ἐν τοῖς . . . : Ἐν τοῖς ἐμοῖς λόγοις γνώσῃ ἴσως . . εἴσει τάχα : Γνώσῃ ἴσως ἢ
” Αἴσωπος : “ οὐκέτι με μέμψει , δέσποτα , γνώσῃ δὲ εὔνοιαν οἰκέτου . ” Τῇ ἑξῆς ὁ Ξάνθος
6332348 ἀξεις
” ἐπὶ ἅλω “ καὶ ” ἐπιαλῶ “ . Θ ἄξεις ἐπιάλων : ἔστιν ἡ γραφὴ δισσή , ” ἐπιάλων
Εἰ γάρ με , φησίν , ὦ Ἀρισταίνετε , δεύτερον ἄξεις Ἕρμωνος τουτουί , ἀνδρός , ἵνα μηδὲν ἄλλο κακὸν
6134894 νοεις
πλόος πλέω πλέεις , ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος
Τροίας πεδία πορθῆσαι μολών . Καὶ ταῦτ ' ἀληθῆ δρᾶν νοεῖς ; Πολλὴ κρατεῖ τούτων ἀνάγκη : καὶ σὺ μὴ
6062097 βλεπεις
ὑπὲρ ὧν πονεῖς . οὐ γὰρ εἰς χρυσόν γε σὺ βλέπεις , ἀλλ ' ἐπαίνων ἐρᾷς : ὃ καὶ ἡνίκα
δὲ καὶ ἐπὶ ταύτης τὸ ἐπίγραμμα τόδε : ὕδατα ταῦτα βλέπεις φοβερά , ξένε , τῶν ἄπο χερσὶ λουτρὰ μὲν
6007480 ὠγαθε
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν ,
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι
5977881 γενναιε
ἐτῶν οὖσα τέξεται „ ; μὴ μέντοι νομίσῃς , ὦ γενναῖε , τὸ ” εἰπεῖν ” οὐχὶ τῷ στόματι ,
ἕκαστον βραβευόμενον ἐπαινετῶς ἐξορθοῦσθαι πέφυκεν . Ἔπειτ ' , ὦ γενναῖε , μὴ νομίσῃς ἀλυσιτελὲς ἐπίκαιρον εἶναι τυραννίδα . οὐδὲ
5876605 ἐπιστασαι
ποῦ ἐπορεύθησάν σου αἱ σάρκες ἀφανεῖς γενόμεναι , οὕτως οὐκ ἐπίστασαι οὐδὲ πόθεν ἐγένοντο ἢ πόθεν ἦλθον . ἀλλὰ ἐρεῖς
λόγου οὐδὲν ἧττον ἐρήσομαι πόθεν μαθὼν αὖ τὰ συμφέροντ ' ἐπίστασαι , καὶ ὅστις ἐστὶν ὁ διδάσκαλος , καὶ πάντ
5835665 διανοηθητι
μὲν γάρ ἐστι τὸ εἰπέ , φράσαι δὲ ἀντὶ τοῦ διανοήθητι : σὺ δὲ φράσαι , εἴ με σαώσεις .
τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων : ἀντὶ τοῦ “ σκέψαι καὶ διανοήθητι περὶ τῶν ἰδίᾳ σοι συμφερόντων πραγμάτων ” . σκέψαι
5819046 Μωμε
. Τοῦτο μὲν ὑμῖν τὸ ψήφισμα . Δικαιότατον , ὦ Μῶμε : καὶ ὅτῳ δοκεῖ , ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα :
αὐτῷ κατελθὼν πρὸς ταῦτα . Σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις , ὦ Μῶμε , οὐκ ἐν καιρῷ νῦν ἐπιτιμῶν . Ὅρα οἷα
5800863 κλυῃς
] βάσκε καὶ πορεύθητι , ὦ Δαρεῖε δέσποτα , ὅπως κλύῃς καὶ ἀκούσῃς καὶ μάθῃς καινὰ καὶ ἀλλόκοτα καὶ νέα
. βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν , οἴ . ὅπως αἰανῆ κλύῃς νέα τ ' ἄχη , δέσποτα δεσποτᾶν φάνηθι .
5724649 μανθανε
καὶ φαντασίαις . Τίς δὲ ἡ τοῦ πυρὸς κλοπὴ , μάνθανε . Πρὶν μὲν ἡ τοῦ πυρὸς χρῆσις ἄγνωστος ἦν
δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε . Ὕπνος θανάτου γὰρ προμελέτησις τυγχάνει . Ὕπνος δὲ
5652580 φερεις
κομίσας τὴν ἔγχελυν δός μοι αὐτὴν προσειπεῖν . Γ εἰ φέρεις ] εἰ ὄντως φέρεις . Γ ἀκούσας τὰ περὶ
. Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε , σπονδὰς φέρεις τῶν ἀμπέλων τετμημένων ; Κἀς τοὺς τρίβωνας ξυνελέγοντο τῶν
5616215 σκοπησον
, ἐνθυμήθητι , συλλογίσθητι . , ἴδε , ἀναλογίσθητι , σκόπησον , θέασαι . τοίνυν ] λοιπόν . γαστριδίου ]
Φιλάνθρωπος εἶ . : φέρ ' ὅπως χάρις : Φέρε σκόπησον ὅτι ἡ χάρις ἣν ἐχαρίσω τοῖς ἀνθρώποις ἄχαρις ἦν
5598108 νοω
ἐν τῷ σώματι καὶ ταπεινώσῃς αὐτὴν καὶ εἴπῃς , οὐδὲν νοῶ , οὐδὲν δύναμαι : φοβοῦμαι τὴν θάλασσαν , εἰς
εἰς τὸ ω κίρνανται , οἷον ποιέω ποιῶ , νοέω νοῶ : εἰ γὰρ ἐγένετο ἀπὸ τῆς κοινῆς γενικῆς ἡ
5594449 σεαυτον
ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , μή σε λαβοῦσα κακόν τι
κάθευδε καὶ τὰ τοῦ σκώληκος ποίει , ὧν ἄξιον ἔκρινας σεαυτόν : ἔσθιε καὶ πῖνε καὶ συνουσίαζε καὶ ἀφόδευε καὶ
5531831 ποινα
: μηδέ νιν κέρδος ἰδὼν ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς , ποινὰ γὰρ ἐπέσται . κύριον μένει τέλος . πρὸς τάδε
αὐδάσαισα πεπˈρωμένον βασιλέ ' ἄμφανεν Κυράνᾳ , δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν . ἦ μάλα δὴ μετὰ
5529454 Τριεφων
διὰ τῶν ὀνύχων ἠκηκόεις . Οὐ παράδοξόν τι , ὦ Τριεφῶν , ἀκηκοέναι καὶ ἐξ ὀνύχων : καὶ γὰρ κνήμην
μή τι κακὸν παθέῃς . ” Σὺ μέν , ὦ Τριεφῶν , ὅσον πέλεθρον ἀνάδραμε ἀπ ' ἐμοῦ , ἵνα
5522305 κυρι
τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρίως συλλογισμοῦ ἢ ἐν τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρί - ως ἐλέγχουἢ τὸ λόγου ἀντὶ τοῦ συλλογισμοῦ νοητέον
τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρίως συλλογισμοῦ ἢ ἐν τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρί - ως ἐλέγχουἢ τὸ λόγου ἀντὶ τοῦ συλλογισμοῦ νοητέον
5507440 σκεπτου
θέλεις καὶ τὴν ποιότητα τοῦ ὀλέθρου καὶ ὑπὸ τίνων γίνεται σκέπτου οὕτως : σκόπει γὰρ τὸ ζῴδιον ὅπερ ἐπέχει ἡ
, χρὴ τετράγωνα θ ' ὁρᾶν καὶ διάμετρα τόπων . σκέπτου , φησίν , τὸν οἰκοδεσπότην τοῦ οἴκου ἐν ᾧ
5501442 οἰδας
ὁ Χαιρέας εἶπεν ” ὦ πάντων ἀνθρώπων ἀφυέστατε , οὐκ οἶδας πῶς μεθοδεύεται γυνὴ παρακλήσεσιν , ἐπαίνοις , ἐπαγγελίαις ,
τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ πεπώκασι καὶ τῶν ἀλγεινῶν ἐξελάθοντο : οἶδας γὰρ καὶ νεκροῖς ἐπιτοξάζεσθαι καὶ ψυχὰς ἐξ ᾅδου τοῖς
5493563 ἀελπτ
ἐστί , φύσιν περὶ παντὸς ὁμοίην , ὥστε σε μήτε ἄελπτ ' ἐλπίζειν μήτε τι λήθειν . Πρὸς τὴν θείαν
κορμοῦ τοσουτονὶ βάρος χλωρᾶς φέρων ἐλάας . Ἦ πόλλ ' ἄελπτ ' ἔνεστιν ἐν τῷ μακρῷ βίῳ , φεῦ ,
5491920 φεριστε
νάρκαισιν ἀνιαραῖσι διδοίη : εἷς δ ' ἀπὸ τᾶσδε , φέριστε , Μόλων ἄγχοιτο παλαίστρας . ἄμμιν δ ' ἁσυχία
τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν , πόσα τοι ἔτη ἐστί , φέριστε ; πηλίκος ἦσθ ' ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο
5490522 σκεψαι
, ἀγαθόν . Οὐ φαίνεται . Ἔτι τοίνυν καὶ ὧδε σκέψαι . ὅστις καλῶς πράττει , οὐχὶ καὶ εὖ πράττει
, ὑπερηφανεύεσθαι . . . κλέπτειν ] κατ ' εἰρωνείαν σκέψαι ] πρόσεξον τοὺς ῥήτορας ] διασύρει τοὺς ῥήτορας .
5473736 Τευκρε
μεγάλης ἔριδός τις ἀγών . Ἀλλ ' ὡς δύνασαι , Τεῦκρε , ταχύνας σπεῦσον κοίλην κάπετόν τιν ' ἰδεῖν τῷδ
πάρα στενάζειν : Ὦ περισπερχὲς πάθος . Ἄγαν γε , Τεῦκρε . Φεῦ τάλας . Τί γὰρ τέκνον τὸ τοῦδε
5473182 μανησεται
. εἰ δὲ καὶ δώῃς πιεῖν ἐκ τῆς τέφρας , μανήσεται ἀπὸ τοῦ ἔρωτος . λύσις δὲ τούτου : λαβὼν
μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ λεχθέντα ἅπαντα , ὡς φράζει
5471340 πραττω
. , . * . Ἀδρανής : δραίνω , τὸ πράττω , δρανῶ ἔδρανον δρανής , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ
γάρ , ὥστε ὁρᾶν ἐξέσται αὐτῇ ὅ τι ἂν ἐγὼ πράττω . Ὥρα ἄν , ἔφη , συσκευάζεσθαι ὑμῖν εἴη
5465726 λογω
. πέμπτα δέ , ὅτι πολλοὶ οὐ συγγενόμενοι σοφισταῖς ἄξιοι λόγω γεγένηνται . ἐγὼ δὲ κάρτα εὐήθη νομίζω τόνδε τὸν
ἀποδεικτὰ καὶ τὰ καθόλω τὰ ὑπὸ τῶ νόω διὰ τῶ λόγω καταλαμβανόμενα ” . ἐν δὴ τούτοις μεῖζον μὲν λέγει
5461398 φυλασσε
τὴν ὁμώνυμόν σοι πόλιν φύλασσε καὶ περίεπε σὺν ἐλευθερίᾳ , φύλασσε δὲ σὺν τῷ Διῒ καὶ τῷ βασιλεῖ Αἰακῷ καὶ
συμφορᾶς ἐκ τοσῆσδε εὐδαιμονίας κατέβαλεν . σοὶ δὲ παραινῶ : φύλασσε Σοφωνίβαν , μὴ Μασσανάσσην ἐς ἃ βούλεται , μεταγάγῃ
5441655 φωνεις
, σάφ ' ἴσθι , λευσίμους ἀράς . σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ , κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός
. Τίν ' αὖ σὺ τήνδε πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις ἐλθοῦσα φωνεῖς , ὦ κασιγνήτη , φάτιν , κοὐδ ' ἐν
5440206 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
5429018 εἰσεται
καὶ πυνθάνεται ζητῶν ἀπόκρισιν , ἐξ ἧς ὃ μὴ οἶδεν εἴσεται : πάντα δὲ θεᾷ γνώριμα , οὐ τὰ παρόντα
οὗτος καὶ τοὺς γεγονότας καὶ τοὺς ὄντας καὶ τοὺς μέλλοντας εἴσεται , καὶ κατὰ τὸν ποιητὴν μάντις ἄριστος , ὅς
5422404 διαλογιζομενον
τι γέγραπται , τὰ δὲ γεγράψεται , πρὸϲ ἃ δεῖ διαλογιζόμενον δοκιμάζειν καὶ ϲκοπεῖϲθαι , τίνι τούτων ὀξὺ καὶ θανατῶδεϲ
δόλον : γράφεται καὶ λόχον . ὁρμαίνοντα : διανοούμενον , διαλογιζόμενον , ἐνθυμούμενον . Γαστήρ : ἡ λαίμαργος , ἤτοι
5410272 εὐθυν
καρκίνος ὧδ ' ἔφη , χαλᾷ τὸν ὄφιν λαβών : εὐθὺν χρὴ τὸν ἑταῖρον ἔμμεν καὶ μὴ σκολιὰ φρονεῖν .
ἥψατο . δίκαιος οὖν , ὦ Ἀπολλώνιε , κατὰ τὸν εὐθὺν λόγον οὐχ ὁ μὴ ἄδικος , ἀλλ ' ὁ
5409645 ποω
: ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . .
, ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο .
5393731 Τηλεμαχε
εὖ φρονεῖν , ὃν περὶ πολλοῦ ποιῇ . Ἦλθες , Τηλέμαχε , γλυκερὸν φάος . μέχρι τούτου μοι τῷ ἔπει
λέγε , Ἀντίλοχε : γλυκερώτερον Νέστορος ἐρεῖς : λέγε , Τηλέμαχε : σφοδρότερον Ὀδυσσέως ἐρεῖς : λέγε , Ἀλκιβιάδη :
5384199 γινωσκω
εἴσῃ , γνώση : μαθήσῃ : παρὰ τὸ εἴδω τὸ γινώσκω : σημαίνει δὲ τὸ εἴδω , ζ : εἴδω
γνώσκω : καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , καὶ διπλασιασμῷ , γινώσκω . Γνώμη , νοῶ νοήσω νοήμη , καὶ συναλοιφῇ
5378469 εἰδῃ
' εἶμεν καθ ' αὕθ ' , ὅστις δέ κα εἰδῇ μαθὼν τῆν ' , ἀγαθὸς ἤδη γίγνεται . ὥσπερ
: ἐσθλὸν καὶ τὸ τέτυκται , ὅτ ' ἄγγελος αἴσιμα εἰδῇ . τοῦτο δὲ πρὸς ἑαυτὸν ὁ Πίνδαρος ἀνάγει ,
5375461 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
5367138 καθημαι
ἢ τέθνηκεν , ἢ νύξ ἐστιν ἢ ἡμέρα , ἢ κάθημαι ἢ ἵσταμαι : ἰδοὺ ἐνταῦθα διαζευκτικός ἐστι , ταῦτα
νενόηκα νενόημαι , πεποίηκα πεποίημαι . τὸ δὲ κατάκειμαι καὶ κάθημαι προπαροξύνει σύνθετα ὄντα . Τὰ εἰς ΤΑΙ τρίτα ὁμοφωνεῖ
5359507 σεαυτῳ
τοῦ τοιοῦδε πέρι ; Τίνος δή ; Τοῦ ὑπολαμβάνειν παρὰ σεαυτῷ τὸν μὲν ἀμείνω ἄνδρα , τὸν δὲ χείρω :
Ὁ δὲ [ ἕτερος ] ἀπεφήνατο : Καθὼς οὐ βούλει σεαυτῷ τὰ κακὰ παρεῖναι , μέτοχος δὲ τῶν ἀγαθῶν ὑπάρχειν
5359332 θεορτον
ἐκ τοῦ ὄρω τὸ διεγείρω καὶ τοῦ θεός . . θέορτον ] θεόρμητον . . ἐκ θεοῦ ὁρμώμενον , ἤτοι
: ἔνθα λήγει τὸ ῥῆμα , ἄρχεται τὸ ὄνομα . θέορτον ἢ βρότειον : Ζηλοτυποῦσα ἐρωτᾷ ἡ Ἰὼ τὸν Προμηθέα
5351440 νομω
τοῦ Περὶ ἀνθρώπω φύσεως . Φύσις ἀνθρώπω κανών μοι δοκεῖ νόμω τε καὶ δίκας ἦμεν καὶ οἴκω τε καὶ πόλιος
καὶ ἐνετύχομες τοῖς Ὀκκέλω ἐκγόνοις . τὰ μὲν ὦν Περὶ νόμω καὶ Βασιληίας καὶ Ὁσιότατος καὶ τᾶς τῶ παντὸς γενέσιος
5342293 ζωγραφω
τὸν χρόνον δαπανῶντες ὑπὸ ἀδημονίας . γράφω ] ἐν γῇ ζωγραφῶ , ἢ γράφω τῷ δακτύλῳ . παρατίλλομαι ] ἐκ
. τρυφῶ , κορυφή κορυφῶ , σοφός σοφῶ , ζωγράφος ζωγραφῶ , ψόφος ψοφῶ , ἁφή ψηλαφῶ . τὸ δὲ
5339799 κακοδαιμον
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ
5339711 ἐπεχειρησας
ὅσιον καὶ τὸ ἀνόσιον , οὐκ ἔστιν ὅπως ἄν ποτε ἐπεχείρησας ὑπὲρ ἀνδρὸς θητὸς ἄνδρα πρεσβύτην πατέρα διωκάθειν φόνου ,
καὶ πείθομαι : οὐδὲν μεντἂν ἧττον ἀκούοιμι νῦν πῇ σὺ ἐπεχείρησας λέγειν . Τῇδ ' ἔγωγε , ἦ δ '
5336786 πλανᾳ
; Τῷ κυβερνήτῃ . Οὐκ ἄρα περὶ ἃ μὴ οἶσθα πλανᾷ , ἄνπερ εἰδῇς ὅτι οὐκ οἶσθα ; Οὐκ ἔοικα
ῥα Διωνύσου ἀριθμοπότας ἐπέκοπτε . τὸ δὲ καὶ τὰς ὄψεις πλανᾷ , ὡς ἔδειξεν Ἀνάχαρσις δι ' ὧν ἔδειξεν ὅτι
5331739 εἰσακουσας
τινα . ἡσθήσεταί τοι καὶ προσεύξεται θεοῖς , ζῶντ ' εἰσακούσας παῖδ ' ὃν ἐκσώιζει ποτέ . οὐ γὰρ πατρώιων
δυναίμαν ἐμ βραχεῖ γνώμας λέγειν . ταῦτα δὴ ' γὼν εἰσακούσας συντίθημι τὰν τέχναν τάνδ ' ὅπως εἴπηι τις :
5330124 εἰσῃ
τῇ ἀκροπόλει σπήλαιον . ἢν γοῦν εἰς Ἀθήνας ἔλθῃς , εἴσῃ ὅσον ἐκεῖ τοῦ Πανὸς ὄνομα . Εἰπὲ δέ μοι
ἡμῶν ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐγγίγνεται ; Πῶς ; Ὧδ ' εἴσῃ ῥᾷον , ἂν πρῶτον λάβῃς αὐτὰ τί ποτ '
5323931 δειξον
Ἐλάλησε δὲ Ἱερεμίας λέγων : Παρακαλῶ σε , κύριε , δεῖξόν μοι τὶ ποιήσω Ἀβιμέλεχ τῷ Αἰθίοπι , ὅτι πολλὰς
εἶναι , ἄρα πῶς προκόπτεις ; Σὺ οὖν ἐνταῦθά μοι δεῖξόν σου τὴν προκοπήν . καθάπερ εἰ ἀθλητῇ διελεγόμην δεῖξόν
5322342 ἀνθρωποϲ
χρόνον φέρεται τοῦτο , κίνδυνοϲ μὴ οὐ δυνήϲηται διαρκέϲαι ὁ ἄνθρωποϲ , ἕωϲ ἂν πεφθῇ ἡ νόϲοϲ . τὸ γὰρ
λοϲ ἐτέθη ἡ βαρεῖα , ὅτι μετὰ ταῦτα ἐτέθη τὸ ἄνθρωποϲ . Περὶ γὰρ τῆϲ μακρᾶϲ καὶ τῆϲ βραχείαϲ οὐκ
5315899 κοὐ
χειν [ [ ἄλλοϲ ἄλλωι ] γὰρ [ γέγηθε ] κοὔ τι ταυτ [ [ ! ! ! ! !
βελτίων τ ' ἐϲ πάντ [ ] ' ἀνήρ . κοὔ ] τι πολλὰ δεῖ λέγειν ? ? ? [
5312656 ἀθυμησῃς
ἰδὼν ἀχθεσθεῖσαν αὐτὴν εἶπον : Μηδέν τι , ἔφην , ἀθυμήσῃς , ὦ γύναι , ὅτι οὐκ ἔχεις δοῦναι ὅ
δή με καὶ τοῦτο φιλανθρωπίᾳ πεποιηκέναι , ἵνα μὴ παντάπασιν ἀθυμήσῃς , ἀλλ ' ἔχῃς ἐφ ' ὅτῳ βουλήσει ζῆν
5308347 ἀκουε
δ ' ἠγνόηκε κοὐδὲ ἓν λέγει . μὴ πάντ ' ἄκουε μηδὲ πάντα μάνθανε , τῶν βιαίων ἔσθ ' ἕνεκα
ἐκ τοῦ δευτέρου ἀπὸ τοῦ πρώτου . σὺ δ ' ἄκουε δίκης : πρὸς ἀντιδιαστολήν φησι τῶν ἀλόγων ζῴων :
5304953 Σιγα
ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι . Πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον : Σίγα τε καὶ μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λόγον τοῦτον εἴπῃς .
Ἐφέσιον ἐξίχνευσα τοῖς ὀνείρασιν ; ἦ δ ' ὅς , Σίγα , ὦ Κριτία : εἰ ἐχεμυθεῖς , μυσταγωγήσω σε
5297276 ἐληλυθας
τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν : σὺ δέ μοι ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον
πῶς τί ποτ ' ἐφλυάρησα τὰ ἐπελθόντα μοι ; φθονῶν ἐλήλυθας , τεταπεινωμένος , ὅτι σοι ἐξ οἴκου φέρεται οὐδέν
5295477 ταλας
οἷς ἐποχοῦνται οἱ ναῦται . . τοιαῦτα μηχανήματ ' ἐξευρὼν τάλας ] προειπὼν καὶ ἀπαριθμησάμενος ὅσα καλὰ καὶ ἀγαθὰ μηχανήματα
. πρὸς αὐτὸν ἀπέτεινε τὸν λόγον : οἵων πραγμάτων ὁ τάλας ἐπιθυμήσας : οἴχῃ καὶ διέφθαρσαι ἀπὸ τοῦ τρίποδος δεξάμενος
5293299 λεξον
ὄνομα συμφορᾶς γέμον διπλῆς . Οἴμοι . τί τοῦτο ; λέξον , οὗ δέομαι , γέρον . Ἐκ τοῦ τόπου
. ἔλαβε . ἀφείλκυσεν εἰς ἑαυτὸν . ὦ ἄγγελε . λέξον . ναῶν ] ἀπὸ . αἳ ] νῆες Περσικαὶ
5292693 ἐπιγελασας
ἀλλὰ ἄλλον δεῖ περιμένειν εὐεργέτην . Καὶ ὁ Κέβης ἠρέμα ἐπιγελάσας , Ἴττω Ζεύς , ἔφη , τῇ αὑτοῦ φωνῇ
ἡμῖν ἔληξε τὰ παλαίσματα , λέγω πρὸς τὴν Παλαίστραν ἅμα ἐπιγελάσας , Ὦ διδάσκαλε , ὁρᾷς μὲν ὅπως εὐχερῶς καὶ
5288036 φιλ
Χῖος ἐν † τῶι κατωτικῶι † δούμωι . Ἑρμῆ , φίλ ' Ἑρμῆ , Μαιαδεῦ , Κυλλήνιε , ἐπεύχομαί τοι
τινὸς αὐτῶν λάβηται . ἡ δ ' ἔξεχ ' ὦ φίλ ' ἥλιε παιδιὰ κρότον ἔχει τῶν παίδων σὺν τῷ
5282033 διαθρει
, σκέπτου , μελέτα , σκόπει , διαλογίζου . . διάθρει ] θεώρει . . πάντα τρόπον ] παντοιοτρόπως ,
; ἀντὶ τοῦ “ σημερινή ” . φρόντιζε δὴ καὶ διάθρει : ἐκάθισεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ ἀσκάντου . τὸ “
5280926 βλεπε
ὑπὸ φθοροποιοῦ μὴ θεωρῆται , ἄνεσιν . Σκεπτόμενος περὶ νοσημάτων βλέπε τόν τε ὡροσκόπον τῆς κατακλίσεως καὶ τὴν τῆς Σελήνης
ἱερωτάτη οὕτως . ἤδη ποτὲ ἄνω , μεγαλοφυέστατε παῖ , βλέπε ψυχῶν διατάξεις . τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ κορυφῆς μέχρι
5277037 γραυϲ
οἴει δὲ τί ; ὁ μῦθόϲ ἐϲμεν Πάμφιλ ' ἤδη γραῦϲ γέρων ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ [ ] οὐκ εὖ λογίζηι [ ]
παῖδα ? [ ! ! ! ! ! ] ου γραῦϲ ἔχει κακ ? [ μὴ τα ! [ ἰδού
5273425 φρονιμως
Καῖσαρ αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λασάνου ποιήσῃ : πῶς εὐθὺς λέγομεν φρονίμως μοι λελάληκεν Φηλικίων . ἤθελον αὐτὸν ἀποβληθῆναι τοῦ κοπρῶνος
' ἀπὸ τῆς θεοῦ τῆς Ἀθηνᾶς , ἐπιστημόνως σε καὶ φρονίμως οὕτως διατιθέντα τοὺς λόγους . ἀναγαγών . τῇ ἀναλύσει
5268536 Προμηθευ
. . . ἐπιβαίνοντας . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ † λεύσσω Προμηθεῦ : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη . τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς
οὐκ ἀκούσαις καὶ μὴ βουλομέναις ἡμῖν τοῦτο εἶπας , ὦ Προμηθεῦ , δηλονότι τὸ , ἔλθετε καὶ ἀκούσατε , ἵνα
5265753 προσεχε
ἡ μῖξις τοῦ πύου εὑρίσκεται καὶ οὐκ ἀκριβῶς ἀναμεμιγμένη . πρόσεχε δὲ καὶ τοῖς ἀναμεμιγμένοις καὶ ἐμφερομένοις ἐν οὔροις :
ἀντείποιμι , μὴ πολυπραγμόνει , ἀλλ ' εἰ δοκεῖ σοι πρόσεχε τὸν νοῦν κἀκροῶ . Τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους .
5262635 μετερχεται
πλάτος . πληρώσας δὲ τὸν περὶ τῶν ἐπιπέδων ἀριθμῶν λόγον μετέρχεται ἐπὶ τοὺς στερεοὺς καὶ ἄρχεται ἀπὸ τῆς πυραμίδος ,
τεχνῶν : διὰ γὰρ τὸ ζῇν πᾶς ἄνθρωπος τὰς τέχνας μετέρχεται . ΚΛΥΤΟΣ ἭΦΑΙΣΤΟΣ , ἤγουν ἐξάκουστον τὸ πῦρ :
5256707 νῳν
πονηρίαν οὔσας τοιαύτας ὀλίγον ὕστερον ἐροῦμεν , ἂν ἔτι δοκῇ νῷν : τὰς δὲ ψευδεῖς κατ ' ἄλλον τρόπον ἐν
κατ ' εἰρωνείαν χ ' ἅτεροι ] ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις νῷν ] ἡμῖν ἄλφιτα ] ἄλευρα πονήρους ] ἐπιπόνους ,
5255733 φρονεις
” καὶ Καλλίας Πεδήταις : Τί δὴ σὺ σεμνὴ καὶ φρονεῖς οὕτω μέγα ; Ἔξεστι γάρ μοι : Σωκράτης γὰρ
ἐξ ἑτοίμου τὰ τῶν τεχνῶν κάλλιστα ἀποδιδόντων γνώμῃ . Ἀρχαϊκὰ φρονεῖς : ἤτοι εὐήθη . Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα : τὸ ἀηδές
5248727 αἰνησει
: ἀντὶ τοῦ πρὸς τὸν λόγον . Τίς πατέρ ' αἰνήσει , εἰ μὴ κακοδαίμονα τέκνα : ἴσως ἐπὶ τῶν
διαχειρωσάμενοι οὐδ ' ἡστινοσοῦν τιμῆς ἠξιοῦντο . τίς πατέρ ' αἰνήσει ' , εἰ μὴ κακοδαίμονα τέκνα : ἴσως ἐπὶ
5245364 ἀναγε
πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . Γέννα ὁ οὗτος ὀλίγον ἄναγε ἀπὸ τῆς διφροφόρου : χρηστὸς εἶ καὶ κόσμιος .
Ὑμέναι ' Ὑμήν . χόρευε , μᾶτερ , χόρευμ ' ἄναγε , πόδα σὸν ἕλισσε τᾶιδ ' ἐκεῖσε μετ '
5245209 ψυχα
τὸ δὲ ὅλον , ὅτι θνητοὶ πεφύκαμεν . μὴ φίλα ψυχά : ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν : μηδαμῶς δὲ ,
μὲν σκάνεα τῶν ζῴων ζωά , ταύτας δ ' αἴτιον ψυχά : τὸν δὲ κόσμον ἁρμονία , ταύτας δ '
5243869 θεραπευσει
κατὰ τὸ τῆς τέχνης ἐνεργοῦντα ἐπάγγελμακαὶ γὰρ ἔστιν ὅτε οὐ θεραπεύσει , ὅταν τὸ πάθος ὑπέρτερον τῆς τέχνης ἐστὶ καὶ
ἔτι θερμοῦ ὄντος καὶ ἀλείψῃ ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἐλαίου , θεραπεύσει πάθη δυσίατα ἐπαλείφων αὐτὸ ἤτοι : ποδαλγικούς , ἀρθριτικούς
5243611 σιγα
σῖγα ἐπίρρημα καὶ τὸ γα βραχὺ ὡς εἴρηται . Ξ σίγα ] σιώπα . τῶνδ ' ] ὧν ἀκούεις .
ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ γίνεται ἠρέμα , καὶ ἀπὸ τοῦ σιγῶ σίγα , οὕτως καὶ ἐκ τοῦ ὁρῶ ὅρα , καὶ
5236518 ἐνοχλεις
αὐτὸς μὲν οὖν σὺ ] κόπτε : τί μ ' ἐνοχλεῖς , τάλαν ; [ λάβ ] ' : ἀποτρέχω
ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα διηγούμενος ;
5235005 ουτε
αὐτῶν διάφορα , ὡς ὁμοίως δὲ καὶ εἰσκρίνεται , 〚 ουτε 〛 ὃ [ οὐ δοκεῖ ] [ γίνεσθαι ]
! [ κακῶν ? ? α ? [ ἀλλ ' ουτε ? [ ἔθηκε ? [ οὐκ ? ? ἀνβ
5233789 πασχεις
ὦ ξυνασχαλᾷ ] συλλυπεῖται μόχθοις ] δυστυχίαις τάδε ] ἃ πάσχεις ἔχρῃζον ] ἤθελον ἠλγύνθην κέαρ ] ἐλυπήθην , ἔπαθον
πόλεμον δεύτερον . Ἆρα καὶ σύ , Χλόη , τοιαῦτα πάσχεις ; ἆρα μέμνησαι τοῦ πεδίου τοῦδε καὶ τῶν Νυμφῶν
5232769 ἀθρει
ἐν τῷ σάκει γῆς . ἱκανῶς ἔχεις τῶν ἐκτυπωμάτων . ἄθρει δὴ καὶ τὰ περὶ τοὺς νεανίας , ξὺν ὁποτέρῳ
γὰρ ὑπ ' αὐτῆς καὶ οὐδὲν διαφέρουσι τῶν μεμηνότων . ἄθρει δὲ ὡς ὅμοια πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ
5213798 μαθε
πρὶν οὐ μάθεν στενάζει . Τὸ καλὸν φύσει μαθοῦσα , μάθε καὶ πόθεν τὸ κρεῖσσον . Τὸ ῥόδον πάλιν προλάμπει
ὦν ἐπιμνησθέντα ὀργῇ λέγειν πρὸς τὸν Πρηξάσπεα : Σύ νυν μάθε [ αὐτὸς ] εἰ λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα εἴτε αὐτοὶ
5212548 συνταχθεν
τοιοῦτον ἀφομοιωθὲν τῷ ὅλῳ καὶ οἷον συγχωρηθὲν τοιοῦτον εἶναι καὶ συνταχθὲν οὕτως , ἵνα καὶ κατὰ τὸν ἀνθρώπου τόπον ἐκλάμπῃ
ποῖον ὄνομα ἢ ῥῆμα ἢ τῶν ἄλλων τι μορίων ποίῳ συνταχθὲν ἐπιτηδείως ἔσται κείμενον , καὶ πῶς οὐκ ἄμεινον :
5208515 ἀνθρωπε
τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν
ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ
5204475 ἐπιτηρει
τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . Δαιννύμενος : εὐωχούμενος . τέχνῃσιν : δόλοις .
Σόλωνος : οὐδαμοῦ γὰρ οὗτος τὴν πρᾶξιν ἀλλὰ τὸ πάθος ἐπιτηρεῖ : καὶ γενέσθαι τὴν τιμωρίαν φησὶ κατὰ τῶν ὁπωσοῦν
5201217 μεμαθηκεν
ἀνάψῃ τὸν πυρετόν . Ὃ δ ' ἐρυθρὸν ὁ λόγος μεμάθηκεν ὑπὸ τῶν αὐτῶν μὲν οἶδε τῷ ὑπερύθρῳ χυμῶν συνίστασθαι
ζήτημα , ὅτι περιεργαζόμενος ὁ πατὴρ περὶ μὲν τοῦ φόνου μεμάθηκεν οὐδὲν , μοιχείας δὲ τῆς γυναικός : ἐνταῦθα πάλιν
5200298 ἀπελθε
πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι
λέγεται καὶ ἡ συμπλεκομένη φωνὴ τῷ διανοήματι , οἷον τὸ ἄπελθε : τοῦτο γὰρ καὶ λέξεις , ὃ τετύχηκεν ,
5197827 σκληρ
καλοῖς ἀληθέσιν . πότερα θέλεις σοι μαλθακὰ ψευδῆ λέγω ἢ σκλήρ ' ἀληθῆ ; φράζε : σὴ γὰρ ἡ κρίσις
ὦ πονηρέ , μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο , μὴ τὰ σκλήρ ' ἔχῃς . ἐννέα δ ' εἰσὶ διὰ τὸ
5190255 σφῳν
αὐτήκοος αὐτὸς γενέσθαι ; Τί οὖν δή ; βούλεσθε ἐγὼ σφῷν τὴν ἄτοπον ἀπόκρισιν ταύτην ἀποκρίνωμαι ; Τί μήν ;
: νῶϊν νῷν κατὰ συναίρεσιν , ὥσπερ καὶ τὸ σφῶϊν σφῷν τῆς περισπωμένης φυλαττομένης . καὶ πάλιν νῶϊ σφῶϊ :
5183276 διδασκε
φιλήσοντός μου , τοὺς δ ' ἀγαθοὺς καταφιλήσοντος , θαρρῶν δίδασκε τῶν φίλων τὰ θηρατικά . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη
τῷ Ἀπόλλωνι . Πῶς δέ ; ἔφη ὁ Κῦρος : δίδασκε : πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις . Ὅτι πρῶτον μέν
5171043 ἀπιθι
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους :
5168298 ζῃς
αἴτια , κἂν πρὸς ἄλλην χώραν προσπαθῇς . τί οὖν ζῇς ; ἵνα λύπας ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις περιβάλῃ ,
ὑμῖν ἡ πόλις πεπαίδευται , καίτοι χρῆν ἐν ᾗ σὺ ζῇς καὶ πολιτεύῃ , ἀλλ ' ὅτι τὸν μηδὲν ἐκεῖ
5160469 μιαρε
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν '
5155753 δυσμορ
καὶ τουτονὶ τὸν δακτύλιον ἐπόντα τοὐμοῦ δεσπότου . αἴ , δύσμορ ' : εἶτ ' εἰ τρόφιμος ὄντως ἐστί σου
οἷός τ ' εἶ μήτε τούσδε τοὺς πέλας . Ὦ δύσμορ ' , οὐδὲ τῷ χρόνῳ φύσας φανῇ φρένας ποτ
5155151 εὐλογια
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία ,
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι
5154934 φευγεις
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη .
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν
5154489 γημασθ
μῆτιν ἔθ ' εὑρίσκω : μάλα δ ' ὀτρύνουσι τοκῆες γήμασθ ' , ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων , γινώσκων
ἐμεῦ ἀπονόσφιν ἐόντος : αὐτὰρ ἐπειδὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι , γήμασθ ' ᾧ κ ' ἐθέλῃσθα , τεὸν κατὰ δῶμα
5150118 ἀπωλεσας
σὺ δ ' οὔθ ' ὑπερβάλλοντα , τρόφιμ ' , ἀπώλεσας ἀγαθά , τὰ νυνί τ ' ἐστι μέτριά σοι
” . Γ ὅτ ' ἀντέδωκα Γ : τότε με ἀπώλεσας , ὅτε καὶ ἀντὶ τούτων μνᾶν ἔδωκα . Γ
5147510 ἀποκρινεται
καὶ μηδένα τὸ παράπαν νοητὸν θεὸν ἔξω τῶν ὁρατῶν νομίζων ἀποκρίνεται πρὸς ὕβριν εἰπών : ” τίς ἐστιν οὗ χρή
, ὁ μὲν νοσῶν αὐτὸς σιωπᾷ , ὁ δαίμων δὲ ἀποκρίνεται , ἑλληνίζων ἢ βαρβαρίζων ὁπόθεν ἂν αὐτὸς ᾖ ,
5146617 κολαζε
. Ἄνθρωπον ὄντα σαυτὸν ἀναμίμνησκ ' ἀεί . Ἀνεξέταστον μὴ κόλαζε μηδένα . Ἀφεὶς τὰ φανερὰ μὴ δίωκε τἀφανῆ .
: διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους τριμέτρους ἀκαταλήκτους ηʹ . κόλαζε : ἀντὶ τοῦ ” παίδευε “ ; οἱ γὰρ
5144912 τυχαν
ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ὁμοίως ποτιπιπτόντων τοῖς χρηστοῖς τε καὶ πονηροῖς τύχαν τῶν τοιούτων αἰτίαν φασοῦμες : ταύταν δ ' οὔτ
χρονίως , ὅ ἐστι διὰ χρόνου , ἐκοιμήθη : τίνα τύχαν εἴπω : τὴν περὶ αὐτοῦ τύχην πότερον ἐπὶ τὸ
5137363 εἰσομεσθα
ἥκει μόρον Ἀντιγόνης , ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν ; Τάχ ' εἰσόμεσθα μάντεων ὑπέρτερον . Ὦ παῖ , τελείαν ψῆφον ἆρα
ἂν γνῶμα , μὴ πειρωμένη . Ἀλλ ' αὐτίκ ' εἰσόμεσθα , τόνδε γὰρ βλέπω θυραῖον ἤδη : διὰ τάχους
5135620 φερ
ἀρίστου πατρὸς Ἑλλήνων γεγώς ; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί φέρ ' εἰ ἐκπλεύσας σκάφει ! ! ! ! !
ἐν τοῖσι δ ' ἔργοις ὄντας ἀνοήτους ὁρῶ . Ζωμήρυσιν φέρ ' : οἶς ' ὀβελίσκους δώδεκα : κρεάγραν :
5128308 ἀκακε
νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾶς ' ὄλωλεν . βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν , οἴ . αἰαῖ αἰαῖ : ὦ πολύκλαυτε
πᾶσα . βάσκε ] ἐλθέ . πάτερ ] ὦ . ἄκακε ] πρᾶε . Δαρειᾶν ] Δαρεῖε . πάτερ ]
5126043 σεωυτου
οὔτε σὺ ἔσεαι ἐκείνοισι χρήσιμος οὔτε ἐκεῖνοι σοί . Τὰ σεωυτοῦ δὲ τιθέμενος εὖ γνώμην ἔχε τὰ τῶν ἀντιπολέμων μὴ
ἔπος ἐκβάλοι τοῦτο . Λόγους δὲ ἄλλους περὶ γενέσιος τῆς σεωυτοῦ μὴ δέκεο : τὰ γὰρ ἀληθέστατα πάντα ἀκήκοας .

Back