[ ] εἰρήνης ἀδίδακτον ὁμήλικα λαε [ ] οὐ μὲν λᾶας ἔπαλλεν ἐθήμονας [ ] δήμου ? ? ξεῖνον ἄθυρμα
τὸ μὴ εἶναι μακροκατάληκτον οὐ κλίνεται λᾶας λάαντος , ἀλλὰ λᾶας λᾶα : ὅταν τοίνυν εὕρῃς ὄνομα εἰς ας λῆγον
8213487 Ἀραψ
δοκῶ , καὶ μάλιστα ἐξ οὗ μοι τὸν δακτύλιον ὁ Ἄραψ ἔδωκε σιδήρου τοῦ ἐκ τῶν σταυρῶν πεποιημένον καὶ τὴν
διὰ τοῦ β ἢ π ἢ φ ἐκφέρεται , οἷον Ἄραψ Ἄραβος , Κύκλωψ Κύκλωπος , Κίνυψ Κίνυφος : καὶ
8058672 κλυτος
ἄρά σφιν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων . Οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κλυτὸς ἐννοσίγαιος , ἀλλὰ μετ ' αὐτοὺς ἦλθε παλαιῷ φωτὶ
[ ὅτι ] ἀρσενικῷ θῆλυ ἐπήγαγεν , ὡς τὸ ” κλυτὸς Ἱπποδάμεια ” . . . . . . β
7954481 σωλην
ὄστρεα , πίννη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λέπας , τῆθος , βάλανος .
φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος .
7887801 κιρκος
στίλβων : στιλβανός : οἰκτίρμων : σκιρτῶ : κιρνῶ : κίρκος : θίῤῥον τὸ τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , ῥύπος :
τάχα μοῦνος ἐναντίον ἰσοφαρίζοι αἰετὸς αἰθερίοισιν ἐπιθύνων γυάλοισιν , ἢ κίρκος ταναῇσι τινασσόμενος πτερύγεσσιν , ἢ δελφὶς πολιοῖσιν ὀλισθαίνων ῥοθίοισι
7841518 λις
. Ἄδουλις γὰρ ὀφείλει , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς εἰς λις τῷ ω . . . παραληγομένοις . ὁ πολίτης
τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν . πολλάκι καὶ ξύμπασα πό - λις : 〚 πολλάκις , φησί , ἡ πόλις πᾶσα
7831616 σακεσπαλος
τοῦ αἰόλλω αἰόλος . καὶ σύνθετον κορυθαίολος , ὡς πάλλω σακέσπαλος . Καλλιγύναικα . ἀπὸ τῆς καλλιγύναιξ εὐθείας . ὅθεν
σφιν ἶσον θυμὸς Ἄρηι , τόσον σθένος ἀμφοτέροισι δῶκεν ἐπειγομένοισι σακέσπαλος Ἀτρυτώνη . Ἀργεῖοι δ ' ἐχάρησαν , ἐπεὶ ἴδον
7819456 Σιμοεις
. Ἀγχοῦ : πλησίον . Θαλέας : ὄνομα κύριον . Σιμόεις : ὄνομα ποταμοῦ . Φθόϊς : εἶδος πλακοῦντος .
προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε . . ᾗχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος : ὅτι τὸ κατ ' ἀμφοτέρων
7801989 χαλκειος
ἄλλων † ὑπερέπλετο εἰν ἁλὶ νήσων : τοὺς δὲ Τάλως χάλκειος , ἀπὸ στιβαροῦ σκοπέλοιο ῥηγνύμενος πέτρας , εἶργε χθονὶ
Εὐηνίαν αὐτήν φησι καλεῖσθαι . . : Ἰοφῶσσα : ἡ χάλκειος , ὥς φησι Φερεκύδης . . . . ,
7789863 κραιπνος
γίνεται καρπνὸς καὶ ἐν ὑπερθέσει κραπνὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι κραιπνός . Φιλόξενος . Ὠρίων . . . , :
ὄντα καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον ,
7772201 ἀκτιν
αἱ δ ' ἀνατέλλοντος , αἱ δ ' ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν ' , αἱ δ ' ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν .
εἱλίσσων φλόγα , ὡς δυστυχῆ Θήβαισι τῆι τόθ ' ἡμέραι ἀκτῖν ' ἐφῆκας , Κάδμος ἡνίκ ' ἦλθε γῆν τήνδ
7769544 λεβης
Λάχης , ὁ πένης τοῦ πένητος ὦ πένης , ὁ λέβης τοῦ λέβητος ὦ λέβης , ὁ ἔρως τοῦ ἔρωτος
λαοβοτείρης , τρεῖς δὲ θεοπροπίης πολυΐδμονος ἀψεύστοιο : τὰς δὲ λέβης κεράμοιο τετυγμένος αἱματοέσσας δεξάσθω : καὶ δῶρον ἐλάϊον Ἀτρυτώνης
7726232 κιων
, ἤτοι φέρει μόχθον καὶ πόνον ἐν ἄλλοις : τουτέστι κίων τῆς οἰκίας οὖσα πονεῖ καὶ αὐτὴ σὺν τοῖς ἄλλοις
οὔσης . ἀγυιεῦ ] ἐν ταῖς ὁδοῖς ἱστάμενος . ἀγυιεὺς κίων εἰς . . . ἀμφοῖν . ἔστι δὲ ἴδιον
7710364 Βορεης
ἢ παρὰ τὸ ἄω , τὸ πνέω , οἷον : Βορέης [ καὶ ] Ζέφυρος , τώ τ ' ἐκ
, φωτὸς δ ' ἀπενόσφισαν αὐγάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας
7706937 καρηνου
ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ καρήνου στήθεα γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος
πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ καρήνου χαίτην ἀμφιέλισσαν ἀποθλίψασα κομάων [ ! ! ! !
7703649 χρυσεος
ἤθροισα σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενον : ἡμέτερος γὰρ κεῖνος ὁ χρύσεος ἦν πολιήτης εἴπερ Ἀθηναῖοι Σμύρναν ἐπῳκίσαμεν . φασὶ δ
εἰρημένα μοῦνα : ἐν μὲν γὰρ Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν τρίπους χρύσεος , τὸν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Ἰσμηνίῳ , ἐν
7654300 λαιλαψ
κυβιστητῆρι δ ' ἐοικὼς ἄλλοτε μὲν βαθὺ κῦμα διατρέχει ἠΰτε λαίλαψ , ἄλλοτε δ ' ἐς νεάτην φέρεται βρύχα ,
βυθὸν , ἤως τὸ πέλαγος . διατρέχει : διαβαίνει . λαίλαψ : ἄνεμος , σφοδρὰ πνοιὴ , ταχὺς ἄνεμος .
7648552 Πηλειδης
τλήμεναι ἄλγος θαρσαλέως καὶ μή τι κατηφιόωντ ' ἀκάχησθαι . Πηλείδης δ ' ἑτάροιο χολούμενος Ἀντιλόχοιο σμερδνὸν ἐπὶ Τρώεσσι κορύσσετο
ἀφ ' ὧν παρήχθη κατά γε τὸ σημαινόμενον , οἷον Πηλείδης πρὸς τὸ Πηλεύς , τὸ δὲ ἀρχεύω πρὸς τὸ
7633948 αἰολος
προστακέντος ἰοῦ , ὃν τέκετο θάνατος , ἔτρεφε δ ' αἰόλος δράκων , πῶς ὅδ ' ἂν ἀέλιον ἕτερον ἢ
διὰ πλατέος πεδίοιο . Καί νύ κεν ἐσσυμένως ἐξ Ἄργεος αἰόλος ἵππος νίκησεν μάλα πολλὸν ἐφεζομένου Σθενέλοιο , εἰ μὴ
7629562 εἰκελος
υἱὸς ἀπὸ Σκύροιο θοῶς ἐς ἀπηνέα δῆριν Ἀργείοις ἐπαρωγὸς ἐλεύσεται εἴκελος ἀλκὴν πατρὶ ἑῷ , πολέσιν δὲ κακὸν δηίοισι πελάσσει
. ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψός ' ἀερθείς εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι
7610197 ἀστεροπῃ
Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ ' οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι ἐν
συνωχαδόν , οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες ,
7597128 δελφιν
, ὁπότε τὴν σκευὴν ἀμπισχόμενος τὸν ὄρθιον ἀείδοι νόμον , δελφὶν ἐκ τοῦ πελάγους κάτεισι , πρός τε τὸ ἐπίφορον
, ἀλλ ' ἐπιπηδῶσί ποτε καὶ πέτραις ἠλιβάτοις . Ὁ δελφὶν ἡγεμονεύει τῶν ἰχθύων , ὡς ἀετὸς τῶν πτηνῶν ,
7582753 ἀητης
, περὶ οὗ λέγει ὁ Ἡρακλείδης τοιαῦτα : πεποίηται ὁ ἀήτης ὡς ἀπὸ περισπωμένου τοῦ ἀῶ ἀήσω , διὸ ἡμάρτηται
τὸ οἷόν τε ὑπὸ ἀνέμου σύρεσθαι , τουτέστιν ὑπὸ τῆς ἀήτης , τῆς ἀνέμου πνοῆς . ἀήρ , ὅτε μὲν
7561055 προπαροξυνονται
μεσσηγύς : τὸ ἄντικρυς : σύνεγγυς , παρὰ πρόθεσιν συγκείμενα προπαροξύνονται : τὸ ἀντικρὺς ὀξυνόμενον ἐκτείνει τὸ υ : τὸ
, πόλεως λέξεως : ὅθεν καὶ μακρᾶς οὔσης ἐπὶ τέλους προπαροξύνονται : ὁμοίως καὶ πόλεων καὶ λέξεων . Ὁ χαρίεις
7560061 αἰολον
ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς ἔπος αἰόλον ἀνδρός , εἰς ἔργον δ ' οὐδὲν γινόμενον βλέπετε
καὶ τὸν ποικίλον : Τρῶες δ ' ἐρρίγησαν ὡς ἴδον αἰόλον ὄφιν : καὶ τὸν εὐκίνητον , οἷον : κορυθαίολος
7557867 ἀημεναι
ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν . ὦρτο δ ' ἐπὶ λιγὺς οὖρος ἀήμεναι : αἱ δὲ μάλ ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον
φιλῶ φιλεῖν φιλήμεναι καὶ νοήμεναι καὶ φρονήμεναι , καὶ τὸ ἀήμεναι δὲ μαρτυρεῖ τῷ ἀῶ περισπωμένῳ . δῆλον οὖν ,
7548696 προπερισπαται
Ὀλυμπιᾶσιν ἐφεξῆς ἐνίκησεν ὁ δεῖνα “ , ⌈ προπερισπαστέον [ προπερισπᾶται ] . Γ γίνεται γὰρ τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ
ἀφίκηαι ” . ἔστι δὲ μέσος δεύτερος ἀόριστος καὶ οὐ προπερισπᾶται οὐδὲ προσγράφεται τὸ ι . τὸ μέντοι ὄρηαι ,
7547744 Φαιαξ
καταφρονούμενον . ἐπιστάτης δὲ γενόμενος τούτων τῶν ἔργων ὁ προσαγορευόμενος Φαίαξ διὰ τὴν δόξαν τοῦ κατασκευάσματος ἐποίησεν ἀφ ' ἑαυτοῦ
τοῦ ῥήματος , καὶ ἐπιθετικὸν ὑπάρχοι , μὴ ἐθνικὸν : Φαίαξ θώραξ ἄναξ κλῖμαξ αὖλαξ : τὸ διασφάξ ὀξύνεται .
7540521 τιμηεντος
τευ ἀκοντίσαι ἠὲ σχεδὸν ὁρμηθῆναι . ” τιταινομένω ἐκτετακότες . τιμήεντος ἐντίμου . τίμιος ἔντιμος . τλῆναι ὑπομεῖναι , τολμῆσαι
οἱ ἕκαστος φᾶρος ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα καὶ χρυσοῖο τάλαντον ἐνείκατε τιμήεντος . αἶψα δὲ πάντα φέρωμεν ἀολλέα , ὄφρ '
7531337 ἀνεκηκιεν
: ὁ ποιητής : . . . πολὺς δ ' ἀνεκήκιεν ἱδρώς . κδʹ Καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων Ὥσπερ
? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [
7528412 ζως
. ” καὶ ἀμενηνός ὁ ἀσθενής : “ ἤ κεν ζῶς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι . ” ἄμβατος εὐεπίβατος :
τἀγαμέμνονος : Ἡ ' ν Αὐλίδι σφαγεῖς ' ἐπιστέλλει τάδε ζῶς ' Ἰφιγένεια , τοῖς ἐκεῖ δ ' οὐ ζῶς
7510008 πλακοεις
φησιν ὁ Σκήψιος Δημήτριος . ὅτι τὸ πλακοῦς ἐκ τοῦ πλακόεις περισπᾶται ὡς τυρόεις τυροῦς , σησαμόεις σησαμοῦς . εἴρηται
δαφνήεις δαφνήεντος δαφνῆς δαφνῆντος , Σιμόεις Σιμόεντος Σιμοῦς Σιμοῦντος , πλακόεις πλακόεντος πλακοῦς πλακοῦντος , Ἑρμέας Ἑρμέου Ἑρμῆς Ἑρμοῦ ,
7504757 ὀρεξαμενος
ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ δ
δὲ γυῖα . Φυλεΐδης δ ' Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος , ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται :
7501476 βωξ
δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ καλλιώνυμος βαρεῖς . βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτος , ὑγρὸν ἀνιείς ,
λέγεται θηλυκῶς . τῷ βωκί , τὸν βῶκα , ὦ βῶξ . Δυϊκά . Τὼ βῶκε , τοῖν βωκοῖν ,
7498203 Ἐλευσιν
ὀξύνονται , εἴτε ἀρσενικά εἰσιν εἴτε θηλυκά , οἷον Σαλαμίν Ἐλευσίν ἀκτίν δελφίν Τελχίν ῥίν θίν ἴν : ἡ ἴκτινα
ἀκτίν ὦ ἀκτίν , ἡ Σαλαμίν ὦ Σαλαμίν , ἡ Ἐλευσίν ὦ Ἐλευσίν , ὁ ἀστήρ ὦ ἀστήρ , ὁ
7493036 ἱμας
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην
7486878 ἰς
ματρὸς ἔφυ . Θηβαγενεῖς Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστιν πρόσθα μὲν ἲς ? Ἀχελωΐου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός [ ]
γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν : οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη , εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι
7469506 ὀφιος
κἀκείνη διὰ τοῦ ε καὶ ω οὖσα προπαρωξύνθη ὁμοίως τῇ ὄφιος , ἐξ ἧς καὶ γέγονε , τούτου χάριν καὶ
ος κλινόμενα , ὡς ἐπὶ τοῦ μάντις μάντιος καὶ ὄφις ὄφιος , τούτου χάριν καὶ ἐπὶ τῶν κλινομένων διὰ συμφώνου
7467459 καρηνον
κάρα ἀπὸ τοῦ κάρανον , καὶ τὸ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον ἀποκέκοπται . Τὰ εἰς ι λήγοντα οὐδέτερα μονογενῆ διὰ
τὴν εὐθεῖαν τῶν ἑνικῶν : τὸ γὰρ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον γέγονε κατὰ ἀποκοπὴν τοῦ νον καὶ οὐ καταλήγει εἰς
7464877 προβλης
Πρόσκειται πάλιν βαρύτονα διὰ τὰ ὀξύτονα , οἷον διὰ τὸ προβλής προβλῆτος καὶ ἀβλής ἀβλῆτος : ταῦτα γὰρ διὰ καθαροῦ
περισπασθῇ , κατὰ πάθος γέγονε . τὸ μέντοι γυμνής ἀβλής προβλής ἐπιθετικὰ ὄντα ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπιθετικὰ δισύλλαβα
7461712 Αἰνειαο
ποιοῦσι τὴν καταστροφὴν τοῦ βίου . τινὲς δὲ γράφουσιν „ Αἰνείαο γένος ” πάντεσσιν ἀνάξει , καὶ παῖδες παίδων ,
ἐστί . καὶ ὢ πόποι , ἦ μοι ἄχος μεγαλήτορος Αἰνείαο : λείπει γὰρ τὸ πάρεστιν ἢ συμβέβηκεν ἤ τι
7461666 μιαιφονε
μιαιφόνον καὶ βροτολοιγόν , “ Ἆρες , Ἄρες βροτολοιγέ , μιαιφόνε ” , διηγῇ τὸν θεὸν καὶ τὴν μοιχείαν αὐτοῦ
ἐμπέφυκέ σοι θράσος ; ἔρρ ' , αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων μιαιφόνε . ἐμοὶ δὲ τὸν ἐμὸν δαίμον ' αἰάζειν πάρα
7457114 ὠκυς
οὐδέ μ ' ἔασκες , ὅτ ' ἄνδρ ' ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἔκτεινεν , πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος ,
ἄφαρ δ ' ἀνεπήλατο ταῦρος , ἣν θέλεν ἁρπάξας , ὠκὺς δ ' ἐπὶ πόντον ἵκανεν . ἣ δὲ μεταστρεφθεῖσα
7445952 ὁλκος
ἐπιδείκνυνται , διερευνᾷ μή τισιν ἀναγκαίαις αἰτίαις ἐνδέδενται , ὧν ὁλκὸς ἡ δύναμις . εἰ γάρ τις , φησί ,
Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ γὰρ ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός , ἄχρι κολώνης οὔρεος
7433607 πελεκυς
ὧν καὶ τὸ τυκίζειν , ὑπαγωγεύς , ᾧ παρέξεον , πέλεκυς , στάθμη , μολύβδαινα , κανών , διαβήτης :
, σφενδόνη Ἀκαρνάνων , ἀκόντιον Αἰτωλικόν , μάχαιρα Κελτική , πέλεκυς Θρᾴκιος . καὶ τὰ ἔμπροσθεν εἰρημένα ὑπὲρ τῆς ἑκάστου
7431912 θορε
εὔποκ ' ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε
ἔμμεναι Εὐρώπειαν . ἣ δ ' ἀπὸ μὲν στρωτῶν λεχέων θόρε δειμαίνουσα , παλλομένη κραδίην : τὸ γὰρ ὡς ὕπαρ
7419143 δισυλλαβα
ὅμοιον καὶ τὸ φερνὴ ὀξύτονον . Τὰ διὰ τοῦ ενη δισύλλαβα μονογενῆ τὸ ε παραληγόμενα δύο ἐστίν : θένη ,
κύριον βαρύνεται , ὥσπερ τὸ πῶλος . Τὰ εἰς ΜΟΣ δισύλλαβα διφθόγγῳ παραλήγοντα ἀπὸ συμφώνου ἀρχόμενα ὀξύνεται : λοιμός λαιμός
7416869 ἀορ
ἐπ ' οὐδενὸς γένους ἐστὶν εὑρεῖν ὅτι μὴ μόνον τὸ ἄορ καὶ ἦτορ οὐδετέροις : τὰ γὰρ λοιπὰ πάντα διὰ
παρὰ τὸ συνηρμόσθαι . ἐστὶ δὲ ὄαρ , καὶ ὑπέρθεσις ἄορ , συναλοιφὴ ὦρ . Ὤπυεν . ὡμίλει ἐν τῇ
7414602 βαρυτονον
ἰδοὺ γὰρ τοῦτο πάντα ἔχει τὰ τοῦ κανόνος , τουτέστι βαρύτονον ἰαμβικὸν καὶ μὴ ἔχον ἐπ ' εὐθείας τὸ τ
σ , Τρύφων δὲ διὰ δύο : Ῥωσός : Κρῶσος βαρύτονον καὶ μόνως ἀρσενικὸν τῷ τόνῳ παραλλάξαν κατὰ τὴν γραφὴν
7403929 αἰχμη
? ? μεταμόρφετο ? [ ] ? ? Ἄρεος ? αἰχμή θηοιτετκνιαλ ! ? ? ? ? ? ! !
ἀνδράσι Λωτοφάγοισι λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι . Αὐσονὶς αἰχμή ] Οἱ μὲν ὅτι Ῥέντουλον Ῥωμαίων στρατηγὸν ἐδολοφόνησαν :
7402768 τυψας
λαοῖς κατασχεῖν τὰς πύλας ἐπιτρέπει , καὶ τὸ πρόσωπον χερσὶ τύψας , ὁ δράκων , ἀφῆκε καπνὸν συμφορῶν ἐκ καρδίας
⌈ ἑαυτόν , [ σεαυτόν . / ] κόψας ] τύψας ἀττικῶς . κρημνός τις ἦν ἐν Ἀθήναις , ἐν
7394360 πνοιῃσι
τόρνωσε : κατεσκεύασεν . τὰ μέν : τὰ ἱστία . πνοιῇσι : τοῦ ἀνέμου δηλονότι , καὶ ἀναπνοαῖς τῶν ἀνέμων
ἐξόπιθε ῥιπῇσιν ἐλαυνόμενοι μογέουσιν . ἀλλ ' ἁλιεὺς στέλλοιτο λίνον πνοιῇσι πετάσσας οὔριον , ἐς Βορέην μέν , ἐπὴν Νότος
7389303 ὠκεα
, . . , . Ἄντα : ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὠκέα γίνεται ὦκα καὶ κράτεα κράτα καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν
φρένα τέρπεται , ὁππότ ' ἴδῃσι πήματα πάσχοντας κεραὴ πόδας ὠκέα Μήνη . Θηλυτέρη δ ' εἴ κεν πολυφάρμακον ἀμφιβεβῶσα
7387812 ἀργυρεος
τοῦ χρύσειος : ἀργύρειος : χάλκειος Ἰωνικῶς ἐγένοντο χρύσεος καὶ ἀργύρεος , καὶ τὸ οὐδέτερον ἔχουσιν χρύσεον καὶ ἀργύρεον ,
σταθμὸν εἴνατον ἡμιτάλαντον καὶ ἔτι δυώδεκα μνέας , ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπὶ τοῦ προνηΐου τῆς γωνίης , χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους
7383025 ἀρσενος
ὁ ἄρσην τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι καὶ τὸ ἄρσεν τοῦ ἄρσενος τῷ ἄρσενι : εἰ δὲ ἐποίησαν ἐπὶ τῶν οὐδετέρων
τάδε Κλυταιμήστραι μολών . λεχώ μ ' ἀπάγγελλ ' οὖσαν ἄρσενος τόκωι . πότερα πάλαι τεκοῦσαν ἢ νεωστὶ δή ;
7373986 γεντο
αὐτὴν ταύτην πανοπλίαν ἀνειληφέναι τὴν Ἀθηνᾶν . καὶ ὅτι τὸ γέντο ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται τεταγμένον ἀντὶ τοῦ ἔλαβεν .
κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , γέντο δ ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον , ἑοῦ δ '
7367348 πτωξ
ζῷον , ἔκπληκτον ῥᾷστα γινόμενον καὶ ἀναπτοούμενον , ὅθεν καὶ πτὼξ ὀνομάζεται , τὸν δ ' ὕπνον ποιεῖται καὶ τὴν
τοῦ πτῶ παράγωγον πτήσω , ὁ μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν
7366303 μοσχος
εἰς ΧΟΣ δισύλλαβα μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνεται : κόλχος βρόγχος μόσχος κόχλος τρόχος βρόχος . σεσημείωται τὸ μυχός . τὸ
: δίκετε τρομερὰ σώματα : ἔρριψεν : τέλεον : ἡ μόσχος δηλονότι : θηλυκῶς γὰρ εἶπεν : οὗ κατῴκισεν :
7362879 τιταινων
Κ . Τεῦκρος δ ' εἴνατος ἦλθε , παλίντονα τόξα τιταίνων : ἡ διπλῆ , ὅτι πάντων ὑποστρεψάντων μόνος ὁ
ἐς ἠέρα χεῖρας ἀείρων , αὐχένα δοχμώσας , πεπονημένα γυῖα τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ
7359459 χερμαδιῳ
μακρῷ λαιμόν , ὃ δ ' ἀλγινόεντος ἀνὰ κροτάφοιο θέμεθλα χερμαδίῳ στονόεντι μάλα κρατερῆς ἀπὸ χειρὸς βλήμενος ἐκπνείεσκε , μέλας
ἔπι πρυμνῇσιν Ἀχαιῶν οὓς ἑτάρους ὀλέκοντα βοὴν ἀγαθὸς βάλεν Αἴας χερμαδίῳ πρὸς στῆθος , ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς ; καὶ
7357669 χαλκειη
πῶς ἐπιφέρει , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις , ὡς πρότερον μὴ ἀποκεκομμένου , ἀλλ '
κόλον δόρυ , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις βόμβησε πεσοῦσα . ἡ διπλῆ ὅτι δοκεῖ μάχεσθαι
7345453 ὀπωπη
, ὡς κόπτω κοπή , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ ἔκτασιν ὀπωπή . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς Ῥωμαίων διαλέκτου
' ὑδρηλὴν νοῦσον ἐπεσσυμένην , καὶ φαέων ἀμβλεῖα ἄφαρ λάμψειεν ὀπωπή τῷ καὶ ἀρχομένης οὐκ ἀλέγοι φθίσιος . οἴη καὶ
7345406 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
7339644 παμφανοωντα
. . . . ἅρματα δ ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα : ἡ διπλῆ , ὅτι τὰ ὀχήματα ἅρματα λέγει
θηρῶν , ἐκ δ ' ἄρ ' ἀπήρτηται πτίλα μυρία παμφανόωντα , οἰωνῶν τε διηερίων περικαλλέα ταρσὰ γυπάων πολιῶν τε
7338792 Κυκλωψ
, ὥς φησι Χαμαιλέων ἐν τῷ περὶ Σατύρων . Ἀρίστιος Κύκλωψ : μέμνηται τούτου Χαμαιλέων ἐν τῷ περὶ Σατύρων .
οἶνος , καὶ τότε δή μιν ἔπεσσι προσηύδων μειλιχίοισι : Κύκλωψ , εἰρωτᾷς μ ' ὄνομα κλυτόν ; αὐτὰρ ἐγώ
7338504 στιβαρον
βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην
δὲ γέντο πυράγρην . Ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων , περὶ δ ' ἄντυγα βάλλε
7330539 Τελχιν
ἀκτίς ἀκτῖνος ἀκτίν , δελφίς δελφῖνος δελφίν , Τελχίς Τελχῖνος Τελχίν , Σαλαμίς Σαλαμῖνος Σαλαμίν , ῥίς ῥινός ῥίν ,
αὐτὴν ἔχουσι κλίσιν , οἷον δελφίν δελφῖνος δελφίς δελφῖνος , Τελχίν Τελχῖνος Τελχίς Τελχῖνος , Σαλαμίν Σαλαμῖνος Σαλαμίς Σαλαμῖνος .
7325527 ταμος
. τὸ ἐθνικὸν Βισάλτης . ἔστι καὶ Βισάλτης πο - ταμός . τὸ ἐθνικὸν Βισάλτιος , ἀφ ' οὗ Βισαλτία
συμβαίνει τὴν Τουρδητανίαν , ἣν ὁ Βαῖτις διαρρεῖ πο - ταμός . ἀφορίζει δὲ αὐτὴν πρὸς μὲν τὴν ἑσπέραν καὶ
7323812 ἐπιθετικα
ἄμητος καὶ ἀμητός . τὸ δὲ ἑψητός λαλητός ὀξύτονα καὶ ἐπιθετικά : καὶ τὸ ἀλαλητός ἀπὸ τοῦ λαλητὸς προσθέσει τοῦ
μεθυπλήξ . τὸ ὕσπληξ καὶ ἀντίπηξ βαρύνεται , ὅτι οὐκ ἐπιθετικά . τὸ δὲ χηναλώπηξ καὶ αὐτὸ βαρύνεται , ὡς
7322484 βλωθρη
τῶν ἐσθιομένων καὶ μηκέτι ὑγιῶν ὄντων . . , : βλωθρή : ὡς παρὰ τὸ λάμπω λαμπρός , οὕτως καὶ
παρὰ τὸ φλύω , τὸ ἀναδίδωμι . . . . βλωθρή : μακρά , μεγάλη . εἴρηται παρὰ , εἰς
7322360 θοος
Περγασίδην , ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσι τῖον , ἐπεὶ θοὸς ἔσκε μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι . τόν ῥα κατ '
, ἣ μετὰ σῶμα μαρανθέν , ἅτ ' ἐκ δεσμῶν θοὸς ἵππος , ῥηιδίως προθοροῦσα κεράννυται ἠέρι κούφῳ δεινὴν καὶ
7316248 τερην
ΡΗΝ καθαρὸν τῷ Ε παραλήγοντα παροξύνεται , οἷον : ἔρην τέρην Θέρην πέρην . Τὰ εἰς ΙΝ δικατάληκτα ἁπλᾶ μὲν
η χρῆσις πολλή . Ὁ Ἕλλην τοῦ Ἕλληνος , ὁ τέρην τοῦ τέρενος : τῶν εἰς ην βαρυτόνων καὶ ἑξῆς
7314050 τυπεις
, τυπείητε , τυπείησαν : πρόδηλος ἡ τεχνολογία ἀπὸ τῆς τυπείς μετοχῆς . Ἑνικά . Τυψαίμην : εἴπομεν ὡς ὅσα
: δαφνήεις κητώεις . αἱ δὲ μετοχαὶ ὀξύνονται : τυφθείς τυπείς . [ τὸ δὲ κτείς ὀξύτονον , ὡς μονοσύλλαβον
7312933 δοκευων
οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκριόεντα αἵματος ἰσχανόων καὶ ἐπὶ κτίλα μῆλα δοκεύων , ἢ Σάου ἠὲ Μοσύχλου ὅτ ' ἀμφ '
' ὀλοὸς Φαίνων μετόπισθεν ἕπηται νωθρὸν ἐπαντέλλων ἢ καὶ κατέναντα δοκεύων , ἐξ ἕδρης πιναροῖο τέγους ξυνῆς τ ' ἀπὸ
7311321 πτεροεντος
ἐρατεινῆς . ἢν δ ' αὐτοὺς Κρόνος αἰνὸς ἐπὶ ζώου πτερόεντος δέρκητ ' , ἠὲ καὶ αὐτοὶ ἐνὶ πτερόεντι πέλωνται
ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο : πυκνὰ δὲ χαίτην
7309857 προπαροξυνεται
ἐστίν . ἔτι σφηκίον χαρτίον ὠτίον . τὸ δὲ φρούριον προπαροξύνεται : οὐ γὰρ ὑποκοριστικόν . Τὰ διὰ τοῦ ΙΟΝ
, οἷον Αἴαντος Αἴαντι : ἄμφω βραχέα τὰ λήγοντα καὶ προπαροξύνεται ἑκάτερα : τὸ δὲ Ξ Αἴαντι δὲ δαΐφρονι ποιητικὴ
7308144 ἀτος
βραγχιᾶν : τὸ πάθος , καὶ τὸ τόσον ἔβραχεν Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἀφ ' οὗ βαρεῖαν ἰαχήν , τουτέστι
μὴ κεκορεσμένος : καί νύ κεν ἔνθ ' ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἔστι δὲ τοιοῦτον περὶ τοῦ Ὤτου καὶ
7304045 δοια
τινας . Καλλίμαχος : χαῖρε βαρυσκίπων , ἐπιτακτὰ μὲν ἑξάκι δοιά . ἐκ δ ' αὐταγρεσίης πολλάκι πολλὰ καμών ,
ἐπέοικεν ἀπειρεσίων ἐλεφάντων : κεῖνα γὰρ ἐν γενύεσσιν ὑπέρβια τεύχεα δοιά , εἴκελα χαυλιόδουσιν ἐπ ' οὐρανὸν ἀντέλλοντα , ἄλλοι
7303461 Προσθε
τι κατηφὲς ἔβλεπε , χὠ σφιγχθεὶς οὐκ ἔμενε στέφανος . Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο : νῦν δὲ τάλαιναν οὐδ '
. ξιφίαι : γράφεται ξιφίου . τρυγόνες : τρυγών . Πρόσθε : πρότερον . ἐπάσαντο : ἔφαγον . πάρος :
7303191 ἠυ
' ἔνθα καὶ ἔνθα Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ ἠδ ' ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα
μόνον καὶ οὐδέτερον γένος , οἷον πολύς πολύ , ἠύς ἠύ : ταῦτα γὰρ οὐκ ἔχουσι θηλυκά : πρόσκειται ἐν
7301069 Τρως
. Τοιούσδ ' ἐμός τις σύγγονος : ὁ Αἰνείας . Τρὼς γὰρ γεννᾷ Ἴλον καὶ Ἀσσάρακον καὶ Γαννυμήδην * καὶ
περιβὰς Τρώων τὸν ἄριστον ἔπεφνεν : πρὸς τὴν περίβασιν . Τρὼς ἄρα ὁ Εὔφορβος . ἀλλὰ καὶ Δάρδανος : οἱ
7300704 ὑδρα
ἐπιπλοκῆς συμφώνου παροξύνεται , καὶ μακρὸν ἔχει τὸ Α : ὕδρα πέτρα ῥήτρα φαρέτρα γάστρα μήτρα . σεσημείωται τὸ Τάναγρα
, ἢ τρίκρανος Σκύλλα , ποντία κύων , Σφίγξ , ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ '
7299564 κινω
. . , , , : κνήμη : ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήσω κινήμη καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη .
Ἐρεχθεὺς ὁ Ποσειδῶν ἢ ὁ Ζεὺς παρὰ τὸ ἐρέχθω τὸ κινῶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὴν Λαίτριναν , ἥτις ἐστὶ χωρίον
7294747 βαρυνεται
Τὰ εἰς ΑΡ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν εἴτε ἀρσενικὰ εἴτε οὐδέτερα βαρύνεται : μάκαρ δάμαρ ὄναρ οὖθαρ . Ἔτι τὰ εἰς
δὲ προπετής ἀκρατής τριετής σύνθετα . Τὰ εἰς ΟΙΤΗΣ ἰσοσύλλαβα βαρύνεται : Δαμοίτης Μενοίτης Θυμοίτης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ
7293277 Ἡφαιστοιο
ὅς ῥά τε Κωρυκίην ὑπὸ δειράδα ναιετάεσκε πέτρην θ ' Ἡφαίστοιο περίφρονος ἥ τε βροτοῖσι θαῦμα πέλει : δὴ γάρ
Διονύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεν , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἡ δὲ ἱστορία τοιαύτη : Διόνυσος ὁ Διὸς
7287503 λεβητος
πρόχουν τινὰ ἔχων προσοίσει , νεαροῦ τοῦ ὕδατος ἐπιχέων κατὰ λέβητος ἢ λουτηρίου τινός , ἐπεὶ καὶ τοῦτο τοὔνομα ἐπὶ
' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ χρυσείῃ , ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος , νίψασθαι : παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν .
7285442 εὐνετης
γράφει τὴν παραλήγουσαν : εὑρετής : προπετής : εὐπετής : εὐνέτης : ὀφειλέτης : φυλέτης : ἐρέτης : στρατηγέτης .
πᾶσα δ ' ἐκτύπει στέγη . λαβὼν δὲ προχύτας μητρὸς εὐνέτης σέθεν ἔβαλλε βωμούς , τοιάδ ' ἐννέπων ἔπη :
7284676 σεσημειωται
ἐσθ ' , ἡ δ ' ἐξ ἁλίοιο γέροντος : σεσημείωται πρὸς τοὺς ἑξῆς ἄκαιρον γενεαλογίαν ἔχοντας : καὶ ὅτι
: μενὸς ὄνομα ἐπίθετον : τὸ καινὸς ἐπὶ τοῦ νέου σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ ηνος
7284120 ὁλμος
ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν , μωλυτὴς ἐπέων φίλος Ἄσσιος , ὅλμος ἄτολμος . καὶ σκωπτόμενος ὑπὸ τῶν συμμαθητῶν ἠνέσχετο καὶ
. εἶτα ἄροτρον , βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα ,
7283619 ἰαχε
δ ' ἐπαρηρότα θυμῶι . ” [ ] ε καὶ ἴαχε ? λαὸς ὁμαρτῆι . . . / . .
εἰσαΐοντες θάμβεον : ἐν δ ' ἄρα τοῖσι μέγ ' ἴαχε Νηλέος υἱός : Ὦ νύ μοι Ἀργείων σημάντορες ,
7281244 δερματινος
τὸν παρασχηματισμὸν τῶν γενῶν καὶ τὴν κλίσιν : ὡς γὰρ δερμάτινος δερματίνη δερμάτινον , οὕτω καὶ τυπτόμενος τυπτομένη τυπτόμενον :
, περιβόλαιον ἀγροικικὸν , δουλικὸν , παλαιόν : ἢ χιτὼν δερμάτινος . Βορέῃ δὲ λέγουσιν Ἡλίῳ τε τοιαύτην ἔριν γενέσθαι
7280035 ἰαχων
καὶ σθένεος : μετὰ δὲ κλειτοὺς ἐπικούρους βῆ ῥα μέγα ἰάχων : ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος
υἱόν . . Ε : Ἰάχων : βαρύνειν δεῖ τὴν ἰάχων : ἐνεστῶτος γάρ ἐστι καὶ παρατατικοῦ . οὐ μέντοι
7279577 κυρτος
ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας : ἐπὶ τῶν ὅμοια πασχόντων . Εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ : ἐπὶ τῶν εὐτυχούντων . Ἔνεστι καὶ μύρμηκι
. Μέμνηται δὲ αὐτῆς Ἐπίχαρμος ἐν Τρωσίν . Εὑδόντων ἁλιευτικῶν κύρτος : εἴρηται ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄνευ πόνου κατεργαζομένων
7278813 καππεσε
δ ' ἔβαλ ' ἐξοπίσω : ἐπὶ δὲ στήθεσσιν Ὀδυσσεὺς κάππεσε : λαοὶ δ ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε
οὐδ ' ὣς ἀπέληγε μάχης ἀλλ ' ἤλασεν αὐτόν : κάππεσε δ ' , οὐκ ἀνένευσεν , ἐβάπτετο δ '
7278114 ἐϋς
βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος . κλήρους δ ' ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον
κρείων Ἀγαμέμνων , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης , θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος . τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς
7275809 Θοας
ἀπὸ Ἀχελῴου ἐλθόντος ἐκ Θετταλίας μετὰ Ἀλκμαίωνος . ἐκαλεῖτο δὲ Θόας ὁ ποταμός . τὸ ἐθνικὸν Ἀχελῷος ὁμοφώνως , καὶ
παρ ' ἱστορίαν λέγειν : οὐ γὰρ ἐν Λήμνῳ τελευτᾷ Θόας ὁ πατὴρ Ὑψιπύλης , ἀλλ ' αὐτὴ μὴ ἀνελοῦσα
7274059 κτεις
ὀνόματα μονοσύλλαβα διὰ τοῦ νος κλίνεται , εἷς ἑνός , κτείς κτενός , δείς δενός : τὰ δὲ ὑπὲρ μίαν
τούτου χάριν ἔτρεψε τὸ ν εἰς τὸ ς καὶ γέγονε κτείς , καὶ ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν , τουτέστι τὴν
7272898 ἠϊξεν
δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται : τῷ ἐϊκυῖ ' ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη , κὰδ δ ' ἔθορ
ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον Ἠριγενείης . Νὺξ δὲ μελαγκρήδεμνος ἀφεγγέα κῶνον
7270968 ὀρουων
, ὀρτός : καὶ συνθέτως κονιορτὸς , ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ ὁρμῶν , ὡς σπείρω σπαρτός . Κοντὸς ,
αἶψα αὖ ἐρύων , τῷ δ ' αὖτις ἀάσχετος ἰθὺς ὀρούων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον
7270523 αἰθων
τοῖς αὐτοῖς ἀξιοῦντες τυχεῖν , ὁ δὲ καὶ τὴν τούτων αἴθων τε καὶ τέμνων , ἐπειδή ποτε ἐνεπλήσθη , διαλλάττεται
, οὓς τῆλε Θερμύδρου τε Καρπάθου τ ' ὀρῶν πλάνητας αἴθων Θρασκίας πέμψει κύων , ξένην ἐποικήσοντας ὀθνείαν χθόνα .
7269814 ἀρσενι
καὶ πρεσβύτατοι γενεῆς ἢ δημογέροντες . Μὴ μὲν ἐπ ' ἄρσενι παιδὶ τρέφειν πλοκάμους ἐπὶ χαίτης . μὴ κορυφὴν πλέξηις
χρονιωτέρη τούτου εἵνεκεν ἐπὶ τῇ θηλείῃ γίνεται ἢ ἐπὶ τῷ ἄρσενι . Ἀναβήσομαι δὲ αὖθις ὀπίσω ὅθεν ἀπέλιπον . Ὁκόταν

Back