τῷ Ἄργει διάγειν καὶ ζῆν , ἔνθα οὐκ ἂν ἀπαρρησίαστος διετέλεσα οὐδὲ κάτω βλέπων καὶ κρύπτων ἐμαυτοῦ τὸ ἐλεύθερον .
ἐπὶ τοῖς προτέροις ἔργοις τιμὰς καὶ χάριτας ἀφανίσαι . καὶ διετέλεσα πάντα τὸν μεταξὺ χρόνον στρατευόμενος καὶ ταλαιπωρῶν καὶ οὐδένα
5136506 σωσασα
Πόντου , ἐὰν πάμπολυ , ταύτης τῆς μεγάλης εὐεργεσίας , σώσασα ἃ νυνδὴ ἔλεγον , καὶ αὐτὸν καὶ παῖδας καὶ
τοῦ θείου , ὅτε ἐγὼ μὲν τὸν γενόμενόν μοι ἄνδρα σώσασα τοιαύτην χάριτα παρὰ τοῦ δαιμονίου λαμβάνω , Λαοδίκη δὲ
4769696 ἐμαυτῳ
γὰρ ξυνῆν μὲν ἡλικιώταις ἡδόμενος ἡδομένοις ἐμοί , συνῆν δὲ ἐμαυτῷ , ὁπότε ἡσυχίας ἐπιθυμήσαιμι , διῆγον δ ' ἐν
ἑώρων τοὺς μὲν ἄλλους παρασκευαζομένους ὅπως θύσωσι καὶ εὐωχήσωνται , ἐμαυτῷ δὲ οὐ πάνυ ἑορτάσιμα ὄντα . καὶ δὴ προσελθὼν
4735972 τιμιωτατε
προσήκασθαι τὴν τοιαύτην πλάσιν οὐκ εὔλογον : υἱὲ , Καρπωνιανὲ τιμιώτατε : καὶ γὰρ εἰ τύχη σέ τις εὐδαίμων ὑπηρετεῖν
δικαίαν σου ψυχὴν ἀπό σου . καὶ νῦν γίνωσκε , τιμιώτατε Ἁβραὰμ , ὅτι μέλλεις ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ καταλιπεῖν
4720963 καταπαρδειν
χειροτεχνῶν : Τῶν πενήτων . . τῶν πτωχῶν . . καταπαρδεῖν : καταγελᾶν . . καταφρονεῖν : παίζει δέ .
τύπτουσαν ” λιπαρὸς ] ἀλειμμένος ἔλαιον ὡς ὑγρὸν καὶ θερμόν καταπαρδεῖν ] καταφρονεῖν ἡμῖν ] ἀφ ' ἡμῶν ἡπίτριπτος ]
4669172 ἐμαυτον
μὴ λύσω τῶν κατηγορημένων , οὐχ ὑμᾶς , ἀλλ ' ἐμαυτὸν αἰτιάσομαι . Ἐπειδὴ γὰρ οἱ πρεσβύτεροι ταῖς ἡλικίαις ὑπὲρ
ἐκ γῆς . διαφυγὼν δ ' ἐγὼ φόνον καθῆκ ' ἐμαυτὸν εἰς ἅλ ' ἄγκυραν πάρα : ἤδη δὲ κάμνονθ
4635981 καυχωμενου
. προβαίνοντος δὲ τοῦ πότου , καὶ πάλιν τοῦ Διονυσίου καυχωμένου περὶ τῶν ἰδίων ποιημάτων , καί τινας στίχους τῶν
ὡς λῃστήν , βίαν τε προσφέρει καὶ δεκαταίους αἱρεῖ : καυχωμένου δ ' ὅτι ἣν Ἀγαμέμνων πόλιν δεκάτῳ ἔτει μόλις
4618414 ἐμαυτου
μάλα : ἐγὼ δὲ τὸν ἐπιχώριον ὀμοῦμαί σοι ἐν τῷ ἐμαυτοῦ λόγῳ . Ἴστω τοίνυν ὁ Ζεὺς ὁ Φίλιος ,
τῆς ἐκείνων σοφίας ᾤμην προσήκειν ἐμοί , μέμνημαί τε τῶν ἐμαυτοῦ διδασκάλων καὶ περίειμι διδάσκων , ἃ ἐκείνων ἤκουσα ,
4455579 κεκλοφας
ἃς πάσχεις νῦν . . πρὶν ] ὅτε τὸ πῦρ κέκλοφας . αὐθαδίσμασιν ] κομπάσμασιν : ἔλεγ ' ὡς δικαίως
πῦρ κέκλοφας αὐθαδίσμασιν ] κομπάσμασιν : ἔλεγες γὰρ ὡς δικαίως κέκλοφας τάσδε ] ἐν αἷς νῦν τυγχάνεις πημονὰς ] βλάβας
4446288 κἀγω
γῆς ἀπελήλυθε ; φυλάττεται παρὰ τίσιν ; οὐ γὰρ δὴ κἀγὼ καθάπερ ἐκεῖνος ἐν ὑποψίαις εἰμί , ὡς ἀπιστεῖσθαι .
ἀλλὰ πρὸς τὰς τῶν πραγμάτων φύσεις καὶ μεταπτώσεις . οὕτω κἀγὼ καθάπερ τι φοβερὸν θηρίον κεχαρισμένοις λόγοις τιθασεύσας τὸν Ἀλέξανδρον
4419881 σταθμωμενος
ἀρετὴν κρίνων , ἀλλ ' ἐξ ἀρετῆς τὰ τῆς φιλίας σταθμώμενος . . . Σοφιστοῦ δὲ θύραν ἐκ μικροτέρας γλώττης
τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι , τοῖσί τε λεγομένοισι πρότερον ἐκ τούτου σταθμώμενος καὶ τῷ ἐόντι , ὅτι πολιήτης μὲν πολιήτῃ εὖ
4408994 προσεδοκησα
ὁ ἐξ ὑμῶν οὗτος ἀπροσδόκητος χωρισμός , ὃν οὕτως οὔποτε προσεδόκησα , ἀλλ ' ἀεὶ δι ' ἐντεύξεως εἶχον ὑφ
ὦ στρατηγέ , ὅπως ὀρθῶς ἀπεκρίθην ; ἃ γὰρ μὴ προσεδόκησα , καὶ συνήντησά σοι , καὶ εἰς εἱρκτὴν ἤδη
4381171 ἐπισταμαι
ἀρχὴν Σκαμανδρίῳ τῷ παιδὶ κατέλιπεν . ταῦτα δὲ ἔχοντα οὕτως ἐπίσταμαι σαφῶς ὅτι οὐδεὶς ἀποδέξεται , φήσουσι δὲ ψευδῆ πάντες
ἐκ φιλανθρωπίας κτήσασθαι δόξαν , καὶ οὕτως ἐγώ σε καλῶς ἐπίσταμαι ὥστε καὶ ὑπεσχόμην αὐτοῖς τὰ βελτίω , καὶ νῦν
4354992 ἐκτεθραμμενος
ὦ πρεσβῦτα , συμβουλεύομεν , εἴ σοι τις υἱός ἐστιν ἐκτεθραμμένος , πέμπειν ἐκεῖνον ἀντὶ σαυτοῦ μανθάνειν . ἀλλ '
μοι ἀγαθόν τι , τί δεῖ με ποιεῖν . . ἐκτεθραμμένος ] ἐνήλικος , εἰς τελείαν ἡλικίαν , ἀπὸ βρέφους
4351000 ἀνεκειμην
δ ' ἐγὼ οὐδενὸς ἦσθον ἁπλῶς , μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν
δ ' ἐγὼ οὐδενὸς ἦσθον ἁπλῶς , μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν
4346351 εἰμι
γάρ με δόξαι πτωχὸν εἶναι τήμερον , εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί , φαίνεσθαι δὲ μή : τοὺς μὲν θεατὰς εἰδέναι
οὖν οὐκ ἐρεῖ παρῆλθον τόδε , νῦν δὲ ἐν ἄλλῳ εἰμί ; Εἰ δὲ καὶ ἐφορᾷ τὰ ἀνθρώπων , πῶς
4344088 ἠδυναμην
τοῦ προσώπου μου [ ἄγγελον ] ? ? οὗ οὐκ ἠδυνάμην [ ἀναζωγραφῆσαι ] ? ? τὸ [ φέγγος !
Ἕλληνες . ἦσθα Ἀττικοί , ἦς Ἕλληνες . ἤμελλον ἠβουλόμην ἠδυνάμην ηὐξάμην διὰ τοῦ η : διὰ δὲ τοῦ ε
4342188 διεμεινα
: ἥτις ὀρφανὸν ὑπὸ τοῦ πατρὸς καταλειφθέντα σε παραλαβοῦσα νήπιον διέμεινα ἐπὶ σοὶ χήρα καὶ τοὺς ἐπὶ τῆς παιδοτροφίας ἀνήντλησα
: καὶ πολλῶν ἀγχομένων ἐν τῇ θαλάσσῃ , ἐγὼ ἀβλαβὴς διέμεινα . Πρῶτος ἐγὼ ἐποίησα σκάφος ἐν θαλάσσῃ ἐπιπλέειν ,
4290677 ἐγενομην
γὰρ εἶς βελτίων . ταῦτά μοι , ἐν Ῥόδῳ ἐπεὶ ἐγενόμην , πρὸς Λακύδην τὸν ξένον ὡμιλήθη . Σὺ μέν
ἕνεκα χάριν ἔχειν τῆι Τύχηι : πρῶτον μὲν ὅτι ἄνθρωπος ἐγενόμην καὶ οὐ θηρίον , εἶτα ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ
4290495 κληθησομαι
κέκλημαι : . . . Ἑλλήνων οἰκήματα : ἀντὶ τοῦ κληθήσομαι : δούλα λιποῦς ' Ἀσίαν : καταλιποῦσα τὴν Ἀσίαν
τῶν Ἑλλήνων : ἐγὼ δ ' ἐν ξένῃ γῇ δούλη κληθήσομαι λιποῦσα τὴν Ἀσίαν δούλην , θεράπαιναν , τῆς Εὐρώπης
4277648 βουλομαι
κραταιή . Κρατέρου ἀξιοῦντος πρὸς αὐτὸν ἀπιέναι , “ ἀλλὰ βούλομαι , ” ἔφη , “ ἐν Ἀθήναις ἅλα λείχειν
〚 〛 , φήσεις , τοῦτ ' οἶδα καὶ τοῦτο βούλομαι καὶ τοῦτ ' οἴομαι δι ' οὗ ἐνεργῶ παρασκευάσασθαι
4276773 νομιζω
τῶν Κίρωνος χρημάτων , νῦν ἤδη τοῦτο ἐπιδείξω . Καὶ νομίζω μὲν ἁπλῶς καὶ ὑμῖν ἤδη εἶναι φανερὸν ὅτι οὐκ
οὔτε γὰρ ἔστιν μήτε γένοιτο τοῦτο , οὔτ ' ἐγὼ νομίζω . ἀλλ ' εἴ τῴ τις ἄρ ' ἢ
4259115 ἐχω
δόξαν οὕτως ἦγον εἰς πέρας τὴν γνώμην . καὶ χάριν ἔχω τῷ Γάμῳ : εὗρον ὁμότροπον κόρην τάλαντα πολλὰ κεκτημένην
ἐμισθώσατο ῥήτορα ἔφη : ” καὶ γάρ , ὅταν δεῖπνον ἔχω , μάπειρον μισθοῦμαι ” . Ὁ αὐτὸς ὀνειδιζόμενος ὑπό
4239758 δοκω
, ἔφην ἐγώ , ὦ Ἰσχόμαχε , ἱκανῶς ἤδη μοι δοκῶ ἀποτεθαρρηκέναι , ὡς οὐ δεῖ φοβούμενον μὴ οὐ γνῶ
ἐπινεύουσαν εὐθὺς τὴν τύχην . καὶ γὰρ καθεύδων διαλέγεσθαί σοι δοκῶ , κᾆτ ' ἠνιάθην , ὅτι ὄνειρος ἦν ἄρα
4235045 βαπτισθηναι
εἰσίν ; οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον ἀκούσαντες καὶ θέλοντες βαπτισθῆναι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κυρίου : εἶτα ὅταν αὐτοῖς
τῶν ἐκ τῆς ῥηθείσης προστεθέντων αἰτίας , ὡς τοσοῦτον ἀπέχειν βαπτισθῆναι τὴν ὁλκάδα ὅσον μιᾶς παλαιστῆς τὸ μέτρον ἐστίν .
4228347 ὁρω
τὸ ἀπόρρητον τοῦτο τῆς γνώμης μηνύει ἐν ἄλλῳ λόγῳ : ὁρῶ δ ' ὑμᾶς Φιλίππου μὲν καταφρονοῦντας , βασιλέα δὲ
παρόντων ἐπαμῦναι τοῖς πράγμασιν , τοῦ μὲν κατηγορεῖν οὐδένα καιρὸν ὁρῶ , πειράσομαι δ ' ἃ κράτιστα νομίζω , συμβουλεῦσαι
4222913 ᾠμην
τοῦ ἄλλου τὸν Κολοφώνιον χρυσόν . * * Ἐγὼ δὲ ᾤμην χρυσοχοήσειν : κέχρηται τῇ παροιμίᾳ Πλάτων : τί δὲ
„ „ καὶ μὴν ” ἔφη ” καταβήσεσθαί γε σοφώτερος ᾤμην ἀκούων , Ἀπολλώνιε , τὸν μὲν Κλαζομένιον Ἀναξαγόραν ἀπὸ
4222887 ὁραματι
διὰ τῆς νυκτός . Καὶ ὡς καθεύδει , εἶδεν ἐν ὁράματί τινα τέλειον ἄνδρα ἐνδεδυμένον ζάβαν καὶ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν
διὰ τῆς νυκτός . Καὶ ὡς καθεύδει , εἶδεν ἐν ὁράματί τινα τέλειον ἄνδρα ἐνδεδυμένον ζάβαν καὶ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν
4214362 ἀναγκαζομαι
ὁ τῷ θεῷ λοιδορούμενος ἑάλωκα καὶ νενίκημαι καὶ παρθένῳ δουλεύειν ἀναγκάζομαι , καὶ φαίνεταί τις ἤδη καλλίων ἐμοῦ καὶ θεὸν
' ἐπειδὴ τοιοῦτον οὐ δύναμαι κτήσασθαι , τοῖς ἀλλοτρίοις ἵπποις ἀναγκάζομαι χρῆσθαι πολλάκις . καίτοι πῶς οὐκ ἄτοπόν ἐστιν ,
4212685 δυναμαι
ἢ δυνάστην ἢ τύραννον στέργειν ἢ θεραπεύειν τοῖς λόγοις ἐγὼ δύναμαι , μὴ παρ ' ἐμαυτῷ πρότερον αὐτὸν ἐπαινέσας καὶ
καὶ ἐπισκώψαντος : ” ὁρᾷς , ὦ Πλάτων , ὅτι δύναμαι ἀτιμοῦν ” ἔφη : „ ἀλλ ' οὐχ ὁ
4203871 γινομαι
ἀτόμους διαλύομαι , ὕδωρ γίνομαι , [ καὶ ] ἀὴρ γίνομαι , πῦρ γίνομαι : εἶτα μετ ' ὀλίγον οὔτε
πεπίστευκ ' : ἐμβλέπων γὰρ αὐτόθι τοῖς ἰχθυοπώλαις λίθινος εὐθὺς γίνομαι : ὥστ ' ἐξ ἀνάγκης ἔστ ' ἀποστραφέντι μοι
4193777 ἐγω
Ἡρακλέους , Ζεύς σοι [ ] δίδωσι παῖδ ' , ἐγὼ μαντεύομαι , ὃν Ἀρχέλαον [ ] χρὴ καλεῖν σε
. ἐσμὲν δὲ μόνω ἐν ἐρημίᾳ , ἰσχυρότερος δ ' ἐγὼ καὶ νεώτερος , ἐκ δὲ ἁπάντων τούτων ” σύνες
4167606 δωδεκαμηχανον
μέντοι σὺ ποιῶν τολμᾷς τἀμὰ μέλη ψέγειν , ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης μελοποιῶν ; Τὰ μὲν μέλη σου ταῦτα :
ἐξ Ὑψιπύλης 〚 ἐκ δὲ τοῦ λέγειν , ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης , ἤγουν ἀνὰ τὰς δώδεκα ἐκείνης αἰσχρὰς μηχανὰς
4164296 ἀνεγκλητον
ἐν ἀκαδημείᾳ διατριβὴν ᾑρούμην , καὶ διέμεινα πάντα τὸν χρόνον ἀνέγκλητον ἐμαυτόν , ἐφ ' ὅσον ἠδυνήθην , πρὸς τὸ
] τάγ [ ' ] ἄλλα [ καὶ ] τὸ ἀνέγκλητον [ ] εἰς τὰ κοινὰ διατηρεῖν , ὡς λόγον
4144589 Παρνε
! ! ! ! ! ! ! ! ] [ Πάρνε ] , πρός [ σε ] χρήσομαι [ ]
[ ] ἀκούοντα : [ ⚓˘⚓ – – ] , Πάρνε ? ? ? ? ? , ς ? '
4127032 κοινουμενος
ἀπόλαυσιν ἁρπάζων καὶ νυκτὶ καὶ μέθηι καὶ θεράποντι καὶ τιθηνῶι κοινούμενος τὸ πάθος . οὐκ ἀναιδὴς δὲ μητρὶ περὶ γάμων
ἐξετάζων ἀπ ' ἀρχῆς καὶ κατὰ φύσιν , τῷ κάμνοντι κοινούμενος αὐτῷ τε καὶ τοῖς φίλοις , ἅμα μὲν αὐτὸς
4124808 Ἐγω
ἔφη , οἴει θηρίου ἀγριότητα δυσφορωτέραν εἶναι ἢ μητρός ; Ἐγὼ μὲν οἶμαι , ἔφη , τῆς μητρός , τῆς
, καὶ τῶν τάφων τῶν προγόνων καὶ τῶν τροπαίων . Ἐγὼ δὲ ἁπάντων μὲν τούτων ἔφην δεῖν μεμνῆσθαι , μιμεῖσθαι
4114731 βρωμαθ
, ὅτι πλεῖστον χρόνον καὶ πάνθ ' ἅμα μοι τὰ βρώμαθ ' ἡδονὴν ποιῇ . Στρατόνικος ἀπεδήμησεν εἰς Πέλλαν ποτέ
' ἐστεφανώθην , ἡ τράπεζ ' εἰσήγετο τοσαῦτ ' ἔχουσα βρώμαθ ' ὅσα μὰ τοὺς θεοὺς καὶ τὰς θεὰς οὐδ
4098140 ἐμης
ἕως ἔτι κάρτος ἀέξεται , οὔ τιν ' ἐάσω ἐχθρὸν ἐμῆς κεφαλῆς , ἀλλ ' Ἄιδι πάντας ἰάψω , οὕνεκ
καὶ ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς : οὐ γὰρ ἐξανέξομαι λεύσσων δάμαρτος τῆς ἐμῆς ὁμήλικας . ἐρεῖ δέ μ ' ὅστις ἐχθρὸς ὢν
4066639 στρατηλατου
τὴν μάχην ἀδόκιμον γίνεται , εἰ μὴ πρότερον ὑπὸ τοῦ στρατηλάτου γυμνάζοιτο καὶ παραθαρρύνοιτο . νυκτερίς , κέπφος καὶ βάτος
πανταρίστου ] ? [ ] [ ] καὶ [ κλυτοῦ στρατηλάτου ] . [ ] πάρεστιν ? ? ? ἡμῖν
4045361 πανουργησας
πονηρῶς ἐπαίρειν , ” ὑφελεῖν “ δὲ τὸ κρύψαι . πανουργήσας ἤτοι κλέψας τι κατεσχέθην ποτέ , ἐγὼ μόνος ἐμαστιζόμην
λανθάνειν ] ἐκφεύγειν ἧκεν ] ἦλθεν ναστὸς ] ἄρτος σκληρός πανουργήσας ] κλέψας εἰ . . . κατέλαβες ] ἐὰν
4024514 οτου
. [ ] του ? δουλ [ ? [ ] οτου [ . . . . . . ] ντο
] ος ἀπὸ [ ] εται ? καὶ [ ] οτου ? λ ! ! ! ! [ ] ἡ
4023863 δυσκολοις
εὐθυμίας ποιητικόν , % ὡς τὸ μὴ πολλὰ πράσσειν μηδὲ δυσκόλοις ἐπιχειρεῖν πράγμασιν μηδὲ παρὰ δύναμίν [ τι ] βιάζεσθαι
οὐ πέφυκεν . Ἡ ἀφωνία μὲν ἴσως ἥρμοττε τοῖς παροῦσι δυσκόλοις , καὶ καιρὸν ἴσως ἄδικον σιωπὴ θεραπεύει δικαίως :
3983340 ἀληθειης
. ἐν τῶι σοι παύω πιστὸν λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης : δόξας δ ' ἀπὸ τοῦδε βροτείας μάνθανε κόσμον
φησίν “ ὡς θέλεις ψεύδου , ἔλεγχον οὐκ ἔχουσα τῆς ἀληθείης . ” [ κακοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι μὴ φεύγειν
3982472 ἡπτομην
δὲ ὄναρ ἐκεῖνο οἰόμενος ὁρᾶν τοῖς δακτύλοις τῶν ἑαυτοῦ βλεφάρων ἡπτόμην , οὐ πιστεύων τοῖς ἐμαυτοῦ ὀφθαλμοῖς οὔθ ' ὅτι
τὰ ἐνύπνια : διελεγόμην αὐτῇ , συνέπαιζον , συνεδείπνουν , ἡπτόμην , πλείονα εἶχον ἀγαθὰ τῆς ἡμέρας : καὶ γὰρ
3981764 σοφιζῃ
γίγνεται τὸ ἡδὺ τοῦ ἀγαθοῦ . Οὐκ οἶδ ' ἅττα σοφίζῃ , ὦ Σώκρατες . Οἶσθα , ἀλλὰ ἀκκίζῃ ,
κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας γὰρ ἔλεγον τὰς τέχνας .
3970835 εὐτυχεστερα
. Ὢ φωτὸς ἡδίων ἐμοὶ κόρη καὶ τῶν πώποτε λαλουμένων εὐτυχεστέρα : τὸν ἐραστὴν ἔχεις ἄνδρα , μεθ ' οὗ
ἡ σμικρὰ πόλις ἐν τραχεῖ σκοπέλῳ κειμένη κρείττων ἐστὶ καὶ εὐτυχεστέρα κατὰ κόσμον οἰκοῦσα ἢ μεγάλη ἐν λείῳ καὶ πλατεῖ
3966944 διαλεχθεντος
καὶ τοῦ Πεισιστράτουχρὴ γὰρ καὶ τοῦτον μὴ παρεῖναι δορυφορήματος τρόπονκαὶ διαλεχθέντος εὐσχημόνως περὶ τῆς αἰδοῦς τοῦ Τηλεμάχου , πάλιν ἐπιβάλλει
δὲ Ἀμφιλόχου τε ἤκουσα ἐν Μαλλῷ , τοῦ ἥρωος ὕπαρ διαλεχθέντος μοι καὶ συμβουλεύσαντος περὶ τῶν ἐμῶν , καὶ ἃ
3932085 φιλοκινδυνοτατος
καὶ ὀξύτατος γενόμενος καὶ τὴν γνώμην ἀνδρειότατος καὶ φιλοτιμότατος καὶ φιλοκινδυνότατος καὶ τοῦ θείου ἐπιμελέστατος : ἡδονῶν δὲ τῶν μὲν
ὅσῃ μὲν εὐνοίᾳ καὶ σπουδῇ πρὸς Καίσαρα περιόντα ἐχρώμην , φιλοκινδυνότατος ἐκ πάντων ἐς τὰς ἐκείνου χρείας γενόμενος , ἴστε
3919332 παιδοποιον
Ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ γῇ γίνονται μύρμηκες , καὶ ἔχουσι τὸ παιδοποιὸν σῶμα ἐς τοὐπίσω μετεστραμμένον , ἀντίως τοῖς ἄλλοις καὶ
ζυγέντα : ζευχθέντα συναφθέντα . ἀκούω σε ἐν γάμοις ζυγέντα παιδοποιὸν ἔχειν ἡδονήν : ξένοισιν ἐν δόμοις : ταῦτα διὰ
3918673 ἐξαγεις
συνθανεῖν ἂν ἤθελον . ἄκραντ ' ὀδύρηι ταῖσδέ τ ' ἐξάγεις δάκρυ . δοκῶ μέν , αὐταί γ ' εἰσὶν
ὅτι ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν ἐξάγεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι δεῖ φεύγειν
3904913 διεγνων
μετρίως εἶχε . Σφυγμοῦ οὖν ἡψάμην καὶ οὐκ ὀλίγον πυρετὸν διέγνων ἐπὶ τῇ σήψει τῶν χυμῶν γεγενημένον . Ἐπὶ τούτοις
. ὁ δὲ Ἐρασίστρατος εἶπε πάλιν τὰ αὐτά , ὅτι διέγνων μὲν τὸ νόσημα καὶ δύναμαι αὐτὸν θεραπεῦσαι , οὐ
3903379 δυστυχης
περὶ τῆς Σικελίας , ἔσθ ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δυστυχὴς ὅτῳ ταῦτα ἤδη ἀφικέσθαι παρέστη , ὥστε τὴν πόλιν
τράγον Πανὸς ἱερὸν κατέθυσέ τε καὶ σκευάσας ποικίλως ταύτην ὁ δυστυχὴς ἄρα τὴν δαῖτα ἄσατο , Αἰγυπτίων τε λεὼν πάμπολυν
3886100 ἐγωγε
δὴ ταῦτ ' ἐστιν ; ἔφη ἐκείνη . Οἶμαι μὲν ἔγωγε , ἔφην , οὐ τὰ ἐλαχίστου ἄξια , εἰ
“ καὶ πάλιν : ” διαμεμήρικας τὸν ἐρώμενον ; οὐκ ἔγωγε . πότερον οὐκ ἐπεθύμησας αὐτὸν διαμηρίσαι ; καὶ μάλα
3843623 ἀρτιως
φέρω : κεῖται γὰρ παρὰ τοῖς ποσὶ τῆς Ὑγιείας , ἀρτίως γε θείσης Τύχης ταύτης , ἐπειδὴ τάχιστα ἀνεῴχθη τὸ
, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἀνάγνωθι . Ὁ μὲν τοίνυν ἐπιδακρύσας ἀρτίως ἐνταυθοῖ Δημοσθένης μνησθεὶς Κερσοβλέπτου , φαίνεται τῆς συμμαχίας ἐκκλῄων
3824683 παρεσχες
ταύτας ἀπικομένας ἐνθάδε ἔσωσά τοι ἐγώ , σῶστρα δὲ σὺ παρέσχες : ἔχω γὰρ ἐκ σέο παῖδας τρεῖς . Τούτους
ὄπα ἔμεινας , οὐκ ἤλεγξας , οὐ χρόνωι μακρῶι σκέψιν παρέσχες , ἀλλὰ θᾶσσον ἤ ς ' ἐχρῆν ἀρὰς ἐφῆκας
3812454 διζησιος
ἀντικείμενα : εἰπὼν γὰρ ἔστι γὰρ εἶναι . . . διζήσιος εἴργω ἐπάγει : αὐτὰρ . . . κέλευθος .
μὴ ἐόντα , ἀλλὰ σὺ τῆσδ ' ἀφ ' ὁδοῦ διζήσιος εἶργε νόημα . Λέγει γὰρ οὖν οὕτως . Ἡμεῖς
3811858 ἐοικα
ἄμβροτος , οὐκέτι θνητὸς πωλεῦμαι μετὰ πᾶσι τετιμένος , ὥσπερ ἔοικα , ταινίαις τε περίστεπτος στέφεσίν τε θαλείοις : τοῖσιν
τὸ σχῆμα , καὶ σκέψαι μ ' ὅτῳ μάλιστ ' ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων . ὅτῳ ; δοθιῆνι σκόροδον
3809534 μοναρχῳ
: ἐγὼν δὲ δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις κα οἴκοι ἐξ
προχειρότερόν τις τολμήσῃ μηνύειν τι τῶν προγεγραμμένων . Ἐπὶ δὲ μονάρχῳ ἢ στρατηγῷ ἢ φυγάδι δυναστεύοντι χρὴ καὶ τάδε προκηρύττεσθαι
3809083 συγγραμματιον
αὐτὸς ἐν τῇ καλῇ Ἀλεξανδρείᾳ εὗρον κτησάμενος τὸ τοῦ Μηνοδότου συγγραμμάτιον καὶ ἐπιδείξας πολλοῖς ἐξ αὐτοῦ τὸ παρὰ τῷ Ἀνακρέοντι
τῆς τῶν ποιητῶν διαιρέσεως , καὶ πρώην μοι ἐπεξείργασται μικρὸν συγγραμμάτιον αὐτοσχεδίοις συντιθέμενον ἰάμβοις , καὶ τῷ ἐμῷ δὲ ἀδελφῷ
3798458 παραδωσω
' ἄρχειν ἐξὸν ἀρξόμενος πλέε : ταυτηνὶ δὲ ἐγώ σοι παραδώσω τὴν βασιλείαν αὔριον , τετταράκοντα νέους , τὰ πρῶτα
, ἔφη , ἐγὼ ποιήσω : οὐδετέροις ὑμῶν τὰ ἄκρα παραδώσω , ἀλλ ' ἡμεῖς φυλάξομεν αὐτά : κἂν ἀδικῶσιν
3791001 σεαυτον
ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , μή σε λαβοῦσα κακόν τι
κάθευδε καὶ τὰ τοῦ σκώληκος ποίει , ὧν ἄξιον ἔκρινας σεαυτόν : ἔσθιε καὶ πῖνε καὶ συνουσίαζε καὶ ἀφόδευε καὶ
3787653 γινε
. Ϲκορπίοϲ ὁ μὲν χερϲαῖοϲ ὠμὸϲ ἐπιτεθεὶϲ βοήθημα τῆϲ ἰδίαϲ γίνε - ται πληγῆϲ : ὁμοίωϲ δὲ καὶ ὀπτὸϲ ἐϲθιόμενοϲ
γʹ , ὁ δὲ ἥλιος δὶς τοῦ ἔτους ἐν αὐτῇ γίνε - ται κατὰ κορυφὴν , ἀπέχων τῆς θερινῆς τροπῆς
3782779 ἐφυλαξας
γοῦν , ἐπειδή μου τὰς Αἰγυπτίας ἤκουσας ἐπαινοῦντος περιστεράς , ἐφύλαξάς τε τὸ ῥῆμα καὶ γενόμενος ἐν Αἰγύπτῳ τοσοῦτον ἡμῶν
σὺ ὁ φάσκων λάτρης εἶναι καὶ δίκαιος διὰ τί οὐκ ἐφύλαξάς μου τὴν τιμήν ; καὶ τότε κινηθεὶς [ ὁ
3781784 συνηψα
: πολύ : ἀτελεῖς : ὅτε : ὡς εἰς λόγους συνῆψα : ἡνίκα συνέτυχον : ἄλλως : ἐλθὼν εἰς λόγους
τῶι δ ' ἐξέδωκας παῖδας Ἀργείων σέθεν ; οὐκ ἐγγενῆ συνῆψα κηδείαν δόμοις . ἀλλὰ ξένοις ἔδωκας Ἀργείας κόρας ;
3779049 Λυκε
βούλετ ' ἀτυχίαις τρυφᾶν . Πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε , διὰ τὸ νοεῖν ἀεί τι καὶ ψυχὴν ἔχειν
δ ' οὖν οὕτως : πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε , διὰ τὸ νοεῖν ἀεί τι καὶ ψυχὴν ἔχειν
3768482 Πανελληνες
πλούτου ὄφελός τι ἐστὶν ἀπούσης αὐτῆς , ἀκούσαντες πάλιν οἱ Πανέλληνες καὶ μεταμαθόντες , ὡς οὐκ ἔνεστι κλινοπετῆ καὶ νοσοῦσαν
τὴν ἐξ αὐτοὺ περιγινομένην ἀπόλαυσιν καὶ ἡδονήν , πάντως οἱ Πανέλληνες , οὐκ ἄλλως ἔχειν τὸ πρᾶγμα ἢ οὕτως ὑπολαβόντες
3763697 πεπατηκας
: Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς καὶ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας : ὃς ἔφασκε λέγων κορυδὸν πάντων πρώτην ὄρνιθα γενέσθαι
Ἀριστοφάνης : ἀμαθὴς ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὔτ ' Αἴσωπον πεπάτηκας . ἐπὶ τῶν ἰδιωτῶν . Πέδη τοῦ λέγειν ἡ
3763156 θεσμι
ἔσθ ' ἑκούσης τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἄτερ , προγόνων παλαιὰ θέσμι ' ὅστις ἐκβαλεῖ : οὐδ ' ἀντ ' ἐλάας
τοὺς τότ ' οὐκ ἄρχειν ἔτι , ἢ καινὰ κεῖσθαι θέσμι ' ἀνθρώποις τὰ νῦν : ἐπεὶ σύνοισθά γ '
3761940 αἰκιζομενου
ἦ μὴν ἔτ ' ἐμοῦ , καίπερ κρατεραῖς ἐν γυιοπέδαις αἰκιζομένου , χρείαν ἕξει μακάρων πρύτανις , δεῖξαι τὸ νέον
μεγάλαις ἐν γυιοπέδαις ] τὰς δεσμούσας τὰ μέλη μου δέσμας αἰκιζομένου ] μαστιζομένου , κολαζομένου μακάρων πρύτανις ] ὁ θεῶν
3758509 ἰσημι
οὗ ῥῆμα περισπώμενον διὰ τοῦ ι ἰσῶ , οὗ παραγωγὸν ἴσημι , σημαίνει δὲ τὸ αὐτὸ , τῶν πληθυντικῶν τὸ
φωνῆεν : ὡς γοῦν δίδωμι δίδομεν , φημί φαμέν , ἴσημι ἴσαμεν καὶ συγκοπῇ ἴσμεν , ἐξ οὗ τὸ ἴδμεν
3758405 ἐδεχομην
καὶ ἐπιστολὰς τὰς μὲν δεῦρ ' ἰούσας οὐκ ἄνευ δακρύων ἐδεχόμην , πέμπειν δὲ οὐ μάλα οἷός τε ἦν .
, ἐξ οὗ στρατηγεῖν μοι διδόντων ὑμῶν ὑπὸ σημείοις οὐκ ἐδεχόμην : ἓν δὲ μόνον ὁρῶ νῦν ἀμφοτέροις σωτήριον ,
3757877 ὑποψιας
ἀνακτήσασθαι , καὶ ξένοις ἐλθοῦσι δοῦναι προσφιλῆ ξένια , χωρὶς ὑποψίας παρ ' ἑκόντων διδόμενα ἀλύπως , οὐκ ἴσως ἀργυροῦς
δεινῶν τῆς πόλεως , καὶ πάντων ἀλλήλους ἐχόντων δι ' ὑποψίας καὶ φυλακῆς , οἱ μὲν ὕπατοι τὴν βουλὴν ἐκάλουν
3756786 ᾐσθανομην
βίαιον τῆς ἐπιδέσεως . ἐγὼ δ ' οὖν καὶ αὐτὸς ᾐσθανόμην ψυχροῦ τοῦ χωρίου πάντως , ὡς ἀναγκάζεσθαι δι '
οὐδὲν παραβαίνων τὸν ἐμαυτοῦ τρόπον ἐγίνωσκον : ἀλλ ' ἀφεὶς ᾐσθανόμην παραδοξότερα ῥήματα , οἴμοι τῆς τύχης , φιλάργυρος ἐραστὴς
3756412 ἐρω
τεταμένοι εἰσὶν οἱ ὑμένες , ἀντέχοντες αὐτό . Νῦν δὲ ἐρῶ τὴν διάγνωσιν , ἣν ἔφην ἀποφανέειν ὀλίγῳ πρότερον ,
νεώτερος λέγω , ἀλλ ' εἰ φρονούντων τοὺς λόγους ἀνδρῶν ἐρῶ . Οὐχ αἱ τρίχες ποιοῦσιν αἱ λευκαὶ φρονεῖν ,
3750718 ἐπεμβολας
' αὖ φυτεύειν : ⋮ οἳ δὲ [ ] γῆς ἐπεμβολὰς θυμῶι ] ? ? λέληνται ? , ⋮ δαΐας
ἐγνωκώς . μέστωσις δέ ἐστι λόγος πλειόνων καὶ μακροτέρων ἐννοιῶν ἐπεμβολὰς περιέχων . [ , ] ἐπεὶ αἵ γε ἐμφάσεις
3729389 μεθηι
οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης ἔλαβε , πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων . μέθηι δὲ βρεχθεὶς τῆς ἐμῆς μητρὸς πόσις ὁ κλεινός ,
ἤμην λάθραι πειρῶν καὶ κλεπτομένην ἀπόλαυσιν ἁρπάζων καὶ νυκτὶ καὶ μέθηι καὶ θεράποντι ? καὶ τιθηνῶι κοινούμενος τὸ πάθος ·
3718523 νεαζον
ναυσὶ τῶν ἀγωγίμων ἐμποιῆσαι τὸν φόρτον . ἤγετο οὖν τὸ νεάζον πρόσωπον ἅπαν , τοῦτο μόνον κατηγορίαν ἔχον , τὸ
δὲ καὶ ἡλικίας ζεούσης ὑπάρχειν . τὸ γὰρ αἷμα πάντῃ νεάζον καὶ ὑπὸ πολλῆς ἀκμῆς ἀναζέον ὑπερβλύζει πολλάκις τὰς φλέβας
3716360 περιῃειν
ἐλπίδας . Ἐγὼ μὲν ἔθυον γάμους ὁ χρυσοῦς μάτην καὶ περιῄειν ἐστεφανωμένος οὐδὲν δέον , καὶ τούς τε ἔνδον καὶ
μὲν τὰ τὸν ἐλάττω , τὰ δὲ τὸν μείζω βραδύτερον περιῄειν . τῇ δὴ ταὐτοῦ φορᾷ τὰ τάχιστα περιιόντα ὑπὸ
3710670 ἐβασιλευσα
γράμμασιν ὃ μετενεγκὼν Χοιρίλος ἔμμετρον ἐποίησεν : ἐγὼ δ ' ἐβασίλευσα καὶ ἄχρι ἑώρων τοῦ ἡλίου φῶς , ἔπιον ,
Χοιρίλον ἔμμετρον ποιήσαντα . εἶναι δὲ τοῦτο : ἐγὼ δὲ ἐβασίλευσα καὶ ἄχρι ἑώρων τοῦ ἡλίου τὸ φῶς , ἔπιον
3708496 ταπεινοφροσυνης
ἢ ὑστερουμένῳ , καὶ οὕτω ταπεινοφρονήσεις , ἵνα ἐκ τῆς ταπεινοφροσύνης σου ὁ εἰληφὼς ἐμπλήσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν καὶ εὔξηται
περὶ δόξης οὐκ ἔστιν , ἀλλὰ περὶ μακροθυμίας καὶ περὶ ταπεινοφροσύνης ἀνδρός . ἐν τοῖς τοιούτοις οὖν ἡ ζωὴ τοῦ
3707880 οἰδα
καὶ τί ποτ ' ἐστὶν αὐτό , ἡ ἀρετή . οἶδα γὰρ ὅτι τούτου φανεροῦ γενομένου μάλιστ ' ἂν κατάδηλον
μέγα ἀγαθόν . . Πρὸς τὸν βάσκανον ἐσκυθρωπακότα , οὐκ οἶδα , ἔφη , πότερον σοι κακὸν γέγονεν ἢ ἄλλῳ
3704204 αὐτομολουσιν
τῶν δὲ ἐμπόρων οἱ πλείους μεθεστᾶσιν , οἰκέται δ ' αὐτομολοῦσιν , ἐφορμοῦσι δ ' οἱ πολέμιοι , μάχῃ δ
αὐτῆς οὐκ ἐθέλουσι νόμοις , εἰς δ ' ἕτερ ' αὐτομολοῦσιν , ἃ μὴ καλά . δεσπότι Κύπρι , μίσει
3702451 τυγχανω
καθάπτοιντο λέγοντες ὅτι ἐν τοῖς μάλιστα Ἀθηναίων ἐγὼ αὐτοῖς ὡμολογηκὼς τυγχάνω ταύτην τὴν ὁμολογίαν . φαῖεν γὰρ ἂν ὅτι “
εὖ ποιῆσαι καὶ αὐτὸν μηδὲν βλαβῆναι . προξενῶν μὲν γὰρ τυγχάνω τῶν Ἡρακλεωτῶν , βούλοιο δ ' ἄν , ὡς
3688103 προσαγορευσεις
δανειζομένου , ἐκ δὲ τῶν ὠφελούντων ἢ βλαπτόντων ἀστέρων αἱ προσαγορεύσεις ἀκολούθως ἔσονται . τινὲς δ ' ἐπισκοποῦσι τὸν Ἥλιον
δανειζομένου , ἐκ δὲ τῶν ὠφελούντων ἢ βλαπτόντων ἀστέρων αἱ προσαγορεύσεις ἀκολούθως ἔσονται . τινὲς δὲ ἐπισκοποῦσι τὸν Ἥλιον καὶ
3686186 σωζομεθα
ἡμᾶς ἐργασάμενοι . σοὶ μὲν οὖν , ὦ Πολύγνωτε , σωζόμεθα καὶ οὐδὲν ἡμᾶς οὔτε χειμὼν οὔτε Λακεδαιμόνιοι σοί γε
, ὥσπερ τὸ τοῦ ἡλίου φῶς , ὑφ ' ᾧ σωζόμεθα . καίτοι πῶς οὐκ ἄλογον τῶν μὲν πολιτευομένων τούτους
3684524 εἰμ
' , ὦ πάτερ . νῦν δ ' ἄθλιος μέν εἰμ ' ἐγώ , τλήμων δὲ σύ , οἰκτρὰ δὲ
λάβηι σε , θάνατος ξένιά σοι γενήσεται . εὔνους γάρ εἰμ ' Ἕλλησιν , οὐχ ὅσον πικροὺς λόγους ἔδωκα δεσπότην
3681419 ἁμαρτωλου
καὶ [ τοῦ ] περὶ τὰς πράξεις [ ? ] ἁμαρτωλοῦ [ ] τῶν μόνων , ἐπιτευκτικοῦ δὲ τῶν συνεργουμένων
ἀπολέσαι ἐξ αὐτῶν οὐδένα , ἀναμένω δὲ τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ , ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι καὶ ζῇν αὐτόν : ἀνάγαγε
3677963 ἐμον
ὅλην ὑφαντικὴν ἐδήλωσε . καὶ ὅμηρος : ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : Τοῦτο βούλεται εἰπεῖν , ὡς ,
Ἰνάχῳ Πλούτωνος δ ' ἐπείσοδος : καὶ πάλιν τοιόνδ ' ἐμὸν Πλούτων ' ἀμεμφίας χάριν . Ἄλλως . 〛 τὸν
3674363 Ἱλαριου
ἐπιστολήν . ἧς ἦν μέν τι κέρδος καὶ προτεινομένης ἔτι Ἱλαρίου τοῦ καλοῦ τοῦτο ποιοῦντος , πλέον δ ' ἑρμηνευομένης
τε ἡμῖν τι ποιεῖν τῶν κατὰ νοῦν ἐν μελέτῃ . Ἱλαρίου καὶ τοὺς λόγους οἶσθα καὶ τὴν πενίαν οὐκ ἀγνοεῖς
3670275 γενομην
γενεῆφι νεώτερος : οὐ γὰρ ἔμοιγε καλόν , ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα . νηπύτι ' ὡς ἄνοον κραδίην
ἐπίγραμμα ποιῆσαι ἀλαζονικὸν τοῦτο : Εἴθ ' ἐγὼ ἐν κείνοις γενόμην , ἢ κεῖνοι ἅμ ' ἡμῖν , Οἳ γλώσσης
3669653 ὁμολογω
' εἴρηκεν ὁ Κύνουλκος , ἀλλ ' ἐρωτικὸς μὲν εἶναι ὁμολογῶ , ἐρωτομανὴς δὲ οὔ . τίς δ ' ἔστ
δείξῃ τις ἢ φωνήν τι ἢ ψυχὴν ἔχον , ἀδικεῖν ὁμολογῶ καὶ παραβαίνειν τὸν νόμον . Πῶς ἐπινεφεῖ τὸ πρῶτον
3668804 ἐξον
, ὡς καὶ ὅσα δήσειεν ὁ Ζεὺς , ταῦτ ' ἐξὸν Ἡρακλεῖ λῦσαι , καὶ τὸν Ἄτλαντα ὡς ἀπέπαυσε διαδεξάμενος
] ἀντὶ τοῦ βαδίζοντα κατὰ τὸ ἀρχαῖον σύνηθες ὡς “ ἐξὸν καθεύδειν τὴν ἐρωμένην ἔχων ” ἀντὶ τοῦ ἔχοντα .
3657245 λυθησεσθε
οὐκ ἐστέ , ἐπείπερ ἐγένεσθε : οὔ τί γε μὴν λυθήσεσθε , τῆς ἐμῆς βουλήσεως κρείττονος θανάτου λαχόντες . Ἀμφότερα
ἐγένεσθε , ἀθάνατοι μὲν οὔκ ἐστε , οὔτι γε μὴν λυθήσεσθε δι ' ἐμέ . Εἰ δὴ οὕτως , ὀρθῶς
3655916 ἐπιδιδωμι
ὑμῶν ἀγῶνα , ἀλλὰ καὶ στρατιώτην ἐμαυτὸν ὑμῖν καὶ στρατηγὸν ἐπιδίδωμι καί , εἴ τις ἔστι μοι πολέμων ἐμπειρία καὶ
δόξαν ἀθάνατον περιποιήσασθαι βούλεται τίς ; τίϲ ἐρεῖ πρῶτος , ἐπιδίδωμι τὸν ἐμαυτοῦ βίον εἰς τὴν κοινὴν ἀσφάλειαν . Ὅτι
3650912 μεταβιβαζειν
οἷοί τε ἐκπορίζειν τῇ πόλει ὧν ἐπεθύμει , ἀλλὰ γὰρ μεταβιβάζειν τὰς ἐπιθυμίας ἐπὶ τοῦτο , ὅθεν ἔμελλον ἀμείνους ἔσεσθαι
. Γίγνεται γοῦν οὕτως . Ἔστιν οὖν ὅπως τεχνικὸς ἔσται μεταβιβάζειν κατὰ σμικρὸν διὰ τῶν ὁμοιοτήτων ἀπὸ τοῦ ὄντος ἑκάστοτε
3646980 αὐθαιρετους
διεξιέναι καλά : οἷον χρημάτων εἰσφορὰς , πολέμων νίκας , αὐθαιρέτους κινδύνους : ἕβδομον ἀπὸ τοῦ ἐναντίου κατὰ τὴν πιθανὴν
οὐχὶ δὲ ἑκουσίως , ταύτῃ πῶς προσήκει μὴ ἀναγκαζομένῃ πρὸς αὐθαιρέτους κινδύνους ἰέναι ; μετὰ βεβαίου παρασκευῆς : μετὰ βεβαίας
3640879 προνοηθεις
ἐνιαυτόν , ἀλλὰ ἀφαιρῆται τὰς τιμὰς τὰς ἐκείνου : ἃ προνοηθεὶς ὁ Μενεκλῆς , κύριος ὢν τῶν ἑαυτοῦ , ἐποιήσατο
δὲ τοῦτο πλείστης δέεται καὶ περιπάτων . Ἢν δὲ μὴ προνοηθεὶς ἐς πυρετὸν ἀφίκηται , προσφέρειν μηδὲν ἄλλο ἀλλ '
3640061 ἐπιθησουσι
γὰρ ἂν ἐκεῖνος ἁμάρτῃ , σοὶ τὰς αἰτίας τῷ ἄρχοντι ἐπιθήσουσι . Γαμβροῦ ὁ μὲν ἐπιτυχὼν εὗρεν υἱόν , ὁ
προσμεταπέμπωνται στρατιὰν ἑτέραν οἴκοθεν καὶ προσμένωσι λιπαροῦντες ἕως τὸ κάλλιστον ἐπιθήσουσι τῷ πολέμῳ τέλος . πονηρὸν δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ
3634815 ἡγουμαι
. Ἐπεὶ δὲ τοῦ τρίποδος ἐμνήσθην , οὐκ ἄκαιρον προσαναλαβεῖν ἡγοῦμαι τὴν παλαιὰν περὶ αὐτοῦ παραδεδομένην ἱστορίαν . λέγεται γὰρ
, μηδὲν ἧττον αὐτὸς ἁλίσκοιτο . ἐγὼ δὲ τὸν λόγον ἡγοῦμαι τοῦτον οὐδὲ καθ ' ἓν λέγειν ἐνεῖναι τούτῳ .
3633767 ψευδομενας
ταῖς ἓξ καὶ δέκα προτάσεσιν ἐπεξελθόντες τέτταρας μὲν εὕρομεν ἀεὶ ψευδομένας τέτταρας δὲ ἀεὶ ἀληθεῖς , τὰς δὲ λοιπὰς καὶ
ἀληθείας τἀγαθὰ διαγγελλούσας δεινὰς εἶναι συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν , ψευδομένας δ ' οὐκ ἐθέλειν ἐπαινεῖν : τοὺς γὰρ ἐξαπατηθέντας

Back