λεπτομερές , ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς ἀποκρουστικῆς δυνάμεως οὐ μετρίως μετείληφεν , ὅθεν εἰκότως ἐν ἀρχῇ
δ ' ὀξυλάπαθον μικτῆς : ἅμα γὰρ τῇ διαφορητικῇ καὶ ἀποκρουστικῆς τι μετέχει . τὸ δὲ σπέρμα αὐτῶν ἔχει τι
4586884 φυομενης
τοῖς χείλεσι τοῦ ποταμοῦ , πολλῆς καὶ παντοίας ἐν αὐτοῖς φυομένης τροφῆς . διόπερ ὅταν γεύσωνται τοῦ θρύου καὶ τοῦ
Φρύνιχος τῆς Ἀτταλίδος . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς ἐν αὐτῷ φυομένης ἄγνου . ἐπιπολάζει γὰρ καὶ τοῦτο τὸ εἶδος παρ
4584699 εἰκονος
γνωσθέντος γὰρ τοῦ κατὰ τὸ παράδειγμα ἑστῶτος καὶ τὸ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ , ὃν δὴ χρόνον λέγουσιν εἶναι , τάχ
Εὔπολις εἴρηκε τὴν Ξανθίου τοῦ σιδηρέως , οὗ ἐπὶ τῆς εἰκόνος ἐπιγέγραπται σιδηρόφυσα . τὰ δὲ ἐργαλεῖα τούτων φῦσαι ἀκροφύσια
4582840 καλουμενης
κρηπῖδα κατεβάλετο Ῥωμύλος : ὃς ἐκ Ῥέας Σιλβίας , οὕτω καλουμένης Ἑστιακῆς παρθένου , τῷ Ἄρεϊ συνελθούσης , ὡς ὁ
καὶ τῶν γογγυλῶν , ἃς βουνιάδας ὀνομάζουσι , καὶ τῆς καλουμένης κάρους . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα ,
4577705 ἐντολης
λόγους μου , τοῦ ποιεῖν τὰ δικαιώματα Κυρίου καὶ ὑπακούειν ἐντολῆς Κυρίου Θεοῦ . Καὶ μὴ πορεύεσθε ὀπίσω τῶν ἐπιθυμιῶν
ἔγνω ὡς μὴ δέον αὐτήν ἐστι παρακοῦσαι τῆς τοῦ πατρὸς ἐντολῆς καὶ καλὴν Πόνῳ συνελθοῦσα θυγατέρα ἐποίησεν , ἣν Εὕρεσιν
4575145 ἐγγονον
ἔστι δήπου πολυχρονιώτατον ὡς ἐν ποδάγρᾳ τὸ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ ἔγγονον ῥεῦμα καὶ ὀδυνηρὸν μετρίως χαῖρόν τε τοῖς κατὰ δύναμιν
Ἀλκμαιωνίδην , τὸν ἀπὸ γένους πολίτην , τὸν τῶν τυραννοκτόνων ἔγγονον , τυραννίδος ἐπιθυμῆσαι , τὴν δὲ νεότητα καὶ τὸ
4562458 Ἀρετης
τὸν ἀέρα περιπολοῦσαι ἐφορῶσι τὰ τῇδε . Ἢ ἀπὸ τῆς Ἀρετῆς , ὥς φησιν Ὀρφεύς : Μητέρα δ ' ἡρώων
εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι . οὕτω πως διώικει Πρόδικος τὴν ὑπ ' Ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν : ἐκόσμησε μέντοι τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις
4560142 οἰκοδομικης
οὖν . Καὶ συμπάσης γε ὡς ἔπος εἰπεῖν ἔοικεν τῆς οἰκοδομικῆς πέρι τήν γε δὴ νέαν καὶ ἀοίκητον ἐν τῷ
τεχνῶν τῶν μὴ λογικῶν , οἷον τῆς τεκτονικῆς , τῆς οἰκοδομικῆς , τῆς λιθοξοϊκῆς καὶ τῶν τοιούτων : αὗται γὰρ
4551966 δεχομενης
βούλει μερίδος θησόμεθα σέ ; πότερον τῆς μετρίας καὶ παραίτησιν δεχομένης , ἢ τῆς φαυλοτάτης τε καὶ κακίστης καὶ παντὸς
τροπικῶς τοῦτο εἴρηκεν ἐκ μεταφορᾶς τῆς αὔλακος τῆς εἰς βάθος δεχομένης τὰ σπέρματα καὶ πολύχουν βλαστανούσης καὶ ἀποδιδούσης καρπόν .
4548457 ἀληπτος
δ ' εἶχεν ἄφυκτος εἶναι , ὥσπερ ἡ Τευμησσία ἀλώπηξ ἄληπτος : καὶ διὰ τοῦτο ἀπελιθώθησαν ἄμφω , ὁ μὲν
εὐθεῖαν . ἄσεμνα : ἀπρεπῆ . ἀτρεκέστατος : ἀληθέστατος . ἄληπτος : ἀκράτητος . ἅλις : ἀρκούντως . ἄνασσα :
4547350 τυραννικωτερον
ἔσκωπτεν εἰς Ἄδωνιν . ἀναγώγως δέ πως τοῦ μειρακίσκου καὶ τυραννικώτερον αὐτῇ συναντήσαντος ἐμβλέψασα τῇ θυγατρὶ μετ ' αὐτῆς συμπορευομένῃ
, οὐδ ' ἐστὶν ὅντινα τῶν γενομένων ἕτερον ὑποδέξεται χρῆμα τυραννικώτερον . μοῖρα τοῦτο παντὸς ἀνθρώπου , ὑπ ' οὐδενὸς
4545407 κολλητικον
μὲν ἀφέψημα αὐτῶν καὶ δυσεντερικοῖς ἐνίεται καὶ ὠσὶ πυορροοῦσι καὶ κολλητικὸν ὑπάρχει μεγάλων τραυμάτων . ἐνεργέστερον δὲ ταῦτα ποιεῖ μετ
καὶ μηδεμιᾶς δυσχερείας ὑποπτευομένης αὐτόθι , μετὰ τὰς ῥαφὰς σπληνίον κολλητικὸν ἀφλεγμάντου δυνάμεως ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεσμεῖν : ἐφ ' ὧν
4545180 σφενδαμνου
ἡμέραν διδομένων . τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων . Κρατῖνος : γαυριῶσαι δ ' ἀναμένουσιν ὧδ
. οἱ δ ' ἄλλως διαιροῦσι καὶ ἕτερον ποιοῦσιν εἶδος σφενδάμνου καὶ ζυγίας . Ἅπαντα δὲ ὅσα κοινὰ τῶν ὀρῶν
4545010 βουλησεως
; ἕτερον δέ ἐστιν οὐκ ἀποδέον τούτου δεῖγμα σαφέστατον τῆς βουλήσεως τοῦ Σεβαστοῦ : διετάξατο γὰρ ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων
. Ἤμελλε γάρ που ὁ φὺς κύριος ἔσεσθαι τῆς ἑαυτοῦ βουλήσεως , καὶ οὔτε τις Ἀπόλλων , οὔτε τις αὐτοῦ
4541445 σπερματικης
: „ τὰ δὲ οὐδὲ φύει τὴν ἀνθήλην οὐδὲ τῆς σπερματικῆς ἴχνος κορυνήσεως οὐδὲ σπερματώσεως , οἷον μύκης , ὕδνον
φυτῶν : τὰ δὲ οὐδὲ φύει τὴν ἀνθήλην οὐδὲ τῆς σπερματικῆς ἴχνος κορυνήσεως οὐδὲ σπερματώσεως , οἷον μύκης , ὕδνον

Back