, Ἀτθίδα δὲ κατακορέστερον μετεσχηκέναι τοῦ χρώματος , τὴν δὲ Δώριον διάλεκτον ἐναρμόνιον εἶναι , συνεστηκυῖαν ἐκ τῶν φωναέντων γραμμάτων
γὰρ οἱ θρασεῖς . Θάτερον . παρὰ τὸ ἅτερον : Δώριον . εἰ γὰρ ἦν παρὰ τὸ ἕτερον , θούτερον
8019765 Φρυγιον
δὲ παρθένοι κόμας ἔ - θεντο σύγγονοι νεκρῶν Σκαμάνδριον ἀμφὶ Φρύγιον οἶδμα . βοὰν βοὰν δ ' Ἑλλὰς αἶ '
. Εὔπολις ἐν Μαρικᾷ ” πότερ ' ἦν τὸ τάριχος Φρύγιον ἢ Γαδειρικόν ; ” Γάδρα , πόλις Παλαιστίνης .
7277518 Πτελεον
, πόλις μία τῶν τριῶν ὧν Ὅμηρος μνημονεύει „ καὶ Πτελεὸν καὶ Ἕλος καὶ Δώριον „ . Δικαίαρχος δὲ τέτταρας
πληθυντικῶς λεγομένη . Ὅμηρος ἑνικῶς ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην . εἰσὶ δέ τινες οἵ , πρὶν ἀκοῦσαι
7142090 Αἰολικον
. τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ προκείμενον . Ἐκφεύγοντάς φασι τὸ Αἰολικὸν τοὺς περὶ Κομανὸν ἀντωνομασίας καλεῖν , εἴγε τὸ μὲν
τοῦ ι γράφεται : οἷον , ἄλλυδις : ἄμυδις , Αἰολικὸν ἔχον τὸ πνεῦμα . Τὰ εἰς δις ἐπιῤῥήματα ἔχοντα
7096737 Ἀλκμαν
Μάκαρς : ὁ μακάριος . Δᾶερ : ὁ ἀνδράδελφος . Ἀλκμάν : ὄνομα κύριον . Παιάν : εἶδος ᾠδῆς ,
: τὴν γὰρ αὐτὴν ἔχουσιν ὀρθὴν καὶ κλητικήν , οἷον Ἀλκμάν ὦ Ἀλκμάν , Φαίαξ ὦ Φαίαξ , μάκαρ ὦ
7001768 ζαθεην
Ἄθω δενδρώδεα κάμψαν , Πελλήνην τ ' εὐρεῖαν : ἰδὲ ζαθέην Σαμοθρῄκην , ἔνθα καὶ ὅρκια φρικτὰ θεῶν ἄρρηκτα βροτοῖσιν
κλῦθί μευ ἀργυρότοξ ' , ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις : ἦ μὲν δή ποτ
6953888 Δωρικον
ἐφ ' ᾧ παροξυνθέντες οἱ στρατιῶται τὸν μὲν ἔπαρχον ὄνομα Δωρικὸν ἀπέκτειναν , τοὺς δὲ πολίτας βοῶντες ἐπὶ τὴν ἐλευθερίαν
ἐπεὶ τὸ δήν ὀξύτονον ἦν διὰ μονοσυλλαβίαν , καὶ τὸ Δωρικὸν ὀξύτονον , τὸ δάν . καὶ ἐπεὶ οἱ πλεονασμοὶ
6884732 Λυκιον
ἐπιτάσσει δὲ αὐτοῖς Φαρνούχην τὸν ἑρμηνέα , τὸ μὲν γένος Λύκιον τὸν Φαρνούχην , ἐμπείρως δὲ τῆς τε φωνῆς τῶν
Σαρπηδόνα διὰ τοὺς ὕμνους τῶν ποιητῶν γινώσκομεν . Νέστορα καὶ Λύκιον : τὸ ἑξῆς : Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόνα γινώσκομεν
6857576 παιαν
πᾶσι βαρβάροις παρῆν γνώμης ἀποσφαλεῖσιν : οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾶν ' ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε , ἀλλ ' ἐς
τῶν Ἀργείων . θ χθονὶ ] τῇ πόλει . ἁλώσιμον παιᾶν ' ἐπεξιακχάσας : καὶ βοήσας καὶ ἀλαλάξας παιᾶνα καὶ
6830927 Ἰωνικον
ἐὰν μὴ τὸν βίον ὃν ἐβίου τότε ὑπαίτιον ὄντα καὶ Ἰωνικὸν μᾶλλον ἢ Λακωνικὸν τοῦ λοιποῦ μεθαρμόσηται : φέρειν γὰρ
ἐδεδέμην : τὸ τρίτον τῶν πληθυντικῶν ἐδέδεντο : καὶ τὸ Ἰωνικὸν ἐδεδέατο : μετὰ τῆς συν προθέσεως , καὶ τροπῆ
6820763 Ἀνακρεων
οὗτοι δ ' ἄρα καὶ σελίνοις . ὁ δ ' Ἀνακρέων καὶ ῥόδινον στέφανον ὠνόμασεν . τῶν μέντοι συμποτικῶν καὶ
ἐπιμελῶς τῷ κοτταβίζειν ὄντος τοῦ παιγνίου Σικελικοῦ , καθάπερ καὶ Ἀνακρέων ὁ Τήιος πεποίηκε : Σικελὸν κότταβον ἀγκύλῃ λατάζων .
6684070 Ἀλκαιος
ἐπιγραμματογράφοι ποιηταὶ Σιμωνίδης ὁ παλαιός , οὗ Ἡρόδοτος μέμνηται , Ἀλκαῖος ὁ νέος , ὃς ἦν ἐπὶ * τοῦ *
τὸ ι , οἷον Θηβαῖος Θηβάος , ἀρχαῖος ἀρχάος , Ἀλκαῖος Ἀλκάος . . . ἀλκυών : παρὰ τὸ ἐν
6668634 Ὠτον
σταδίων . μέμνηται δὲ τῆς Κυλλήνης ταύτης καὶ Ὅμηρος λέγων Ὦτον Κυλλήνιον ἀρχὸν Ἐπειῶν . οὐ γὰρ ἀπὸ τοῦ Ἀρκαδικοῦ
: ἐν δὲ Νάξῳ φαντὶ θανεῖν λιπαρᾷ Ἰφιμεδείας παῖδας , Ὦτον καὶ σέ , τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ . καὶ μὰν
6638009 Κοριννα
ἔδρακε νῶε μολοῦσα : καὶ τού τε νῶε ἐν Ἰολάῳ Κόριννα . Σφωέ . Αὕτη αἰτιατικὴν μόνην σημαίνει , τίς
τῷ πέμπτῳ ἢ διανεκῶς εὕδης ; οὐ μὰν πάρος ἦσθα Κόριννα , καὶ παρὰ Πραξίλλῃ ἐν διθυράμβοις ἐν ᾠδῇ ἐπιγραφομένῃ
6628166 ἑνικως
Κρωμναιεύς . ἔστι καὶ Πελοποννήσου πόλις ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς καὶ ἑνικῶς καὶ πληθυντικῶς . ἀπὸ Κρώμνου τοῦ Λυκάονος . Κρωπιά
τι εἶναι , μὴ διὰ τὰς προτάσεις τοῦτο νόει οὕτως ἑνικῶς ἐκφερόμενον . μιᾶς γὰρ οὔσης προτάσεως οὐκ ἔστι γενέσθαι
6626064 Σικελον
' ἀκτὰς εἶμι καὶ νεὼς σκάφος ἥσω ' πὶ πόντον Σικελὸν ἔς τ ' ἐμὴν πάτραν . οὐ δῆτ '
καὶ τὸ Σίφνιον καὶ πολλαχόθεν ἄλλοθεν τῶν Κυκλάδων νήσων καὶ Σικελὸν τὸ Λιλυβαῖον καὶ Κρητικὸν καὶ τοῦ Βοιωτίου τὸ πρὸς
6624057 Πελασγικον
: Καὶ ἠπέδιζον τὴν ἀκρόπολιν , περιέβαλλον δὲ ἐννεάπυλον τὸ Πελασγικόν . . : Προηρόσια : τὰ πρὸ τοῦ ἀρότου
Δωδώνη Διός μαντεῖον : ἵδρυμ ' ἐστὶ δ ' οὖν Πελασγικόν . Ἐν τῇ μεσογείῳ δ ' εἰσὶ μιγάδες βάρβαροι
6623111 Αἰολευς
διὰ τὸ Αἴολος , Αἰολία ἡ χώρα καὶ τὸ ἐθνικὸν Αἰολεύς . Ἡρωδιανὸς δέ φησιν , ὅτι τοῖς συνοικισταῖς συνεχῶς
, καὶ Αἰολήιος . δύναται δὲ τοῦτο καὶ ἀπὸ τοῦ Αἰολεύς εἶναι , ὅθεν καὶ τὸ Αἰόλειον , ὥστε γενικὸν
6612698 Λινον
οἱ μὲν πλεῖστοι παρθένους παραδεδώκασι , ἀναγράφει δὲ Οὐρανίας μὲν Λίνον , Καλλιόπης δὲ , Ὀρφέα , Μελπομένης δὲ Θάμυριν
Ἱππόβοτος δὲ ἐν τῇ Τῶν φιλοσόφων ἀναγραφῇ : Ὀρφέα , Λίνον , Σόλωνα , Περίανδρον , Ἀνάχαρσιν , Κλεόβουλον ,
6605120 Σαπφω
δὲ Μακεδονικόν , μετὰ ἑξακόσια ἔτη τῶν ἡρωϊκῶν ὀνομασθεῖσα : Σαπφώ † αὕτη γὰρ † μέμνηται τῆς χλαμύδος . διαφέρειν
, ἦρα λέγεται : ἦρ ' ἔτι παρθενίας ἐπιβάλλομαι , Σαπφώ . ἦρ ' ἔστι θ ' ὕδωρ ς .
6497142 Θαμυριν
γὰρ οὐκ ἐθέλειν ἐς τὸν οἶκον αὐτὴν ἄγεσθαι . καὶ Θάμυριν μὲν Ὀδρύσην τε καὶ Θρᾷκα ἐπὶ τούτῳ καλοῦσιν :
περὶ αὐτῶν φησι τὸν τρόπον τοῦτον : “ τὸν μὲν Θάμυριν περὶ τὸ εἶδός φασι θαυμαστόν , τῶν δὲ ὀφθαλμῶν
6475668 βαρβιτον
ην [ ] Μήπω λιγυαχέα ? [ – – ] βάρβιτον : μέλλω [ πολυ˘ ] ? [ – –
' οὐ λήγει μελιτερπέος , ἀλλ ' ἔτ ' ἐκεῖνον βάρβιτον οὐδὲ θανὼν εὔνασεν εἰν Ἀίδῃ . Οὗτος ὁ τοῦ
6475125 πετρηεσσαν
φράζειν ὡς Ὅμηρος ” οἵθ ' Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν Σχοῖνόν τε Σκῶλόν τε ; „ ἡμῖν δὲ προσήκει
πέπονθεν . ὅταν δὲ φῇ τὴν Καλυδῶνα αἰπεῖάν τε καὶ πετρήεσσαν , ἀπὸ τῆς χώρας δεκτέον : εἴρηται γὰρ ὅτι
6445416 ποιητικως
ἐπὶ ἐνεστῶτος , ὁπότε μὴ ἀπὸ μέλλοντος εἰς ἐνεστῶτα μετήχθη ποιητικῶς , περισπᾶται : ἰσῶ νοσῶ μασῶ . Τὰ εἰς
Ῥόδον καὶ Ἀτάβυριν , καὶ ἔτι Λακεδαίμονα καὶ Ταΰγετον : ποιητικῶς δὲ τοὐναντίον . ἐν μέντοι τῷ „ ναιετάω δ
6441302 Παρθενιον
αὖτ ' ἦγε Πολυκλέος „ υἱὸς ἀμύμων , οἳ περὶ Παρθένιον ποταμὸν κλυτὰ δώματ ” ' ἔναιον . ” παρήκειν
μέχρι Παρθενίου καὶ τὸ τῶν Ἐνετῶν τὸ συνεχὲς μετὰ τὸν Παρθένιον τῶν ἐχόντων τὸ Κύτωρον : καὶ νῦν δ '
6433473 Ἡρακλεες
μετὰ τὸν ἆθλον Αὐγέου τήνελλα ὦ καλλίνικε , χαῖρε ἄναξ Ἡράκλεες , αὐτός τε κἰόλαος , αἰχμητὰ δύω . δοκεῖ
εἰς τὴν ει δίφθογγον , τὸ δὲ Ἥρακλες ἀπὸ τοῦ Ἡράκλεες γέγονε κατὰ συγκοπὴν τοῦ ε , τὸ δὲ ὦ
6430297 Ἀττικον
τὴν κομψότητα τῆς λέξεως Γοργίου τοῦ ῥήτορος . ἧ . Ἀττικὸν τοῦτο , ἀπὸ τοῦ ἔα συνῃρημένον : σημαίνει δὲ
ὥσπερ [ τι μέλος προνόμιον πρὸ τῆς ἀγωνίας αὐτῆς | Ἀττικὸν ὑμῖν ἀποτείνω διήγημα . ἦν χρόνος , ὅτε Ἀθηναῖοι
6421246 Δωριδος
τοῦ Νηρέως δέ φησιν , ἤγουν τῆς νήξεως , καὶ Δωρίδος τῆς ἠυκόμοιο , ἤγουν τοῦ πλοίου , ἐγένοντο πολλὰ
Ἑρμείας παρείας . Ἀποροῦσι δέ τινες λέγοντες , πῶς μόνης Δωρίδος ἐνταῦθα μέμνηται , τῶν ἄλλων ἐχουσῶν ἰδίους χαρακτῆρας :
6400326 Νηριτον
' Ἰθάκην εὐδείελον : ἐν δ ' ὄρος αὐτῇ , Νήριτον εἰνοσίφυλλον , ἀριπρεπές : ἀμφὶ δὲ νῆσοι πολλαὶ ναιετάουσι
: περὶ ταύτης γάρ φασι λέγειν τὸν Λαέρτην ” οἷος Νήριτον „ εἷλον ἐυκτίμενον πτολίεθρον , ἀκτὴν ἠπείροιο : ”
6387728 Πυρασον
φίλῃ περὶ ληίδι θυμόν . Ἂν δὲ Φιλοκτήτης ὀλοῷ βάλε Πύρασον ἰῷ φεύγοντ ' ἐκ πολέμοιο : διέθρισε δ '
τε μητέρα μήλων : ἡ διπλῆ , ὅτι οὐ τὸν Πύρασον λέγει Δήμητρος τέμενος , ἀλλὰ πόλις ἐστὶ Δημήτριον καλουμένη
6373934 Φερεκυδην
ὕστερον τούτων ἐνέπεσεν ἡ νόσος , ᾗ καὶ τὸν Σύριον Φερεκύδην ἁλῶναι πυνθάνομαι . Σύλλᾳ δὲ ἔστι μὲν καὶ τὰ
. , [ . . , ] ὅτι Πυθαγόρας πυθόμενος Φερεκύδην τὸν ἐπιστάτην αὐτοῦ γεγενημένον ἐν Δήλωι νοσεῖν καὶ τελέως
6373095 Λυδιον
ἄεισαν νόμον : τοὶ δ ' ὀξυφώνοις πηκτίδων ψαλμοῖς κρέκον Λύδιον ὕμνον . ἄκατον Ὑγίεια βροτοῖσι πρεσβίστα μακάρων , μετὰ
τὸν Οἰνόμαον , καὶ ἔκτοτε ἡ παροιμία παρῆλθε , Παρὰ Λύδιον ἅρμα θεῖ . Ὀρέστης οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ
6368868 πληθυντικως
ἐπαναλαμβάνοντος τοῦ Πινδάρου τὴν ἀρετὴν τοῦ Ἡροδότου . ἔνιοι δὲ πληθυντικῶς ἀναγινώσκουσιν , εἰ δὲ ἀρεταὶ κατάκειται , κατὰ τὴν
. . † Ἄλπια : ὄρος τῆς Κελτικῆς : καὶ πληθυντικῶς . λέγεται ἀπό τινος Ἄλπιδος ὑπὸ τοὺς τόπους ἀνῃρημένου
6368336 Εὐφοριων
Βέθρον : βέρεθρον καὶ κατὰ συγκοπὴν βέθρον : Κρατῖνος καὶ Εὐφορίων . οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . , .
ἧς καὶ τὸν Ἀσκάνιον ποταμὸν ῥεῖν , οὗ μνημονεύει καὶ Εὐφορίων „ Μυσοῖος παρ ' ὕδασιν Ἀσκανίοιο ” . „
6366774 Θηβην
φησι Δία μιγέντα Ἰοδάμᾳ τῇ Ἰτώνου τοῦ Ἀμφικτύονος τεκνῶσαι τὴν Θήβην , ἣν δοῦναι Ὠγύγῳ , ἀφ ' οὗ Ὠγυγίη
καὶ δεικνύουσί τινας τόπους κἀνταῦθα , ὥσπερ ἐν τῇ Παμφυλίᾳ Θήβην καὶ Λυρνησσόν , οἱ δ ' ἔμπαλιν καὶ Ἀλήιόν
6362522 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
6353329 ἐλεγειον
δύο πόδας εἰς συλλαβήν , ἣ καὶ διπλασιαζομένη ποιεῖ τὸ ἐλεγεῖον , οὗ πέφυκεν ἀρετὴ τὸ τὴν μὲν τῆς προτέρας
αὐτόθι καὶ ἀνδριάντων βάθρα , οὐκ ἐπόντων ἔτι ἀνδριάντων : ἐλεγεῖον δὲ ἐπὶ τῶν βάθρων ἑνὶ Ἀστυάνακτός φησιν εἶναι τὴν
6336010 ἑδος
τίμιον ἕδος ] τὴν ἀκρόπολιν , τίμιον ἕδος . τίμιον ἕδος ἱκόμαν : διὰ τοῦτο λέγονται τὰ τείχη τῆς πόλεως
' αὐτῆς ἄγχι θαλάσσης . τῇς δ ' ἐπὶ Κομμαγεηνὸν ἕδος Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ
6330164 Ἀντιμαχος
παρὰ τοῖς Φοίνιξιν . καὶ Ὀγκαῖαι πύλαι . μέμνηται καὶ Ἀντίμαχος καὶ Ῥιανός . Φοῖνιξ δὲ ἄνωθεν ὁ Κάδμος .
καὶ Ἀπολλώνιος . Ἡσίοδος δὲ καὶ Πίνδαρος ἐν Πυθιονίκαις καὶ Ἀντίμαχος ἐν Λύδηι διὰ τοῦ Ὠκεανοῦ φασιν ἐλθεῖν αὐτοὺς εἰς
6329535 Βοιωτιον
γνώμην ἄκρως φιλόσοφον ἐκφαίνειν : λέγω δὲ εἴς τε τὸν Βοιώτιον Σώστρατον ἀναφέρων , ὃν Ἡρακλέα οἱ Ἕλληνες ἐκάλουν καὶ
ὑπεκτίθε - ται ὁ Κλεάναξ τὴν Κρηθηΐδα πρὸς Ἰσμηνίην τὸν Βοιώτιον τῶν ἀποίκων λελογχότα , ὃς ἐτύγχανεν αὐτῷ ἐὼν ἑταῖρος
6317093 Ζηθον
πλησίον τοῦ Ἰσμηνοῦ ἀπὸ Δίρκης ὀνομασθεῖσα . οἱ γὰρ περὶ Ζῆθον καὶ Ἀμφίονα ἐκτεθέντες ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀντιόπης καὶ τραφέντες
λοπαδίων ἅθρους τεμαχίτας , ὥστ ' ἐνεῖναι μηδὲ ἕν . Ζῆθον μὲν ἐλθόνθ ' ἁγνὸν ἐς Θήβης πέδον οἰκεῖν κελεύει
6308861 Ἰακον
ὀλίγον : Ἀττικῶς . τὸ δὲ ὀλίον ἢ βάρβαρον ἢ Ἰακόν . ὅμαιμος καὶ ὁμαίμων : ἀδελφὸς ἢ συγγενής [
γεγονότες . ἀστραγάλους : οἱ Ἀττικοί , τὸ γὰρ θηλυκὸν Ἰακόν : καὶ παρ ' Ὁμήρῳ τινὲς θηλυκῶς , οἷον
6307501 παρασυνθετον
τῶν εἰδῶν . Σχήματα δέ εἰσι τρία , ἁπλοῦν σύνθετον παρασύνθετον : καὶ ἁπλοῦν μέν ἐστι τὸ μὴ ἐκ διαφόρων
ἀκούω „ προπαροξύνεται : ὑπήκοος ἀνήκοος . τὸ δὲ ἐπακουός παρασύνθετον [ γίνεται γὰρ ] ἐκ τοῦ ἐπακούω . Τὰ
6289799 νησοισιν
Καὶ γὰρ ἑτέρωθί που φησίν : Ἔνθεν δ ' αὖ νήσοισιν ἐπιπροέηκα θοῇσιν , οὐ τὸ τάχος τῶν ἐρριζωμένων νήσων
θαυμασίως ὡς δυσανάπειστον = . . . . . μακάρων νήσοισιν : ἡ ἀκρόπολις τῶν ἐν Βοιωτίαι Θηβῶν τὸ παλαιόν
6276447 Σιμωνιδης
τὸν Ἔρωτα γενεαλογεῖ , Σαπφὼ δὲ Γῆς καὶ Οὐρανοῦ , Σιμωνίδης δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως : σχέτλιε παῖ δολόμηδες Ἀφροδίτας
μὲν γὰρ τῶν μακρῶν οὐκ ἤρξατο , ὅτι ὁ Κεῖος Σιμωνίδης ὕστερον τοῦ Παλαμήδους ἐφεῦρεν αὐτά . Συζεύξας γὰρ δύο
6254364 Τενεδοιο
τοῖς πρώτοις , ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλαν τε ζαθέην , Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις . ἓν οὖν τόδε γίνωσκε ,
μευ ἀργυρότοξ ' , ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις , Σμινθεῦ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ
6246435 Ἰαστι
ἤθεσι τῶν Ἰώνων . διόπερ ὑπολαμβάνω οὐχ ἁρμονίαν εἶναι τὴν Ἰαστί , τρόπον δέ τινα θαυμαστὸν σχήματος ἁρμονίας . καταφρονητέον
θρηνῳδίας . ὅθεν καὶ τὸ περιφερόμενον αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί . . . ἥσω καὶ πέμψω θρῆνον καὶ λίαν
6246422 Κυλληνης
τὴν χρόαν αὐτῶν ἀπιστοίη μηδείς : ἔχεται δὲ ἄλλο ὄρος Κυλλήνης Χελυδόρεα , ἔνθα εὑρὼν χελώνην Ἑρμῆς ἐκδεῖραι τὸ θηρίον
νῦν δ ' οὐκ ἔστιν : ἀλλ ' ἀκρωτήριον πλησίον Κυλλήνης ὀρεινόν ἐστι , καλούμενον Ὅρμινα ἢ Ὕρμινα : Μύρσινος
6244765 Αἰγιαλον
ἔπη ταῦτα εἰς τὸν Διάκοσμον μετὰ τὸ Κρῶμναν τ ' Αἰγιαλόν τε καὶ ὑψηλοὺς Ἐρυθίνους τιθεὶς Καύκωνας δ ' αὖτ
ἣν Ὅμηρος Ὑπερησίην φησίν . ἔνιοι ἀπὸ Αἰγιαλέως τὴν χώραν Αἰγιαλόν φασι τό τε Αἴγιον καὶ ἔτι Αἴγειραν . τὸ
6236077 Στησιχορος
τῆς Αἰτωλίας , ὥς φησι Πολύβιος ἐν Ϛʹ ἱστοριῶν . Στησίχορός τέ φησιν ἐν Συοθήραις : κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον
ἀναστῆναι ὑπ ' αὐτοῦ , Καπανέα καὶ Λυκοῦργον , ὡς Στησίχορός φησιν ἐν Ἐριφύλῃ , Ἱππόλυτον , ὡς ὁ τὰ
6235422 Ἀλκμανικον
συλλαβῇ . τὸ θʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ὑπερκατάληκτον , ὅ ἐστιν Ἀλκμανικόν . τὸ ιʹ τροχαικὴ περίοδος ἀπὸ ἰάμβου . τὸ
δύο : Εὐβοϊκόν , Κορίνθιον , Ἰβύκειον , Χαλκιδικόν , Ἀλκμανικόν , Κλαζομένιον , Κολοφώνιον , Σικελικόν , Νησιωτικόν ,
6234848 Σταφυλος
ὀξυτόνοις τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὀνόματος καὶ τὸ θηλυκὸν βαρυτονεῖν σταφύλην ὡς †
καὶ παρα [ ] ! [ ] [ ] οι Στάφυλος [ ] τι ? ἀτιμᾶν [ ] ! αμε
6233112 Πελασγικε
καὶ ὁ ποιητής φησιν οὕτω „ Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε , Πελασγικέ , ” ὁ δ ' Ἡσίοδος ” Δωδώνην φηγόν
ἧς Ἀχιλλεὺς καλεῖ τὸν Δία : „ Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικέ „ . . . . . ἀνὰ ῥῶγας :
6224629 Καρικον
ἐπιχωρίων . δοκοῦν δὴ καὶ τῶι πατρὶ τὸ Ἑλληνικὸν καὶ Καρικὸν ἅπαν σύνταγμα καὶ μυριάδας Ἀσσυρίων ἐπιλέκτους , ἑπτὰ πεζὰς
' ἐξοίχεται θύραζε . αὐλοὺς δ ' ἔχουσά τις κορίσκη Καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῖς συμπόταις : κἄλλην τρίγωνον εἶδον
6218393 Ὠλενον
οὖν εἰς Δουλίχιον ἦλθε κἀκεῖ κατῴκει , Ἡρακλῆς δὲ εἰς Ὤλενον πρὸς Δεξαμενὸν ἧκε , καὶ κατέλαβε τοῦτον μέλλοντα δι
ἠδ ' Αἴγειραν ˈ τήν τ ' αἰπεινὴν ˈ ζαθέαν Ὤλενον . . . . Ἐθν . . , ;
6214949 Ἀσκληπιαδην
γνῶσιν . τάχα δέ , ὥς φασιν οἱ περὶ τὸν Ἀσκληπιάδην , καὶ αὐτὴ ἀπὸ μὲν γραμμάτων ὠνόμασται , οὐκ
ὅλως ὑπάρχειν τι λεγόντων ἡγεμονικόν , ὡς τῶν περὶ τὸν Ἀσκληπιάδην , τινῶν δὲ εἶναι μὲν νομιζόντων , οὐ συμφωνούντων
6207574 Κρητικον
ἀντὶ τοῦ ἀγαθὸν καὶ μεμουσωμένον . Κυδωνικὸν δὲ ἀντὶ τοῦ Κρητικὸν ἀπὸ τόπου . καὶ Ὅμηρος : ἐν δὲ Κρῆτες
ἐς πῦρ καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον ἔτευξαν . Δικταῖον : τὸ Κρητικὸν σπήλαιον : Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . ἀμφοτέρῃσιν :
6203991 Καλλιμαχος
παίγνιον , ὁ ξύλινος νοῦς : αἴτιος ὁ γράψας Αἴτια Καλλίμαχος . Καλλίμαχος τὸ κάθαρμα , τὸ παίγνιον , ὁ
κατὰ συγκοπήν . . . . ἀμπρεύω : ὁ μὲν Καλλίμαχος κυρίως ἐπὶ τοῦ ἕλκειν ἔλαβε τὴν λέξιν : ἀμπρὸν
6200982 Σαμοιο
ἔθνος βαρβαρικόν . παιπαλόεντος τραχέος καὶ σκολιώδους . θηλυκῶς “ Σάμοιό τε παιπαλοέσσης . ” παιφάσσειν πυκνῶς ἀπὸ ἄλλου πρὸς
Ἰλιάδος μετηνέχθησαν οὐ δεόντως οἱ στίχοι . . Α . Σάμοιό τε παιπαλοέσσης . * ) ὅτι τὴν Σάμην Σάμον
6196207 ἐπιφθεγμα
ἐστιν ἔτα καὶ † Δωρικῶς ἔταν † . ὠόψ : ἐπίφθεγμα τῶν ἀφιέντων τινὰς ἅμα τρέχειν ἤ τι τοιοῦτον ποιεῖν
〚 ὦ κοὰξ , κοάξ : Διὰ τὸ συνεχὲς αὐτῶν ἐπίφθεγμα , παίζων λέγει : ὄρρον δὲ , τὸν λεγόμενον
6195850 Ἀλκυονης
' οὔτε π ? [ παύεται ἀΐσσων ? [ ἵεται Ἀλκυόνης [ ἀλλὰ Διὸς κρυπτὸς [ πέλεται νόος , οὐδέ
. : Καὶ ὁ εἰς Ἀγήμονα δὲ τὸν Κορίνθιον , Ἀλκυόνης πατέρα , ὃν ᾄδουσι Κορίνθιοι , ἔχει τὸ παιανικὸν
6174328 Καλλιοπης
οὐκ εἶναι τὰ θεῶν δῶρα οἶσθά που ἐξ ἑνὸς τῶν Καλλιόπης θιασωτῶν ἀκούσας . ὁρᾷς γὰρ καὶ τὰς μελίττας ,
. ἔτι δὲ Κρόνου τινές , ἄλλοι δὲ Διὸς καὶ Καλλιόπης φασὶ τοὺς Κορύβαντας τοὺς αὐτοὺς τοῖς Καβείροις ὄντας ,
6172104 Ὑλλις
θηλυκὸν Ὑλληίς , ὡς αὐτός φησι , καὶ παρὰ Καλλιμάχῳ Ὑλλίς Ὑλλίδος , ἀπὸ Ἀργείας μιᾶς τῶν νυμφῶν . ἢ
. . . πεντεκαίδεκα πόλεις ἔχουσα παμμεγέθεις οἰκουμένας . ἔστιν Ὑλλίς καὶ φυλὴ Ἄργους καὶ Δωριέων καὶ Τροιζηνίων . ὁ
6170923 Ἰδαιος
Ἰδαῖον εἴρηκε σύριγγα διὰ τούτων : ῥοθεῖ δέ τοι σῦριγξ Ἰδαῖος ἀλέκτωρ . ἐν δὲ τῷ βʹ Φοίνικι ὁ αὐτὸς
ἐριδούπου . πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην , τὰς Ἰδαῖος ἔλαυνε δαΐφρων : αὐτὰρ ὄπισθεν ἵπποι , τοὺς ὃ
6166446 Βιαντα
διαφέροντι [ ] τῶν ἄλλων , ὁ δὲ ἀπέπεμψε πρὸς Βίαντα τὸν Πριηνέα , ὁ δὲ πρὸς Περίανδρον τὸν Κορίνθιον
, ὡς καὶ Φανόδικοςεἰς τὴν ἐκκλησίαν , καὶ εἰπεῖν τὸν Βίαντα σοφόν , διηγησαμένας τὰ καθ ' ἑαυτάς . καὶ
6144140 Ῥιανος
ὧν οἱ μὲν Αἰγώνειαν ἄθλιοι πάτραν . καὶ Ἑκαταῖος . Ῥιανὸς ιϚ Αἰγώνην αὐτὴν λέγει . . Κραννών : πόλις
Κερεάτης [ ἢ ] Κρής . . , . : Ῥιανὸς ὁ ἐποποιὸς ἐν Ἐπιγράμμασιν . . . . .
6137919 κιθαριστυν
χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν , αὐτὰρ ἀοιδὴν θεσπεσίην ἀφέλοντο καὶ ἐκλέλαθον κιθαριστύν . περὶ δὲ Ὀρφέως τοῦ τρίτου μαθητοῦ τὰ κατὰ
τοιαῦτα ] . . . : πόθεν τὸ „ ἐκλέλαθον κιθαριστύν „ ; ἐκ τοῦ λήθω τὸ λανθάνω : καὶ
6136624 Ἐριχθονιον
ἢ κατά τινας Βάτειαν θυγατέρα Τεύκρου γήμας Δάρδανος γεννᾷ * Ἐριχθόνιον * , Τρῶα δ ' Ἐριχθόνιος , Τρὼς δὲ
Εὐρυδίκης τῆς Ἀδράστου . . Δάρδανος αὖ τέκεθ ' υἱὸν Ἐριχθόνιον βασιλῆα ] ἐκ Βατείας τῆς Τεύκρου , ὡς Ἑλλάνικος
6129032 Ἐπιμενιδην
μνῆμα καὶ Ἀφαρέως τοῦ Περιήρους : καὶ τά γε ἐς Ἐπιμενίδην Λακεδαιμονίους δοξάζω μᾶλλον Ἀργείων λέγειν εἰκότα . , ,
Σκύθην , Μύσωνα τὸν Χηνέα , Φερεκύδην τὸν Σύριον , Ἐπιμενίδην τὸν Κρῆτα : ἔνιοι δὲ καὶ Πεισίστρατον τὸν τύραννον
6123410 πολυωνυμον
ἄλογος καὶ ἐμπαθὴς ζωή : καὶ τοῦτο ἔστιν ὅ φησι πολυώνυμον καὶ πολυμελὲς αὐτὸς , καὶ αὕτη ἡ ὕδρα καὶ
τρίτῳ Περὶ ῥητορικῆς , τοῦ ἑτέρου συνωνύμου δεόμεθα , ὅπερ πολυώνυμον ὁ Σπεύσιππος ἐκάλει . καὶ οὐ καλῶς ὁ Βόηθος
6122552 Ἰων
τοῦ καλοῦ , βʹ ἢ περὶ τοῦ ψεύδους ἀνατρεπτικοί : Ἴων ἢ περὶ Ἰλιάδος , πειραστικός : Μενέξενος ἢ ἐπιτάφιος
ἔτει δ . πρῶτος Εὐριπίδης , δεύτερος Ἰοφῶν , τρίτος Ἴων . ἔστι δὲ οὗτος Ἱππόλυτος δεύτερος ὁ καὶ στεφανίας
6111326 Πηλειδης
τλήμεναι ἄλγος θαρσαλέως καὶ μή τι κατηφιόωντ ' ἀκάχησθαι . Πηλείδης δ ' ἑτάροιο χολούμενος Ἀντιλόχοιο σμερδνὸν ἐπὶ Τρώεσσι κορύσσετο
ἀφ ' ὧν παρήχθη κατά γε τὸ σημαινόμενον , οἷον Πηλείδης πρὸς τὸ Πηλεύς , τὸ δὲ ἀρχεύω πρὸς τὸ
6108140 Θηβαγενεις
Ἰσμήνιον διὰ τὸ αὐτόθι πολλοὺς ἀνακεῖσθαι τρίποδας : οἱ γὰρ Θηβαγενεῖς ἐτριποδοφόρουν ἐκεῖσε . ἡ δὲ Μελία Ἰσμηνοῦ ἀδελφὴ ὑπὸ
, καὶ τὸ τοὺς Δημητριακοὺς καρποὺς συλλέξαι . Θηβαῖοι καὶ Θηβαγενεῖς διαφέρουσιν , καθὼς Δίδυμος ἐν Ὑπομνήματι τῷ πρώτῳ τῶν
6103505 Ἀλκμανα
τὸν Ἐνυάλιον , οἱ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας . Γ Ἀλκμᾶνα λέγουσιν ὁτὲ μὲν τὸν αὐτὸν λέγειν , ὁτὲ δὲ
νός , ὅτε ἀρσενικόν ἐστι . τῷ Ἀλκμᾶνι , τὸν Ἀλκμᾶνα , ὦ Ἀλκμάν : τὰ εἰς ἀμετάβολον ὀξύτονα τὴν
6100444 Σμινθευ
σπερμεῖε , ἀρότριε , Πύθιε , Τιτάν , Γρύνειε , Σμινθεῦ , Πυθοκτόνε , Δελφικέ , μάντι , ἄγριε ,
Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις , Σμινθεῦ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα ,
6095735 Σαλαμινιος
γοῦν ἐπί τινος ἔργου ἐπιγέγραπται : τεῦξ ' Ἑλικὼν Ἀκεσᾶ Σαλαμίνιος , ᾧ ἐνὶ χερσὶ πότνια θεσπεσίην Παλλὰς ἔπνευσε χάριν
Τήιος . Κυπρίων δὲ Νικοκλέης Πασικράτεος Σόλιος καὶ Νιθάφων Πνυταγόρεω Σαλαμίνιος . ἦν δὲ δὴ καὶ Πέρσης αὐτῷ τριήραρχος ,
6091138 Ἀτθιδος
, ὡς Ἰάσων . τὸ ἐθνικὸν Τήλιος . Ἀνδροτίων ἕκτῳ Ἀτθίδος . Τημένιον , χωρίον Μεσσήνης , ἐν ᾧ τέθαπται
. . : Κάπαι , πόλις Ἑλλησποντία . Ἀνδροτίων γʹ Ἀτθίδος . . . : Πάνακτον , φρούριον Ἀττικῆς ,
6089270 Λυδιου
γὰρ ταῦτα ἱκανὰ ἀνδρὸς σώφρονος ψυχήν . καὶ περὶ τοῦ Λυδίου δ ' οὐκ ἠγνόει καὶ περὶ τῆς Ἰάδος :
ἔθνος οὐδὲν ἐν τῇ Ἀσίῃ οὔτε ἀνδρηιότερον οὔτε ἀλκιμώτερον τοῦ Λυδίου . Ἡ δὲ μάχη σφέων ἦν ἀπ ' ἵππων
6087981 συνωνυμον
τὸ μὲν οὔ ποτ ' ἐρωεῖ : πρὸς γὰρ τὸ συνώνυμον τοῦ νέφους ἀπήντησε . καὶ ἔτι ἐπὶ πλήθους ἦ
τὸ γενικόν : ὥσπερ ἀμφιβολία καὶ ἀμφίβολον , συνωνυμία καὶ συνώνυμον , διωνυμία καὶ διώνυμον , ὁμωνυμία καὶ ὁμώνυμον .
6087711 Ἐρεχθηος
' αὖ Βορέου καλὸν στάχυν εἰσενόησα , οὓς τέκ ' Ἐρεχθῆος θείου κλυτὴ Ὠρείθυια Ἰλισσοῦ παρὰ χεῦμα θεοῦ φιλότητι μιγεῖσα
Οἳ δ ' ἄρ ' Ἀθήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον δῆμον Ἐρεχθῆος μεγαλήτορος , ὅν ποτ ' Ἀθήνη θρέψε Διὸς θυγάτηρ
6083774 συστελλον
. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ κῆρυξ παρὰ τῷ ποιητῇ εὑρέθη συστέλλον τὸ υ κατὰ τὴν δοτικὴν τῶν ἑνικῶν , ὅπερ
α , οἷον Δ λᾶας ἀναιδής , καὶ λοιπὸν ὡς συστέλλον τὸ α οὐκ ἠκολούθησε τῷ κανόνι τούτῳ : ὁ
6082408 Παριος
, οὐδὲ Ἴωνές φασιν ἀσπίος , ἐπὶ δὲ βαρυτόνων λέγουσι Πάριος κατὰ μίμησιν τοῦ ὄφιος : οὕτως ἐπειδὴ πολλὰ εἰς
ος ἐκφερομένην γενικὴν ἔστιν ἡ εἰς ν αἰτιατική , οἷον Πάριος Πάριν , ὥσπερ βότρυος βότρυν , ἰχθύος ἰχθύν :
6078474 Ἰγνης
μετὰ τῆς ἴ ἀντωνυμίας , οἷον ἐγώ σύ ἴ , Ἴγνης Ἴγνητος , καὶ ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν , ὥσπερ
καὶ τὸ Φάγρης Φάγρητος καὶ τὸ Μάγνης Μάγνητος καὶ τὸ Ἴγνης Ἴγνητος καὶ τὸ Μάσης Μάσητος καὶ τὸ Πάρνης Πάρνηθος
6074892 ἀμφενεμοντο
τινα „ οἳ δ ' ἄρα Περκώτην ” καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο , καὶ Σηστὸν καὶ „ Ἄβυδον ἔχον καὶ δῖαν
καὶ αἰπεινὴν Γονόεσσαν Πελλήνην τ ' εἶχον ἠδ ' Αἴγιον ἀμφενέμοντο Αἰγιαλόν τ ' ἀνὰ πάντα καὶ ἀμφ ' Ἑλίκην
6072841 Ὀρνειας
ἐπὶ τῷδε Ὅμηρος τοὺς Ἀγαμέμνονος ὑπηκόους καταλέγων τὸ ἔπος ἐποίησεν Ὀρνειάς τ ' ἐνέμοντο Ἀραιθυρέην τ ' ἐρατεινήν . τάφους
, ἧς Ὅμηρος [ . Β , ] μνημονεύει λέγων Ὀρνειάς τ ' ἐνέμοντο . ἴσως δὲ , ὅτι ἐν
6069714 Σιληνος
πρὸς αὐλὸν ᾄδοντες μέλος ἐπιλήνιον , ἐφειστήκει δ ' αὐτοῖς Σιληνός : καὶ δι ' ὅλης τῆς ὁδοῦ τὸ γλεῦκος
εἰπεῖν : ἐπειδὰν πίῃ ὁ γέρων καὶ κατάσχῃ αὐτὸν ὁ Σιληνός , αὐτίκα ἐπὶ πολὺ ἄφωνός ἐστι καὶ καρηβαροῦντι καὶ
6069224 Πλευρων
χώραν Αἰτωλίαν ἐκάλεσεν . Αἰτωλοῦ δὲ καὶ Προνόης τῆς Φόρβου Πλευρὼν καὶ Καλυδὼν ἐγένοντο , ἀφ ' ὧν αἱ ἐν
αὐτῆς . Ἔχεται δ ' Αἰτωλία , ἐν ᾗ πόλις Πλευρὼν ὑπόκειται , χἱερόν ἅγιον Ἀθηνᾶς ἐστιν ὠνομασμένον . Ἔπειτα
6057926 σκολιον
ἀπέθνησκον : ὀξὺ γὰρ τοῦ Τεβέριος περὶ τὴν Φιδήνην καὶ σκολιὸν τὸ ῥεῦμα . ὁ δὲ Τύλλος μοίρᾳ τινὶ τῶν
μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα
6046967 Ἀρχεμαχος
ἐν βʹ Θετταλικῶν καλεῖσθαί φησι τοὺς πενέστας καὶ Θετταλικέτας . Ἀρχέμαχος δ ' ἐν τῇ τρίτῃ Εὐβοικῶν Βοιωτῶν , φησίν
προσαγορευομένην Αἰολεῖς ἐπελθόντες ἀφείλοντο , τοὺς δὲ κατέχοντας ἐξέβαλον . Ἀρχέμαχος δ ' ὁ Εὐβοεύς φησι τοὺς Κουρῆτας ἐν Χαλκίδι
6043503 Κλεοβουλον
φησιν . . . Σόλωνα Θαλῆν Πιττακόν Βίαντα Χίλωνα Μύσωνα Κλεόβουλον Περίανδρον Ἀνάχαρσιν Ἀκουσίλαον Ἐπιμενίδην Λεώφαντον Φερεκύδην Ἀριστόδημον Πυθαγόραν Λᾶσον
ἥδε Βίαντα πέτρη κόσμον Ἴωσι μέγαν . * ἄνδρα σοφὸν Κλεόβουλον ἀποφθίμενον καταπενθεῖ ἥδε πάτρα Λίνδος πόντῳ ἀγαλλομένη . *
6041102 Μακεδνον
κατὰ δὲ Ῥωμαίους Βέατα . ] τὸ ἐθνικὸν Μακαριεύς . Μακεδνόν , χωρίον ἐν Πίνδῳ , ὡς Ἡρόδοτος ἐν πρώτῃ
κατὰ δὲ Ῥωμαίους Βέατα . ] τὸ ἐθνικὸν Μακαριεύς . Μακεδνόν , χωρίον ἐν Πίνδῳ , ὡς Ἡρόδοτος ἐν πρώτῃ
6040051 Γαργαρον
ἐπήνεγκεν . μέρη γὰρ τῆς Ἴδης ἄλλα τε καὶ τὸ Γάργαρον . . . . . οἱ δ ' ἄρα
, . , , Θ : Ἴδην δ ' ἵκανεν Γάργαρον , . . . η . ι . .
6038990 Παφον
τὸ „ ἡ δ ' ἄρα Κύπρον ἵκανεν , εἰς Πάφον ” . πορθεῖ δὲ τοὺς Κίκονας , ὅτι συνεμάχησαν
πλεονασμῷ τοῦ π , πτίλα . Παφίη . παρὰ τὴν Πάφον , ἀποβολῇ τοῦ α , παρὰ τὸ παφίσκειν ,
6038163 ἐποποιος
βασιλεὺς ἀτιμάσῃ , κεραμέοις χρῆται . Χοιρίλος δ ' ὁ ἐποποιός φησι : χερσὶν ὄλβον ἔχω κύλικος τρύφος ἀμφὶς ἐαγός
καὶ Φερεκύδης καὶ Νίκανδρος ἐν δευτέρωι Αἰτωλικῶν καὶ Θεόπομπος ὁ ἐποποιός . : περὶ δὲ τοῦ δέρους ὅτι ἦν χρυσοῦν
6036989 Βουκολιωνα
Μαίναλον , Τηλεβόαν Φύσιον Φάσσον Φθῖον Λύκιον , Ἁλίφηρον Γενέτορα Βουκολίωνα Σωκλέα Φινέα , Εὐμήτην Ἁρπαλέα Πορθέα Πλάτωνα Αἵμονα ,
ἐκφυγέειν ὀλοοῖο φόνου στονόεσσαν ὁμοκλήν . Εὐρύπυλος μὲν ἔπεφνεν ἀμύμονα Βουκολίωνα Νῖσόν τε Χρομίον τε καὶ Ἄντιφον : οἳ δὲ
6031756 Ἀρχιλοχου
μολὼν Ἄρης : τρίμετρον δὲ καταληκτικόν , οἷόν ἐστι τὸ Ἀρχιλόχου , ὅ τινες ἀκέφαλον ἰαμβικὸν καλοῦσι , Ζεῦ πάτερ
τοῦδε τοῦ ὀνόματος εἰς τοὺς Ἕλληνας διαδοθέντος , κατὰ τοὺς Ἀρχιλόχου χρόνους , καθάπερ Ἱ . ὁ σοφιστής φησιν .
6027964 Αἰολιδης
Μινύας ὁ τὸν Ὀρχομενὸν κτίσας . καὶ κατὰ τοῦτο εἴρηται Αἰολίδης , ὅτι Σίσυφος Αἰόλου ἐγένετο : Μινύας δὲ κατὰ
κομίσας ὁ κριὸς ἀνεπαύσατο . [ ὅν ῥά ποτ ' Αἰολίδης : ] Διονύσιος ἐν τοῖς Ἀργοναυτικοῖς λέγει Κριὸν γεγονέναι
6026937 Κυτινιον
Πλαταιάς . . ἐκ Δωρίου καὶ Κυτινίου ] Δώριον καὶ Κυτίνιον καὶ Ἐρινεὸν πολίσματα τῆς ἐν Θετταλίᾳ Δωρίδος . εἰσὶ
ἐν ὑπομνήματι Λυκόφρονος . ὁ πολίτης Κυτιναῖος . ἔστι καὶ Κυτίνιον μία τῶν τριῶν τῶν Δωρικῶν . τὸ ἐθνικὸν Κυτινιώτης
6026469 Θηβης
λέγει : κατεσκάπτετο γὰρ ὑπ ' Ἀλεξάνδρου . . . Θήβης , ἣν ἤδη κατέσκαψεν Ἀλέξανδρος . . τὸν Φαρσάλιον
μὲν ξυλλαβοῦς ' αὐτὴ τρέφει τοὺς δ ' ἂν τὸ Θήβης ἄστυ ναίοντας μάθοις : ἡμεῖς δ ' ὅσοι πάρεσμεν
6025572 Καλυδων
ἐκάλεσεν . Αἰτωλοῦ δὲ καὶ Προνόης τῆς Φόρβου Πλευρὼν καὶ Καλυδὼν ἐγένοντο , ἀφ ' ὧν αἱ ἐν Αἰτωλίᾳ πόλεις
παραλήγει , καὶ φυλάττει τὸ ω : Ἀμυδὼν Ἀμυδῶνος : Καλυδὼν Καλυδῶνος . Τὰ εἰς δων ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ,
6025190 Δωριεις
οἱ αὐτοὶ ἦσαν Ἴωνες καὶ Ἀθηναῖοι , λεγέσθωσαν καὶ οἱ Δωριεῖς καὶ οἱ Αἰολεῖς οἱ αὐτοί , ὥστε δύο ἔθνη
καλούμενος τραχὺς καὶ δύσβατος . ἐκ τούτου δὲ φελλεάτας λέγουσι Δωριεῖς τοὺς κισσηρώδεις λίθους . αἱ δὲ αἶγες , παρὸ

Back