καὶ μαλάττει : ξηραντικώτερος δ ' αὐτῆς ὁ φλοιός . Σιλφίου θερμότατος μέν ἐστιν ὁ ὀπός , οὐ μὴν ἀλλὰ
πυρός , ἐπίπασσε μάνναν καὶ τὴν στυπτηρίαν καὶ χρῶ . Σιλφίου , σεμιδάλεως , ἀνὰ . . . . .
5059028 φθινων
' ἔστι πάλιν ἕτερον αἴτιον : διὰ τί δὲ χειμεριώτερος φθίνων ὁ μήν ; διότι ἐκλείπει . δύο τοίνυν προβλήματα
ὁ Νεῖλος μᾶλλον ῥεῖ τοῦ μηνὸς φθίνοντος ; διότι χειμεριώτερος φθίνων ὁ μήν : τοῦτο τὸ προσεχὲς μέσον τοῦ τὸν
5023503 Μαιμακτηριων
κάτω πρὸς τοὺς ἄνω ἀπὸ συμβόλων , καὶ μὴν ὁ Μαιμακτηριών , ἐν ᾧ ποῐοῦμεν τὰς δίκας καὶ τὰς γραφάς
, οἳ διοικοῦσι πάντα τὰ ὑπὸ τῆς βουλῆς πραττόμενα . Μαιμακτηριών : μὴν Ἀθήνησι πέμπτος [ γρ . τέταρτος ]
4664365 Ναι
τε ἡμῖν προσδιδόναι , πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ . Ναὶ πρὸς τῶν γονάτων . Ἄλλως , ὦ τᾶν ,
Ἀγησίλαε , μειοῦν μὲν ἄρα σύγε τοὺς φίλους ἠπίστω . Ναὶ μὰ Δί ' , ἔφη , τούς γε βουλομένους
4594217 γε
ὑπὲρ γῆς ὁρώμενος , ἐκείνοις ἀνίσχων φαίνεται ἀναγκαίως , σφαιρικήν γε τῷ σχήματι ὑπάρχουσαν περιερχόμενος τὴν γῆν καὶ κατὰ τὴν
, λέγε : πάντες γὰρ ἡμεῖς Σωκράτει εἰσοίσομεν . Πάνυ γε οἶμαι , ἦ δ ' ὅς : ἵνα Σωκράτης
4542602 μειος
οὐδετέρου παρασχηματισμὸν διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται : οἷον , μεῖος : θεῖος : Κεῖος : ῥεῖος : χρεῖος ,
ἐν τῇ περὶ Ἰάδος διαλέκτῳ . Μήν . παρὰ τὸ μεῖος . ὁ αὐτὸς ἀνὴρ οὕτω φησὶ , μεῖος μειὴν
4517739 Οὐ
τὰς μαρτυρίας αὐτῶν ἀνάγνωθι καὶ τὰ ψηφίσματα τὰ Δημοσθένους . Οὐ τοίνυν μόνον ταῦτα ἔγραψεν , ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα
. Μάγας , κακόδαιμον , γράμματ ' οὐκ ἐπίσταται . Οὐ τοὺς ἀώρους εἶπά σοι , μαστιγία , πόδας πρίασθαι
4414894 Οὐδε
τῷ μικρῷ , ὃ αὐτὸς λέγεται ἐκφυτεῦσαι . κδʹ . Οὐδὲ τὸν Βυζάντιον σοφιστὴν παραλείψω Μάρκον , ὑπὲρ οὗ κἂν
φόνιον , παφλάζων τῷ θυμῷ καὶ ὡς πῦρ ὁρώμενος . Οὐδὲ Γάγγῃ τῷ παρ ' Ἰνδοῖς ποταμῷ τοσοῦτον βρύχημα ,
4291481 παρηγορητικον
γυναικῶν καὶ γυναικείου κόλπου . ἔστι δὲ καὶ τῶν ὀδυνῶν παρηγορητικὸν γάλακτι ἀνιέμενον τοῦτο , καὶ τὰς ἄλλας νομὰς ἰᾶται
γίνωνται . Ἐπικρατεῖν μὲν οὖν χρὴ ἐν ἀρχῇ μὲν τὸ παρηγορητικὸν εἶδος τῶν φαρμάκων , ἐπὶ τελευτῇ δὲ τὸ διαφορητικόν
4279156 ὀλιγιστα
οἱ Ῥωμαῖοι κατὰ ταὐτὰ Ἕλλησιν , ἀλλὰ καὶ τρία ὁπότε ὀλίγιστα καὶ ἔτι πλέονα ὀνόματα ἑκάστῳ τίθενται . τῷ δὲ
σκήπτρῳ στέμματα τοῦ θεοῦ , κομίζειν δὲ καὶ ἄποινα οὐκ ὀλίγιστα [ τὰ δὲ ] εἰς τοὺς Ἀχαιοὺς ἱκετεύειν πάντας
4264414 χειμεριωτερος
. Μᾶλλον δὲ τοῦτ ' ἐμφανὲς ἐπὶ τοῦ βορέου : χειμεριώτερος γὰρ οὗτος καὶ εὐθὺ τὴν προσενεχθεῖσαν ἔπηξεν ὕλην .
δ ' ἔστι πάλιν ἕτερον αἴτιον : διὰ τί δὲ χειμεριώτερος φθίνων ὁ μήν ; διότι ἐκλείπει . δύο τοίνυν
4189114 νεοσσος
χρόνον , ποτὲ δὲ ψυχὴν ἀνθρώπου ἄρρενος . Καὶ ἀετοῦ νεοσσὸς ἀρρενογόνον καὶ κυκλοειδὸν σημαίνει : ὡσαύτως δὲ φαλλὸς ἠρεθισμένος
ἐκεῖ τελευτᾷ : καὶ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρὸς ὁ νεοσσὸς πάλιν ἐπὶ τὴν ἰδίαν πατρίδα ἄπεισιν , οἱ δὲ
4176534 κεχωρισμενος
. ὁ μὲν οὖν λιθώδης πῶρος ἐμπλέων εὑρίσκεται τοῖς σώμασι κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ
τούτου φρονῶ , ἀλλὰ μεμονωμένος εἰμὶ κατὰ τὴν φρόνησιν καὶ κεχωρισμένος τῶν ἄλλων τὰ περὶ τούτου φρονῶ . οὐ γὰρ
4161592 ῥην
ἀρνειός , τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου φυλαττομένου . ἢ ἀπὸ τοῦ ῥήν ῥηνός , ἐξ οὗ τὸ πολύρρηνες , πολυβοῦται :
ἀρσενικὸν καὶ θηλυκὸν ὀξύνεται : Πάν Ἄν Ζήν μήν χήν ῥήν χωρὶς τοῦ Θῶν Θῶντος . Τὰ εἰς ΙΣ μονοσύλλαβα
4135932 σωματωδες
ἄνθρακες δὲ ὅλως οὐ γίνονται διὰ τὸ μὴ ἔχειν τὸ σωματῶδες . Τέμνουσι δὲ καὶ ζητοῦσι εἰς τὰς ἀνθρακιὰς τὰ
, τοῖς δὲ τελείοις μέγα . καὶ μέντοι καὶ τὸ σωματῶδες τῆς σκίλλης κόψας , λειώσας , μετὰ μέλιτος δίδωμι
4057753 Βοηδρομιων
μὲν , ὦ γῆ καὶ θεοὶ , τὰ μυστήρια . Βοηδρομιὼν δὲ οὗτος ἑτέρας τὰ νῦν δεῖται βοῆς , οὐχ
στρατεύματος βοῆς τῆς ἐπὶ τῷ ἄστει δραμούσης ὁ Ἀπόλλων † Βοηδρομιὼν ἐκλήθη καὶ ἡ θυσία καὶ ὁ μήν . Φερεκύδης
4017650 Ἰπνος
τέλει παράγραφος . 〛 εἰς τὸν ἰπνὸν εἴσω πλησίον : Ἰπνὸς μὲν ἡ κάμινος . καταχρηστικῶς δὲ ἡ ἐσχάρα .
λεγόμενον παρ ' ἡμῖν μαγειρεῖον : ἔστι γοῦν δρᾶμα Φερεκράτους Ἰπνὸς ἢ Παννυχίς , ἐν ᾧ δηλοῦται τοῦτο , ὅτι
4008462 οὐ
. ὁ δὲ στρατηγός , γνώμῃ γὰρ ἅπαντα ἔπρασσε καὶ οὐ λίαν τῇ ὀργῇ ξυνεχώρει , οὐκ ἐς τόδε ὠμότητος
γὰρ καὶ ἐν τῇ θεωρίᾳ ὅτι ἡ ἀφαίρεσις τῶν ὁμοιομερῶν οὐ ποιεῖ κολοβὸν τὸ καταλειφθὲν , καὶ τὴν αἰτίαν προστεθείκαμεν
3997859 πεπλυμενος
φέρειν δύνασθαι πρᾴως ἔφασκε . καὶ ὁ ἐχῖνος δὲ ὁ πεπλυμένος ἐσθιόμενος καθ ' αὑτὸν ἢ μετὰ χρυσαττικοῦ ἢ ὑδρομήλου
: ἀποβραχείσης ἐν χυλῶ τήλεως : ἔστι δὲ ὁ μὲν πεπλυμένος ποφόλυξ : ξηραίνων ἀδήκτως : εἴπέρ τι καὶ ἄλλως
3953811 ξυμφεροντων
ἀποθανεῖν , καὶ τὸ μὲν ζῆν αὐτοῖς ἐστιν ἀπὸ τῶν ξυμφερόντων , τὸ δὲ ἀποθανεῖν ἀπὸ τῶν μὴ ξυμ -
καὶ κατὰ τὰ οὖρα : ἢν δὲ μή τι τῶν ξυμφερόντων ἐκκρίνηται διὰ τῶν τόπων τούτων , κακόν . Ἐν
3948769 ποικιλωτερος
πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων ὁ ἄρρην καὶ ποικιλώτερος . τὸ δὲ λεγόμενον γλαυκίον διὰ τὴν τῶν ὀμμάτων
ἄρτι δὲ ταῦρος ἢ κύκνος ἢ ἀετός , καὶ ὅλως ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως : μόνην δὲ τὴν Ἀθηνᾶν ἔφυσεν ἐκ
3916126 κεχορηγημενος
ἀρσενικὰ καλεῖται , οὕτω καὶ ἂν τύπῳ ᾖ ὁ παραπληρωματικὸς κεχορηγημένος συνδεσμικῷ , μὴ μὴν δηλουμένῳ , εἰρήσεται σύνδεσμος .
ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχηται λογισμὸν κἂν ἐν φύσει κεχορηγημένος . Τὸν περίπατον ἐὰν ποιῇς , τοῖς ὁρίοις χρῶ
3896427 ὀχευε
ἡμέρῃ μιῇ . σὺ δ ' ἔσθιε , πίνε , ὄχευε , ὡς τά γε ἄλλα οὐδὲ τούτου ἐστὶν ἄξια
Ταρσόν τε καὶ Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρηι μιῆι . ἔσθιε πῖνε ὄχευε , ὡς τά γ ' ἄλλα οὐδὲ τούτου ἐστὶν
3887633 βλαβερωτατα
μὲν ῥίζαις συμβάλλεται , τοῖς δὲ κλάδοις καὶ τοῖς φύλλοις βλαβερώτατά ἐστι . βλάπτει δὲ οὐδὲν ἧττον καὶ τὰ λάχανα
δὲ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι κάμνουσι καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς θερμοτέροις βλαβερώτατά ἐστι καὶ ταῦτα καὶ τὸ προκείμενον ἡμέτερον φάρμακον :
3871641 πολυτελης
, εὐτελὴς ὑπερβολῇ , ὁ δ ' ἄσωτός ἐστι , πολυτελής , θρασὺς σφόδρα . εὐώνυμον λέγουσιν , οὐ μόνον
καὶ ἀηδίαν ἐμποιοῦντας τοῖς δαιτυμόσιν . Ἄβρωνος βίος : ὁ πολυτελής . Ἄβρων γάρ τις ἐγένετο πλούσιος . ὅθεν καὶ
3849504 σιγηλον
καὶ οὐδὲν ἠδύνατο λαλεῖν . Τοῦτον ὁ δεσπότης κατὰ πάντα σιγηλὸν ἔχων καὶ ἀποίητον τῇ πολιτικῇ ἐργασίᾳ , ἔπεμψεν εἰς
τοῖς οἰκείοις ὅροις ἔμενε λίθος ὢν οὐδὲ τὸ τῆς φύσεως σιγηλὸν ἠνείχετο , ἀλλὰ καὶ λίθος ὢν εἶχεν ἐξουσίαν φωνῆς
3838811 πειθαρχια
ὠνόμασε μητέρα τῆς εὐπραξίας τῆς σωτῆρος , λέγων : ἡ πειθαρχία γυνή ἐστι μήτηρ τῆς σωτῆρος εὐπραξίας : οὕτως λέγεται
σπαραγμάτων τοὺς πολίτας κατακλῶσα καὶ πρὸς δειλίαν ἐπάγουσα . . πειθαρχία γάρ ἐστι ] πάνυ εὐφυῶς ὁ Αἰσχύλος τὴν πειθαρχίαν
3812809 Ἐλεφαντι
: καὶ τῶνδε ἄφυκτοϲ ἡ διαδοχή . Περὶ ἐλέφαντοϲ . Ἐλέφαντι τῷ πάθεϊ καὶ τῷ θηρίῳ τῷ ἐλέφαντι ξυνὰ μυρία
τοῦ κακοῦ τῷ φαρμάκῳ τούτῳ , ἄσωστά οἵ ἐστιν . Ἐλέφαντι † μὲν ἀγελαίῳ δὲ εἰθισμένω γε μὴν ὕδωρ πόμα
3795940 βραχυτατα
ἀρτηριῶν γὰρ ὧδε καὶ φλεβῶν ἀνηνεγμένων καὶ κατακεκερματισμένων εἰς ἀγγεῖα βραχύτατα , τὸ δικτυοειδὲς ἐντεῦθεν γίνεται πλέγμα , κάτωθεν διὰ
καὶ μείζω , ἐνίοτέ γε μὴν καὶ οἷον ψήγματα ὑπέρυθρα βραχύτατα , καὶ ταῦτα πάντα ἢ μείω φαίνεται ἢ πλείω
3781596 σπανια
εἰς μος δισύλλαβα διφθόγγῳ τῇ διὰ τοῦ ι παραληγόμενα , σπάνια καὶ ἐν ἀριθμῷ : ὁποῖον τί ἐστιν τὸ λοιμὸς
δὲ τὸ μεταξὺ διάστημα καὶ λιμένας οὐ πολλοὺς ὑδρεῖά τε σπάνια . ἔστι δὲ ἄκρα λεγομένη Ψευδοπενιάς , ἐφ '
3765684 προμηθειται
, ἀλλ ' ἐπειδὴ καὶ τὴν ἰσχύν ἐστιν ἄνισα , προμηθεῖται δὲ τῶν ἀσθενεστέρων , ὡς μὴ πρὸς δυνατωτέρας βίας
οὗτος γὰρ οὐκ ἀλογεῖ μὲν τῶν κατὰ ψυχὴν ἀρετῶν , προμηθεῖται δὲ καὶ τῆς τοῦ σώματος εὐσταθείας , | ἐφίεται
3761389 Δι
ἀλλ ' αὐτό , δι ' οὗ καὶ ὁρᾷ . Δι ' οὗ γὰρ ἐφωτίσθη , τοῦτό ἐστιν , ὃ
ψεύσματος , ὑπερπεπαικότα δὲ τὴν ἐκείνων ἀπιθανότητα τοῖς πλάσμασι . Δι ' ὃ καὶ δῆλός ἐστι συντεθεικὼς κατὰ πολλὴν ἀπέχθειαν
3753464 ἀναγκαιοτερα
παρατιθέασι , καὶ ὥσπερ λάσανον ὑπ ' αὐτῶν ποιοῦσιν . ἀναγκαιοτέρα δὲ ἡ πρώτη ἐστὶν ἐξήγησις . Γ οὐ δεξίως
οὐ κατεδείσαμεν : οὐ μὴν ἐγένετο ἡμέρα τῆς ἐπιούσης ταύτης ἀναγκαιοτέρα οὐδὲ καιρὸς ἀμείνων οὐδ ' ἐν ᾧ μᾶλλον ἔδει
3752562 ὑπηντιαζε
μεθ ' ἑαυτοῦ καὶ πολλὴν ἄγων δύναμιν , τῷ Φιμβρίᾳ ὑπηντίαζε . Τὰ μὲν οὖν πρῶτα τὸ ἐπικρατέστερον οἱ βάρβαροι
παρ ' ἡμῶν ὑπηντίαζε ] καὶ δὴ παρ ' ἡμῶν ὑπηντίαζε καὶ ἐναντίως τούτοις ἐφέρετο ὁ ῥόθος καὶ ὁ ἦχος
3750343 ἐγγυτερα
εἰς τὸ πρῶτον σελίδιον τοῦ παραλλακτικοῦ κανόνος . ἔστιν γὰρ ἐγγυτέρα διάστασις τοῦ μὲν ἡλίου ἀποχῆς ξ , καὶ ἀποχῆς
τὰς λειπούσας εἰς τὰς ρπ μοίρας ξ , ἥτις ἐστὶν ἐγγυτέρα διάστασις τῆς μέσης σελήνης ἀπὸ τοῦ διαμετροῦντος τὴν μέσην
3748833 ΛΖΘ
τῆς ὑπὸ ΗΖΕ γωνίας , ἡ δὲ ἐφεξῆς ἡ ὑπὸ ΛΖΘ μείζων ἐστὶ τῆς ὑπὸ ΛΓΘ . οὐκ ἐλάσσων ἄρα
, ἡ ΛΘ πρὸς ΘΜ : ἴση ἄρα ἡ ὑπὸ ΛΖΘ γωνία τῇ ὑπὸ ΘΖΜ : ἴση ἄρα φαίνεται ἡ
3737268 πολυκεφαλος
βλέπει δὲ εἰς τὸ ὄντως ὄν . οὗτός ἐστιν ὁ πολυκέφαλος , πολλὰς οὐσίας καὶ ζωὰς προβεβλημένος , δι '
βλέπει δὲ εἰς τὸ ὄντως ὄν . οὗτός ἐστιν ὁ πολυκέφαλος , πολλὰς οὐσίας καὶ ζῳὰς προβεβλημένος , δι '
3735589 νεηλυδος
οὕτω καταλιπὼν στρατηγὸν αὐτοῦ μετὰ στρατιᾶς ἱκανῆς , ἀκραιφνοῦς καὶ νεήλυδος , ὥστε δύνασθαι πολιορκεῖν τε τὸ ἄστυ καὶ πάσης
διὰ τοῦ δος κλίνονται , οἷον ἔπηλυς ἐπήλυδος , νέηλυς νεήλυδος : ταῦτα γὰρ οὐκ εἰσὶν ἀπὸ ἁπλῶν εἰς υς
3727037 ἀειθαλη
τὸν ἡμερώτατον , πᾶν δὲ φυτόν : καὶ γὰρ τὰ ἀειθαλῆ φέρει : τυγχάνει δ ' ἐπιμελείας οὐδὲ μικρᾶς „
οἷον συκή , καρύα , ῥοιὰ καὶ τὰ ὅμοια , ἀειθαλῆ δέ , οἷον μυρσίνη , δάφνη καὶ τὰ τοιαῦτα
3691262 ἀτροφος
εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ
βρέφος , ἐπὶ πλεῖον δ ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ : ἄτροφος γὰρ γίνεται † ὡς τοῦ τρέφοντος αἴτιος † .
3681986 ὑδαρεστερα
νεοσφαγῶν ἀποπλύματι παραπλήσιον . ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα ἰδέα ἐκκρίσεως ὑδαρεστέρα , πεττούσης μὲν ἀκριβῶς τῆς γαστρός , τῆς ἀναδόσεως
λευκός , διαυγής , μέσος τοῖς ἔτεσι : κρᾶσις δὲ ὑδαρεστέρα μᾶλλον καὶ τὸ πινόμενον ὀλίγον . Εἰ δὲ δίψος
3678367 ἐρατα
ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστί : μή μοι δῶρ ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης : οὔ τοι ἀπόβλητ ' ἐστὶ
δ ' αὖ καὶ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀνθεμόεσσαν ἔργ ' ἐρατὰ φθείρουσι χαμαιγενέων ἀνθρώπων , πιμπλεῖσαι κόνιός τε καὶ ἀργαλέου
3675671 ἰσχυροτατος
. αἴτιον δ ' ἔγωγε νομίζω τοῦ τοιούτου , ᾗ ἰσχυρότατος ὁ σεισμὸς ἐγένετο , κατὰ τοῦτο ἀποστέλλειν τε τὴν
ὅπλα , οὗ μέγιστος καὶ κάλλιστος ἦν αὐτὸς αὑτοῦ καὶ ἰσχυρότατος καὶ ῥωμαλεώτατος , πολὺν θόρυβον παρέσχε τοῖς Ἕλλησι .
3664101 ἀδενδρος
τῆς Ἐφεσίας . Στράβων τρισκαιδεκάτῳ . τὸ ἐθνικὸν Κατακεκαυμενίτης ” ἄδενδρος ἅπασα πλὴν τῆς ἀμπέλου τῆς τὸν Κατακεκαυμενίτην φερούσης οἶνον
καλεῖν : εἴτε Μῃονίαν : λέγεται γὰρ ἀμφοτέρως : ἅπαντα ἄδενδρος , πλὴν ἀμπέλου τῆς τὸν Κατακεκαυμενίτην φερούσης οἶνον ,
3661842 ἡλικη
θαλάττῃ : καὶ περὶ τῆς ἐργασίας τῆς δανειστικῆς διεξιέναι , ἡλίκη , καὶ αὐτὸς ὅσα εἴληφε καὶ ἀπολώλεκε : καὶ
γῆς μέγεθος . Οὖσα δὲ τὸ μέγεθος ἡ γῆ , ἡλίκη διὰ τῶν προειρημένων ἐφόδων ἐπιδέδεικται , οὐ μόνον πρὸς
3660298 λοπας
τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . καὶ μὴν χθές γ ' ἦν Πέρδιξ
τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . καὶ μὴν χθές γ ' ἦν Πέρδιξ
3642893 μεταδουσα
τοι Διόνυσον νήπιον ὄντα τρέφει μὲν Ἰνὼ θηλὰς ὑποσχοῦσα καὶ μεταδοῦσα γάλακτος : κοινωνοῦσι δέ οἱ τῆς παιδοτροφίας Αὐτονόη τε
ὡς πρώτη δείξασα τοὺς καρποὺς , ἡ δὲ ὡς πλείστοις μεταδοῦσα , ἡ δέ τις ὡς νόμους καταδείξασα , ἡ
3642410 Ἀλλα
ἢ οὕτως ὑπολαβόντες , κεκράξονται δεῖν τὴν ἡδονὴν στεφανοῦν . Ἀλλὰ καὶ ταύτης τὸ βραβεῖον φέρεσθαι μελλούσης , ἐπὴν εἰσβάλλῃ
, ἡ ἡμετέρα χρεία . Πῶς δ ' οὔ ; Ἀλλὰ μὴν πρώτη γε καὶ μεγίστη τῶν χρειῶν ἡ τῆς
3640484 φιλοξενος
μὰ τὸν κύν ' , ὦ Νικόστρατ ' , οὐ φιλόξενος , ἐπεὶ καταπύγων ἐστὶν ὅ γε Φιλόξενος . ἄλλως
πάνυ : παρὰ πάντων δὲ δίκαιος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ , φιλόξενος καὶ φιλόστοργος ἕως τέλους τῆς ζωῆς αὐτοῦ : σὺ
3630767 ναι
ἄνθρωποι τὸ φλόγας ἐκπέμπον πῦρ . ὁ δέ φησιν , ναὶ , ἀφ ' οὗ γε πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας .
ἀνόητοι καὶ ἄδικοι . ταῦτα . . . ἀνθεῖ ] ναὶ ἐφευρίσκεις καινὰς γνώμας . ταῦτα ] αἱ εὑρεσιλόγιαι ,
3612535 ἀξυμφορα
διὰ τοῦτο καὶ συμφέροντα : τοὐναντίον γὰρ πολλὰ τῶν ἡδέων ἀξύμφορα ἐξελέγχεται . αὐτίκα τείχη μὲν καὶ ὅπλα καὶ μηχανήματα
ἐστι , καυσώδεα δὲ διότι λιπαρὰ ἐόντα καὶ γλυκέα καὶ ἀξύμφορα ἀλλήλοισιν , οὐ τῆς αὐτῆς καθεψήσιος δεόμενα , ἐν
3604323 κτημ
κοὐδενὶ συνήντα τῶν βαδιζόντων χαμαί , εἶθ ' ὅτι τοιοῦτο κτῆμ ' ἐκέκτηθ ' ὧι λίθους ἅπαντας ἐπόει τοὺς ἐνοχλοῦντας
μο [ μᾶλλον δετ ? [ τέχνην α ! [ κτῆμ ' ἐστι ς [ ἄπληστος ε ? [ πάντ
3597662 Ἰος
. μητρὶς δέ τοι , οὐ πατρίς ἐστιν . ἔστιν Ἴος νῆσος μητρὸς πατρίς , ἥ σε θανόντα δέξεται .
γονέων καὶ πόθεν . ὁ δὲ ἀνεῖλεν οὕτως : ἔστιν Ἴος νῆσος μητρὸς πατρίς , ἥ σε θανόντα δέξεται :
3592380 ἀληθινα
μνήμη καὶ δυσεξάλειπτος . ὅλως δὲ καλὰ νόμιζε ὕψη καὶ ἀληθινὰ τὰ διὰ παντὸς ἀρέσκοντα καὶ πᾶσιν . ὅταν γὰρ
διεψεῦσθαί τε ἐν ἅπασιν οἷς θεωρεῖ . Τὰ μὲν γὰρ ἀληθινὰ ἂν εἴη ἐκεῖνα : θεωρήσει τοίνυν αὐτὰ οὐκ ἔχων
3581358 νωθροτερα
ἐπειδὴ ὅσον χρονίζει τὸ νόσημα , τοσοῦτον καὶ ἡ ὕλη νωθροτέρα καὶ παχυτέρα γίνεται , καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸ
τέκοι παρὰ τὰς ὁδούς : οἶδε γὰρ ὅτι δραμεῖν ἐστι νωθροτέρα . τίκτει οὖν ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ τοῖς δρυμοῖς
3573843 ἐπαξιος
οἶδας ἐνὶ φρεσὶ λευγαλέῃσιν οὔθ ' ὅ τις ἀργαλέος καὶ ἐπάξιος ἄλγεα πάσχειν , οὔθ ' ὅ τις ἀθανάτοισι τετιμένος
ὁ κλῆρος , μείζων ἴσως τῆς δυνάμεως τοῦ λαμβάνοντος , ἐπάξιος δὲ τοῦ μεγέθους τοῦ διδόντος . Ἀλλ ' οὐκ
3558012 ἠδος
, ὡς ἡδονὴ ἦδος : οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος . ἀλύξαι : φυγεῖν , εἰς τὸ ἐκφυγεῖν .
: αἶσχος ἦθος εὖρος εἶδος . οὕτως οὖν καὶ τὸ ἦδος . τὸ δὲ ἡθμὸς δασύνεται καίτοι τὸ η ἔχον
3557885 ἐλλειπτικως
γὰρ ἐρωμένη αὐτῷ πρὸ τοῦ θανεῖν . μόνας σέθεν : ἐλλειπτικῶς : δέον εἰπεῖν , ὅτι ἐπὶ σοὶ ἀποθανούσῃ διετέλεσα
πως , ἤγουν τινὶ τρόπῳ , τὸν αἰπόλον ἐκεῖνον . ἐλλειπτικῶς : τῆνόν πως ἐνταῦθα τὸν αἰπόλον , νοητέον ἔξωθεν
3546023 ἐχινος
ποιηταὶ καλεῖν φιλοῦσιν αὐτήν : πονηρὸν δὲ καὶ ὁ χερσαῖος ἐχῖνός ἐστι . καὶ ὃ μὲν ἑαυτὸν συνειλήσας κεῖται ,
ἀναίμου τε ὄντος καὶ τόσον γόνον ᾠοτοκοῦντος , ὡς ὁ ἐχῖνός τε ᾠὰ πέντε γεννᾷ , ἓν δὲ τὸ ὄστρεον
3536047 πολυχρονιωτερα
εἶναι βιωφελέστερα καὶ ἡδίω ψυχῇ καὶ σώματι τὰ γυμνάσματα καὶ πολυχρονιώτερα τῶν ἐν ἀθλήσεσι , μὴ συναφηβῶντα τῇ τοῦ σώματος
τοιαῦτα καὶ ἑαυτοῖς . Ὡς δ ' ἁπλῶς εἰπεῖν πάντα πολυχρονιώτερα διὰ τὸ περιέχον : ἐπεὶ καὶ τὸ γίγαρτον καὶ
3533960 τηλικουτος
κἀγὼ μὲν ὁ τάλας νεκρὸν ἀντὶ νυμφίου ἐκομισάμην καὶ ἔθαψα τηλικοῦτος ὢν ἄρτι γενειάσκοντα τὸν ἄριστον παῖδα τὸν ἀγαπητόν :
. οὐ γὰρ ἂν τρὶς πιὼν οὕτως κατηνέχθη ὑπὸ μέθης τηλικοῦτος ὤν . ἦν οὖν καὶ τότε μεγάλα ποτήρια ,
3526937 δεινοτατος
ζητοῦντα ἀπολογήσασθαι μηδὲν ἔχειν ἰσχυρὸν εἰπεῖν . καὶ γὰρ εἰ δεινότατος σύ γε σοφιστῶν , ἀλλὰ τά γε τρὶς τέτταρα
εἰδείη μόνον , ἀλλὰ καὶ δύναιτο , πάντως ἂν εἴη δεινότατος ῥητόρων καὶ οἷος ἅπαντας παρεληλυθέναι , ὥσπερ καὶ ὁ
3526497 παμπολυ
ξύλον αὕτη . ἐπὶ μὲν οὖν τῶν ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν πάμπολυ διέστηκε τὸ ὃ τοῦ αὕτη ἢ οὗτος , ὁμοίως
ἄν , εἴ γε τὸ ὂν καὶ τὸ θάτερον μὴ πάμπολυ διεφερέτην : ἀλλ ' εἴπερ θάτερον ἀμφοῖν μετεῖχε τοῖν
3516950 Ἀνδρι
διαχωρήματα λεπτά : ἐς ὀφθαλμὸν δεξιὸν , περὶ ὀγδόην . Ἀνδρὶ ταὐτὰ , πλὴν ἑβδόμῃ ἐκρίθη : ὑπόσπληνος , ἐς
ἐπιφανείας . ἐντεῦθεν ἡ παροιμία τὸ κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι . Ἀνδρὶ πεινῶντι κλέπτειν ἔστ ' ἀναγκαίως ἔχον : ἐπὶ τῶν
3510663 ὑψηλοφρων
συνουσίας . ὅταν γὰρ ἀφίκηται μέν τις ἐπὶ τὸν σύλλογον ὑψηλόφρων τε καὶ γεγανωμένος , ἐπειδὴ πολλὰς μὲν κέκτηται οἰκίας
ἔξω θείου χοροῦ , ἀλλ ' ὅτι σοβαρὸς ἦν καὶ ὑψηλόφρων καὶ ταῖς θεαῖς ἐρίζειν ἠξίου . ἀλαζονεία δὲ ἄρα
3510389 κακοχυμος
ἀμείνων ἐστίν , ἀλλὰ καὶ αὕτη διαφθαρεῖσα κατὰ τὴν γαστέρα κακόχυμος ἱκανῶς γίνεται . τῶν δὲ λαχάνων οὐδὲν μὲν εὔχυμόν
δ ' αὐξηθεῖσα τοῖς σηπεδονώδεσιν ἑτοίμως ἁλίσκεται νοσήμασιν , ὅτι κακόχυμος ἑτοίμως γίνεται . εἰ δ ' ὀλίγῳ μὲν ὑγροτέρα
3505234 κοβαλος
κοβαλεία ἐλέγετο ἡ προσποιητὴ μετ ' ἀπάτης παιδιὰ , καὶ κόβαλος ὁ ταύτῃ χρώμενος . ἔοικε δὲ συνώνυμον τῷ βωμολόχῳ
κόβαλος δὲ ὁ λάλος , ὁ ῥήτωρ . . 〚 κόβαλος : Κόβαλοι δαίμονές εἰσί τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον
3497191 χονδρωδων
: τὸ κάτω δὲ τῶν ὀστῶν τούτων πέρας ἐπίφυσιν ἔχει χονδρωδῶν σωμάτων λεπτῶν , ἃ καλεῖται πτερύγια . λοιπὸν δ
ταῦτα ποιοῦμεν ἐπὶ τῶν ὀστωδῶν πλευρῶν : ἐπὶ δὲ τῶν χονδρωδῶν ἐκτέμνειν χρὴ καὶ ἀναιρεῖσθαι διὰ σμιλίου βαρυτάτου ἢ κατ
3497059 ἐπωφελεστατον
Ἔτι μὴν καὶ ἔλαιον , ἀλλὰ σὺν οἴνῳ διδόμενον τοῦτο ἐπωφελέστατον τῷ κάμνοντι : καὶ χιὼν μετὰ δὴ γλεύκους πινομένη
πρὸς διττὴν καθὼς προεῖπον χρείαν . τοῖς μὲν οὖν φρενιτικοῖς ἐπωφελέστατον : ἀρίστη δὲ καὶ τοῖς καρουμένοις καὶ πρὸς τοὺς
3493300 εἰσειδον
ὑπογράφοντος ; . . καὶ μὲν δὴ καὶ Τάνταλόν γε εἰσεῖδον : ἐπεδήμει γὰρ ἄρα καὶ Π . ὁ Κεῖος
πῶς ἔξωθεν τὰ ἔσω ἐθεώρει ; . καὶ μὴν Σίσυφον εἰσεῖδον . † ) πῶς δύναται σὺν τῷ λίθῳ καὶ
3492530 Ἡδιστον
ὁ Ἴστρος οὐ γόνιμος , ὁ δὲ Νεῖλος γόνιμος . Ἥδιστον θέαμα ὁ Νεῖλος , ἀλλ ' οὐ τολμῶ παραπεμψάμενος
δενδροτρόφα , καὶ λειμῶνες ἀνθοῦντες , καὶ νάματα ῥέοντα . Ἥδιστον ἦν θέαμα ὁ Ἀχιλλεύς , οὐ διὰ τὴν ξάνθην
3491493 μονοτροπος
βούλεται ἔχειν ἅπαντα : τοῦτο γινώσκει μόνον , καὶ ζῆι μονότροπος , γραῦν ἔχων διάκονον . οὗ δ ' εἰσελήλυθ
μουσικὴν διδάσκων πᾶσαν . οὗτος μισθοῦται τὴν Κρηθηΐδα , ὢν μονότροπος , ἐριουργῆσαι αὐτῷ ἔριά τινα ἃ παρὰ τῶν παίδων
3487096 συμπεπλεγμενον
μὲν τὸ διεζευγμένον μεγάλην ἔχει ἀξίαν , πρὸς δὲ τὸ συμπεπλεγμένον ἀπαξίαν , οὕτω καὶ τὸ τὴν μείζω μερίδα ἐκλέξασθαι
δεύτερον . “ ἐπεὶ γὰρ ἔχομεν συνημμένον ἐν ᾧ ἡγεῖται συμπεπλεγμένον τὸ πρῶτον καὶ τὸ δεύτερον , λήγει δὲ τὸ
3484931 σμικρη
καὶ σιμὴν , ἐσθλοί . Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι .
εἰ ἔχοι , ἐρυθρὰ ἐπιφαινόμενα ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : γαστὴρ σμικρὴ , ἄλλοτε μεγάλη , οἷον , βήσσουσα γὰρ ἐτύγχανεν
3471239 ἀλογωτατον
μῦθον οὐδὲν ἐταράχθημεν : ὅλως δὲ ὧδέ πως ἁπάντων ἐστὶν ἀλογώτατον , παρέντα τὰ πράγματα λόγους περιεργάζεσθαι : τί γὰρ
; οὐδὲν γὰρ ἔμοιγέ ἐστι τοιοῦτον πεπραγμένον , ἀλλ ' ἀλογώτατον πάντων κινδυνεύω πολὺ μείζω συμφορὰν ἐμαυτῷ διὰ τούτους ἐπαγαγέσθαι
3467560 πιθηκος
ὦ Κηρυκίδη , ἀχνυμένη σκυτάλη , εἶτ ' ἐπιφέρει : πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς μοῦνος ἀν ' ἐσχατιήν . τῷ
ἐπειδὴ ἐγένοντο κατά τινας τύμβους , ἐνταῦθα ἀποβλέψας ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος . τῆς δὲ ἀλώπεκος ἐρομένης τὴν αἰτίαν ὁ πίθηκος
3463426 λαλος
: τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι
συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ
3458289 ἐξευρηκως
ἐκείνου καὶ ἐτιμωρήσατο τὸν ἀδελφὸν Ἀντίπατρον , ἀνεφάνη μέντοι φονέα ἐξευρηκὼς ἑαυτῷ καὶ οὐ σύμμαχον . Κασσάνδρῳ μὲν ὅστις δὴ
οὐδέπω χάριν ἄν μοι εἰδείης εἰκότως : οὐδὲν γάρ σοι ἐξευρηκὼς ἔδειξα , ὡς ἐγγυτέρω σε ποιήσειν τῆς ἐλπίδος ,
3458097 πλουσιωτατος
τί ἂν ἡ σοφία ὠφελοίη ; ἢ πῶς ἂν οὗτος πλουσιώτατος εἴη , ὅν γε οὐδὲν κωλύει πτωχεύειν , μηδενός
. διόπερ Λεύκιος Ἰούνιος , ὀρφανὸς ὢν καὶ πάντων Ῥωμαίων πλουσιώτατος , δι ' ἀμφότερα τὴν τοῦ Ταρκυνίου πλεονεξίαν ὑπώπτευεν
3448700 κορος
Ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει ] ἀπαμβλύνει γὰρ καὶ καταβάλλει ὁ κόρος τῶν λόγων τὰς ταχείας ἐλπίδας τῶν ἀκροατῶν : ποταπός
ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ ' αὐτόν , ἡ δὲ ἐκπύρωσις κόρος . πάντα γάρ , φησί , τὸ πῦρ ἐπελθὸν
3447172 Κυνηγιῳ
πρεσβύτερος . ἔστι γάρ μοι καὶ θυγάτηρ , ἐπειδήπερ ἐστὶ Κυνηγίῳ , ὃς τὸν ἀδελφὸν τὸν αὑτοῦ μιμησάμενος οὐ χείρων
βασιλέως εὔνοια βέβαιος μένοι : Εὐσέβιος δὲ ἥκει μὲν καὶ Κυνηγίῳ χάριν φέρων , ἥκει δὲ καὶ τῆς σῆς θέας
3446572 τετοκε
εἴπωμεν . καὶ ἐπὶ τῶν φυσικῶν δὲ ὁμοίως : εἰ τέτοκε , κατὰ γαστρὸς ἔσχηκε : καὶ εἰ τοῦτο ,
, ἐπειδὴ γάλα ἔχει , γάλα δὲ ἔχει , ἐπειδὴ τέτοκε . φευκτέα δὲ ἡ διάλληλος δεῖξις παρὰ φιλοσόφοις ,
3441506 ἐπικωμος
. ] ταῦτα δὲ ἀχρεῖα τυγχάνειν ἔδοξεν , ὡς περιττὸς ἐπίκωμος . ὁ Προκόπιός φησι περὶ Θεοδοσίου βασιλέως . Ὁ
οἷα θύελλα , κύμασι παφλάζουσα πολυφλοίσβου πολέμοιο αἵματος ἀκρήτοιο μέθης ἐπίκωμος Ἐνυώ . σὺν δ ' Ἔρις οὐρανόμηκες ἀναστήσασα κάρηνον
3440256 δηλος
καὶ τῆς Ἀλκμήνης ἐστὶν ἔτι ὁ θάλαμος ἐν τοῖς ἐρειπίοις δῆλος . οἰκοδομῆσαι δὲ αὐτὸν τῷ Ἀμφιτρύωνι Τροφώνιόν φασι καὶ
ἕτοιμα καὶ ἀρκοῦντα τὰ Ἀντωνίου , ἑτέρας ἀσχολίας προύφερε καὶ δῆλος ἦν ἢ αὖθις ἐπιμεμφόμενός τι τῷ Ἀντωνίῳ ἢ τῆς
3426870 συντροφος
δέλεαρ τοῖς παρανηχομένοις τῶν ἰχθύων . καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τις τῶν ἰχθύων
τῶν ἰχθύων τοῖς παρανηχομένοις : ὁ καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τι τῶν ἰχθύων
3420295 ἐπισιτισμος
φησιν Ἀριστόβουλος : ὡς δὲ Δοῦρις , τριάκοντα μόνον ἡμερῶν ἐπισιτισμός . . . : Ὡς δὲ Δοῦρις , ἀπὸ
φησιν Ἀριστόβουλος : ὡς δὲ Δοῦρις , τριάκοντα μόνον ἡμερῶν ἐπισιτισμός . . . . . , : Ἀναξιμένης μὲν
3419521 γενναια
ὅσον μοι θυμὸς ἡδονὴν φέρει . Αὕτη γὰρ ἡ λόγοισι γενναία γυνὴ φωνοῦσα τοιάδ ' ἐξονειδίζει κακά : Ὦ δύσθεον
ἀγροῦ μ ' ὁ δεσπότης . προχύτης ταμιεῖον ἀρετῆς ἐστι γενναία γυνή . ἦσαν ἄνθρωποι δὲ πέντε καὶ γυναῖκες τέτταρες
3413148 μορφωσαι
, μιμήσασθαι , δεῖξαι , τυπῶσαι : σκληρὸν γὰρ τὸ μορφῶσαι . ἀλλὰ καὶ κοιλᾶναι λίθον εἰς θεοῦ μορφὴν καὶ
ἀδύνατος γέγονεν ἓν οὖσα τὸ μὴ ἓν τῷ ἑνὶ αὐτῆς μορφῶσαι καὶ παντὶ αὐτοῦ οὕτω τοι παρεῖναι , ὡς μὴ
3412217 παραπλησιος
κυρτός , ἔσωθεν δὲ κοῖλος ὑπάρχων , ὅπλῳ σκεπαστηρίῳ μάλιστα παραπλήσιος τῷ προμηκεστέρῳ τῷ καλουμένῳ θυρεῷ . καὶ τοὔνομά γε
τὸ περὶ σοῦ παρὰ πολλῶν ᾀδόμενον , ὡς οὐδείς σοι παραπλήσιος . Νῦν ἔδει τοὺς οἰκείους Γαυδεντίου πρὸς ἡμᾶς ὅσα
3410922 Αἰπολος
καὶ ἄροσιν ἐπιτηδεία . Ἀγέρωχος : ὁ ἄγαν αὐχῶν . Αἰπόλος : παρὰ τὸ αἰγοπόλος , ἤγουν ὁ αἶγας βόσκων
τὸ αἶπος , ἀκρωτήριον τὸ σκληρόν . , , . Αἰπόλος : . , . . . Αἰπόλιον : .
3408029 πειθαρχιαν
γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας : πάνυ λαμπρῶς ὁ Αἰσχύλος τὴν πειθαρχίαν μητέρα τῆς εὐπραξίας ὠνόμασεν , ἐμφαίνων ὅτι καλόν ἐστι
τοῖς κρατοῦσιν ἑστᾶσιν . πειθαρχία ] ἐνταῦθα Αἰσχύλος σωματοποιεῖ τὴν πειθαρχίαν γυναῖκα καλῶν : λέγει δὲ ὡς ὁ πειθόμενος τῷ
3405102 ἀριθμητον
μόνον χρὴ νοεῖν ἐπὶ δακτύλων τιθέντας : οὗτος γάρ ἐστιν ἀριθμητὸν μᾶλλον ἢ ἀριθμός , καὶ τελειούμενος καὶ οὐδέποτε τέλειος
, οὐ σώματά τινα οὐδὲ αἰσθητά , ἀλλὰ νοητά : ἀριθμητὸν δὲ τὸ ἐν αἰσθητοῖς ποσόν , ὡς ἵπποι εʹ
3403101 ΘΖΜ
. ἀλλ ' ἡ ὑπὸ ΘΑΞ ἴση ἐστὶν τῇ ὑπὸ ΘΖΜ : παράλληλος ἄρα ἐστὶν ἡ ΖΜ τῇ ΝΞ .
ἐστὶ τῷ ὑπὸ ΖΘ , ΕΛ , τουτέστι τῷ ὑπὸ ΘΖΜ . τὸ δὲ ὑπὸ ΘΖΜ ἴσον ἐστὶ τῷ ἀπὸ
3389497 ἀριστολοχειας
αὐτὴν καὶ ξηράνας εἰς ὅλμον κόπτε συντόμως σὺν δυσὶ δραχμαῖς ἀριστολοχείας καὶ ἀπ ' αὐτοῦ τεσσάρων δραχμῶν ὁλκὸν στήσας ,
ἀνθύλλιοι ἀμφότεραι , ἀνθεμὶς ἡ καὶ χαμαίμηλον , ἀπαρίνη , ἀριστολοχείας ἡ ῥίζα , καὶ μᾶλλον ἡ στρογγύλη , ἄρκτιον
3388001 Οὑτοσι
ἐπιβαίνειν ἀναγκάζων . Εὖ λέγεις , καὶ οὕτω ποιήσωμεν . Οὑτοσὶ τίς ὁ πρῶτός ἐστιν ; Μένιππος ἔγωγε . ἀλλ
ἂν παύσασθαι παρασιτῶν , εἰ μὴ ὁ Ἀγαμέμνων ἀπέθανεν . Οὑτοσὶ μὲν γενναῖος ὁ παράσιτος . εἰ δὲ καὶ ἄλλους
3384626 πολλαπλασιασμος
ἐστί , καὶ πλευρᾶς αὐτοῦ ἑξαπλασίων . . Ὁμοίως ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν πρὸ αὐτοῦ . . Ἀπόδειξις δευτέρα . Ἡ
ἤγουν τὸν δʹ ] , καίτοι ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁ πολλαπλασιασμὸς τῆς συνθέσεως μείζων . εἴκαζον δὲ αὐτὴν ἐν ἀρεταῖς
3380415 ἀποφευγε
καλεῖσθαι Εὐμενίδας λέγων εὐπαίδευτα δ ' ἀποτρέπου λέγειν , ἤτοι ἀπόφευγε τὸ προστιθέμενον αὐταῖς ὄνομα , τὸ Εὐμενίδες , παρὰ
, ἃ ὑπέθου ἐν τῷ ψηφίσματι [ ] ? , ἀπόφευγε . εἰ δ ' οἴει [ ] κορδακίζων καὶ
3379310 μελαντερος
οὐρὰν ἐγηγερμένην ἔχων ἀεὶ , λευκῷ κατεστιγμένην ὄπισθεν χρώματι : μελάντερος δὲ καὶ λαλίστερός ἐστιν οὗτος τοῦ βασιλίσκου . Καί
ὑγρότερος , ξηρότερος λεγόμενος , ὥσπερ καὶ εἰ λευκότερος ἢ μελάντερος , ἢ εὐσαρκότερος ἢ ἰσχυρότερος , μείζων τε καὶ
3366992 ἀποβλητ
καὶ τὸν Ἕκτορα εὐλαβοῦνται αὐτῷ ἀντιπράσσειν . . οὔ τοι ἀπόβλητ ' ἐστὶ θεῶν ἐρικύδεα δῶρα , ὅσσα κεν αὐτοὶ
ὅτι παρ ' Ἀντιπάτρου τριβώνιον ἔλαβεν , ἔφη , οὔτοι ἀπόβλητ ' ἐστὶ θεῶν ἐρκυδέα δῶρα . Πρὸς τὸν ἐνσείσαντα
3357336 ἀθλουντι
τόνους ἐν σώματι , ἀλλ ' ὡς ὑγιαίνοντι , ὡς ἀθλοῦντι : ἂν δέ μοι φρενιτικοῦ τόνους ἔχων ἐνδεικνύῃς [
γε μὴν ὕδωρ πόμα ἐστί : τῷ δὲ εἰς πόλεμον ἀθλοῦντι οἶνος μέν , οὐ μὴν ὁ τῶν ἀμπέλων ,
3356541 Κειων
ποτε νόμος . οὗ μέμνηται καὶ Μένανδρος : καλὸν τὸ Κείων νόμιμόν ἐστι . Φανία : ὁ μὴ δυνάμενος ζῆν
τῶν αἰγῶν . Αἰσχυλίδης ἐν τοῖς περὶ γεωργίας κατὰ τὴν Κείων γῆν πρόβατα γίνεσθαι ὀλίγα ἑκάστῳ τῶν γεωργῶν φησι .

Back