δέμας αἴθριον ἐκπεράῃσιν αἴγλαις ἀργεννῇσι κλυτὴ πανδῖα Σελήνη , σπέρματα δάσσασθαι νειοῖς ἔνι : καὶ δέ κεν εἴη τῆμος ἐνιβληθέντα
: τοῦ δ ' οὔ τι νεώτερος ἄλλος ἀμείνων σπέρματα δάσσασθαι καὶ ἐπισπορίην ἀλέασθαι : κουρότερος γὰρ ἀνὴρ μεθ '
4938665 ἐφερ
θραύσοι ἤγουν μὴ κοιμίσοι , μὴ ἀφανίσοι ὁ χρόνος ὁ ἐφέρ - πων , τουτέστιν ὁ ἐπερχόμενος , τὸν ὄλβον
θραύσοι ἤγουν μὴ κοιμίσοι , μὴ ἀφανίσοι ὁ χρόνος ὁ ἐφέρ - πων , τουτέστιν ὁ ἐπερχόμενος , τὸν ὄλβον
4706455 αὐτοματ
ἐποίησα : ὁ μὲν γὰρ ἐνιστάμενος πρὸς τὴν δωρεάν φησιν αὐτόματ ' ἐνεχθῆναι τὸν σκηπτὸν ἐκ θεῶν προνοίας , οὐ
οὔτ ' εἰσφέρειν οὔτε στρατεύεσθαι δεῖ , πάντα δ ' αὐτόματ ' ἔσται . ἔδει μὲν οὖν ταῦθ ' ὑπ
4592706 οἰνος
μόλυβδος , καὶ ἡ καλουμένη ὑδράργυρος . Τῶν δὲ συμφύλων οἶνος ἀθρόως ποθεὶς πολὺς ἀπὸ βαλανείου , ἢ γλυκὺ ,
Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας ἰατρικὰς ἐπιτήδειος . Τῶν δ '
4517527 ῥεζοι
: ἀλλὰ καὶ ἄλλους παύεσκον μνηστῆρας , ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι . ἀλλά μοι οὐ πείθοντο κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι
ἐπαύσατο χωόμενός περ : ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ῥέζοι . Τολμηρῶς δὲ περὶ αὐτῆς φησιν ἐρεῖν ἐπειδήπερ ἀποφατικῶς
4446079 εὐβλαστοτερα
καὶ μέγιστόν ἐστιν ἡ κλάσις : καλῶς γὰρ ἀμπελουργουμένη καὶ εὐβλαστοτέρα καὶ εὐκαρποτέρα καὶ πολυχρονιωτέρα γίνεται . Δεύτερον δὲ καὶ
πολλῷ . ῥόα δὲ καὶ ἄμπελος φίλυδρα . συκῆ δὲ εὐβλαστοτέρα μὲν ὑδρευομένη τὸν δὲ καρπὸν ἴσχει χείρω πλὴν τῆς
4409522 μακαρος
, ὥς τ ' ἀμητῆρες ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὄγμον ἐλαύνωσιν ἀνδρὸς μάκαρος κατ ' ἄρουραν πυρῶν ἢ κριθῶν : τὰ δὲ
ἀλλὰ χαίρετ ' , ὦ ξέναι . σὲ δὲ τύχας μάκαρος , ὦ νεανία , σεβόμεθ ' ἐς πάτραν ὅτι
4334725 παλυνειν
τρίτον αὖθ ' ὕδατι : ἐπὶ δ ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν . πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα , ἐλθὼν
παιπάλη “ τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου : ἀφ ' οὗ παλύνειν τὸ λευκαίνειν , ὡς τὸ πολλὰς δὲ χιὼν ἐπάλυνεν
4282609 ἠπιος
συσχηματιζόμενος εὐεργετικὸς εἶναι καὶ πολὺ μᾶλλον ἀγαθοποιός , ἀγαθοποιῷ δὲ ἤπιος αὐτὸ μόνον , καὶ κακοποιὸς κακοποιῷ , κατὰ δὲ
καὶ Ἰωνικῇ τροπῇ ἠγηλάζει . Ἤπιος . παρὰ τὸ ἔπος ἤπιος , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η , ἤπιος
4242659 ὁδευοι
θνητῶν θραύουσα δικαίως , ὡς ἂν ἰσορροπίαισιν ἀεὶ βίος ἐσθλὸς ὁδεύοι θνητῶν ἀνθρώπων , οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδουσι , καὶ
: ἔξοχα δ ' εἴ γε σὺν Ἠελίῳ τόδε κέντρον ὁδεύοι : ἐσχατίῃ γενέθλῃ βίοτον καὶ κῦδος ὀπάζει . Ἄρης
4216940 ἀπαρασχηματιστα
ὥσπερ καὶ τὸ ἐρυμνός . Τὰ εἰς δύο ΝΝ βαρύνεται ἀπαρασχημάτιστα ὄντα θηλυκῷ γένει : βλέννος θύννος Κύννος δάθυννος Ἄργυννος
κᾶπος γὰρ οἱ Δωριεῖς . Τὰ διὰ τοῦ οπος δισύλλαβα ἀπαρασχημάτιστα ἁπλᾶ διὰ τοῦ ο μικροῦ γραφόμενα σπάνιά ἐστιν :
4177982 καθαρος
, ἄμαχος , πρᾶγμα μεῖζον ἢ δοκεῖς . ἐκ διαδοχῆς καθαρὸς δοῦλος μεῖζον μεῖζον , μικρὸν μικρόν ἐπίδημος ἀνακάμψει ἀνὰ
ἐκείνους , τὰ δὲ καθ ' ἡμέραν τάδε : ἄρτος καθαρὸς εἷς ἑκατέρῳ , ποτήριον ὕδατος : τοσαῦτα ταῦτα .
4039917 ἀργος
ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι
τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν
4036233 ἀναινονται
δοκεῦσι πικρὰ εἶναι , καὶ ἤν τις πλείονα δῷ , ἀναίνονται λαβεῖν , καὶ σχέτλια δρῶσι : παράφοροι δὲ τῇ
ἐκερτόμουν καὶ τὴν μητέρα , τὸ γῆρας αὐτῶν ἐκφαυλίσαντες . ἀναίνονται οὖν ἐκεῖνοι τὴν σὺν τούτοις διατριβήν , καὶ ᾤχοντο
4007700 ἐχθαιρῃ
ἔσθιε καὶ σῇ γαστρὶ δίδου χάριν , ὄφρα σε λιμὸς ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ πολυστέφανός σε φιλήσῃ ” . λέγει
Ἔσθιε καὶ σῇ γαστρὶ δίδου χάριν , ὄφρα σὲ λιμός ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ φιλοστέφανός σε φιλήσει . Οὗτοι δ
3997664 βιος
' ἂν ἐκλίπῃ , τέθνηκε κοινῇ πᾶς ὁ τῶν ζώντων βίος . Οὐκ ἔστιν οὔτε ζωγράφος , μὰ τοὺς θεούς
ἔστιν εὐγενῶς φιλοσοφεῖν πόνων καταφρονήσαντα . τοὺς λόγους σου ὁ βίος βεβαιούτω . τῶν δογμάτων σου τὰ ἔργα ἀπόδειξις ἔστω
3985976 ἀροτος
ἡ χώρα . δοκεῖ γὰρ ὡς ἐπὶ πᾶν ὁ πρῶτος ἄροτος ἀμείνων εἶναι , χείριστος δὲ σπόρος ἐν ταῖς ἡμιβρόχοις
συλλαβὰς τὸ ο παραληγόμενα προπαροξύτονα δύο ἐστιν : βίοτος : ἄροτος : ὀξύτονα δὲ τέσσαρα : βιοτός : ὀμοτός :
3979409 βοσκας
δὲ φθείρει γενεάν , ποίμναις δ ' οὐχ ἵει θαλερὰς βοσκὰς εὐφύλλων ἑλίκων : πόλεων δ ' ἀπέλειπε βίος ,
, ἡ δὲ τίκτεται βροτοῖς ⌋ ? ⌊ μήλων τε βοσκὰς καὶ βίον Δημήτριον ⌋ ? ⌊ , ⌊ δενδρῶντις
3976657 γλυκυς
τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες
δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ
3959180 πελεται
ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ , οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι . Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου
τὸν λόγον , λέγων [ Τ ] αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν , ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ
3952457 πικρος
, χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος , μεμψίμοιρος , ὠμός , ἀσυγγνώμων ,
αἱρέσεως , τῇ μὲν χρόᾳ ἐρυθρός , τῇ δὲ γεύσει πικρός . Ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐστὶ μὲν ἐπιθυμία καὶ ἔρως
3945529 τροφαλις
, , . , . . ἴπνια , . ) τροφαλὶς κυρίως ὁ κύκλος τοῦ τροχοῦ : πολὺς δὲ τυρὸς
Γ Εὔπολις Χρυσῷ γένει : λοιπὸς γὰρ οὐδείς : † τροφαλὶς ἐκείνη † ἐφ ' ὕδωρ βαδίζει σκῖρον ἠμφιεσμένη .
3933657 αἰχμαλωσια
κτήσασθε ἐν φόβῳ Θεοῦ μετὰ σπουδῆς : ὅτι ἐὰν γένηται αἰχμαλωσία , καὶ πόλεις ὀλοθρευθῶσι καὶ χῶραι καὶ χρυσὸς καὶ
ἐπαγωγάς : ἐπαγωγός , ἐφελκυστικός : ἐπαγωγή , συμφορά , αἰχμαλωσία , ζημία , ἤτοι τὸ ὁπωσοῦν ἐπαγόμενον κακόν :
3931539 παμπαν
οἷσί περ ἀνήρ θαρσύνοι ἕταρον : σὺ δ ' ἀτάσθαλα πάμπαν ἔειπας . τοῖα φάτις καὶ τοὺς πρὶν ἐπιφλύειν μακάρεσσιν
ἀμαυρά , καθάπερ ἡ τῶν παίδων , αὐτοὶ δὲ διαφθείρονται πάμπαν , ὡς μηδὲν ἔτι πράττοντα ὕστερον ἂν ὀρθῶσαι τὴν
3893012 ξηροτατος
σιτίοισι καὶ ποτοῖσι καὶ πόνοισιν , ὑφ ' ὧν ὡς ξηρότατος ἔσται καὶ ἰσχνότατος . Ἡ δὲ νοῦσος αὕτη γίνεται
ὥστε τὰ ἐντὸς ὠμὰ εἶναι . ὁ δ ' ἐγκρυφίας ξηρότατος τῶν ἄρτων ἐστίν : ἔτι δὲ τούτου ἐργωδεστέρα ἡ
3886974 σιτος
ταῖς δὲ ναυσὶ μακρὰν ἐφεδρεύειν , ὅπως αὐτοῖς μὴ παρακομισθῇ σῖτος . οὗ συντελεσθέντος , οἱ μὲν Ἀθηναῖοι εἰς δεινὴν
οὐκ ἐλάσσονας σίτου διαπέμψαι καὶ πολίτην γεγονέναι . Γλυκέρας ὁ σῖτος οὗτος ἦν : ἔσται δ ' ἴσως αὐτοῖσιν ὀλέθρου
3876038 ποτιδεγμενος
. τοῦ δευτέρου [ β ] : σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος , καὶ τὰ ἑξῆς . ἅπερ ἀμφότερα μαρτυρεῖ ἑαυτῷ
γε κεῖτ ' ἀχέων ἀντὶ τοῦ περὶ ἧς , καὶ ποτιδέγμενος εἴ τι μιν εἴπῃ ἀντὶ τοῦ προσείπῃ . καὶ
3872688 ἀρτος
φαρμάσσων , οὐδ ' ἀττανίτας κηρίοισιν ἐμβάπτων . ΚΗΡΙΟΝ πλακοῦς ἄρτος , ὃν Ἀργεῖοι παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὸν νυμφίον
καθ ' ἧπαρ καὶ λίθους ἐν νεφροῖς γεννῶντα . Ἄριστος ἄρτος εἰς ὑγείαν ἐστὶν ἀνθρώπῳ μήτε νέῳ μήτε γυμναζομένῳ ὁ
3870512 τροφη
γεῦσις γὰρ ἅπασα δι ' ἁφῆς : ἀλλ ' οὐδὲ τροφὴ ὁ χυμός , ἀλλ ' ἥδυσμα τροφῆς . διασαφητέον
καὶ ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τῆς γῆς ἕλκον τὴν ἰκμάδα , καὶ τροφὴ αὐτῷ ἐκεῖθέν ἐστιν : ὥστε μὴ θαυμάζειν ἑτερόκαρπα εἶναι
3836814 διαιτα
μὲν οὖν καὶ μεγίστη φυλακὴ πρὸς γέννησιν τῷ τεκνοποιεῖν βουλομένῳ δίαιτα σωφρονικὴ καὶ ὑγιεινή , ὡς μήτε πληρώσει χρῆσθαι τροφῆς
καὶ ἀλείμμαϲιν καὶ ὑδαρεῖ πόματι χρηϲτέον , καὶ ἡ ϲύμπαϲα δίαιτα ὑγροτέρα τε καὶ εὔχυμοϲ παραλαμβανέϲθω . κενωτέον δὲ τὸν
3833816 θερμος
τρίτης κατ ' ἄμφω τάξεως : ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς θερμὸς μὲν ὁμοίως , ξηραίνει δ ' οὐχ ὁμοίως ,
ἕτερον πίων ἀπὸ τευθιάδα καὶ σηπιοπουλυποδείων . . ἁπαλοπλοκάμων . θερμὸς μετὰ ταῦτα παρῆλθεν ἰσοτράπεζος ὅλος μνηστης συνόδων πυρός .
3826337 ἐπαγαλλομενος
ἔστι γὰρ γαυριᾷ , ὡς καὶ Ὅμηρος : μηδ ' ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ . ἀμφώδοντα : τὰ ἄνωθεν καὶ κάτωθεν ὀδόντας
οὔτε τις εἰσπλεῖ ἀνὴρ μωρὸς παράσιτος , οὔτε λίχνος πόρνης ἐπαγαλλόμενος πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα
3800069 ξηροτερος
ὁ ἀσπάραγος αὐτῆς ξηραίνει . τῶν δ ' ἄλλων λαχάνων ξηρότερος ὁ καυλός ἐστιν : ἔμπαλιν δὲ ῥαφανίδος καὶ γογγυλίδος
τὸν θῆλυν ἄκρως ἐπέχει φθόγγον . ὁ δὲ τοῦ ἡλίου ξηρότερος καὶ καυστικὸς διόλου τε θερμὸς καὶ δραστικὸς ἠχεῖ τὸν
3790887 ὑδαρεστερα
νεοσφαγῶν ἀποπλύματι παραπλήσιον . ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα ἰδέα ἐκκρίσεως ὑδαρεστέρα , πεττούσης μὲν ἀκριβῶς τῆς γαστρός , τῆς ἀναδόσεως
λευκός , διαυγής , μέσος τοῖς ἔτεσι : κρᾶσις δὲ ὑδαρεστέρα μᾶλλον καὶ τὸ πινόμενον ὀλίγον . Εἰ δὲ δίψος
3790530 ἐχητον
κρεῖσσον καὶ ἄρειον , ἢ ὅθ ' ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον ἀνὴρ ἠδὲ γυνή : πόλλ ' ἄλγεα δυσμενέεσσι ,
τε ; ἦ ἵνα δυστήνοισι μετ ' ἀνδράσιν ἄλγε ' ἔχητον ; οὐ μὲν γάρ τί πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον ἀνδρὸς
3778481 καρπος
προσαντλούμενον , καὶ μάλιστα ὅσαι σκιρρώδεις εἰσίν . ὁ δὲ καρπὸς τῆς αὐτῆς ὢν δυνάμεως πινόμενος ὅσον ⋖ β ἢ
, μὴ γεύσασθαι αὐτὸν τῆς ἀμπέλου . Ἐπεὶ οὖν ὁ καρπὸς ἐπεφθάκει , τὸν οἰκέτην ἐκέλευσε κεράσαι αὐτῷ . Μέλλων
3768936 ἐνοικος
ἀφεστὸς ἦν ὄρος βραχὺ πάντῃ . τούτῳ δ ' ἦν ἔνοικος τῶν ἐκεῖ κατὰ ἀρχὰς ἐκ γῆς ἀνδρῶν γεγονότων Εὐήνωρ
οι διφθόγγου γράφονται : πάροικος : ἔξοικος : μέτοικος : ἔνοικος : ἄποικος . Πᾶσα λέξις ἁπλὴ εἰς σύνθεσιν ἐρχομένη
3761278 ἐργοιο
Ὀδυσσεύς : “ Εὐρύμαχ ' , εἰ γὰρ νῶϊν ἔρις ἔργοιο γένοιτο ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ , ὅτε τ ' ἤματα
. τὰ Ἡσιόδου ἔπη εἰς ἕτερον γὰρ τίς τε ἰδὼν ἔργοιο χατίζων πλούσιον , ὃς σπεύδει μὲν ἀρώμεναι ἠδὲ φυτεύειν
3759957 συγκριθεις
γε πάντα συγκρίνας ἔχει : συνῆλθε γὰρ πρὸς αὐτὸ τοῦτο συγκριθείς , ἐξ οὗ γε τοῦτο Κριὸς ὄνομ ' ἔσχεν
γε πάντα συγκρίνας ἔχει : συνῆλθε γὰρ πρὸς αὐτὸ τοῦτο συγκριθείς , ἐξ οὗ γε τοῦτο Κριὸς ὄνομ ' ἔσχεν
3751206 λιμοιο
Ὡς οὐδὲν λιμοῖο : γνώμη , γνωμικὸν , θαυμαστικόν . λιμοῖο : πείνας ἢ κυνωδοῦς ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη
ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος , ἣ κρατέει μὲν ἐν
3750407 εὐμαρεως
χάριν ἠγερέθεσθε , φραζόμενος τὰ ἕκαστα . σὺ δ ' εὐμαρέως ἀγορεύεις , οἶον ἑῆς ψυχῆς ἀλέγων ὕπερ : αὐτὰρ
ὡς σοφὸς εἶπεν , ἤγουν ὡς ὁ παροιμιαστὴς ἐφθέγξατο . εὐμαρέως κεν ἀπ ' αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας : ὡς
3735442 κρινειε
γευόμενον , οὐκ ἄν ποτε τῷ ἑτέρῳ πάθει τὸ ἕτερον κρίνειε . καὶ περὶ μὲν τῆς κοινῆς αἰσθήσεως προϊόντες ἐντελέστερον
τοῦ νομοθέτου ἔργῳ ἐπιστατήσειέ τ ' ἂν κάλλιστα καὶ εἰργασμένον κρίνειε καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν τοῖς βαρβάροις ; ἆρ '
3722920 ἀπογενομενου
οἷς σημείοις ἀεὶ κρίνουσι τὸν ἐπιτήδειον εἰς τὴν διαδοχήν , ἀπογενομένου τοῦ τὴν τιμὴν ἔχοντος . ἔστι δ ' αὐλὴ
ἢ κατὰ τὸν νόμον , ὃς εἴρηκεν πόσου προσγενομένου καὶ ἀπογενομένου δεῖ μηδέτερα τούτων ποιεῖν , ἀναγραφήτω τότ ' ἤδη
3711176 ὁκοιον
καὶ τροφὴ καὶ φάρμακον . ἐμψύξιοϲ γὰρ δέονται , ἔνδον ὁκοῖόν τι πυρὸϲ εἱλευμένου , καὶ τροφῆϲ γλυκείηϲ , ἀτὰρ
Νεφροὶ τὴν φυὴν μὲν ἀδενώδεεϲ , χροιὴν δὲ ἐρυθρότεροι , ὁκοῖόν τι ἧπαρ , μᾶλλον ἢ μαζοὶ καὶ ὄρχιεϲ :
3704733 κυβερναται
καὶ ἡγεμονεῦον , ὑφ ' οὗ τἄλλα | δεσπόζεται καὶ κυβερνᾶται , πολλὰ κατεμέμψατο τῆς προτέρας ζωῆς ἑαυτὸν ὡς τυφλὸν
τὰς κάτω τεταμένας , δι ' ὧν ὁ θνητὸς πᾶς κυβερνᾶται βίος . ἐν δὲ Αἰόλῳ διαβάλλων ὅσα δεινὰ πράττουσιν
3704101 γενεη
λέγουσιν . ὁ δὲ μῦθος ὧδε ἔχει . Ἥδε ἡ γενεή , οἱ νῦν ἄνθρωποι , οὐ πρῶτοι ἐγένοντο ,
εὔτειχον εὐτείχεον , Τρωσί Τρώεσσι , μουσῶν μουσάων , γενή γενεή , ἀδελφός ἀδελφεός , σωρός σωρεός , [ αἰχμή
3702633 φθινει
ἀνάγκας ἀποφανῶ , δι ' ἃς ἕκαστον αὔξεταί τε καὶ φθίνει ἐν τῷ σώματι . Πρῶτον μὲν οὖν ἀνάγκη τὴν
τέλος σχήσει : ἄσημα δ ' οὐκέτ ' ἔστιν οἷ φθίνει τύχα : ὅπου μέλλει τελεῖσθαι ἡ τύχη τῆς Κύπριδος
3697422 οἱσιν
δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει . θανεῖν δ ' οἷσιν ἀνάγκα , τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ
τῶν τε χωρίων τοὺς τόπους μεταβάλλοντα ἐς δύναμιν , ἐν οἷσιν ἂν ἡ νοῦσος καθεστήκῃ , καὶ τὰ σώματα λεπτύνοντα
3688219 ὁλοβιος
πέφυκεν ἔχειν πολλά . ὄλβιος εὐδαίμων καὶ μακάριος , οἷον ὁλόβιος , ὁ διὰ τοῦ ὅλου βίου μακαριστός . ὀλιγοδρανέων
ὄλβιος δ ' ὁ τελείαν τὴν εὐδαιμονίαν ἔχων , οἷον ὁλόβιος : εὐτυχὴς δ ' ὁ ζῶν ἡδέως καὶ ἀλύπως
3685677 παλαιος
καὶ ἱεράκων πιστεύεται . τὴν γονὴν δ ' αὐτοῦ τοιάνδε παλαιός τις εἶναι βούλεται λόγος : ἔστι τι γένος οὕτω
καὶ γὰρ πληρωτικός ἐστι τῆς κεφαλῆς καὶ μάλισθ ' ὁ παλαιός . στομάχου δὲ χάριν τῷ συνεργῆσαι τῇ πέψει οὐδὲν
3675564 χρυσος
κατὰ δὲ τὰς Κωτίνας λεγομένας χαλκός τε ἅμα γεννᾶται καὶ χρυσός . ἐν ἀριστερᾷ μὲν οὖν ἐστι τοῖς ἀναπλέουσι τὰ
ἀγγείων , ἐν οἷς ὅ τε ἄργυρος ἐνῆν καὶ ὁ χρυσός οἱ , πάγας ἤ τι καὶ ἄλλο ὃ τὸν
3673060 τοὐφημερον
ναίοντες οὐκ εἰσὶν φίλοι . πᾶσιν δὲ θνητοῖς βούλομαι παραινέσαι τοὐφήμερον ζῆν ἡδέως : ὁ γὰρ θανὼν τὸ μηδέν ἐστι
- μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα πᾶσιν δὲ θνητοῖς βούλομαι παραινέσαι τοὐφήμερον ζῆν ἡδέως : ὁ γὰρ θανών τὸ μηδέν ἐστι
3670718 ἐλθῃσι
ἵνα βρύα γίνετ ' ἐλαφρά . αὐτὰρ ἐπεί κ ' ἔλθῃσι μαραινομένη ποτὶ γῆρας , ἤτοι μέν οἱ φύλλα περιφθινύθουσιν
ἵνα βρύα γίνετ ' ἐλαφρά . αὐτὰρ ἐπεί κ ' ἔλθῃσι μαραινομένη ποτὶ γῆρας , ἤτοι μέν οἱ φύλλα περιφθινύθουσιν
3670500 τελεσφορα
Λύκει ' ἄναξ , εἰ μὲν πέφηνεν ἐσθλά , δὸς τελεσφόρα , εἰ δ ' ἐχθρά , τοῖς ἐχθροῖσιν ἔμπαλιν
ὅτου . ἡβήσωσι : αὐξήσωσι , στερεωθῶσι , λάβωσιν . τελεσφόρα : τέλεια , τὰ εἰς τελειώτατον φέροντα . Ῥυτῆρες
3664885 τυρος
, δασύπους , ἔριφοι , . . τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς
πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον μετρίως , πυτία πᾶσα ,
3659534 αἱματηρος
γράφονται : οἷον , ὀλισθηρός : μοχθηρός : καματηρός : αἱματηρός : πονηρός : τὸ καυτειρὸς σεσημείωται διὰ τῆς ει
οὐ μόνον τὴν εἰς τὴν πατρίδα ὑποστροφήν : ἔνθ ' αἱματηρός : ὡς πέμμα ξηρανθὲν τὸ αἷμα τοῦ φόνου .
3658786 ἐπιδεικνυμενης
δὲ καὶ ἀστραπαὶ καὶ νὺξ μακρὰ κατελάμβανε τοὺς ἀνοσίους , ἐπιδεικνυμένης τῆς Προνοίας ὅτι τότε διὰ Καλλιρόην ηὐπλόουν . ἐγγὺς
, οὐδὲ περιγραφομένης ἤθεσιν , ἀλλὰ τὸ στάσιμον καὶ μόνιμον ἐπιδεικνυμένης κατὰ τὴν ἑαυτῆς ἐνέργειαν , κἂν ἀλλαχόθι κἂν παρ
3654174 ἀπαλαμνα
ἀνδρός , οὐδ ' ἕρδειν ἔθ ' ὁμῶς ἔργ ' ἀπάλαμνα θέλει . ἑπτὰ δὲ νοῦν καὶ γλῶσσαν ἐν ἑβδομάσιν
τῆς αὐτοῦ γλώσσης καρτερὸς οὐδὲ νόου : μυθεῖται δ ' ἀπάλαμνα , τὰ νήφοσι γίνεται αἰσχρά , αἰδεῖται δ '
3640171 πανευδαιμων
ἀπόρρητα ταῦτα καὶ μέγιστα ἐξέφηνέ μοι ἐκεῖνος ὁ πανευκλεὴς καὶ πανευδαίμων ? , ἤρξατο λέγειν [ πρός ] με :
. καὶ ἡ Πυθία ἔφη : εὐδαίμων , Συβαρῖτα , πανευδαίμων σὺ μὲν αἰεὶ ἐν θαλίῃσιν ἔσῃ , τιμῶν γένος
3627117 ἐπιστησασα
δι ' ἠέρος [ ] ἐμφανὲς ? ἄστρον ὄμματ ' ἐπιστήσασα ? [ ] ? κατ ' ἀστερόεσσαν [ ]
ἠέρος [ ] ἐμφανὲς ? ἄστρον [ ] ὄμματ ' ἐπιστήσασα [ ] κατ ' ἀστερόεσσαν [ ] Ἅμαξαν [
3611264 ὡρης
τούτων οἷς συντυχεῖν θέλεις , καὶ δ ' ὅταν ἐξ ὥρης κυκλώμενον ἔν τινι ζῴῳ κείμενον εἰς ἐνιαυτόν , ἔχῃ
, ἢ ὄμβρος ἢ αὐχμὸς ἢ ψύχος ἢ θέρμη τῆς ὥρης ἐν ἀρχῇ ἢ μέσῃ ἢ ἐσχάτῃ , ἢ διὰ
3603518 ἀποστατει
καρδίαις μᾶλλον ἐνέστακται , καὶ οὔτ ' ἀέρος οὔτε θαλάσσης ἀποστατεῖ ἡ γαμήλιος θεὰ , ἀλλὰ καὶ ἔχις αὐτὸς ὁ
, ἄφερτον φίλοισιν , δυσίατον : ἀλκὰ δ ' ἑκὰς ἀποστατεῖ . τούτων ἄιδρίς εἰμι τῶν μαντευμάτων . ἐκεῖνα δ
3601442 πλαστος
εὐήθους ἄγαν . οὗτος δ ' ἐκείνου παῖς , πατρὶ πλαστὸς νόθος , μητρὸς δ ' ὁποίας ἡ τεκοῦς '
ἐν δείπνοις μ ' ὑπερπλησθεὶς μέθῃ καλεῖ παρ ' οἴνῳ πλαστὸς ὡς εἴην πατρί . Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν
3597677 εἰαρινος
εὐκραδάντους ὑπάρχειν , ὅ ἐστιν εὐκινήτους . ἄλλος δ ' εἰαρινὸς πέλεται πλόος : ἐν τέλει Ἀπριλλίου καὶ ἀρχῇ μηνὸς
κράδῃ ἀκροτάτῃ , τότε δ ' ἄμβατός ἐστι θάλασσα : εἰαρινὸς δ ' οὗτος πέλεται πλόος : οὔ μιν ἔγωγε
3588600 πασαιτο
κνώδαλα φυκιόεντας ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς : ὧν τὰ μὲν ὠμὰ πάσαιτο , τὰ δ ' ἑφθέα , πολλὰ δὲ θάλψας
μόρον . ἵετο δ ' ἥγε φάρμακα λέξασθαι θυμοφθόρα τόφρα πάσαιτο , ἤδη καὶ δεσμοὺς ἀνελύετο φωριαμοῖο ἐξελέειν μεμαυῖα δυσάμμορος
3584596 πληρωσαμενος
πολλῶν πόνων καὶ χαλεπῶν ἐκποριζόμενα : ὁ μὲν οὖν ἕτερος πληρωσάμενος μήτε ἐποχετεύοι μηδέ τι φροντίζοι , ἀλλ ' ἕνεκα
πολλῶν πόνων καὶ χαλεπῶν ἐκποριζόμενα : ὁ μὲν οὖν ἕτερος πληρωσάμενος μήτ ' ἐποχετεύοι μήτε τι φροντίζοι , ἀλλ '
3569512 πελει
ὁπόσοι κρείττους περιφανῶς γένοιντο . „ Συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν „ ἔφη Ὅμηρος , τὴν κατ ' ἰσχὺν
Ἑρμῆς δὲ ταπεινούμενος πρὸς πεντεκαιδεκάτην : τὸ τρίγωνον ἡμέρας μὲν πέλει τῆς Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ πρὸς τὸν Ἄρεα :
3566647 χρονοιο
αὔτως πλάζοιτ ' , οὐδέ μιν ὦκα κιχήσεαι , ἀλλὰ χρόνοιο πολλοῦ μεσσάτιον τελέει δρόμον ἠλασκάζων . ἢν δ '
αἴτιον γίνεται . “ ἐπὶ τιμάς τ ' ἀνόρουσε τελειομένοιο χρόνοιο ” . τιμῶν τε καὶ βασιλειῶν ἀπελαύετο κατὰ τὴν
3565453 ξυνετοισι
τῷ Ἀριστοτέλει ἡ ἀσάφεια μονονουχὶ ἐπάγοντι τὸ Ὀρφικὸν ἐκεῖνο ἀείδω ξυνετοῖσι , θύρας δ ' ἐπίθεσθε βεβήλοις , καὶ τὸ
οἰκείων ἀνέμων ταμίας , δασύς , ἄλλοτε δεῖος , ἀξύνετα ξυνετοῖσι λέγων , νόμον ἐκ νόμου ἕλκων : ἓν δ
3561547 καθαρευει
τὰ πραττόμενα πράττεται , ἀλλ ' ἄδηλον εἴτε ὑγιαίνει καὶ καθαρεύει εἴτε νοσεῖ μιάσμασι κεχρωσμένη πολλοῖς , γενητὸς δὲ οὐδεὶς
. Ὅτε ὑπάρχει ὁ Ἄρης ἐν τῷ ἑνδεκάτῳ , οὐ καθαρεύει ὁ τοῦτον οὕτως ἔχων πρὸς τὸν ἴδιον κύριον .
3555177 ζεουσα
τὰ κοῖλα τοῦ ἥπατος . ὑπὸ μὲν δὴ τῶν παροξυνόντων ζέουσα καὶ μηδὲ τῷ ἑαυτῆς ἀγγείῳ φορητὸς οὖσα ὑπτίῳ ἐπιχεῖται
. τευθίδος ] εἶδος ἰχθύος . σίζουσα : ἀντὶ τοῦ ζέουσα , ὡς ἐπὶ τηγανιζομένης , ποιὸν ἦχον ἀποτελοῦσα .
3553031 ἀκηρατος
τοῖς ἄλλοις εἰωθότων , ἀλλ ' ἔρως ὁ οὐράνιος καὶ ἀκήρατος καὶ θεῖος ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι
διαχωρέει : ἡ δὲ ἰκμὰς ἀπ ' αὐτῶν ἰσχυρὴ καὶ ἀκήρατος προσγινομένη ἰσχύν τε παρέχει τῷ σώματι πολλὴν καὶ αὔξην
3539040 ξηρος
μολύβδῳ τὰ δύο ἐναντία ἀνατίθησιν , ἐπεὶ ὑγρός ἐστιν καὶ ξηρὸς κατὰ τὴν αἴσθησιν . Καὶ τὰ τρία ἔχει ἐν
τρίψαντες καὶ ὕδωρ ἐπιχέαντες ἀπηθοῦσι καὶ λαμβάνουσι τὴν ὑπόστασιν : ξηρὸς δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐλάττων ὁ χυλὸς τούτων .
3538153 λελοιπεν
γοργῶπες αἵδε προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί , τὸ δὲ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων οὐδ ' ἀποίχεται χάρις . Ἑλλὰς ὦ
καὶ ὄζους φύσει , ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν , οὐδ ' ἀναθηλήσει : περὶ γάρ ῥά ἑ
3532622 ᾐσιν
νοήσει [ φρασσάμενος τά κ ' ἔπειτα καὶ ἐς τέλος ᾖσιν ἀμείνω ] : ἐσθλὸς δ ' αὖ κἀκεῖνος ὃς
οἵ τε πρηκτῆρες ἔασι , φόρτου τε μνήμων καὶ ἐπίσκοπος ᾖσιν ὁδαίων κερδέων θ ' ἁρπαλέων : οὐδ ' ἀθλητῆρι
3527593 φυει
ἐστιν ἀνθρώπου φρενῶν ὅπου τὸ τέρπον καὶ τὸ πημαῖνον † φύει † : δακρυρροεῖ γοῦν καὶ τὰ καὶ τὰ τυγχάνων
ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει , ἢ ὡς ὅτ ' ἐν ἀζαλέῃς ξυλόχοισι πῦρ
3525088 ἐμφαγοντες
ἐν μικρῷ θετέον οὐδὲ παρορατέον τὴν τῶν τοιούτων πρόνοιαν : ἐμφαγόντες γὰρ στρατιῶται μετρίως , ὥστε μὴ πολὺν ἐνφορτίσασθαι τῇ
οὐ πρότερον ἐσθίουσιν εἰ μὴ λούοιντο , οἱ δὲ καὶ ἐμφαγόντες : εἶτα δὴ λούονται μέλλοντες δειπνήσειν : καὶ ἔστι
3524128 ὑδαρης
ὁ εὐγενὴς Σαβῖνος : μὴ παλαιὸς πάνυ τῷ χρόνῳ καὶ ὑδαρὴς πάλιν γινέσθω καὶ μὴ ἄκρατος . κεχρήσθωσαν δὲ καὶ
ὁμοίως τὸ ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων .
3523555 νασῳ
' εὐπλόκαμος [ νύμφα - ] [ φερεκυδέϊ ] [ νάσῳ ] [ – ˘˘ – ] πρύτανιν [ –
Ἀσίας οὐκ ἐπακούω , οὐδ ' ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν φύτευμ ' ἀχείρωτον αὐτοποιόν , ἐγχέων
3522768 μουνογενης
. τὸ δὲ γηραιὸς δὲ θάνοις παρέγγραπτον ὡς ἀδιανόητον . μουνογενὴς ⌊ ⌋ δὲ πάις : 〚 εἷς παῖς ,
δὲ γυναικὶ πέποιθε , πέποιθ ' ὅ γε φιλήτῃσιν . μουνογενὴς δὲ πάις εἴη πατρώιον οἶκον φερβέμεν : ὣς γὰρ
3522662 ἁλις
συμπορευόμενοι , κινοῦντες . Οὐδ ' : οὐ γάρ . ἅλις : ἄρκεια , αὐτάρκης . Δαιτυμόνας : φίλους .
ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις σεσιτεῦσθαι . * θρύπτωνται : διαλύωνται εἰς λεπτὸν τέμνωνται
3510425 τρεφει
Ἀκιδνός : ὁ ἀσθενής : Ὅμηρος : οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο . παρὰ τὸ αἰκίζω αἰκιδνός καὶ ἀκιδνός ,
κακία κακοποιὸς καὶ βλαπτικά . Φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει : . Συνεσίου . Χαμαιλέων ζῷόν ἐστιν εἰς πάντα
3510053 γλυκιων
ἔργον τοῦ Ὀδυσσέως λαμπρόν : τοῖσι δ ' ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ ' ἠὲ νέεσθαι ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς
αὐδήεσσα μὲν τὸ πρῶτον καὶ λίγεια , καὶ τὸ ” γλυκίων μέλιτος ἀπὸ τῆς γλώττης “ περὶ αὐτῆς μᾶλλον ἢ
3508428 ἀθεσφατος
ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' αἰόλα κέρδεα
οὐδ ' εὐρεῖα τέτυκται . ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος , ἐν δέ τε οἶνος γίνεται : αἰεὶ δ
3507352 νεα
Ἀττικὴ κατεδύετο καὶ ἐπιφερομένη Αἰγιναίη νηῦς κατέδυσε τῶν Σαμοθρηίκων τὴν νέα : ἅτε δὲ ἐόντες ἀκοντισταὶ οἱ Σαμοθρήικες τοὺς ἐπιβάτας
ποιεῖν . καὶ σφόδρα μὲν καὶ ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα καὶ ἀνθηρὰ εὐδοκιμεῖ , πολὺ δὲ καὶ ἐν τοῖς
3504980 λυπεει
μὴ καιροῦ λάβηται . . ὁ φθονέων ἑωυτὸν ὡς ἐχθρὸν λυπέει [ . . ] . . ἐχθρὸς οὐχ ὁ
ἐοῦσα ὀχλέει , ἐξ ἑτέρου συμπαθείης τινὲς ὀχλεῦνται . Καταύδησις λυπέει . Φιλοπονίης κρατερῆς ὕπο , παραίνεσις , ἀλέα ,
3504481 οὐρανιης
κυδόσκοπον ὥρην εἰσλεύσσῃ φαέθοντι πυρὸς θερμοῖο σελασμῷ , ἢ μέσον οὐρανίης ἀτραποῦ δρόμῳ ἠέρα τέμνῃ , ἠδὲ κατ ' οἰκείων
. Ἠελίου δ ' ἀκάμαντος ἐπὴν πυριμάρμαρος ἀστὴρ εἰς μέσον οὐρανίης προφανῇ πυριλαμπέος αἴθρης , ἢ γονίμῃ ὥρῃ πανεπίσκοπα φέγγεα
3504178 τρωκτα
ῥίζης γίνεται , κηρίῳ σφηκῶν ἰδέην ὁμοιότατον : ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίνεται συχνά , τρώγεται δὲ
βίον καὶ γάλα καὶ φοίνικας αὐτῷ καὶ τυρὸν προσφέρουσι καὶ τρωκτὰ ὡραῖα καὶ τὰς ἄλλας ἀπαρχὰς τῶν ἐπιχωρίων . Λόγος
3501151 εἰαρινῃ
ὅτε μυῖαι σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ , ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει : ὣς ἄρα
ἀνταγωνισταὶ πλείους ἢ ὅσαι μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήιον ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ . ὃν δέ φημι σοφιστήν , ἀγνοεῖν προσποιῇ πάλαι
3501059 ἀφορδια
ἡ ἀκαθαρσία καὶ τὸ ἄξιον ἀπελασίας : Νίκανδρος : καὶ ἀφόρδια πάντα . εἴρηται παρὰ τὸ ἀφορίζω ἀφορίζιον καὶ ἀφορίδιον
δὲ ἀντὶ τοῦ φλογίζοντος * σελάοντος : φλογίζοντος καίοντος καὶ ἀφόρδια γαστρός : ἤτοι πάντα τὰ ἔντερα γαλῆς λαβὼν καὶ
3495568 ὡριων
θέρμος μὲν ἢ κύαμος συνεχῶς , ποτὲ δὲ καὶ τῶν ὡρίων εἰσεφέρετό τι , τοῦ μὲν θέρους ἄπιος ἢ ῥόα
δ ' ἀπ ' ἄλλος ταυροτενεῖσ [ - γλαγέας παντοῖον ὡρίων φερον [ - τεροις , σιγᾶι δὲ κερκὶς ἁ
3494529 τελεουν
οὔσης δὲ τοιαύτης τῆς οὐσίας οὐδὲν ἄτοπον ἤδη τὰ μὲν τελεοῦν , τὰ δ ' ἀνθεῖν , τὰ δὲ βλαστάνειν
οὐσίαν τελείωσιν . διὸ καὶ ἐπάγει : αὕτη δὲ οἷον τελεοῦν τὴν φύσιν , τοῦ ἐνεργοῦντος δηλαδὴ ὡς οὐ πρότερον
3493858 ἀλλοτριος
: τὸ δὲ προσθεῖναι , οὐχ ὅτ ' ἂν ὡς ἀλλότριος καὶ μηδὲν προσήκων , δῆλον ὅτι τῆς αὐτοῦ τοῦ
ἔργα μήποτε θεοῦ βουλήματί ἐστι : καὶ γὰρ οὐδεὶς ἦν ἀλλότριος λογισμὸς τῶν εἰωθότων ἐν τῇ ψυχῇ κατοικεῖν εἴσω .
3486865 ἐοι
μᾶλλον τάδε καταιονοῦντα , ὅκωϲ μήτε θάλψιϲ ἐκ τῶν εἰρίων ἔοι , ἀτὰρ ἡ ἔμφυτοϲ θέρμη ὑπὸ ψυχρῆϲ δυνάμιοϲ τῶν
ἐὸν λάχος : ἀλλὰ γενέθλῃ Ζηνὸς ὅπως σκοτίῃ τρηχὺς ἄεθλος ἔοι . τὸ δὲ φλέγεται ἀντὶ τοῦ λαμπρύνεται καὶ δοξάζεται
3481752 ἀφυσος
, ἄγνου σπέρμα : καννάβεως ὁ καρπὸς καὶ ἀπὸ φυσωδῶν ἄφυσος . κύαμοι ἑψηθέντες καὶ φρυγέντες , βολβοὶ οἱ ἐπὶ
χρήσθωσαν . Μετὰ δὲ τὸ λουτρόν , ἡ τροφὴ διδόσθω ἄφυσος , καὶ μετὰ πᾶσαν τροφὴν οἶνον δοτέον ἀκρατέστερον .
3475345 ὀλβιος
τῇ Γελώων πόλει τεύξας . Πῶς δ ' εἰ Κύψελος ὄλβιος , ὦ κακόδαιμον , οὐ καὶ Φάλαρις ὄλβιος ,
αὐτοῦ τῷ ναῷ ἔνθεον γενομένην τὴν προφῆτίν φασιν εἰπεῖν : ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον ἀμφιπολεύει , Ἡσίοδος Μούσῃσι
3474053 Ἀρνειοιο
πολυτλήτου βιότοιο . εἰ μέν γ ' εἰαρινοῖσιν ἐν ἄστρασιν Ἀρνειοῖο πασιφαὴς εἱλοῖτο βροτοῖς πανδῖα Σελήνη , ὁππότε τις νούσῳ
υἱῆας ἢ ὀτρηροὺς θεράποντας , χρυσοφαὴς εἴη τοι ἐπ ' Ἀρνειοῖο Σελήνη , ἠὲ καὶ ὠκυπόροισιν ἐπ ' Ἰχθύσι καλὰ
3473383 πνευματοι
ἐργαζόμενον ὀρρὸν ἄνοστον . φαῦλον δὲ καὶ τὸ ἀφρῶδες , πνευματοῖ γάρ : καὶ γὰρ τὸ ἔπαφρον τοῦ ὑγροῦ καὶ
: ταῦτα μὲν γὰρ φθείρεται ῥᾳδίως , τὰ δριμέα δὲ πνευματοῖ καὶ ἄλλως ἐστὶν τμητικὰ καὶ λεπτυντικά , παρ '
3468196 ὀμβρος
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος
3465786 ἐσσα
θύγατερ , αἰαῖ τύχας : ξυνοικεῖς ὦν νέωι γ ' ἔσσα παλαιτέρα . ὃ μὲν γὰρ ἄλλην λαμβάνει νεανίδα ,
δὲ τὴν πρόσοδον : ἔσμιον τὸ νόστημον : Ἕσπερος : ἔσσα : ἐσσὴν ὁ βασιλεὺς , ἢ ὁ ἡγεμών :
3464233 ποσις
Φλεγραίας Θρακικῆς , ὅτι ἐκεῖσε οἱ Γίγαντες ἐφλέχθησαν * . πόσις στυγνὸς Τορώνης ἀνὴρ κατηφὴς καὶ ἀγέλαστος τῆς Τορώνης ,
, μὴ φθῆι σε προσβὰς δῶμα καί μ ' ἑλὼν πόσις ἢ πρέσβυς οἴκους μ ' ἐξερημοῦσαν μαθὼν Πηλεὺς μετέλθηι

Back