, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐνοίκιον οὐ ναῦλον μόνον ἀλλὰ καὶ στεγανόμιον , ἔχεις προειρημένον . παίζων δ ' εἰ καὶ | ||
καὶ Ἀθηναῖος . Καὶ φέρνη , ἡ προίξ . Καὶ στεγανόμιον . Καὶ καταφαγᾶς , ὁ ἀδηφάγος . Καὶ κοκκύζειν |
ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος . . . § . : Καὶ κοράσιον , ἡ κόρη . . . . . : | ||
] οὔ νιτάριον ] νεόττιον , κοράσιον . νεόττιον καὶ κοράσιον ζηλότυπος ] φθονερός ἐσθίων ] τὰ σὰ ἀγαθά ὄζειν |
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ | ||
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως |
τονθρύζω , ἢ σὺν τῷ ο τονθορυσμὸς καὶ τονθορύζω . Δύνῃ ὑποτακτικῶς , ” ἐὰν δύνωμαι , ἐὰν δύνῃ ” | ||
ἢ νὴ Δία σὺν τῷ ο τονθορυσμὸν καὶ τονθορύζειν . Δύνῃ : ἐὰν μὲν τοῦτο ὑποτακτικὸν ᾖ , ” ἐὰν |
ἡ γὰρ φιλύρα χλωρόν . χλωρὸς δὲ καὶ οὗτος . Εὐφρόνιος κοῦφον , ὡς ἂν διθυραμβοποιὸν εὐτελῆ , καὶ κοῦφα | ||
οὕτω κληθέντα . Γ πανθοινίαν δὲ ἔλεγον , ὥς φησιν Εὐφρόνιος , ὁπότε εἰς κοινὸν ⌈ κατατιθέντες [ καταθέντες Γ |
δ ' ἀγοράζει κλῇδ ' ἔχων . οὐ φενίνδα σφαιριῶν ἀρραβῶνα Σίφνιον κύων παρ ' ἐντέροισι οὐδ ' ἐτρύπησεν κρόκην | ||
καὶ διωμολογήσατο τῶν μὲν ἠγορασμένων τιμὴν ἀπολαβεῖν , ὧν δὲ ἀρραβῶνα ἔφασκε δεδωκέναι συστῆσαι τοὺς λαβόντας . Εὐθὺς οὖν τοῦτο |
πτωχαλαζόν ' οἶδ ' ἐγώ , ὃς ἔχων δραχμῆς ἅπαντα τἀργυρώματα ἐβόα καλῶν τὸν παῖδ ' , ἕν ' ὄντα | ||
τέχναι καλῶς , ἂν μὴ λάβωσι προστάτην φιλάργυρον . Ἀλλὰ τἀργυρώματα ἥκω λαβεῖν βουλόμενος . Νῦν δὲ κατὰ πόλιν εὕρηκε |
. ἰαμβικοὶ τρίμετροι λβʹ , ὧν τελευταῖος χώρει : τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν ; ἄγε δή , κάτειπέ | ||
” κυπτάζεις “ : στραγγεύῃ , διατρίβεις οὕτως ἐνταῦθα . κυπτάζεις ] ἀναβάλλῃ . ἀλλ ' ἴθι χαίρων : παράβασις |
. νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις . Ποσείδιππος Δημόταις . Εὔπολις Αἰξίν . ἰδίως δὲ ἐσχημάτικεν τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ | ||
γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν . Εὔπολις Αἰξίν : ” ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν , σκάπτειν , νεᾶν |
τὸ μέτρον , οὐχὶ διὰ τὸ πληθυντικόν : ” ἤνις ἠκέστας ” : καὶ γὰρ πόλῑς λέγουσι καὶ πόλῐν καὶ | ||
εἶναι . ἦδος : τὸ ὄφελος καὶ τὸ ὄξος . ἠκέστας βόας : φορβάδας , ἀδαμάστους , νομάδας . ἡ |
νομίσματι . ΓΘ ἀρυβάλλῳ : πλεκτόν τι βαλλάντιόν ἐστιν ὁ ἀρύβαλλος , ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται , παρὰ τὸ | ||
λεύσομαι . γυναῖκας ναυτίδας ὀρνιθίων λεκάνην ἄλυπος ἄνεχε ἀνθήλιος ἀπωνηθήσεται ἀρύβαλλος αὐτόχειρα δουλοπρέπεια κατᾶραι κένταυρον κυνάριον λάβδα λοπάδα μεθύστρια πρωτόπειρον |
βίῳ εὐκορεῖ ἀντὶ τοῦ κόρους κορώνας παρατρέποντες ἔνιοί φασιν ἐκκόρει κόρει κορώνας . αἰσχύνων : ἐξευτελίζων . ἔδει εἰπεῖν ὅπερ | ||
' ἄριστον φίλων . Τουτὶ λαβὼν τὸ κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει . Ἔνδοθι μέν ἐστι Πρωταγόρας ὁ Τήϊος , ὃς |
δὲ κεστρεύς ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . Ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν | ||
οἰναρίου ἀνατρέπει τὸν ψυκτῆρα . Ἄλεξις ἐν Εἰσοικιζομένῳ φησὶ τρικότυλον ψυγέα . Διώξιππος Φιλαργύρῳ : παρ ' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους |
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος | ||
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ |
παρεικάζων ἔφη κεράτινον εἶχε σκευοφόριον καμπύλον . ἀλλὰ μὴν καὶ ἀνάφορον κατὰ τὴν τῶν πολλῶν χρῆσιν εἴη ἂν ταὐτὸ τοῦτο | ||
εἶναι . : ἀπόστρεπτος ἄπιθι : ἀντὶ τοῦ ἀποστραφείς . ἀνάφορον : τὸ ξύλον , ᾧ χρῶνται πρὸς τὴν κομιδὴν |
: τὸ ἀναλαμβάνειν τὸ πρᾶγμα διὰ χρόνου . . . ἀναζυγῶσαι : τὸ τὰς θύρας ἀναπετάσαι : Ἀριστοφάνης : τὴν | ||
σὺν τούτοις ἄλλα , ἐν τοῖς περὶ φωνῆς προείρηται . ἀναζυγῶσαι δὲ τὸ φθέγμα ἔλεγον , καὶ καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα |
Βακχέως Διονύσου καλουμένου εἶναι ἀμπέλινον , τὸ δὲ τοῦ Μειλιχίου σύκινον . τὰ γὰρ σῦκα μείλιχα καλεῖσθαι . ὅτι δὲ | ||
δὲ τὸν θώρακα πεποιημένον , τὸ δ ' αὖ δόρυ σύκινον , καὶ κράνος δὴ καὶ ἀσπίδα ὡς ἀπὸ τούτων |
καὶ Ἴωνες τὸν ἀρτοποιόν . ἔστι δὲ τὸ ἀρτοποπεῖν ἐν Μονοτρόπῳ Φρυνίχου . , . † ἀρτοσιτεῖν : τὸ ἐναντίον | ||
σικυοὺς τέτταρας . σικύδιον δ ' ὑποκοριστικῶς εἴρηκε Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : κἀντραγεῖν σικύδιον . Θεόφραστος δέ φησι σικυῶν τρία |
προσαγορευομένοις Σάλπης . Ἄρχιππος δὲ ἐν Ἰχθύσιν ἀρσενικῶς εἴρηκεν ὁ σάλπης : ἐκήρυξεν βόαξ , σάλπης δ ' ἐσάλπιγξ ' | ||
Τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . Ἐκήρυξεν βόαξ , σάλπης δ ' ἐσάλπιγξ ' ἕπτ ' ὀβολοὺς μισθὸν φέρων |
κουρίδας τε φοινικέας καὶ κωρίδας καμπίλας . Ὅτι τὸν ἐπίπλουν Φιλέταιρος ἐπίπλοιον εἴρηκεν . ἀπέχεις ἤδη τὸν ἐπίπλουν , ἵν | ||
, κρόμμυ ' , ἅλας , ἔλαιον , τρυβλίον . Φιλέταιρος Οἰνοπίωνι : ὁ μάγειρος οὗτος Πατανίων προσελθέτω . καὶ |
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
τινὸς Ἀθηναίου , ὥς φησι Φανόδημος : Φιλοστέφανος δὲ τὸν Ὑπερβόρεον Θεσσαλόν φησιν εἶναι : ἄλλοι ἀπὸ Ὑπερβορέου Πελασγοῦ τοῦ | ||
τινὸς Ἀθηναίου , ὥς φησι Φιλόδημος . Φιλοστέφανος δὲ τὸν Ὑπερβόρεον Θεσσαλόν φησιν εἶναι . ἄλλοι ἀπὸ Ὑπερβορέου Πελασγοῦ τοῦ |
ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ ἀμφορεύς | ||
καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ στάμνος καὶ σταμνίον . καὶ ἔνιοι μὲν οὕτως οἴονται καλεῖσθαι μόνον τὸ |
τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα , μηδὲ τὸν Παιῶνα , μηδ ' Ἁρμόδιον . . , : Πόθεν | ||
μηδὲν τῶν ἀπηρχαιωμένων τούτων περάνῃς , τὸν Τελαμῶνα μηδὲ τὸν Παιῶνα μηδ ' Ἁρμόδιον . ΩΙΟΣΚΥΦΙΑ . περὶ τῆς ἰδέας |
δὲ τοῦ παρὰ Κυρηναίοις τὸ ἐν Λεβήνῃ τῇ Κρητῶν ἐστιν Ἀσκληπιεῖον . διάφορον δὲ Κυρηναίοις τοσόνδε ἐς Ἐπιδαυρίους ἐστίν , | ||
τῷ μήκει τοῦ πλοῦ . ἐν δὲ τῷ προαστείῳ τὸ Ἀσκληπιεῖον ἔστι , σφόδρα ἔνδοξον καὶ πολλῶν ἀναθημάτων μεστόν , |
καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει : τὸ | ||
μακάρι ' Αὐτόμενες ὥς σε μακαρίζομεν , καὶ Εὔπολις ἐν Κόλαξι φημὶ δὲ βροτοῖσι πολὺ πλεῖστα παρέχειν ἐγὼ καὶ πολὺ |
ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται αὐτοῖς ἄφεσις , καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ | ||
. ἐν γὰρ αἰτία τοῦ ἀναγνῶναί φαμεν οὕτως , ἵνα ἀναγνῶ ἐτιμήθην , ἵνα λοιδορήσω ἐπεπλήχθην : οὐκέτι δὲ τὸ |
σοί ἐστιν ἡ δύναμις ; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι ; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη | ||
ὧν ἴσμεν οὐχ ὅτι ῥᾳθυμεῖς , ἀλλ ' ὅτι μὴ δάκνεις , ἐγκαλῇ . σὲ δὲ μηδὲν μεταβαλλέτω μηδὲ λυπείτω |
καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπὶ δεξιὰ καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην , ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων γλώσσας τε | ||
κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοι - ούτων πόσεων |
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ | ||
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ ' |
γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες | ||
γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς : |
λαβὼν βελόνην χαλκῆν γράφε ἐν αὐτῷ τὸ ὄνομα τοῦτο : ἰαχώ , καὶ ὑπόθες εἰς τὸν δακτύλιον τὸν λίθον καὶ | ||
λαβὼν βελόνην χαλκῆν γράφε ἐν αὐτῷ τὸ ὄνομα τοῦτο : ἰαχώ , καὶ ὑπόθες εἰς τὸν δακτύλιον τὸν λίθον καὶ |
' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν . νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ἐμβαλὼν | ||
, οὐ μὴν ὑπήνεγκεν , ἀλλ ' ἀπέκλινεν ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον ἀφεὶς τῶν χειρῶν τὸ ποτήριον . καὶ ἐκ τούτου |
σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . Μάχαιραν ἆρ ' ἐνέθηκας ; οὔ . τί | ||
ἢ τοῦτο λέγει , ὅτι πορνευόμενος τοῦτο ἐποίει . . πέρδεται : Κλάνει . . Φιλέψιος : Οὗτος πένης . |
λεκάνην , τριπόδιον , ποτήριον , χύτραν , θυΐαν , κάκκαβον , ζωμήρυσιν . ὡς δυστυχεῖς , ὅσοισι τοῦ κέρδους | ||
, εἶτα κηρόν , καὶ ἐπάρας ἐκ τοῦ πυρὸς τὸν κάκκαβον ἔμπασον τὸν λιβανωτόν . Πρὸς τὰ τῶν γυναικῶν καὶ |
, φησίν , ἤγουν εἰς τὸν ἰσμηνὸν καλεῖ συνέρχεσθαι τὸν ἐπίνομον ὑμῶν τῶν ἡρωΐδων στρατὸν ὁμηγυρέα καὶ συνηθροισμένον , ἵνα | ||
τὸ Ἰσμήνιον καλεῖ συνέρχεσθαι τὸν ἐπίνομον τῶν ἡρωΐδων στρατόν . ἐπίνομον δὲ στρατὸν εἶπε τὰς ἐπινεμομένας καὶ ἐποπτευούσας τὰς Θήβας |
. . . . . νε γοʹ λθ ∠ ʹγ Μήθυμνα . . . . . . . . . | ||
γὰρ καὶ παρὰ τὸ ῥίζα ῥιζόθεν , ἐσχάρα ἐσχαρόθεν , Μήθυμνα Μηθυμνόθεν , Μέγαρα Μεγαρόθεν . Οὐ βίαιον δὲ καὶ |
' ὀβολοὺς μισθὸν φέρων . Ἱεροὺς Ἀφροδίτης χρυσόφρυς Κυθηρίας . Κύαθον ἐπριάμην παρὰ Δαισίου . Τροχιλίαισι ταῦτα καὶ τοπείοις ἱστᾶσιν | ||
' ἐν τῇ ἐνάτῃ τῶν ἱστοριῶν καὶ ποταμόν τινα ἀναγράφει Κύαθον καλούμενον περὶ Ἀρσινόην πόλιν Αἰτωλίας . τῷ δὲ ἀκρατέστερον |
ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν τὴν φακῆν | ||
' ὁ Ἐφέσιός φησιν : ὃν ἡμεῖς ψυγέα καλοῦμεν , ψυκτηρίαν τινὲς ὀνομάζουσιν . τοὺς δ ' Ἀττικοὺς καὶ κωμῳδεῖν |
ἀνακωχή καὶ τὰ ὅμοια τούτοις . ποιητικὰ δὲ ἥ τε κωλύμη καὶ ἡ πρέσβευσις καὶ ἡ καταβοή καὶ ἡ ἀχθηδών | ||
: κήρυκα καὶ πρεσβείαν πέμπειν ἐπὶ ξυμμαχίᾳ καὶ φιλίᾳ . κωλύμη : ἡ κώλυσις . ἀπεσήμαινεν : ἀποσκώπτων ἐδήλου . |
. ἀποπτύω : ἀπὸ τοῦ πετῶ πετύω , καὶ συγκοπῇ πτύω , τὸ ἀποπεταννύμενον . . . . ἄπορος : | ||
καὶ Φιλόξενος . . , : πτύον : παρὰ τὸ πτύω : τὸ ἀποπτύον καὶ ἀπορρίπτον τῶν καρπῶν τὰ ἄχυρα |
Ἴδας Βρασίδας . τὸ μέντοι Θευδᾶς περισπᾶται , ὡς Μητρᾶς Ζηνᾶς Πυθᾶς : τὸ δὲ Κερκιδᾶς ἀπὸ συναλοιφῆς . Τὰ | ||
” ἐλθὲ πρὸς τὰ παρακείμενα κτήματα . “ ὁ δὲ Ζηνᾶς ἤνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸν ἀγρὸν καί φησιν ” ἀπελθέτω |
λεγομένοις ἡμιθέοις ἑαυτόν , Διονύσῳ καὶ Ἡρακλεῖ καὶ Διοσκούροις , Τροφώνιον καὶ Ἀμφιάραον καὶ Ἀμφίλοχον καὶ τοὺς ὁμοίους χρηστηρίοις αὐτοῖς | ||
οὐκ Ἐργίνου : καὶ ἐγώ τε πείθομαι καὶ ὅστις παρὰ Τροφώνιον ἦλθε δὴ μαντευσόμενος . τούτους φασίν , ὡς ηὐξήθησαν |
. ἄγγη μυρηρά ὡρικὸν δὲ μειράκιον καὶ κόρη ἀποβροχθίσαι ἐψυχρολουτήσαμεν θυλακίσκον κλινάριον λυρωνίαν νεβλάρετοι τὸν ὀρτυγοκόμον ῥαγδαίους τοῦ τριγώνου μαρτύρομαι | ||
; ἔπειτ ' ἐπὶ τοὔψον ἧκε τὴν σπυρίδα λαβὼν καὶ θυλακίσκον καὶ τὸ μέγα βαλλάντιον . καὶ τὴν κυνῆν ἔχειν |
. Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα . Πηός . κυρίως , | ||
” . καὶ τὸ πλήθω ὡς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων |
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ ' | ||
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : |
προβασκάνιον μετὰ τῆς προ : ἀδόκιμον γάρ . Νοίδιον καὶ βοίδιον ἀρχαῖα καὶ δόκιμα , οὐχὶ νούδιον καὶ βούδιον . | ||
διδοὺς , παρ ' ἑαυτῷ πάλιν εὕρισκε . Τὸ βασιλικὸν βοίδιον : ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ νέου βοῦς ἔτεκεν ἓξ βοίδια |
τὸν Πλατανιστᾶν πεποίηται , ταύτης ὄπισθεν ἡρῷα , τὸ μὲν Ἀλκίμου , τὸ δὲ Ἐναρσφόρου καὶ ἀφεστηκὸς οὐ πολὺ Δορκέως | ||
Ἀρετὰν ποταμὸς Κροτωνιάδος χώρας , παρὰ τὴν Ἀρέταν τὴν γυναῖκα Ἀλκίμου , ἧς περιρρεῖ τὸ μνῆμα , ὡς μαρτυρεῖ Φιλοστέφανος |
πολλὴν βλάπτονται καὶ οἱ συνουσιάζοντες συνεχῶς . ἐπεὶ οὖν ἐδόκει Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ πόρνη , πρὸς ἀμφότερα ἔπαιξεν . | ||
Φιλυλλίου Ἄντεια , Μενάνδρου δὲ Θαὶς καὶ Φάνιον , Ἀλέξιδος Ὀπώρα , Εὐβούλου Κλεψύδρα . οὕτω δ ' ἐκλήθη αὕτη |
εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον | ||
Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ |
ἐξ οὗ παράγωγον τὸ δηθύνω : κνήθω : λήθω : μήθω : νήθω : πρήθω : πλήθω : τὸ πήθω | ||
, ὁ κατωφερὴς , καὶ παρωνύμως μάχλας . Μαθεῖν . μήθω ἐστὶ ῥῆμα . ἀφ ' οὗ ἔμαθον δεύτερος ἀόριστος |
, ἐσχαρίς , τράγημα δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ | ||
' , ἔφη φάναι , Σώκρατες , παρ ' ἐμὲ κατάκεισο , ἵνα καὶ τοῦ σοφοῦ ἁπτόμενός σου ἀπολαύσω , |
, ἡ αἲξ τοῖς ποσὶ σκαλεύουσα ἀνέφηνεν . Ὅμοιον , Κορώνη τὸν σκορπίον , Κόνιν φυ - σᾷς , Εὖ | ||
Βοὺς τὴν προσθίαν ὁπλὴν λείξας χειμῶνα ἢ ὕδωρ σημαίνει . Κορώνη ἐπὶ πέτρας κορυσσομένη ἣν κῦμα κατακλύζει ὕδωρ σημαίνει : |
τῆς τετάρτης ἀντὶ τοῦ ἰπωτηρίου σωληνάριον ἐντίθεται εἰς τὴν οὐρήθραν κασσιτέρινον ἢ μολυβδοῦν , ἀσπιδίσκην ἔχον προκειμένην , ἵνα τῷ | ||
ἕψε , ἕως ἀποτεταρτωθῇ , εἶτ ' ἀπόθου εἰς ἄγγος κασσιτέρινον : χρῶ δὲ ἐπὶ τῶν χρειῶν : ἐὰν δὲ |
παθητικόν . λήβδην καὶ συλλήβδην . Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός . | ||
. παρὰ τὸ δέρκω δέρξω δὲρξ καὶ δόρξ , ὡς σήπω σήψω σήψ , ἔψω ἒψ καὶ ὄψ : ἔνθεν |
ἐπάνωθεν τιθεὶς σπλήνιον ἐκ τοῦ φαρμάκου , μετὰ δὲ τὸ καυθῆναι τὸ μέρος ποίησον τοῦτο καὶ θεράπευε : σμύρνης , | ||
, σὺ ἀλούτησον : σὲ δεῖ τμηθῆναι , σὲ δεῖ καυθῆναι . ποῦ σχολὴ τῷ εἰς τὰ ἰδιωτικὰ καθήκοντα ἐνδεδεμένῳ |
δ ' ἄρ ' ἐν μέσσοισι δύο χρυσοῖο τάλαντα . διτάλαντον δ ' ἂν εἴποις κατὰ Δημοσθένην καὶ τριτάλαντον καὶ | ||
τὰ δὲ ἐκπώματα οὐ κοῦφα ὡς τὰ Ἐχεκράτους , ἀλλὰ διτάλαντον ἕκαστον τὴν ὁλκήν . Εἶτα πῶς ὁ οἰνοχόος ὀρέξει |
παρ ' ἃ ἂν ἐκεῖνα ἢ ποιῇ ἢ πάσχῃ ; Συνέφη . Οὐκ ἄρα ἡγεῖσθαί γε προσήκει ἁρμονίαν τούτων ἐξ | ||
εἰσὶν οἱ μανθάνοντες , ἀλλ ' οὐ τῶν ἐχόντων ; Συνέφη . Οἱ μὴ ἐπιστάμενοι ἄρα , ἔφη , μανθάνουσιν |
Πραξιφάνης ἐν τῷ περὶ ἱστορίας , Πλάτωνι τῷ κωμικῷ , Ἀγάθωνι τραγικῷ , Νικηράτῳ ἐποποιῷ καὶ Χοιρίλῳ καὶ Μελανιππίδῃ . | ||
λόγον , πειράσομαι ὑμῖν διελθεῖν ἐκ τῶν ὡμολογημένων ἐμοὶ καὶ Ἀγάθωνι , αὐτὸς ἐπ ' ἐμαυτοῦ , ὅπως ἂν δύνωμαι |
διὰ τοῦτο ἀθλητής : καθὸ οὐκ ἀθλητῇ γέγραπται , ἀλλὰ πρυτάνει καθὸ ἐπρυτάνευεν : ἔτυχε δὲ ἐπὶ τῆς παιδικῆς ἡλικίας | ||
παρ ' ἀρχῇ τινὶ καθάπερ καὶ Πιττακὸς παρὰ βασιλεῦσι καὶ πρυτάνει : ἔνιοι δὲ προγράφειν παρὰ τῇ ἀρχῇ πρὸ ἡμερῶν |
πολλῶν ] ? καὶ ἐκ τοῦ αἰτεῖν [ σε τὸν Νίκωνα ὑπὲρ ἐμοῦ ] ἐγγυητήν [ ? ] , εἰ | ||
νομίσας ἐπταικέναι τοῖς ὅλοις , κατὰ πᾶν συντριβεὶς τῇ ψυχῇ Νίκωνα μὲν τὸν θησαυροφύλακα ἐξέπεμψε , συντάξας τὴν ἐν τῷ |
' οὐδενός . Τί λέγων ἀποτρώγειν ἀξιώσει νῦν ἐμοῦ τὸ μισθάριον ; μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῦ . Οὗ δὴ λέγεται | ||
' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ ' ἔχειν πέμψασα τὴν θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ κναφεὺς δ |
τινος κερδαίνειν σπουδαζόντων : ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μικρὸς ἡλίκος Μόλων : ἐπὶ τῶν πάνυ βραχέων | ||
μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν εὐπόρων . Μὴ |
' Ἡσιόδῳ . δῆσας ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθέα , καὶ παρὰ τῷ Ῥιανῷ λίθος μέγας . Ταῦτα μὲν ἔχομεν εἰπεῖν ἐν τῇ | ||
μὲν δρυμός ἐστιν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Λύκου καλούμενος , Ῥιανῷ τῷ Κρητί ἐστι πεποιημένον πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ |
καὶ σικχός , κοιλία τε ἡ τὴν τροφὴν δεχομένη . ψωμοκόλαφον δὲ δραπέτην εἴρηκε Δίφιλος . καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς | ||
' εἴρηκε Δίφιλος ἐν Θησεῖ οὕτως : σὲ μὲν καλοῦσι ψωμοκόλαφον δραπέτην . τοσαῦτα τοῦ Δημοκρίτου εἰπόντος καὶ πιεῖν αἰτήσαντος |
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ | ||
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου |
σὺ γένωμαι , ἂν μὴ κἀγὼ ποιήσω αὐτὸ ἄλλῳ . Λιμόξηρος ὕπαρχος τὸ βῆμα αὐτοῦ ἐκέλευσε πρὸς ἀρτοκοπεῖον γενέσθαι . | ||
ἑστὼς φαγεῖν , τοὺς δὲ ἐν τῇ προβολῇ καθήμενος . Λιμόξηρος κωμῳδίας ὑποκριτὴς τὸν ἀγωνοθέτην πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν ἄριστον ᾔτει |
Σπαρτιάτην φασὶν οἱ Λάκωνες μανῆναι διὰ τὸ Σκύθαις ὁμιλήσαντα μαθεῖν ἀκρατοποτεῖν „ . : ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶσιν οὗτοι | ||
Σπαρτιάτην φασὶν οἱ Λάκωνες μανῆναι διὰ τὸ Σκύθαις ὁμιλήσαντα μαθεῖν ἀκρατοποτεῖν . ὅθεν ὅταν βούλωνται πιεῖν ἀκρατέστερον , ἐπισκύθισον λέγουσιν |
οἷς πρώτοις ἐνέτυχον . ταῦτα οὖν , ὦ Κέβης , Εὐήνῳ φράζε , καὶ ἐρρῶσθαι καί , ἂν σωφρονῇ , | ||
οὖν τὸν φόνον καὶ σὺν τῇ γαμετῇ στελλόμενος ἀνεῖλεν ἐν Εὐήνῳ ποταμῷ Νέσσον Κένταυρον , ὡς καὶ Ἀρχίλοχος ἱστορεῖ . |
ἐν τῷ λόγῳ ὑποσημαίνει , καὶ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μενέστρατον , εἰ γνήσιος ὁ λόγος ἐστίν . Πρόκλησις : | ||
τὰ ἥδιστα πεποιηκέναι . Ἀκούω δ ' αὐτὸν καὶ εἰς Μενέστρατον ἀναφέρειν τι περὶ τῶν ἀπογραφῶν τούτων : τὸ δὲ |
τὸ φῶς ὥσπερ πρηστῆρα . σχῆμα δὲ αὐτοῦ οἳ μὲν δισκοειδές , Ἡράκλειτος δὲ σκαφοειδές , Στωϊκοὶ δὲ σφαιροειδὲς εἶναι | ||
. σχῆμα δὲ αὐτῆς οἳ μὲν σφαιροειδές , οἳ δὲ δισκοειδές . κατὰ μῆνα δὲ ἐκλείπει , ὡς μὲν Ἡράκλειτός |
ταχινόν : ἢ ὄρθριοι καὶ ἐγειρόμενοι , ἢ ὄρθριον καὶ πρωϊνόν . τέκεσς ' : ἀηδόνος : Πρόκνη καὶ Φιλομήλη | ||
λειανθὲν τῆς θριδακίνης μέλαν Ψυχρῷ νάματι συγκερασθὲν εἰς πόμα Τὸ πρωϊνόν τε καὶ τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν Συνουσίαν παύει τε |
καὶ τὰ τῆς καταπόσεως τά τε τῶν ῥιπτουμένων , ὅσα ἀφεθέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται , ταύτῃ διωκτέον | ||
παραδοῦναι βασανίζειν τὰς θεραπαίνας , αἳ τελευτῶντος τοῦ πατρὸς μνημονεύουσιν ἀφεθέντα τοῦτον ἐλεύθερον εἶναι τότε . καὶ πρὸς τούτοις ἡ |
ἐν τοῖς βαλανείοις οἱ πλούσιοι παραλούειν τοὺς πένητας . Ἀριστοφάνης Ἀναγύρῳ : ἀλλὰ πάντας χρὴ παραλοῦσθαι καὶ ˘ τοὺς σπόγγους | ||
ἀνάβραστ ' εἴκοσιν ἀν ' ἡμιωβολιαῖα . ἐν δὲ τῷ Ἀναγύρῳ τὰ τρία ἡμιωβόλια τριημιωβόλιον εἴρηκεν : ἐν τῷ στόματι |
ἢ παρὰ τὸ αἴρειν τὰ σώματα γίνεται ἁρμός , ὡς καθαίρω καθαρμός , οὕτω αἴρω ἁρμός , ἀφ ' οὗ | ||
. παρὰ τὸ αἴρω τὸ προσφέρω , ἁρμός . οὕτω καθαίρω καθαρμός . παρὰ οὖν τὸ ἁρμὸς , ἁρμία , |
* Σύνταξις : Ἡ Πυθὼ καὶ τὸ Πελιναῖον καὶ τοῦ Ἀλεύα οἱ παῖδες προσκαλοῦνταί με ὑμνῆσαι τὸν νικητήν , θέλοντες | ||
δ ' ἀμφοτέραις ] Ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . Ἀλεύα τε παῖδες ] Ἀνέειπεν ] Ἀνεκήρυξεν . * Σύνταξις |
δὲ ὁ Μακεδὼν ηὔξησε Φίλινναν τὴν ὀρχηστρίδα , ἐξ ἧς Ἀριδαῖος ὁ μετ ' Ἀλέξανδρον βασιλεύσας , Δημήτριος δὲ ὁ | ||
Πελοπόννησον ἐσφάλησαν . Ἀριστόμαχος οὖν ὁ Ἀριδαίου , ἐπειδὴ ὁ Ἀριδαῖος ἐτεθνήκει ἐν τῇ εἰσβολῇ , ἔρχεται ἀκουσόμενος παρὰ σοῦ |
παῖδ ' ἀλείμματα παρὰ τῆς θεοῦ λαβοῦσαν εἶτα τοὺς πόδας ἐκέλευ ' ἀλείφειν πρῶτον , εἶτα τὰ νόνατα . ὡς | ||
λέγεται τὸ προστάσσω , ὁ παρατατικὸς ἐκελόμην ἐκέλου καὶ Αἰολικῶς ἐκέλευ : οἱ γὰρ Αἰολεῖς τὴν ου εἰς ευ τρέπουσιν |
οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ , | ||
χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ |
λύσας ἴσως ἂν τὸν λαγὼν ξυναρπάσειεν ὑμῶν ‚ καὶ ἐν Δαιταλεῦσιν ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λαγὼν ὀφθήσομαι . Ξενοφῶν δ | ||
ἓν τῶν μαγείρου σκευῶν : Ἀριστοφάνης δὲ αὐτὸ εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν οὔκ , ἀλλὰ ταῦτά γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου |
τούτων μὲν καὶ συγγενῶν ὄντων , σχολῇ γ ' ἂν ἀδόκιμον καὶ μιξοβάρβαρον προσεῖτο φωνήν . ὁ δ ' οὖν | ||
ψαλμῳδὸν ἐδιηγούμεθα δικαιώματα , καὶ τὸ μοχθηρὸν ἡμῶν τῶν τρόπων ἀδόκιμον τὸ περιφανὲς τοῦτο καὶ σεβάσμιον ἀπειργάσατο , ἀνάξιον κρίναντος |
” παίζων εἴρηκεν : ἔστι γὰρ ἡ κλητικὴ “ ὦ Στρεψιάδη ” , οὐ “ Στρεψίαδες ” . Στρεψίαδες ] | ||
εἰς η αὐτὴν ἔχειν : τὸ γὰρ Στρεψιάδης Στρεψιάδου ὦ Στρεψιάδη καὶ Ἡρακλείδης Ἡρακλείδου ὦ Ἡρακλείδη γενόμενα Στρεψίαδες καὶ Ἡράκλειδες |
μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον εἰς λάγυνον , ἀλλ ' οὐ κάραβον . εἰς τὴν θεοῖς | ||
: λάγυνος τρίχους , καί : τὸν μεστὸν ἡμῖν φέρε λάγυνον , καί : δυσχερὴς λάγυνος οὗτος πλησίον ὄξους . |
μοι ἔξωθεν στηθέων ἐκθρώσκει . ” ἀλυσκάζων ἐκκλίνων . ἀλαστήσας δεινοπαθήσας , χαλεπήνας , στενάξας . ἄλαστα γὰρ τὰ χαλεπά | ||
ἀρσενικοῦ , ἀλεκτορὶς δὲ θηλυκόν . ἀλαστήσας : σχετλιάσας , δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . . |
] ἐμαχόμεθα . ξυνέβημεν ] ὡμογνωμονήσαμεν . ἐκορίζετο : ὡς κορίδιον ἤτοι κόριον , μικρὸν βρεφύλλιον ὁτὲ μὲν ταῖς ἀγκάλαις | ||
ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον παράλογον . |
κρατεῖς ἔσεσθαι παρὰ σοῦ . ἐπὶ τούτοις πάλιν ἤρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἔλεγε ταῦτα . ὁ δὲ συνέφη καὶ ταῦτα | ||
, ὡς ἔφη Μηδοσάδης οὗτος . ταῦτα εἰπὼν ἐπήρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἀληθῆ ταῦτα εἴη . ὁ δ ' ἔφη |
τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστήριον , Λεάνδριος καὶ Καλλίμαχος εἶπον : δράκαιναν δὲ αὐτήν φησιν εἶναι , θηλυκῶς καλουμένην Δέλφυναν , | ||
καὶ θῆρας ποιοῦσαν , τὸ παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ . * δράκαιναν διὰ τὸ ἄγριον τὴν Κίρκην λέγει ἢ διὰ τὸ |
τῶν στρογγύλων ληκύθους καὶ βακτηρίας τῶν σκολιῶν ἐκ Λακεδαίμονος καὶ αὐλαίαν Πέρσας ἐνυφασμένην καὶ παλαιστρίδιον κόνιν ἔχον καὶ σφαιριστήριον . | ||
τοῦ θεάτρου καὶ ἐφηβικόν . ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν , Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους . |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
γυναῖκα ποτίζων ἐν τῆι σπορᾶι . οὕτως Σερῆνος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι τῶν Φίλωνος . . . . . Βουκεραίς : | ||
Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : κακόβιος : Θεόπομπος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : φυγαδεῦσαι : τὸ φυγάδα ἐλάσαι |
κατὰ τῆς γῆς καὶ τὰ ἄλλα φάσματα ἠφανίσθη καὶ τὴν Χρυσίδα ἐξεπέμψαμεν περὶ αὐτό που σχεδὸν τὸ λυκαυγές . εἰ | ||
. Μένανδρος δ ' ἐν Κόλακι τάσδε καταλέγει ἑταίρας : Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον |
Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος , εἰ μὴ ἄχθῃ αὐτῷ σφόδρα . Ἄχθομαι μέν , οὐ χεῖρον δὲ ἀκοῦσαι . Φησὶ τοίνυν | ||
τὸ δὲ φενακίζειν προσόν ἔμβαμμα τοῖς ἄρτοις πονηρὸν γίγνεται . Ἄχθομαι δ ' ἀπολωλεκώς ἀλεκτρυόνα τίκτουσαν ᾠὰ πάγκαλα . Μᾶζαι |
ἔγχεον . λαβὲ τῆς Ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια | ||
ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια |
. . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . . . . ἄρδην : τὸ ἐπίρρημα | ||
ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ , τὸν νοῦν ἵν ' ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν . Οἴμοι , τί ποθ |
βολβοῖς . * * * * ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν | ||
' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς . ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν |
ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα περιβόλαια καλοῦσι βαίτας , | ||
τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον , οὐ τέ γε Λάκων τὰν βαίταν ἀπέδυς ' ὁ Καλαιθίδος : ἢ κατὰ τήνας τᾶς |
: χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ | ||
τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα |
. . . . . . σκεύαζε , παῖ , τοὐψάριον ἡμῖν . οὐκ ἐτὸς ἐρωτῶσίν με προσιόντες τινές : | ||
' ἰὼν ὀψάριον ὑμῖν ἀγοράσω . Σκεύαζε , παῖ , τοὐψάριον ἡμῖν . Οὐκ ἐτὸς ἐρωτῶσίν με προσιόντες τινές , |
λείψανα . παρὰ τὸ θῶ τιθῶ , παρά - γωγον θάπτω , καὶ πάλιν τροπῇ τοῦ θ εἰς τ , | ||
τὰ λείψανα . παρὰ τὸ θῶ καὶ τιθῶ , παράγωγον θάπτω , ῥηματικὸν ὄνομα θάπτος καὶ πάλιν τροπῇ τοῦ θ |
τῶν ἀναισθήτων . Λιβυκὸν θηρίον : ἐπὶ τῶν ποικίλων καὶ δολίων . Λίθον ἕψειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων . | ||
τῆς στρόφιγγος . ὁ δὲ θεράπων τὸ στροφαῖον ἐπὶ τῶν δολίων καὶ συμπεπλεγμένων λόγων ἐκλαμβάνει : ἐπεὶ σημαίνει καὶ τοῦτο |
: κατέλαβον Ἐπικράτης τε καὶ Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως πλεῖστα δωροδοκήματα , ὀξύβαφα χρυσᾶ καὶ πινακίσκους ἀργυροῦς . Σώφρων δ | ||
πεπόρισαι τῇ σαυτοῦ ἀνανδρίᾳ τὸ βασιλικὸν χρυσίον καὶ τὰ δημόσια δωροδοκήματα . Ὅλως δὲ τί τὰ δάκρυα ; τίς ἡ |