υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον καὶ ἐκ τῆς
τελευτὴν ἐποιήσαντο : ἀνθ ' ὧν ἡ πόλις αὐτοὺς καὶ ἐπένθησε καὶ ἔθαψε δημοσίᾳ , καὶ ἔδωκεν ἔχειν αὐτοῖς τὸν
5332460 ἐτεκνωσατο
ἣ καὶ τὸν ἄριστον ἐκληρώσατο σύνοικον , καὶ τὸν κάλλιστον ἐτεκνώσατο , ἣν εἴ τις Ἀφροδίτῃ προσεικάσειεν ἢ πλησιφαῆ Σελήνην
ἐνσημαινόμενοι τὴν φροντίδα , μεθ ' ἧς ὁ πατὴρ αὐτοὺς ἐτεκνώσατο . Πρὸς θεῶν , εἰ δὲ αἰσθανομένη ἡ πόλις
5317988 ἀνδραγαθια
δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος , οἷον οἱ μονομάχοι ἀπαρασκεύαστοι . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει : ἀνδρεία μὲν γὰρ σώματος δύναμις ἐπαινουμένη
ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος
5068455 Ξενῳ
μετ ' οὐ πολὺ καὶ ἥρως ἔδοξεν καὶ ἐντέμνουσιν αὐτῷ Ξένῳ Ἰατρῷ οἱ Ἀθηναῖοι : τοῦτο γὰρ τοὔνομα ἥρως γενόμενος
ξένιζε , καὶ σὺ γὰρ ξένος γ ' ἔσῃ . Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι . Ξένος πεφυκὼς τοὺς
5010551 αὐχημα
. ποιηταῖς . Οἶον ἀποιχομένων ] οἶον καὶ μόνον τὸ αὔχημα τῆς δόξης , ἤτοι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ ἔπαινος
πατέρων . . . : μετέρχεται ἐπὶ τὸ δίκαιον κεφάλαιον αὔχημα : τὸ φρόνημα αὔχημα ἐκάλεσεν ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς :
4983038 ἐντιμον
λέως εὐδαίμονος αὕτη ἡ τέχνη ἐπιδιδοῦσα , καὶ ἀνάγκη ἀρετὴν ἔντιμον εἶναι παρ ' οἷς φιλοσοφία σπουδῆς ἀξιοῦται , ἐν
ἅμα καὶ μὴ προθυμοῖτο τό γε αὑτοῦ μέρος , εἰς ἔντιμον χώραν καταφανεῖς ἄγων αὐτούς , ἑορτάς τε αὐτοῖς γίγνεσθαι
4982178 συναγωνιζεται
τῆς ἡλικίας ἀσθενές , τῇ δὲ τὸ τῆς φύσεως τοιοῦτον συναγωνίζεται . Συνελὼν οὖν λέγω : συναμφότεροι καλοί . δοῦλον
ἐλευθερίας , καὶ τὴν Σπάρτην σώζειν , καὶ τῷ Λυκούργῳ συναγωνίζεται , καὶ πείθεται τῷ θεῷ ; Εἰ δὲ ἐγεώργουν
4975444 ἀποτινεμεν
ὅτι συνήθως τῷ ἀπαρεμφάτῳ ἀντὶ τοῦ προστακτικοῦ χρῆται Ὅμηρος , ἀποτινέμεν ἀντὶ τοῦ ἀποτίνετε . . ἥτε καὶ ἐσσομένοισι μετ
πληθυντικὸν ἔσται τὸ μάρτυροι . . τιμὴν δ ' Ἀργείοις ἀποτινέμεν : ἡ διπλῆ , ὅτι τιμὴν τὸ ἐπιτίμιον λέγει
4970901 κλεινοις
βουστάδας αὐλὰς χερσεύει ἀξέστους ὄρνιθος ἦλθ ' ἐπώνυμος πέρδικος ἐν κλεινοῖς Ἀθηναίων πάγοις ἁλίας στραβήλου τῆσδε , τέκνον , εἴ
. Σοφοκλῆς Καμικοῖς : ὄρνιθος ἦλθ ' ἐπώνυμος πέρδικος ἐν κλεινοῖς Ἀθηναίων πάγοις . Φερεκράτης ἢ ὁ πεποιηκὼς τὸν Χείρωνα
4967514 μεγαλοπρεπεσι
καὶ ὁποῖος συγκεκραμένος . ἡ μὲν δὴ παιωνικὴ ἐν τοῖς μεγαλοπρεπέσι σύνθεσις ὧδ ' ἄν πως λαμβάνοιτο . Ποιεῖ δὲ
μακρὰν οἰκοῦντας εἰς αὐτὸ φιλοτίμως φοιτᾶν , καὶ θυσίαις τε μεγαλοπρεπέσι καὶ ἀναθήμασιν ἀξιολόγοις τιμᾶν , τὸ δὲ μέγιστον ,
4955712 καταφθιμενοιο
δ ' ἐναίσιμος ἥνδανε μῦθος : Ὑψιπύλην δ ' εἴσαντο καταφθιμένοιο Θόαντος τηλυγέτην γεγαυῖαν ἀνασσέμεν . ὦκα δὲ τόνγε πέμπον
ἰσοφαρίζειν . ὀγδωκονταέτει παιδὶ Λεωπρέπεος , πόλις ἄνδρα διδάσκει σῆμα καταφθιμένοιο Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτίρω σε τάλαν
4949358 φιλοτιμοις
δοκούντων εἶναι φίλων : τὸ δὲ ὑπερέχειν τῶν φίλων τοῖς φιλοτίμοις ἡδύ : καὶ γὰρ οἱ κόλακες προσποιοῦνται πάντα τῶν
ἄλλαις συντυχίαις καὶ ἀποκρίσεσι : τιμᾷ δὲ καὶ δώροις αὐτὸν φιλοτίμοις τε καὶ ἐντίμοις , καὶ τέλος πατριάρχην καθίστησι καὶ
4886821 δικη
τῷ γήρᾳ τρυφερώτερον βιοῦν . Καὶ Ὅμηρος : Ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων . Ἰστέον δὲ ὅτι Κάδμος καὶ Ἁρ
: ἐπὶ τῶν καθ ' ἑαυτῶν τι διαπραγματευομένων . Ἀγραφίου δίκη : ἐπὶ τῶν ἀποδοκιμασθέντων πραγμάτων τῷ δημοσίῳ καὶ κατὰ
4864022 θυσιαισι
λιστοὶ δέ τε καὶ θεοὶ αὐτοί , καὶ τοὺς μὲν θυσίαισι καὶ εὐχωλαῖς ἀγαναῖσιν λοιβῇ τε κνίσῃ τε παρατρωπῶς '
λέγω ] ἐνιαυσίαις σφας μὴ λελησμένους [ ] χρόνωι ? θυσίαισι ? τιμᾶν ? ? ? ? καὶ σφαγαῖσι [
4846172 ἐγγεγαασιν
εἰδῶ : τίς γῆ , τίς δῆμος , τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν ; ἤ πού τις νήσων εὐδείελος , ἦέ τις
ἄνδρεσσι μελήσει πᾶσιν , ἐμοὶ δὲ μάλιστα , τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν . τέσσαρσι στίχοις ἑξῆς ἀστερίσκοι παράκεινται , ὅτι νῦν
4824833 ἀπολεμον
εἰρήνην καὶ ἀπὸ τοῦ θνητοῦ καὶ πεφυρμένου στρατοπέδου πρὸς τὸν ἀπόλεμον καὶ εἰρηναῖον λογικῶν καὶ εὐδαιμόνων ψυχῶν βίον θεῖον .
καλύπτουσι δόμους δεσποτᾶν θανάτοισι . σέβας δ ' ἄμαχον ἀδάματον ἀπόλεμον τὸ πρὶν δι ' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον
4824705 γνωμηι
εἰ δὲ καὶ τῶι σώματι βούλει δυνατὸς εἶναι , τῆι γνώμηι ὑπηρετεῖν ἐθιστέον τὸ σῶμα καὶ γυμναστέον σὺν πόνοις καὶ
' , ὄζω Ἀθηνῶν , δισσῶν μύθων ῥήτορες ἦσαν , γνώμηι δὲ μιᾶι συνεχωρείτην τὸν Ἀχίλλειον τύμβον στεφανοῦν αἵματι χλωρῶι
4817366 Εὐνομια
πολίων : ἐφ ' ὧν πᾶσα πόλις ἀσφαλῶς βέβηκεν . Εὐνομία , Δίκη , Εἰρήνη ἀδελφαὶ ἐκ Θέμιδος . ἐθέλοντι
ὁ τῆς εὐνομίας ταμίας , οὗ πάρεδρος Δίκη τε καὶ Εὐνομία : ᾧ παραστατοῦσιν αἱ Χάριτες , Εὐφροσύνη καὶ Ἀγλαΐα
4798870 ὠμωμοκει
ἀδιάφθορον ] καὶ ἀπείρατον [ Ἀφροδίτης ] φυλάξειν [ ± ὠμωμόκει ] ? : ἀπιθα ? ? ? [ ±
εὐθὺς ἀναγκαῖον ἦν , ὧν τοῖς μὲν τὴν Βοιωτίαν συνεξαιρήσειν ὠμωμόκει , τοῖς δὲ τὴν πυλαίαν συγκαταστήσειν : εἰ δὲ
4775492 φιλονικια
: πολλοὶ γὰρ κατέβησαν καὶ ἅτε θεωμένων τῶν ἑταίρων πολλὴ φιλονικία ἐγίγνετο . ἔθεον δὲ καὶ ἵπποι καὶ ἔδει αὐτοὺς
ἔστω δὴ τούτων τε αὐτῶν κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φιλονικία , φυλάρχοις τε καὶ ἱππάρχοις δεδομένη κοινὴ κρίσις ἁπάντων
4770962 Πορνης
ἐγκρατεῖς , τῆς ἐλευθερίας χαριστήρια τῇ πόρνῃ ἀποδιδόντας , Ἀφροδίτης Πόρνης ναὸν ἱδρύσασθαι . . . . . . :
Εὐάνθης δὲ ἐν τοῖς Μυθικοῖς συμφωνεῖ τῷ Ἀπολλωνίῳ . : Πόρνης δὲ Ἀφροδίτης ἱερόν ἐστι παρὰ Ἀβυδηνοῖς , ὥς φησι
4753905 δυσμενειας
δὲ τὰ ὅπλα τίνος γέγονεν ἀφορμή ; τῆς παρὰ σοῦ δυσμενείας καὶ μίσους . οὐκοῦν ἐξ ὧν ἠτυχήσαμεν , ταῦτα
ἑαυτοῦ δὲ τοὺς μόρους ὑπογράφειν . ἀλλ ' εἰ χωρὶς δυσμενείας σκέπτεσθαι ἐθελήσετε , εὕροιτε ἂν οὔτε δρῶντας ἑκόντας ἡμᾶς
4736296 τιμᾳ
ἔχει μακάρων υἱοῦ Ἀρίστωνος , τόν τις καὶ τηλόθι ναίων τιμᾷ ἀνὴρ ἀγαθὸς θεῖον ἰδόντα βίον . . . ,
παρὸ εἰς τὸν θεόν . μᾶλλον ] + ἤγουν ἣν τιμᾷ πλέον τοῦ Ἄρεος . μᾶλλον ] πλέον . Ξ
4734467 φιλανθρωπια
μὴ τὸ τῆς ψυχῆς κακὸν ἐκβάλοι . κρηπὶς εὐσεβείας ἡ φιλανθρωπία σοι νομιζέσθω . κακὰ μείζω πάσχει διὰ τὸ συνειδὸς
οἱ νομάδες , οἷς θηριώδης ὁ βίος καὶ οὐ νενόμισται φιλανθρωπία , οὗτοι μὲν ἴσασι πόνων ἀνακωχὴν ἑορτὴν ἄγοντες τῇ
4730582 αἰδως
: ἱκανὼ γὰρ τὼ φύλακε κωλύοντε , δέος τε καὶ αἰδώς , αἰδὼς μὲν ὡς γονέων μὴ ἅπτεσθαι εἴργουσα ,
οὐκ ἐθέλει νεικεῖν : ἵνα γὰρ δέος , ἔνθα καὶ αἰδώς . οὐκ ἐφάμην Ἀχιλῆϊ χολωσέμεν ἄλκιμον ἦτορ ὧδε μάλ
4699221 πατρικη
τιμωρία . Ξ δίκη ] ἐκδίκησις . πατρίς ] ἡ πατρική . γαῖα ] + ἤγουν ἡ πόλις . σπουδῆς
Σωκράτης ὀνομαζέσθω . Ἡ δὲ γενικὴ λέγεται κτητική τε καὶ πατρική , ἐπειδὴ δι ' αὐτῆς ποιούμεθα τὰ γένη ,
4686922 αἰδοι
ὅστις μὴ ὑγιῶς λέγει . αἴτιον δὲ τούτου φησὶν ὅτι αἰδοῖ μειλιχίῃ , οὐ τὸ ἀναιδέστατον ἦθος τὸ τοῦ κόλακος
. Σαγαραῖοι δὲ τῇ Ἀθηνᾷ καμήλων ἀγῶνα ὅσα ἔτη σὺν αἰδοῖ τῇ τῆς θεοῦ ἐπιτελοῦσι , γίνονται δὲ ἄρα παρ
4685539 κακοπραγια
: ὄτλος ὁ μόχθος , ὁ πόνος : ὄτλημα ἡ κακοπραγία : ὀτραλέον : ὀτρεὺς ὁ ἡμίονος : ὄρχις κλῆμα
ἔσοιντο αἱ σύνοδοι : καὶ δὴ καὶ ἡ συμβᾶσα αὐτῷ κακοπραγία διὰ τὴν ἐκείνων ἀγνωμοσύνην ἀπαντῆσαι λέγεται . πρὸς δὲ
4685188 συστρατιωται
οὗτοι οἱ λόγοι , οἵ γε συμπερινοστοῦσι τῷ βασιλεῖ καθάπερ συστρατιῶται , καὶ τίμιοι δι ' αὐτὸν καὶ αἰδοῖοι οὐ
' ἔθαψεν , ‖ οἱ δὲ φίλοι Ἀστυφίλου καὶ οἱ συστρατιῶται , ὁρῶντες τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν ἀρρωστοῦντα , ἐμὲ
4677731 εὐψυχια
Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς
Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται
4674830 ἀμφεθετο
, ὁ δέ τις ἑλλανοδίκης ὤφθη καὶ τὸν ἐκ δάφνης ἀμφέθετο στέφανον , κοσμοῦντες ὁμοῦ καὶ κοσμούμενοι τοῖς δρωμένοις .
” ἀμέρδῃ στερίσκει , ἐν τῇ Φ τῆς Ὀδυσσείας . ἀμφέθετο περιέθετο , πρὸς τὴν μάχην παρεσκευάσθη ὁ Τηλέμαχος :
4673201 ἀφραδιῃ
οὐδέ τι πᾶσιν ἐναίσιμόν ἐστι νόημα . Φράζεο δ ' ἀφραδίῃ προφερέστατον ἡμεροκοίτην ἰχθύν , ὃν παρὰ πάντας ἀεργότατον τέκεν
τὴν ἀσυνεσίαν τὴν περὶ τὸν ἰχθὺν τὸν μέγαν γινομένην . ἀφραδίῃ : παρήχησις : μωρίᾳ , ἀβουλίᾳ . προφερέστερον :
4669810 ἀναδησαντες
: μεθύοντα ἄνδρα πάνυ σφόδρα δέξεσθε συμπότην , ἢ ἀπίωμεν ἀναδήσαντες μόνον Ἀγάθωνα , ἐφ ' ᾧπερ ἤλθομεν ; ἐγὼ
αἴτιος ἐγενόμην φανερῶς , ὡς αὐτοί τε ὡμολόγουν χρυσῷ με ἀναδήσαντες στεφάνῳ , καὶ ὁ ὕπατος Σίκκιος ἐμαρτύρησεν ἡγεμόνα τῆς
4667193 ζηλοτυπια
τῆς ἀγέλης ἡγεμὼν ὁ τράγος , ἀλλ ' αὐτὸν εἴσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον
τοῦ κατ ' εὐθεῖαν . ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει . ζηλοτυπία γάρ ἐστι τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον , ζῆλος δὲ
4664522 ἀρξειν
δι ' ὑποψίας αὐτῷ γενόμενον , ὃς ἔμελλε νεωτερισμοῦ εἰσαῦθις ἄρξειν , καὶ εἴ τι ἑκούσιον ἀπαναστῆναι ἐβούλετο . ἦν
αὖ μετὰ τοῦτο μηδὲν τῶν γραμμάτων ἑκόντες παραβήσεσθαι , μηδὲ ἄρξειν μηδὲ ἄρχοντι πείσεσθαι πλὴν κατὰ τοὺς τοῦ πατρὸς ἐπιτάττοντι
4663302 φθονωι
μή , βίαι δορὸς ἤδη τότ ' ἔσται κοὐχὶ σὺν φθόνωι θεῶν . δόξαι δὲ χρήιζω καὶ πόλει πάσηι τόδε
ἑαλωκότες γὰρ ἤδη κατὰ τὸ ἰσχυρὸν οἱ ἄνθρωποι οὔτε τῶι φθόνωι ἔτι δύνανται χρῆσθαι οὔτε ἀπατᾶσθαι ἔτι οἴονται . ἔτι
4653611 ἐχθιστη
, ἔρυμα πολεμίας χερός . ὦ μῖσος , ὦ μέγιστον ἐχθίστη γύναι θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ ' ἀνθρώπων γένει
Κρήτη καὶ τοῖς λύκοις καὶ τοῖς ἑρπετοῖς θη - ρίοις ἐχθίστη ἐστίν . ἀκούω δὲ Θεοφράστου λέγοντος καὶ ἐν τῷ
4639885 εὐκλεης
δειλίας θανεῖν ς ' ὕπο , οὑμὸς δ ' ἀμαρτύρητος εὐκλεὴς πόσις , ὃς τούσδε παῖδας οὐκ ἂν ἐκσῶσαι θέλοι
τεθνεώτων . ὅμως δὲ τοῖς προσθοδόμοις Ἀτρείδαις ὁ γόος ὁ εὐκλεὴς ὁμοίως χάριτες κέκληνται . χάριτες ] χάριτας δὲ νεκρῶν
4632544 θαπτουσιν
σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ καὶ τῷ τρόπῳ ᾧ νῦν ἔτι θάπτουσιν . καταστάντος δὲ τοῦ Μίνω ναυτικοῦ πλωιμώτερα ἐγένετο παρ
καὶ τοῖς δυναμένοις εὐωδίαν παρέχεσθαι καὶ πολυχρόνιον τοῦ σώματος τήρησιν θάπτουσιν ἐν ἱεραῖς θήκαις . ὃς δ ' ἂν τούτων
4628788 εὐχοντο
ἄλλοθεν ἄλλος . ὣς ἔφαθ ' : οἱ δ ' εὔχοντο Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι . ταῦτα μὲν ὑμῖν ἀπὸ πολλῶν
εὐτυχῆσαι , αἱ δὲ γυναῖκες υἱὸν , ἀπὸ κοινοῦ τὸ εὔχοντο ἔμμεν . ηὔχοντο δὲ ἐν τοῖς Ὀλυμπίοις ὁρῶσαί σε
4609755 ξενιου
πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις : Ἀσκληπιάδης ἀντὶ τοῦ τιμᾶται πρὸς τοῦ ξενίου Διός . τουτέστι φιλόξενοί εἰσιν . ἴσως διὰ τὸ
ἐκ τοῦ Παρνασοῦ κατέβαν : ὡς καὶ ὄπισθεν εἶπε Διὸς ξενίου , παραδηλῶν τὴν Αἴγιναν ξενοδόχον , ὡσαύτως καὶ Ζηνὶ
4609023 παραμονιμον
σε : καίτοι τὸ ὑπηρέτην ἑκόντα τε καὶ εὔνουν καὶ παραμόνιμον καὶ τὸ κελευόμενον ἱκανὸν ποιεῖν ἔχειν , καὶ μὴ
ἡδὺν οἶνον πράμνιον ἔλεγε . τινὲς τὸν ὤνιον οἶνον , παραμόνιμον . τινὲς ἀπὸ ἀμπέλου πραμνίας ὀνομαζομένης : οἱ δὲ
4605018 ὁμοφροσυνῃ
δήπου χρόνον , ἀλλ ' ὅσον οὐδ ' οἰκίαν ἐν ὁμοφροσύνῃ συμμεῖναι μετὰ πάσης εὐθηνίας εἰκός ἐστιν . καὶ οὐ
καὶ Πολέμωνα ἔννεπε κρύπτεσθαι , ξεῖνε , παρερχόμενος , ἄνδρας ὁμοφροσύνῃ μεγαλήτορας , ὧν ἄπο μῦθος ἱερὸς ἤϊσσεν δαιμονίου στόματος
4602212 ἱλασκοντο
ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν : οἳ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο καλὸν ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν μέλποντες ἑκάεργον : ὃ
δι ' ἧς προσηνέγκατο θυσίας : ἀμέλει πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο . Ἦμος δ ' ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας
4601468 ἀντιβολησας
ἀκόντων . ἦ θήν ς ' ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας , εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι
δ ' ἐν κνημοῖσιν ἀπέφθιτο καρτερὸς ἀνὴρ θηρητὴρ ὀρύγεσσι δαφοινοῖς ἀντιβολήσας . ὁππότε δ ' ἀθρήσειεν ὄρυξ κρατερόφρονα θῆρα ,
4585891 τιμη
ἀριθμὸν καὶ τὸν τόνον αὐτῆς φυλάττει , οἷον τιμή ὦ τιμή : ἀμέλει τὴν αἰδόα καὶ τὴν ἠόα εἰς τὴν
καὶ ἐλαττόνων : ἀρετῆς γὰρ παντελοῦς οὐκ ἂν γένοιτο ἀξία τιμή . λέγει δὲ παντελῆ ἀρετὴν τὴν σύμπασαν , ἣν
4583473 συνελευσονται
σὺν τῇ Σελήνῃ πλέκωνται οἱ ἀστέρες Διὸς μαρτυροῦντος , νόμῳ συνελεύσονται : ἐὰν δὲ Κρόνου , θανάτῳ χωρισθήσονται : ἐὰν
συναλλάσσουσι καὶ συναλλά - ξαντες χωρίζονται καὶ πάλιν κατὰ μοιχείαν συνελεύσονται . ἐὰν ὁ κύριος τοῦ γαμικοῦ κλήρου ἔχῃ ἑῷαν
4563880 θανοντες
. Ἡμέραν ἡσύχιμον τὴν τοῦ θανάτου , ἐπεὶ ἐν ταύτῃ θανόντες ἡσυχάζομεν . . Ἡμέραν ἡσυχίας τὸν θάνατον λέγει ,
φησι καὶ Θεόκριτος : Ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν , ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες . . ΑΡΡΗΚΤΟΙΣΙ ΔΟΜΟΙΣΙ . Μεταφορικῶς εἶπεν , ἀντὶ
4559675 πινυτη
ἀλλ ' ἔρχεο , τέτλαθι δ ' ἔμπης , καὶ πινυτή περ ἐοῦσα , πολύστονον ἄλγος ἀείρειν . ” Ὧς
ἄφρονα θῆκε Κρονίων : μήτηρ μέν μοί φησι φίλη , πινυτή περ ἐοῦσα , ἄλλῳ ἅμ ' ἕψεσθαι νοσφισσαμένη τόδε
4546815 Αἰακιδαι
Ἀχιλλέα , ὁ δὲ Τελαμὼν τὸν Αἴαντα . οἵτινες ἐκαλοῦντο Αἰακίδαι , τὴν ἀπὸ τοῦ πάππου τιμὴν ἐκ τούτου προσφερόμενοι
Αἰακίδαι : ὑμᾶς τε , ὦ τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Αἰακίδαι , νόμιμον καὶ σύνηθες εἶναί μοι λέγω σαφέστατον καὶ
4543583 μανιῃ
. τὸ δὲ ἔμπεδον ἡ μανίη ἴϲχει . τῇδε τῇ μανίῃ οὐδέ τι ἴκελον ἡ λήρηϲιϲ , γήραοϲ ἡ ξυμφορή
κακόν . Ἐπὶ ἱδρῶτι φρίκη , οὐ χρηστόν . Ἐπὶ μανίῃ δυσεντερίη , ἢ ὕδρωψ , ἢ ἔκστασις , ἀγαθόν
4540806 ὀρθοτατα
τοῦ σώματος πάντως καὶ ψυχῆς εἰς ἀρετῆς ἐπιμέλειαν βίος εἰρημένος ὀρθότατα . πάρεργον γὰρ οὐδὲν δεῖ τῶν ἄλλων ἔργων διακώλυμα
παῖδες . Ἄργους μὲν δὴ καὶ τῆς ἐν Ἄργει βασιλείας ὀρθότατα ἐμοὶ δοκεῖν ἠμφισβήτουν , ὅτι ἦν Πελοπίδης ὁ Τισαμενός
4535299 ἐνεμεσησε
Πομπηίου . Ζήλου δὲ αὐτῷ γέμοντι ἐπὶ τούτοις τὸ δαιμόνιον ἐνεμέσησε τοῦ ζήλου , καὶ ὁ στρατὸς ἐστασίασεν , ὁ
, οὗ μόνου τῶν ἡγεμόνων διασωθέντος ἐκ τοῦ Θηβαικοῦ πολέμου ἐνεμέσησε τὸ θεῖον . ἐν δὲ τοῖς ἐπιγόνοις τῶν ἐν
4532191 οἰνοποταζων
ἐν τῇ μέθῃ παρρησίαν καὶ τὰς ἀπειλὰς ἃς Τρωσὶν ὑπέσχετο οἰνοποτάζων ὑπομείναντα τὴν Ἀχιλλέως ὁρμὴν καὶ μικροῦ παραπολλύμενον . καὶ
Αἰνεία Τρώων βουληφόρε ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς Τρώων βασιλεῦσιν ὑπίσχεο οἰνοποτάζων Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν ; Τὸν δ ' αὖτ
4527720 εὐδοξον
νίκης εἰς τὸ λοιπὸν καὶ τὴν Αἴτνην ἵπποις καὶ στεφάνοις εὔδοξον καὶ σὺν θαλίαις καὶ κώμοις ἡδέσιν ὀνομαστὴν ἀποδεικνύειν .
ἀλλὰ τὸ βάρβαρόν σε ἔχειν γυναῖκα αἰσχύνην παρέσχεν : οὐκ εὔδοξον : οἷον : ἀδοξίαν ἡγοῦ τὸ μέχρι γήρως βαρβάρῳ
4524725 ἀοιδιμον
ἐπιδεικνύμενος . κιρναμένα δ ' ἔερς ' ἀμφέπει πόμ ' ἀοίδιμον : ἡ δρόσος , φησίν , ἡ τοῦ μέλιτος
τινάς . Τὴν βασιλεῖ συνοῦσαν , ὦ μακάριε , τὴν ἀοίδιμον ταύτην λέγεις . Τί δέ ἐστιν αὐτῇ τοὔνομα ;
4520880 εὐγενεια
ἄλλως : ὁ δέ ἀντὶ τοῦ καί , τουτέστιν : εὐγένεια καὶ μωρία ἔνεστί σοι : καὶ ξυνθανοῦμαι : καὶ
νυμφίων , ἀποροῦσαι δὲ ὑπὸ πενίας . μικρὸν γὰρ ἡ εὐγένεια νῦν . ἐνθυμηθεὶς οὖν ὡς ἐμοί τε αἰσχύνην ἔχει
4518886 εὐπραξια
τὸ ἀγαθὸν ἔχων τέλος τῆς αὑτοῦ ἕξεως , ὃ ἡ εὐπραξία ἐστίν , ἀλλὰ τὸ ἀρέσκειν τοῖς ἐπαινέταις : νῦν
τέως δ ' ἐπεὶ παρὰ τῶν πλείστων εὐζωία τις καὶ εὐπραξία εἴρηται , πειστέον ἂν εἴη τοῖς λέγουσι καὶ ῥητέον
4516787 σωφρονουντα
καὶ τὴν ἐκ ταύτης αἰσχύνην ; ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι τὸν σωφρονοῦντα μὲν εὐδοξεῖν , τὸν δὲ βίᾳ τὴν ἡδονὴν μετιόντα
ἔχειν , ἐξαλειψάτωσαν ἐν οἷς γράφουσιν μήτε τοῦ μαινομένου τὸν σωφρονοῦντα μήτε τοῦ νοσοῦντος τὸν ὑγιαίνοντα μήτε τοῦ κοιμωμένου τὸν
4510285 Μουσαισι
: οὕτω σφόδρ ' ἦν ἀρχαῖος . ἀεὶ δὲ πρὸς Μούσαισι καὶ λόγοις πάρει , ὅπου τε σοφίας ἔργον ἐξετάζεται
δ ' οὐχ εὑρὼν λυγρὸν ἔδησε βρόχον . Ἁ Κύπρις Μούσαισι : κοράσια , τὰν Ἀφροδίταν τιμᾶτ ' ἢ τὸν
4509914 ἀνομιᾳ
νῦν δὲ ἤ πού τις δαίμων ἤ τις ἀλιτήριος ἐμπεσὼν ἀνομίᾳ καὶ ἀθεότητι καὶ τὸ μέγιστον τόλμαις ἀμαθίας , ἐξ
αὐτῷ ἐπιορκίας προσάπτειν : σύγγνωθι , φησὶν , ἐπὶ τῇ ἀνομίᾳ τοῦ λόγου . εἰκὸς γὰρ ἀνθρώπους ὄντας ἁμαρτάνειν ,
4503430 πυκινας
Ζεύς . ὡς δ ' ἴδεν , ὥς μιν ἔρως πυκινὰς φρένας ἀμφεκάλυψεν , οἷον ὅτε πρῶτόν περ ἐμισγέσθην φιλότητι
ἐς θάλαμον , τόν οἱ φίλος υἱὸς ἔτευξεν Ἥφαιστος , πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσε κληῗδι κρυπτῇ , τὴν δ
4499068 πειθομενοι
ἀδοξία προσπεσοῦσα κωλύσει , πάντα ὑπομενοῦσι πράττειν λόγῳ καὶ παρακλήσει πειθόμενοι , ἀναγκαζόμενοι δ ' , ὥσπερ σὺ νῦν ἀξιοῖς
ἀποστάντας ἀπελθεῖν ὑποσπόνδους εἴασαν Τισαμενῷ καὶ τῷ ἐν Δελφοῖς χρηστηρίῳ πειθόμενοι : τελευταῖον δὲ ὁ Τισαμενὸς ἐμαντεύσατο ἐν Τανάγρᾳ σφίσι
4493564 ἐδουλωθη
τῆσδέ ποθ ' ἡ μεγάλαυχος ἀνίκητός τε πρὸς ἀλκὴν Ἑλλὰς ἐδουλώθη κάλλεος ἰσοθέου , Λαίδος : ἣν ἐτέκνωσεν Ἔρως ,
τῆσδέ ποθ ' ἡ μεγάλαυχος ἀνίκητός τε πρὸς ἀλκὴν Ἑλλὰς ἐδουλώθη κάλλεος ἰσοθέου , Λαίδος : ἣν ἐτέκνωσεν Ἔρως ,
4492501 ἀλκης
καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ ἀνέρες ἔστε φίλοι , μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς . οἴχετ ' ἀνὴρ ὤριστος , ἐμοὶ δὲ μέγ
γυμνῆτες ἄνω σπεύδουσι πρὸς ὕψος . σωζόμεναι δι ' ἑῆς ἀλκῆς . . . τοῖς δὲ διδακτὸν ἔδωκε φάους γνώρισμα
4488137 νεικεσσε
. ” ὣς ἔφατ ' , Ἀντίνοος δ ' ἔπεσιν νείκεσσε συβώτην : “ ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα , τίη δὲ
ἐν Ἰλιάδι στίχους [ Ω . ] ἀθετοῦσι τοὺς ὃς νείκεσσε θεάς . δύναται δὲ καὶ καθ ' ὑπόκρισιν ἐρωτηματικῶς
4476845 ἀχαριστιας
ἀχαριστίας . καὶ διὰ τοῦτο ὁ Περσικὸς νόμος δίκας εἰσπράττεται ἀχαριστίας , ὅτι μάλιστα ἐμποιεῖ μῖσος ὅπη ἂν ᾖ .
ζημίας καὶ ἐναντιώσεις ἐπάγει ἕνεκα γυναικὸς καὶ διαβολὰς καὶ φίλων ἀχαριστίας . Τῷ δὲ Ἡλίῳ ἐπιμερίζουσα ἐπὶ ἡμερινῆς γενέσεως μὴ
4472378 λιπηται
, ὄφρ ' ἐπιβαίην νηός , ἐυκλείη δὲ δόμοις ἐπιβάντι λίπηται . ” Ὧς ἄρ ' ἔφη : κοῦροι δὲ
ἰσχαναάσθω . ἧδε γὰρ ὀτρυντὺς κακὸν ἔσσεται , ὅς κε λίπηται νηυσὶν ἐπ ' Ἀργείων : ἀλλ ' ἀθρόοι κοσμηθέντες
4471837 μιαιφονον
ὅτι οὐκ εἰκὸς τοὺς οὕτως ἱεροὺς καὶ σοφοὺς ἄνδρας σὲ μιαιφόνον γενομένην ὑποδέξεσθαι : Ἐρεχθεῖδαι τὸ παλαιόν : ἱκανὸν ἐγκώμιον
, ὠμὸν καὶ ἀπάνθρωπον τὸ φρόνημα σημαίνουσι καὶ φιλόφονον καὶ μιαιφόνον . ὑπέρυθροι δὲ μᾶλλον ὄντες καὶ μεγάλοι ἄνδρα φιλοπότην
4470983 Κασσανδρῳ
πρότερον , οὐ πολλῷ τούτων ὕστερον ἀντιτάξασθαι Λυσιμάχῳ τολμήσας καὶ Κασσάνδρῳ τε καὶ τῇ Σελεύκου στρατιᾷ , τῆς δυνάμεως ἀπώλεσε
ἐξαπατῶντος ἠθύμησε καὶ παρέδωκεν ἑαυτὴν καὶ τὸ ἄστυ τὸ Πυδναίων Κασσάνδρῳ . Κάσσανδρος ἀπὸ τῆς Ἰλλυρίδος ἐπανιὼν , ἀποσχὼν ὁδὸν
4466121 ἐκηρυττε
χώματι . ἐντεῦθεν ἡ Φήμη κατεγέλα τῆς πόλεως καὶ πολέμους ἐκήρυττε πολεμίων ἡσυχαζόντων . διανείμας τοίνυν τὴν ἐπιμέλειαν τοῖς ἐν
ἢ ἄρχων ἀναιρεθῆναί τινα τῶν μὴ ὑφ ' ἑαυτοῖς , ἐκήρυττε δώσειν χρήματα , εἴ τις αὐτὸν ἀνέλοι , τόσα
4465787 εὐτολμια
ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος τόδ ' ἐστὶν οὐδ ' εὐτολμία φίλους κακῶς δράσαντ ' ἐναντίον βλέπειν . τὸ δὲ
. Μέγεθοϲ ἀναπνοῆϲ καὶ ϲφυγμοῦ τάχοϲ καὶ πυκνότηϲ ἐϲτίν , εὐτολμία τε καὶ πρὸϲ τὰϲ πράξειϲ ἄοκνον : εἰ δ
4462604 παρεδρος
Θέμις : ἐν ᾗ Αἰγίνῃ ἡ Θέμις ἡ τοῦ Διὸς πάρεδρος ἀσκεῖται καὶ θρησκεύεται . ἐπαινεῖ δὲ αὐτοὺς ὡς φιλοξένους
ὁ περιηγητὴς ἐν αʹ Περὶ ἀκροπόλεως . . . . πάρεδρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Περὶ τῆς ἱερείας . πολύ
4458510 Ἐρωτι
στεφανοῦσιν αὐτῶν ] , ἢ οὐ τοῖς ἐρωμένοις ἀλλὰ τῷ Ἔρωτι ποιούμενοι τὴν τῶν στεφάνων ἀνάθεσιν τοῦ μὲν Ἔρωτος τὸν
στεφανοῦσιν αὐτῶν ] , ἢ οὐ τοῖς ἐρωμένοις ἀλλὰ τῷ Ἔρωτι ποιούμενοι τὴν τῶν στεφάνων ἀνάθεσιν τοῦ μὲν Ἔρωτος τὸν
4453219 λελογχεν
κρείσσων Θησεὺς γένοιτο , καὶ τύχης ὁ μὲν θείης ὄντως λέλογχεν , Ἡρακλῆς δὲ δουλείης . λέγων δ ' ἐνίκα
ἓ καὶ υἱόν , ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία . θάλλει δ ' ἀρεταῖσιν σόν τε
4451290 τελευτησαντες
: οὐ μέντοι ἔν γε τῷ παντὶ ἔργῳ βεβαίως οὐδέτεροι τελευτήσαντες ἀπεκρίθησαν , ἀλλ ' οἱ μὲν Βοιωτοὶ πρὸς τοὺς
τῷ πυρὶ εἰς τὸν αἰῶνα . Καὶ οἱ ἐν λύπῃ τελευτήσαντες , ἀναστήσονται ἐν χαρᾷ , καὶ οἱ ἐν πτωχείᾳ
4450970 Πειθω
ἅμιλλά τις Πειθοῦς καὶ Βίας καὶ ἀνύει τι μᾶλλον ἡ Πειθὼ τῆς Βίας ἐν τῷ μύθῳ καὶ γυμνοῖ πρόσθεν ὁ
Νέμεσις καὶ Ἀφροδίτη ἡ πάνδημος καὶ Ἥφαιστος καὶ Τύχη καὶ Πειθὼ καὶ Χάριτες καὶ Ὧραι καὶ Νύμφαι καὶ Ἑστία .
4447831 ἐναγες
συγγραφέων φησὶ γνώμην ἐσενεγκεῖν ἐκδοῦναι τοῖς βαρβάροις τὸν Καίσαρα ὡς ἐναγὲς ἔργον ἐς διαπρεσβευσαμένους ἐργασάμενον . ὁ δὲ Καῖσαρ ἐν
ὅπου τὸ μὲν σέβας τῆς καθ ' ἡμᾶς πίστεως ὡς ἐναγὲς ἐνυβρίζεται , πάθη δὲ τιμᾶται ἀλογώτατα , ὅπου πορνεία
4447321 κατασταντας
Βοιωτῶν ἀξιούντων τοὺς βασιλέας προκινδυνεῦσαι περὶ τῆς χώρας εἰς μονομαχίαν καταστάντας , Ξάνθιος μὲν ὁ τῶν Βοιωτῶν βασιλεὺς ὑποδέχεται ,
τοῦ πεζοῦ ἐκβοηθοῦντος οἷός τε προσκαλεῖν πάντας κελεύων πρὸς αὑτὸν καταστάντας πρῶτον περιιδεῖν , καὶ λέγειν , ὡς ἔργον διαγνῶναί
4441746 ἀπανθρωπιας
τὴν ἔρημον τῆς Λιβύης οἰκῶν καὶ τὴν ἐρημίαν ἐφόδιον τῆς ἀπανθρωπίας ἐσχηκὼς πάλῃ καταγωνιζόμενος τοὺς παριόντας ἀνῄρει , ὃν ἐπιστὰς
τῶν γινομένων ἐμφανοῦς ἐναργείας οὐδὲν ἧττον ἐθρασύνοντο , τῆς αὐτῆς ἀπανθρωπίας καὶ ἀσεβείας ὥσπερ ἀγαθοῦ τινος ἐπειλημμένοι βεβαιοτάτου , μήτε
4438797 Ἀμφιαραον
καὶ σὺ φέρειν τιμῆεν ἐμοὶ γέρας , ᾧ ποτε μήτηρ Ἀμφιάραον ἔκρυψ ' ὑπὸ γῆν αὐτοῖσι σὺν ἵπποις : Μενελάῳ
γεγονέναι . Πρὸς τὸν τὰ χωρία κατεδηδοκότα , τὸν μὲν Ἀμφιάραον , ἔφη , ἡ γῆ κατέπιε , σὺ δὲ
4437588 ἀνδρειαι
τὸν αὐτὸν τρόπον , καὶ γίνονται τολμηρότεραι τῶν προτέρων καὶ ἀνδρεῖαι ὀνομάζονται . Εἰ δέ τις ἀπιστοίη , ψυχὴν μὴ
μείζονα . ὁ δὲ Χρύσιππος οὕτως : αἱ δ ' ἀνδρεῖαι ὑμῶν καὶ ἐν οἴκῳ διαφαίνονται καὶ μέχρι τῶν Ἡρακλείων
4435193 δολωι
καὶ ἐλθεῖν εἰς Ἰταλίαν πρὸς Δαῦνον βασιλέα , ὅστις αὐτὸν δόλωι ἀνεῖλεν . . . . , : ἐοίκασιν οἱ
– ˘ – × – ˘ × κλίνει ] ? δόλωι ? [ × – ˘ ⋮ – × –
4434943 ὁποσης
ἄδηλον ὡς οἷς τε δεῖ πολλῆς ἐπικουρίας εἴσῃ καὶ δώσεις ὁπόσης δεῖ . Γυμνασίῳ πάντ ' ἂν ὑπῆρξε ῥᾳδίως καὶ
νόμον χάριν σωτηρίας τὸν τῶν ἀρχόντων νυκτερινὸν σύλλογον , παιδείας ὁπόσης διεληλύθαμεν κοινωνὸν γενόμενον : ἢ πῶς ποιῶμεν ; Ἀλλ
4429434 κλεινοτατον
τὸν δὲ τροχὸν γαίας τε καμίνου τ ' ἔκγονον εὗρεν κλεινότατον κέραμον , χρήσιμον οἰκονόμον , ἡ τὸ καλὸν Μαραθῶνι
μειχθεὶς ἐν φιλότητι Κορωνίδι τῇ Φλεγύαο Ἰὴ Παιᾶνα Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν . Τοῦ δὲ καὶ ἐξεγένοντο Μαχάων
4427787 Ἐλευθεροι
καὶ τὸ ἔθος διαμένει ἐν τῇ θυσίᾳ τοῦ Φόρβαντος . Ἐλεύθεροι γάρ εἰσιν οἱ διακονοῦντες , δούλῳ δὲ προσελθεῖν οὐκ
εἰσι κακίονες ἀνδρῶν , ἀλέες δὲ ἄριστοι ἀνδρῶν ἁπάντων . Ἐλεύθεροι γὰρ ἐόντες οὐ πάντα ἐλεύθεροί εἰσι : ἔπεστι γάρ
4426843 Ἀρηνηθεν
καί ῥα ἄνακτος ἐναντίον εἵλετο τόξον . τοῖον μ ' Ἀρήνηθεν : Ἀρήνη πόλις Πελοποννήσου : νῦν δὲ Ἔρανα λέγεται
ἤτοι διὰ τὴν χώραν ἢ ἀπὸ Αἰτωλοῦ τοῦ ἥρωος . Ἀρήνηθεν : Φερεκύδης τὴν μητέρα τῶν περὶ Ἴδαν Ἀρήνην φησίν
4423207 Σε
παρίει : ὡς οὗτος ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ . Σὲ δ ' ἐκ Ποτειδαίας ἔχοντ ' εὖ οἶδα δέκα
ὅτι καὶ ἑτέρωθι μεμνημένος περὶ αὐτῶν ἐν διθυράμβῳ τινὶ ” Σὲ δ ' ἐγὼ παρ ' ἁμὶν ” φησὶν „
4421247 βουλευμα
ἂν ἀσπίδος κύτει καλῶς ὁμιλήσειας οὔτ ' ἄλλων ὕπερ νεανικὸν βούλευμα βουλεύσαιό τι . πῶς γὰρ σοφὸν τοῦτ ' ἔστιν
ἐκείνους : τοὺς τετρακοσίους ἐπορίζοντο : αὐτῇ τῇ Σάμῳ μήτε βούλευμα χρηστόν . . . : ἡ διάνοια : περὶ
4415822 ἐπιταφιον
ἐμαυτοῦ ἴσως οὐδέν , Ἀσπασίας δὲ καὶ χθὲς ἠκροώμην περαινούσης ἐπιτάφιον λόγον περὶ αὐτῶν τούτων . ἤκουσε γὰρ ἅπερ σὺ
καλὸν ἡμῖν , ὦ πλούσιε , δέδωκας τοῦ πένητος λέγειν ἐπιτάφιον : διορίζεται τὴν γραφὴν , ὥσπερ ἐν τῷ δράματι
4415447 νεικειων
ἔξω σπερχομένοιο γέροντος : ὃ δ ' υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ ' Ἀγάθωνά τε δῖον Πάμμονά
ῥ ' ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο , καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ εἶκε , γέρον ,
4410966 κατορθωσαντι
. . Βοηλάτην καλεῖ τὸν διθύραμβον , ἢ διότι τῷ κατορθώσαντι αὐτὸν βοῦς ἐδίδοτο ἆθλον , ἢ διότι διὰ βοῆς
οἷον : διὸ καὶ ὁ δῆμος εἰδὼς προὔθηκε δωρεὰν τῷ κατορθώσαντι , οὐχὶ τῷ ἁπλῶς ἀγαγόντι : καὶ τὰ τοιαῦτα
4410221 κρατησαντας
κρατησάντων χώραν καὶ βασιλεύειν παρ ' αὐτοῖς ἢ τοὐναντίον τοὺς κρατήσαντας ἐπὶ τὴν τῶν ἡττημένων ; [ πῶς δέ ,
λύκωι τὴν ὄψιν ὁμοιωθέντα : ἀναιρεθέντος οὖν τοῦ Τυφῶνος τοὺς κρατήσαντας καταδεῖξαι τιμᾶν τὸ ζῶιον οὗ τῆς ὄψεως ἐπιφανείσης τὸ
4407635 ὑμνουντες
ἅπαντες ἐν ἑορταῖς καὶ εὐπαθείαις τόν τε Μάρκιον ἀγάμενοι καὶ ὑμνοῦντες διετέλουν , ὡς εἴη τά τε πολέμια δεινότατος ἀνθρώπων
κυβερνᾷς , ὄφρ ' ἂν τιμηθέντες ἀμειβώμεσθά σε τιμῇ , ὑμνοῦντες τὰ σὰ ἔργα διηνεκές , ὡς ἐπέοικε θνητὸν ἐόντ
4402142 ἐπαθλα
Φαίηκες ἐπειρήσαντ ' Ὀδυσῆος . ” οὐδετέρως δὲ ἆθλα τὰ ἔπαθλα κατὰ τὸ πλεῖστον : “ παλαισμοσύνης ἀλεγεινῆς θῆκεν ἄεθλα
ἔνθεν . ἐν γὰρ τοῖς κατὰ Σικυῶνα Πυθίοις ἀργυραῖ φιάλαι ἔπαθλα . βιατὰν δὲ ἀμπέλου παῖδα τὸν οἶνόν φησιν ,
4397250 Ἰσι
εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπεν “ διάδημα τῆς ὅλης οἰκουμένης , Ἶσι μυριώνυμε , ἐλέησον τόνδε τὸν ἐργάτην , τὸν κακοπαθοῦντα
. Ἰσίδωρος ἔγραψε . χαῖρε , Τύχη Ἀγαθή , μεγαλώνυμε Ἶσι μεγίστη , Ἑρμοῦθι : ἐπί σοι πᾶσα γέγηθε πόλις
4394164 ἀποδημηται
ἀπολυθήσεσθαι : καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ἡμᾶς μελλητὰς καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους . ” καὶ ἔστι τοῦτο τῶν δαιμονίως
: ἀναβεβλημένους . ἀποδημηταί : ὑπερόριοι τῆς οἰκείας πατρίδος . ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους : ἤγουν ἀποδημοῦσι τῆς οἰκείας πατρίδος καὶ
4393906 στεργοντες
διδαχῆς ἀναγκαίας , ἵνα τοὺς γονεῖς ὃν χρὴ τρόπον τιμῶσι στέργοντες ὡς εὐεργέτας καὶ εὐλαβούμενοι ὡς ὑπὸ φύσεως κατασταθέντας ἄρχοντας
αὐτοῦ , οὔτε διώκων ἡττηθεὶς οὔτε φεύγων ἁλοὺς , ἀλλὰ στέργοντες ἀμφότεροι καὶ προσκυνοῦντες ἀπέρχονται , καὶ τὴν αὐτὴν ψῆφον
4392782 ποθεινη
Ἀλλὰ πᾶς χώρει πρὸς ἔργον εἰς ἀγρὸν παιωνίσας . Ὦ ποθεινὴ τοῖς δικαίοις καὶ γεωργοῖς ἡμέρα , ἄσμενός ς '
: ἐπικρατέστερος : ποθεινὴ δακρύοισι : οἷον : συμφορὰ ὄντες ποθεινὴ πρὸς δάκρυα καὶ θρῆνον κεῖνται . ἀντὶ τοῦ ἀξιοδάκρυτος
4391214 κοινωνησαι
τοῦ ἔργου ἅψασθαι . Τοὺς προὔχοντας τοίνυν πάντας τῆς πόλεως κοινωνῆσαι αὐτῷ τοῦ σκέμματος πείσας καὶ τὴν Ἀδριανούπολιν ἅπασαν ὑπὲρ
πόλεως ἁπάσης ἐξαναλώθησαν , οὐδενὸς ὑπολειφθέντος μέρους , ὃ δυνήσεται κοινωνῆσαι ταφῆς . μυρίους μέντοι καὶ ἄλλους πολυτρόποις κακῶν ἰδέαις
4388927 Βρισηϊδος
μοι ὔμμες ἐπαίτιοι ἀλλ ' Ἀγαμέμνων , ὃ σφῶϊ προΐει Βρισηΐδος εἵνεκα κούρης . ἀλλ ' ἄγε διογενὲς Πατρόκλεες ἔξαγε
καὶ ἁπλοῦν φράσαι τεκμήριον ; πάρεστιν αὐτῆς σοι πυθέσθαι τῆς Βρισηΐδος , εἴ πως ἐρῶντος αὑτῆς Ἀγαμέμνονος ᾔσθετο καὶ βουλομένου

Back