. τὸ δὲ ὑπόγειον ἐὰν μὲν ᾖ δίσωμον γίνωσκε ὅτι ἐξετέθη τὸ κλαπὲν εἰς ἀδελφοὺς ἢ συγγενεῖς , εἰ δὲ
. τὸ δὲ ὑπόγειον ἐὰν μὲν ᾖ δίσωμον γίνωσκε ὅτι ἐξετέθη τὸ κλαπὲν ἤτοι εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς ,
5795898 δεκαμοιριας
τουτέστιν αὐτὴ ἡ ΕΛ , μοιρῶν ἐπὶ μὲν τῆς πρώτης δεκαμοιρίας β νϚ , ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας ε ν
ἐπ ' ὀρθῆς τῆς σφαίρας ἡ μὲν μέχρι τῆς πρώτης δεκαμοιρίας περιφέρεια συναναφέρεται χρόνοις θ ι , ἡ δὲ μέχρι
5383836 ἀνθρωπομορφον
στειρῶδες , ὑποτασσόμενον , πτερωτόν , ἡμερινόν , ἐξ ἡμισείας ἀνθρωπόμορφον καὶ φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι
. Ὑδροχόος ἐστὶν ἐν οὐρανῷ ζῴδιον ἀρρενικόν , στερεόν , ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον ,
5133762 δισωμον
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
5091080 κολυμβων
ἦν ἐκεῖνος εἰκαῖος , ὡς ἀτυχής τις ἐὼν τὸν πόδα κολυμβῶν περιέπειρέ πως ἥλῳ . καὶ γὰρ ὁ σεμνὸς ἀνήρ
ἦν δὲ κολυμβητής , ἐν τούτῳ διαφέρων τῶν ἄλλων . κολυμβῶν δὲ ἐν τῷ λιμένι , ὁρώντων αὐτὸν τῶν ἀπὸ
5057236 τετραπουν
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ
5042373 φρεαρ
. τράγος δὲ δίψῃ συνεχόμενος ὡς ἐγένετο κατὰ τὸ αὐτὸ φρέαρ , θεασάμενος αὐτὴν ἐπυνθάνετο , εἰ καλὸν εἴη τὸ
ἐπὶ τῶν συνελπιζόντων χρηματιεῖσθαι , διαμαρτανόντων δέ . Λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν πονούντων περί τι μάτην .
5010157 μετεβληθη
ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τῇ μεγίστῃ τῶν ἐν Βιθυνίᾳ πόλεων μετεβλήθη τὸ ὄνομα , Ἀστακῷ τὰ πρὸ τούτου καλουμένῃ :
ἐπειδὴ ὑπὸ Διὸς ἐρασθεῖσα Ἰὼ εἰς βοῦν ὑπ ' αὐτοῦ μετεβλήθη ἵνα λάθῃ τὴν Ἥραν , γνοῦσα αὕτη φύλακα ταύτῃ
4930549 ἐξελευσεται
: οὕτω γὰρ τῶν τόπων ἀφλεγμάντων γενομένων τὸ ἐγκείμενον ῥᾳδίως ἐξελεύσεται . καὶ κλύζειν δὲ μελικράτῳ καλόν ἐστιν αὐτοὺς ,
τὸν τούτου κύριον , καὶ εἰ μὲν οὗτος ἀναποδίζει ταχέως ἐξελεύσεται κενὸς καὶ ἄπρακτος , εἰ δὲ στηρίζει καὶ οὕτω
4917063 ἀπελευθεραν
, ἐλευθέραν ὁ ἰδὼν γαμήσει : εἰ δὲ μέλαινα , ἀπελευθέραν : εἰ δὲ πορφυρᾶ , εὐγενεστέραν ἑαυτοῦ , οὐδαμῶς
φῶς ἐνίοτ ' οὐ ζητούμενον . καὶ τυφλῷ δῆλον ἀνηνέχθη ἀπελευθέραν φέρε τὴν λιβανωτόν : σὺ δ ' ἐπίθες τὸ
4911948 εὐλογητος
εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου , καὶ ἔσῃ εὐλογητός . καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε , καὶ τοὺς
εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου , καὶ ἔσῃ εὐλογητός . καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε , καὶ τοὺς
4885869 βαραθρον
ἐκ πάσης με χώρας ἐκβαλεῖν ; Οὔκουν ὑπόλοιπόν σοι τὸ βάραθρον γίγνεται ; Ἀλλ ' ἥτις εἶ λέγειν ς '
ἀμπεχόνην , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς
4874102 διδυμοις
λείπετ ' ἀποιχομένας ; Λῇς , ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν , διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι ἁδύ τί μοι ; κἠγὼ πακτίδ '
. Καὶ μέγιστον μὲν ἔσται αὐτοῦ τμῆμα τὸ ὑποκείμενον τοῖς διδύμοις , ἐλάχιστον δὲ τὸ τῷ τοξότῃ . Ὅθεν καὶ
4864635 εἰσελθῃ
. ἆρ ' οὖν ἔφην εἰς μὲν τὰς οἰκίας ἐπειδὰν εἰσέλθῃ , ἅπτεται ὑμῶν , εἰς δὲ τὴν ἀγορὰν ἐπειδὰν
τῷ θείῳ σώματι , πόρρω τυγχάνουσιν οὖσαι : ἐπειδὰν δὲ εἰσέλθῃ τοῦτο εἰς θνητὸν σῶμα , κἀκεῖνα ἐπιφοιτᾷ καὶ τῇ
4847924 μεταβληθεισα
γενομένη κατὰ διάβρωσιν ἐποίησε ῥῆξιν , ἢ ἐκ τῆς φύσεως μεταβληθεῖσα εἰς πῦον ἐῤῥάγη καὶ ἐποίησεν ἀπόστημα . τοιαύτη ἡ
: λέγουσι γὰρ ὅτι Ποσειδῶνος ἐρασθέντος αὐτῆς αὐτὴ εἰς ἵππον μεταβληθεῖσα καὶ μεταξὺ ἀγέλης ἱππικῆς εἰσφρήσασα τοὺς ἵππους ἐτάραξε διὰ
4840708 ἀποθοιο
τῆς ἀγρίας ἀμπέλου τοὺς κλάδους μετὰ τῶν ἀνθῶν τῷ καιρῷ ἀπόθοιο ἐν τῷ περιστερεῶνι . Ἐὰν μύρῳ χρίσῃς τὰς περιστεράς
ῥάνῃς : ἢ κρανίον ὄνου εἰς τὸ μέσον τοῦ κήπου ἀπόθοιο . Οὐ γίνεται λάχανα ψυλλόβρωτα , ἐὰν τοῖς σπέρμασιν
4810593 λαβοιτο
τὸ ἀπὸ τοῦ ὄμβρου ὕδωρ συναγόμενον κατέρχεται . Γ κεἴπερ λάβοιτο : ἐὰν ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς
ὧν διελέγχεται μὴ στησόμενος ἐπὶ τῶν αὐτῶν , εἰ μειζόνων λάβοιτο χρημάτων : διαβήσεται γὰρ εὐθὺς ἐπὶ πόλεις τε καὶ
4799225 κεδνος
νοῶ . ὁ μέλλων κοήσω . ῥηματικὸν κοεδνὸς , συγκοπῇ κεδνὸς , ὡς τέρπω τερπνός . Καρκίνος . παρὰ τὸ
μάλα πολλαί . Σειρίου ἀντέλλοντος ἔδειν φάγρον , ἔστι δὲ κεδνὸς ] Δήλῳ τ ' Εἰρετρίῃ τε κατ ' εὐλιμένους
4771880 ὑπογειον
μὲν ὑπέργειον μεσουράνημα Κριοῦ μοίρᾳ ιʹ , τὸ δ ' ὑπόγειον Ζυγοῦ ιʹ , καὶ οἰκοδεσποτήσει μὲν ἐνταῦθα τῆς γενέσεως
ἀγαθὴ τύχη , μετὰ τούτους τὸ δῦνον , εἶτα τὸ ὑπόγειον , ἐπὶ πᾶσι δὲ ὁ ἔννατος τόπος ὁ καλούμενος
4768363 μεμορφωμενον
Εἶδος . εἶδος καὶ μορφὴ αἰσθητῶς : τὸ εἰδόμενον καὶ μεμορφωμένον , ἀοράτου τῆς ἀρχῆς ὑπαρχούσης , τουτέστι τῆς ὕλης
ἀστέρος : τὸ μὲν γάρ ἐστιν εἴδωλον ἐκ πολλῶν ἀστέρων μεμορφωμένον , τὸ δὲ κατὰ μίαν γραφὴν περιοριζόμενον . Φέρεται
4765814 ὑδροχοον
, ζυγόν , σκορπίον , τοξότην . αἰγοκέρωτα δὲ καὶ ὑδροχόον καὶ ἰχθύας , χειμερινούς . ἐν ἑκάστῳ οὖν οἴκῳ
Διός , αἰγόκερων Κρόνου : ἀπὸ δ ' αἰγόκερω ἔμπαλιν ὑδροχόον Κρόνου , ἰχθύας Διός , Ἄρεος κριόν , ταῦρον
4754380 κλεμμα
τοῦ κάθημαι . κλέμμα μὲν Φιλίππου ] παραμυθεῖται τὰς συμφορὰς κλέμμα λέγων , ἀλλ ' οὐ κατόρθωμα . δωροδόκημα ]
κλέμμα . Ἥλιος καὶ Σελήνη ἅμα ὡροσκοποῦντες οὐ μόνον τὸ κλέμμα μηνύουσιν ἀλλὰ καὶ τὸν κλέπτην . Ἥλιος καὶ Σελήνη
4735610 προστασσον
δὲ ζῴδιον τοῦτό ἐστι τροπικόν , ἀρρενικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου
μοῖραν , ἰσημερινόν , ἐαρινόν , τροπικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου
4733283 ἠβαιος
' ἐπένθεσιν τοῦ η γεγονέναι , ὥσπερ καὶ τὸ βαιὸς ἠβαιός , μύω ἠμύω . σημαίνει δὲ κατὰ τὸ πρόχειρον
ἥβην , ἡβαιός , λήγει , ἀφ ' οὗ παρώνυμον ἠβαιός , ὀξύνεται δὲ ὡς τὸ γηραιός δηναιός , ἵνα
4727017 στεγανομιον
, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐνοίκιον οὐ ναῦλον μόνον ἀλλὰ καὶ στεγανόμιον , ἔχεις προειρημένον . παίζων δ ' εἰ καὶ
καὶ Ἀθηναῖος . Καὶ φέρνη , ἡ προίξ . Καὶ στεγανόμιον . Καὶ καταφαγᾶς , ὁ ἀδηφάγος . Καὶ κοκκύζειν
4711685 ἀνυμεναιος
θύγατερ , ἡμεῖς δ ' ἐν φάει δουλεύσομεν . ἄνυμφος ἀνυμέναιος ὧν μ ' ἐχρῆν τυχεῖν . ἡμεῖς δὲ πεντήκοντά
ὁ δ ' ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος , Ἄϊδος ὅτε Μοῖρ ' ἀνυμέναιος ἄλυρος ἄχορος ἀναπέφηνε , θάνατος ἐς τελευτάν . Μὴ
4708974 συγγονους
: θησέως γὰρ ἠράσθη ἡ ἀριάδνη ἡ ἀδελφὴ φαίδρας : συγγόνους . κακολογεῖς λοιδορεῖς : γρ . καὶ ἐκεῖθεν καὶ
δὲ τοῦτον βλέπει , τὸν φυτοσπόρον ἀναιρεῖ , τοὺς δὲ συγγόνους ἄμφω συνεῖναι πρὸς πατρῷον γὰρ τὸν οἶκον προσημαίνει .
4707508 γαμηλιον
: ἴσασι γὰρ Ἔρωτες καὶ ὑπὲρ πελάγη τοξεύοντες πῦρ ἐγεῖραι γαμήλιον . Δηιάνειραν μὲν δὴ τὴν Οἰνέως Ἡρακλεῖ συνάπτων ὁ
οὐδένα ἀνθρώπων ἢ θεῶν , οὔτε Δία γενέθλιον οὔτε Ἥραν γαμήλιον οὔτε Μοίρας τελεσφόρους ἢ λοχίαν Ἄρτεμιν ἢ μητέρα Ῥέαν
4687962 πελειας
λεών , δράκοντας ὥς τις τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνήτορας πάντρομος πελειάς . τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργους πανδημεὶ πανομιλεὶ στείχουσιν
μεταλαμβάνει καὶ εἰς τὰ ἑξῆς καί φησι : φοβοῦμαι ὡς πελειάς . ζωπυροῦσι ] κρύπτουσιν ἐντός . ζωπυροῦσι ] ἀναφλέγουσι
4685749 Σφιγξ
ἦν ὅμοιος : ἁρπάσειεν , οἷον : ὅταν ἀφαρπάσειεν ἡ Σφίγξ τινα τῶν ἀνδρῶν ἀπὸ τῆς πόλεως , θρῆνος καὶ
Βοιώτια αἰνίγματα : ἐπὶ τῶν ἀσυνέτων : Βοιωτὴ γὰρ ἡ Σφίγξ . Βοῦς ἐπὶ γλώσσης : ἐπὶ τῶν δωροδοκουμένων :
4683624 σηκους
[ ] . λέγουσι δὲ ἡρώων μὲν [ τοὺς ] σηκούς , θεῶν δὲ ναούς : Καλλίμαχος [ ] ἀεὶ
' ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα , θήλειαι δὲ μέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς : οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι
4672801 εἰσελθουσα
εἰσέλθῃς καὶ φύγωσι πάντες τὸ τέρας ἰδόντες . “ καὶ εἰσελθοῦσα θεωρεῖ ἔτι μαχομένας τὰς συντρόφους καὶ λέγει ” τί
αὐτήν . ὁ δὲ ὑπέδειξεν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην , εἰσελθοῦσα δὲ ἐκρύπτετο εἰς τὰς γωνίας . τῶν δὲ κυνηγῶν
4658146 λεαιναν
παρελθεῖν ἔνθα εἶχεν εὐνὴν λέαινα μόνος : καὶ τὴν μὲν λέαιναν οὐ κατέλαβε , τούς γε μὴν σκύμνους αὐτῆς κομίζων
εἴ τις ἀνῆλθεν εἰς ἀκρόπολιν , ἑώρακεν ἐν τῷ προπυλαίῳ λέαιναν χαλκῆν γλῶσσαν οὐκ ἔχουσαν , ὑπόμνημα τοῦ διηγήματος .
4649359 χερσαιον
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν ,
4645162 κατεφυγε
αὐτήν , ἡ δὲ φθάσασα εἰς τὸ τῆς Ἥρας τέμενος κατέφυγε , Πελίας δὲ ἐπ ' αὐτῶν τῶν βωμῶν αὐτὴν
ὢν παντελῶς τὴν ἡλικίαν : ἐξιππεύσας γὰρ ἐκ τῆς πόλεως κατέφυγε πρὸς Ἄγαρον τὸν βασιλέα τῶν Σκυδῶν . ἀγανακτούντων δὲ
4623316 ειον
βρωσείω , ἅτινα καὶ ἐφεκτικὰ λέγονται . Τὰ διὰ τοῦ ειον κτητικὰ προπερισπώμενα δίφθογγον ἔχουσιν , οἷον τεκτονεῖον , μουσεῖον
! ! ! ! ! ] ! ! ! ! ειον ? ? καταλαβν ? ? [ ! ] ?
4618987 ἁγνῳ
εἰς τὴν θέαν ἐρχόμεθα τοῦ αὐτοκάλου . Τὸ δὲ ἐν ἁγνῷ βάθρῳ τὸ νοητὸν λέγει , ἐπειδὴ ὁ τόπος ὁ
πάντων δ ' ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθ ' : ἐν ἁγνῷ δ ' ἑσμὸς ὡς πελειάδων ἵζεσθε κίρκων τῶν ὁμοπτέρων
4614910 ὑπογαιον
πλοῖον Φοινικικόν . Σκυτάλοις . ῥάβδοις . Γοργύνη . δεσμωτήριον ὑπόγαιον . Διφροφορευμένους . φορείοις φερομένους . Βαλανάγρας . κλεῖς
ὁδοῦ διὰ τοῦ σπηλαίου φερούσης οὔτε ἕτοιμον ὂν πεισθῆναι θεῶν ὑπόγαιον εἶναί τινα οἴκησιν ἐς ἣν ἀθροίζεσθαι τὰς ψυχάς .
4604469 ποῤῥω
καὶ ἀπὸ τῶν συμβεβηκότων : καὶ αὗται ἢ ἐγγὺς ἢ πόῤῥω τῆς οὐσίας . εἰ γὰρ εἴποι πυρετὸν νοτιώδη ,
, καὶ τοῖς λεγομένοις οὐκ ἀντιλέγοντας : ὅτι καὶ οἱ πόῤῥω που τελευτήσαντες ἀξιοῦνται παρὰ ξένων καὶ τῶν οὐ προσηκόντων
4600169 νυκτερινον
ἀποστερῶν , ἀπεῖπε πρὸς τοὺς μεθ ' ἡμέραν ἀγῶνας καὶ νυκτερινὸν ἐσκέψατο δόλον καθεύδειν ὑπὸ τῶν κακῶν οὐ δυνάμενος καὶ
δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα
4599071 προβατον
δὲ ἐγερθέντα ἐκ τοῦ ὕπνου ζητεῖν ἐφ ' ὃ ἀπεστάλη πρόβατον , μὴ εὑρόντα δὲ πορεύεσθαι εἰς τὸν ἀγρόνὑπελάμβανεν δὲ
ἐθελήσεις τὰ θρῖα τῶν σύκων ἐπιτρώγειν , ἀλλ ' ὥσπερ πρόβατον οὐκ ἂν ἀποσταίης τῶν ὡρίμων , οὐκ ἔστιν οὖν
4594060 βαρυτονησωμεν
γὰρ ὀξυτόνως , δηλώσει τὸ τῶν Διοσκούρων : ἐὰν δὲ βαρυτονήσωμεν , θαλάμας ὡς μεγάλας , τὰς καταδύσεις μηνύσει .
, φησίν , τὴν ἀξίαν μίσους δηλοῖ , ἐὰν δὲ βαρυτονήσωμεν , καταφερὴς πρὸς συνουσίαν . τὴν δὲ διαφορὰν τῶν
4593100 δεδηγμενος
τὸν οὖν ἄκρως καταθεασάμενον τὸ καρτερίας εἶδος , κἂν εἰ δεδηγμένος πρότερον ὑπὸ τῶν φίλτρων ἡδονῆς τυγχάνοι , ζῆν ἀναγκαῖον
ἀσπιδοδήκτων . Εἰς δὲ τὸ προγνῶναι εἰ ζώσιμος ἐσεῖται ὁ δεδηγμένος , κενταύριον λεάνας μετ ' οἴνου , δίδου πίνειν
4591961 ἀμφιβιον
. διὰ τοῦτο οὖν καὶ διαφόρους ἐνεργείας προβάλλεται πρὸς τὸ ἀμφίβιον τῆς ζωῆς αὐτῆς , ποτὲ μὲν νοερῶς ποτὲ δὲ
εὐμετάβολον , δημόσιον , ὀχλικόν , πολιτικόν , πολύγονον , ἀμφίβιον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἔσονται φιλόδοξοι , ὀχλικοί ,
4591534 ἐκβαλλε
ὕπνον ἔχευε , πλάζε δὲ πίνοντας , χειρῶν δ ' ἔκβαλλε κύπελλα . οἱ δ ' εὕδειν ὤρνυντο κατὰ πτόλιν
: εἰ δὲ μή γε , ἀπὸ τοῦ ὡροσκοποῦντος ζῳδίου ἔκβαλλε , καὶ εἰς ὃ ἂν καταλήξῃ ὁ ἐνιαυτός ,
4588420 ψηφιδα
ὑπονοίας ἐκφεῦγον : ἐὰν γὰρ εἰς ἀγγεῖόν τις πεπληρωμένον ὕδατος ψηφῖδα ἐμβαλὼν καταστρέψῃ τὸ ἀγγεῖον ἐπὶ στόμα ἐπέχων τὴν ἔκροιαν
ὕδατος ἰσχανόωντα πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι : καρκίνος αὖ ψηφῖδα παρὰ ῥηγμῖνος ἀείρας λέχριος ὀξείῃσι φέρει χηλῇσι μεμαρπώς ,
4585819 ἀπεκομισεν
τις παριὼν καὶ τὸ βρέφος ἀνειληφὼς , τῇ ἰδίᾳ γυναικὶ ἀπεκόμισεν . Ἡ δὲ τὰ σφυρὰ τοῦ παιδὸς θεραπεύσασα ,
τήν τε νίκην ἀπήγγειλε καὶ δισχίλια τάλαντα πρὸς τὸν πόλεμον ἀπεκόμισεν : Εὐαγόρας δὲ πρὸ μὲν τῆς ναυμαχίας παρὰ θάλατταν
4582830 ἐφυδρον
ᾖ , διαφυτεύεται πάλιν τοῦ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακὸν καὶ ἔφυδρον καὶ οὐ λίαν λεπτόν : φιλεῖ γὰρ τὰ τοιαῦτα
ᾖ , διαφυτεύεται πάλιν τοῦ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακὸν καὶ ἔφυδρον καὶ οὐ λίαν λεπτόν . φέρει δὲ τὰ μῆλα
4580411 κορυδαλος
δ ' ὀρνιθοθήρας λαμβάνει τοῦτον . Ἔφη δ ' ὁ κορύδαλος τῷ καταράτῳ : Εἰ πόλεις γε κτίζεις τοιαύτας ,
κόρυδος μὲν τὸ ὄρνεον : λέγεται δὲ γῆς ἱερόν : κορύδαλος δὲ δῆμος Ἀθήνησιν ἐν ᾧ Σωτείρας κόρης ἱερόν .
4579195 ὁθιπερ
Ἀλκμήνης λίθον καὶ αὐτὸν ἐξελόντες ἔστησαν ἐν τῷ ἄλσει , ὅθιπέρ ἐστι τὸ ἡρῷον τὸ τῆς Ἀλκμήνης ἐν Θήβαις .
δὲ Βριτόμαρτις ἀποβᾶσα ἐκ τοῦ πλοίου κατέφυγεν εἰς ἄλσος , ὅθιπέρ ἐστι νῦν αὐτῆς τὸ ἱερόν , κἀνταῦθα ἐγένετο ἀφανής
4573897 δεδεσθω
αὐτὸν ἢ ἀποτεῖσαι . ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Ὅμοιός γ ' , οὐ
μὲν τὰ ὀθόνιά νυν ἐπ ' ἀριστερὰ ἢ ἐπὶ δεξιὰ δεδέσθω Ὀθόνας τοὺς ἐπιδέσμους καλεῖ . “ ἐπ ' ἀριστερὰ
4571729 Ἀμφιτριτης
ἕπονται . Τοῖσι δ ' ἄρ ' εὐπλοΐην πόσις ὤπασεν Ἀμφιτρίτης προφρονέως : μάλα γάρ οἱ ἐνὶ φρεσὶ μέμβλετ '
ἄγρης ἰχθυβόλοι σπεύδουσιν , ἐπευξάμενοι μακάρεσσι κητοφόνοις ἀλεγεινὸν ἑλεῖν τέρας Ἀμφιτρίτης . ὡς δ ' ὅτε δυσμενέων βριαρὸς λόχος ἀντιβίοισι
4568799 ὑποστρεφων
Ζεὺς ἡμέρας τρεῖς , ἔπειτα καὶ ὁ Ἀμφιτρύων τῆς νίκης ὑποστρέφων . Καὶ γεννῶνται τῇ Ἀλκμήνῃ δίδυμοι παῖδες , ἐκ
, καὶ σημείωσαι ὅτι τῆς Λευκάδος ἐστὶ μέρος ἀναχωρῶν : ὑποστρέφων . αὐτοῖς : τοῖς πρέσβεσιν . ᾗ : τὸ
4563796 λαθουσα
παραβολῆς ταύτης : ὅτι πᾶσα γυνὴ πόρνη , ἡ δὲ λαθοῦσα σώφρων . τέλειος οὖν γενάμενος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν ἰδίαν
γενομένη ἔσχε τὸ ἰσόθεον κάλλος , ὃ λαβοῦσα καὶ οὐ λαθοῦσα ἔσχε : πλείστας δὲ πλείστοις ἐπιθυμίας ἔρωτος ἐνειργάσατο ,
4555077 ἠμελλε
ὅτι ἡμεῖς ἀπολλύμεθα : ἄλλως : διὰ ποῖον γὰρ ἄλλο ἤμελλέ τις βοᾶν ἐν τοῖς οἴκοις : ἀντὶ τοῦ :
ὅτι ἡμεῖς ἀπολλύμεθα : ἄλλως : διὰ ποῖον γὰρ ἄλλο ἤμελλέ τις βοᾶν ἐν τοῖς οἴκοις : ἀντὶ τοῦ :
4545976 χιμαρος
. τὸ σύντονον τῆς δόσεως διὰ τοῦ καταρρεῖ δηλοῖ . χίμαρός ἐστιν αἲξ ἑνὸς χειμῶνος . κρῆς δὲ Δωρικῶς τὸ
. τὸ σύντονον τῆς δόσεως διὰ τοῦ καταρρεῖ δηλοῖ . χίμαρός ἐστιν αἲξ ἑνὸς χειμῶνος . κρῆς δὲ Δωρικῶς τὸ
4544024 ἐκχυθῃ
ἐκ πληγῆς τινος ὁ ὀφθαλμὸς ῥῆξιν ὑπομείνῃ φλεβίου μικροῦ καὶ ἐκχυθῇ αἷμα καὶ γένηται ἐρυθρὸν τὸ λευκὸν , οὐχ ὅλον
ῥαγῇ , κίνδυνοϲ μὲν πνίξιοϲ , ἢν πολλὸν καὶ ἁθρόον ἐκχυθῇ πῦον : ἢν δ ' ὦν ἐκρέῃ ϲχέδην ,
4541210 Ποσει
: ἐπεὶ πῶς ἂν ὁ Ἡρακλῆς ἐναντίον τῆς τριαίνης τοῦ Ποσει - δῶνος τὸ ἑαυτοῦ ῥόπαλον ἐκίνησεν , ὁπηνίκα ὁ
ὁ Ξούθου ἐβοήθησε σπουδῆι πολλῆι πολεμουμένοις Ἀθηναίοις ὑπὸ Εὐμόλπου τοῦ Ποσει - δῶνος , Ἐρεχθέως βασιλεύοντος βοηδρομεῖν γὰρ τὸ βοηθεῖν
4525547 ἀγαγῃς
τεκεῖν τῆς Λητοῦς τὸν Ἀπόλλωνα . ἢ εἰς Ἀθήνας με ἀγάγῃς , καὶ ἐν τῷ πέπλῳ , ἐν ᾧ πάσσουσι
τοῖς μυσίν : ὅταν δ ' εἴς τι τῶν ὑπερβολικῶν ἀγάγῃς αὐτὸ σχημάτων , ὁ ἕτερος μῦς ἱκανὸς εἰς τὴν
4522113 σεσιδηρωμενον
' αὐτοὺς φερομένων βελῶν , ὠσάμενοι τὸ μὲν πρῶτον τὸν σεσιδηρωμένον χάρακα διέσπασαν , τοῖς δὲ πλοίοις πολλὰς ἐμβολὰς δόντες
ἀγωνίσασθαι . προέταξαν δὲ τῆς στάσεως ταύτης τοὺς κομίζοντας χάρακα σεσιδηρωμένον καὶ δεδεμένον ἀλύσεσιν , ὃν παρεσκευάσαντο πρὸς τὴν τῶν
4519699 νιψαμενος
ἔνιοι δὲ διπλῇ σημειοῦνται ὡς ἅπαξ ἐνταῦθα εἰρημένον . . νιψάμενος δὲ κύπελλον ἐδέξατο ἧς ἀλόχοιο : λείπει ἡ παρά
συναλίσαντα ὑποπρῆσαι πάσας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι . Τῆς δὲ νιψάμενος τῷ οὔρῳ ἀνέβλεψε , ταύτην δὲ ἔσχε αὐτὸς γυναῖκα
4519250 Ἀδωνις
διὰ τοῦ δ κλίνεται εἴτε ἀρσενικὰ εἴη εἴτε θηλυκά , Ἄδωνις Ἀδώνιδος , Πάριδος Θέτιδος Μέμφιδος : τὰ ἐν τοῖς
κλισμῶ , πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων , ὁ τριφίλητος Ἄδωνις , ὁ κἠν Ἀχέροντι φιληθείς . παύσασθ ' ,
4516417 δακτυλιδιῳ
αὐτοὺς διαχρῶνται . Τὴν δὲ ἀπὸ σκορπίου πληγὴν θεραπεύσεις ἀργυρῷ δακτυλιδίῳ τὸν τόπον σφραγίζων . Σανδαράχη μετὰ χαλβάνης καὶ βουτύρου
ἐν τῇ διανοίᾳ . ἡ τοίνυν σφραγὶς ἡ ἐν τῷ δακτυλιδίῳ λέγεται πρὸ τῶν πολλῶν εἶναι , ἡ δὲ ἐν
4512595 ἀνεπεσεν
οὐκ ἔχεις γάρ . ” Εἰσβαλὼν δὲ πάλιν ὁ Ξάνθος ἀνέπεσεν . τοῦ δὲ πότου διιππεύοντος καὶ ἤδη τοῦ Ξάνθου
ἁγνῷ βάθρῳ βεβῶσαν : ἰδοῦσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῖσα ἀνέπεσεν ὑπτία , καὶ ἅμα ἠναγκάσθη εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς
4511678 Φιλομηλα
Δωριεῖς τὰ εἰς η τρέπουσιν εἰς α μακρόν , Φιλομήλη Φιλομήλα , οἱ δὲ Ἴωνες τοὐναντίον εἰς α βραχύ ,
ἄριστα τῶν τραγικῶν : εἶπε γὰρ αἰσχρόν γ ' ὦ Φιλομήλα . ὄρνιθι μὲν γάρ , εἰ ἐποίησεν , οὐκ
4510075 ἐντελλεται
καὶ πλοῦτον παρέξει . Καὶ περὶ πάντων δὲ τῶν κλήρων ἐντέλλεται οὕτως : ἐὰν καλὸν ζῴδιον ἐπέχῃ ὁ κλῆρος καὶ
, αὗται μὲν αἱ πύλαι ἀποκληίονται , ἄλλας δ ' ἐντέλλεται ἀνοίγειν ἄλλοισι τοῖσι δεομένοισι μάλιστα τῶν λοιπῶν . Ὡς
4506897 ἐκπιῃ
ῥυτὸν χωροῦντα δύο χόας , ὃν οὐδ ' ἂν ἐλέφας ἐκπίῃ . ἐγὼ τοῦτο πέπωκα πολλάκις . ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον
, μίσγουσα ὕδατι τὸ τέταρτον μέρος : ἑσπέρης δὲ ἐπὴν ἐκπίῃ , ῥοφείτω χόνδρον : ἐπὴν δὲ γένηται δεκαταίη ,
4506441 ἀδυτον
, ἀλλὰ τῆς κεφαλῆς περιελομένη τὸ κάλυμμα ἐπί τι οἴκημα ἄδυτον ἐμφερὲς σπηλαίῳ ἐξώρμα , καὶ ἡ μὲν ἐδεδύκει τῷ
αἰξίν . ὅσοις μὲν δὴ καθαγίσασι τὰ ἱερεῖα ἐς τὸ ἄδυτον ἀποστεῖλαι * * * πεποιημένους ἀρχήν , καθελίξαι δεῖ
4500525 κατοικησας
ὦ οὗτος , καὶ ἐμπλησθεὶς καὶ οἰκίας καλὰς οἰκοδομήσας καὶ κατοικήσας καὶ τῶν προβάτων σου καὶ βοῶν αὐξηθέντων καὶ ἀργυρίου
νεὼς ἕως τοῦ Κρισσαίου κόλπου καὶ τῆς Φωκίδος καὶ ἐκεῖ κατοικήσας ὁ Καστάλιος . . . οὗ ὁ υἱὸς Δελφὸς
4488996 ἐδιωχθησαν
θεαῖς Δήμητρι καὶ Κόρῃ πεποιῆσθαι , καθ ' ὃν καιρὸν ἐδιώχθησαν ὑπὸ Καρχηδονίων , εὐχὰς λαμπαδεύσειν ἁπάσας τὰς ναῦς .
. ἐς Λεοντίνους : ἐγγὺς τῶν Λεοντίνων . ἀνέστησαν : ἐδιώχθησαν . τῆς μητροπόλεως : τῆς ἰδίας μητροπόλεως ἐπελθών :
4485745 στρεφῃ
ἀνδρὶ φιλολόγῳ ποιεῖν ὃ ἂν κελεύῃς . Τί δῆτα ἔχων στρέφῃ ; Οὐδὲν ἔτι , ἐπειδὴ σύ γε ταῦτα ὀμώμοκας
γὰρ πάσχουσιν οἱ φροντίδα τινὰ ἔχοντες . / στρέφει ] στρέφῃ . δέον εἰπεῖν : ⌈ κόρυς : κόρεις .
4484939 πυλωρον
Θ . . στρεφόμενον . ἱδρύσασθε : Ποιήσατε . . πυλωρόν . . ἐπωνυμία ἐστὶ τοῦτο τοῦ θεοῦ : παρὰ
ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον ] ἀγοραῖον παλιγκάπηλον ] κλέπτην
4482506 θυεται
ὁ μῦθος , εἵσατο , τῆι καὶ λίπουρα καὶ μόνωπα θύεται . τοῦτο δὲ μήποτε ἐσχεδίασται : οἱ γὰρ Μυρρινούσιοι
. : ὀσφῦν ] Εὐκίνητος γὰρ οὖσα καὶ σπέρματα ἔχουσα θύεται τοῖς θεοῖς : ἀφ ' οὗ καὶ κλονὶς ὀνομάζεται
4481525 σκαφιον
τῇ πρὸς τὴν Δημοσθένους γραφὴν ἀπολογίᾳ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον εἶδος κουρᾶς καὶ Ἀριστοφάνης Γήρᾳ . Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα
φησι Πάμφιλος . εἶναι δ ' αὐτὸ οἷόν ἐστι τὸ σκαφίον . ΚΕΛΕΒΗ . τούτου τοῦ ἐκπώματος Ἀνακρέων μνημονεύει :
4480679 Ἀδωνιδος
θέλων δὲ προσκυνῆσαι ἀνέκρινε , τίνος εἴη . μαθὼν δὲ Ἀδώνιδος εἶναι ἔφη : οὐδὲν ἱερὸν ἀντὶ τοῦ οὐδενὸς ἄξιον
] . ἐν δὲ ἰωνικῷ τῷ ἀπὸ μείζονος Σωτάδου ἐξ Ἀδώνιδος τόδε τίνα τῶν παλαιῶν ἱστοριῶν θέλετ ' ἐσακοῦσαι :
4480253 ὑπογειος
ποιεῖ ἀπάτορας . ἐὰν δὲ Ἀφροδίτη ὡροσκοπῇ , Σελήνη δὲ ὑπόγειος ἢ ἐν Ἄρεως οἴκῳ καὶ ὁ Ζεὺς ἐξ ἰδίου
παρὰ ἐνδόξῳ κεῖται προσώπῳ , ἐὰν δ ' ὁ Ἄρης ὑπόγειος ᾖ ἀπελεύθερός ἐστιν ὁ τὸ κλέμμα φυλάσσων , ἐὰν
4477571 φροντιστηριον
μὴ πειθομένου δὲ τοῦ υἱοῦ αὐτὸς ἀφικνεῖται πρὸς τὸ σωκρατικὸν φροντιστήριον . καὶ πολλὰ μὲν ὑπὸ γήρως δῆθεν καὶ ἀγροικίας
θεωρία καὶ τὸ ἐξετάζειν περί τινων ἀπόρων , ὅθεν καὶ φροντιστήριον ἡ σχολὴ τῶν φιλοσόφων . ἐξήμβλωκας ] ἐξέβαλες .
4471559 διελω
εἶναι διαιρετικὰς τοῦ ὑπεράνω καὶ τοῦ ὑποκάτω : ἐὰν γὰρ διέλω τὸ ζῷον εἰς πτηνὸν καὶ ἔνυδρον , οὐ δύναμαι
, ἢ εἰς ἄναιμον , οἷον μελίττας , ἀκρίδας , διέλω δὲ καὶ τὸ ἔνυδρον εἰς ἔναιμον , οἷον λάβρακα
4466454 ἐπιβαλῃ
ὥσπερ τιμιώτερα τὰ ψυχικώτερα : οὕτως δὴ καὶ ἐπειδὰν φιλοσοφεῖν ἐπιβάλῃ , προτίμα μὲν τὰ διὰ ψυχῆς καὶ νοῦ ἄνευ
ἐξεικονισμένον , ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται : καθ ' ὅ τι ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικός , δώσει μετὰ ἀξιώματος :
4463259 ἐκπλεοντα
. τύχης δὲ συμβάσης τοιαύτης τῷ Λύκωνι τούτῳ ὥστε εὐθὺς ἐκπλέοντα αὐτὸν περὶ τὸν Ἀργολικὸν κόλπον ὑπὸ λῃστρίδων νεῶν τά
ἀπεδέξατο . ” Ἀπόστολα τὰ εἰς τὴν θάλασσαν ἐκπεμπόμενα ἢ ἐκπλέοντα . Ἀποστοματίζειν . ἀπὸ μνήμης λέγειν . Ἀποστοματίζεσθαι δὲ
4460957 κλαπεν
δὲ σημείων ἀνεύρετον στοχάζηται , παρολκήν τινα χρόνου λαβὸν τὸ κλαπὲν ὕστερον εὑρεθήσεται : ἡ γὰρ τοῦ Ἡλίου δύναμις ἰσχυροτάτη
δὲ ὑπόγειον ἐὰν μὲν ᾖ δίσωμον γίνωσκε ὅτι ἐξετέθη τὸ κλαπὲν ἤτοι εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ
4456110 μοιρικον
κζʹ . ἐνθάδε Κρόνου ὄντος ἀποθανεῖται Παρθένῳ : τὸ γὰρ μοιρικὸν τετράγωνον τοῦτο . Ζεὺς Σκορπίου μοίρᾳ ιδʹ ὁρίοις Κρόνου
ὡροσκοπικὴν κέκτηται : ἄλλως τε τὸ ἀπὸ συνόδου ἐπὶ Σελήνην μοιρικὸν διάστημα κατὰ ἀναφορὰν λαβόντες καὶ ἀφελόντες ζῳδιακὸν διάστημα ,
4455902 Πλουτων
τὸ νᾶμα τοῦ πόρου καὶ τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ Πλούτωνος . Πλούτων δέ ἐστι ποταμὸς Αἰθιοπίας . οὕτω δὲ λέγεται διὰ
δυάδα οὗτός ἐστιν ὁ Ζεύς , πρὸς ὃν καὶ ὁ Πλούτων ἐπιστρέφεται : καὶ τὸν νοῦν προσείληφεν καὶ τοὺς λόγους
4452589 Πισαν
Σιθόνων κεκτημένοις λόγχης ἐν ὑσμίνῃσι μίξαντες πάλην . εἷλον δὲ Πῖσαν καὶ δορίκτητον χθόνα πᾶσαν κατειργάσαντο τὴν Ὄμβρων πέλας καὶ
οὐ τήνα γ ' , οὐ Νύμφας , ἐπεὶ ποτὶ Πῖσαν ἀφέρπων δῶρον ἐμοί νιν ἔλειπεν : ἐγὼ δέ τις
4448808 ἐναλιον
τῇ θαλαττίᾳ μυραίνῃ συμπλακησόμενος , καὶ οὐδὲν ὅτι μὴ γένος ἐνάλιον ἐπ ' ἀφροδίτην γίνεται καὶ φιλόγαμον : ἐν ἔαρι
, ὅπερ ἔνιοι λιθόδενδρον ἐκάλεσαν , δοκεῖ μὲν εἶναι φυτὸν ἐνάλιον , στερροποιεῖσθαι δ ' ὅταν ἐκ τοῦ βυθοῦ ἑλκυσθῇ
4445820 ἐπισχῃ
τὴν συνέχειαν καὶ μὴ θλιβόμενον τὸ κινούμενον ὑπὸ τῆς στενότητος ἐπίσχῃ τὴν κίνησιν ; Παμμέγεθές τι χρῆμα , ὦ Τρισμέγιστε
ἀφικνουμένοις ἐπὶ τὰ Ἴσθμια παρέχειν προεδρίαν , ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ καταπετασθὲν τὸ τῆς θεωρίδος νεὼς ἱστίον , ὡς Ἑλλάνικος
4440240 καδος
τῷ δώρῳ τῆς χρυσῆς φιάλης . ἔνθεν καὶ κηδεστής . κᾶδός τε τιμάσας ἑόν : τὸ κῆδος . τὴν συγγένειαν
ὅπως καὶ δόξῃ χαριστικός τις εἶναι παρὰ τοῖς πίνουσιν . κᾶδός τε : τὴν κατ ' ἐπιγαμίαν οἰκειότητα τιμῶν τῷ
4432760 χρυσοποικιλον
ἐπ ' αὐτοῦ κροκωτὸν διαφανῆ : περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα
ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . Ἀνίστατο δὲ τοῦτο
4429742 καταβαλῃ
προ - διαλύσας , καὶ τὰς κέγχρους αὐτοῦ ἐπιλεξάμενος , καταβάλῃ εἰς γῆν , καὶ ἀρδεύσῃ . κάλλιον δὲ ἀπὸ
εἰσί , νομίζειν . οὐ μὲν γάρ , ἄν τις καταβάλῃ πεντακοσίας δραχμάς , δύναται φιλεῖν ὑμᾶς καὶ τῆς πόλεως
4426074 πορθμευ
ὡς ἂν εἰδὼς ἅπαντα . Οὐ σχολή μοι , ὦ πορθμεῦ : ἀπέρχομαι γάρ τι διακονησόμενος τῷ ἄνω Διὶ τῶν
μὲν ἐκείνῳ , ἐκεῖνο δὲ ἄλλῳ . Εἰκότως , ὦ πορθμεῦ : εἵμαρται γὰρ ἐκείνῳ μὲν ὑπὸ τούτου φονευθῆναι ,
4424947 κλασμα
” εἰπεῖν . ἄγμα γὰρ καλεῖται τὸ κάταγμα καὶ τὸ κλάσμα . ἀλλὰ σολοικοφανῆ τὴν ὀνομασίαν πεποίηνται διὰ τὸ μὴ
. ὁ δὲ Σωτάτης , ἰδὼν αὐτόν , εἰσῆλθεν εἰς κλάσμα πίθου κειμένου , καὶ ὑπεκρύβη τὸν Πτολεμαῖον . ὕστερον
4424429 Φριξος
ἀδελφαί , Αἴγλη , Λαμπετίη , Φαέθουσα . Ἕλλη καὶ Φρίξος . Μακαρία ἡ Ἡρακλέους ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν Θηριμάχου ,
καὶ Μελαγχαίτης , πρὸς δὲ τούτοις Θηρεὺς καὶ Δούπων καὶ Φρίξος . τῶν δὲ διαφυγόντων τὸν κίνδυνον ὕστερον ἕκαστος τιμωρίας
4423681 τρωγλην
περιδείδια , ἥ τις ἀρίστη , ἣ καὶ τρωγλοδύνοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει . ποινὴν ἀντέκτισίν τ ' ὀρθὴν ὅς κ
τὸ σκελύδριον δοῦναι τῶι νεωκόρωι τοὔρνιθος : ἔς τε τὴν τρώγλην τὸν πελανὸν ἔνθες τοῦ δράκοντος εὐφήμως , καὶ ψαιστὰ
4416784 πεσῃ
αἰνιττόμενοι ὅτι τὸ τοιοῦτον σχῆμα , ἐφ ' ἃ μέρη πέσῃ , πανταχόθεν βάσιμον καὶ ὄρθιόν ἐστιν . οὕτω καὶ
ἀγαπώντων . Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαῦρον , ὃς νέος πέσῃ . Γλυκεῖ ὀπώρα φύλακος ἐκλελοιπότος : ἐπὶ τῶν ἄνευ
4416453 τεξεται
οὖν τις στέψῃ μετ ' αὐτοῦ γυναῖκα δυστοκοῦσαν , πάραυτα τέξεται ἀπόνως . ἐὰν δὲ ἐν ταῖς καθάρσεσι δυσκολαίνει τις
χαρήσῃ Ϛ οὐ δεῖ σε δανείσασθαι ἄρτι . περίμεινον ζ τέξεται ταχυθάνατον θῆλυ η κινηθήσῃ τοῦ τόπου σου ταχὺ ἐπὶ
4415128 κεστος
κεντός : καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν , καὶ προσθέσει , κεστὸς ἀκεστός : καὶ τὸ θηλυκὸν ἀκεστὴ , καὶ τροπῇ
: τὰς γαίας . Ἀκήν : ἡσυχίαν . κεστούς : κεστὸς ἔνδυμα Ἀφροδίτης . Ἐχθαίρω : νεμεσῶ . Ποντογενείας :
4413992 βαλλαντιον
γε τὸ τέμνεσθαι οὔτε τὸ σῶμα τὸ ἐμὸν οὔτε τὸ βαλλάντιον , ἀλλὰ τὸ τύπτειν καὶ ἐμὲ καὶ τὰ ἐμὰ
. . . . ἀρύβαλλος : τὸ καλούμενον μαρσίππιον καὶ βαλλάντιον : παρὰ τὸ ἐρύειν ἐρύβαλλος καὶ ἀρύβαλλος . ἢ
4413978 Ἰχναι
] θεῖον ἰδοιλόφον [ ! ! ] Ἀργανθώνιον ἄστλιγξ Θεσσαλαί Ἴχναι / Ἄχναι Δερκόμενος πρὸς κῦμα , μόνη δέ οἱ
[ , ὅπου Ἀπόλλωνος ] τοῦ Φυλλίου ἱερόν , καὶ Ἴχναι , ὅπου ἡ Θέμις Ἰχναία τιμᾶται . καὶ Κίερος
4413617 Ἀγραυλον
ἀκροπόλεως ποιήσῃ : τὰς δὲ Κέκροπος θυγατέρας τὰς δύο , Ἄγραυλον καὶ Πάνδροσον , τὴν κίστην ἀνοῖξαι καὶ ἰδεῖν δράκοντας
Ἀνδροτίων ἐν πρώτῃ Ἀτθίδος , Κέκροπός γενέσθαι τρεῖς θυγατέρας , Ἄγραυλον , Ἕρσην καὶ Πάνδροσον , ἀφ ' ἧς ἐγένετο
4413474 προβαινῃ
ἄρτι δὲ ταπεινῷ γενέσθαι , καθ ' ὁπότερον ἂν πόδα προβαίνῃ . τοσοῦτον κἀν τῷ βίῳ ἡμῶν τὸ ἄνισον :
ῥαγῶν αὐξηθεισῶν , ἐπέχουσι τὸν τρυγητὸν ἕως ἂν ἡ αὔξησις προβαίνῃ . Δεῖ τρυγᾶν τῆς σελήνης οὔσης ἐν καρκίνῳ ἢ
4412154 κριον
κριὸν τῷ Ἀπόλλωνι . καὶ πλουτήσας πρῶτον μὲν χρυσοῦν ἀνέθηκε κριόν , εἶτα χαλκοῦν , καὶ τέλος ἔθυσε ζῷον ,
κειμένου . ὡς ὁ φάλαρος : φάλαρον λέγει τὸν λευκὸν κριόν . καὶ Ὅμηρος κύματα φαληριόωντα λέγει τὰ λευκαινόμενα .

Back