; Τῷ κυβερνήτῃ . Οὐκ ἄρα περὶ ἃ μὴ οἶσθα πλανᾷ , ἄνπερ εἰδῇς ὅτι οὐκ οἶσθα ; Οὐκ ἔοικα
ῥα Διωνύσου ἀριθμοπότας ἐπέκοπτε . τὸ δὲ καὶ τὰς ὄψεις πλανᾷ , ὡς ἔδειξεν Ἀνάχαρσις δι ' ὧν ἔδειξεν ὅτι
8408881 ἀποσφαλεις
πλανᾷ . πρὸς μὲν οὖν τὸ πλάνῃ οὕτω λέγε , ἀποσφαλεὶς φρενῶν ἐν πλάνῃ , τουτέστιν ἐκπεσὼν καὶ πλανηθεὶς τοῦ
πολλοὺς τῶν ἐν αὐταῖς ὄντων διαφθαρῆναι . ὁ δὲ Δημήτριος ἀποσφαλεὶς τῆς ἐλπίδος οὐδ ' ὣς ἔληγεν , ἀλλὰ προσεκαρτέρει
7699864 τεχναζειν
παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε
καταμαθεῖν ὧδε , ἵνα μή τι καὶ νῦν ἡμᾶς ἔτι τεχνάζειν ὑπονοῇς : αὐτός τε γὰρ ὁ βασιλεὺς σὺ τῷ
7108059 κολαζε
. Ἄνθρωπον ὄντα σαυτὸν ἀναμίμνησκ ' ἀεί . Ἀνεξέταστον μὴ κόλαζε μηδένα . Ἀφεὶς τὰ φανερὰ μὴ δίωκε τἀφανῆ .
: διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους τριμέτρους ἀκαταλήκτους ηʹ . κόλαζε : ἀντὶ τοῦ ” παίδευε “ ; οἱ γὰρ
7062266 μηδεποτ
” , ἐπειδὴ τῆς ἀκαθάρτου φθορᾶς αἴτιον ἡ διάλυσις . μηδέποτ ' οὖν ἰδών τινα τῶν φαύλων οἷς ἂν ἐπιθῆται
ἐν ὀρέξει ἀναπότευκτον , ἐν δ ' ἐκκλίσει ἀπερίπτωτον , μηδέποτ ' ἀτυχοῦντα , μηδέποτε δυστυχοῦντα , ἐλεύθερον , ἀκώλυτον
6999840 τρεχε
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε ,
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν
6985703 ἀκολασταινειν
ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν , καὶ εἰ θρασέως μέντοι καὶ πανούργως , ἔνδειαν
τὰ τῶν νεκρῶν . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς ἐθέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα μὴ τὴν ῥακίωσιν τοῦ σώματος ἐλέγχῃ
6972641 δερεσθαι
οὐχὶ Ἀθηναίων μόνον ἢ Λακεδαιμονίων ἢ Νικοπολιτῶν , εἶτα καὶ δέρεσθαι δεῖ τὸν εἰκῇ ἐξελθόντα , πρὸ δὲ τοῦ δαρῆναι
ἐπειδὴ μέσου δευτέρου ἀορίστου ἐστίν . προπαρωξύνθη δὲ ὁμοίως τῷ δέρεσθαι καὶ φέρεσθαι ἐνεστῶτος : οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ λιτέσθαι
6966327 σιγων
τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ
καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς
6962936 πανουργειν
νοῦν ἔχειν δέ - δοται τοῖς ἀνδράσιν , οὕτως τὸ πανουργεῖν καὶ μηχανὰς ἐξευρίσκειν ταῖς γυναιξί : ὄντως γάρ .
, τὸν ἀπατεῶνα , λαβεῖν τι κακόν , ὧν ἤρξατο πανουργεῖν , ἤγουν ἕνεκα τοῦ πανούργου καὶ ἀδίκου αὐτοῦ σκοποῦ
6949298 κτεινῃς
πορφύροντ ' ἐν χθονὶ σεῖε νέφη : ἢν γάρ με κτείνῃς , τότε παύσομαι : ἢν δέ μ ' ἀφῇς
βίας ἀποτείσεαι ἐλθών : αὐτὰρ ἐπὴν μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδὸν ὀξέϊ χαλκῷ , ἔρχεσθαι δὴ
6945064 ἀπονενοημενος
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν
6900396 καταβαλε
λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν κατάβαλε , μή που τις καὶ Τρῶας ἐγείρῃσιν θεὸς ἄλλος
οἰνοχοήσειν ἡμῖν ἀπ ' αὐτοῦ . Τὸν μὲν εἴρωνα πεδοῖ κατάβαλε : σὺ δὲ εὔπορα ποιήσας τὰ ὦτα ἤδη ἄκουε
6897347 ἁμαρτανων
ἐστιν . Πᾶν ἁμάρτημα μάχην περιέχει . ἐπεὶ γὰρ ὁ ἁμαρτάνων οὐ θέλει ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ κατορθῶσαι , δῆλον ὅτι
οὕτως . ὁ γὰρ ὡς φρόνιμος ἐνεργῶν , εἶτα ἑκὼν ἁμαρτάνων , ἢ πρὸς τοὐναντίον τοῦ τέλους ἀπένευσεν ἀντὶ τοῦ
6895908 φιλοψυχος
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν
6862821 Οἰμ
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ .
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
6860554 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
6854121 στεργει
καὶ λέγοις πρόσω . μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις . βραχὺς τορός θ ' ὁ μῦθος :
νοητέον καὶ ἐπὶ τῆς Γλαύκης , εἴπερ με τῷ ὄντι στέργει ἡ γυνή , καὶ ἄνευ τοῦ λαβεῖν τὰ δῶρα
6837580 ἐχετ
μή οἱ ἐπ ' ἀκάματος πέλοι αἰών . ἀλλ ' ἔχετ ' αὐτοῦ νῆα θελήμονες ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων , εἵως
' αὐτῷ πελεμίξαι ἐρείδοντες βελέεσσιν . αἰεὶ δ ' ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι , κὰδ δέ οἱ ἱδρὼς πάντοθεν ἐκ
6834412 ὀχεειν
ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν : οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν , ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί . ἦ οὐκ ἀΐεις
καὶ ὄφελον ἐπ ' εὐχῆς τάσσεται . ὀφέλλειν αὔξειν . ὀχέειν . “ νηπιάας ὀχέειν ” τὰ νέων φρονεῖν ,
6833253 ἀποκτενεις
τοὺς μὲν σαυτῷ ὁμοίους , τοὺς ἀνδρείους καὶ ἀνοήτους , ἀποκτενεῖς ῥᾳδίως : ὑπὸ δὲ ἀνδρὸς φρονίμου καὶ πολεμικοῦ ἀποθανῇ
τὸν ἀριθμὸν γενόμενον . Τάχα δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἀετὸν ἀποκτενεῖς καὶ οὐκέτι πολλοὺς ὑμῶν ἄρνας καὶ ἐρίφους ἁρπάσει .
6824221 ἐξαπατωμενος
. ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό τινων καὶ μεθύων . Σύμμαχος τὸ “ βρύλλων
Γ εὐπαράγωγος ] εὐπειθής . εὐπαράγωγος ] εὐκόλως πιθόμενος καὶ ἐξαπατώμενος . καὶ παράγεται ἀντὶ τοῦ ἐξαπατᾶται . Γ εὐπαράγωγος
6816065 Γετα
νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα .
τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν
6816023 ἐκτρεφω
ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός . ὑπεδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φιλῶ . Κορινθίῳ πίστευε καὶ μὴ χρῶ φίλῳ
, παράδειγμα ἓν κείσθω τόδε : ἐδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φίλε . οὕτως γὰρ λελυμένον ἀναγκάσει καὶ τὸν
6815029 ηὑρες
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ '
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν
6814544 ἐε
ν ] , κἂν σημαίνῃ τὸ ὑπῆρχεν [ ἀπὸ τοῦ ἔε δηλονότι ] . [ καὶ οὕτω μὲν κατέστησεν ὁ
ν ] , κἂν σημαίνῃ τὸ ὑπῆρχεν [ ἀπὸ τοῦ ἔε δηλονότι ] . [ καὶ οὕτω μὲν κατέστησεν ὁ
6811188 νουθετει
: ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ ' ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη , ταχύ γ
καὶ πονηρῶν κολάσεως , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ κόλασις νουθετεῖ καὶ σωφρονίζει πολλάκις μὲν καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας , εἰ
6805875 φευγεις
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη .
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν
6790828 τυχοις
οὔ ; τίς μοι φύλαξ ἦν , εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις ; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης , ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών ;
συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον . εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις , σιώπα . γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ
6784633 στυγειν
ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ ' οἵ τε φύντες ἀρνοῦνται στυγεῖν . δεινὸς γὰρ ἕρπειν πλοῦτος ἔς τε τἄβατα καὶ
εἰς τὸ ἦμαρ τῆς ζωῆς τὸ ὑπὸ Μοιρῶν δεσποζόμενον . στυγεῖν ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἴστω τίς . φῶτ '
6781762 κατεπτηχως
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος
6757032 παρατρεπειν
καὶ ῥυθμοῦ καὶ μέλους καὶ φυλάττειν σχῆμα καὶ ἐμμέλειαν μὴ παρατρέπειν καὶ ἀποπληροῦν τῶν διδαχθέντων τὴν ἀπαίτησιν , φύσεως δῶρα
, γοητεύειν , ἀπατᾶν ἐξαπατᾶν , παρακρούεσθαι , παράγειν , παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν ,
6750326 σωφρονεις
τὴν παρθένον : σὺ δὲ ὀκνεῖς καὶ αἰδῇ καὶ ἀκαίρως σωφρονεῖς : μὴ κρείττων εἶ τοῦ θεοῦ ; ” Ὡς
ἔβλεπεν ὁ Πλοῦτος μέλει ] φροντίς ἐστιν κἀπιτέτριμμαι ] ἠφάνισμαι σωφρονεῖς ] καλῶς λέγεις ἕωθεν ] ἀπὸ τῆς πρωΐας οἰνοῦτταν
6747743 ἀναινομαι
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] .
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς
6747733 δρᾳς
χειρουργοὺς τῶν πράξεων ; τὸ σῶμα ; εὐθὺς ὅρα τί δρᾷς : διαπηδᾷς τὴν τάξιν τῶν ἀρχομένων , ἀπὸ τοῦ
τούτῳ μὴ κάλει . Ὦ γλυκύτατον Μυρρινίδιον , τί ταῦτα δρᾷς ; Κατάβηθι δεῦρο . Μὰ Δί ' ἐγὼ μὲν
6744580 κλυουσα
τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός .
, γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι
6741682 μισητος
οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ .
[ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [
6738999 ἐπαιρε
ἂν ἐκμάθω εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας . ἔπαιρε σαυτήν : ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας
ἵνα καταισχύνωσιν αὐτὴν οἱ Ἕλληνες : ὀρθρεύου σὰν ψυχάν : ἔπαιρε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν , ὦ χορέ . ἀπὸ μεταφορᾶς
6738544 ὀκνει
ἰδών , ἡμᾶς δὲ οὐκ εἰδὼς ὅ τι πράττομεν , ὀκνεῖ περί τε ἡμῶν καὶ περὶ αὑτοῦ : ἐπειδὰν δὲ
] ἕνεκα . Ἀπολοφυρομένη λέγει τοῦτο ἐν τῶι εἰσιέναι : ὀκνεῖ γὰρ εἰσελθεῖν ὥς τι δεινὸν ὁρῶσα . Διὰ τί
6738320 ἀνωφελει
ταῖς νήσοις : οἱ Σκιωναῖοι σφῶν : τῶν Ἀθηναίων . ἀνωφελεῖ : λείπει , ἐν θαλάττῃ ὕστερον : ἤγουν μετὰ
καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ] ψευδεῖ . ματαίᾳ ] ἀνωφελεῖ . θ ματαίᾳ ] ἀνωφελεῖ , ψευδεῖ : οὐ
6720628 σωφρο
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι ,
6718677 ἀυτω
προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ τάλας δισσῶς ἀυτῶ : τὸ ὦ τάλας δεύτερον βοῶ διὰ τὸ μεγάλα
ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ : τί γάρ ; ἰοὺ ἰού . κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω . ποῦ Κλυταιμήστρα ;
6710642 στροφις
τοῖς κλέπταις καὶ κέντρα προσφέρεσθαι . μιαρός ] κακός . στρόφις : ἀπὸ τοῦ στρόφιγγος ἡ μεταφορά . οἷον εὔστροφος
κἀκεῖσε τὴν γλῶτταν τοῖς λόγοις , στρέφων τὰ πράγματα . στρόφις ἀντὶ τοῦ στρόφιγγος : ἡ μεταφορὰ δὲ οἷον εὔστροφος
6709542 ὠγαθε
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν ,
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι
6708977 ἀποσεισασθαι
ἀδύνατον εἶναι δοκοῦν τοὺς τεθνεῶτας ἀναβιῶναι εὐπρεπέστατα ἡγοῦντο ταύτῃ γοῦν ἀποσείσασθαι τὸ ἐπίκλημα καὶ ἐπὶ σφᾶς αὐτοὺς τὰ δίκαια μεταθεῖναι
τοῦτο δὲ μόνον ἀληθές . ἀπὸ φροντίδος ] ἀποβαλεῖν , ἀποσείσασθαι τοῦ λογισμοῦ . ἄχθος ] μάταιον βάρος . χρὴ
6708378 γινου
ἰδέαν δημιουργεῖς , εἰ μὲν θεατὴς ὢν τυγχάνεις , μιμητὴς γίνου τῆς θέας : ἂν δὲ τὸ εἶδος ἀκοῇ παραλάβῃς
ἐπιβόητος δὲ ὁ μοχθηρὰν ἔχων τὴν φήμην . ἴσθι καὶ γίνου διαφέρει , ὅτι τὸ ἴσθι σημαίνει τὸ γίνωσκε :
6707520 διδασκω
. λαβὼν ] ἀπελθεῖν σε μετὰ τοῦ υἱοῦ σου . διδάσκω ] ἵνα διδάσκω αὐτόν , οὔ , παιδεύω .
δι ' αἰτίων καὶ προτάσεων . πάλιν δ ' οὐδένα διδάσκω λέγει ἀντὶ τοῦ οὐδενὶ ἐντίθημι τὰ δόγματα : οὐ
6704383 ὑπομενω
, ἀλλ ' εἰς ἐγνωσμένον ἀποστέλλεις με θάνατον : πλὴν ὑπομενῶ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον καὶ πειράσομαι φανεὶς ψυχὴν οὐ
γινώσκεις παροῦσαν ] ἐμοί ἀντλήσω ] καρτερήσω † ἀνατλήσω , ὑπομενῶ Διὸς φρόνημα ] † ἤγουν ὁ Ζεὺς περιφραστικῶς λωφήσῃ
6703145 Λιαν
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε :
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν
6702264 τλημον
ἀνταποδίδως ταύτην τὴν τιμωρίαν ; τίνος ἕνεκα τιμωρῇ ; . τλῆμον ] ἄθλιε διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις
πέσῃ . ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ ' ὡς θανουμένη . ὦ τλῆμον , οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου . ἅπαξ ἔτ '
6701360 ἀπαταν
' ἑαυτοῦ Βελλεροφόντης . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δουλεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων . Κατὰ βοὸς
τὰς ἐνοπλίους ὀρχήσεις , δι ' ὧν ποιοῦντας μεγάλους ψόφους ἀπατᾶν τὸν Κρόνον . φασὶ δ ' αὐτοὺς τὸν Δία
6694453 μεμνης
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ
6683847 ἀδικεις
. ] τὸ λαλεῖν σε ἐν ὕπνῳ τὸ ” Φίλων ἀδικεῖς “ , τοῦτο ἐστὶ τὸ κακόν , ὅτι ἀεὶ
τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν : σὺ τοίνυν ἀδικεῖς τοὺς νόμους ἀγαπῶν τὸν μιαιφόνον . ὁ δέ φησιν
6679072 ἀθυμεις
πλανᾷ καὶ πεπλανημένος φέρῃ κακὸς ] ἀμαθής ὡς ] ὥσπερ ἀθυμεῖς ] δυσχεραίνεις καὶ ὀλιγοψυχεῖς οὐκ ἔχεις ] ἤγουν οὐ
παρ ' ] ἀνδρὸς ? ἆθλα ἀπεστερημένος [ ; λίαν ἀθυμεῖς ] ? , Δηίφοβε . τί γάρ με δεῖ
6677388 πνυω
. . . ἀπινύσσειν : τὸ ἀπινύτως δηλοῦντος . ἔστι πνύω καὶ κατὰ παραγωγὴν πινύω , ἐξ οὗ τὸ πινυτός
ποιπνύεσθαι γίνεται ἀπὸ τοῦ πονῶ πονήσω , καὶ κατὰ συγκοπὴν πνύω , καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ποπνύω , καὶ προσθέσει
6674624 ἐξημβλωκας
δὲ τὸ αἴτιον τοῦ ἐξαμβλοῦν τὰς γυναῖκας ἀμβλώθριον καλεῖται . ἐξήμβλωκας ] ἀτελῆ ἐποίησας . ἐξευρημένην ] ἐπινενοημένην . πρὸς
τοὺς νέους ἀποτίκτειν τὰ κυήματα ἐν τῇ ἑαυτῶν ψυχῇ . ἐξήμβλωκας ] ἡμιτελῆ ἐποίησας . τηλοῦ ] πόρρω : ἤγουν
6674558 ἑψομαι
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη
6672727 σιωπα
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ
6671883 Μηδεποτε
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ
6669379 ἐξαπατην
δ ' εἴρωνα ἔνιοι μυκτῆρα καλοῦσιν , καὶ μυκτηρισμὸν τὴν ἐξαπάτην Μένανδρος . τῆς δὲ ῥινὸς μέρη , τὰ μὲν
χιλιάρχοις γεγονότων . πείθεται τοῖς λόγοις ὁ μάντις οὐδεμίαν δεδοικὼς ἐξαπάτην καὶ τοὺς συνόντας αὐτῷ μεταστῆναι κελεύσας αὐτὸς ἠκολούθει μόνος
6659526 δεσμω
ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος
προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην :
6658725 ἀλωπεκην
τοῖς περὶ Δημοσθένην , καὶ ἐν Θεαιτήτῳ Πλάτωνος . Τὴν ἀλωπεκῆν . τὴν πανουργίαν . Τὴν λῆξιν . τὸν κλῆρον
' ἀγορεύειν . Ἂν ἡ λεοντῆ μὴ ἐξίκηται , τὴν ἀλωπεκῆν πρόσαψον : ἐπὶ τῶν φανερῶς μὲν βλάπτειν μὴ δυναμένων
6656875 στραγγευομαι
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ ,
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα
6655442 Γελοιον
ἐρωτήσαντος , ἐφ ' ὅτῳ γελᾷ , ἐκεῖνος ἔφη , Γελοῖόν μοι εἶναι ἔδοξεν , εἰ σὺ ἀπὸ τοῦ πώγωνος
αὐτοῦ διαλέγεσθαι οὐδὲ πείθειν τὸν παντελῶς μηδὲν εἰδότα . ρκηʹ Γελοῖόν γ ' ἂν Γελοῖον , φησὶ , τὸ σκέμμα
6651564 ζησεις
οἷον εἴ τις ὢν ἐτῶν τριάκοντα δόξειε λέγειν αὐτῷ τινὰ ζήσεις ἔτη πεντήκοντα , οὗτος ζήσει λοιπὰ εἴκοσι , ἵνα
, ἀλλὰ φυγαδείᾳ . τούτων γὰρ ἀσκήσας καταφρονεῖν μακαρίως μὲν ζήσεις , ἀνεκτῶς δὲ ἀποθανῇ : ἐκεῖνα δὲ ζηλῶν ζήσεις
6650063 ἀσυνετος
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται .
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον
6638961 μεθεσθαι
ἐκ ῥίζης μιᾶς ἐκπεφυκότα καὶ βλαστάνοντα : ὃν μήποτε ὑπομείνῃς μεθέσθαι , λήσῃ γὰρ ἅμ ' αὐτῷ καὶ σωρὸν ἀθρόον
ἀγορᾶς ἀδημονῶν καὶ μαινόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους , ἔγνω μηκέτι μεθέσθαι τῆς παρθένου τοῖς συγγενέσιν , ἀλλ ' ὅταν ἐπὶ
6637694 χαζω
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ
6628746 ἀποσυκαζεις
τῶν χαύνων φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ
εἰ ὠμὰ ἢ πέπειρα . καλῶς οὖν ἐπήνεγκε τὸ “ ἀποσυκάζεις πιέζων ” , ἐπεὶ ἀποθλίβει τοὺς συκοφαντουμένους καὶ πιέζει
6628045 ῥυπαριαν
καπνοῦ : τοῦ ἀπὸ αἰθάλης καὶ πυρὸς γενομένου καπνοῦ . ῥυπαρίαν τοῦ μελαίνοντος καπνοῦ : βάρος μίασμα : κεκάπνισαι .
δοκοῦσιν , οὐ χρωμένους δὲ τούτοις δι ' ἀνελευθερίαν καὶ ῥυπαρίαν ; ἀλλ ' ὥσπερ ὁ Πρίαμος οὐδ ' ἔτλη
6625476 ἀλογιστως
ὑπὸ ταύτης χορηγεῖσθαι : κρεῖττον εἶναι νομίζει εὐλογίστως ἀτυχεῖν ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν : βέλτιον γὰρ ἐν ταῖς πράξεσι τὸ καλῶς
. Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους . Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν . Ζῆσον μετρήσας τὸν βίον πρὸς
6625100 γενναιε
ἐτῶν οὖσα τέξεται „ ; μὴ μέντοι νομίσῃς , ὦ γενναῖε , τὸ ” εἰπεῖν ” οὐχὶ τῷ στόματι ,
ἕκαστον βραβευόμενον ἐπαινετῶς ἐξορθοῦσθαι πέφυκεν . Ἔπειτ ' , ὦ γενναῖε , μὴ νομίσῃς ἀλυσιτελὲς ἐπίκαιρον εἶναι τυραννίδα . οὐδὲ
6623911 ἐννοεις
τὸν Πλάτωνα καὶ ἐπερωτῆσαι : τοῦ δ ' εἰπόντος : ἐννοεῖς , ὡς πάντηι τὸ βάρβαρον ἀμαθές [ ] ,
οὔ ; Ὅταν δὲ οἰκεῖόν τινι ἡμῶν κῆδος γένηται , ἐννοεῖς αὖ ὅτι ἐπὶ τῷ ἐναντίῳ καλλωπιζόμεθα , ἂν δυνώμεθα
6622322 ὀργιλως
, καὶ οἱονεὶ σχών , ἀκαμπῆ ψυχήν , ἐπικότως καὶ ὀργίλως δάμναται καὶ δαμάζει τὴν οὐρανίαν γένναν : οὐδὲ παυθήσεται
, ἤτοι τοῖς ὁδοιπόροις θάνατον προσπελάσσει καὶ ἐμβάλλει , ἄγαν ὀργίλως θυμουμένη . * ἄιδα : θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ
6617196 σκαιοτατον
ἐπὶ τοιαύτας ὁρμῆσαι τροφάς . πάντων δ ' ἂν εἴη σκαιότατον τὸ παιδὸς ἰδίου σάρκας ἐσθίειν : σύντομον γὰρ ὄλεθρον
“ ἐπιλήσμη ” φησί , Κρατῖνος “ ἐπιλῆσμον ” . σκαιότατον ] ἀπαίδευτον . ἀπογαρολοῦμαι : ὑπερβατόν . ἀπολοῦμαι γάρ
6614775 δολερως
ἐνέδρας , οὐ θαρρῶν ἄντικρυς ἐπιχειρεῖν , βουλεύῃ καὶ μηχανᾶται δολερῶς τὸν φόνον : ἐναγὴς γὰρ καὶ οὗτος εἰ καὶ
με δηλονότι ἀπατᾶι , σημεῖον ἀληθέστατον ἔχω . δολώσαντος ] δολερῶς ἀπατήσαντος . θεοῦ ] τινός . πότερα ] ποῖόν
6609413 ὑγιαινων
ἔστιν ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος , ὅτι ὡς ὁ ὑγιαίνων ἢ εὐεκτῶν οὐκ ἂν δεηθῇ εἰδέναι ἰατρικὴν πρὸς τὸ
ὀλίγον ἔμπροσθεν . οὕτως ἀποκρινῇ ; Τίς γὰρ ἀποκρινόμενος ἄλλως ὑγιαίνων ἄν ποτε φανείη ; Σχεδὸν οὐδ ' ὁστισοῦν :
6607739 ἐληλυθας
τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν : σὺ δέ μοι ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον
πῶς τί ποτ ' ἐφλυάρησα τὰ ἐπελθόντα μοι ; φθονῶν ἐλήλυθας , τεταπεινωμένος , ὅτι σοι ἐξ οἴκου φέρεται οὐδέν
6603051 ἀφρονως
τοτὲ δὲ κώπαις προσκομιζόμενος . εἰ δέ τις ὑπολαμβάνει ὡς ἀφρόνως ἔπλει δώδεκα τριήρεις ἔχων ἐπὶ πολλὰς ναῦς κεκτημένους ,
, τουτέστι καὶ τὸν Ἀπόλλωνα παρακούσας καὶ τῆς γυναικὸς ἡττηθεὶς ἀφρόνως , ἐγείνατο μὲν θάνατον αὑτῷ τὸν Οἰδίποδα . ποιεῖ
6601564 διημαρτηκως
, πονηρὸς δὲ ἄνθρωπος . οὗτος πάμπολυ τῆς ἐμῆς γνώμης διημαρτηκὼς ᾤετο χαριεῖσθαί μοι , εἰ καινήν τινα κόλασιν ἐπινοήσειεν
θαυμάζηται . ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδέας ὅλης . . . διημαρτηκὼς ] ἰστέον ὅτι εἰ καὶ δεῖ ψεύδεσθαι ἐν τοῖς
6595124 ἀνους
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων
6594993 κλεπτω
βλεπόντων ] οἷον ὁρώντων ὅτι κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας
καὶ ἀνέδην , τὸ μὴ ἐφεκτικῶς τι πράττειν , ὡς κλέπτω κλέβδην . Μεθόδιος . , . , . .
6594558 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
6584878 σπευδε
ἔσῃ ποτέ . Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν . Μὴ σπεῦδε πλουτῶν , μὴ ταχὺς πένης γένῃ . Μέγ '
μὴ ἐπείγου ὥσπερ ὑπὸ φλογὸς καιόμενος . παροιμία : μὴ σπεῦδε , οὐ γὰρ ἐπὶ πυρὸς βέβηκας . μὴ σπεῦδ
6584758 δεδοικεν
πορεύσομαι δὴ εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς κληρονομίας ἡμῶν , ἀλλὰ δέδοικεν ἡ ψυχή μου , ὅτι χωρίζῃ ἀπ ' ἐμοῦ
νόμον βαίνειν ἐπιχειρεῖ καὶ παιδοσπορεῖν , καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν οὐδ ' αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων : ὁ
6582396 ἀδυνασια
μαλακία , ἀμβλύτης , βραδυτής , μελλησμός , ἀδυναμία , ἀδυνασία , ἀσθένεια , ἀργία , ἀρρωστία , ὄκνος ,
Ἀ . . . , ἀδυναμία ἐρεῖς ὡς Δημοσθένης καὶ ἀδυνασία ὡς Ἀ . καὶ Θουκυδίδης [ , . ,
6580945 καταιγις
ἀναπηδῶν ἐμπίπτων , ῥύμῃ φερόμενος , στρόβιλος , ἄνεμος , καταιγίς , χειμάρρους , ἀκατάστατος , ἀναρριπίζων τὸν δῆμον ,
βίαιος , σκληρός , δύσφορος , τυφών , πρηστήρ , καταιγίς , στρόβιλος . ἄνεμος ἐξώστης , ἐξωθῶν , ὑποφέρων
6580190 θυρασιν
κατάδηλόν ἐστιν , εἴ γε χρὴ τεκμήρασθαι τοῖς παροῦσιν . θύρασιν ] ἀντὶ τοῦ “ ἐξ ἑτοίμου ” . #
πρᾶγμ ' ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον ἥκει : ἑσμὸς γυναικῶν οὑτοσὶ θύρασιν αὖ βοηθεῖ . Τί βδύλλεθ ' ἡμᾶς ; Οὔ
6579975 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
6579608 εἰσορωσα
ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην ἐν τῷ γάμῳ τοῦ Διός
ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' ἔχων
6579522 εὑδω
ἐν ταύτῃ , ἔξωθεν κλίνονται , μύω καμμύω ἐκάμμυον , εὕδω καθεύδω ἐκάθευδον : τὸ δὲ ἤθελον ἤμελλον καὶ τὰ
ἡ μυοκτόνος μήτηρ , ἀλλ ' ἡσυχάζω καὶ πρὸς ἑστίην εὕδω : σὺ δ ' ἄρτι πως ὠνητός , ὡς
6576803 κακονους
εἰ μὲν μὴ ἔνοχος ὢν ταῖς μελλούσαις ἀποφάσεσιν ἀναβαίνει , κακόνους ἐστὶ τῇ πολιτείᾳ , καὶ τοὺς ἐπὶ τῷ δήμῳ
ταχίστην ἀπαλλάττεσθαι , τὸν δὲ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ πάλαι κακόνους πόλεμον φύσει προσειρῆσθαι , καὶ μὴ καιρῶν εἶναι ταῦτα
6576789 ἀλοιαν
τὸ ἀλιτῶ ἀλιτός . ἢ ὁ ἀνδροφόνος : παρὰ τὸ ἀλοιᾶν , τὸ τύπτειν , ἔνθεν καὶ πατραλοίας . .
δὲ προπαροξυτόνως τὸ κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς
6576732 θυμουσθαι
καλὸν μὲν εἶναι τὸ χρῆμά φημι καὶ ὑπάρχων πρεσβύτης οἶδα θυμοῦσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν , οὐ μὴν ἐπαινῶ γε θυμὸν ἔξω
πυργοῦσιν αἱ κακαί τε συμφοραί . τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών : μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν : ἀλλ '
6574286 ἀποκλειειν
μηδέν : μὴ πυρὸς δεηθέντι φθονεῖν : μὴ νάματα ὑδάτων ἀποκλείειν : ἀλλὰ καὶ πτωχοῖς καὶ πηροῖς τροφὴν ἐρανίζουσι πρὸς
δεῖ τὸν μὲν ἐπιμελόμενον ἀσμένως ὑποδέχεσθαι , τὸν δὲ τρυφῶντα ἀποκλείειν , καὶ ἀρρωστήσαντός γε φίλου φροντιστικῶς ἐπισκέψασθαι καὶ καλόν
6573085 τεθνηκα
εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον :
, τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ
6571323 κωλυσεις
εἰ μέλλεις ἀφαιρεῖσθαι ἡμῶν δηλονότι τὸ βρεκεκέξ . . εἰ κωλύσεις ἡμᾶς τοῦ βοᾶν . . 〚 οἰμώζετ ' ,
μὴ ἐμφαίνει τοῦτο Ἡσίοδος . Εἶτα φησίν : εἰ γὰρ κωλύσεις με , οὐ βοηθήσει σοι ὁ Ἄρης ὁ σὸς
6569232 ἀσκει
ζηλοῖ τὸν οὐδενὸς δεόμενον ὁ τῶν ὀλίγων ἀναγκαίως δεόμενος . ἄσκει μέγας μὲν εἶναι παρὰ θεῷ , παρὰ δὲ ἀνθρώποις
ἐνοχλῶν , ἐλαύνων μᾶλλον ἢ καὶ τὴν ψῆφον παρακαλῶν . ἄσκει δὲ αὐτὸ θεώμενος τοὺς ἐν τοῖς ἀληθινοῖς πράγμασιν ὁτιοῦν
6559709 δολουν
παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , δολοῦν , τεχνάζειν , ψεύδεσθαι , καταπεπλάσθαι , καπηλεύειν ,
παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν , κλέπτειν , παρατρέπειν , σκευωρεῖσθαι . ἀλλὰ καὶ
6555398 ἀκακως
ἂν τὴν ναῦν ἀποστείλω . ὁ δὲ ῥᾳδίως μοι καὶ ἀκάκως ἀποκρίνεται : οὐδὲν κωλύει , ἔφη : ἀλλ '
, ὑπούλως , ἐπισκίως , τοῦ δ ' ἁπλῶς , ἀκάκως , ἀπλάστως , ἐκφανῶς , ἐλευθέρως , εὐθυρρημόνως ,
6554082 ὀργιζεται
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει

Back