ὥσπερ καὶ τὸ ἐρυμνός . Τὰ εἰς δύο ΝΝ βαρύνεται ἀπαρασχημάτιστα ὄντα θηλυκῷ γένει : βλέννος θύννος Κύννος δάθυννος Ἄργυννος | ||
κᾶπος γὰρ οἱ Δωριεῖς . Τὰ διὰ τοῦ οπος δισύλλαβα ἀπαρασχημάτιστα ἁπλᾶ διὰ τοῦ ο μικροῦ γραφόμενα σπάνιά ἐστιν : |
ἐσθ ' , ἡ δ ' ἐξ ἁλίοιο γέροντος : σεσημείωται πρὸς τοὺς ἑξῆς ἄκαιρον γενεαλογίαν ἔχοντας : καὶ ὅτι | ||
: μενὸς ὄνομα ἐπίθετον : τὸ καινὸς ἐπὶ τοῦ νέου σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ ηνος |
ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα ὀξύνεται : σοφός κυφός κωφός . τὸ δὲ κοῦφος προπερισπᾶται | ||
ἀΐσσω ῥήματος . τὸ δὲ ἀϊκάς καὶ προπαροξύνεται [ καὶ ὀξύνεται : ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ἀϊκή ὀξυτόνου ] ἀϊκάς |
Τὰ εἰς ΑΡ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν εἴτε ἀρσενικὰ εἴτε οὐδέτερα βαρύνεται : μάκαρ δάμαρ ὄναρ οὖθαρ . Ἔτι τὰ εἰς | ||
δὲ προπετής ἀκρατής τριετής σύνθετα . Τὰ εἰς ΟΙΤΗΣ ἰσοσύλλαβα βαρύνεται : Δαμοίτης Μενοίτης Θυμοίτης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ |
θρυαλίδας ἔχοντα . τὸν πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' | ||
ταχέως ἀναλίσκων τὸ ἔλαιον λύχνος . τὸν πότην λύχνον : πότης λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . |
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν | ||
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι |
ἐστίν . ἔτι σφηκίον χαρτίον ὠτίον . τὸ δὲ φρούριον προπαροξύνεται : οὐ γὰρ ὑποκοριστικόν . Τὰ διὰ τοῦ ΙΟΝ | ||
, οἷον Αἴαντος Αἴαντι : ἄμφω βραχέα τὰ λήγοντα καὶ προπαροξύνεται ἑκάτερα : τὸ δὲ Ξ Αἴαντι δὲ δαΐφρονι ποιητικὴ |
ᾠῶν πουλυπόδια ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . ὁ δὲ θῆλυς πουλύπους ὁτὲ μὲν ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς , ὁτὲ δ | ||
τοῦ ω φθόγγος , στρογγύλος τε ὢν καὶ συνεστραμμένος , θῆλυς δὲ ὁ τοῦ η : διαχεῖται γάρ πως ἐν |
: Σφαῖρος : Σκαῖρος : ὀνόματα κύρια : τὸ καιρὸς ὀξύτονον : τὸ γὰρ δαῖρος περὶ τόνον διαφορεῖται . Τὰ | ||
: τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ τοῦ |
? ! ! ! ! γένη τρία , ἀρσενικόν , θηλυκόν ? [ ] ? , [ οὐδέτερον ] . | ||
ἀρσενικόν ἐστιν , οἷον ὁ Ζεῦξις , τὸ δὲ προσηγορικὸν θηλυκόν ἐστιν , οἷον ἡ ζεῦξις : ἐπειδὴ οὖν διήλλαξε |
πλεῖστον διὰ τὸ ψαλῶ ψάλλω : θαλῶ θάλλω , καὶ εἴτι ὅμοιον : ἔχουσι γὰρ ταῦτα τὸν μέλλοντα εἰς α | ||
: πνὶξ ἐξ οὗ τὸ πνίγος : πλὶξ , καὶ εἴτι ὅμοιον . Τὰ εἰς ωξ ὀνόματα συγκείμενα παρὰ ῥῆμα |
πρόσπολον ] θεράποντα . πρόσπολον ] ὑπουργόν . πρόσπολον : γράφεται πρόσπορον , ἤγουν τὸν ἐκ τῆς αὐτῆς σπορᾶς γεννηθέντα | ||
: ἀσθενέσι . ὀφέλλειν : εὐεργετεῖν . διὲξ ἁλός : γράφεται διαμπερές . ἀντιάοιτε : περιτύχοιτε . νόσφι δὲ Τυνδαρίδαις |
οὔτ ' αὐτῆς Ἰθάκης : οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἔστ ' ἄφενος τοσσοῦτον : ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω . δώδεκ | ||
οὐκ ἐθέλω συνάγειν κλυτά , κανθάρου ὄλβον μύρμηκός τ ' ἄφενος χρήματα μαιόμενος , ἀλλὰ δικαιοσύνης μετέχειν καὶ πλοῦτον ἀγινεῖν |
πλοῦτος , ἀφενός δὲ ὀξυτόνως ὁ ἄνθρωπος ὁ πλήρης τοῦ ἀφένου . λέγεται δὲ καὶ ἀρσενικῶς καὶ οὐδετέρως ' . | ||
: ὀξυτόνως δὲ ἀφενός , ὁ ἄνθρωπος ὁ μετέχων τοῦ ἀφένου : ὡς ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελός . ἀσφόδελος λέγομεν βαρυτόνως |
, ὀξεῖα : βαρὺς , βαρεῖα : τὸ λιγὺς καὶ ἐλαχὺς ὀξύτονα , καὶ ἡμίσυς καὶ θῆλυς βαρύτονα σημειοῦνται ποιοῦντα | ||
τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος : Καλλίμαχος : |
ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο , ὅπερ συγκοπτόμενον εἰς τὸ ἆλτο ψιλοῦται . τὸ γὰρ α λῆγον εἰς λ , ἐπιφερομένου | ||
ἄττα : σημαίνει μὲν ἡ φωνὴ τὸ τινά , ὁπότε ψιλοῦται . ἢ καὶ τὸ ὀλίγα ἢ παραπλήσιον . ὁπότε |
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος , | ||
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος , |
ὁ ἄρσην τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι καὶ τὸ ἄρσεν τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι : εἰ δὲ ἐποίησαν ἐπὶ τῶν οὐδετέρων | ||
τάδε Κλυταιμήστραι μολών . λεχώ μ ' ἀπάγγελλ ' οὖσαν ἄρσενος τόκωι . πότερα πάλαι τεκοῦσαν ἢ νεωστὶ δή ; |
καὶ σοί ; Ἔμοιγε . Οὐκοῦν ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος , εἴ τις τούτου ἐν τῇ πόλει | ||
] Κυδώνιον : Κρητικόν . μονιὸν δάκος : [ ὗς ἄγριος ὃς ἂν μὴ συναγελάζηται ] ? ? ἑτέροις . |
πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , πολυσύνετος , | ||
ἀμηχάνῳ τόλμῃ τὸ στρατόπεδον ἐπόρθει . φόνος τε ἦν ἑκατέρων ποικίλος : ὑπὸ δὲ μεγέθους πεδίου τε καὶ κονιορτοῦ τὰ |
οἷον : Κύκλωψ , τῆ πίε οἶνον , ἐπεὶ φάγες ἀνδρόμεα κρέα , ἐξ οὗ , λάβοι . ἢ παρὰ | ||
' ἔχε θυμόν . αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωψ μεγάλην ἐμπλήσατο νηδὺν ἀνδρόμεα κρέ ' ἔδων καὶ ἐπ ' ἄκρητον γάλα πίνων |
περὶ ἐκείνου προείρηται , καὶ περὶ τούτων χρὴ γινώσκειν . Ἀσπάλαθος ἐξ ἀνομοιομερῶν σύγκειται δριμέων τε καὶ στυφόντων : καὶ | ||
ἄσμενος ἐκ θανάτοιο , . , . . , . Ἀσπάλαθος : εἶδος ἀκάνθης : † Νίκανδρος : ἐν γὰρ |
Διονύσου : τὸ γλυκερά : φοβερά : πενθερά : οὐ μονογενῆ , ὅμως καὶ οὕτως περὶ τόνον οὐ περὶ τὴν | ||
: Μενέα ἡ πόλις . Τὰ διὰ τοῦ εια δισύλλαβα μονογενῆ ἔχοντα τὸ α μακρὸν , ὀξύτονα ἐπὶ οὐσίας τιθέμενα |
ἀντὶ τοῦ φροντίζων Ξενοφῶν . νεώς τὴν εὐθεῖαν ἑνικῶς καὶ ὀξυτόνως Ἀττικοί , ναός Ἕλληνες . νώ δυϊκῶς Ἀττικοί , | ||
ἀπέχει σταδίων ὀκτώ , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης . τινὲς ἐλαιὸν ὀξυτόνως ἐκδεχόμενοι τὸν ἐξ ἀγριελαίας στέφανον οὕτως καλοῦσι . ἔλαιον |
, χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος , μεμψίμοιρος , ὠμός , ἀσυγγνώμων , | ||
αἱρέσεως , τῇ μὲν χρόᾳ ἐρυθρός , τῇ δὲ γεύσει πικρός . Ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐστὶ μὲν ἐπιθυμία καὶ ἔρως |
γὰρ τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἀεὶ ὀξύνεται καὶ διὰ τοῦ ο κλίνεται καὶ τὸ οὐδέτερον εἰς ον λῆγον ἔχει , ἡ | ||
. οὕτως Μεθόδιος . ἰστέον δέ , ὅτι τὸ Αἰνείας κλίνεται Αἰνεία Δωρικῶς : καὶ οἱ μὲν Ἴωνες προστιθέασι τὸ |
οὐδετέρων συντεθέντα βαρύτονα : εὐμήκης εὔμηκες , κακοήθης κακόηθες , μεγακήτης μεγάκητες . καὶ τὰ παρὰ τὸ ΗΚΗΣ : τανυήκης | ||
ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ η ἐπιφερομένου ἀφώνου , οἷον κῆτος μεγακήτης , ἦθος κακοήθης , μῆκος ἐπιμήκης : ταῦτα γὰρ |
, παρὰ τὸ ἀΐσσω , ἀΐξω , ἀκτός . καὶ παρώνυμον ἀκτίς . ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν . Ἀκῶ , τὸ | ||
φοινὸν δηλοῦν τὸ ἐρυθρόν , ἤγουν τὸ πυρρόν , γίνεται παρώνυμον φοῖνιξ : „ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἔην |
ἰδοὺ γὰρ τοῦτο πάντα ἔχει τὰ τοῦ κανόνος , τουτέστι βαρύτονον ἰαμβικὸν καὶ μὴ ἔχον ἐπ ' εὐθείας τὸ τ | ||
σ , Τρύφων δὲ διὰ δύο : Ῥωσός : Κρῶσος βαρύτονον καὶ μόνως ἀρσενικὸν τῷ τόνῳ παραλλάξαν κατὰ τὴν γραφὴν |
. Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι | ||
τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν |
δὲ καὶ λεαινόμενον καὶ πριόμενον τὸ ξύλον . Τὸ δὲ θύον , οἱ δὲ θύαν καλοῦσι , παρ ' Ἄμμωνι | ||
λεύκη , δάφνη , πίτυς , κυπάριττος , κέδρος , θύον , ἰτέα , μυρίκη , μυρρίνη : εἰ μὴ |
πενία ξενία . Τὰ διὰ τοῦ ΙΑ παρὰ μελλόντων γενόμενα παροξύνεται : ὀρέξω ἀνορεξία πέψω ἀπεψία προδώσω προδοσία . Τὰ | ||
: Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος Σόφιλλος δόριλλος . τὸ δὲ ὀπτίλλος παροξύνεται . καὶ τὸ νεογιλλός ἔχει θηλυκόν . Τὰ διὰ |
γὰρ προϋπέλαβε πταῖσαι , ἀλλ ' ἀγαθῇσιν ἕκαστος τουτέων ἐλπίσι φέρβεται , τῶν δὲ χερειόνων οὐ μέμνηται : μή ποτ | ||
ἐκπυρωθῇ ἅμα τῇ νούσῳ καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα φέρβεται . Θαυμαστὸς ὁ λόγος , πάνυ εὐφραίνει ψυχήν . |
. Κ Π . : ἴσως οὖν ἐνόμισαν ἀπὸ τοῦ ἡδύς εἶναι παραγωγὸν τὸ ἥδυμος , ὡς ἔτυμος ἐτήτυμος . | ||
ἐπιθετικὰ διὰ τοῦ Ε κλινόμενα δισύλλαβα ὄντα ὀξύνεται : ἠύς ἡδύς ταχύς βραδύς ὠκύς . τὸ δὲ ἥμισυς προπαροξύνεται καὶ |
[ αὐλῶπις ] : ἐν δ ' ἑτέρωθι ἥδ ' ἱερὴ Σικίμων καταφαίνεται , ἱερὸν ἄστυ , νέρθεν ὑπὸ ῥίζῃ | ||
ἄγει . αἰϲθήϲιοϲ δὲ καὶ κεφαλῆϲ καὶ νεύρων καθαρτήριον ἡ ἱερὴ τὸ φάρμακον . ἀμφὶ μὲν ὦν κενώϲιοϲ παντοίηϲ τῆϲ |
κατὰ ἀποβολὴν τοῦ Σ γενόμενον ἀπὸ ἀρσενικοῦ τὸν αὐτὸν τόνον φυλάττει τῷ ἀρσενικῷ : μέγας μέγα , λειπόπατρις λειπόπατρι , | ||
Πραξιτέλης τὸ ἄγαλμα . εἰ δὲ τοῦτο προσέθηκεν , οὐ φυλάττει τὸν χρησμὸν Πραξιτέλης ὄνομα ἡμῖν Ἀφροδίτης , οὐκ ἄγαλμα |
χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . ΠΥΛΕΩΝ . οὕτως καλεῖται ὁ | ||
συγκυλίνδεται τῇ γυναικί , τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον |
ὅμοιον καὶ τὸ φερνὴ ὀξύτονον . Τὰ διὰ τοῦ ενη δισύλλαβα μονογενῆ τὸ ε παραληγόμενα δύο ἐστίν : θένη , | ||
κύριον βαρύνεται , ὥσπερ τὸ πῶλος . Τὰ εἰς ΜΟΣ δισύλλαβα διφθόγγῳ παραλήγοντα ἀπὸ συμφώνου ἀρχόμενα ὀξύνεται : λοιμός λαιμός |
. Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ | ||
ἔλεγον . ἄλλην μὲν γὰρ εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς , οἷον ταχὺς γενόμενος διὰ παιδοτρίβην , ἴσως ἂν ἀποστερήσειε τὴν χάριν |
ὑπ ' ἐκείνου ἢ δι ' ἐκείνου . . πᾶσα χθών : ἤτοι χθὼν ἐστεφάνωνται τῷ ὠκεανῷ , ἢ ὑπὸ | ||
” ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδας ' ἠέρα , εἴσατο δὲ χθών : γήθησέν τ ' ἄρ ' ἔπειτα πολύτλας δῖος |
' ἀξίαν ἑκάστῳ τὸ ἐπιτίμιον ὑπάρξαι , πραγματικὸς δὲ καὶ πολύπειρος ἐκ τοῦ πᾶν ἔγκλημα καὶ πρᾶγμα δημόσιόν τε καὶ | ||
κρατύνει γνώμαις ὀρθοτάταισι συνών , ἀδιάστροφος αἰεί , ὠγύγιος , πολύπειρος , ἀβλάπτως πᾶσι συνοικῶν τοῖς νομίμοις , ἀνόμοις δὲ |
φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ | ||
σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων . |
, ἥ τε ὀξεῖα καὶ ἡ περισπωμένη : ἡ γὰρ βαρεῖα οὐκ ἔστι λέξεως τόνος , ἀλλὰ συλλαβῆς . Καὶ | ||
ζητητέον . ἀλλ ' οὐ δυνατὸν εἰδέ - ναι διατί βαρεῖα γίνεται , εἰ μὴ μάθωμεν διατί ὀξεῖα . ἐπὶ |
ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται . Τὰ εἰς ΝΩ παραληγόμενα τῷ Ε περισπᾶται , εἰ προκατάρχοιτο ὄνομα , ἐξ οὗ γέγονε : | ||
τὴν τοῦ μέτρου χρείαν καὶ ὀξύνεται παρὰ τοῖς ποιηταῖς καὶ περισπᾶται . χρὴ τοίνυν περισπᾶν τοῦτο ἐνταῦθα ἵν ' εἴη |
ἐρῶσιν ἐοίκασιν . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ἐσθής : παρὰ τὸν ἕσω μέλλοντα * * * † | ||
ἀπαιτεῖ διάλεκτον , ἀλλ ' ἔστιν ὥσπερ σώμασι πρέπουσά τις ἐσθής , οὕτως καὶ νοήμασιν ἁρμόττουσά τις ὀνομασία . τὸ |
τὸν σίδηρον εὐχερῶς ἕλκων , καὶ τὴν χρόαν κυανίζων : πυκνὸς δὲ καὶ οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς | ||
, καὶ ἀντὶ ἀραιοῦ τε καὶ μαλθακοῦ σκληρός τε καὶ πυκνὸς ἐγένετο , καὶ οὔτ ' ἐκπέσσει οὔτ ' ἀφίησι |
ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν : ἀλλ ' Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ . τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις , | ||
Δάμασον κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου : οὐδ ' ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν , ἀλλὰ διὰ πρὸ αἰχμὴ χαλκείη ῥῆξ ' ὀστέον |
ἄλοχον ὡς πατρὸς βίαι ; οἰκεῖος αὐτὸν ὤλες ' ἁρμάτων ὄχος ἀραί τε τοῦ σοῦ στόματος , ἃς σὺ σῶι | ||
Ὄχθαι . τὰ χείλη τῶν ποταμῶν τὰ ἐξέχοντα . ἔχω ὄχος ἔξοχος , καὶ θηλυκὸν ὄχη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
γυναῖκας τὰς νῦν τοιαύτας εἶναι προῄρησθε . Μελανίππη τις ἦν σοφή : διὰ τοῦτο ταύτην ὁ Λυσίστρατος ἐδημιούργησεν : ὑμεῖς | ||
τιμή τὴν τιμήν , ἡ Ἀφροδίτη τὴν Ἀφροδίτην , ἡ σοφή τὴν σοφήν . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ὦ |
ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ , οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι . Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου | ||
τὸν λόγον , λέγων [ Τ ] αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν , ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ |
σχήματα ἀριθμοὶ πτώσεις . Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία , ἀρσενικὸν θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον : καὶ ἀρσενικὸν μὲν οὖν ἐστιν | ||
σποδιὰν προσμιγνύουσι τούτῳ . Ἡ τοῦ χάρτου σποδιὰ καὶ τὸ ἀρσενικὸν καὶ ἄσβεστος κονία : ταῦτα ἴσα συμμίγνυται ὁτῳοῦν τῶν |
τ ἀρθέντος . Ἡσίοδος : ἳν δ ' αὐτῷ θανάτου ταμίης . ἔστι καὶ ἡ ἑΐν ἀπὸ τῆς τεΐν παρὰ | ||
' , οἷστε φανεὶς τεύχει πολυχρήμονας ἄνδρας : Ὑδροχόος , ταμίης νεφελώδεος Οὐλύμποιο , Αἰγόκερως , γαίης τε καὶ ὕδατος |
Ἑρμέας Ἑρμῆς , Ἡρακλέης Ἡρακλῆς , τιμήεις τιμῇς , Σιμόεις Σιμοῦς , Ξενοφόων Ξενοφῶν , φάος φῶς , φθόϊς φθοῖς | ||
βοῦς νοῦς πλοῦς χροῦς θροῦς θυγατριδοῦς ἀδελφιδοῦς χαλκοῦς χρυσοῦς πλακοῦς Σιμοῦς , χωρὶς τοῦ πούς καὶ ὀδούς , ταῦτα γὰρ |
τὰ φύλλα τὰ ἁπαλώτατα χυλὸς γίνεται : ἐν τούτῳ διαχεῖται φοίνιξ ὁ πατητός . τοῦτο ὀφθαλμῶν ὀδυνωμένων ἐπίπλασμά ἐστιν . | ||
μῆλον , ἄπιον , μέσπιλον , βράβυλον , οὖον , φοίνιξ , πέπων , μηλοπέπων : τοῖς δ ' ἐπὶ |
ἐπηγγείλω μετανοίας ἄφεσιν τοῖς ἡμαρτηκόσιν , καὶ τῷ πλήθει τῶν οἰκτιρμῶν σου ὥρισας μετάνοιαν ἁμαρτωλοῖς εἰς σωτηρίαν . σὺ οὖν | ||
, κουραῖς ἀτίμως διατετιλμένης φόβης . † κεῦαν ἄν τις οἰκτιρμῶν τίς οἰκτείρει ὃν ἵππον ἴσουσιν αἰσχύνῃσιν , οἷα μαίνεται |
θηλυκοῦ χαρακτῆρα , κἂν ᾖ τῇ σημασίᾳ οὐδέτερα , ἢ ἀρσενικὰ ἢ θηλυκὰ προσαγορεύομεν , οἷον οἶκος πόλις . Πρώτη | ||
: ὁσιότης : γενναιότης : μεγαλειότης . Τὰ εἰς ις ἀρσενικὰ τὲ καὶ θηλυκὰ , εἴτε ὀξύτονα , εἴτε βαρύτονα |
τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες | ||
δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ |
θεὸς ὁ πάσης κακίας ἀμέτοχος , ἀλλὰ καὶ πατὴρ καὶ ὀθνεῖος ἄνθρωπος μὴ τελείως ἀρετῆς ἄγευστος , εἰ τοιαῦτα ἀκούοι | ||
ἀναγκαῖον τὸ σπούδασμα . ὁ γὰρ τῷ γάμῳ τελούμενος οὐκ ὀθνεῖος τῶν λόγων , οὐδὲ τὴν γνώμην ἀλλότριος , ἀλλὰ |
καὶ ἀκαλήφη , ἡ κνίδη , σεσημείωται διὰ τοῦ η γραφόμενα . οὕτως Θεόγνωστος . . . . ἀκαλανθὶς : | ||
μὲν γράμματα διὰ τὸ τούτοις πάντα παρ ' Αἰγυπτίοις τὰ γραφόμενα ἐκτελεῖσθαι : σχοίνῳ γὰρ γράφουσι καὶ οὐκ ἄλλῳ τινί |
ἐστιν ἱκανῶς τοῦ πελλοῦ καὶ οὐ γίνεται σύνεδρος οὗτος ὁ ἐρῳδιὸς ἄνθῳ , καθάπερ οὐδ ' ὁ ἄνθος τῷ [ | ||
: ὥσπερ ἔγχελυς κατὰ γλοιοῦ . καὶ τὴν αἰτιατικήν : ἐρῳδιὸς γὰρ ἔγχελυν Μαιανδρίην τρίορχον εὑρὼν ἐσθίοντ ' ἀφείλετο . |
δύναμις μέν : σὴ δὲ βίη λέλυται , καὶ βίη Ἡρακλείη : ἡ δὲ ἀδικία : εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι | ||
καὶ οἱ ποιηταί , οἷον παρὰ μὲν Ὁμήρῳ : βίη Ἡρακλείη , ἀντὶ τοῦ Ἡρακλέος , καὶ : ἱερὴ ἲς |
γόνατα κόπος : Ἀντὶ τοῦ οὐδὲ τὰ γόνατά μου ἔλαβε καματηρὸς πόνος . ἐθέλω δ ' ἐπὶ πᾶν ἰέναι : | ||
βληθεὶς πρὸς οὐδενός , ἀλλὰ ὑπὸ καύματος τε καὶ ἡλικίας καματηρὸς γενόμενος , πολλὰ δὲ πρόσθεν ξυγκαμών τε καὶ συγκινδυνεύσας |
μολύβδῳ τὰ δύο ἐναντία ἀνατίθησιν , ἐπεὶ ὑγρός ἐστιν καὶ ξηρὸς κατὰ τὴν αἴσθησιν . Καὶ τὰ τρία ἔχει ἐν | ||
τρίψαντες καὶ ὕδωρ ἐπιχέαντες ἀπηθοῦσι καὶ λαμβάνουσι τὴν ὑπόστασιν : ξηρὸς δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐλάττων ὁ χυλὸς τούτων . |
κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος . Κραιπνός . παρὰ τὸ κάπω τὸ πνέω : | ||
ὁ κόσμος ἀνθρώποις ἀπόρρητος ἦν : μικρὸς δὲ αὐτὴν ἐκάλυπτε κόχλος ἐν κοίλῳ μυχῷ . ἁλιεὺς ἀγρεύει τὴν ἄγραν ταύτην |
τρίτης κατ ' ἄμφω τάξεως : ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς θερμὸς μὲν ὁμοίως , ξηραίνει δ ' οὐχ ὁμοίως , | ||
ἕτερον πίων ἀπὸ τευθιάδα καὶ σηπιοπουλυποδείων . . ἁπαλοπλοκάμων . θερμὸς μετὰ ταῦτα παρῆλθεν ἰσοτράπεζος ὅλος μνηστης συνόδων πυρός . |
: περισσὸν τὸ ἓν ὡς : οὐ μόνιμος ὁ μέγας ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος | ||
καταστᾶσα ὅτι αὐτὴν δίκαιόν ἐστι , ἀναγορεύειν : ὁ γὰρ ὄλβος οὐ βέβαιος , ἀλλ ' ἐφήμερος ἐξίπτατ ' οἴκων |
– – – – κρυερὸν γὰρ οὐκ ἄλυξεν μόρον , ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ κατεδαίσατο δαλοῦ περθομένου ματρὸς ὑπ ' | ||
δράματι ἔδειξε Πλευρωνίαις : κρυερὸν γὰρ οὐκ ἤλυξεν μόρον , ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ κατεδαίσατο , δαλοῦ περθομένου ματρὸς ὑπ |
Ἄρηϊ . Ὣς ἔφατ ' , οὐδ ' ἀπίθησεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο . τὼ δ ' ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω | ||
γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν . δακρυόεις δέ τ ' ἄνεισι πάϊς ἐς μητέρα χήρην Ἀστυάναξ , ὃς πρὶν μὲν ἑοῦ |
εὐκραδάντους ὑπάρχειν , ὅ ἐστιν εὐκινήτους . ἄλλος δ ' εἰαρινὸς πέλεται πλόος : ἐν τέλει Ἀπριλλίου καὶ ἀρχῇ μηνὸς | ||
κράδῃ ἀκροτάτῃ , τότε δ ' ἄμβατός ἐστι θάλασσα : εἰαρινὸς δ ' οὗτος πέλεται πλόος : οὔ μιν ἔγωγε |
[ ] εἰρήνης ἀδίδακτον ὁμήλικα λαε [ ] οὐ μὲν λᾶας ἔπαλλεν ἐθήμονας [ ] δήμου ? ? ξεῖνον ἄθυρμα | ||
τὸ μὴ εἶναι μακροκατάληκτον οὐ κλίνεται λᾶας λάαντος , ἀλλὰ λᾶας λᾶα : ὅταν τοίνυν εὕρῃς ὄνομα εἰς ας λῆγον |
οὗτος καὶ ὅδε , κεῖνος ἀνήρ , ὅτ ' ἐμεῖο κυνώπιδος : οὗτος ὁ Κροῖσος , Ἡρόδοτος : τούσδε δ | ||
κυμάτων ῥοῦνχος , βαλλάντιον : κυνωτὸς , βώλου ὄνος : κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής |
πέλει : πουλὺς δὲ περὶ σφίσι πάμπαν ἄρηρε χρυσὸς δαιδαλέοισι κεκασμένος , οἷσι καὶ αὐτὸς Ἥφαιστος μέγα θυμὸν ἐν ἀθανάτοισιν | ||
Χῖός φησιν περὶ αὐτοῦ : ὣς ὃ μὲν ἠνορέῃ τε κεκασμένος ἠδὲ καὶ αἰδοῖ καὶ φθίμενος ψυχῇ τερπνὸν ἔχει βίοτον |
παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν , ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν : ὡς ξυστὴρ , ξύστρα : γαστὴρ , γάστρα : καὶ ἀὴρ | ||
ὑφ ' ἃ τὸ μὲν ἡμικύκλιον ἐμπεριφερὲς εἰς ὀξὺ ἐπανεστηκὸς ξυστὴρ ὀνομάζεται , τὸ δὲ ὑπὸ τὴν τούτων ὀξύτητα κοῖλον |
πῶς γοῦν [ ] [ ] λιουν δυναμε [ ] ος τὸν ην [ ] [ ] ησι μέγα βει | ||
! ! ! ! ! ! ! ! ] ! ος ἀπέπεμψεν ὡς βασιλέα | σ | [ ! ! |
μηδὲν πάσχῃ . Γυνὴ ἥτις παχέα παρὰ φύσιν ἐγένετο καὶ πίειρα καὶ φλέγμα - τος ἐπλήσθη , οὐ κυΐσκεται τούτου | ||
ἀποδεῖν τετάρτη λέγεσθαι μοῖρα τῆς Εὐρώπης , εὔυδρός τε καὶ πίειρα καὶ καρποῖς δαψιλὴς καὶ κτήνεσιν ἀρίστη νέμεσθαι , σχίζεται |
ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' αἰόλα κέρδεα | ||
οὐδ ' εὐρεῖα τέτυκται . ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος , ἐν δέ τε οἶνος γίνεται : αἰεὶ δ |
τῶν πολεμίων σάκη διασείων . σαυρωτῆρος τῆς ἐπιδορατίδος . σαώτερος σωτήριος . εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀπολελυμένου Αἰολικοῦ τοῦ σάος | ||
ἀήρ ἀέρος ἀέριος , αἰθήρ αἰθέρος αἰθέριος , σωτήρ σωτῆρος σωτήριος : οὕτως οὖν καὶ ἀλιτήρ ἀλιτῆρος ἀλιτήριος . ἀπὸ |
ὅτι ἐλλείπουσι ταῦτα τὸ τ : καὶ τὸ τάλας δὲ τάλανος καὶ μέλας μέλανος ἐλλείπουσι τὸ τ , μέλαντος γὰρ | ||
νυκτός ἄνακτος , ἐνδεῖ δέ , ὡς ἐν τῷ μέλανος τάλανος : τὸ δὲ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς παθόντα τὴν |
χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ ' ἀντακαῖον , ὃν τρέφει μέγας Ἴστρος Σκύθαισιν ἡμίνηρον ἡδονήν . Μενδήσιός θ ' ὡραῖος | ||
ἀνθηρόν . ἐπὶ ταύτῃ φέρων εἰς τὸ μέσον ἐπεχόρευσε σαπέρδης μέγας , ὑπό τι δυσώδης οὗτος ηρος ἀνθίαν , ὃν |
τοῖς αὐτοῖς ἀξιοῦντες τυχεῖν , ὁ δὲ καὶ τὴν τούτων αἴθων τε καὶ τέμνων , ἐπειδή ποτε ἐνεπλήσθη , διαλλάττεται | ||
, οὓς τῆλε Θερμύδρου τε Καρπάθου τ ' ὀρῶν πλάνητας αἴθων Θρασκίας πέμψει κύων , ξένην ἐποικήσοντας ὀθνείαν χθόνα . |
ἔργον τοῦ Ὀδυσσέως λαμπρόν : τοῖσι δ ' ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ ' ἠὲ νέεσθαι ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς | ||
αὐδήεσσα μὲν τὸ πρῶτον καὶ λίγεια , καὶ τὸ ” γλυκίων μέλιτος ἀπὸ τῆς γλώττης “ περὶ αὐτῆς μᾶλλον ἢ |
- τικῆς , ἣν τὰ νεαρὰ τῶν σπλάγχνων φαίνει , πρόσκειται δὲ τῇ γραφῇ καὶ περὶ ἀμπεχόνης καὶ διαίτης καὶ | ||
: φλεγδὼν φλεγδόνος : κληδὼν κληδόνος : σινδὼν σινδόνος : πρόσκειται μὴ ἐπὶ πόλεων λαμβανόμενα , διὰ τὸ Σιδὼν Σιδῶνος |
θέρμος , λάχανον , * * γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , | ||
, τὰ δὲ προμηκέστερον , οἷον ὁ πισὸς καὶ ὁ λάθυρος καὶ ὁ ὦχρος καὶ τὰ τοιαῦτα . καὶ τὰ |
ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες . | ||
ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος |
ἀπὸ τῆς μιᾶς τοῦ κόσμου συστάσεως καὶ μονοειδοῦς ὑποδιεκρίθη . Πᾶν γὰρ ἓν πρὸ τοῦ οἰκείου πλήθους ἐστὶ τῇ ἑαυτοῦ | ||
μὴ ἓν μὴ ἔστι τοῦ εἰ ἓν μὴ ἔστιν ; Πᾶν τοὐναντίον . Τί δ ' εἴ τις λέγοι εἰ |
. Ἄφενος : Ὅμηρος οὐδετέρως , „ ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν : „ ἄφενος οὖν βαρυτόνως ὁ πλοῦτος : ὀξυτόνως | ||
ς ' ὀίω ἐνθάδ ' ἄτιμος ἐὼν ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν . ταῦτα εἰπὼν τοτὲ μὲν ἐναντίον τῆς στρατιᾶς ἁπάσης |
μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα | ||
καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς |
. ἢ ὥς τις εἶπεν , ὅτι : λεπταῖς ὑπεσύριζε πίτυς αὔραις : περὶ μὲν δὴ τὴν λέξιν οὕτως . | ||
κυπάρισσος , δάφνη , μηλέα , σφένδαμνος , ἐλάτη , πίτυς . ταῦτα δὲ μεταφυτευόμενα βελτίονα ἔσται . Ἀπὸ δὲ |
χαρίεν , ὅτι πᾶν οὐδέτερον ἀρσενικῷ παρεσχηματισμένον εἰ μὲν ἰσοσυλλάβως κλίνοιτο τῇ αἰτιατικῇ τοῦ ἀρσενικοῦ ὁμοφωνεῖ , τὸ σοφόν καὶ | ||
διπλασιασμὸν τοῦ Λ ὀξύνεται , εἰ μὴ διὰ τοῦ Θ κλίνοιτο ἢ πόλιν σημαίνοι : φυλλίς κιγκλίς θυλλίς , τὸ |
: ὁ δὲ νοῦς : σέθεν καὶ ἐκ σοῦ . εὔφημος ὁ ἁδυεπής . ἢ τὸ σέθεν ἀντὶ τοῦ ἀπὸ | ||
' οὐ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲν ἧττον , ὅτι εὔφημος ; σὺ οὖν , φήσει τις , ἐγκώμιον ἀναστὰς |
θεὸς ἡ μεγάλη ? ? ˈ ⚕ης ] αὐλὸς ˈ κελαδεῖ Φρύγιος ? [ ˈ [ ] ! ˈ χορὸν | ||
πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . καὶ ἐν Μήδῳ : ὥς ποτ ' ἐκήλησεν |
, οὐδὲν δίκαιόν ἐστιν ἐν τῷ νῦν γένει . Ὦ γαῖα πατρίς , ἣν Πέλοψ ὁρίζεται , χαῖρ ' , | ||
ὅστις ἐστὶ μὴ χείρων πατρός . ἀεί ποθ ' ἥδε γαῖα τοῖς ἀμηχάνοις σὺν τῶι δικαίωι βούλεται προσωφελεῖν . τοιγὰρ |
ὅτι οὐδὲν ἔχω , οὐδενὸς δέομαι : ἴδετε , πῶς ἄοικος ὢν καὶ ἄπολις καὶ φυγάς , ἂν οὕτως τύχῃ | ||
εἰς ος δισύλλαβα προπερισπώμενα ἐν τῇ συνθέσει προπαροξύνονται , οἶκος ἄοικος , κοῦρος ἐπίκουρος : οὕτως καὶ πῶλος αἰολόπωλος , |
Οὐχὶ οὖν ἄπορον ἔσται πῶς τὰ μὲν ὀνόματα μετὰ ἄρθρων ἐκφέρεται , αἱ δὲ ἀντὶ τούτων παραλαμβανόμεναι ἀντωνυμίαι ἀπεώσαντο τὴν | ||
ἕκτης τῶν βαρυτόνων γίνονται , ἥτις διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , ἐρεύνα μοι ταύτην τὴν ἕκτην : εἰ μὲν |
ἀρχὴν συλλαβῆς ἢ στοιχείου : συλλαβῆς μέν , οἷον ἑορτή ὁρτή , ἐκεῖνος κεῖνος : στοιχείου δέ , οἷον πτισάνη | ||
. ὁμοίως καὶ τῶν φωνηέντων : ἐκεῖνος κεῖνος , ἑορτή ὁρτή . Ἐπὶ τῶν ῥημάτων τῶν μετὰ προθέσεων συντιθεμένων προστιθέασι |
δύναμιν , ἐπιτεταμέναι δὲ μᾶλλον . Ἀσπάλαθος κατὰ τὴν γεῦσιν δριμύς ἐστι καὶ στυπτικός . ἐξ ἀνομοιο - μερῶν οὖν | ||
' ἕκαστον φύλλον ἄνθος ὥσπερ λευκοΐου : χυλὸς κροκώδης , δριμύς , δηκτικός , ποσῶς ὑπόπικρος καὶ δυσώδης : ῥίζα |
παρὰ τὸ λίαν μᾶν : ἢ παρὰ τὸ λάπτω τὸ σημαῖνον τὸ ἀπὸ δίψης φλέγομαι . Λαῖτμα : τὸ χάσμα | ||
νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος , . , . |
τ γεγόνασι μέλανος καὶ τάλανος : ὅτι γὰρ τοῦ μέλας μέλαντος ἦν ἡ γενική , δηλοῖ τὸ . . , | ||
περιττοσυλλάβως κλινόμενα τριγενῆ διὰ τοῦ ντ κλίνονται , οἷον μέλας μέλαντος : μελάντερον ἠΰτε πίσσα . ἡ δὲ † σύνθεσις |
ἡ νῆσος ὅσα ἐργάζεται θάνατον : ἡ πόα δὲ ἡ ὀλέθριος σελίνῳ μέν ἐστιν ἐμφερής , τοῖς φαγοῦσι δὲ γελῶσιν | ||
οὐρανιώνων τῶν ὑπὸ τὴν Οὐρανοῦ ἀρχὴν τεταγμένων . οὔλιος ἀστήρ ὀλέθριος καὶ χαλεπός . λέγει δὲ τὸν κύνα . οὐρῆας |
, τὸ δέ γ ' ἅω αὕω αὑαίνω τὸ ξηραίνω δασύνεται παρὰ πᾶσιν , ὅθεν καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ ἀφαυαίνειν | ||
, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τούτοις ἀλλοχροοῦσι , καὶ ἡ φωνὴ δασύνεται , αἵθ ' ὑπὸ τὴν γλῶτταν φλέβες πλήρεις τε |