. . . . ἦν δὲ καὶ ἄλλο εἶδος τῶν Συμβόλων τοιοῦτον , ζυγὸν μὴ ὑπερβαίνειν , τουτέστι μὴ πλεονεκτεῖν
∠ ʹʹδʹʹ μζʹ γοʹʹ Δανδάκη ξʹ ∠ ʹʹδʹʹ μζʹ γʹʹ Συμβόλων λιμήν ξαʹ μζʹ δʹʹ Παρθένιον ἄκρον ξʹ γοʹʹ μζʹ
5224082 σπαρτη
δὲ λέλυνται . εἰς δὲ κύρτων πλοκὴν ἔτι χρησιμώτερον ἡ σπάρτη : εἰ δὲ μὴ , ἔστω λύγος , κλάδος
ὡς ἐπὶ τεκτονικῆς καὶ οἰκοδομικῆς ἡ κάθετός ἐστι καὶ ἡ σπάρτη καὶ τὸ ὀρθογώνιον τρίγωνον , ὃ ἀλφάδιον παρὰ τοῖς
5068542 Κελαιναις
τῇ Κύρου , ἔστι δὲ καὶ μεγάλου βασιλέως βασίλεια ἐν Κελαιναῖς ἔρυμνα ἐπὶ ταῖς πηγαῖς τοῦ Μαρσύου ποταμοῦ ὑπὸ τῇ
ἐν Τρωικοῖς σύριγγα μέν φησιν εὑρεῖν Μαρσύαν καὶ αὐλὸν ἐν Κελαιναῖς , τῶν πρότερον ἑνὶ καλάμωι συριζόντων . Εὐφορίων δ
4934773 γραμμαις
Γάδειρα καὶ τὸ στόμα τοῦ Νείλου , λοξὸν ἐν ταῖς γραμμαῖς , ὅ ἐστι ταῖς διατυπώσεσιν , ὡς κολποῦσθαι καὶ
λεγόμενον ἢ ἰδίᾳ πως καθ ' ἕκαστον , οἷον ἀριθμοῖς γραμμαῖς , ζῴοις φυτοῖς : τέλεος δ ' ἡ ἐξ
4923386 ταγμα
στρατός , στρατιωτικόν , στράτευμα , στρατόπεδον , σύνταγμα , τάγμα , δύναμις . τάχα δέ που καὶ οἱ πεζέταιροι
τούτων ἡγούμενος ταξιάρχης . ὅπου δὲ ἐξ ἑκατὸν γίγνεται τὸ τάγμα , ἑκατοντάρχης ὁ τούτου αὖ ἡγεμὼν ὀνομάζεται . αἱ
4917076 νευον
εὔσαρκον , δολιχεῦον τὸ οὐραῖον , λάμπει τὸ πρόσωπον , νεῦον τὸ ἐπισκύνιον , ὀδόντες λευκοὶ καὶ καθαρώτατοι , σκελῶν
, ὃ δὴ κερκὶς καλεῖται , πεφυκὸς ἐντὸς παραρθρεῖ μόνον νεῦον ἢ πρὸς πλευρὰς ἢ εἰς τὸ ἐκτὸς μέρος .
4871426 ὀνομαζομενον
' ἡντινοῦν ἐπετελέσατο , τάφον δ ' αὑτῷ κατεσκεύασε τὸν ὀνομαζόμενον λαβύρινθον , οὐχ οὕτω κατὰ τὸ μέγεθος τῶν ἔργων
Κατορύσσουσι δὲ κατ ' ἐνιαυτὸν γραῦν κατάκριτον , παρὰ τὸν ὀνομαζόμενον λόφον Θηρόγονον : ἅμα γὰρ τὴν πρεσβῦτιν ἑρπετῶν πλῆθος
4851662 καλουμενον
Ῥωμαίων περὶ τρισκαίδεκα μυριάδας . καὶ εἰς χωρίον τι Σιγνούριον καλούμενον Ῥωμαίων ἀπεστάλη στρατιά , διὰ φυλακῆς ἕξουσα τὸ φρούριον
τῶν εἰδῶν ὑποϲτάθμην ἅπαϲαν τροχίϲκουϲ πλάϲαντεϲ καὶ ξηράναντεϲ ἔχουϲι τὸ καλούμενον κροκόμαγμα . Εἴρηται μὲν διὰ τὸ ἐν Αἰγύπτῳ εὑρῆϲθαι
4693854 Γλωσσαις
καὶ Φιλωνίδης ἐν Κοθόρνοις . Κλείταρχος δ ' ἐν ταῖς Γλώσσαις λοφνίδα φησὶ καλεῖν Ῥοδίους τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς
φαγόντες ἢ πιόντες τι . Πάμφιλος δ ' ἐν ταῖς Γλώσσαις Ῥωμαίους φησὶν αὐτὸ κίτρον καλεῖν . ἑξῆς δὲ τοῖς
4653814 τρωικου
ὥς φησι Δημήτριος ὁ Σκήψιος ἐν ἕκτῳ καὶ εἰκοστῷ τοῦ τρωικοῦ διακόσμου . . . : . ὁ δὲ Σκήψιος
: Δημήτριος δ ' ὁ Σκήψιος ἐν τῷ δωδεκάτῳ τοῦ τρωικοῦ διακόσμου ‚ παρ ' Ἀντιόχῳ ‚ φησί τῷ βασιλεῖ
4525192 προκελευσματικον
τὰ κῶλα ἀναπαιστικὰ δίμετρα ἀκατάληκτα βʹ : τὸ βʹ δὲ προκελευσματικὸν ἔχει τὸν γʹ πόδα . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος
δὲ καὶ δακτυλικὸν δοκεῖ πενθημιμε - ρές . Τὸ ιγʹ προκελευσματικὸν δίμετρον καταληκτικόν . ἐχρήσατο δὲ προκελευσματικῷ ἐνταῦθα , ὃς
4523713 ζητα
ἔχοντας καὶ κινδύνους : τοῦ δέλτα ψῆφον φέρομεν , τοῦ ζῆτα καὶ τοῦ κάππα , μὲ τούτου καὶ τὸ τέταρτον
τοῦ φεῖ καὶ τοῦ ψεῖ καὶ τοῦ σῖγμα καὶ τοῦ ζῆτα , ὅτι πνευματώδη τὰ γράμματα , πάντα τὰ τοιαῦτα
4482706 Οὐριου
Βορυσθένους ποταμοῦ τοῦ καὶ Δανάπρεως καλουμένου ἕως τοῦ ἱεροῦ Διὸς Οὐρίου στάδιοι ͵εχʹ , μίλια ψμϚʹ , Ϙʹ Ϛʹ .
τοῦ Πόντου περίπλους . Βιθυνίας περίπλους ἀπὸ τοῦ Ἱεροῦ Διὸς Οὐρίου . Παφλαγονίας περίπλους . Πόντων τῶν δύο περίπλους .
4472213 Ἱερον
ἑορταστικαί . Ἱερομνήμονες . οἱ εἰς Πυλαίαν ἐκπεμπόμενοι γραμματεῖς . Ἱερὸν ἡ συμβουλή . ἐπὶ τῶν δεινῶν συμβουλεύειν . Ἱερόν
οἱ προειρημένοι περὶ τῆς Ἀσίας διαλέγονται . Ἔστι καὶ ἄλλο Ἱερὸν ὄρος Θρᾴκης . , : Τῶν νυμφῶν αἱ μέν
4466255 περιελιξας
, ἀναφυρήσας τοῦτο , ἐς εἴριον μαλθακὸν καθαρὸν περὶ πτερὸν περιελίξας ῥάκεα , καὶ καταλαβὼν προστιθέναι , ἐς λευκὸν ἄλειφα
, μῆκος δὲ ἓξ δακτύλων , χρίσας τῷ φαρμάκῳ , περιελίξας τῷ εἰρίῳ , τὸ φάρμακον ἀνασπογγίσας , τὸ ἔσχατον
4453880 Ὁμηρικωτερον
τῆς λεγομένης τριπόλεως Δωρίδος . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον καὶ Ὁμηρικώτερον . τριχθά τριχῶς : “ τριχθάδε πάντα δέδασται .
ἐγὼ , τὸ ἔφην : ἔστι δ ' ὅτε καὶ Ὁμηρικώτερον τῷ ἦ χρῆσθαι , ἀντὶ τοῦ ἔφη , ὡς
4446386 ξυλινον
ἀπέντας . Τοὺς ὦν δὴ τὰς νέας λέγοντας εἶναι τὸ ξύλινον τεῖχος ἔσφαλλε τὰ δύο τὰ τελευταῖα ῥηθέντα ὑπὸ τῆς
πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν , τὸ σὲ
4438867 κανονιον
ἐν τῷ γʹ καὶ δʹ σελιδίῳ κατὰ τὸ τῶν προσνεύσεων κανόνιον . ἐὰν μὲν οὖν βορειότερον ᾖ τὸ κέντρον τῆς
τῶν τῆς διαμέτρου δωδεκάτων εἰσενεχθέντων εἰς τὸ ἐπὶ πᾶσι βραχὺ κανόνιον καὶ τὰ ιβʹ τῶν ὅλων ἐμβαδῶν εὑρήσομεν ἐκ τῶν
4422612 ἰδικως
δὲ καὶ ἀλεκτορίδας τοὺς ἄρρενας . ὄρνιθας δέ φαμεν τὰς ἰδικῶς οὕτω καλουμένας . ὡς Μένανδρος : ἀλεκτρυών τις ἐκεκράγει
γενικῶς διπλοῦς καλεῖται , καλῶς ἂν εἶπεν , εἰ δὲ ἰδικῶς , διπλοῖ εἰσι μόνον οἱ ἓν πρόσωπον ἔχοντες ἐπὶ
4399423 ἀπεχον
τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐν τῷ παρακειμένῳ τόπῳ κατεστρατοπέδευσεν , ἀπέχον τῆς πόλεως σταδίους δώδεκα . μετὰ δὲ ταῦτα Ἰμίλκων
Φαληρῷ θάλασσα , ὡσαύτως δὲ καὶ Μυλασεῦσιν ἐπίνειον σταδίους ὀγδοήκοντα ἀπέχον ἐστὶν ἀπὸ τῆς πόλεως : Μαντινεῦσι δὲ ἐκ μακροτάτων
4398357 ἀκρωτηριον
λιμένα ἔχει . Ἀπὸ Ματάλης εἰς Σουλίαν στάδιοι ξεʹ : ἀκρωτήριόν ἐστιν ἀνέχον πρὸς μεσημβρίαν : λιμήν ἐστι : καλὸν
. Ἀπὸ τοῦ Ἡρακλείου εἰς τὸ Δρέπανον στάδιοι ζʹ : ἀκρωτήριόν ἐστιν ὑψηλὸν τοῦ Ἡρακλείου , ἔχον θῖνα ἄμμου λευκῆς
4390518 σκανδαληθρα
οὕτως : ἡ μὲν λέξις πεποίηται παρὰ τὸ ἱστάναι τὰ σκανδάληθρα , τουτέστι τὰ πέτευρα τῶν παγίδων , ἀπὸ τοῦ
ἱστὰς ἐπῶν ” , ἤτοι ἐρείσματα καὶ πανουργήματα λόγων . σκανδάληθρα δὲ λέγεται τὰ ἐν ταῖς παγίσιν ἐπικαμπῆ ξύλα ,
4380673 περικλυστος
, διέχουσα τῆς γῆς σταδίους εἴκοσιν . ἔστι δὲ πέτρα περίκλυστος ὅσον ἑπτὰ τὸν κύκλον σταδίων , πλήρης κατοικίας :
στηλῶν ἐπὶ τὸν βόρειον ὠκεανόν . οὕτως ἐστὶν ἡ Ἰβηρία περίκλυστος , ὅτι μὴ τῇ Πυρήνῃ μόνῃ , μεγίστῳ τῶν
4376932 ποταμιον
⋖ α ὁμοίωϲ πινομένη . φαϲὶν δέ τινεϲ καὶ καρκίνον ποτάμιον χυλιϲθέντα μετὰ γάλακτοϲ , καὶ προϲλαβόντα ϲελίνου ϲπέρμα ,
ἐν τοῖς σκήπτροις ἀνωτέρῳ μὲν πελαργὸν τυποῦσι , κατωτέρω δὲ ποτάμιον ἵππον , δηλοῦντες ὡς ὑποτέτακται ἡ βία τῇ δικαιοπραγίᾳ
4346882 Ἡρακλειᾳ
μετ ' ἀσφαλείας διαλῦσαι τὸ μέλλον . Παραπλησίως δὲ ἐν Ἡρακλείᾳ τῇ ἐν τῷ Πόντῳ , οὔσης δημοκρατίας καὶ ἐπιβουλευόντων
ἐραστήν φησι γενέσθαι Τάλων . Διότιμος δ ' ἐν τῇ Ἡρακλείᾳ Εὐρυσθέα φησὶν Ἡρακλέους γενέσθαι παιδικά , διόπερ καὶ τοὺς
4307844 δυτικωτερον
Σήμυλλα τὸ τῆς Ἰνδικῆς ἐμπόριον μὴ μόνον τοῦ Μαρέως ἀκρωτηρίου δυτικώτερον ὑπ ' αὐτοῦ τεθειμένον , ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἰνδοῦ
διαστήμασιν ἀναλόγως , οἷον ἐν μὲν τῷ ἐννάτῳ ἐπὶ νότον δυτικώτερον , ἐν δὲ τῷ ηʹ πρὸς δυσμὰς νοτιώτερον ,
4305990 ῥειθρον
ὁρμῆσαν τὸ τῆς λίμνης ὕδωρ ἐμβάλλοι εἰς τὸ τοῦ Πηνειοῦ ῥεῖθρον , καὶ τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαι καὶ
πλάγια μᾶλλον διδόναι τοῖς ὕδασιν ἢ ἀναθλίβειν κατὰ τὸ ἀρχαῖον ῥεῖθρον εἰς τὴν κρήνην : νοτίζεσθαι δ ' ἀναγκαῖον ἐπικλύσαντος
4293298 Φρυγιον
δὲ παρθένοι κόμας ἔ - θεντο σύγγονοι νεκρῶν Σκαμάνδριον ἀμφὶ Φρύγιον οἶδμα . βοὰν βοὰν δ ' Ἑλλὰς αἶ '
. Εὔπολις ἐν Μαρικᾷ ” πότερ ' ἦν τὸ τάριχος Φρύγιον ἢ Γαδειρικόν ; ” Γάδρα , πόλις Παλαιστίνης .
4292285 Ἀμφιαρεῳ
λεαίνειν , ἐρείκειν κατερείκειν : Ἀριστοφάνης γὰρ ἐν μὲν τῷ Ἀμφιάρεῳ φησὶν ἔπειτ ' ἔρειξεν ὡς ἐπιβαλοῦς ' ὁμοῦ πίσοις
καὶ σοφίας προστάττουσι πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . τούτῳ ] τῷ Ἀμφιάρεῳ . σοφούς ] φρονίμους . κἀγαθοὺς ] καλούς .
4288153 ἐπιβοιον
, Φερεκράτης δ ' ἐν Ἐπιλήσμοσιν . . . . ἐπίβοιον : Λυκοῦργος ἐν τῶι Περὶ τῆς ἱερείας . Φιλόχορος
καὶ τῆι Πανδρόσωι θύειν ὄιν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον . ὁμοίως καὶ Στάφυλος ἐν α τῶν Περὶ Ἀθηνῶν
4276552 μονοστροφου
ἀποθέσεσι καὶ τῷ τέλει παράγραφος . ταῦτά ἐστι τὰ τῆς μονοστρόφου στροφῆς κῶλα . θρέομαι φοβερὰ μεγάλα τ ' ἄχη
τὰ κατὰ σχέσιν στροφῶν ἕξ . ἔστι δὲ τῆς παρούσης μονοστρόφου στροφῆς τὰ κῶλα ἀναπαιστικὰ ξδʹ , ὧν τὰ μέν
4274612 Ἰταλικον
ζημίας ἐπιδημῶν ἴσα τοῖς πολίταις . Ἰσχυρικώτερον Πλάτων Θεαιτήτῳ . Ἰταλικόν Πλάτων Γοργίᾳ . Ἰών καὶ ἰέναι καὶ ἐπὶ τῶν
: τὸ ἐθνικὸν Ἀβολλαῖος . . . ἀβοριγῖνες : ἔθνος Ἰταλικόν . οὐκ ἀπὸ τῆς Ἀβοριγῖνος εὐθείας , ὡς Λεοντῖνος
4273394 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
4270470 ἀρωματικον
ἀλυπία ὀνομαζομένη . δαύκου κρητικοῦ ἤτοι ἀγρίου δαύκου . δάκρυον ἀρωματικὸν ἤτοι ἐφόρβιον . διφρυγὲς ἤτοι σύρικα τὴν κολοφωνίαν .
κρεῖττον δὲ γράφειν αὐτὸ διὰ τοῦ ι . σημαίνει δὲ ἀρωματικὸν φυτόν : οὕτως οὖν καὶ Βούσιρις διὰ τοῦ ι
4267490 στοιχειν
ἓν κείμενα . Ἐπεὶ δὲ συνέβη ζυγεῖν μέν , οὐ στοιχεῖν δέ , τοῦτο ἡμῶν φροντιζόντων , στοιχεῖν λέγεται εἴ
αὐτὸς νόμους θέμενος , ὥστε φανερῶς συγγίνεσθαι αὐταῖς καὶ μιᾷ στοιχεῖν , καὶ σχεδὸν εὑρὼν τὰς δύο φύσεις , τοῦ
4266198 Ἀττικον
τὴν κομψότητα τῆς λέξεως Γοργίου τοῦ ῥήτορος . ἧ . Ἀττικὸν τοῦτο , ἀπὸ τοῦ ἔα συνῃρημένον : σημαίνει δὲ
ὥσπερ [ τι μέλος προνόμιον πρὸ τῆς ἀγωνίας αὐτῆς | Ἀττικὸν ὑμῖν ἀποτείνω διήγημα . ἦν χρόνος , ὅτε Ἀθηναῖοι
4262454 Πυρηνῃ
. οὕτως ἐστὶν ἡ Ἰβηρία περίκλυστος , ὅτι μὴ τῇ Πυρήνῃ μόνῃ , μεγίστῳ τῶν Εὐρωπαίων ὀρῶν καὶ ἰθυτάτῳ σχεδὸν
τῷ Κεμμένῳ ὄρει καὶ τὰ ὑπ ' αὐτῇ κείμενα τῇ Πυρήνῃ : τὸ μέντοι πλέον τἀντεῦθεν εὐδοκιμεῖ . ἐν δὲ
4245089 οὐρηθρᾳ
οὐρῶμεν : γίνεται δὲ οὕτω διὰ παράλυσιν μυὸς ἐν τῇ οὐρήθρᾳ καὶ δεῖ τοῖς πρὸς παράλυσιν βοηθήμασι χρῆσθαι , τουτέστι
καὶ πρὸς τὴν χρείαν τότε ἡ πάπυρος περιγλύφεται ἀναλόγως τῇ οὐρήθρᾳ , εἶτ ' εἰς τὸν οὐρητικὸν πόρον ἐντίθεται .
4236813 χορδαις
. ἦν γὰρ δή τινα καὶ χωρὶς τῶν ἐμφυσωμένων καὶ χορδαῖς διειλημμένων ψόφου μόνον ποιητικά , ὡς τὰ κρέμβαλα .
τὰς δὲ Νηίστας ὀνομασθῆναί φασιν ἐπὶ τῷδε . ἐν ταῖς χορδαῖς νήτην καλοῦσι τὴν ἐσχάτην : ταύτην οὖν τὴν χορδὴν
4235868 σταφυλωματος
σταφυλῆς καὶ διὰ τοῦτο τὸ τοιοῦτον πάθος ἀνεδέξατο τὴν τοῦ σταφυλώματος ὀνομασίαν . Περὶ μήλου . Καὶ τὸ καλούμενον μῆλον
ἁπάσαις . Περὶ ἥλου . Καὶ ὁ ἧλος εἶδός ἐστι σταφυλώματος : γίνεται δὲ ὁ ἧλος , ὅταν χρονίσαν τὸ
4229855 τονιον
: τῆς γὰρ αὐτῆς οὔσης συμπηγίας , εἶχεν ἐκεῖνο τὸ τόνιον κατὰ τὰς ἐκθέτους τοῦ ἄξονος ἀποτορνώσεις χαλκῶν δρακόντων ἐμπλοκάς
τοῦ αὐτοῦ ὀργάνου οἱ κατ ' ἀνάτασιν καταρτισμοί . τὸ τόνιον ἄνω ὑπὲρ κεφαλῆς ὑπερμετατίθεται , καὶ τότε τὸ σφηνοειδὲς
4227269 περιηγητης
Δῆμός ἐστι τῆς Λεοντίδος Πήληκες , ὥς φησι Διόδωρος ὁ περιηγητής . : Ἕρμος , δῆμος ἐστὶ τῆς Ἀττικῆς ,
. δῆμός ἐστι τῆς Λεοντίδος , ὡς Δ . ὁ περιηγητής φησιν . : Λευκόνοιον δῆμος τῆς Λεοντίδος , ὡς
4223629 ζωυφιον
. Ψύλλιός ἐστι βοτάνη πᾶσι γνωστή . Ψύλλος θαλάσσιος μικρὸν ζωύφιον ὃ χρῶνται οἱ ἁλιεῖς παρὰ τοὺς αἰγιαλούς : Ψάρος
ἡ παρ ' ἡμῖν λεγομένη ψυχή . ἔστι δὲ αὕτη ζωύφιον ᾗ φασιν ἐμφερῆ τὸν κρανοκολάπτην . Σώστρατος δέ φησι
4203291 προσλαμβανομενον
ᾖ καὶ ἡ τοῦ ἐπιφωνήματος φύσις φανερά . τὸ δὲ προσλαμβανόμενον ἔξωθεν τετολμῆσθαι δεῖ ἀσφαλῶς : διὰ τοῦτο γάρτοι καὶ
τοῦ δὲ τετμημένου τὸ μὲν ἕτερον τῶν περάτων κατὰ τὸν προσλαμβανόμενον , τὸ δὲ ἕτερον κατὰ τὴν νήτην τῶν ὑπερβολαίων
4202878 σανις
: ὃ ἔστιν ἐπερείδεσθαι : καὶ πλεονασμῶ τοῦ ρ : σανίς : οἷον , τανὺς παρὰ τὸ τάσσεσθαι : τὸ
μίαν συλλαβὴν κοινολεκτούμενα ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον , κρηπίς ῥανίς σανίς βολίς θυρίς ἁψίς . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ κατάκλεις
4200018 ὁμαλον
τοῦ ἄγχι , ὃ σημαίνει τὸ ἐγγύς , καὶ τὸ ὁμαλόν γέγονεν ἀγχώμαλον . . . . ἀγυιά : τὰ
ἐπὶ τοῦ τόπου . Θουκυδίδης : καὶ προελθόντες ἐς τὸ ὁμαλόν καὶ πάλιν : ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι
4198731 Βραθυ
τὸ Κάσσιον καὶ τὸν Λίβανον καὶ τὸν Ἀντιλίβανον καὶ τὸ Βραθύ . ἐκ τούτων ἐγεννήθησαν Σαμημροῦμος , ὁ καὶ Ὑψουράνιος
, καὶ τὸν Λίβανον καὶ τὸν Ἀντιλίβανον , καὶ τὸ Βραθύ . Ἐκ τούτων , φησὶν , ἐγεννήθησαν Μημροῦμος καὶ
4196201 ὑποδημα
ἐκ τοῦ συνέχειν τὸν πόδα . οἱ δὲ κονίποδες λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν : καὶ τὸ κάττυμα κοῦφον , ὡς ἐγγὺς
γ , οἰκία , ἐφ ' οὗ τὸ β , ὑπόδημα , ἐφ ' οὗ τὸ δ : ἐπεὶ τοίνυν
4179230 κηπαιου
, σικύου πέπονος τὸ περικείμενον τῇ σαρκὶ δέρμα ἢ στρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Ῥευματιζομένου δὲ τοῦ βρέφους
, ϲικύου πέπονοϲ τὸ περικείμενον τῇ ϲαρκὶ δέρμα ἢ ϲτρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Τοὺϲ νηπίουϲ καὶ ἀπὸ
4173376 μιλια
εἰς Αἰγινήτην , πολίχνιον καὶ ποταμὸν , στάδια ρκʹ , μίλια ιϚʹ . Ἀπὸ δὲ Αἰγινήτου εἰς Κίμωλιν κώμην ,
Ἀπὸ δὲ Σαγγαρίου ποταμοῦ εἰς Ὕπιον ποταμὸν στάδια ρπʹ , μίλια κδʹ . Οὗτος ὁ ποταμὸς ἔχει ἐφ ' αὑτῷ
4171367 ἀγυιευς
ὑπαιθρίας οὔσης . ἀγυιεῦ ] ἐν ταῖς ὁδοῖς ἱστάμενος . ἀγυιεὺς κίων εἰς . . . ἀμφοῖν . ἔστι δὲ
' ἀμερῶν μόχθων καὶ δανοτῆτος † ἀνηλόκισμαι λάμπει δ ' ἀγυιεὺς βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμούς , βαρβάρους εὐοσμίας Πόσειδον
4167813 ρκηʹ
ξδʹ , ὅς ἐστι τετράγωνος ἅμα καὶ κύβος : εἶτα ρκηʹ : μεθ ' ὃν σνϚʹ , ὅς ἐστι τετράγωνος
τῶν σνηʹ λόγῳ πρὸς τὰ σνϚʹ , ὅς ἐστιν ἐπὶ ρκηʹ . Τὴν δὲ βραχεῖαν οὕτω παραλλαγὴν δυνατὸν εἶναι κρῖναι
4164864 σχηματισαντες
τῆς χειρουργίας δὲ τὸν καθ ' ὑποδορὰν τρόπον ἐκθήσομαι : σχηματίσαντες τὸν κάμνοντα λίνῳ πάχος ἔχοντι ἱκανὸν ἢ ῥάμματι εὐρώστῳ
τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες : ὃ γὰρ ἡμεῖς ῥῆμα προστακτικῶς σχηματίσαντες ἐκφέρομεν , κάλει , τοῦτ ' ἐκεῖνοι λέγουσι κάλα
4158157 Λυδιου
γὰρ ταῦτα ἱκανὰ ἀνδρὸς σώφρονος ψυχήν . καὶ περὶ τοῦ Λυδίου δ ' οὐκ ἠγνόει καὶ περὶ τῆς Ἰάδος :
ἔθνος οὐδὲν ἐν τῇ Ἀσίῃ οὔτε ἀνδρηιότερον οὔτε ἀλκιμώτερον τοῦ Λυδίου . Ἡ δὲ μάχη σφέων ἦν ἀπ ' ἵππων
4156714 χαλαζιον
ῥαφὴν ὑπερθέμενοι ὁμοίωϲ ἀποθεραπεύϲωμεν . εἰ δὲ ἔνδοθεν εἴη τὸ χαλάζιον , ὥϲτε διὰ τοῦ χονδρώδουϲ αὐτὸ διαυγάζεϲθαι , ἐκϲτρέψαντεϲ
ϲμιλίῳ τὸ βλέφαρον ἔπειτα μηλωτίδι ἢ τοιούτῳ τινὶ κομιϲόμεθα τὸ χαλάζιον : καὶ μεγάληϲ μὲν οὔϲηϲ ἢ καὶ ϲεϲηρυίαϲ τῆϲ
4151814 Ἐλευσινιης
Μολόεντα ἱδρυμένον Ἀργιόπιόν τε χῶρον καλεόμενον , τῇ καὶ Δήμητρος Ἐλευσινίης ἱρὸν ἧσται : ἀνέμενε δὲ τοῦδε εἵνεκα , ἵνα
ὀφιοέσσης ἐπεί ῥά οἱ ἥδυμος ἐλθών – ˘˘ Δήμητρός τοι Ἐλευσινίης ἱερὴ ὄψ Ἄιδος ἐκπρολιποῦσα θοὸν δόμον † καδδε †
4147343 Σαμωνιον
εἰς δύο ἀκρωτήρια μεριζόμενον , τὸ δ ' ἑῷον τὸ Σαμώνιόν ἐστιν ὑπερπῖπτον τοῦ Σουνίου οὐ πολὺ πρὸς ἕω .
, Ἱπποκόρωνά τε τῆς Ἀδραμυττηνῆς καὶ Ἱπποκορώνιον ἐν Κρήτῃ , Σαμώνιόν τε τὸ ἑωθινὸν ἀκρωτήριον τῆς νήσου καὶ πεδίον ἐν
4138175 κυφι
. καʹ . Οἰνανθαρίων ϲκευαί . κβʹ . Θυμιάματα καὶ κῦφι . κγʹ . Ϲκευὴ μαϲουχᾶ , ὅ τινεϲ μαϲουάφιον
ποιεῖ καὶ τὸ ἡδύοϲμον καὶ τὸ ἡδύχροον ὀϲφραινόμενον καὶ τὸ κῦφι καὶ ὕδωρ δὲ χλιαρὸν προϲαντλώμενον τῷ προϲώπῳ παύει πταρμούϲ
4137069 ὀγδοον
. ὁ ἕκτος καὶ ἕβδομος τροχαϊκοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι . τὸ ὄγδοον ὅμοιον τῷ τετάρτῳ . εἰσὶ δὲ καὶ ταῦτα τὰ
δίς , οὕτως ἡμισάκις ἥμισυ ἡμισάκις , ὀκτώ τε καὶ ὄγδοον : καὶ ὡς δὶς τρία ἕξ , οὕτως ἡμισάκις
4134689 Ἰνδικον
ἀπότριμμα ῥυπτικὸν ὑπάρχον ἀλωπεκίαιϲ ἁρμόττει . τὸν ἱερακίτην δὲ καὶ Ἰνδικὸν λίθον φαϲὶ περιαπτόμενον τὸ ἐκ τῶν αἱμορροΐδων ἱϲτᾶν αἷμα
ἐπὶ τῶν Πτολεμαϊκῶν βασιλέων ὀλίγων παντάπασι θαρρούντων πλεῖν καὶ τὸν Ἰνδικὸν ἐμπορεύεσθαι φόρτον . Τὰ μὲν οὖν πρῶτα καὶ κυριώτατα
4133134 κεχαραγμενον
τὸν κίνδυνον ἐκφυγόντας , δωρήσασθαι χαλκοῦν τρίποδα τὸν ἀρχαίοις μὲν κεχαραγμένον γράμμασι , μέχρι δὲ τῶν νεωτέρων χρόνων διαμείναντα παρὰ
τῷ τὸν καρπὸν ἀποδιδόναι βελτίω καὶ μεῖζον τὸ φύλλον : κεχαραγμένον δ ' ἀμφοῖν : ὁμοιότατον τὸ τῆς κλήθρας ,
4126183 Ἀλπεσιν
θάλασσαν : ἡ δὲ Ἰταλία πρὸς τὴν Ναρβωνησίαν τοῖς παραλίοις Ἄλπεσιν . Αὗται δ ' ἀνιοῦσαι πρὸς ἄρκτους , εἶτα
κθʹ ∠ ʹʹδʹʹ μδʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Ληποντίων ἐν Κοττίαις Ἄλπεσιν Ὄσκελα κθʹ μδʹ γοʹʹ Κατουρίγων ἐν Γραίαις Ἄλπεσιν Ἐβουρόδουνον
4123365 κερας
τὸ πλῆθος τῶν καρποφορούντων φυτῶν : Ἀμαλθείας δ ' εἶναι κέρας οἱονεί τινος ἀμαλακιστίας , δι ' ἧς τὴν εὐτονίαν
. οὗτος ἄρα βοῦς ἦν , ὡς ἐκπεφυκέναι οἱ τηλικοῦτον κέρας . Βοῦς ἐν αὐλίῳ γέρων : ἐπὶ τῶν δι
4122744 Τριπολις
σταδίους ιʹ τὸ πλάτος . Ἀπὸ δὲ Θαψάκου ποταμοῦ ἐστὶ Τρίπολις Φοινίκων , Ἄραδος νῆσος καὶ λιμὴν , βασίλεια Τύρου
. . . . . . νη λη Καρίας δὲ Τρίπολις . . . . . . . . .
4122108 Ἀραβικον
τὸ ἐθνικὸν Βασηρεύς , ὡς Ἀλίφηρα Ἀλιφηρεύς . Βασιννοί , Ἀραβικὸν ἔθνος , Γλαῦκος ἐν τρίτῳ Ἀραβικῆς ἀρχαιολογίας . Βάσιλις
. Περὶ τῶν κατοικούντων ἐθνῶν τὴν παράλιον τὴν παρὰ τὸν Ἀραβικὸν κόλπον καὶ καθόλου πᾶσαν τὴν παρὰ τὸν ὠκεανὸν μέχρι
4121894 ὠπτημενῳ
ὕδατι γλυκεῖ καθαρῷ ἡμέραν καὶ νύκτα ἐν ὀϲτρακίνῳ ἀγγείῳ καλῶϲ ὠπτημένῳ : παραιτεῖϲθαι δὲ χρὴ χαλκοῦν ϲκεῦοϲ πρὸϲ τὴν ἕψηϲιν
. Ἔμπλαστρον : ψιμύθιον τὸν αὐτὸν τρόπον μισγόμενον τῷ μίσυϊ ὠπτημένῳ , ὥσπερ ἐν τῇ χρυσίτιδι σποδῷ τὸ μίσυ γίνεται
4120199 Καλπη
. τετάρτη πόλις Καρίας . οἱ πολῖται πασῶν Καλλιπολῖται . Κάλπη , πόλις Βιθυνῶν . Θεόπομπος ὀγδόῳ Ἑλληνικῶν . ἔστι
ζʹ δʹʹ λϚʹ Ϛʹʹ Καρτηΐα ζʹ ∠ ʹʹ λϚʹ Ϛʹʹ Κάλπη ὄρος καὶ στήλη τῆς ἐντὸς θαλάσσης ζ ∠ ʹʹ
4117855 πλαγιον
: λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς
4112925 φουρνος
] ἀσκητήριον . ἀναπείθουσιν ] τοὺς ἀκούοντας . πνιγεύς ] φοῦρνος . περὶ ἡμᾶς ] κύκλῳ ἡμῶν . διδῷ ]
εἰς ὀπήν τινα ὑπέδυ . ἰπνὸς δὲ λέγεται κυρίως ὁ φοῦρνος : οἱ δέ φασι τὸ φανάριον . μέμνηται τούτου
4106801 νδʹ
Ϛʹʹ ληʹ Ἐρέτρια νγʹ ∠ ʹʹγʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ Ἀμάρυνθος νδʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹδʹʹ Λέων ἄκρα νδʹ δʹʹ λζʹ
νγʹʹ Ϛʹʹ τὸ ἀνατολικὸν στόμα τοῦ ποτ . κζʹ γʹʹ νδʹ Ἡ δ ' ἀπ ' ἀνατολῶν πλευρὰ περιορίζεται τῷ
4105466 εὑριϲκομενον
θ . ἔνατον γένοϲ ἐϲτὶ ϲφυγμῶν ἐν ἅπαϲι τοῖϲ εἰρημένοιϲ εὑριϲκόμενον γένεϲι τὸ παρὰ τὴν ὁμαλότητα καὶ ἀνωμαλίαν , ὅπερ
οἱ δὲ ϲπλάγχνον , ἐν δρυϲὶ καὶ λεύκαιϲ καὶ πεύκαιϲ εὑριϲκόμενον , διαφορητικόν τε καὶ μαλακτικὸν μετρίωϲ ἐϲτί , καὶ
4104293 ἀγημα
ἔκπληξις : πηγή . θραῦσις . κλαῦσις . ἀπώλεια . ἄγημα : τὸ προιὸν τοῦ βασιλέως τάγμα ἐλεφάντων καὶ ἵππων
ἐπὶ δὲ τούτοις ἐπίλεκτοι χίλιοι , οἷς ἐπηκολούθει τὸ καλούμενον ἄγημα , κράτιστον εἶναι δοκοῦν σύστημα τῶν ἱππέων , περὶ
4103740 συνταγμα
ὑπὸ δέ τινων ἑκατοντάρχης . αἱ δὲ δύο τάξεις καλοῦνται σύνταγμα , λόχων δεκαέξ , ἀνδρῶν δὲ διακοσίων πεντήκοντα ἕξ
πᾶν τῆς τέχνης ἐνταῦθα θεωρεῖται καὶ πρὸς τοῦτο ῥέπει τὸ σύνταγμα : τὰ γὰρ προοίμια καὶ οἱ ἐπίλογοι διὰ τοὺς
4100693 βοτρυδιοις
συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ
ὡς πηγάνου : τὰ δὲ ῥαβδία περίπλεα σπερματίων , ἐοικότα βοτρυδίοις μηδέπω ἀνθοῦσιν : ὀσμὴ οἰνώδης : ἡ δὲ ῥίζα
4098857 Δωριον
, Ἀτθίδα δὲ κατακορέστερον μετεσχηκέναι τοῦ χρώματος , τὴν δὲ Δώριον διάλεκτον ἐναρμόνιον εἶναι , συνεστηκυῖαν ἐκ τῶν φωναέντων γραμμάτων
γὰρ οἱ θρασεῖς . Θάτερον . παρὰ τὸ ἅτερον : Δώριον . εἰ γὰρ ἦν παρὰ τὸ ἕτερον , θούτερον
4096875 Ἰστρος
- ἐν ἀρχῆι λέξεως οὔσηι κοινῆι οὕτως , ἔνθα φησὶν Ἴστρος τοιαύτας παρθένους † λοχεύεται † . συνέστειλε γὰρ τὴν
. . . ἀγκάλη , δράγματα ρʹ , ὥς φησι Ἴστρος , Φιλήτας δὲ ἱστορεῖ ἐκ σʹ . . .
4096318 μηνοειδες
Ἕλληνες ἀτρέμας εἶχον πρὸς τῷ Ἀρτεμισίῳ . Οἱ δὲ βάρβαροι μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν ἐκυκλοῦντο , ὡς περιλάβοιεν αὐτούς :
οὐραῖα ἐξηρμένα καὶ πρὸς τὴν ἰξὺν ἐπιστρέφοντα , τὸ δὲ μηνοειδὲς αὐτῶν ἁλιπορφύρου τι ἄνθος ἔχει . περιθέουσι δ '
4090851 τοξικον
χειρὸς ἀφιέμενον . τὴν ὀδύνην . τὴν ἀκίδα . τὸ τοξικὸν βέλος . τὴν τοῦ ποδὸς χηλήν . καὶ τὴν
καὶ ὄξει . [ Περὶ τοξικοῦ . ] Τὸ δὲ τοξικὸν δοκεῖ μὲν ὠνομάσθαι ἐκ τοῦ τὰ τόξα τῶν βαρβάρων
4090323 κοτυληϲ
καὶ ἐπίχεε ὄξουϲ δριμυτάτου κοτύληϲ τὸ τέταρτον καὶ ἐλαίου ἀλίνου κοτύληϲ τὸ τετάρτον καὶ περιδήϲαϲ ὀθονίῳ πυκνῷ ἔα ἡμέραϲ ζ
ʂ ] . Ὁ δὲ κύαθοϲ , ὅπερ ἐϲτὶν ἕκτον κοτύληϲ , ἄγει # αʹ ʂ . Ἡ χήμη κυάθου
4075839 μηʹ
ῥῆμα τό : Τί ἐστι φίλος ; Ἄλλος ἐγώ . μηʹ Προθυμία μὲν οὖν Ἡ μὲν οὖν προθυμία τῶν ἐρώντων
τοῦ Ἀχελῴου ποταμοῦ ἐκβολῆς , ἧς ἡ θέσις ἐπέχει μοίρας μηʹ γʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹ ἡ δὲ ἀπὸ δύσεως
4068101 Ἀβωνου
. . . . . ξα ∠ ʹδ μδ δʹ Ἀβώνου τεῖχος . . . . . . . .
. ἐνθένδε εἰς Ζεφύριον ἑξήκοντα . ἀπὸ δὲ Ζεφυρίου εἰς Ἀβώνου τεῖχος , πόλιν σμικράν , πεντήκοντα καὶ ἑκατόν :
4067992 Χαραξ
Φίλωνα ἕξ . ἡ ἐν Ἀττικῇ , περὶ ἧς φησι Χάραξ ὅτι ὁ Θησεὺς τὰς ἕνδεκα πόλεις τὰς ἐν τῇ
μὲν Ἕλληνας Κυνηγετικὴ , κατὰ δὲ βαρβάρους Ἄβιννα , ὡς Χάραξ ἱστορεῖ . Αὗται δὲ πρότερον Κρόνου ἐλέγοντο στῆλαι ,
4066926 πλαισιον
τῶν μὲν ὀπισθοφυλάκων ἐν τῷ δέοντι χώρῳ μενόντων , ἐς πλαίσιον δὲ τῆς φάλαγγος ταττομένης καὶ τὴν λείαν ἐς μέσον
γάρ τινες οἳ ἔμενον διαλύσαντες μὲν τὴν φάλαγγα , ἐς πλαίσιον δὲ συναγαγόντες αὑτούςἐπὶ τούτους ἐγὼ σπασάμενος τὴν σπάθην ἅπαντι
4059630 περιτταις
καὶ γιγνώσκοντι νοητῷ τε , μνήμης μεταλαβόντι λογισμοῦ τε ἐν περιτταῖς τε καὶ ἀρτίαις ἅμα μεταβολαῖς . πέντε οὖν ὄντων
παύονται . Οἱ βορέαι παύονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν περιτταῖς οἱ δὲ νότοι ἐν ἀρτίαις . Ἄνεμοι αἴρονται ἁμ
4058860 Προκοννησος
Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις μιᾶς ὥρας τὸ γιεʹ . Ἡ δὲ Προκόννησος [ ] ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιε ∠
ἐξίησιν εἰς τὴν θάλασσαν , καθ ' ὃν τόπον ἡ Προκόννησος ἐγγυτάτω τῆς γῆς ἐστιν ἀπὸ ἑκατὸν εἴκοσι σταδίων .
4056734 κολλωδες
τοῦτο μὲν ἐκ τῶν ἄρθρων κἀκ τῆς ὀσφύος καὶ ἰσχίου κολλῶδες ὁμοῦ τῷ αἵματι : κεῖνο δὲ ἀπὸ ὑστερέων καὶ
τῶν ὀστέων καὶ τῶν ἄρθρων αἰεὶ τὸ ὑγρότατον αὐτέου ἀπιὸν κολλῶδες γίνεται , ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον ,
4053656 σιγμα
; καὶ γὰρ δή , ὦ Σώκρατες , τό τε σῖγμα τῶν ἀφώνων ἐστί , ψόφος τις μόνον , οἷον
ξενικῶς ἀντὶ τοῦ ἦτα χρησάμενος καὶ τὸ ἰῶτα καὶ τὸ σῖγμα ἀφελών . ἴσως δὲ οὐδὲ ταύτῃ , ἀλλ '
4052282 Βδελλιον
σφοδρῶς ἐστιν ἥ τε ῥίζα καὶ ἡ σύμπασα πόα . Βδέλλιον τὸ μὲν Σκυθικὸν μαλακτικῆς ἐστιν ἱκανῶς καὶ δραστηρίου δυνάμεως
αἱμορραγίαϲ τε ἵϲτηϲιν καὶ ἀλωπεκίαϲ ἰᾶται μετὰ πίϲϲηϲ ὑγρᾶϲ . Βδέλλιον τό τε Ϲκυθικὸν καὶ τὸ Ἀραβικὸν μαλακτικῆϲ ἐϲτι τῶν
4051886 ὀρεϊ
δὲ Θηβαίων , κεῖται δὲ ὑπὲρ τῆς Κωπαΐδος λίμνης πρὸς ὄρεϊ ἀγχοτάτω Ἀκραιφίης πόλιος . Ἐς τοῦτο τὸ ἱρὸν ἐπείτε
, σήμερον εἰσπράξωσιν . . ἦ ῥα , καὶ ὁρμήθη ὄρεϊ νιφόεντι ἐοικώς : ἡ διπλῆ ὅτι νιφόεντα τὰ ὄρη
4050131 ὀρχημα
, καὶ καλλίνικος ἐφ ' Ἡρακλεῖ . καὶ κολαβρισμὸς Θρᾴκιον ὄρχημα καὶ Καρικόν : ἦν δὲ καὶ τοῦτο ἐνόπλιον .
. Προτείνει γὰρ ἐν τῷ πρὸς Ζήνωνα προτατικῷ τὸ Περσικὸν ὄρχημα . : Τὸ δὲ ψαλτήριον , ὥς φησιν Ἰόβας
4049471 Σικελικον
Λάβητ ' Αἰξωνέα τὸν τυρὸν ἀδικεῖν ὅτι μόνος κατήσθιεν τὸν Σικελικόν . τίμημα κλῳὸς σύκινος . ” θάνατος μὲν οὖν
ἔτι καὶ εἰς τόδε χρόνου μέρος τι τῆς πόλεως ὀνομάζεται Σικελικόν : καὶ ἦσαν ἁπάντων μάλιστα τῶν προσοικούντων λυπηροὶ τοῖς
4047976 κλωθοντος
: ἰσόζυγον * ἀμφοῖν : ἐκ τῶν δυοῖν τοῖς δυσί κλώθοντος : γράφεται καὶ χλοάοντος ἐν ἀρπέζαισιν ἐρίνου . τὸν
ἀκάνθου ῥίζεα λειήναιο , φέροις δ ' ἰσορρεπὲς ἄχθος ἀμφοῖιν κλώθοντος ἐν ἀρπέζῃσιν ἐρίνου : λάζεο δ ' εὐκνήμοιο κόμην
4042005 ἐμβολος
βαδίζω , ἕλκω , ἄνθος , ἄρτος , ἔργον , ἔμβολος , σύμφωνον , σύμπονος . Τὰ ὑποταττόμενα τινὶ ἐν
, τὴν οὖσαν πλησίον τοῦ ἐμβόλου τῆς εὐρυχώρου Ἀσίας . ἔμβολος δὲ Ἀσίας ἡ Λυκία , διὰ τὸ οὕτω παρατετάσθαι
4040016 ζυγων
λέγεται πάντοτε . . . ἐπικαθέζηται : Ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ζυγῶν : ἐπικαθέζεσθαι γὰρ τὸ βαροῦν λέγομεν . ἐνυπάρχει .
λέπω τὸ λεπίζω καὶ ἐκδέρω . οἱ δὲ τοὺς τῶν ζυγῶν φασι λώρους . ἀπὸ μέρους δὲ τὸν ὅλον ζυγὸν
4037979 Κυρηνῃ
μεταξὺ Λυδίας καὶ Καρίας . ἕκτη νῆσος Λιβύης πρὸς τῇ Κυρήνῃ . ἑβδόμη πόλις Λακωνικῆς , μία τῶν ἑκατόν .
καλοῦσιν : ὁ δὲ μετὰ ταῦτα ἔφηβος : ἐν δὲ Κυρήνῃ τοὺς ἐφήβους τριακαδίους καλοῦσιν : ἐν δὲ Κρήτῃ ἀποδρόμους
4036855 πεπολισται
: ἐπέκεινα Σαγγαρίου ὅμοροι Παφλαγόνων Μαριανδυνοί , ἔνθα πόλις Ἡράκλεια πεπόλισται , ὅπου Κιμμέριοι πόαν φαγόντες ἀκόνιτον ἐδυστύχησαν : ἦν
Μαριανδυνῶν ὁμόρων βαρβάρων καταδραμόντες τὴν χώραν . ἡ δὲ Ἡράκλεια πεπόλισται μὲν ἐπὶ Εὐξείνῳ πόντῳ , ἀπῳκίσθη δὲ ἐκ Μεγάρων
4034514 κυρτωμα
καὶ τὰ ἄλλα ποτήρια , ἄλλα δὲ δύο κατὰ τὸ κύρτωμα μέσον ἐξ ἀμφοῖν τοῖν μεροῖν μικρά , παρόμοια ταῖς
μᾶλλον εἰς τὰ ἀριστερά , ὅμοιος δέ ἐστι κατὰ τὸ κύρτωμα βοείῳ . οὔτε πολυσχιδής ἐστιν οὔτε λεῖος , ἀλλὰ
4027120 χιλιαρχιας
διπλάσιον χιλιαρχίαν καὶ τὸν ἡγεμόνα χιλιάρχην , τὰς δὲ δύο χιλιαρχίας πάλαι μὲν κέρας καὶ τέλος καὶ τελάρχην τὸν ἡγούμενον
κεκινηκέναι πειρώμενος τῶν δυναμένων ἡγεῖσθαι . τοῖς μὲν δὴ μείνασι χιλιαρχίας καὶ ταξιαρχίας ἔδωκεν , τοὺς δὲ ἀναχωρήσαντας ἐκέλευσε τούτοις
4025836 καρχησιον
, τοὺς δὲ καρχήσια . Ὁποῖον δ ' ἐστὶ τὸ καρχήσιον , ἐν τοῖς ἑξῆς λεχθήσεται . : Ἐν τούτοις
οἷον εἰς μέσον τράχηλος , τὸ δὲ πρὸς τῷ τέλει καρχήσιον . ἔχει δὲ τοῦτο κεραίας ἄνωθεν νευούσας ἐφ '
4021600 ͵ασι
συζυγίαις μέγιστον ἀπόστημα ξδ ιʹ , τὸ δὲ τοῦ ἡλίου ͵ασι , ἡ δ ' ἐκ τοῦ κέντρου τῆς σελήνης
ἐστιν καὶ ἡ ΚΛΔ εὐθεῖα ἐπὶ μὲν τοῦ ἡλιακοῦ ἀποστήματος ͵ασι , ἐπὶ δὲ τῶν σεληνιακῶν κατὰ μὲν τὸν πρῶτον
4018389 ἀρχαιε
καὶ ἁπλῶς ἡ λέξις ἀρχαϊσμὸν σημαίνει . ἀντὶ τοῦ ” ἀρχαῖε καὶ μωρέ “ : τοὺς γὰρ ἀρχαίους μωροὺς ἐκάλουν
φησι Θουρίων εἶναι τὴν διάλεκτον . φησὶν οὖν , ὦ ἀρχαῖε βασιλεῦ , ἱκοῦ καὶ παραγενοῦ καὶ ἐλθὲ ἐπ '

Back