| . . . . . . σκεύαζε , παῖ , τοὐψάριον ἡμῖν . οὐκ ἐτὸς ἐρωτῶσίν με προσιόντες τινές : | ||
| ' ἰὼν ὀψάριον ὑμῖν ἀγοράσω . Σκεύαζε , παῖ , τοὐψάριον ἡμῖν . Οὐκ ἐτὸς ἐρωτῶσίν με προσιόντες τινές , |
| πολλὴν βλάπτονται καὶ οἱ συνουσιάζοντες συνεχῶς . ἐπεὶ οὖν ἐδόκει Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ πόρνη , πρὸς ἀμφότερα ἔπαιξεν . | ||
| Φιλυλλίου Ἄντεια , Μενάνδρου δὲ Θαὶς καὶ Φάνιον , Ἀλέξιδος Ὀπώρα , Εὐβούλου Κλεψύδρα . οὕτω δ ' ἐκλήθη αὕτη |
| ὑποδήματα . Θ . . τὰ ὑποδήματα ἄφελε . . προσελθέτω : Ἔμπροσθεν . . Οὐκοῦν ἐκεῖνός εἰμ ' ἐγὼ | ||
| ' ὑπόλυσαι . Πάντα ταῦτα σοὶ λέγει . Καὶ μὴν προσελθέτω πρὸς ἔμ ' ὑμῶν ἐνθαδὶ ὁ βουλόμενος . Οὐκοῦν |
| Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ | ||
| τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ |
| ἄνδρα σίδηρος . ” ὣς φάτο , Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί , ἐκ δὲ καλεσσάμενος προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν : | ||
| ἑταίρους . ὣς ἔφατ ' , αὐτὰρ ἐμοί γ ' ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ , βῆν δ ' ἰέναι ἐπὶ νῆα |
| , καὶ κρατεῖ , περιέχεται , ἀντιλαμβάνεται . εἱλιγμένος : ἐντετυλιγμένος . Λείπωνται : ἐναπομείνωσιν . μοῦναιν : αἰολικὸν , | ||
| ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι . ἐγκεκορδυλημένος : ἐντετυλιγμένος . ἰστέον , ὅτι λήγοντος τοῦ χειμῶνος , ἀρχομένου |
| δαπανᾶται , φονεύεται , ἀναλύεται , διαρρεῖ , κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , | ||
| ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ συναντήσῃ ; Ἐξαιρεῖ αὐτὸν ἐκ τῶν κακῶν καὶ |
| : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ | ||
| τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα |
| . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ μὴ | ||
| φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ ' : |
| Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ | ||
| μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή |
| Βοιωτοὺς τοὺς ἀγροίκους αὐλὸς ἐπιτηδευόμενος ἡμέρωσεν , καὶ ποιητὴς Πίνδαρος συνῳδὸς τῷ αὐλῷ : καὶ Σπαρτιάτας ἤγειρεν τὰ Τυρταίου ἔπη | ||
| λεπτοτάτης πίτυος ὁρμὴ ἀεροπετὴς ἀπεδίδου μίμημα κοσσύφου : καὶ μιγνυμένη συνῳδὸς ἡ φωνόμιμος ἅμα πᾶσι κατέκραζεν ἠχώ . αὐτὸ δὲ |
| εἰ τουτονὶ κεχειροτονήκας ' οἱ θεοί ; Ἕξεις ἀτρέμας ; Οἴμωζε : πολὺ γὰρ δή ς ' ἐγὼ ἑόρακα πάντων | ||
| ὁ Ζεὺς ποεῖ ; Ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας ἢ ξυννέφει ; Οἴμωζε μεγάλ ' . Οὕτω μὲν ἐκκεκαλύψομαι . Ὦ φίλε |
| καὶ Ἀρία . τὸ ἐθνικὸν Θρᾷξ καὶ Θρᾷσσα . καὶ Θρᾷττα ἀττικῶς , καὶ ἡ ἀπὸ Θρᾴκης δούλη καὶ εἶδος | ||
| , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . Μήτηρ τις αὐτῷ Θρᾷττα ταινιόπωλις ἦν . Τὸ δεῖν ' ἀκούεις ; Ἡράκλεις |
| ἀλάβαστον ἀναπετῶ ἀνάριστον ἀνατρέχω ἀπέλιπε , ἀπέπεμψε ἀπέφησεν ἀπονυχίζειν ἀποσοβῶμεν ἀριστόδειπνον ἀσχολοῦμαι , καὶ ἀσχολεῖται καὶ ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης | ||
| κύλικα προπίομαι . Ἀφ ' ὧν γένοιτ ' ἂν συντόμως ἀριστόδειπνον . Μετὰ ταῦτ ' ἀναπεσεῖν ἐκέλευον αὐτὴν παρ ' |
| Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ | ||
| αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ |
| ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρλγʹ , ὧν τελευταῖος : ἕπου , μάραινε δευτέροις διώγμασι “ . μετὰ δὲ τὸν ριϚʹ , | ||
| , οὐκ ἂν ἁμάρτοις . ὁ δὲ τελευταῖος : ἕπου μάραινε δευτέροις διώγμασιν . μὴ ἀδικεῖν ] συνίζησις . μὴ |
| ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἑψῶ τὸ περισπώμενον : ἑψητοὶ τὰ λητὰ ἰχθύδια : ἑψία ἡ παιδία : ἐψιόωντα | ||
| ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἑψῶ τὸ περισπώμενον : ἑψητοὶ τὰ λητὰ ἰχθύδια : ἑψία ἡ παιδία : ἐψιόωντα |
| ἔγχεον . λαβὲ τῆς Ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια | ||
| ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια |
| θύμβρᾳ , κοριάννῳ χλωρῷ τε καὶ ξηρῷ καὶ γητίῳ καὶ κρομμύῳ καθαρῷ πεφωσμένῳ ἢ μήκωνι καὶ σταφίδι ἢ μέλιτι καὶ | ||
| ῥώσεως ἀνάτριβε συνεχῶς ἤτοι νίτρῳ ἢ βολβῷ ἢ ἐπὶ βραχὺ κρομμύῳ ὡς μὴ ἑλκωθῆναι , καὶ ξύρα τὸν τόπον συνεχῶς |
| δ ' ἐν τῷ περὶ ἰχθύων κορύφαιναν καλεῖσθαί φησι τὸν ἵππουρον . Ἱκέσιος δ ' ἱππουρεῖς αὐτοὺς προσαγορεύει . μνημονεύει | ||
| κε θηρήσαιο φαγεῖν λελιημένος ἰχθὺν ἠὲ μέγαν συνόδοντα ἢ ἀρνευτὴν ἵππουρον . σινόδοντα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τοῦ ι Δωρίων |
| κύημα , τρόφιμον , βιώσιμον . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί | ||
| τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ |
| Τάξομεν , κατασκευάσομεν . . στήσομεν . . ἐπὶ : Ἐπάνω . τῆς κεφαλῆς : Τῆς σῆς . φέρε : | ||
| ἀφρὸς διὰ τὸ λευκόν . . ἔπεστ ' ἀνωτάτω : Ἐπάνω . Θ . ἐπάνω ὑπάρχει . . ἡ γραῦς |
| φησι : πυνθάνομαι δ ' ἔγωγε καὶ Εὐριπίδην τὸν ποιητὴν οἰνοχοεῖν Ἀθήνησι τοῖς ὀρχησταῖς καλουμένοις . Σαπφώ τε ἡ καλὴ | ||
| τῶν ἁπάντων εὐπρεπείᾳ διαφέρων ὑπὸ τῶν θεῶν ἀνηρπάγη τῷ Διὶ οἰνοχοεῖν . Τούτων δ ' ἡμῖν διευκρινημένων πειρασόμεθα διεξιέναι περὶ |
| ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς | ||
| ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς |
| τὴν οὐράν . βεμβράδες Ἀττικῶς . Φρύνιχος : ὦ χρυσοκέφαλοι βεμβράδες θαλασσίαι . Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ βαμβραδόνας | ||
| . Ἡδὺ δ ' ἀποτηγανίζειν ἄνευ συμβολῶν . Ὦ χρυσοκέφαλοι βεμβράδες θαλάσσιαι . Τὸν Κλεόμβροτόν τε τοῦ Πέρδικος υἱόν . |
| ' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι | ||
| ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν |
| , κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη | ||
| καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη . |
| ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ||
| καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος |
| ὁδῶν κυλινδείτω κρέα , πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . καὶ Μεταγένης ἐν Θουριοπέρσαις ἀδιδάκτῳ καὶ αὐτῷ : ὁ μὲν ποταμὸς | ||
| τρίτος , εἶθ ' ὁ τέταρτος , εἶθ ' ὁ Μεταγένης . Καρκίνος δ ' ὁ τραγικὸς ἐν Σεμέλῃ , |
| εἰ δὲ ἐπὶ πόδας ἐνεχθὲν παρεγκέκλικεν εἴς τι μέρος , μετακτέον αὐτὸ καὶ ἀπευθυντέον τῷ ἐπὶ κεφαλὴν παραπλησίως . εἰ | ||
| ἐμπιεζεῖται νυγματώδεις πόνους ἀποτελοῦντα καὶ τοῦ παρακειμένου σκέλους νάρκαν . μετακτέον οὖν τὴν ἐπὶ τῆς ὠμοπλάτης σημείωσιν , ὡσαύτως δὲ |
| οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε | ||
| . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν |
| ἡ τούτου ἔφορος . πυππάξ . τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον , ὡς καὶ Λυκόφρων ᾠήθη . οὐκ ἔστι | ||
| νόσου . ὑπερπυππάζειν : ὑπερθαυμάζειν , ἐκπλήττεσθαι . παρὰ τὸ πύππαξ , ὅ ἐστιν ἐπίρρημα θαυμασμοῦ . ὑποκαθεῖναι τὰς ὀφρῦς |
| , εἰ μὴ δεδιπλασίασται ἐν τῇ ἀρχῇ : χαλαρός λιπαρός χλιαρός ψαφαρός λαγαρός . τὸ μέντοι φλύαρος προπαροξύνεται οὐκ ἔχον | ||
| ἀναφαίνουσι , δεικνύουσιν . Λιπαρός : ἐλαιώδης . λιαρός : χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς |
| ἐνεψήσας εἰς ἐλαίου γο . γʹ . δίδου ἅμα καὶ διάκλυζε . ἄλλο . πήγανον ὁμοίως ἐνεψήσας ἴσῳ ἐλαίῳ , | ||
| ἐλαίου τήξας εἰς ὀθόνιον κατάπλασσε . Ὕδατι ἢ γάλακτι ἐγχυματίζων διάκλυζε ἢ μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ἔγχριε , ὥστε δάκρυον ἐκκριθῆναι |
| σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης | ||
| σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης |
| διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς | ||
| ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν |
| δὲ ] ὑμῖν τὴν τῶν φρατέρων τῶν ἐκείνου μαρτυρίαν . Ἀναγίγνωσκε : σὺ δ ' ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Λαβὲ | ||
| τοῦ ἀργυρίου οὗ ἔλαβεν παρὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ βασανισθέντος . Ἀναγίγνωσκε δὲ καὶ τὴν ἑτέραν μαρτυρίαν , ὅτι , ἐπειδὴ |
| ποτ ' , ἄνδρες , τὴν χύτραν οἶμαι λέγων . περιστέρια γὰρ εἰσάγων καὶ στρουθία κακομαθής τὴν ἐκ Κορίνθου Λαΐδ | ||
| ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , περιστέρια , σαμάκια , σισύμβριον , σισάριον , ὧν οὐ |
| θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ γναφεὺς δ ' : ἄν γ ' ἐλᾳδίου τεταρτημόριά μοι | ||
| θαλάσσῃ κατακείμενον , καὶ οὐρέειν ἐν τῇ θαλάσσῃ . Ὁ γναφεὺς ὁ ἐν Σύρῳ , ὁ φρενιτικός : μετὰ δὲ |
| εἴσω τοῦ ποδός : οὐ γὰρ ἂν ἐμβαίη ἑκών . Ἕπου νῦν , δραπέτα : δέχου τοῦτον σύ , πορθμεῦ | ||
| γυναικὶ προσιέναι : ὅταν φάναι μάλιστα τυγχάνηις βλαβῆναι βουλόμενος . Ἕπου θεῷ . γνῶθι σαυτόν . πατρίδα τὸν κόσμον ἡγοῦ |
| : τούς τε προσερχομένους εἰς τὸ τεῖχος εἰς τὰ ψιλὰ τυπτήσειν καὶ αὐτοὺς εὐχερῶς ὑπεξελεύσεσθαι καὶ πάλιν τὰς ἀποχωρήσεις ἀσφαλῶς | ||
| Ἕλληνες . τῖφυν Ἀττικοί , ἐφιάλτην ἢ ἐπιάλτην Ἕλληνες . τυπτήσειν Ἀττικοί , παίσειν Ἕλληνες . τροπίαν καὶ ἐντροπίαν Ἕλληνες |
| Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς „ ἀμύμων Οἴνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος ” . ” οὐ γὰρ | ||
| ὀξυόεντι Ἠνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε νηῒς ἀμύμων Ἤνοπι βουκολέοντι παρ ' ὄχθας Σατνιόεντος . τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρὶ |
| ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές . | ||
| πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν |
| τοῦ μέλους . οἱ νῦν ] κάμπτουσι . Φρῦνιν ] μελῳδὸς οὗτος ⌈ πάνυ / ἄμουσος . ὁ Φρῦνις κιθαρῳδὸς | ||
| ἀλλ ' ἴσχε : τελλίνης γὰρ ἐξαίφνης μέ τις ἀκοὰς μελῳδὸς ἦχος εἰς ἐμὰς ἔβη . πάλιν δ ' ὁ |
| καὶ πᾶσιν εἰκῆ πληγὰς ἐμφορεῖς δι ' ἡμέρας ; πάντως ἀναγγελῶ ταῦτα τῷ κεκτημένῳ . „ Ζηνᾶς δὲ ταῦτα τοῦ | ||
| καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου . Νῦν ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ ἐποίησα . Εἶδον θλιβόμενον ἐν γυμνότητι χειμῶνος |
| ' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα | ||
| ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα |
| τι κωλυθείημεν κενῶϲαι διὰ φλεβοτόμου , τοῖϲ ἄλλοιϲ δεῖ χρῆϲθαι βοηθήμαϲι τοῖϲ ἐκφράττουϲι καὶ τὸ πλῆθοϲ κενοῦϲι καὶ πραΰνουϲι τὸ | ||
| ϲυνουϲία ἐμποδίζεται . χρὴ μὲν οὖν τοῖϲ ἐπὶ τῆϲ κύϲτεωϲ βοηθήμαϲι χρῆϲθαι , ἐξαιρέτωϲ δὲ νῦν καὶ κατὰ τῶν ἰϲχίων |
| : ἦν γὰρ ἀσθενής . Ἀμύγδαλα , καρύδι ' , ἐπιφορήματα . Ἕλκειν τὸ βέδυ σωτήριον προσεύχομαι , ὅπερ μέγιστόν | ||
| τῶν δευτέρων τραπεζῶν λέγων : ἀμυγδάλια , καρύδι ' , ἐπιφορήματα . καὶ Ἄρχιππος ἐν Ἡρακλεῖ καὶ Ἡρόδοτος ἐν αʹ |
| τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
| Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
| δοκεῖ ὥσπερ τὸν οἶνον τοῦ θέρους καθεικέναι . Δίφιλος : ψῦξον τὸν οἶνον , Δωρίων . Πρωταγορίδης περὶ ἐπιτεχνήσεως ψυχρῶν | ||
| δύο δραχμῶν καὶ λαγωοῦ πυτίας δύο δραχμῶν καὶ τοῦτο λειάνας ψῦξον καὶ ἀπ ' αὐτοῦ δραχμῆς τὸ βάρος κόψας δὸς |
| , ἀλλὰ Φερεκράτης ἐν τοῖς Κραπατάλλοις πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . καὶ δίφρον δ ' ἂν εἴποις | ||
| τὴν γαστέρα ; βάλλ ' ἐς κόρακας . πόθεν ἂν λάσανα γένοιτό μοι ; κάμνοντα δ ' αὐτὸν τοῦ θέρους |
| διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ | ||
| κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ |
| ῥηματικὸν ὄνομα κάβη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κακκάβη . ἀναλογώτερον δὲ θέλουσι λέγειν ἡ κάκκαβος θηλυκόν : | ||
| . κάκκαβος ἐπὶ ἀρσενικοῦ . . . . . . κακκάβη , , : κακκάβη : σκεῦος πρὸς ἕψησιν ἐπιτήδειον |
| , ὃς ἔγημε θυγατέρα Ἀλκμήνης Λαονόμην , ἀφ ' οὗ ἑπτακαιδέκατος ὢν ὁ Βάττος [ ὁ καὶ Ἀριστοτέλης ] ἀποικίαν | ||
| ἑπτακαιδεκάτῃ γενεᾷ ἀπὸ Εὐφήμου : Βάττος γὰρ ἀπ ' αὐτοῦ ἑπτακαιδέκατος : ἃ Πίνδαρος κατὰ λεπτὸν ἱστορεῖ . Ἀγκομίσαιθ ' |
| οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον | ||
| χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν |
| ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες | ||
| καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου |
| ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται | ||
| ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ |
| εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ | ||
| Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν |
| ' ἐν τοῖς Ἀρκαδικοῖς δείπνοις μνήμης ἠξιωμένων . καὶ τὸ ἀσώτιον ποῦ κεῖται ; ἀσώτους μὲν γὰρ οἶδα διαβοήτους : | ||
| μηδὲ χέσαι γ ' αὐτῷ σχολὴ γενήσεται μηδ ' εἰς ἀσώτιον τραπέσθαι μηδ ' ἐὰν αὐτῷ ξυναντᾷ τις , λαλῆσαι |
| ἀρχαὶ καὶ πλοῦτοι ; Φαῖεν ἄν , ὡς ἐγᾦμαι . Συνεδόκει . Ταῦτα δὲ ἀγαθά ἐστι δι ' ἄλλο τι | ||
| τούτων ἐξ ὧν ἂν συντεθῇ , ἀλλ ' ἕπεσθαι . Συνεδόκει . Πολλοῦ ἄρα δεῖ ἐναντία γε ἁρμονία κινηθῆναι ἂν |
| καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι | ||
| χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι . |
| ἢ σκόροδον χυλώσας ἔνσταξον εἰς τὸ οὖς , ἢ πράσον χυλώσας χλιαρὸν ἢ ἕψημα χλιαρὸν , ἢ πράσου χυλὸν σὺν | ||
| μυρσίνην ἀφηψημένην ἐν οἴνῳ γλυκεῖ ἔνσταζε , ἢ ἐλαίας φύλλα χυλώσας καὶ μέλιτι μίξας συνέψησον καὶ τούτῳ χρῶ . ἄλλο |
| ἔνδον τὰ κάτωθεν ἄνω . μέμνης ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω . χάσκεις οὗτος ; βλέψον δευρί | ||
| . [ παρ ] ' [ ἡμῶν ] : μὴ πρόσεχ ' ἐκείνωι λόγωι ? ? ? . οὐδεὶς ] |
| Τὸ χρῶμα τοῦτό μ ' οὐκ ἀρέσκει τῆς κόρης . Εἶἑν . Γυνή τις ὑποβαλέσθαι βούλεται ἀποροῦσα παίδων , οὐδὲ | ||
| Κολλυτεύς , ἐπεψήφισεν τῇ ἐκκλησίᾳ Τίμων ὁ αὐτός . “ Εἶἑν , ταῦτα ἡμῖν δεδόχθω καὶ ἀνδρικῶς ἐμμένωμεν αὐτοῖς . |
| δύο σκόμβρους ξενίσῃ μεγάλους ἡδομένη . καὶ πάλιν : ἡ Πυθιονίκη δ ' ἀσμένως σε δέξεται καὶ σοῦ κατέδεται τυχὸν | ||
| Νάννιον , Πλαγγών , Λύκα , Γνάθαινα , Φρύνη , Πυθιονίκη , Μυρρίνη , Χρυσίς , Κοναλίς , Ἱερόκλεια , |
| τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖν . τὰ αὐτὰ δ ' ἰαμβεῖα καὶ Ὠφελίων φησί . τοιαῦτα ὥσπερ οἱ ῥήτορες πρὸς ὕδωρ εἰπὼν | ||
| τοῦ πεπέριδος τρίψας ' ὁμοῦ σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν . Ὠφελίων : Λιβυκὸν πέπερι θυμίαμα καὶ βιβλίον Πλάτωνος ἐμβρόντητον . |
| χαίρουσιν , οἱ δ ' ἀγαθοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀληθέσιν . Ἀναγκαιότατα λέγεις . Εἰσὶν δὴ κατὰ τοὺς νῦν λόγους ψευδεῖς | ||
| τε καὶ αἰσχυντηλῶς ᾄδοντες ἀπροθύμως ἂν τοῦτ ' ἐργάζοιντο ; Ἀναγκαιότατα μέντοι λέγεις . Πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι |
| δὲ πιννῶν μνημονεύει Κρατῖνος ἐν Ἀρχιλόχοις : ἣ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . Φιλύλλιος δ ' ἢ Εὔνικος | ||
| Διὸς μεγάλου θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , |
| ἀναμίσγεται τοῖς ὕδασιν ὡσεὶ σταγόνες ἐλαίου . ὡς ἀπὸ τοῦ στὰξ σταγός , στάγες . Ῥοδανὸς ποταμὸς τῆς Κελτικῆς , | ||
| . πλεονασμῷ τοῦ ρ καὶ τοῦ γ , στάζω , στὰξ , καὶ στράγξ . Στρυφνός . παρὰ τὸ στύφω |
| καὶ εὐπατόριον ἡμέρα Ϛʹ , ὥρα αʹ , Ἀφροδίτης , πανάκεια καὶ περιστερεών ἡμέρα ζʹ , ὥρα αʹ , Κρόνου | ||
| ' ἀρνογλώσσου κατάπλασμα δοκιμαζέσθω ἢ ἡ Ἱκεσίου ἔμπλαστρος , ἢ πανάκεια μέλαινα εὐαφεστάτως σκευαζομένη , ἢ ἑτέρα τῶν παραπλησίων ἐπιτιθέσθω |
| κακοδαιμονίᾳ , ἂν μὴ ἡ Μετάνοια αὐτῷ ἐπιτύχῃ ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ | ||
| , ηὐτρεπίσμεθα . συντυχοῦς ' ] κατὰ τύχην φανεῖσα καὶ συναντήσασα , ἐντυχοῦσα , ἐπιτυχοῦσα . ἐπέστειλε ] ἐμήνυσε . |
| πίονος . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἄλεξις ἐν Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις : μάγειρος δ ' ἐστὶν ὁ προσδιαλεγόμενος : ὅτι | ||
| ἂν κώθωνος ἐκ στρεψαύχενος πίοιμι τὸν τράχηλον ἀνακεκλασμένη ; Ἄλεξις Ἐρίθοις : εἶτα τετρακότυλον ἐπεσόβει κώθωνά μοι , παλαιὸν οἴκων |
| τὸ ἐθνικὸν Νωμεντανός . Διονύσιος ἐν δευτέρῳ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιολογίας . Νώνακρις , πόλις Ἀρκαδίας . Ῥιανὸς ἐν Ἠλιακῶν πρώτῳ . | ||
| προσεγένετο δὲ καὶ Τρίπολις ὀνομαζομένη , Καλλία καὶ Δίποινα καὶ Νώνακρις . τὸ μὲν δὴ ἄλλο Ἀρκαδικὸν οὔτε τι παρέλυε |
| ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . ἢ ἀπτόητε ἐν τῷ λέγειν , θρασεῖα , | ||
| εἶναι δεινοεπές . , : τὸ ἰσχυρόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . , , ? . καὶ ἴσως , δεινοεπές |
| ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν | ||
| βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ |
| , Ἄστρα , Γνάθαινα καὶ ταύτης θυγατριδῆ Γναθαίνιον , καὶ Σιγὴ καὶ Συνωρὶς ἡ Λύχνος ἐπικαλουμένη καὶ Εὔκλεια καὶ Γρυμέα | ||
| , Ἄστρα , Γνάθαινα καὶ ταύτης θυγατριδῆ Γναθαίνιον , καὶ Σιγὴ καὶ Συνωρὶς ἡ Λύχνος ἐπικαλουμένη καὶ Εὔκλεια καὶ Γρυμέα |
| : ἀντὶ τοῦ εἰς πέντε ἔτη . τὸ δὲ “ μέτρησον ” οἷον δάνεισον . καὶ Ἡσίοδος : “ εὖ | ||
| ἢ μέτρησον ἢ τιμὴν λαβέ ” . Γ τῷ “ μέτρησον ” ὡς γεωργὸς ἐχρήσατο ἀντὶ τοῦ δάνεισον , ὡς |
| ἀφόδευμα , ἢ τὸ διὰ σάπωνος , ἢ πηγάνου χυλὸν ἔνσταξον εἰς τὰς ὀπὰς , ἢ ἀριστολοχίαν τρίψας γέμισον ἐν | ||
| ὀπτὸν λειώσας ἔμπασον εἰς τὸ οὖς καὶ οὕτω πάλιν ὄξος ἔνσταξον καὶ τῇ ὑστεραίᾳ κλύσον ὑδρελαίῳ θερμῷ . Εἰ δὲ |
| δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης | ||
| ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ |
| ἐκ τυροῦ : ἡδονικώτερον γὰρ γίνεται . κλοῦστρον Κυριανόν , κλοῦστρον γουττᾶτον , κλοῦστρον Φαβωνιανόν . μουστάκια ἐξ οἰνομέλιτος , | ||
| οἴνου καὶ ἥμισυ ἐκ τυροῦ : ἡδονικώτερον γὰρ γίνεται . κλοῦστρον Κυριανόν , κλοῦστρον γουττᾶτον , κλοῦστρον Φαβωνιανόν . μουστάκια |
| ἑνὶ παραδείγματι παραστῆσαι πειράσομαι τὸ ἐμοὶ δοκοῦν περὶ αὐτοῦ . Ποίῳ δὴ μάλιστα ; Περσῶν βασιλέως ὄνομα Πειρώζου ἅμα στρατῷ | ||
| δὲ ἀρέσκει πάντα ἐκ τῶν ἀρχῶν ἔχειν τὴν ὑπόστασιν . Ποίῳ μὲν ἤθει τοὺς λόγους καταβάλλεται τούτους ὁ Ἀριστοτέλης , |
| δέ σοι γλυκύς , λευκός , αὐθιγενής , ἡδύς , καπνίας . Λυγγεὺς δὲ διαπαίζων τὰ Ἀττικὰ δεῖπνά φησι : | ||
| οἶνοι δέ σοι λευκὸς * * * γλυκὺς αὐθιγενὴς ἡδὺς καπνίας . Μύρῳ δὲ παρὰ Πέρωνος , οὗπερ ἀπέδοτο ἐχθὲς |
| ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς | ||
| . Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων |
| ἔνι δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ | ||
| . τὸ δ ' Ἀριστοφάνῃ ἐν Λυσιστράτῃ πέπαικται : ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεια |
| ἐπιρρήδην . . . . . διαττᾶν , , : διαττᾶν : διασήθειν . ἀπὸ τοῦ σῶ ῥήματος , ἔνθεν | ||
| κνῶ κνήθω καὶ νῶ νήθω . διασσᾶν οὖν ἦν καὶ διαττᾶν Ἀττικῶς . . . . . διαφρῶ : διαφρῶ |
| μάκτρα , σκαφίς , φορμός , ψίαθος , κόφινος , σώρακος , σταφυλοβόλιον , ὅ ἐστι ταμιεῖον . τριπτήρ , | ||
| γὰρ κακοῦ τού μοι δοκεῖ . Κακῶν τοσούτων ξυνελέγη μοι σώρακος . δακτύλιον χαλκοῦν φέρων ἀπείρονα . Πρὸς τὸν στροφέα |
| γυναικὸς οὐδέποτε εἰκὸς γενέσθαι , οὐδὲ γὰρ νῦν οὐδαμοῦ . Ψευδὴς καὶ ὁ περὶ τοῦ Ὀρφέως μῦθος , ὅτι κιθαρίζοντι | ||
| εἰ δόξα τῆς ψυχῆς καὶ διάνοια , πῶς ἀναμάρτητος ; Ψευδὴς γὰρ δόξα καὶ πολλὰ κατ ' αὐτὴν πράττεται τῶν |
| δὲ ὠνόμασεν αὐτοὺς Φερεκράτης ἐν Ἐπιλήσμονι : τοῖς σοῖσι συνὼν κορακινιδίοις καὶ μαινιδίοις . Ἄμφις δ ' ἐν Ἰαλέμῳ : | ||
| θρᾴττης ὄνομα παρ ' οὐδενὶ τῶν Ἀττικῶν . Ἀναξανδρίδης : κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . Ἀντιφάνης : θρᾷτταν ἢ |
| , οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν | ||
| οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς . |
| ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , | ||
| ὠπτᾶτο . Ἀριστοφάνης : εἴτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ ὀβελιαφόροι οἱ ἐν ταῖς πομπαῖς |
| ὁ ἀλεκτρυών : τῶν εἰς ων ὀξυτόνων καὶ ἑξῆς . Σαφὴς ὁ κανών : ἰστέον δὲ ὅτι κυρίως περιεκτικά ἐστιν | ||
| πολλῆς ἀκριβείας καὶ σχολῆς τὰ καθ ' ἑαυτὸν διηγούμενον . Σαφὴς δὲ ἡ διήγησις γίνεται διχόθεν , ἐξ αὐτῶν τῶν |
| σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . Μάχαιραν ἆρ ' ἐνέθηκας ; οὔ . τί | ||
| ἢ τοῦτο λέγει , ὅτι πορνευόμενος τοῦτο ἐποίει . . πέρδεται : Κλάνει . . Φιλέψιος : Οὗτος πένης . |
| λικαούρι . Ὠτειλαί : πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο | ||
| ἡμέραι , ἤτοι αἱ ἐφημερίδες αὐτοῦ , ἄρχονται οὕτως : Πάντ ' ἐδάης Μουσαῖε θεοφραδές . εἰ δέ ς ' |
| ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν | ||
| τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο , |
| πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ | ||
| . οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως |
| . ἀγωνίζεσθαι περὶ πράγματος καὶ ἀγωνίζεσθαι περὶ πρᾶγμα : † ἀνάγγειλον ἡμῖν : † περὶ τὸ πρᾶγμα ἠγωνίσω . . | ||
| πρὸς τὸν Ἁβραὰμ , τὸν ἠγαπημένον μου φίλον , καὶ ἀνάγγειλον αὐτῷ περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ , καὶ πληροφόρησον αὐτὸν |
| Φθειροπύλην , ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . : Νάννιον . . . Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ περὶ τῶν ἑταιρῶν | ||
| σκληρὸς βίος . χαῦνόν τι πλάσμα καὶ διάκενον οὐκ ἐπείρα Νάννιον ; Καρκίνου ποιήματα ἐπίσημον οὖν τὴν ἀσπίδ ' εἰς |
| τούτων τῶν κακῶν , ὦ παῖ , γλίχει ; Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ | ||
| ἦν ἂν μικρὸν εἰ μὴ μισόδημον ἦν σφόδρα . Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ |
| ἀνασηκῶσαι ἀνδρίζεσθαι ἀνεψιαδοῖ ἀνοητία ἀπαίροντες ἀρτοστροφεῖν ἀσπάλαθος αὐόμενος ἀψευδοῦντες βαρβιτίζειν βαρύφωνος ἡ βάτος βελέκκων βιβλιδάριον βλέπησιν βοηλατεῖν βοῦκλεψ βοῦς βωλοκοπεῖν | ||
| εἶτα μήτηρ δευτέρα , εἶτα τηθὶς παραλαλεῖ τις , εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον |
| Ῥώμηϲ μοι κομιϲθέντι ϲφόδρα ἐπαινουμένην ἐπὶ μαινομένων μελαγχολικῶν ἰϲχιαδικῶν παραλυτικῶν ϲκοτωματικῶν ἐπιληπτικῶν κεφαλαλγικῶν ἀλωπεκιῶν . οὐκ εἶχε δὲ πάνακα οὐδὲ | ||
| χρέεϲθαι , τῇ ἐϲχάτῃ καὶ δυνατωτάτῃ πάντων ἀγωγῇ . Θεραπεία ϲκοτωματικῶν . Καὶ ἐκ διαδέξιοϲ μὲν κεφαλαίηϲ γίγνεται ϲκοτοδινίη : |
| θέαν , Ζύμῃ τε καὶ στέατι καὶ ταύτην φυρῶν , Ποιῶν τε κολλούρια τὰς μύας τρέφε , Καὶ γίνεται κώνειον | ||
| Δυστυχῶν . . κακῶς : Ἤγουν δυστυχῶς . πράττων : Ποιῶν . . εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος : εἶδος φαύλου |