” . ἀπὸ τοῦ φέρω γίνεται φερτὸς καὶ φερτὴ καὶ ἀφερτή . ἐκ δὲ τοῦ φερτὸς καὶ προφερέστερος τὸ συγκριτικὸν
' ἑτέρου ζητηθείς . . . . . ἀφερτή : ἀφερτή : οἷον ” ἀφερτὴ δ ' ἀρετή ” .
9282374 φερτος
γίνεται φερτός καὶ φερτή καὶ ἀφερτή , ἐκ δὲ τοῦ φερτός καὶ προφερέστερος τὸ συγκριτικὸν καὶ προφερέστατος , . ,
: ἀφερτὴ δ ' ἀρετή : ἀπὸ τοῦ φέρω γίνεται φερτός καὶ φερτή καὶ ἀφερτή , ἐκ δὲ τοῦ φερτός
8264647 εὐτεκνια
' ὀλίγα πιπράσκειν καὶ μικρά . κακοτεκνία : τοὐναντίον τῷ εὐτεκνία . σημαίνει τὸ κακοῖς καὶ πονηροῖς χρῆσθαι τέκνοις .
αἱ ἐνέργειαι . κοινῶς δὲ τῶν ἀγαθῶν μικτὰ μέν ἐστιν εὐτεκνία καὶ εὐγηρία , ἁπλοῦν δ ' ἐστὶν ἀγαθὸν ἐπιστήμη
8108110 προσφιλεια
προσφίλεια ] ἀγάπη . προσφίλεια ] κατ ' εἰρωνείαν . προσφίλεια ] σχέσις , οἰκείωσις . θ προσφίλεια ] ἤγουν
. προσφίλεια ] οἰκείωσις : ἀπὸ τοῦ προσφιλὴς προσφίλεια . προσφίλεια ] ἡ φιλία , ἡ οἰκείωσις . προσφίλεια ]
8098547 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
8080185 Ὀργη
Οἷς μὲν δίδωσιν , οἷς δ ' ἀφαιρεῖται τύχη . Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά . Ὁ μηδὲν εἰδὼς
αὐτοῦ . καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων , Ὀργὴ μεγάλη καθ ' ὑμῶν , καὶ κατὰ τῶν υἱῶν
8075569 λαμπουσα
δίφρου . ἠὼς δέ ἐστιν ἡ πρὸ τῆς ἀνατολῆς ἡλίου λάμπουσα . ἔνιοι δὲ μονόπωλον οὐχὶ τὴν ἕνα πῶλον ἔχουσάν
με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις . ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικορύφων σέλας ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου ,
8070527 συμβουλια
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη .
8069546 κατθανηι
τῶι Πανδίονος . σὺ δ ' , ὥσπερ εἰκός , κατθανῆι κακὸς κακῶς , Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνωι πεπληγμένος ,
ἔα . καὶ σὺ τῶνδ ' ἔξω κομίζου τειχέων ἢ κατθανῆι . πρὸς τίνος ; τίς ὧδ ' ἄτρωτος ὅστις
8066682 ἀρειος
ὄνομα ἀρσενικὸν εἴδους τῶν παραγώγων παρωνύμου κτητικοῦ . ἔστιν Ἄρης ἄρειος , Ἰωνικῇ διαλύσει ἀρέϊος καὶ τροπῇ ἀρήϊος , ὡς
Ἄρεως ἐτέχθη , διὸ οὕτως ὠνομάσθη . . . . ἄρειος Πάγος : δικαστήριον Ἀθήνησιν οὕτως καλούμενον . καὶ οἱ
8060338 αἰακτα
] θρήνου ἄξια . αἰακτὰ ] τὰ ἄξια θρήνου . αἰακτὰ ] τὰ θρήνου καὶ κλαυθμοῦ ἄξια . Ξ πήματ
, τόδ ' εἰργάσασθ ' ἄπιστον : ἦλθε δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα ,
8040607 εὐπαιδευσια
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ
8034214 εὐθηνια
. ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις εὔθετον τὸ ἔτος , τοῖς
τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη ἐν τοῖς ἀνθρώποις : θρεμμάτων δὲ
8017110 Ποϲειδωνιου
τὴν ἀϲθενήϲαϲαν δύναμιν . Περὶ ληθάργου κατὰ τῶν Ἀρχιγένουϲ καὶ Ποϲειδωνίου . ληθάργου ἀρχαὶ δύο : οἷϲ μὲν γὰρ τὰ
: α Περὶ ὑδροκεφάλων Λεωνίδου β Περὶ φρενίτιδοϲ ἐκ τῶν Ποϲειδωνίου γ Περὶ ληθάργου Ἀρχιγένουϲ καὶ Ποϲειδωνίου δ Περὶ κατόχου
7997549 Τορωνης
, Ἑλένης εἴδωλον ἔσχον . Τορώνη πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Τορώνης τῆς Πρωτέως γυναικὸς καὶ θυγατρὸς Ποσειδῶνος καὶ Φοινίκης .
ὠλέναισι δέμνια . ὁ γάρ σε συλλέκτροιο Φλεγραίας πόσις στυγνὸς Τορώνης , ᾧ γέλως ἀπέχθεται καὶ δάκρυ , νῆις δ
7980153 δυσφιλες
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι
7954559 Δολος
, δυσχερῆ ζῶμεν βίον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Δόλος , μηχανὴ κακὸν ἔχουσα ἀγαθῷ δοκοῦντι κεκαλυμμένον : ἀπάτη
τὸ καλόν . Δένδρον : διὰ τὸ δεόντως ἱδρῦσθαι . Δόλος : ἐστὶ διὰ τὸ δελεάζειν . Ἐκκλησία : διὰ
7950646 ῥυω
: καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται . ἀπὸ τοῦ ῥύω ῥυήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔρρυον , ὁ παθητικὸς
τὰ ἀπὸ τῆς ἕκτης τῶν βαρυτόνων , κύω κυΐσκω , ῥύω ῥυΐσκω , καὶ τὰ ἀπὸ τῆς τρίτης τῶν περισπωμένων
7947420 στελλω
τουτέστι κοσμήσας . ὁμώνυμος γάρ ἐστι λέξις . ἔστι γὰρ στέλλω τὸ κοσμῶ , ἐξ οὗ καὶ στολή : στέλλω
γὰρ στέλλω τὸ κοσμῶ , ἐξ οὗ καὶ στολή : στέλλω τὸ φοβοῦμαι , ἐξ οὗ καὶ συστολή καὶ ὑποστολή
7944853 ὑηνια
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ
7936200 λιλαιω
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε
7933304 ἀπατωρ
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά -
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ
7912866 εὐωχια
εἰδότι ἐπαγωγότατον κατὰ ἀνάμνησιν . Τίς ἂν οὖν γένοιτο ψυχαῖς εὐωχία λόγων ταύτης προσηνεστέρα ; Χαλεπὸν μὲν εἰπεῖν καὶ ἀντιτάξασθαι
ΔΑΙΤΑ ΘΑΛΕΙΑΝ , καὶ ΜΟΥΣΑΝ ΘΑΛΕΙΑΝ . Αὕτη δὲ ἡ εὐωχία , καὶ ἡ Χάρις , καὶ ἡ Νηρηΐς ,
7903098 στεφω
μοι ] * Πρῶτον περὶ τοῦ Ἀλκμᾶνος λέγων , ὅτι στέφω αὐτὸν καὶ ῥαίνω ἐν ὕμνῳ , εἶτα διὰ μέσου
, χρωματίζω , κιχρῶ , εὐτρεπίζω ὠνοῦμαι , δεσμεύω , στέφω , κραδαίνω , φιλοποιῶ διαλλάσσω , πατῶ , συγκροτῶ
7891471 ὀϊζυρος
κατὰ παραγωγὴν οἰζυρὸς καὶ κατὰ διάλυσιν ὀϊζυρός . ὀζυρὸς καὶ ὀϊζυρὸς ὁ ταλαίπωρος καὶ ἄθλιος , καὶ ὀϊζὺς ἡ ταλαιπωρία
δήν : νῦν δ ' ἅμα τ ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο : τώ σε κακῇ αἴσῃ τέκον
7886991 εὐαρμοστια
. ἀποσῴζοι δ ' ἂν τὸ ἐκ τούτων κοινὸν ἀγαθὸν εὐαρμοστία τις καὶ τῶν πολλῶν ὁμοφωνία μετὰ πειθοῦς συνῳδοῖσα .
ἐν αὐτῇ κατὰ φύσιν γιγνομένας ἐπιθυμίας τε καὶ ἡδονάς : εὐαρμοστία καὶ εὐταξία ψυχῆς πρὸς τὰς κατὰ φύσιν ἡδονὰς καὶ
7876047 ἀμυξω
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ
7873138 φυσω
παρὼν ἄεισα νομεῦσι : μηκέτ ' ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω . τέττιξ μὲν τέττιγι φίλος , μύρμακι δὲ μύρμαξ
ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη . . , : χείμεθλα : * *
7872228 εὐμουσια
καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ
καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως
7861925 ῥιπταζω
τοῦ ἀλάσκω , ἀλασκάζω , ὡς ἀκούω ἀκουάζω , ῥίπτω ῥιπτάζω . τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς
ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ
7860113 πορω
. πόρσυνον : παράσχε , εὐτρέπισον : ἐκ τοῦ πόρος πορῶ πορύνω καὶ πλεονασμῷ πορσύνω , καὶ πόρσυνον ἀντὶ τοῦ
ἐκταγάς . , τὰ διδόμενα τοῖς δικάζουσιν , ἀπὸ τοῦ πορῶ τὸ παρέχω . πρυτανεῖον , καὶ πρυτανεῖα πληθυντικῶς .
7859251 ὀτοτοτοι
πόσις σός , παῖδ ' ἔδωκ ' αὐτῶι θεός . ὀτοτοτοῖ : τὸν ἐμὸν ἄτεκνον ἄτεκνον ἔλακ ' ἄρα βίοτον
ἐρημώσας ' ] ἤγουν ἀφεῖσα . στροφή . ἡμέτερον + ὀτοτοτοῖ : αἱ περίοδοι αὗται πᾶσαι καλοῦνται ὡς εἴρηται ἀλλοιόστροφοι
7852912 Βοιος
δοῖος : μνοῖος ὁ ἰπνός : γλοῖος ἡ κόπρος : Βοῖος τὸ ἔθνος , δηλοῖ δὲ καὶ ὄνομα κύριον φλοιός
. Φιλόχορος δέ φησιν ὑπὸ Ἄρεος τὸν Κύκνον ὀρνιθωθῆναι . Βοῖος δὲ περὶ γεράνου φησὶν ὅτι ἦν τις παρὰ Πυγμαίοις
7851825 δηϊος
ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον ἄνδρα κραταιὸν δήϊος ἀμφιβάλῃ στεφάνη μαλεροῖο μόθοιο , αὐτὰρ ὅ γε πνείων
ἕλεν νόμος αἰόλος ἄγρης . οὔτε γὰρ ὀρνίθων σφε δαμάσσατο δήϊος ἰξός , οὔτε διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν . ἀλλ
7850005 φυλασσω
ποησεῖς , τόν τοι ἐγών , Ἀμαρυλλὶ φίλα , κισσοῖο φυλάσσω , ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις . ὤμοι ἐγών
: Ἰθάκη Ἀρτάκη Σκυλάκη . ἡ δὲ φυλακή ἀπὸ τοῦ φυλάσσω , καὶ ἀϊκή ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω . Τὰ εἰς
7848866 ὀτοτοτοτοι
ἀμφὶ Λοξίου ; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν . ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ . ὦπολλον ὦπολλον . ἥδ ' αὖτε
δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς . ὀτοτοτοτοῖ . βαρεῖά γ ' ἅδε συμφορά . οἴ ,
7838812 διαχεω
δὲ ὁ μὲν αἶνος παρὰ τὸ ἰένω τὸ πέμπω καὶ διαχέω . ἰαίνεται γὰρ καὶ διαχέεται ἡ ψυχὴ τῇ διηγήσει
παρὰ τὸ ἰαίνω , τὸ τέρπω , * * * διαχέω , ἴαινος , ὁ διαχέων τὴν ψυχήν , καὶ
7836925 καχλαζω
κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ
τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή :
7836705 τιμος
οἷον πόθος ποθή , νόμος νομή , ὦνος ὠνή , τῖμος τιμή , φόνος φονή : ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι .
αἰκῶς ἐπράθην ὢν ἐλευθέρου πατρός . ποῦ δῆθ ' ὁ τῖμος , ὅντιν ' ἀντεδεξάμην ; αἰσχύνομαί σοι τοῦτ '
7826446 δορικτητος
] λιθόδμητον ? ? ? ? δηιάλωτος δοριάλωτος σιδηροπέρσης ? δορίκτητος ? ? ? ? δοριπετής ? ? ξενοδάικτος ?
ὤμοι πατέρων χθονός θ ' , ἃ καπνῶι κατερείπεται τυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων : ἐγὼ δ ' ἐν ξείναι χθονὶ δὴ
7821695 αἰσυλος
παροξύνεται : στωμύλος αἱμύλος στρογγύλος ἀγκύλος καμπύλος . τὸ δὲ αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ
πέλαγος , τὸ λίαν κεχηνός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος , οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων . ἀντὶ
7819824 Ἐγκρατεια
, καθὼς καὶ γεγεννημέναι εἰσίν . ἐκ τῆς Πίστεως γεννᾶται Ἐγκράτεια , ἐκ τῆς Ἐγκρατείας Ἁπλότης , ἐκ τῆς Ἁπλότητος
τὰ δεινὰ καὶ ἐμπειρία πολέμου : ἕξις ἐμμενητικὴ νόμου . Ἐγκράτεια δύναμις ὑπομενητικὴ λύπης : ἀκολούθησις τῷ ὀρθῷ λογισμῷ :
7818867 εὐφιληταν
εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην
ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν
7818680 ὁμοφροσυνη
ἐλπίδες ἢ ὁ τῶν ἀμαθῶν πλοῦτος . , Δου . ὁμοφροσύνη φιλίην ποιεῖ . . , Δημοκρίτου . ἀνθρώποις ἁρμόδιον
. καὶ ἐνταῦθα οὖν ἔσται ἡ πρὸς ἀλλήλους συμπεριφορὰ καὶ ὁμοφροσύνη καὶ λυγρῶν ἀρετή ἐστιν , ἐν ἴσῳ τῷ καὶ
7817328 ἀριγνωτος
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . .
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν :
7811976 δαμαζω
ε διερός . γαμούς : γάμος παρὰ τὸ δαμῶ τὸ δαμάζω δάμος καὶ γάμος , ὁ δαμαστικὸς τῶν θηλειῶν ,
, καταστάζω , μετοχετεύω , διαιρῶ διασκορπίζω , δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω ,
7806287 φριμασσεο
κρέας αὐτίκα πέμψον . πεμψῶ , ναὶ τὸν Πᾶνα . φριμάσσεο , πᾶσα τραγίσκων νῦν ἀγέλα : κἠγὼν γὰρ ἴδ
ἵππων : κατὰ ὀνοματοποιΐαν δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ ἤχου . φριμάσσεο : ἐπὶ τῶν ἵππων τὸ φριμάσσεσθαι : νῦν δὲ
7805556 πηγος
οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις ; πηγὸς πάρεστι ; πηγός ; οὐχὶ λαικάσει ἐρεῖς σαφέστερόν θ ' ὃ βούλει
, φης ' : ἅλας φέρε . τοῦτ ' ἔστι πηγός ; ἀλλὰ δεῖξον χέρνιβα . παρῆν . ἔθυεν ,
7802426 μιμαρκυς
κατεσθίων τὰς τρίχας . Γ τὴν μίμαρκυν : κυρίως μὲν μίμαρκυς ἡ λαγῴα χορδὴ ἡ ἐκ τῶν ἐντέρων . χρῶνται
οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο
7796114 κεκοπται
πάσχει ἡ πόλις καὶ στενάζει καὶ οἷον ἐκ τῶν ὀδυρμῶν κέκοπται καὶ χαράσσεται ἡ γῆ κάτωθεν . τοῦτο δὲ εἴρηκεν
† ἔχει , πάσχει . πόνον ] † θλίψιν . κέκοπται ] † ἤγουν θρηνεῖ : ἐξ οὗ καὶ κοπετός
7794529 ὀλολυζω
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή .
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα
7792961 ἀφετηρ
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ
εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ
7791678 καλλωπισμος
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ]
7790583 χαζω
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ
7790103 εὐφωνια
εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία ,
, ἀηδόνων , τῶν ἄλλων ὅσα φύσις μεμούσωκε , λογικῶν εὐφωνία , κιθαρῳδῶν κωμῳδίαν τραγῳδίαν τὴν ἄλλην ὑποκριτικὴν ἐπιδεικνυμένων .
7788649 νηθω
. Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα . Πηός . κυρίως ,
” . καὶ τὸ πλήθω ὡς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων
7788353 τυπτωμαι
: ῥητέον δὲ ἤδη περὶ τῶν παθητικῶν . Τὸ ἐὰν τύπτωμαι χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ παθητικοῦ ὑποτακτικοῦ ,
ε ψιλοῦ ἐν τῇ παραληγούσῃ γραφόμενα , τὸ δὲ ἐὰν τύπτωμαι καὶ ἐὰν τύπτηται μακροχρονοῦνται διὰ τοῦ ω μεγάλου καὶ
7787049 ἀντιβολια
κοινά : τὰ κοινά , ἃ ἂν οὐδεὶς μεταχειρίσαιτο . ἀντιβολία : ἡδὺ καὶ σεμνόν . σημαίνει δὲ καὶ ἱκετείαν
' οὐκ ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . . . ἀντιβολία : δέησις . . . ἀνακλῖναι : τὸ ἀνοῖξαι
7782747 Μετανοια
δαπανᾶται , φονεύεται , ἀναλύεται , διαρρεῖ , κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός ,
ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ συναντήσῃ ; Ἐξαιρεῖ αὐτὸν ἐκ τῶν κακῶν καὶ
7781101 ἑτηρ
ηρ δοτήρ : θεοί , δοτῆρες ἑάων . οὕτως ἕτης ἑτήρ καὶ ἕτωρ καὶ ἥτωρ καὶ ἀφήτωρ : ἢ ὁμοφήτωρ
δοτήρ : ” θεοὶ δωτῆρες ἑάων ” . οὕτως ἕτης ἑτήρ , καὶ ὡς δοτὴρ δώτωρ , οἷον „ δῶτορ
7779645 συνοδοντων
. πίονα : λιπαρόν . Ῥαφίδας : βελονίδας . φῦλα συνοδόντων : περίφρασις . πολυσπερέων : διεσπαρμένων . συνοδόντων :
σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ φῦλα πολυσπερέων συνοδόντων . σκόμβροι μὲν λεύσσοντες ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ἄλλους ἠράσσαντο
7778857 κρουμα
ψιθύρισμα δὲ ἢ τὸ μέλισμα ἢ τὸ σύριγμα ἢ τὸ κροῦμα . ψιθυρίζειν τινὲς ὀνοματοποιεῖσθαί φασιν , ὡς τὸ κρίκε
λέγεται τὸ ἐκ τῶν συναφιεμένων ἀλλήλοις φθόγγων , ὃ καλεῖται κροῦμα . τῆς οὖν μουσικῆς ἐκ τριῶν τῶν συνεκτικωτάτων τελειουμένης
7778301 αὐξανω
ὁρμῶ καὶ τοῦ ἅλλω τὸ πηδῶ , καὶ σημαίνει τὸ αὐξάνω . ὅσα δρυός : πάντα , φησί , τὰ
. , . , . Βλώσκω : σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς
7776835 αὐσω
: ἐξαυστήρ : σημαίνει σκεῦός τι . παρὰ τὸ αὔω αὔσω αὐστήρ καὶ ἐξαυστήρ . Αἰσχύλος Ἀθάμαντι : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες
μέλλων ἄσω , ὡς ἀπὸ βαρυτόνου : πλεονασμῷ τοῦ υ αὔσω , ὄνομα ῥηματικὸν αὐλή . . . , :
7773270 ΔΗΖ
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν
7772302 Σωφροσυνη
καὶ αὗται δοκοῦσιν . Ἀρετὴ μὲν ἡ ἀνδρώδης αὕτη , Σωφροσύνη δὲ ἐκείνη καὶ Δικαιοσύνη ἡ παρ ' αὐτήν .
ἔοικεν , αἰδὼς οὐκ ἀγαθὸν καὶ ἀγαθόν . Φαίνεται . Σωφροσύνη δέ γε ἀγαθόν , εἴπερ ἀγαθοὺς ποιεῖ οἷς ἂν
7771725 δισση
ὅμοιος : ῥίζα δὲ λεπτοτέρα δακτύλου , ὑπομέλαινα . Ζέα δισσή : ἡ μὲν γὰρ ἁπλῆ , ἡ δὲ δίκοκκος
τὸ ἐκ τῆς Γαλατίας δ ' ἄσπληνον λεγόμενον . Ἀκτῆ δισσή : ἡ μέν ἐστι δενδρώδης , κλάδους καλαμοειδεῖς ἔχουσα
7766687 εὐπτερων
] ἐνδίδως . εὐσωματεῖ γὰρ ] ναὶ ἄκων ἐπιτρέπω . εὐπτέρων ] εὐγενῶν . Κοισύρας ] ἐκ ταύτης γὰρ ἡ
τὴν Μεγακλέους ἀστεϊζόμενος ὡς δραπέτας αὐτῆς αὐτοὺς διασύρειν θέλει . εὐπτέρων τῶν Κοισύρας : φρονουσῶν τὰ Κοισύρας : ἀντὶ τοῦ
7763614 ἀλαστος
καὶ τόξον ἀπέθηκεν . οὕτως Ὦρος . . . . ἀλαστός : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστεῖς , παρὰ δὲ τοῦτο
” λάε νεβρὸν ἀπάγχων ” . . . . . ἀλαστός , , : ἀλαστός : . . . ὁ
7763599 κακηγορια
: βίαια δέ , οἷον πληγαὶ δεσμὸς θάνατος ἁρπαγὴ πήρωσις κακηγορία προπηλακισμός . συναλλάγματα δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα λέγονται ,
τὸ ἐναντίον ψόγος , λοιδορία , βλασφημία , κακολογία , κακηγορία , κακισμός , διαβολή : ψέγειν , λοιδορεῖν ,
7759615 Μολυβδινη
τ . Μολοτός ὁ τόπος . τὸ κτητικὸν Μολοττικός . Μολυβδίνη , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Μολυκρία ,
πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος μετὰ δὲ Σίξος πόλις . . Μολυβδίνη : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Σικάνη
7756078 βουλευομαι
τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν
. . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου .
7755329 Κλεος
καὶ δόκησις . Αἶσα , ταυτὸν σημαίνει τῇ μοίρᾳ . Κλέος , λαμβάνεται καὶ ἀντὶ τῆς δόξης καὶ ἀντὶ τῆς
τῷ ὕδατι , καὶ μὴ ὁλοτελούς . οὕτως Ἡρακλείδης . Κλέος . παρὰ τὸ κλείειν . ἐγὼ δέ σε κλείω
7753544 λυγων
Βακχεῖος , συγκεκαμμένα . πεποίηται δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν λύγων , ἅπερ ἐστὶν εὔκαμπτα φυτά . | λωτοῦ ἰχθυήματα
' ἀλλήλους φοιτᾶν ὥρᾳ χειμῶνος . οἱ δὲ κύκλους ἐκ λύγων τοῖς ποσὶ περιαρμόσαντες αὐτοί τε ἀβλαβῶς ἐπήρχοντο κατὰ τῆς
7750905 περαιωθεν
γενεαῖς ὕστερον ἐκ τῆς Ἰταλίας τὸ τῶν Σικελῶν ἔθνος πανδημεὶ περαιωθὲν εἰς τὴν Σικελίαν , τὴν ὑπὸ τῶν Σικανῶν ἐκλειφθεῖσαν
γενεαῖς ὕστερον ἐκ τῆς Ἰταλίας τὸ τῶν Σικελῶν ἔθνος πανδημεὶ περαιωθὲν εἰς τὴν Σικελίαν τὴν ὑπὸ τῶν Σικανῶν ἐκλει -
7750515 ἐξαυστηρ
: χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ
τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα
7748726 εὐγλωττια
ἑλληνισμός , ἀττικισμός , πολυγνωμοσύνη , πολύνοια , πολυλογία , εὐγλωττία , εὐφωνία , ἀφθονία , βραχυλογία , συντομία ,
εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια , εὐλάβεια , εὐγλωττία , εὐφημία , εὐσέβεια , εὐμένεια , εὐμουσία ,
7747946 Νωλα
. . Ἀπίολλα : πόλις Ἰταλίας : Ἀπιολλανός , ὡς Νῶλα Νωλανός . . . † Ἀπόβρωτοι : ἔθνος Ἰταλίας
ἐξ αὐτοῦ Νυσαιεύς τρισυλλάβως καὶ Νυσαεύς ἄνευ τοῦ ι . Νῶλα , πόλις Αὐσόνων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Νώλην δὲ
7745950 Φιλω
ἀπ ' αὐτῶν ὀνόματα καὶ ἐπιρρήματα ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω ,
ὦ δαιμόνιε , χάριν ἐμὴν ἅψαι καὶ τῶν μικρῶν . Φιλῶ γὰρ ἐμαυτὸν καὶ διὰ τοῦτο σὲ φιλῶ καὶ φιλεῖν
7745702 ἑκκαιδεκατος
ὁ δὲ δεύτερος τέθειται καὶ ὁ μὲν πεντεκαιδέκατος ὁ δὲ ἑκκαιδέκατος ἢ ἁπλῶς ὡς ἔτυχε καὶ δίχα τινὸς εὐταξίας ἕκαστος
ἐπεκούρησε χρῄζοντι τῷ βασιλεῖ , καὶ ὁ Μιθριδάτης ἀπέθνησκεν , ἑκκαιδέκατος ὢν ἐκ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπου , Περσῶν βασιλέως ,
7741823 ἀφανισειν
αἰδοῦς καὶ κοσμιότητος ἀναστήσεις . ἀναπλήσειν : ἀντὶ τοῦ ” ἀφανίσειν “ . ἀναπλήσειν ] ἀναπληρώσειν . εἰσιέναι ] ἀντὶ
πορθήσεις καὶ ἀφανισμούς . . λαπάξειν ] ἐκπορθήσειν . . ἀφανίσειν , πορθήσειν . . τήνδε ] τὴν τῶν Θηβαίων
7740803 δολιευεσθαι
δόλιος καὶ οὐ φανερὸς ὀργήν . σισυφίζειν : πανουργεύεσθαι καὶ δολιεύεσθαι καὶ δολίως τι πράττειν . σύγκλυδες : σύλλεκτοι καὶ
εἶπε τἀπόφθεγμα . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ , ἀπατᾷν καὶ δολιεύεσθαι : μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων οὕτω λεγομένων ἀνδρῶν
7740411 Ὑμην
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν
7739405 κρεσσων
τόδε Φωκυλίδου : πόλις ἐν σκοπέλῳ κατὰ κόσμον οἰκεῦσα σμικρὴ κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης . ἀλλ ' οὐ πρὸς ὅλην Ἰλιάδα
Εὐνίκα δὲ μόνα τὸν βουκόλον οὐκ ἐφίλασεν , ἁ Κυβέλας κρέσσων καὶ Κύπριδος ἠδὲ Σελάνας . μηκέτι μηδ ' ἅ
7736935 εὐμαθια
εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία ,
. Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως
7735277 ἐγχειρητης
μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ αὐτῷ Ἀριστοφάνης . ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης . Ἀριστοφάνης δὲ μελῳδὸς καὶ
τὸ ἀχειρούργητον , δυσχείρωτα δὲ Δημοσθένης , ἐγχειρίθετον Ἡρόδοτος , ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης , ἐπιχειρηταὶ δὲ Θουκυδίδης ,
7734783 τελειω
δίφθογγον , διὰ τὸ οἰκεῖος , οἰκειῶ : τέλειος , τελειῶ : ἀνδρεῖος , ἀνδρειῶ : ἀχρεῖος , ἀχρειῶ :
. ἀπέραντον δὲ τὸ ἀτελείωτον ἐκ τοῦ περαίνω , τὸ τελειῶ , ὡς ἐπὶ ἔργου . οὕτω νόει μοι ,
7734519 εὐορκια
τὴν παρέκβασιν ἰωμένη τοῦ θείου ὅρκου , ἡ δὲ βιωτικὴ εὐορκία ταῖς πολιτικαῖς ἀρεταῖς διασῴζεται . μόνοι γὰρ οἱ τὰς
ὀμνύναι . μέρος γὰρ οὐ μικρόν ἐστι τῆς εὐσεβείας ἡ εὐορκία . καὶ περὶ μὲν τοῦ πρώτου γένους τῶν κρειττόνων
7734222 ἐρεικη
τοῖς θηριοδήκτοις δυνάμενα τὴν χρῆσιν παρέχειν . Σέρις τοίνυν καὶ ἐρείκη καὶ ἀστράγαλος πινόμενα μετ ' ὄξους , πᾶσι τοῖς
. κατασχίζουσαι . κατασχίζουσαι , κατακόπτουσαι : ἔστι δὲ φυτὸν ἐρείκη εὔσχιστον . σχίζουσαι , διακόπτουσαι . σχίζουσαι καὶ ἀποκόπτουσαι
7732546 φερτατων
. μακάριος , ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήϊ ' : ἐν τεσσαράκοντα γάρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον
ἦν , ὥς φησι Πίνδαρος , θέσει δὲ Λοκροῦ . φερτάτων Κρονιδᾶν : ἀντὶ τοῦ ἀπὸ φερτάτου Κρονίδου : Διὸς
7731306 Ἰσχυρον
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ .
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν
7731178 Ἐπιστημη
αἰτεῖν τοὺς θεούς ; Καὶ μάλα , ὦ Σώκρατες . Ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ὁσιότης ἂν εἴη ἐκ
ἐν ποιότητι ἢ τοῦ ἐν μεγέθει καὶ τοῖς ἑξῆς . Ἐπιστήμη μὲν οὖν πᾶσα ἐκ πεπερασμένων ἀρχομένη [ τῶν ἰδίων
7729114 διαψευσθεντων
ἀγαθῶν ἐλπίς . ἢ ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων , ὡς Λουκιανός : Ἄνθρακάς μοι τὸν θησαυρὸν ἀπέφηνας
ὁ θησαυρὸς γέγονεν : ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων . Ἀπὸ τῶν βραδυσκελῶν ὄνων ἵππος ὤρουσεν . Ἅπαντα
7725654 Κερκωπιζειν
Εἰς κόλπους πτύειν : ὅμοιον τῷ : οὐ μεγαλοῤῥημονεῖν . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δολιεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν . μετενήνεκται δὲ
τῶν ῥᾳδίως τι ποιούντων . Καθ ' ἑαυτοῦ Βελλεροφόντης . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δουλεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ
7725130 σευω
ἀμεύω : τὸ πορεύομαι : παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω , τὸ ὁρμῶ . ἢ παρὰ τὸ νεύω καὶ
ὁ δύσσοος : ὁ δυσκίνητος ἀπὸ τοῦ δυς καὶ τοῦ σεύω τὸ ὁρμῶ . Ὄλπις : ἤτοι ἐκεῖθεν ἁλοῦμαι ,
7724942 τεμω
νέμω : δέμω : δρέμω : χρέμω τὸ ἠχῶ : τέμω : γέμω : τὸ κρεμῶ : θεμῶ : πολεμῶ
. . . Ἀτέμβω : στερῶ . εἴρηται παρὰ τὸ τέμω , ὅπερ ἐστὶ πρωτότυπον τοῦ τέμνω : γίνεται ἀτεμῶ
7722785 Κρηταιος
Κύφος Κυφαῖος . καὶ ἀπὸ τοῦ Ἐχιναῖος Ἐχιναιεύς , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . τινὲς δὲ καὶ Ἐχινοῦντα φασὶ τὴν αὐτήν
. καὶ ἑνικῶς Σίφη . ἔστι δὲ ὡς ἀπὸ τῆς Κρηταῖος Κρηταιεύς οὕτω Σιφαῖος Σιφαιεύς . Σίφνος , περὶ τὴν
7722641 κωλυμη
ἀνακωχή καὶ τὰ ὅμοια τούτοις . ποιητικὰ δὲ ἥ τε κωλύμη καὶ ἡ πρέσβευσις καὶ ἡ καταβοή καὶ ἡ ἀχθηδών
: κήρυκα καὶ πρεσβείαν πέμπειν ἐπὶ ξυμμαχίᾳ καὶ φιλίᾳ . κωλύμη : ἡ κώλυσις . ἀπεσήμαινεν : ἀποσκώπτων ἐδήλου .
7720231 Αἰδεσια
τινὰς ἐκφερομυθεῖν τὰ τῆς φιλοσοφίας ἀπόρρητα . , . . Αἰδεσία ταύτης δὲ παῖδες ἀπὸ τοῦ Ἑρμείου νεώτερος μὲν Ἡλιόδωρος
φάναι θεοφιλής , ὥστε πολλῶν ἐπιφανειῶν ἀξιοῦσθαι . ἡ δὲ Αἰδεσία τοιαύτη ἦν καὶ διεβίω πάντα τὸν βίον ὑπὸ θεῶν
7718875 παιζωμεν
τὴν θυίαν , αἶρ ' ὕδωρ , ποτήρια παράθετε . παίζωμεν δὲ περὶ φιλημάτων . . . . . .
Περσείδαις τ ' ἐκ Διὸς ἀρχόμενοι , / πίνωμεν , παίζωμεν κτλ . . . . . , : ἐδιδάχθη
7717865 σφαξ
τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον
σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ

Back