| , ὡς ἡδονὴ ἦδος : οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος . ἀλύξαι : φυγεῖν , εἰς τὸ ἐκφυγεῖν . | ||
| : αἶσχος ἦθος εὖρος εἶδος . οὕτως οὖν καὶ τὸ ἦδος . τὸ δὲ ἡθμὸς δασύνεται καίτοι τὸ η ἔχον |
| τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα μ ' ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι καί μ ' ἐπικερτομέοισα τάδ ' ἔννεπεν : | ||
| καὶ πολεμικὸς ποιητὴς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χευάτω μύρον ἁδὺ καττῶ στήθεος ἄμμι . καὶ ὁ σοφὸς δὲ Ἀνακρέων |
| ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ | ||
| μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω , |
| δὲ ἦν κύω βαρυτόνως , κυέμεναι ἂν ἦν κατὰ τὸ εὑρέμεναι : οὕτω καὶ φιλῶ φιλεῖν φιλήμεναι καὶ νοήμεναι καὶ | ||
| ἐβαρύνετο φόρτῳ . φέρτερον εὐκλέα μοῖραν ἐπ ' ἀκλείῃ βιότοιο εὑρέμεναι , ἀγαθὸν δὲ θανεῖν τοιῷδ ' ἐπὶ ἔργῳ . |
| δ ' ἀμφ ' ἱεραῖσι Διωνύσοιο ἄνακτος μίμνομεν ἑσπέριοι : δαιτὸς γὰρ ἐδεύετο θυμός . Τῆμος δ ' ἀντολίαισιν ἐγείρετο | ||
| μηδέ ποτ ' οἰνοχόην τιθέμεν κρητῆρος ὕπερθεν . αὐτὰρ ἐπεὶ δαιτὸς μὲν ἐίσης ἐξ ἔρον ἕντο , † οἷον οὐ |
| τῷ τύμβῳ ἑωυτόν . Κροῖσος δὲ ἐπὶ δύο ἔτεα ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο τοῦ παιδὸς ἐστερημένος : μετὰ δὲ ἡ | ||
| οὕνεκ ' ἔοικε γυναικὶ πολυστόνῳ ἥ τ ' ἐπὶ λυγρῷ πένθεϊ μυρομένη μάλα μυρία δάκρυα χεύει : καὶ τὸ μὲν |
| πλεῖθ ' ὑγρὰ κέλευθα ; ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα , τοί τ | ||
| 〚 ! ! μ ? 〛 ἄλλο [ ? ] μαψιδίως ? ? ? εμα [ ] ἐξότε ? ? |
| . αὐτῷ τοι μετόπισθ ' ἄχος ἔσσεται , οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ ' ἄκος εὑρεῖν : ἀλλὰ πολὺ | ||
| χαλέπτει . Τῶ νῦν μήτε δόλον φραζώμεθα , μήτέ τι μῆχος ἄλλο : πόνῳ γὰρ ἔοικεν ἀριστέας ἔμμεναι ἄνδρας καὶ |
| βριάοντα χαλέπτει , ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα | ||
| : ἠνορέη δὲ ἄπρηκτος τελέθει μέγεθός τ ' εἰς οὐδὲν ἀέξει ἀνέρος , εἰ μή οἱ πινυτὴ ἐπὶ μῆτις ἕπηται |
| ἀπερύκων , μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι λυγρὸς ἐών , μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ | ||
| γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς , Ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς , ἠὲ βιῶναι . Ἐπίτρεπε ὧδε τὸν |
| δίφρων ? ? ? ? , θεσμοφόρον δ ' ἐτέλεσσεν ἀγήνορα δῆμον Ἀθήνης . καὶ τὰ μὲν ἐν θυέεσσι : | ||
| ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης , ὃς ὑπέρτατα δώματα ναίει . |
| τοῦ ζῴου , ὡς ὁ χρησμὸς δηλοῖ : ἐννέα γὰρ ζώει γενεὰς λακέρυζα κορώνη ἀνδρῶν γηρώντων : ἔλαφος δέ τε | ||
| : γαύρη μὲν εἶδος , πολλὰ δ ' εἰς ἔτη ζώει , κέρας δὲ φοβερὸν πᾶσιν ἑρπετοῖς φύει , δένδροις |
| [ ὥστε βίου πεδέχειν ἐν Ὀλύμπωι [ , κρέσσον [ ἐλέγχεα δ ? [ καὶ τ [ κερα [ ἁμετέρω | ||
| νυκτὶ λιπεῖν βίον ἐν θαλάμοισιν , πότμῳ ἀνωίστῳ κάκ ' ἐλέγχεα πάντα φυγοῦσαν , πρὶν τάδε λωβήεντα καὶ οὐκ ὀνομαστὰ |
| ἄμμε βαρύνει . εἴαρι πάντα κύει , πάντ ' εἴαρος ἁδέα βλαστεῖ , χἀ νὺξ ἀνθρώποισιν ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς | ||
| ῥήματα φράσδεις : ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις , ὡς ἁδέα χαίταν . ] χείλεά τοι νοσέοντι , χέρες δέ |
| [ ] ! ! ! ! ! [ [ ] ερος ? ἵνα ? [ [ ] ν σπιλα [ | ||
| εγο ? ? [ [ ] παν [ [ ] ερος : [ [ ] ! πο ? [ [ |
| [ . . . . . . ] [ ] ιπ ? ! [ ] νιδ [ ] εφ [ | ||
| ] ! μέλεσσι [ ] υμπο [ [ ] ! ιπ ? ? ! [ . . . . . |
| μὴ λέληθα βουκολούμενος , Ἀμφότερον , θεράπων Ἐνυαλίοιο θεοῖο καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος , παρεστήκασι δὲ ἐν κύκλῳ καὶ | ||
| πολλοὶ μὲν βόσκονται ἐν Αἰγύπτῳ πολυφύλῳ βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Μουσέων ἐν ταλάρῳ καὶ τὸ φακῆν ἕψειν ὃς μὴ φρονίμως |
| τῆς Ὀδυσσείας : “ αἰγέην κυνέην κεφαλὴν ἔχε , πένθος ἀέξων . ” σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἐξ αἰγείου δέρματος | ||
| ' ἡνία φοινικόεντα ἵππων ὠκυπόδων : μέγα δὲ φρεσὶ θάρσος ἀέξων ἰθὺς ἔχειν θοὸν ἅρμα καὶ ὠκυπόδων σθένος ἵππων , |
| ' ἐδόκουν χρυσῆς παρὰ δῶρον ἔχοντα ἐλθεῖν Κυπρογενοῦς . δῶρον ἰοστεφάνου γίνεται ἀνθρώποισιν ἔχειν χαλεπώτατον ἄχθος , ἂν μὴ Κυπρογενὴς | ||
| κνώσσεις . καὶ ἐν ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ |
| κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον : οὐδ ' ἄρ ' ἔτι δὴν ἑστήκειν : αὐτοῦ γὰρ ὑπήριπε φαίδιμα γυῖα . ὡς | ||
| ' οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς , ἀλλ ' ἀκέων δὴν ἧστο : Θέτις δ ' ὡς ἥψατο γούνων ὣς |
| δ ' ἄρα πάντα πονησάμενοι κατὰ κόσμον κάτθεσαν ἐν κλισίῃσι δεδουπότα Πηλείωνα . Τὸν δ ' ἐσιδοῦς ' ἐλέησε περίφρων | ||
| νύ σε τῆλ ' ἀπὸ πάτρης οἰωνοί τε κύνες τε δεδουπότα δαρδάψουσιν . Ὣς ἄρ ' ἔφη δολόεντα μετὰ κταμένοις |
| καῖον ὁμῶς σχίζῃσι , καὶ ἐσσύμενοι περὶ βωμοὺς λείβεσκον μέθυ λαρὸν ἐπ ' αἰθομένῃσι θυηλῇς ἦρα θεοῖσι φέροντες , ἐπεὶ | ||
| ” Ἦ , καὶ ἐπισχόμενος πλεῖον δέπας ἀμφοτέρῃσι πῖνε χαλίκρητον λαρὸν μέθυ , δεύετο δ ' οἴνῳ χείλεα κυάνεαί τε |
| δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ : οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο ἔπλετο , ἥ τ ' ἐκέλευσεν ἕο | ||
| , ὥς φησιν ὁ ποιητής : μετὰ δ ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν . καὶ ἐπιφέρει : |
| ] γλυκύν [ ] ς δέ μ ' ἄγει ? πεδ ' ἀγῶν ? ' ἴμεν [ ἇχι μάλιστα ] | ||
| φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ ' ἄφθονον βοράν βαρβιτίξαι [ ] ? θυμὸν ἀμβλὺν |
| κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν , ὃς χρυσὸν φιλέει μὲν ἐνὶ φρεσίν , ἄλλο δὲ εἴπῃ . Οὐκοῦν τὸν Κάνθαρόν σοι | ||
| ἀφανῆ τόπον κατάκειται . κεύθει : κρύπτει , ἔχει . φρεσίν : ἔμφυτον γνῶσιν δῆλον . Λείπεθ ' : καταλιμπάνεται |
| αὐτῷ καὶ πρόσθεν ἀγαλλομένους ἐπὶ δώρῳ υἷά τε Λητοΐδης ἀκεσίμβροτον ἀθανάτοισιν ἷξεν ἄγων ἐς Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἠδὲ σαόφρων Παλλὰς Ἀθηναίη | ||
| ῥα θεὰ προσεβήσετο μακρὸν Ὄλυμπον Ζηνὶ φόως ἐρέουσα καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισιν : αὐτὰρ ὃ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορὴν δὲ |
| εὔχεσθαι Κύπριδι δαιμονίαι : οὐ γὰρ τοξοφόροισιν ἐμήσατο δῖ ' Ἀφροδίτα Πέρσαις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν προδόμεν . . . : Θεόπομπος | ||
| ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῆς μελοποιοῦ . Ποικιλόθρον ' ἀθάνατ ' Ἀφροδίτα , παῖ Διὸς δολοπλόκε , λίσσομαί σε , μή |
| περισπέρχουσά περ αἰνῶς βλάπτει τρηχὺν ἐόντα , γένυν δ ' ἀνεμώλιον αὔτως ἐγχρίμπτει , στερεοῖσι δ ' ἐτώσια μαίνετ ' | ||
| δύστλητα γὰρ ἔσται κήδεα , καὶ δ ' ἂν ἀκεσφορίην ἀνεμώλιον ἔλποι . ἢν δέ τις ἄλλη νοῦσος ἐπιρρέπῃ , |
| λόγοις ψευδέσιν : ὡς τὸ ” μηδέ τί μ ' αἰδόμενος “ μειλίσσεο μηδ ' ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ | ||
| γάρ μιν ὀϊζυρὸν τέκε μήτηρ . μηδέ τί μ ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ ' ἐλεαίρων , ἀλλ ' εὖ μοι |
| δήποτε τειρόμενος καμάτοις κάρφουσι δέδουπε γυῖα δαμείς : οὐ μὲν ποθέει ξηρὸν στόμα δεῦσαι . τῷ δὲ σὺ πολλάκι μὲν | ||
| ξηραίνουσι κάρφουσι ] ξηροῖς δέδουπε ] ἔπεσε δαμείς ] δαμασθείς ποθέει ] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος πόσιν ] τὸ |
| χεῖμα κακῆς , θέρει ? ἀργαλέης , οὐδέ ποτ ' ἐσθλῆς ” , | Δίου δὲ καὶ Πυκιμήδης ? [ | ||
| παρασχηματισμὸν μῆχος , ὡς ἡδονὴ ἦδος : οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος . ἀλύξαι : φυγεῖν , εἰς τὸ |
| μιν ποτιδέρκεται , ὄφρ ' ἀνέληται : τῇ ἴκελος Πάτροκλε τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβεις . ἠέ τι Μυρμιδόνεσσι πιφαύσκεαι , | ||
| , ἔνθ ' ἤτοι πάμπρωτα λοέσσατο μὲν ποταμοῖο εὐαγέως θείοιο τέρεν δέμας , ἀμφὶ δὲ φᾶρος ἕσσατο κυάνεον , τό |
| , ἀλλά ἕ φημι εἰς Ἄϊδός περ ἰόντα πυλάρταο κρατεροῖο γηθήσειν κατὰ θυμόν , ἐπεί ῥά οἱ ὤπασα πομπόν . | ||
| : λαμβάνοντα , αἴροντα : Ἡσίοδος : καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον ἔνδον ἐόντος . παρὰ τὸ αἱρῶ τὸ |
| πολέμοιο μενοίνα ἀντιάαν : τὸν δὲ προσέφη κρείων ἐνοσίχθων εἰσάμενος φθογγὴν Ἀνδραίμονος υἷϊ Θόαντι ὃς πάσῃ Πλευρῶνι καὶ αἰπεινῇ Καλυδῶνι | ||
| σκότον φρίσσουσι τὸν ξυνεργάτην τέραμνά τ ' οἴκων μή ποτε φθογγὴν ἀφῆι ; ἡμᾶς γὰρ αὐτὸ τοῦτ ' ἀποκτείνει , |
| ' ἐπιθύνως ' ἔργοις , πάντ ' ἐκτελέουσιν ᾗσιν ἐπιφροσύνῃσιν ἀμόχθως , ὥς κ ' ἐθέλωσιν . ἐν δὲ Λέοντι | ||
| φέρεται ῥεῖθρον εἰς αὐτὸν ἐκ τοῦ ἄλσους . ῥεῖα ζώοντες ἀμόχθως καὶ ῥᾳδίως καὶ ἀπόνως . ῥήγεα : “ ῥήγεα |
| παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης : ὅτι Ζηνόδοτος διὰ τοῦ χ ἀχέων . . κλῦθί μευ ἀργυρότοξ ' , ὃς Χρύσην | ||
| δὲ τάφοιο θηρείου λαιμοῖο μυχοὺς πλήσαντο τυχόντες : δειμαίνω τοίων ἀχέων τροφόν : ἀλλά , θάλασσα , χαῖρέ μοι ἐκ |
| ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ ἥρως , μή μοι τοὔνεκ ' ἀμύμονα νείκεε κούρην : ἡ μὲν γάρ μ | ||
| χολωσάμενος φρεσὶ ᾗσιν , ὅττι μιν ἐξαπάτησε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης : τοὔνεκ ' ἄρ ' ἀνθρώποισιν ἐμήσατο κήδεα λυγρά , κρύψε |
| ἔφατ ' ἀντομένη : τοῦ δὲ φρένες ἰαίνοντο ἧς ἀλόχου μύθοισιν , ἔπος δ ' ἐπὶ τοῖον ἔειπεν : “ | ||
| πρὸς Ἀγαμέμνονα . . . . . λαὸς Ἀχαιῶν Πείσονται μύθοισιν : ὅτι πρὸς τὸ νοητὸν ἀπήντηκεν , ὁ λαὸς |
| Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν | ||
| τοῦ βίου σου ἐκπληρώσῃς . σημαίνει καὶ τὸ λίαν : αἰνῶς † ἀκτίνεσιν ἐοικότες ἠελίοιο , . , , . |
| γὰρ εἰ μή τις ἐπιτηδεύοι , τὸν οἶνον ἐκκαλεῖσθαι „ πολύφρονά καὶ θ ' ἁπαλὸν ' ὀρχήσασθαι ” . ταῦτα | ||
| . οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός , ὅς τ ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ ' ἀεῖσαι καί θ ' ἁπαλὸν γελάσαι |
| : ξεῖνε , σὲ μὲν Τρώεσσι μεμιγμένον οὐκέτ ' ἔοικε τάρβος ἔχειν : ἔφυγες γὰρ ἀνάρσιον ὕβριν Ἀχαιῶν . αἰεὶ | ||
| ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος καὶ πλεονασμῷ τοῦ β τάρβος , καὶ ἐκ τοῦ ταράσσω . τάρβος ] φόβημα |
| * * πρῆξίν θ ' ἥσσονα δῶκ ' , ἐν πρήξεσί τ ' ἔμμεν ὑπ ' ἄλλοις . Τόσσα μὲν | ||
| * * πρῆξίν θ ' ἥσσονα δῶκ ' , ἐν πρήξεσί τ ' ἔμμεν ὑπ ' ἄλλοις . Τόσσα μὲν |
| [ φερώνυμον ] ἕξειν ἐπίκλην . [ [ Χαῖρε ] πέπον , προφέριστε , τεὸν κλέος οὔποτ ' ὀλεῖται , | ||
| ἀντίος ἦλθε θέων , καὶ ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα : ὦ πέπον ὦ Μενέλαε , τί ἢ δὲ σὺ κήδεαι οὕτως |
| ἐπικαυλόφυλλα τυγχάνει τὰ δ ' ἀμφοτέρως . ἐπιγειόφυλλα μὲν κορωνόπους ἄνθεμον ἀφύλλανθες ἄγχουσα πόα ἀνεμώνη ἀπαργία ἀρνόγλωσσον ἀπάπη : ἐπικαυλόφυλλα | ||
| [ πολυ˘ ] ? [ – – – – ] ἄνθεμον Μουσᾶν [ Ἱέρωνι˘ ] [ – ] ξανθαῖσιν ἵπποις |
| τοῦ πολέμου . , , , : ἀφρήτωρ ἀθέμιστοςὃς πολέμου ἔραται . λεξάσθων παρὰ τάφρον : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ | ||
| ' αὔτως σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει , ἀλλ ' ἔραται , θυμὸν δ ' οὐ δύναται τελέσαι . Ὦ |
| γὰρ σάφα ἴσαμι τοῦθ ' , ὅτι τῶν ἐμῶν μνάμα ποκ ' ἐσσεῖται λόγων τούτων ἔτι . καὶ λαβών τις | ||
| ἐσσομένοις : ἀρετήν γε μὲν ἐκ Διὸς αἰτεῦ . Ἔν ποκ ' ἄρα Σπάρτᾳ ξανθότριχι πὰρ Μενελάῳ παρθενικαὶ θάλλοντα κόμαις |
| ? ? ? . * [ ] ! ! ! εμ ? ! ! ! [ ] ! ! ωνυατο | ||
| ᾽᾿ [ . . . . . . [ ] εμ ! [ [ ] ξαπολλο ? [ [ ] |
| . οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ ' ἱκάνω : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῶν ὄσσων προορωμένη , | ||
| κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης Ἕκτορα : τοῦ νῦν εἵνεχ ' ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν λυσόμενος παρὰ σεῖο , φέρω δ ' |
| μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν ἔγκυκλον , ἄνδρες , Δήμητρος παῖδ ' | ||
| μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν , εὔκυκλον , ἁβρὸν Δήμητρος παῖδ ' |
| παιφάσσοντα καὶ ἀσπαίροντα φόνοισι . καί κε τάχ ' οἰκτείρειας ἀπηνέα περ μάλ ' ἐόντα ὠμηστῆρα ῥιφέντα πολυτμήτοισι φόνοισι . | ||
| , εὐαφέα , λείην , προϲηνέα , θερμὴν ἔμμεναι . ἀπηνέα γὰρ καὶ ϲκληρὰ καὶ τιταινόμενα τὰ νεῦρα ὑπὸ τῆϲ |
| τινας . Καλλίμαχος : χαῖρε βαρυσκίπων , ἐπιτακτὰ μὲν ἑξάκι δοιά . ἐκ δ ' αὐταγρεσίης πολλάκι πολλὰ καμών , | ||
| ἐπέοικεν ἀπειρεσίων ἐλεφάντων : κεῖνα γὰρ ἐν γενύεσσιν ὑπέρβια τεύχεα δοιά , εἴκελα χαυλιόδουσιν ἐπ ' οὐρανὸν ἀντέλλοντα , ἄλλοι |
| τὰ μαντεύματα ἐμμέτρως . Τὰ δ ' ἔπη τάδε : Τίπτε ποθεῖτε μαθεῖν νούσου τέλος ἠδὲ καὶ ἀρχήν ; Ἀμφοτέρους | ||
| . ἦκα δὲ μυρομένη , λιγέως ἀνενείκατο μῦθον : “ Τίπτε με δειλαίην τόδ ' ἔχει ἄχος ; εἴθ ' |
| κ ' ἐγὼν ἀπάνευθε μάχης πτώσσοντα νοήσω , οὔ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνας . κἂν μὴ παρῶσι δὲ οἱ | ||
| περισπῶσι , πλευσεῖται πορευσεῖται ῥευσεῖται . οὕτω γοῦν καὶ „ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν „ . Δίων μέντοι ἔσσειται προπαροξυτόνως φησὶ |
| Ἠριγενείης ὕστατος ὕπνος ἀνῆκεν : ὃ δ ' ἐν φρεσὶ κάρτος ἀέξων ἤδη δυσμενέεσσι λιλαίετο δηριάασθαι : Ἠὼς δ ' | ||
| ἣ δὲ καταθνήσκει τε μινυνθάδιον θαλέθουσα , καὶ τόσον αὐτῆς κάρτος , ἐφ ' ὁππόσον ἔμπνοός ἐστιν : εἰ δέ |
| δὲ σπείρειν ξανθῇ Δημήτερι μίσγων : καί τοι λοιγὸν ἅπαντα τεῆς ἀπάτερθεν ἀρούρης , αὐχμούς τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος | ||
| ' ἀνέρι φαρμακόοντα . πρὸς δ ' ἔτι τοῖς Δίκτυννα τεῆς ἐχθήρατο κλῶνας Ἥρη τ ' Ἰμβρασίη μούνη στέφος οὐχ |
| . ψυχρὸν ὕδωρ τουτεὶ καταλείβεται : ὧδε πεφύκει ποία , χἀ στιβὰς ἅδε , καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι . ἀλλ | ||
| οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν , ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ χἀ μάτηρ , τὰ δὲ μῆλα ποθέσπερα πάντ ' ἀριθμεῦντι |
| καὶ παίδων ἀλαλητὸς ἐμίσγετο γήραος ἠχῇ . οἷαι δ ' ἀφνειοῖο μετήλυδες Ὠκεανοῖο , χείματος ἀμφίπολοι , γεράνων στίχες ἠεροφώνων | ||
| δαμῆναι . Καὶ τότ ' ἄρ ' ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος ἀφνειοῖο πάντες ὁμῶς οἱ ἄριστοι ἄγον Ποιάντιον υἷα , καί |
| θ ' Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε . καί νύ κ ' ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς εἰ | ||
| , ἐπεὶ ἦ νύ με πένθος ἰάπτει λευγαλέον : τό νύ μ ' εἴθε καταφθίσειε γοῶντα πρὶν Πηλῆα πυθέσθαι ἀμύμονα |
| τῶ πατρὸς ἐπισκάψιας ἐνόμιζε χρυσῶ τιμιωτέρας ἦμεν , καὶ ταῦτα γυνά . “ Ἦν καὶ Τηλαύγης υἱὸς αὐτοῖς , ὃς | ||
| ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων . οὔθ ' ὁλκὸς ἀπέτρεχεν , οὐ γυνά οὔτ ' ὄρνις ὅλον δέμας οὔτε θήρ : κούρη |
| πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις , ἀμέγαρτε συβῶτα , πτωχὸν ἀνιηρόν , δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα ; ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται | ||
| καθαιρουμένης , οἱ δὲ παλαιοὶ καθαιρέσεις ἐκάλουν τὰς ἐκλείψεις . ἀνιηρόν : ἀθεράπευτον . τὴν δ ' αἶψα πόδες φέρον |
| ἡδύτατον αὐτοῦ ἐπιδεικνύμενος . κιρναμένα δ ' ἔερς ' ἀμφέπει πόμ ' ἀοίδιμον : ἡ δρόσος , φησίν , ἡ | ||
| σὺν γάλακτι , κιρναμένα δ ' ἔερς ' ἀμφέπει , πόμ ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν , ὀψέ περ |
| οὐ Δωρικὴ διάλεκτος : τὸ γὰρ Λακωνικόν ἐστιν ἀείδην ἢ ἀείδεν : μηδέ μ ' ἀείδην ἀπέρυκε : κατὰ δὲ | ||
| δ ' αἰπόλος ἦνθ ' ὑπακούσας : χοἰ μὲν παῖδες ἀείδεν , ὁ δ ' αἰπόλος ἤθελε κρίνειν . πρᾶτος |
| πέπονμέτρον γὰρ ἔχεις γλυκεροῖο ποτοῖο στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος | ||
| γὰρ ἔχεις γλυκεροῖο ποτοῖο , στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος |
| αὐτοῦ βουλοίμην σταθμῶν ῥυτῆρα λιπέσθαι : ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια , μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ : χαλεπαὶ δέ τ | ||
| στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος οἴνου πινομένης , μή ς |
| δὲ πάντες ἔμιμνον ἀναινόμενοι τὸν ἄεθλον , εἰ μή σφεας ἐνένιπεν ἀγαυοῦ Νηλέος υἱός : Ὦ φίλοι , οὔ τι | ||
| τοῦ δ ' ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια , ἀμφίπολον δ ' ἐνένιπεν ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε |
| οὐδ ' ὑπάλυξις ἔστ ' ἄτης , πάρα δ ' ἄμμι τὰ κύντατα πημανθῆναι τῇδ ' ὑπ ' ἐρημαίῃ πεπτηότας | ||
| σκευαστῶν φαρμάκων σύνηθες ἡμῖν τοῦτό φησιν Ἀρχιγένης . Καστόριον καὶ ἄμμι λειότατα ποιήσας , δίδου κοχλιάριον ἓν σὺν μελικράτῳ . |
| ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν , | ||
| Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων |
| πάσῃ , ἄχρις Ἴλιος ἑάλω Αἰνείεω ἐνδόντος . Αἰνείης γὰρ ἄτιτος ἐὼν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου καὶ ἀπὸ γερέων [ ἱερῶν ] | ||
| ἔγχει ἐμῷ , ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ : τὼ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν |
| δὴ κεκορημένοις Γόργως μὴ κίνη χέραδος μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα μνάσασθαί τινά φαιμι † καὶ ἕτερον † ἀμμέων ὀ | ||
| , γινόμενος ὁτὲ μὲν λέων ὁτὲ δὲ ὄφις ὁτὲ δὲ μέλισσα , ὑφ ' Ἡρακλέους μετὰ τῶν ἄλλων Νηλέως παίδων |
| πάλιν ἐπαγκρούων , κολάζων δᾶμος ἀσφαλέστερος . Τάνδε τὰν γνώμαν τόκ ' ἦχον καὶ ἔλεγον καὶ νῦν λέγω . Εὐξάμαν | ||
| αἶγα : τὺ δ ' , ὦ κακέ , καὶ τόκ ' ἐτάκευ βασκαίνων , καὶ νῦν με τὰ λοίσθια |
| : ὁπόσοισι δὲ κάρτος ὀπηδεῖ καὶ πόνος , ἐκ καμάτου πολυγηθέα καρπὸν ἀμῶνται εἰς Ἀρετῆς ἀναβάντες ἐυστεφάνου κλυτὸν ἔρνος . | ||
| ἱερὸν θάλος , εὔιε Βάκχε , εὐτραφές , εὔκαρπε , πολυγηθέα καρπὸν ἀέξων , ῥηξίχθων , ληναῖε , μεγασθενές , |
| τόσον ὅσσον ἐτύχθη μήτηρ , ὅττί ῥά οἱ πολὺ φίλτατος ὤλεθ ' ἑταῖρος . Οἳ δ ' αἰεὶ περὶ νεκρὸν | ||
| ἦμαρ ἰδέσθαι , ἢ ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος , ὡς Ἀγαμέμνων ὤλεθ ' ὑπ ' Αἰγίσθοιο δόλῳ καὶ ἧς ἀλόχοιο . |
| τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνήρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσθαι : ἡ διπλῇ ὅτι ἀντιπέφρακε τὸν γνωτὸν τῷ | ||
| ὕφαινε μετὰ φρεσίν , ὅς ῥα θεοῖσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ἀρῆς ἀλκτῆρα φυτεύσαι , ὦρτο δ ' ἀπ ' Οὐλύμποιο δόλον |
| κάρφουσι ] τοῖς ξηραίνουσι κάρφουσι ] ξηροῖς δέδουπε ] ἔπεσε δαμείς ] δαμασθείς ποθέει ] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος | ||
| : ὃ γὰρ ἦν οἱ , ἀπώλεσε πιστὸς ἑταῖρος Τρωσὶ δαμείς : ὁ δὲ κεῖται ἐπὶ χθονὶ θυμὸν ἀχεύων . |
| ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται . Σχεδὸν δ ' ἐπίσταμαί τι πῆμ ' ἔχοντά νιν : χρόνον γὰρ οὐχὶ βαιόν , | ||
| κρατερῆς ὑπ ' ἀνάγκης , καὶ τύπος ἀντίτυπος , καὶ πῆμ ' ἐπὶ πήματι κεῖται . Ἔνθ ' Ἀγαμεμνονίδην κατέχει |
| παθητικὴ χοόμενος , χούμενος καὶ δωρικῶς χώμενος , ὡς Μοῦσα Μῶσα , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο χωόμενος : ἢ παρὰ | ||
| Μνασάλκεος τὸ σᾶμα τῶ Πλαταιΐδα τῶ ' λεγῃοποιῶ : ἁ Μῶσα δ ' αὐτῶ τᾶς Σιμωνίδα πλάτας ἧς ἀποσπάραγμα κενά |
| εἰς ψύξιν καὶ θάνατον ἄγουσαν : λοιβὰν φονίαν : ἥντινα λοιβὴν ἐξ αἵματος ἔλαχεν ὁ Ἅιδης παρόσον οἱ φονευόμενοι εἰς | ||
| . ἴσως πᾶν ποτήριον ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἢ τὸ λείβειν . ἀφ ' οὗ καὶ λέβης |
| θεῆς σύνοδόνδε κιούσης βαιὸν ἂν ἐκ πολλοῦ δοίης τό τοι ἔσσετ ' ἄμεινον . Περὶ δὲ ἀγορασμοῦ σκέπτου οὕτως . | ||
| ' ἁλὸς στεινωπόν , ἐπεὶ φάος οὔ νύ τι τόσσον ἔσσετ ' ἐν εὐχωλῇσιν ὅσον τ ' ἐνὶ κάρτεϊ χειρῶν |
| : ὁ δὲ Ζῆνα Ξείνιον αἰδόμενος σπονδάς τ ' ἐν Φοβίου καὶ ἅλα ξυνέωνα θαλίης κρήναις καὶ ποταμοῖς νίψετ ' | ||
| : ὁ δὲ Ζῆνα Ξείνιον αἰδόμενος σπονδάς τ ' ἐν Φοβίου καὶ ἅλα ξυνεῶνα θαλείης κρήναις καὶ ποταμοῖς νίψετ ' |
| ' ἀσπίδα μὲν πρόσθ ' ἔσχετο πάντος ' ἐΐσην , ἐγχείῃ δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο , καὶ μέγ ' ἀΰτει | ||
| . Οἶδα γὰρ ὡς οὔ τίς με δυνήσεται ἐγγύθεν ἐλθὼν ἐγχείῃ δαμάσασθαι ἐπιχθονίων ἡρώων , οὐδ ' εἴ περ στέρνοισι |
| τούτοις κόπον καὶ ἡλιοκαΐαν καὶ ἄλλ ' ὅσα ξαν - θὴν μὲν ἐπισωρεύει λεπτὴν χολὴν τῷ σώματι , ἔνδειαν δέ | ||
| ἄγετε τοὺς θεριστάς . θὴν καὶ ἐπιπολύ : ἢ τὸ θὴν ἀντὶ τοῦ δή . τὰς δασυκέρκως : τὰς πολυτρίχους |
| : ἐν δ ' ἄρα χειρὶ ἄλλοτε μὲν δόρυ πάλλεν ἀμείλιχον , ἄλλοτε δ ' αὖτε εἷρπεν ἄνω : τὸν | ||
| , ἠέριοι πεζοί τε συνέστιοι εἰλαπινασταί , αἷμα μέλαν πίνοντες ἀμείλιχον εἶχον ἐδωδήν , καὶ τῶν μὲν κλαγγὴ φόνον ἔπνεεν |
| ' ὑπόνοιαν . δέον εἰπεῖν μάχεσθαι , ἐκπιεῖν εἶπε . ψῆττα : Ὄρνεόν ἐστι τετμημένον κατὰ τὸ μέσον , ὡς | ||
| οἷον οἱ χυτοὶ οἱ τῷ δικτύῳ περιεχόμενοι , χρόμις , ψῆττα , θύννος , πηλαμύς , κεστρεύς , χαλκίδες καὶ |
| γυναικός ] ? ? ? , χαλκ ? ? [ χρυς ? [ . . . , . ; . | ||
| ! ! ! ! ! ! ] εις ? ? χρυς ? [ ! [ ! ! ! ! ! |
| ἀγέεσσι ἀγ κεράτεσσιν ἄθεστος Ἐρινύς αἰνήθεστος ἀνώμαλα δάσσειν † ἀπνίγμον κνώδοντος θυσίαι ἀποβώμιοι ἀραχνοϋφεῖς αὐτοδακὴς μῆνις ἀφ ' οὗ † | ||
| δράσω ; πῶς ς ' ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ ' αἰόλου κνώδοντος , ὦ τάλας , ὑφ ' οὗ φονέως ἄρ |
| σέθεν , σάφ ' οἶδ ' ἐγώ . ἐξῶλές ἐστι μάργον Αἰγύπτου γένος μάχης τ ' ἄπληστον : καὶ λέγω | ||
| τέρμα γένοιτο κιχεῖν . σὴ σοὶ γῆ . σὺ δὲ μάργον ἔχων καὶ ἀγήνορα θυμόν φεύγεις , ἰκτίνου σχέτλιον ἦθος |
| μετιοῦσαν ἔδρακεν ἐξότε πρῶτα λίπεν θάλαμόν τε καὶ εὐνήν , χωσαμένη Ἀχιλῆος ἀγαυοῦ νηπιάχοντος . ἡ μὲν γὰρ βροτέας αἰεὶ | ||
| Γ : μή μ ' ἔρεθε , σχετλίη , μὴ χωσαμένη σε μεθείω , . . . σὺ δέ κεν |
| ἔξοχος ἵσταται ἄγρη . Ἄλλους δ ' ἀγρευτῆρσιν ὑπήγαγε ληΐδα θήρης ὑγρὸς ἔρως : ὀλοῶν δὲ γάμων , ὀλοῆς τ | ||
| ἀσπαλιεὺς δεδοκημένος ἰχθύσιν αὐτοῖς , πείρας ἀγκίστρῳ , μενοεικέα ληΐδα θήρης , ῥηϊδίως ἐρύσει περὶ γαστέρα μαιμώοντας . Φώκῃ δ |
| ὁ φαινόλης ἐστὶν ἐν Ῥίνθωνος Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Ταύροις : ἔχοισα καινὰν φαινόλαν καπαρτίω . ὁ δὲ σάραπις , Μήδων | ||
| , ἢ ὅτι αὐτὴ μέγα ἐν ταῖς πόλεσιν ἰσχύει . ἔχοισα κλαῖδας : τῆς μὲν εἰρήνης κατὰ τὸ φυλακτικὸν , |
| ὅστις διὰ τὸ γλίσχρον κολλίζει τὴν φάρυγγα . Ἄλλως : λοιγὸν ἀραχνήεντα οἷον λεπτόν , ἀράχνῃ ὅμοιον . τὸ δὲ | ||
| μοι τόδ ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ : ἤδη νῦν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον . Ὣς ἔφατ ' εὐχόμενος , τοῦ δ |
| ' : ἢ τὸ Λοξίου οὐκέτι βροτοῖσι διὰ ς ' ἐτήτυμον στόμα . ἀλλ ' εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς ἐς | ||
| ' αὐτοῦ κήδε ' ἐνίσπες καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ : τίς πόθεν εἰς |
| ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο ἔπλετο , ἥ τ ' ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ καὶ πάλιν ἡ δὲ μάλ ' αἰεὶ | ||
| κωμικοὶ καὶ τραγικοί . ὁ μέντοι Ζηνόδοτος καὶ τὸ ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ διὰ τῆς ου ἔγραφεν . ὅπερ παραπεμπτέον |
| ἑξῆς : ἡ δὲ ἐπειρύσασα παρειὰς κύσε ποτισχομένη , καὶ ἀντομένη ἀγανοῖς μύθοις ἀμείβετο μειδιόωσα . ποτισχομένη : περιλαβοῦσα . | ||
| φάτο , φώνησέν τε . , : ἡ δέ μοι ἀντομένη . , ἔπεα πτερόεντα προσηύδα , ἔπεα πτερόεντ ' |
| ηὔδα καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα : αὔδα ὅ τι φρονέεις : τὸ δὲ αὐδῶ παρὰ τὸ αὐδή αὐδῶ , | ||
| πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις . αὔδα ὅ τι φρονέεις : τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν , εἰ δύναμαι |
| πλῆον ἐπασχαλλ ! [ ! ! ] δ ' αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος | ||
| βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν . λάμβανε , Περσεφόνα |
| βριάει , ῥεῖα δὲ βριάοντα χαλέπτει , Ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης . . . | ||
| κορύμβοις . Ὁπλίζεο : ὅπλησον . Στικτόν : αἰόλον . ἀρίζηλον : φημούμενον . Ὤρυγγας : λιαὶ δίπουμά τι . |
| : ] [ Αἶαν διογενές , ] Τελαμώνιε ? , κοίρανε λαῶν , [ ἅμα ] καὶ νώτοισι ? νέκυν | ||
| φαρμάκτῃσιν ὑποδμηθέντες ὄλοντο . Ἔνθεν ἔπειτ ' ἀΐων τεκμαίρεο , κοίρανε γαίης , ὡς οὐδὲν μερόπεσσιν ἀμήχανον , οὐκ ἐνὶ |
| πτω λήγοντα βαρύτονα μετατιθέασιν εἰς δύο σσ , οἷον πέπτω πέσσω , ὄπτω ὄσσω „ ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν „ | ||
| τὸ νίπτω οὖν παρ ' Αἰολεῦσι νίσσω λεγόμενον ὡς πέπτω πέσσω οἱ Ταραντῖνοι μεταθέσει τῶν δύο σσ εἰς τὸ ζ |
| πολυώνυμον ὕδωρ , ψυχρόν , ὅ τ ' ἐκ πέτρης καταλείβεται ἠλιβάτοιο ὑψηλῆς : πολλὸν δὲ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης ἐξ | ||
| Καλλιρόης . δύο δὲ δένδρα περὶ τὸν τάφον ἐκείνου ἑστῶτα καταλείβεται αἵματος . ἦν δὲ καὶ τρικέφαλος καὶ τρίσωμος ὁ |
| . . ῬΕΙΑ . Ῥᾳδίως , κοινῶς : ποιητικῶς δὲ ῥεῖα καὶ ῥηϊδίως . Ἀπὸ τοῦ βριάω βριαρόν : ὡς | ||
| , οὐδέ τις ἤδη φρυνὸς ἐνὶ ξηροῖς βοσκόμενος πεδίοις . ῥεῖα δὲ καὶ στομάχοιο φέροις ἄκος οἰδήναντος καὶ θοὸν ἰήσαι |
| ' ἐρημωθέντος ἄρσενος θρόνου . σὺ δ ' εἴ τι κεδνὸν εἴτε μὴ πεπυσμένη εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θυηπολεῖς , κλύοιμ ' | ||
| , μὴ κακὸν φῦναι λέγειν , ἀλλ ' ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν τὴν σὴν στόμαργον , |