ὠνόμασε μητέρα τῆς εὐπραξίας τῆς σωτῆρος , λέγων : ἡ πειθαρχία γυνή ἐστι μήτηρ τῆς σωτῆρος εὐπραξίας : οὕτως λέγεται
σπαραγμάτων τοὺς πολίτας κατακλῶσα καὶ πρὸς δειλίαν ἐπάγουσα . . πειθαρχία γάρ ἐστι ] πάνυ εὐφυῶς ὁ Αἰσχύλος τὴν πειθαρχίαν
8640439 εὐπραξιας
πάνυ εὐφυῶς ὁ Αἰσχύλος τὴν πειθαρχίαν γυναῖκα ὠνόμασε μητέρα τῆς εὐπραξίας τῆς σωτῆρος , λέγων , ἡ πειθαρχία γυνή ἐστι
τε καὶ παραλόγου διά τε νεότητα καὶ ταχυεργίαν καὶ μέγεθος εὐπραξίας . οἵ τε φθονοῦντες αὐτῷ τὴν πάλαι κουφολογίαν ὡμολόγουν
7809505 πειθαρχιαν
γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας : πάνυ λαμπρῶς ὁ Αἰσχύλος τὴν πειθαρχίαν μητέρα τῆς εὐπραξίας ὠνόμασεν , ἐμφαίνων ὅτι καλόν ἐστι
τοῖς κρατοῦσιν ἑστᾶσιν . πειθαρχία ] ἐνταῦθα Αἰσχύλος σωματοποιεῖ τὴν πειθαρχίαν γυναῖκα καλῶν : λέγει δὲ ὡς ὁ πειθόμενος τῷ
6506795 αἱρετη
ὧν ἀρχιτεκτονική ἐστιν . Ὅτι μὲν δὴ πᾶσα ἕξις ἀνθρώπου αἱρετὴ καὶ πᾶσα πρᾶξις ἀγαθοῦ ἐφίεται καὶ ὅτι τούτων αἱ
ἄν τις ἐπιλογίσαιτο . Εἰ γὰρ ἡ τοῦ σώματος ὑγίεια αἱρετὴ δι ' αὑτήν , καὶ πολὺ μᾶλλον ἡ τῆς
6316134 ἀνθρωπικης
οὐ χαλεπὸν συνιδεῖν . ἁπάσης γὰρ φωνῆς ὀργανικῆς τε καὶ ἀνθρωπικῆς ὡρισμένος ἐστί τις τόπος ὃν διεξέρχεται μελῳδοῦσα ὅ τε
εἴρηται τὸ ἔμαρπτε τροπικὴ γάρ ἐστιν ἡ λέξις ἀπὸ τῆς ἀνθρωπικῆς περὶ τὰ ἐρωτικὰ πτοίας ἐπὶ τὴν τοῦ θείου ἀπάθειαν
6299637 κινδυνευματα
' ἀσφαλὴς φίλος πόλει τ ' ἄριστος . μὴ τὰ κινδυνεύματα αἰνεῖτ ' : ἐγὼ γὰρ οὔτε ναυτίλον φιλῶ τολμῶντα
εἰς ἅπαντα τὰ ἐπιταττόμενα , καὶ τὰ πλεῖστα αὐτοκέλευστος ὑφίστατο κινδυνεύματα δόξαν τῷ ἡγεμόνι καὶ τιμὴν πράττουσα : καὶ διεξῆλθε
6270222 Ἐμπειρια
σιγηρὸς τρόπος . Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης . Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ . Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες
μέλους ὠνομάσθη ἢ ἀπὸ τοῦ πρὸς τὰ μέλη γίνεσθαι . Ἐμπειρία . τριβὴ ἐκ πείρας . Ἐμποδών . Πλάτων δὲ
6267666 ἐπιπαττομενον
μάλιϲτα ἐπί τε τρυγόνοϲ θαλαϲϲίαϲ καὶ δράκοντοϲ , ἤτοι ξηρὸν ἐπιπαττόμενον ἢ καὶ μιγνύμενον ϲιάλῳ ἢ οὔρῳ παιδὸϲ ἢ ἐλαίῳ
τὰ μεγάλα τραύματα , ξηρὸν δὲ τὰ κακοήθη τῶν ἑλκῶν ἐπιπαττόμενον ἰᾶται . Πολύγαλον αὐϲτηρὰ μετρίωϲ ἔχει τὰ φύλλα :
6261254 τριδουλον
τὴν πόλιν πεποίηκας ἀντ ' Ἀθηνῶν . Ἀρᾶς ἱερόν ζεῦγος τρίδουλον ἀσκοπήρα χοιροπῶλαι Κηφισοφῶν ἄριστε καὶ μελάντατε , σὺ δὲ
” παλίμβολος τρίπρατος ” καὶ πολλάκις ἀπημπολημένος . Σοφοκλῆς δὲ τρίδουλον τὸν ἐκ προγόνων δοῦλον ἔφη , Ἀνακρέων δὲ τριςκεκορημένον
6222554 ἀπαρτια
, ὅ ἐστιν εὐαρμόστως , συμπληρῶ , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀπαρτία , . , , . . α . *
: ὁ κατὰ ἔπιπλα . ἔστιν ἀπαρτῶ συμπληρῶ , καὶ ἀπαρτία . . . . ἄπαστος : ὁ ἄγευστος ἡ
6217140 προμηθιας
οἷ μ ' ἀτιμίας ἄγεις . Ἀτιμίας μὲν οὔ , προμηθίας δὲ σοῦ . Τῷ σῷ δικαίῳ δῆτ ' ἐπισπέσθαι
. Γ ἐκ προνοίας ] ἐξεπίτηδες . Γ προνοίας ] προμηθίας . Γ αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξι : σὺν αὐταῖς ταῖς
6202491 μνημοσυνης
, καὶ ἄλλως , Ἀπολλώνιε , μεστόν σε ὁρῶ τῆς μνημοσύνης , ἣν ἡμεῖς μάλιστα θεῶν ἀγαπῶμεν . ” „
ἀποδοκιμάζουσα ὅμως ἐμπίπλης τῶν ὑπὲρ αὐτῆς ξυγγραμμάτων τὰ ταμιεῖα τῆς μνημοσύνης ; καὶ διδάσκεις μὲν ὡς ἐπωφελῆ καὶ χρειώδη ,
6186255 ἀνδραγαθια
δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος , οἷον οἱ μονομάχοι ἀπαρασκεύαστοι . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει : ἀνδρεία μὲν γὰρ σώματος δύναμις ἐπαινουμένη
ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος
6178720 καυχησεως
: ἢ πρόσφορος καὶ ἀγαθή τις ἡ τῆς τῶν ἐπῶν καυχήσεως ᾠδὴ ἢ ἡ καυχητικὴ ᾠδή . ὁ δὲ νοῦς
τρυφῆς πονηρᾶς , ἀπὸ ἐδεσμάτων πολλῶν καὶ πολυτελείας πλούτου καὶ καυχήσεως καὶ ὑψηλοφροσύνης καὶ ὑπερηφανίας , καὶ ἀπὸ ψεύσματος καὶ
6178159 ἀγωνιστικης
τὸ προοίμιον καὶ σπερματικῶς ἔχειν τὰ πράγματα καὶ ἀπηλλάχθαι πάσης ἀγωνιστικῆς ἐπιχειρήσεως . Τινὲς δὲ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως ἔφασαν
τοῦ τρόπου . ἀσκεῖν καὶ ἀσκηταί καὶ ἀσκητικῶς : τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν ἀσκεῖν ἐστιν . Εὔπολις ἵππον κέλητ '
6169383 συμβουλευτικης
κωμῳδίας , Ὁμήρου : ἀπὸ πασῶν ἰδεῶν τῆς ῥητορικῆς , συμβουλευτικῆς δικανικῆς πανηγυρικῆς . Μεμνῆσθαι χρή , ὅτι τῇ μεθόδῳ
πάντως τὸ τέλος τῆς δικανικῆς οὐκ ἂν εἴη καὶ τῆς συμβουλευτικῆς τέλος , καὶ τὸ ταύτης οὐκ ἔσται τῆς ἐγκωμιαστικῆς
6148134 σιωπωσα
τέττιξ οὐκ ἔνεστι θήλεια , ἀλλ ' οἷά τις Θεανὼ σιωπῶσα τὰ ἄῤῥητα . Τευτάζειν βούλει τὸν ἄνθρωπον : ἀντὶ
ἐστὶν ἡ ποιητικὴ ζῳγραφία λαλοῦσα , ἡ δὲ ζῳγραφία ποιητικὴ σιωπῶσα . τίς οὖν πρῶτος ἢ τίς μᾶλλον Ὁμήρου τῇ
6105647 παραινεσεως
εὐτυχῶν ἔσο περιχαρὴς μήτε πράττων ἑτέρως περίλυπος ; ἢ τῆς παραινέσεως τὸ μὲν ὑμῖν εὖ ἔχειν δοκεῖ , μετριάζετε γὰρ
δὲ αὐτὸν καὶ αἶνον ἐκάλεσαν ἀπὸ τῆς δι ' αὐτοῦ παραινέσεως . Τῶν δὲ μύθων οἳ μὲν ὀνομαζέσθωσαν Αἰσώπειοι ,
6085460 τραφεισα
Μενέλαον ἡμᾶς μὴ θανόντας εἰσιδεῖν . ἄγ ' , ὦ τραφεῖσα μητρὸς ἐν χεροῖν ἐμῆς , οἴκτιρον ἡμᾶς κἀπικούφισον κακῶν
τοῦ Ἀλαλκομενηΐου ὄρους τῆς Ἀττικῆς : ἢ ἀπὸ † Ἀλαλκομενηΐου τραφεῖσα Βοιωτοῦ . . . . ἀλαλύκτημαι : τὸ ἀδημονῶ
6063012 ἐλευθεριοτητος
λέγει , ἀλλ ' ὅτι οὔσης καὶ περὶ ταῦτα τῆς ἐλευθεριότητος , ἡ μεγαλοπρέπεια διοίσει αὐτῆς οὐκ ἐν τῷ εὐλόγως
λαμβάνειν τὸ εὖ πάσχειν : τὸ διδόναι ἄρα οἰκειότερον τῆς ἐλευθεριότητος . ἔτι τῆς ἀρετῆς τὸ καλὰ πράττειν μᾶλλον ἢ
6061075 εἰσορωσα
ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην ἐν τῷ γάμῳ τοῦ Διός
ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' ἔχων
6056422 οἰδεῃ
τι φλέγμα καὶ χολὴν ἰνήσεται : ἢν δὲ μὴ ἰσχυρῶς οἰδέῃ καὶ τὸ φλέγμα αὐτὴν πιέζῃ , ἄνω δοῦναι φάρμακον
οἱ αὐτοὶ , οἳ καὶ πρόσθεν εἴρηνται . Ἢν κύουσα οἰδέῃ , κνίδης καρπὸν ὡς πλεῖστον καὶ μέλι καὶ οἶνον
6045670 Λοιπη
εἰρηνικοὺς ἀλλὰ καὶ πολιτικοὺς ἤδη τινὰς αὐτῶν ἀπεργασάμενος τυγχάνει . Λοιπὴ δ ' ἐστὶ τῆς Ἰβηρίας ἥ τε ἀπὸ τῶν
καὶ δρυμῶν ἀβάτων ἐφ ' ἡμέρας πλείους ἐποίησαν μεστήν . Λοιπὴ δ ' ἐστὶ τῆς μεταξὺ Ἴστρου καὶ τῶν ὀρῶν
6039107 Μετωπης
ἡ γὰρ χρύσασπις ἐπὶ τῆς ἡρωίδος , ἣν Ἀσωποῦ καὶ Μετώπης τῆς Λάδωνός φασιν . ὁ δὲ νοῦς : ὦ
φασι Κισσέως , ἢ ὡς ἕτεροι λέγουσι Σαγγαρίου ποταμοῦ καὶ Μετώπης . γεννᾶται δὲ αὐτῷ πρῶτος μὲν Ἕκτωρ : δευτέρου
6029610 λαϊδος
διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . . λαΐδος ] ληΐδος , λαοῦ . μιξοθρόου ] τῶν μεμιγμένων
] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . Ξ λαΐδος ] λαοῦ λαφυραγωγίας . θ ὀλλυμένας ] πορθουμένας .
6015738 Γυναικος
μετάνοιαν ἔρχεται . Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον . Γυναικὸς [ ] ἅπτου καὶ οὐκ ἀνεξ ! ! !
κακῶς μὴ λέγε , μηδὲ τὸν ἐχθρὸν φίλον ἡγοῦ . Γυναικὸς ἄρχε . Ἅπερ αὐτὸς τοῖς γονεῦσι δράσεις , τὰ
5984653 μεγαλοπρεπεια
γὰρ ἐλευθεριότης περὶ δόσιν ἐστὶ καὶ λῆψιν , ἡ δὲ μεγαλοπρέπεια περὶ τὴν δόσιν . καλείσθω γὰρ ἡ δαπάνη καὶ
τε καὶ βαναυσία τῆς ἀσωτίας διαφέρει , οὕτως καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς ἐλευθεριότητος διοίσει . λέγονται δὲ βάναυσοι καὶ οἱ
5970220 ἑταιρικον
ἴδια δὲ γυναικῶν ὑποδήματα Περσικαί : λευκὸν ὑπόδημα , μᾶλλον ἑταιρικόν . περιβαρίς : θεραπαινίδων μᾶλλον τὸ ὑπόδημα . Τυρρηνικά
ἑτοιμότερον εἶναι ἀπροφασίστως τολμᾶν . τὸ γὰρ συγγενές καὶ τὸ ἑταιρικόν ἀντὶ τῆς συγγενείας καὶ τῆς ἑταιρίας κείμενον μετείληπται :
5965008 Γλαυκης
, οὐκ ἀδελφὸν Πηλέως εἶναι , ἀλλὰ ἀκταίου παῖδα καὶ Γλαύκης τῆς Κυχρέως . . . . , : Ἔοικεν
τί σᾶμά τε καὶ τίς ὑπ ' αὐτῷ : „ Γλαύκης εἰμὶ τάφος τῆς ὀνομαζομένης . „ Γνώσομαι , εἴ
5945718 Ἀρετης
τὸν ἀέρα περιπολοῦσαι ἐφορῶσι τὰ τῇδε . Ἢ ἀπὸ τῆς Ἀρετῆς , ὥς φησιν Ὀρφεύς : Μητέρα δ ' ἡρώων
εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι . οὕτω πως διώικει Πρόδικος τὴν ὑπ ' Ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν : ἐκόσμησε μέντοι τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις
5937117 ἐρωτικης
ἐξ ἀπεψίας τροφῶν ἢ πολυοινίας ἢ ψυγμῶν ἢ βαλανείων ἢ ἐρωτικῆς τινος ἀφορμῆς ἢ ἀκαίρων δαπανῶν κακοπραγίας . Τῷ δὲ
περὶ τὸν Ἔρωτα καὶ πᾶν τὸ τῶν ἐρωτικῶν ἐπιστολῶν γένος ἐρωτικῆς τινος διὰ λόγου ποιήσεώς ἐστιν . τοσαῦτα τοῦ Μασουρίου
5934726 μουσης
τοῦ μέλους ὑποχαλᾶν , καὶ ὅ τι ποτέ ἐστι τῆς μούσης σύντονον ἐᾷ , πᾶν δὲ ὅ τι γλύκιστον αὐλῳδίας
, ᾧ δὴ τὴν ἀρχὴν τῆς Ἑλληνικῆς τε καὶ νομικῆς μούσης ἀποδιδόασι , τό τε τῆς ἁρμονίας γένος ἐξευρεῖν φασι
5927804 Ὀλυμπιακης
ἐν εἰρήνῃ καταστήσασθαι τὴν πολιτείαν . ἔοικε δὲ καὶ τῆς Ὀλυμπιακῆς ἐκεχειρίας ἡ ἐπίνοια πρᾴου καὶ πρὸς εἰρήνην οἰκείως ἔχοντος
τοῦ Κρόνου παῖδα Δία ὑμνεῖν . πιθανώτερον γὰρ τῆς νίκης Ὀλυμπιακῆς οὔσης τὸν Ὀλύμπιον Δία παρὰ τῷ Ὀλυμπιονίκῃ ὑμνεῖσθαι .
5901374 εἰκαιοτητος
τῆς ἀλαζονείας δυσχερῆ παρακολουθεῖ , καὶ ἰδίως τὰ ἐκ τῆς εἰκαιότητος καὶ τὰ διὰ τῆς ὀργῆς τούτων οἷς οὕτω προσφέρεται
καὶ ὑπερηφανίας καὶ ὑπεροψίας , μετέχων δὲ καὶ πολλῆς ? εἰκαιότητος . τοιοῦτος [ ] γάρ ἐστιν , φησὶν ὁ
5893446 ὑπεροψιας
ἡγοῦντο Πομπήιον καὶ τῷ Καίσαρι ἐδυσχέραινον τῆς παρὰ τὴν ὑπατείαν ὑπεροψίας σφῶν : οἱ δὲ καὶ τῷ ὄντι οὐκ ἀσφαλὲς
μὴ γεύσωνται , πεπιστεύκασιν οἱ ἐπιχώριοι , ὅτι τῆς ἐκείνων ὑπεροψίας ἐστὶν αὐτοῖς λιμὸς τὸ τίμημα . Ἄγευστοι γὰρ ὄντες
5888552 Μολυβδαινα
ἣν καὶ ὁ πεπλυμένος μόλυβδος , εὐτονωτέραν δὲ μᾶλλον . Μολύβδαινα δ ' ἐστὶ καλὴ ἡ λιθαργυροειδής , ξανθή ,
αὐτὴν ἔχει τῇ χαλκίτιδι δίχα τοῦ ψωρικοῦ τῆς κατασκευῆς . Μολύβδαινα καλή ἐστιν ἡ λιθαργυροειδής , ξανθή , ὑποστίλβουσα καὶ
5872192 ὀρεσκοου
παῖδα καὶ ὠνόμασε αὐτὸν Παρθενοπαῖον . ὀρεσκόου ] ὀρεινῆς . ὀρεσκόου ] ἤγουν τῆς Ἀταλάντης . Ξ ὀρεσκόου ] τῆς
ἑφθὰ καὶ τετηκότα . ὡς ἔκπλεώς γε δαιτός εἰμ ' ὀρεσκόου : ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένωι ἐλάφων τε ,
5864297 Τριχως
εὐεξίας , καὶ τὰς ἀπὸ τῶν ἐκτὸς λεγομένων εὐπορίας . Τριχῶς δὲ τοῖς τόποις : τῶν γὰρ ἀγαθῶν τὰ μὲν
τῷ ὁποῖόν τι ἔστι κατηγορούμενον . Ποσαχῶς ἡ διαφορά . Τριχῶς . Κοινῶς , ἰδίως , καὶ ἰδιαίτατα . Τέσσαρες
5856877 Τρητου
ἀκρωτήριόν ἐστι τετρημένον , κατάκρημνον τῆς Κρήτης . Ἀπὸ τοῦ Τρητοῦ εἰς Ἀγνεῖον στάδιοι νʹ : λιμήν ἐστιν ἔχων ἱερὸν
Ἰτύκης πλησίον ὁ Βαγράδας ποταμός : εἰσὶ δ ' ἀπὸ Τρητοῦ μέχρι Καρχηδόνος στάδιοι δισχίλιοι πεντακόσιοι : οὔτε τοῦθ '
5854481 Καμπανιας
τὰ μέχρι τοῦ Σικελικοῦ πορθμοῦ . πρῶτον δὲ περὶ τῆς Καμπανίας ῥητέον . ἔστι δ ' ἀπὸ τῆς Σινοέσσης ἐπὶ
κτίσμα Μασσαλιωτῶν . δευτέρα Μακεδονίας . τρίτη Σικελίας . τετάρτη Καμπανίας . ὁ πολίτης Ἐμπορίτης . Ἐνετοί . Ὅμηρος ”
5853989 διανοητικη
διδασκαλία καὶ μάθησις διανοητική ἐστι , πᾶσα διδασκαλία καὶ μάθησις διανοητικὴ ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως : ἡ ἀποδεικτικὴ ἄρα ἐκ
μὲν γάρ . Εἰπὼν ὅτι πᾶσα διδασκαλία καὶ πᾶσα μάθησις διανοητικὴ ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως , καὶ πιστωσάμενος τοῦτο καὶ
5853943 Παραδειγματος
ἄλλων ἐκείνης μετέχῃ ; Οὕτως , ἔφη : ἀγαπήσομεν . Παραδείγματος ἄρα ἕνεκα , ἦν δ ' ἐγώ , ἐζητοῦμεν
περὶ τῆς ἐπιστήμης πάθος ἐν ἡμῖν . Τί δή ; Παραδείγματος , ὦ μακάριε , αὖ μοι καὶ τὸ παράδειγμα
5848383 Τριφυλια
μὲν Σαμικόν , ἐν δεξιᾷ δὲ ὑπὲρ αὐτὸ ἥ τε Τριφυλία καλουμένη καὶ πόλις ἐστὶν ἐν τῇ Τριφυλίᾳ Λέπρεος .
καὶ γὰρ εὔκαρπός ἐστι καὶ ἐρυσίβην γεννᾷ καὶ θρύον ἡ Τριφυλία : διόπερ ἀντὶ μεγάλης φορᾶς πυκνὰς ἀφορίας γίνεσθαι συμβαίνει
5838153 παρισωσεως
μεριστῆς οὔτε ἄλλης τοιαύτης ἐν τῇ παρουσίᾳ τῶν θεῶν ἐμφυομένης παρισώσεως . Πρὸς μὲν γὰρ τὰ ὁμοφυῆ κατ ' οὐσίαν
τὸ σχῆμα τῆς κατὰ κῶλον ἐπαναφορᾶς , ὅπερ ἐστὶ καὶ παρισώσεως εἶδος , μέχριμέχριμέχρι . καὶ πλεῖστα ἀντιλέγων τούτοις ]
5835041 εὐτελειας
καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις . Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας : πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον
ἢ ὡς βούλει χρῶ , μηδὲν εὐλαβούμενος μηδὲ καταφρονῶν τῆς εὐτελείας : δίδου δὲ ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν . Εἰ δὲ
5834345 ἀραρε
' ἐχθροῖς σοῖς ἔχοντα δεικνύναι , τὸ σόν τ ' ἄραρε μᾶλλον . ἐξηγοῦ θεούς . ὄμνυ πέδον Γῆς πατέρα
δὲ μή , οὐ λείψω ποτέ . ὡς τοῦτ ' ἄραρε κοὐ μενῶ πόσιν μολεῖν . ἀλλ ' οὐδ '
5832093 ἀπειροκαλια
ἐπὶ τὸν ἄρχοντα χειρῶν ἀδίκων ἀναφέρουσι . , . . ἀπειροκαλία ἀλλ ' εἰμὶ λίαν ἀπειρόκαλος , ὡς διαβεβοημένα ἐπιδιηγούμενος
Ἀντωνίου περιγενέσθαι . τοσοῦτος ἦν οἶστρος αὐτῷ κατὰ Ἀντωνίου καὶ ἀπειροκαλία . ἐβεβαίου τε αὖθις τοῖς δύο τέλεσι τοῖς ἀπὸ
5825284 περισπουδαστος
, βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , κομπαστής κομπώδης , περισπούδαστος περίσπουδος ὑπέρσπουδος κατεσπουδασμένος , ἐπισκυθρωπάζων , πεπλασμένος καταπεπλασμένος ,
αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα . Ἦν δὲ περισπούδαστος ἅπασιν Ἐφεσίοις , ἅμα καὶ τοῖς τὴν ἄλλην Ἀσίαν
5816591 ἐπιτιμησεως
μακρὰς ἐπιτιμήσεις εὐλόγως διαβάλλεται , καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος ὑπό τινων ὠνομάσθη . Ἔφορος δὲ τὰς κοινὰς
ἐν τῷ καθ ' ἑαυτὸν βίῳ διαφύγῃ τὸν ἀπὸ τῆς ἐπιτιμήσεως λόγον , ὕστερον ἥξειν ἐπ ' αὐτὸν προσδεχέσθω τὴν
5812966 ποιητριας
, ὡς Ἀρτεμίδωρός φησιν , περὶ μὲν τῆς Κλειταγόρας τῆς ποιητρίας , ὅτι ὡς † ἀνδρωνύμενον † ἀναγέγραφε Κλειταγόραν Ἀμμώνιος
λέγει δὲ καὶ ὡς τῆς Μεγαλοστράτης οὐ μετρίως ἐρασθείς , ποιητρίας μὲν οὔσης , δυναμένης δὲ καὶ διὰ τὴν ὁμιλίαν
5811607 Ταὐτον
τῇ ἀμαθίᾳ πλανᾶται , τὸν προσομιλήσαντα οὐκ ἔχων νοῦν . Ταὐτόν ἐστιν ὁδηγὸν τυφλὸν λαβεῖν , καὶ σύμβουλον ἀνόητον .
τὸ δ ' αὐτὸ καὶ τοῖς Ληναίοις ὕστερον ἐποίουν . Ταὐτόν ἐστι χιλίων προβάτων κρατήσαντα πεντήκοντα λύκοις μάχεσθαι : ὅτι
5810556 διαδρομης
τοσούτου πλήθους ἄφνω συναναγκαζομένου τὴν πατρίδα φεύγειν ἔγεμεν ἡ πόλις διαδρομῆς καὶ θορύβου καὶ γυναικείων κλαυθμῶν : οὐδεμία γὰρ ἦν
: περὶ μέσον ἡμέρης ἐτελεύτησεν . Εὐνοῦχος ἐκ κυνηγεσίης καὶ διαδρομῆς ὑδραγωγὸς γίνεται . Ὁ παρὰ τὴν Ἐλεαλκέος κρήνην ,
5801700 Ἑσπερα
. Ἐνύπνιον : διὰ τὸ ἐν ὕπνῳ καὶ μόνον . Ἑσπέρα : ὁ τῆς ἑῴας , ἤγουν τῆς πρωΐας ,
: μικρὰ δ ' ἀκούσαθ ' ὅμως αὐτὰ τἀναγκαιότατα . Ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν , ἧκε δ ' ἀγγέλλων τις
5799330 ὀρχηστοδιδασκαλος
καὶ δεῦρο σχηματίσαντας . καὶ Τέλεσις δὲ ἢ Τελέστης ὁ ὀρχηστοδιδάσκαλος πολλὰ ἐξεύρηκε σχήματα , ἄκρως ταῖς χερσὶ τὰ λεγόμενα
κάρδοπον καὶ ληνὸν κέκληκεν . φαρμακοτρίβας δὲ εἶπε Δημοσθένης . ὀρχηστοδιδάσκαλος , ὀρχηστής ὀρχηστρίς , ὄρχησις , ὀρχήματα ὑπορχήματα .
5795191 Ἀλαλκομενηϊς
, ὡς βασιλεύς βασιληΐς καὶ Θησηΐς καὶ Οἰνηΐς . ἢ Ἀλαλκομενηΐς , ἡ ἀλαλκοῦσα τῷ μένει , ὅ ἐστι τῇ
ἀπαλεξητικὴν προθυμίαν ἔχουσα τὸ μάχεσθαι , ὅθεν ἀλκομένη ἀλαλκομένη καὶ Ἀλαλκομενηΐς ἐν διπλασιασμῷ , ὡς ἀτηρός ἀταρτηρός , ἔτυμος ἐτήτυμος
5794851 γαμετης
ἣν εἶχε τῶν παλλακίδων τιμιωτάτην , καὶ οὐδέν τι ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός , ἀλλὰ πάντα ὑπῆρχεν ὅσα Σεβαστῇ πλὴν τοῦ
ἀρχόμενοι ἐς ὕψος ἀνέβαινον μετρίως . ἐνταῦθα τῆς Ἀττήλα ἐνδιαιτωμένης γαμετῆς , διὰ τῶν πρὸς τῇ θύρᾳ βαρβάρων ἔτυχον εἰσόδου
5792862 εὐροιας
τὸ ἔργον , ὑπὲρ βασιλείας , ὑπὲρ ἐλευθερίας , ὑπὲρ εὐροίας , ὑπὲρ ἀταραξίας . τοῦ θεοῦ μέμνησο , ἐκεῖνον
καὶ τῶν νύκτωρ τε καὶ τήμερον πεποιημένων δοκῶ μοι τῆς εὐροίας τὸν Ὅμηρον ἐπιγράψασθαι : θείως γάρ πως καὶ μαντικῶς
5789488 εὐμενειας
δὲ δεῖ διότι θεὸς τὸν πάντα κόσμον διοικεῖ μετ ' εὐμενείας καὶ χωρὶς ὀργῆς ἁπάσης : τούτῳ δὲ κατακολουθεῖν ἀναγκαῖόν
καὶ ὅσα ἀνήκει εἰς εὐσέβειαν καὶ διὰ τῆς τῶν θεῶν εὐμενείας τὴν μεγίστην παρέχεται εἰς ἀνθρώπους εὐεργεσίαν , ἃ καὶ
5786291 Οἰνηϊδος
λαμβάνονται . . . . Βουτάδαι : δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται
φυλῆς εἶναι , οὐκ ὀρθῶς : οἱ γὰρ Ἀχαρνεῖς τῆς Οἰνηΐδος φυλῆς εἰσιν . οἱ δὲ περὶ Ἀσκληπιάδην φασὶν ,
5785047 ὁμοφροσυνη
ἐλπίδες ἢ ὁ τῶν ἀμαθῶν πλοῦτος . , Δου . ὁμοφροσύνη φιλίην ποιεῖ . . , Δημοκρίτου . ἀνθρώποις ἁρμόδιον
. καὶ ἐνταῦθα οὖν ἔσται ἡ πρὸς ἀλλήλους συμπεριφορὰ καὶ ὁμοφροσύνη καὶ λυγρῶν ἀρετή ἐστιν , ἐν ἴσῳ τῷ καὶ
5770380 ἀνομοιοτητος
ἰσότητος . Ἐλέγομεν γὰρ οὖν . Καὶ μὴν καὶ ὅτι ἀνομοιότητός τε καὶ ἀνισότητος οὐ μετέχει , καὶ τοῦτο ἐλέγομεν
νῦν δὲ οὐκ ἔστιν ὁ διαλεκτικὸς περὶ γένος οὐ τῆς ἀνομοιότητός ἐστιν , ἀλλὰ μᾶλλον τῆς ὁμοιότητος : ἀόριστος γὰρ
5768763 Βαργυλιων
Ποσείδιον [ τὸ ] καὶ Ἄγκιστρον στάδιοι σνʹ . Ἀπὸ Βαργυλίων εἰς Ἴασον στάδιοι σκʹ . Ἀπὸ Ἰάσου ἐπ '
ἦν δέ ποτε καὶ χωρίον Κινδύη . ἐκ δὲ τῶν Βαργυλίων ἀνὴρ ἐλλόγιμος ἦν ὁ Ἐπικούρειος Πρώταρχος , ὁ Δημητρίου
5764564 Ἐροιαδαι
, καὶ τὴν θετὴν αὑτοῦ θυγατέρα ἔδωκε τῷ φιλοσόφῳ . Ἐροιάδαι : οἱ Ἐροιάδαι δῆμός ἐστι τῆς Ἱπποθωντίδος , ὥς
Ἐλαιουντάδε καὶ Ἐλαιοῦσι . Λέγεται καὶ ἐξ Ἐλαιέως . : Ἐροιάδαι . Οἱ Ἐροιάδαι δῆμός ἐστι τῆς Ἱπποθοωντίδος , ὥς
5757322 ἐγχειρησεως
λεγομένων τὸ πιστὸν συνακολουθεῖν ἐννοούμενος εὐχαῖς ἡμᾶς ἀμείψασθαι τῆσδε τῆς ἐγχειρήσεως προθυμήθητι , τὸν κοινὸν δεσπότην ἐξιλεούμενος ἢ παρενεγκεῖν ἡμῖν
εἰς ταυτὸν συνθῇ τις , οὐδ ' ἐγγὺς τῆς νῦν ἐγχειρήσεως . τὸ γὰρ Λακεδαιμονίους ἀνελεῖν ἐθέλοντας φανῆναι τίς ἂν
5748233 εὐνιδος
: κοὐ τὸ σὸν μὲν εὖ παρὰ δίκην ἔσται κακίστης εὔνιδος τιμωρίαι , ἐμὲ δὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις
δος κλίνεται , γύννις γύννιδος ἀπὸ τοῦ γυνή , εὖνις εὔνιδος , λάτρις λάτριος ἀντὶ τοῦ λάτριδος . Καὶ αὕτη
5747958 μιξοθροου
ἢ διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . μιξοθρόου ] διὰ τὸ εἶναι ἐκεῖσε πολλαὶ γλῶσσαι διὰ τοῦτο
ἢ διὰ τὸ εἶναι καὶ νέων φωναὶ καὶ γερόντων . μιξοθρόου ] ἤτοι τῆς θροῦν καὶ βοὴν ποιουμένης . μιξοθρόου
5743572 Ἰσσης
πόλις Θρᾴκης . τὸ ἐθνικὸν Πασσαῖος , ὡς Ἰσσαῖος τῆς Ἴσσης . ἔστι δὲ καὶ Πάσσανδα χωρίον παρὰ Ἀδραμύττιον πόλιν
τέλμασι τῆς λίμνης ὁπόσα τείχεσι χρώμενοι . πλησίον δὲ τῆς Ἴσσης Μαρούιον ἐπὶ τῷ μυχῷ τῆς αὐτῆς λίμνης κειμένη ,
5739359 βασκανου
οὐκ ἀνοήτου μόνον , ἀλλὰ καὶ ἀχαρίστου , μᾶλλον δὲ βασκάνου μοι εἶναι ἔδοξεν . ἐγὼ μὲν οὖν εἰς δύναμιν
ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον μεταβαίνει δίκαιον τὸ τῆς πολιτείας
5737032 Νομος
στεναγˈμὸν βαρύν : ἦν διακρῖναι ἰδόντα πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν
συνήθεια τρέψασα τὸ α εἰς ε , λέγει νερόν . Νόμος . παρὰ τὸ νέμω ῥῆμα . ὁ νέμων πᾶσι
5728588 Ὀπωρας
δὲ τῆς θεοῦ πᾶσιν ὀφθείσης καὶ παρ ' αὐτὴν εὐθέως Ὀπώρας τε καὶ Θεωρίας ἀναφανεισῶν συμπαρὼν ὁ Ἑρμῆς ἀνιστορούσης τι
αἰδοῖον λέγει : ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ ὄνομα τῆς Ὀπώρας τὸ “ σῦκον ” λέγει . . ὑμὴν ὑμέναι
5727563 νεμεσεως
ὁ φθόνος : ἀλλ ' οὗτος μέν , εἴδωλον ὢν νεμέσεως , δοκεῖ [ γὰρ ] καὶ αὐτὸς ἐπὶ τοῖς
θεῶν ποία [ τίς ἐσ - ] ‖ τιν αἰτία νεμέσεως [ ] καὶ σωτηρίας [ ἀνθρώποις - ] διὰ
5727249 Αἰγηϊδος
Ἐρχιᾶθεν : Δείναρχος κατὰ Στεφάνου . Ἐρχιὰ δῆμός ἐστι τῆς Αἰγηΐδος , ὥς φησι Διόδωρος . Ἐσπαθᾶτο : Δημοσθένης ἐν
καὶ ἰχθὺς ποιός - - . Πιτθεύς : Πιτθὶς δῆμος Αἰγηΐδος Ἀθήνῃσιν , ἐξ οὗ οὗτος . ἀτεχνῶς : ἀτεχνῶς
5725389 βωμολοχον
λείπει τὰ κρέα . Γ θυμέ ] ψυχή . Γ βωμολόχον ] πανοῦργον , λῃστρικόν . Γ ἔξευρέ τι ]
Φιλόχορος β Ἀτθίδος οὐ γὰρ , ὥσπερ ἔνιοι λέγουσιν , βωμολόχον τινὰ καὶ κόβαλον γίνεσθαι νομιστέον τὸν Διόνυσον . .
5722538 θρασυτητος
ἀναδέξεσθ ' ὑπὲρ ὑμῶν πεπρᾶχθαι , καὶ τὰ τῆς τούτων θρασύτητος καὶ πονηρίας ἔργα πράως οἴσετε ; ἀλλὰ μισεῖν ὀφείλετε
ἔπειτα μέντοι καὶ τῆς ἄλλης αὐτοῦ μανίας τε ἅμα καὶ θρασύτητος τοῦ θηρίου καταληφθείς , ἁλῷ , μετὰ ταῦτα δὲ
5708577 Βακχιδος
, ὡς ἀδύνατον ἦν , ᾔτησε τῆς συνουσίας μισθὸν τὸν Βακχίδος ὅρμον , διαβόητον ὄντα . Ὁ δὲ σφοδρῶς ἐρῶν
νῶτον ἐίσας . δελφάκων δὲ σιτευτῶν ὁ φλυακογράφος Σώπατρος ἐν Βακχίδος Γάμῳ οὕτως : εἴ που κλίβανος ἦν , πολὺ
5707324 Εἰρηνης
δὲ οὐχ ἧσσον τὸ Κηφισοδότου : καὶ γὰρ οὗτος τῆς Εἰρήνης τὸ ἄγαλμα Ἀθηναίοις Πλοῦτον ἔχουσαν πεποίηκεν . Ἀφροδίτης δὲ
Ἄρηος πλήγματα [ ] ? καὶ σακέων ἐστόρεσεν πάταγον , Εἰρήνης μόχθους εὐώπιδος ἔνθα κλαδεύσας γῆν ἐπὶ Νειλῶτιν νίσετο γηθαλέος
5706711 ἀποστροφη
τὸν λόγον πρὸς αὐτὸν τὸν Ἀγαμέμνονα : γίνεται δὲ ἡ ἀποστροφὴ καὶ ὅταν ἄλλων μνημονεύοντες , ὡς δυναμένων ταὐτὰ ποιῆσαι
; οὐ κατεσκεύαζες ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν ; Καὶ καθόλου ἀποστροφὴ πᾶσα εἰς πρόσωπον ἐπιμείνασα πνεῦμα ἐγένετο , κἂν εἰς
5706602 δηλη
' ἕκαστον κινήσεις μεταφέρεσθαι , οἷον οἰκοδόμησιν αὔξησιν ἰάτρευσιν . δήλη δὲ ἡ μετάθεσις μεταλαμβανομένου τοῦ δυνάμει καθ ' ἕκαστον
' ὀξὺν καὶ διακαῆ πυρετὸν ταῦτα ποιεῖ : τότε γὰρ δήλη ἐστὶν ἡ αἰτία καθ ' ἣν τοῦτο ποιεῖ ,
5701029 Ἀγνοεις
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ
5700465 κυρωσις
ἐστιν τοιοῦτον χειρούργημα , ἀλλὰ πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις διὰ λόγων ἐστί . διὰ ταῦτ ' ἐγὼ τὴν
γὰρ δὴ μόνος εἶχε Λαμάχου τεθνεῶτος τὴν ἀρχήν . καὶ κύρωσις μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο , οἷα δὲ εἰκὸς ἀνθρώπων ἀπορούντων
5692922 ἐρωτικη
τὴν ἐρωτικὴν φιλίαν πολλῶν ἐνδέχεται φίλον εἶναι . ἡ γὰρ ἐρωτικὴ φιλίας ἐστὶν ὑπερβολή , καὶ διὰ τοῦτο πρὸς ἕνα
ἔδει γάρ τινα πρὸ αὐτῆς ἀποδειχθῆναι . Ἐπεὶ γὰρ ἡ ἐρωτικὴ εἰς τὸ νοητὸν βούλεται κάλλος ἀνάγειν τὴν ψυχὴν ,
5692910 προρριζον
ἐκείνους νεωτερίσαι , πάλιν δὲ πυρπολῆσαι τὸ ἄστυ τοῦ μὴ πρόρριζον ἐκκεκόφθαι τὴν στάσιν τεκμήριον ἦν . Ἔχει σου καὶ
τῆς δωροδοκίας ἐγκλήματος , ὃ τέως ἡγοῦντο καρτερῶς ὑπὲρ αὑτῶν πρόρριζον ἐσβέσθαι . Οὕτω μὲν δὴ καὶ οἱ ἱππεῖς καὶ
5689729 σωματοειδους
, τὸ δὲ συμμιγνύμενον πρὸς τὸ ἀλόγιστον καὶ σκοτεινὸν τοῦ σωματοειδοῦς καὶ ὑλικοῦ πληροῦται πολλῆς ἀγνωσίας : ὅθεν οὐδέποτε τὴν
” ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐδύνατο . θέμις ἐπὶ μὲν τῆς σωματοειδοῦς “ Ζεὺς δὲ Θέμιστα κέλευσε θεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι ,
5685016 ἀπογνωσις
. τὸ δὲ ὄνομα τοῦ πράγματος κρίσις , γνῶσις κατάγνωσις ἀπόγνωσις , καταδίκη ἄφεσις . καὶ ἐπαινῶν μὲν ἂν δικαστὴν
δάκρυα , στεναγμοί , παραμυθία , φόβος , θάρσος , ἀπόγνωσις , ἐλπίς . Ἀρίστων δέ , ὁ Χαιρέου πατήρ
5676899 ὀψωνια
ἐχρήσαντο τοῖς εὐτυχήμασιν . Ὅτι ὁ Εὐμένης ξενολογήσας τά τε ὀψώνια ἅπασιν ἀπέδωκε καὶ δωρεαῖς ἐτίμησε καὶ ἐπαγγελίαις ἐψυχαγώγει πάντας
συστάσεις , γνώσεις , φιλίας μεγάλων ἀνδρῶν , εὐπορίας , ὀψώνια , δωρεὰς μεγάλας , καρπῶν εὐφορίας , δικαιοσύνην ,
5670330 βελτιστης
. καὶ Ἀντιφάνης δ ' ἐν Παιδεραστῇ : τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
. βύστραν τιν ' ἐκ φύλλων τινῶν . τῆς τε βελτίστης μεσαῖον θυννάδος Βυζαντίας τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν
5669665 κοιμωμενης
ἐθέλει ἡ τυραννὶς ὑπὸ ῥᾳθύμου τε καὶ τρόπον τινὰ ἀεὶ κοιμωμένης διανοίας θηρεύεσθαι , ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ δριμείας τε καὶ
γὰρ πολεμοῦσι τοὺς ἐναντίους οἱ ῥήτορες . δυσκολοκοίτου ] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ]
5668431 Δαιμονιον
ἀλλ ' ἐκεῖνο οὐδέπω ἡμῖν δεδήλωκας , τί προστάττει τὸ Δαιμόνιον τοῖς εἰσπορευομένοις εἰς τὸν Βίον ποιεῖν . Θαρρεῖν ,
λέγεις , ἔφην ἐγώ . ἀλλὰ τί κελεύει αὐτοὺς τὸ Δαιμόνιον λαβεῖν παρὰ τῆς Ψευδοπαιδείας ; Ταῦτα ἃ δοκεῖ εὔχρηστα
5663676 εὐμορφος
ἄκρως Ὅμηρος τὰς τοιαύτας διαφοράς . εὔμορφος εὐειδοῦς διαφέρει . εὔμορφος μὲν γάρ ἐστιν ὁ τὴν μορφὴν εὖ ἔχων ,
εὐμορφότερός εἰμι , ὦ Μένιππε ; Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος : ἰσοτιμία γὰρ ἐν ᾅδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες .
5657024 αὐτοφυεσι
Γάζαν μέρη καὶ τὴν Ἀζωτίων χώραν . Περιέχεται δὲ ἀσφαλείαις αὐτοφυέσι , δυσείσβολος οὖσα καὶ πλήθεσιν ἀπραγμάτευτος , διὰ τὸ
, ἀγοραῖς , θεάτροις , περιβόλοις , λιμέσι , κάλλεσιν αὐτοφυέσι καὶ χειροποιήτοις ἁμιλλωμένοις . ἀργὸν δὲ οὐδέν ἐστι θεάματος
5657008 Γαλιλαιας
: ποταμὸς κατὰ Ἰβηρίαν . . . Βάλα : πόλις Γαλιλαίας : ὁ πολίτης Βαλαῖος . . . Βέλβινα :
ἐθνικὸν Γαβαηνός , ὡς αὐτὸς Ἰώσηπος . Γαβάθη , πόλις Γαλιλαίας , ὡς Ἰώσηπος ἕκτῳ Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας . τὸ ἐθνικὸν
5653835 ἀγαπης
. ἐρῆμοι : τοῦ θεραπεύσοντος . ἀρετῆς : φιλανθρωπίας , ἀγάπης τὰς ὀλοφύρσεις : λείπει ἡ πρός : πρὸς τὰς
ὑγρᾷ . Μνησάμενος : μνησθεὶς , ἀναμνησθείς . φιλότητος : ἀγάπης , φιλίας , μνησθεὶς τῆς κοινῆς τῆς ἀνθρωπότητος φύσεως
5651163 βασιλιδος
“ μέγα δὴ πένθος κατήγγειλε βασιλεῖ , ὡς ἀπολωλυίας τῆς βασιλίδος . ἐπένθουν δὲ Περσῶν οἱ ἐντιμότατοι Στάτειραν πρόφασιν ,
εἴη τοῦτο ἔργον , λέγω δ ' ὁ κόσμος τῆς βασιλίδος ψυχῆς καὶ θεραπεία . μόνῃ γὰρ αὐτῇ οἷόν τε
5645110 νεαζοντος
, κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς κρείττων ᾖ νεάζοντος ὄρνιθος . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὅτι οὐδὲ
κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου νεάζοντος . Ὅμοιον : Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις , Καρκίνον δασύποδι
5642579 καλλιστης
. Ἐπλήρωσας ἡμᾶς , ὦ πάτερ , τῆς ἀγαθῆς καὶ καλλίστης θέας καὶ ὀλίγου δεῖν † ἐσεβάσθη † μου ὁ
τοῖς πᾶσι πολὺ νικῶν : καὶ διὰ γῆς ἀρίστης καὶ καλλίστης διεξέρχεται , καὶ ἀὴρ ὁ περὶ αὐτὸν ἀέρων κάλλιστος
5638301 Θρᾳττης
μόνος συνεὶς τὰς τῶν θεῶν ἐν τοῖς χρησμοῖς φωνάς , Θρᾴττης υἱὸς ἦν , καὶ ἐκαλεῖτο ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἀβρότονον
Βακχίδος ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος , ἐκείνη δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης τῆς ἐξ Αἰγίνης Ἀθήναζε μετενεγκαμένης τὴν πορνείαν : ὥστε
5636873 αἱμωδιας
αἰτίων , ἡ τοῦ συμφέροντος τήρησις γίγνεται , ὡς ἐπὶ αἱμωδίας ἡ ἀνδράχνη . οὔτε γὰρ τὸ συνεκτικὸν αἴτιον ἐνταῦθά
τοῦτο πάσχοντας , σκληροτέρους ἀποτελεῖν χρὴ διὰ τῶν στυφόντων . αἱμωδίας δ ' ἴαμά ἐστιν ἀνδράχνη , αὐτή τε καὶ
5636610 ἀφερτη
” . ἀπὸ τοῦ φέρω γίνεται φερτὸς καὶ φερτὴ καὶ ἀφερτή . ἐκ δὲ τοῦ φερτὸς καὶ προφερέστερος τὸ συγκριτικὸν
' ἑτέρου ζητηθείς . . . . . ἀφερτή : ἀφερτή : οἷον ” ἀφερτὴ δ ' ἀρετή ” .
5634468 παρακολουθησις
ἐκεῖνα ; οὐδαμῶς . ἄλλο γάρ ἐστι χρῆσις καὶ ἄλλο παρακολούθησις . ἐκείνων χρείαν εἶχεν ὁ θεὸς χρωμένων ταῖς φαντασίαις
ἐστὶ πρὸ τῆς παρακολουθήσεως τἀγαθόν : εἰ δ ' ἡ παρακολούθησις ποιεῖ , οὐκ ἂν εἴη πρὸ ταύτης τὸ ἀγαθόν
5634410 ἀληθινης
ἁπανταχοῦ τιμᾷ καὶ τὰς ἐν τοῖς λόγοις συνουσίας ἀφορμὴν φιλίας ἀληθινῆς ὑπολαμβάνει , σαφέστερον κατίδωμεν τί ποτε ἦν ὅ σοι
καρτερεῖν τε καὶ ἀπερείδεσθαι , ὡς ἂν μὴ ἀθρόας τῆς ἀληθινῆς μαρμαρυγῆς ἐμπλησθέντες σκότου μᾶλλον ἢ αὐγῆς ἀπολαύσειαν . καὶ
5634408 μιλακος
. Τὸν δὲ Κλέοχον ἀνελέσθαι , καὶ ὀνομάσαι ἀπὸ τῆς μίλακος Μίλητον . Τοῦτον δὲ ἀνδρωθέντα , καὶ φθονούμενον ὑπὸ
δὲ εἰς ὀξὺ προήκοντα καὶ παρακανθίζοντα , καθάπερ τὰ τοῦ μίλακος . καὶ ταῦτα μὲν ἄσχιστα : τὰ δὲ σχιστὰ

Back