ἐπ ' αὐτοῦ κροκωτὸν διαφανῆ : περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα
ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . Ἀνίστατο δὲ τοῦτο
7860709 ἐνδεδυκος
ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν
ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν
7716712 ὀκταπηχυ
, οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν μʹ : δίκερας πρὸς τούτοις ὀκτάπηχυ . πολὺ δὲ καὶ ζῴων πλῆθος ἐπιχρύσων συνεπόμπευεν ,
, ὑπὸ ἀνδρῶν ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον
6642501 λιθινον
, εἰς Σέριφον ἦλθε καὶ δείξας ταύτην τῷ Πολυδέκτῃ , λίθινον αὐτὸν ἐποίησεν . καὶ τοῦτο δὲ γελοιότερον , ἄνδρα
διαβοήσας εἶπεν ὁ Χαρικλῆς , Οὐκοῦν τὸ θῆλυ , κἂν λίθινον ᾖ , φιλεῖται . τί δ ' , εἴ
6568552 τετρακυκλος
ὑλῶν διαφόρων , ἐν τούτοις καὶ ὁ τῆς Σεμέλης θάλαμος τετράκυκλος πηχῶν εἴκοσι δύο ὑπὸ ἀνδρῶν ἑλκόμενος πεντακοσίων : ἐφ
, ἑκάστη φέρουσα τοὺς ἰδίους καρπούς . μετὰ δὲ τούτους τετράκυκλος μῆκος πηχῶν τεσσερεσκαίδεκα , ὀκτὼ δὲ τὸ πλάτος ,
6454849 δεκαπηχυ
: ἦν δὲ τὸ δένδρον μέγα μῆκος μὲν μεῖζον ἢ δεκάπηχυ , πάχος δ ' ὥστε μὴ ῥᾳδίως ἂν περιλαβεῖν
Καὶ μὴν καὶ ἴχνη μεγάλα ἐντετύπωται τοῖς δρόμοις ἐς τὸ δεκάπηχυ μέγεθος τοῦ ἥρω . Βαδίζοντος , ξένε , τὰ
6371485 πορφυρουν
τὸ μὲν πρῶτον φοινικοῦν , τὸ δὲ δεύτερον ἁλουργὲς καὶ πορφυροῦν , τὸ δὲ τρίτον κυάνεον καὶ πράσινον . μήποτ
ἡμέρας μεταβάλλειν τὸ χρῶμα , πρωῒ λευκόν , κατὰ μεσημβρίαν πορφυροῦν , ὀψὲ δὲ φοινικοῦν : ῥίζα λευκή , εὐώδης
6284520 πηχων
τῆς ὁδοῦ τὸ γλεῦκος ἔρρει . ἑξῆς ἐφέρετο τετράκυκλος μῆκος πηχῶν εἴκοσι πέντε , πλάτος τεσσαρεσκαίδεκα : ἤγετο δὲ ὑπὸ
οὐρὰς ἔχουσι μηκίστας , Ἡρόδοτος λέγει , ὡς εἶναι τριῶν πηχῶν . καὶ οἱ μὲν χειρουργοῦσιν αὐτάς , οἱ δὲ
6110607 ἐλεφαντινον
δὲ ὁ τένθης Ἀρχέστρατος συγκαταλέξαι ἡμῖν καὶ τὸ παρὰ Κράτητι ἐλεφάντινον τάριχος , διαβόητον ὄν : σκυτίνῃ ποτ ' ἐν
τοῦ φιλοσόφου ἐγκεχαράχθαι τῇ διανοίᾳ μᾶλλον ἢ τοῖς Πελοπίδαις τὸν ἐλεφάντινον ὦμον . τί δὴ μετὰ ταῦτα ὁ πάνσοφος Πλάτων
5999813 ἠμφιεστο
, οἷς ἐνέβαλλον ταῖς τῶν πολεμίων ναυσὶ καὶ κατέδυον : ἠμφίεστο δὲ ταῦτα χαλκῷ ἢ σιδήρῳ , τύπον ἀποτελοῦντα κριῶν
ἃ χρόνου δεῖται εἰς τὸ θαυμάσαι καὶ ὀφθαλμῶν ἀκριβεστέρων . ἠμφίεστο δὲ λευκόν τινα κόσμον † ἰκέον † διαφανῶν καὶ
5965539 Κωρυκιον
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
5936735 κατεσκευασμενον
καὶ τοὺς εὐνούχους συγκλείσας εἰς τὸν ἐν μέσῃ τῇ πυρᾷ κατεσκευασμένον οἶκον ἅμα τούτοις ἅπασιν ἑαυτόν τε καὶ τὰ βασίλεια
δεικνύουσιν ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ διαμένοντα τόν τε τάφον τὸν κατεσκευασμένον Ὀσίριδι , κοινῇ τιμώμενον ὑπὸ τῶν κατ ' Αἴγυπτον
5884635 χαλκουν
σιδήρου καὶ ἐν τοῖς πολέμοις χρῆσιν . τοῦτο δὴ τὸ χαλκοῦν γένος ἐκ μελιᾶν εἶπε φῦναι , Δωρικῶς , ἀντὶ
τὸν θύλακον , ἀνέκραγ ' ὁ κῆρυξ μὴ δέχεσθαι μηδένα χαλκοῦν τὸ λοιπόν : “ ἀργύρῳ γὰρ χρώμεθα . ”
5840326 ἐκειτο
, καὶ ἐξέχεε τοῦ δυστυχοῦς κλέπτου τὰ σπλάγχνα , καὶ ἐκεῖτο παρὰ τῇ τρυγόνι νεκρὸς ὁ φώρ , ἐναργὴς ἔλεγχος
, καὶ ἐξέχεε τοῦ δυστυχοῦς κλέπτου τὰ σπλάγχνα , καὶ ἐκεῖτο παρὰ τῇ τρυγόνι νεκρὸς ὁ φώρ , ἐναργὴς ἔλεγχος
5813320 πηχεων
, εἰ πρὸς τοὺς ἄλλους ἔχεις ἀντικρίνοιντο : εἶναι γὰρ πήχεων καὶ πεντεκαίδεκα : τάς γε μὴν χελώνας εἶναι τοσαύτας
δ ' ὁ πῆχυς ἢ ὁ ποῦς , τὸ ιϚ πήχεων ἢ ποδῶν ἐστι ῥητόν . Ἔστω τὸ ΑΓ ποδῶν
5767656 βυσσου
ἔμπροσθεν δὲ αὐτοῦ ἵστατο τράπεζα κρυσταλλοειδὴς ὅλος διὰ χρυσοῦ καὶ βύσσου : ἐπάνω δὲ τῆς τρα - πέζης ἦν βιβλίον
λῶμα καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίου . Λωτεῦντα : οἷον :
5761753 πλεθρον
καὶ ἕως τριῶν ποδῶν βάθους σκαπτομένων , καθ ' ἕκαστον πλέθρον ἐργασίας ἀρκεῖν ἑπτά , ἐν δὲ τῇ πάνυ σκληρᾷ
. πέλλας ἀγγεῖα γάλακτος . Πελασγοί οἱ Θεσσαλοί . πέλεθρον πλέθρον . ἔστι δὲ μέτρον γῆς , ἕκτον σταδίου .
5759560 χρυσας
, λαμπάδας φέροντες κισσίνας διαχρύσους . μεθ ' οὓς Νῖκαι χρυσᾶς ἔχουσαι πτέρυγας . ἔφερον δ ' αὗται θυμιατήρια ἑξαπήχη
. Ποιῆσαι δέ φησιν ὁ Εὐπόλεμος τὸν Σαλομῶνα καὶ ἀσπίδας χρυσᾶς χιλίας , ὧν ἑκάστην πεντακοσίων εἶναι χρυσῶν . Βιῶσαι
5750983 χρυσουν
πολεμικῶς κεκοσμημένος , κλίνη χρυσῆ στρωμναῖς πολυανθέσι κατεστρωμένη , φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν , ἐφ ' οἷς Περσεὺς ὁ δυστυχὴς
πεμφθῆναι κριὸν τοῖς παισί φασιν ὑπὸ Διὸς ἔχοντα τὸ ἔριον χρυσοῦν , καὶ ἀποδρᾶναι σφᾶς ἐπὶ τοῦ κριοῦ τούτου .
5738973 κρανος
ὑπερασπίζειν , μικράσπιδα . κρανοποιός κρανοποιία , κρανουργός κρανουργία , κράνος . θωρακοποιία θωρακοποιός , θώραξ , θωρακοφόρος , τεθωρακισμένος
στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν , ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος : ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα , παραγίνεται
5738465 Τειχος
: Θεσσύριος ποταμοῦ ἐκβολαί . . ο Ϛʹ μζ Καρτερὸν Τεῖχος . . . . . . . . .
ἐρχομένου δὲ πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : Τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν ,
5736557 ἀργυρουν
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ '
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ
5714772 μηχανικως
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . Ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς , οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος , καὶ σπεῖσαν ἐκ
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος καὶ σπεῖσαν ἐκ χρυσῆς φιάλης
5691720 πεποιημενον
βοείαϲ , πάλιν δὲ μετὰ χρόνον νᾶπυ καὶ ϲῦκα τρίψαϲ πεποιημένον ἐκ τούτου κολλούριον ἐντιθέναι ἐπὶ ὥραϲ δύο κἄπειτα ἐξελέϲθαι
τῷ λόφῳ πόλις τε ἦν Ἀκακήσιον Ἑρμοῦ τε Ἀκακησίου λίθου πεποιημένον ἄγαλμα καὶ ἐς ἡμᾶς ἐστιν ἐπὶ τοῦ λόφου ,
5640622 ψελια
Κυαξάρη , μᾶλλόν σε ἐκόσμουν , εἴπερ πορφυρίδα ἐνδὺς καὶ ψέλια λαβὼν καὶ στρεπτὸν περι - θέμενος σχολῇ κελεύοντι ὑπήκουόν
κάνδυες καὶ οἱ στρεπτοὶ οἱ περὶ τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια τὰ περὶ ταῖς χερσίν , ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς
5640189 φιαλας
τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας ἀργυρᾶς τέτταρας , ἐδεόμην αὐτοῦ ἐφόδιά μοι δοῦναι ,
, ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας , οἱ δὲ φιάλας , οἱ δὲ θηρικλείους μεγάλας , πάντα χρυσᾶ .
5636202 περικαλλες
καὶ τὸ ξένον , ἔτι δὲ τὸ καινόν τε καὶ περικαλλὲς τῆς ἀφηγήσεως : δεῖ γὰρ δύο τούτους ποιήσασθαι σκοπούς
χρέος ὅττι κεν εἴπω , καί κέν τοι ὀπάσαιμι Διὸς περικαλλὲς ἄθυρμα κεῖνο τό οἱ ποίησε φίλη τροφὸς Ἀδρήστεια ἄντρῳ
5607531 χρυσεον
τις ἐλθὼν μετὰ ἀσφαλείας γεωργῇ ; ποῦ δὲ εὕρῃ τὸ χρύσεον εἰρήνης πρόσωπον ; ποῖον γῆς μέρος ἐραστὰς οὐκ ἔχει
. ὑμνωιδούς τε κόρας ἤλυθεν ἑσπέριόν τ ' ἐς αὐλὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων , δράκοντα πυρσόνωτον
5605474 ἐκπωμα
: τὸ δ ' ὄνομα οὐκ ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ ἔκπωμα σχήματος ἀλλὰ τῆς τάξεως . ἦν δὲ Ὑγιείας ἱερά
λαβόντα δὲ τὸν Κῦρον οὕτω μὲν δὴ εὖ κλύσαι τὸ ἔκπωμα ὥσπερ τὸν Σάκαν ἑώρα , οὕτω δὲ στήσαντα τὸ
5599171 διφρου
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο :
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ '
5596145 συος
τὸ δὲ ἐκτίσαντο ἀντὶ τοῦ ᾤκησαν , ὡς τὸ ὀρεικτίτου συός παρὰ Πινδάρῳ [ . ] , ἀντὶ τοῦ ὀρειοίκου
εἷλεν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ συός τε θήρα , περὶ οὗ σαφὲς οὐδὲν οἶδα εἰ
5589595 ἐλεφαντος
χρυσίου καὶ διηκοσίας φάλαγγας ἐβένου καὶ πέντε παῖδας Αἰθίοπας καὶ ἐλέφαντος ὀδόντας μεγάλους εἴκοσι . Κόλχοι δὲ ταξάμενοι ἐς τὴν
Βρασίδου καὶ Ἀκανθίων θησαυρῷ τριήρης ἔκειτο διὰ χρυσοῦ πεποιημένη καὶ ἐλέφαντος δυεῖν πηχῶν , ἣν Κῦρος αὐτῷ νικητήριον ἔπεμψεν .
5542133 κιονος
δυσβάστακτον , κατεδικάσθη γὰρ ὑπὸ Διὸς ὑπανέχειν τὸν οὐρανὸν δίκην κίονος . . τὸν γηγενῆ ] μυθεύεται ὅτι οἱ Τιτᾶνες
ῥόδων ἄνθος καὶ αὐτὰ τὰ ῥόδα ξηρά . Φλεγμαίνοντος τοῦ κίονος , τῶν ἀναστελλόντων βοηθημάτων χρεία : στυπτικῆς οὖν αὐτὰ
5538683 ᾠκοδομημενον
ἀνάπλεα τοῦ οἰσύπου , ἃ τιθέασιν ἐπὶ τὸν βωμὸν τὸν ᾠκοδομημένον πρὸ τοῦ σπηλαίου , θέντες δὲ καταχέουσιν αὐτῶν ἔλαιον
οὐκ αὐτόματον ἀλλὰ σὺν τέχνῃ καὶ ἁρμονίᾳ πρὸς τὸ ἀκριβέστατον ᾠκοδομημένον . τοῦ δὲ οἰκοδομήματος τούτου τὸ σχῆμα εἴκασται κριβάνῳ
5523870 ὑος
τὸ ἐντελὲς ὀνομαζόμενον δεῖπνον , μία ὄρνις ἑκάστῳ καὶ κρέας ὑὸς καὶ λαγῷα καὶ ἰχθὺς ἐκ ταγήνου καὶ σησαμοῦντες καὶ
ταυτησί , ἔτι βαθέος ὄρθρου , Ἱπποκράτης , ὁ Ἀπολλοδώρου ὑὸς Φάσωνος δὲ ἀδελφός , τὴν θύραν τῇ βακτηρίᾳ πάνυ
5513331 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
5512218 βληθεν
ἀφορία μέλλῃ γίνεσθαι , [ ἐμμένει ] τῷ τόπῳ τὸ βληθέν : ἐὰν δ ' εὐκαρπίαν σημαίνῃ , τὰ λιθάρια
ὑπο τε τοόφιγγα . . . ὀρρο . . ποτὲ βληθέν † . δάφναι : συνετέλουν γὰρ αἱ δάφναι ταῖς
5501471 Νυσης
τε οὖν ἐκάλεσε τὴν πόλιν Διόνυσος ἐπὶ τῆς τροφοῦ τῆς Νύσης καὶ τὴν χώραν Νυσαίαν : τὸ δὲ ὄρος ὅ
τῶν Τιτάνων ἐπ ' αὐτὸν συνδρομὴν ἀθροῖσαι στρατιώτας ἐκ τῆς Νύσης , ὧν εἶναι συντρόφους διακοσίους , διαφόρους τῆι τε
5488476 βοος
καὶ ἰδοὺ περισπᾶται καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , βοός γάρ : καὶ ἐπὶ ἄλλων δὲ εἰς ους τρέπουσι
τὸ ἐπισταδὸν ἀντὶ τοῦ ἐπιστατικῶς καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός . . .
5486560 ἀσπις
τὰ δὲ κοινωνοῦντα ἀρσενικῷ γένει μετατιθέασιν : ἐλπίς εὔελπις , ἀσπίς λεύκασπις . Τὰ εἰς ΙΣ πατρωνυμικὰ ἢ τύπον ἔχοντα
δὲ αὐτῶν ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ ἀδάμαντος , ἦχον ἀπετέλει ἡ ἀσπίς . Ἐπὶ δὲ ταῖς ζώναις τῶν Γοργόνων δύο δράκοντες
5480992 τρισχιλιας
βραχὺ γὰρ πρὸ ἡμῶν εἶχον αἱ θεαὶ βοῦς μὲν ἱερὰς τρισχιλίας , χώρας δὲ πλῆθος ὥστε λαμβάνειν μεγάλας προσόδους .
: κτήσασθαι γὰρ αὐτὸν πρόβατα μὲν ἑπτακισχίλια , καμήλους δὲ τρισχιλίας , ζεύγη βοῶν πεντακόσια , ὄνους θηλείας νομάδας πεντακοσίας
5480240 ἀγαλμα
φασὶν εἶναι . ὑπὸ μὲν δὴ τῷ πρώτῳ τρίποδι Ἀφροδίτης ἄγαλμα ἑστήκει , Ἄρτεμις δὲ ὑπὸ τῷ δευτέρῳ , Γιτιάδα
Φιλόχορος ἐπὶ Πυθοδώρου ἄρχοντος ταῦτά φησι : “ καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ χρυσοῦν τῆς Ἀθηνᾶς ἐστάθη εἰς τὸν νεὼν τὸν
5475064 καρχησιου
, ἐφ ' ἧς ἐπῆν ἄγαλμα Διονυσίου δεκάπηχυ σπένδον ἐκ καρχησίου χρυσοῦ , ἱμάτιον ἔχον πορφυροῦν διάπεζον καὶ ἐπ '
τἀκάτια , καὶ κυλίκια αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν τ ' ἐπουρίσας
5473114 ἐπνιξε
ποιήσειεν , οὐ δυνήσεται ἐξ αὐτῆς χωρέειν τὸ ἔλαιον , ἔπνιξε γὰρ τὴν ὁδὸν τὸ ἄλειφα , ἅτε πολλὸν καὶ
, καὶ περιθεὶς τὴν χεῖρα τῷ τραχήλῳ κατέσχεν ἄγχων ἕως ἔπνιξε , καὶ θέμενος ἐπὶ τῶν ὤμων ἐκόμιζεν εἰς Κλεωνάς
5458231 ἐκοψεν
διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν , ἐμερίσατο . Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν ,
ἀντιτυχοῦσα : πλήθης . Βουπλῆγα : πέλεκυν . Ἐτίναξε : ἔκοψεν . διέκερσε : διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν ,
5458150 χρυσους
διαμένειν , ἐπὰν εὔξωνται τῇ θεῷ , ἰχθῦς ἀργυροῦς ἢ χρυσοῦς ἀνατιθέναι : τοὺς δὲ ἱερεῖς πᾶσαν ἡμέραν τῇ θεῷ
ὄρνιθα ἱερὰν τῆς Ἥρας νομίζουσι . κεῖται δὲ καὶ στέφανος χρυσοῦς καὶ πέπλος πορφύρας , Νέρωνος ταῦτα ἀναθήματα . ἔστι
5453871 καμηλου
δοκεῖ καὶ αὐτὴ δύο θηρῶν , ἐς ταὐτὸ συνελθόντων , καμήλου τε καὶ παρδάλεως . ἀνὴρ γὰρ Ἰνδὸς διὰ Γάζης
ἰάϲῃ . Ὀριβαϲίου πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ . μυοχόδων # α ὄνθουϲ καμήλου ε κεκαυμένουϲ κριθῆϲ κεκαυμένηϲ δράκα δάφνηϲ δεϲμίδιον χειροπληθὲϲ κεκαυμένον
5445580 σταθμον
ἵππων ἀγέλην ἀπελάσαντα ἀκαυτηριάστων ἱκανὴν προσαγαγεῖν πρὸς τὸν τοῦ φιλεγγύου σταθμόν : τὸν δ ' ἀπολαβόντα τὴν χάριν καυτηριάσαι τε
δ ' οὐδὲ τὰς δύο λίτρας δύναμαι , ποτὲ δὲ σταθμόν τινα , ὡς Δεινολόχος ἐν Μηδείᾳ τετρωκονταλίτρους τινὶ νεανίσκῳ
5445260 σταθμος
ἐπιπροΐαλλε μάλα σπεύδοντι ἐοικώς . Ἐν δὲ καὶ Αὐγείαο μέγας σταθμὸς ἀντιθέοιο τεχνήεις ἤσκητο κατ ' ἀκαμάτοιο βοείης : τῷ
σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια ογʹ , μναῖ νβʹ . ποτηρίων λιθοκολλήτων σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια νϚʹ , μναῖ λδʹ . ἔθος δ
5430031 κατεσκευαστο
ὁποῖα εἰώθεσαν , ἀφίκοντο ἐπὶ τὴν θάλατταν , ἐν ᾗ κατεσκεύαστο ἐμπόρια μικρά , καὶ πλοῖα δὲ ἐν αὐτοῖς ὥρμει
. Ἐν δὲ τούτῳ κατὰ μὲν τὴν δεξιὰν πλευρὰν ἄντρον κατεσκεύαστο , οὗ χρῶμα μὲν ἦν ἔχον τὴν πετροποιίαν ἐκ
5426899 χαλκους
κατασκευάσεσθαι τρίποδας ἔμελλον , οὐ γάρ σφισι περιῆν χρήματα ὡς χαλκοῦς ποιήσασθαι : τῶν δέ τις Δελφῶν τὸν χρησμὸν ἐξήγγειλεν
ἐπιμελῶς καὶ ἐντέχνως εἰργασμένων . Ἵ . γάρ τις κατεσκεύασε χαλκοῦς τέτταρας δίσκους οὕτως , ὥστε τὰς μὲν διαμέτρους αὐτῶν
5424443 ἠγετο
. Καὶ τότε δὴ πρῶτον ὑπὸ δύο τὰ ῥωμαϊκὰ βασιλεῦσιν ἤγετο , τῶν πρόσθεν καθ ' ἕνα βεβασιλευκότων . Συνήγαγε
ἀπειλοῦντες οὐκ ἀνασχόμενον . ὁ δὲ τὸν ἐγγυτέρω διακρουόμενος θάνατον ἤγετο στένων πινόντων ἐκ τῶν ἀγρῶν ἄχρι μέθης τῶν περὶ
5416288 χαλκη
τῶν κατηγοριῶν κοινὸς ὁ λόγος ὑπάρχει . ὥσπερ γὰρ ἡ χαλκῆ σφαῖρα γίνεται , ἀλλ ' οὐ τὸ εἶδος τῆς
τὸ ἐπίγραμμά τινες τὸ ἐπὶ Μίδᾳ τοῦτόν φασι ποιῆσαι : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι
5411798 κιονων
γεγονότα χαλκοῦ τὴν χρύσωσιν ἐκ πυρὸς εἰλήφει . τῶν δὲ κιόνων τὰ μὲν σώματα ἦν κυπαρίσσινα , αἱ δὲ κεφαλαὶ
μέγεθος . ὁ μὲν δὴ πρῶτός ἐστιν αὐτῷ κόσμος τῶν κιόνων Δώριος , ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ Κορίνθιος : ἑστήκασι
5405088 οἰκημα
δὲ ἀράμενοι ἐκ τῶν ποδῶν κομίζουσιν ἄνω τῇ κλίμακι ἐς οἴκημα ὑπερῷον κἀκεῖ με ἄνω συγκλείουσιν . ὁ δὲ στρατιώτης
κλοπῆς : ἀδικηθείς , ὦ ἄνδρες . . . . οἴκημα : ἀντὶ τοῦ δεσμωτήριον Δείναρχος ἐν Τυρρηνικῷ ⌈ ⌉
5403469 ἱστατο
[ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ στεῦτο ] νῦν ἀντὶ τοῦ ἵστατο ἐπὶ τῶν ποδῶν . κέχρηται δὲ τῇ λέξει ὁ
βαθείῃσιν μεγάλῃσι . δεινὸν δ ' ἀμφ ' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος
5398743 κεχρυσωμενον
: ἔνθα Τραϊανὸς ἀνέθηκε κρατῆρας ἀργυροῦς καὶ κέρας βοὸς παμμέγεθες κεχρυσωμένον , ἀκροθίνια τῆς κατὰ Γετῶν νίκης , καὶ ἐπιγράμματα
, νόστου , ἀπὸ τοῦ πράου καὶ εὐμενοῦς : τὸ κεχρυσωμένον διὰ τῆς λαβῆς λαβών : † εἶτα λαβὼν ἀπὸ
5395968 σταδιου
μνῆμα ἐνταῦθα λόγῳ Ἠλείων ἐστίν . ὑπερβάλλοντι δὲ ἐκ τοῦ σταδίου , καθότι οἱ Ἑλλα - νοδίκαι καθέζονται , κατὰ
Πίσης νικῶν , ἀντὶ τοῦ νικήσας , τὸν δρόμον τοῦ σταδίου , ἤγουν τὸ στάδιον , ἅμα τῷ πεντάθλῳ .
5393628 ξυλινον
ἀπέντας . Τοὺς ὦν δὴ τὰς νέας λέγοντας εἶναι τὸ ξύλινον τεῖχος ἔσφαλλε τὰ δύο τὰ τελευταῖα ῥηθέντα ὑπὸ τῆς
πρὸς τὴν Ἀττικὴν Ἀθηναίοις ἐδόθη χρησμὸς οὗτος : τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν , τὸ σὲ
5381471 Εὐβοϊκον
. τὸ παναρμόνιον τὸ καινὸν ἔντεινον τεχνῶν . πολὺν πιὼν Εὐβοϊκὸν οἶνον οὐ μεθύω τὴν φρόνησιν , ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον
μὲν ἀνέστησαν , πάλιν δὲ εἰς Χαλκίδα καὶ τὸ καλούμενον Εὐβοϊκὸν συνέδριον συνήγαγον . Ὃν δὲ τρόπον καὶ δι '
5381240 ξοανον
θέας ἄξιος : ἐνταῦθα ἀναθήματα κεῖται καὶ ἄλλα καὶ Ζεὺς ξόανον , δύο μὲν ᾗ πεφύκαμεν ἔχον ὀφθαλμούς , τρίτον
, τὴν ἐν Λακεδαίμονι Ὀρθίαν τὸ ἐκ τῶν βαρβάρων εἶναι ξόανον : τοῦτο μὲν γὰρ Ἀστράβακος καὶ Ἀλώπεκος οἱ Ἴρβου
5378400 κατειλημενον
στενὸν πρόμηκες , ἔσωθεν μὲν μυξώδει σαρκὶ ἔξωθεν δὲ τυλώδει κατειλημένον . ἄνθραξ ἐσχάρα ὑποπέλιδνος ἢ λευκὴ ἢ ὕπωχρος ,
καὶ αὐτὸς τὸ ἄγαλμα εἶδον , τελαμῶνι πορφυρῷ τὸν μηρὸν κατειλημένον . καὶ ἄλλα ἐν Τεύθιδι , Ἀφροδίτης τε ἱερὸν
5374687 τιαρας
τε καὶ μορφὰς μιμησαμένη , στεφάνους τε καὶ σκῆπτρα καὶ τιάρας καὶ θρόνους ὑψηλούς : καθάπερ οἱ περιττοὶ τεχνῖται κλίνας
Πέρσαι μὲν ὧδε ἐσκευασμένοι : περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας , περὶ δὲ τὸ σῶμα κιθῶνας
5366434 μνεας
' ἐλθὼν οὐδάμ ' εἶπεν “ Ἱππῶναξ , δίδωμί τοι μνέας ἀργύρου τριήκοντα καὶ πόλλ ' ἔτ ' ἄλλα ”
σε , μᾶλλον δὲ πάντως . ἀλλὰ θύλακον ράψαι τὰς μνέας ὄκως σοι μὴ αἰ γαλαῖ διοίσουσι . ἤν τ
5365775 χαλκεον
ἀκόντισεν Ἰδομενῆος : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος , αἰχμὴ δ ' Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
ἀποκτείνῃ . Δείσας δὲ ὁ Ἀκρίσιος , ὑπὸ γῆν θάλαμον χάλκεον κατασκευάσας , Δανάην τὴν αὑτοῦ θυγατέρα ἐφρούρει . Ταύτης
5344618 ναος
μῦθος . ναὸς καὶ σηκὸς διαφέρει . ὁ μὲν γὰρ ναός ἐστι θεῶν , ὁ δὲ σηκὸς ἡρώων . ναύκληροι
τῷ παιδὶ , καὶ ταύτην οἰκεῖν τὸν Ἀχιλλέα . Καὶ ναός ἐστιν ἐν αὐτῇ τοῦ Ἀχιλλέως , καὶ ξόανον τῆς
5341318 ἐξαψας
, ὅσαπερ θεατὰ καὶ ἀθέατα : τὸν γὰρ κόσμον ἅπαντα ἐξάψας ἑαυτοῦ καὶ ἀναρτήσας τὴν τοσαύτην ἡνιοχεῖ φύσιν . μηδεὶς
, ἐπηγγέλλετο διείρειν , καὶ Δαιδάλῳ δίδωσιν : ὁ δὲ ἐξάψας μύρμηκος λίνον , καὶ τρήσας τὸν κοχλίαν , εἴασε
5335960 ἐφορει
, αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τὰς αὑτοῦ γονὰς ἐρραψάμενος τῷ μηρῷ ἐφόρει δέκα μῆνας ἐξ ἀρχῆς , δίαιταν ἔχων ἐν Νύσῃ
δι ' ἧς τοὺς παριόντας ἔκτεινε . ταύτην ἀφελόμενος Θησεὺς ἐφόρει . δεύτερον δὲ κτείνει Σίνιν τὸν Πολυπήμονος καὶ Συλέας
5334811 χλαινα
ἐλάμβανον παχὺ καὶ χειμερινὸν ἱμάτιον . θεραπείαν : * * χλαῖνα γὰρ ἐδίδοτο . ἀνέμων . . Ἐν Πελλήνῃ πανήγυρις
. διαφέρειν φησὶ καὶ τῷ σχήματι : ἡ μὲν γὰρ χλαῖνα τετράγωνον , φησίν , ἱμάτιον , ἡ δὲ χλαμὺς
5319245 κυαθος
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή :
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι
5314245 σκευος
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν
5299976 σπιθαμιαια
τῶν ἄνωθεν μερῶν , κλωνία δὲ πέντε ἢ ἕξ , σπιθαμιαῖα , ἄνθη λευκά , καρπὸν δὲ μέλανα , μικρόν
πυροῖς , μακρότερα δὲ καὶ λεπτότερα καὶ πολλά : κλωνία σπιθαμιαῖα , περίπλεα φύλλων ἀπὸ τῆς γῆς , πέντε ἢ
5266304 μηλον
. ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “
πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός
5263846 αὐον
τοῦ σκληρόν . Γ στερρόν ] ἀντὶ τοῦ γεγηρακὸς καὶ αὖον . σκληρὸν καὶ γεγηρακός , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκμαζόντων
. ἁ σταφυλὶς σταφὶς ἔσται : ὃ νῦν ῥόδον , αὖον ὀλεῖται . μὴ ' πιβάλῃς τὴν χεῖρα . καὶ
5260327 πορφυραν
καὶ πορφυρῶν στρωμάτων , ὁ μηδέποτε ἐπὶ τοῦ τρίβωνος ἑωρακὼς πορφύραν πρότερον , οὐδενὸς οὐδὲ Ῥωμαίων ἐν τοιαύτῃ φαντασίᾳ καταχλιδῶντος
αὐτοῦ καὶ λέγων ὡς : „ ἐγὼ μὲν χρυσὸν καὶ πορφύραν ἐνδέδυμαι , σὺ δὲ οὐδὲν καλὸν φέρεις ἐν πτεροῖς
5257345 στεμμα
καὶ ἐπίκρανον , περίκρανον : περίκρανον δὲ οἱ παλαιοὶ τὸ στέμμα ἐκάλουν , καὶ ποτίκρανον τὸ προσκεφάλαιον οἱ κωμικοί .
, θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ ἱκεσία τῷ Ἀπόλλωνι
5256495 περιβραχιονια
' αὑτῆς συνεισφέρουσα εἰς κόσμον : ἡ δὲ βασιλὶς ἔδωκε περιβραχιόνια καὶ ὅρμον . Ἐπεὶ τοίνυν εἰς τὸν ἀγῶνα καλῶς
καὶ τρεῖς χρυσοῦς στρεπτοὺς περιαυχενίους , ἑξήκοντα δὲ καὶ ἑκατὸν περιβραχιόνια χρύσεα , δόρατα δ ' ὀκτωκαίδεκα , φάλαρα δ
5248780 κυπελλον
τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν : σημεῖον γὰρ λυπουμένων : κύπελλον , παρὰ τὸ κῦφος κύφελλον καὶ τροπῆ τοῦ φ
, κυφὸν δὲ μόνον ; ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον , ὥσπερ καὶ τὸ ἀμφικύπελλον , ἢ ὅτι παραπλήσιον
5244467 κελης
τριακοσίας ναῦς Ἀθηναίων κατεναυμάχησας , ἥρπασε δέ σου τὴν θυγατέρα κέλης μικρὸς καὶ οὐδέν μοι βοηθεῖς . ἐπὶ ξένην ἄγομαι
τέθριππον : ] / Αἰγία να ? [ * * κέλης ] . / πβ : Λύκων [ Λαρισαῖος στάδιον
5243141 τεθειμενον
τὸ βαρύ . δέδεικται γὰρ ἐπὶ μὲν τὸ ὀξὺ πυκνὸν τεθειμένον καὶ τόνος , πλείους δὲ τούτων οὐκ ἔσονται ὁδοὶ
, ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἐννοίας , τὸ ἐπὶ τέσσαρσι πτυχαῖς τεθειμένον καὶ κατεσκευασμένον . προδοκῇσι προενέδραις : “ δεδεγμένος ἐν
5240300 κλινας
νήσαντα ὕψος τεσσάρων πλέθρων , ἐφ ' ἧς ἐπέθηκεν χρυσᾶς κλίνας ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα καὶ ἴσας τραπέζας καὶ ταύτας χρυσᾶς
ἀδέσμῳ ὄντα λέγουσιν , ἔρημον ἰδόντα τὸν θρόνον καὶ τὰς κλίνας , περὶ τῷ θρόνῳ δὲ ἑστηκότας τοὺς εὐνούχους ,
5226647 χρυσεα
τῆς χρυσέας φόρμιγγος τῆς ὑποσχεθείσης . οὐχ ἁπλῶς δὲ εἶπε χρυσέα φόρμιγξ , ἀλλ ' αἰνιγματωδῶς παραδηλοῖ αὐτῷ τοῦ τὴν
λοιπόν . ἑτέρωθι δὲ ἔτι λαμπρότερον Πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν
5224307 ἐνδυμα
. σαφὴς δὲ πίστις ἡ κατασκευή . πρῶτον μὲν γὰρ ἔνδυμα περιφερές ἐστιν , ὅλον δι ' ὅλων ὑακίνθινον ,
τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα δὲ τὸ ἔνδυμα . . Ὀνομαστ . : οἱ δὲ πεζοφόροι χιτῶνες
5220470 κρατηρ
: περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα καὶ τρίπους χρυσοῦς , ἐφ
ὥστε κατὰ λόγον τρίτον τῷ Διὶ σπένδεταί τε καὶ ὁ κρατὴρ τρίτος τίθεται . Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καὶ Διὸς σωτῆρος σπονδὴ
5219031 κεραμεουν
πτεροῖϲ , καὶ μᾶλλον ἐὰν ἐμβαλὼν αὐτὰϲ ζώϲαϲ εἰϲ ἀγγεῖον κεραμεοῦν , εἶτα περιτιθεὶϲ τῷ ϲτόματι τοῦ ἀγγείου ἀραιὸν ὀθόνιον
δὲ λαβόντες μέτρῳ τε καὶ σταθμῷ τὸ συνηγμένον εἰς ἄγγος κεραμεοῦν ἐνέβαλον , καὶ μίξαντες κατὰ λόγον τοῦ πλήθους μολίβδου
5216675 περιβολαιον
ἀπόστασιν οἰκέτας , τετρακοσίους ὄντας . εἶτα ἀναλαβὼν διάδημα καὶ περιβόλαιον πορφυροῦν καὶ ῥαβδούχους καὶ τὰ ἄλλα σύσσημα τῆς ἀρχῆς
σφενδονητικῇ ἀντὶ σκοποῦ κείμενον ὑπὲρ σανίδος . σίσυρνα δὲ παχὺ περιβόλαιον ἢ δερμάτινον ἱμάτιον ἡ λεγομένη γούννα × ἥντινα Σιμωνίδης
5215894 χρυσης
χρυσοῦν ἄορ ἔχοντος : “ Φοίβου Ἀπόλλωνος χρυσαόρου . ” χρυσῆς Ἀφροδίτης καλῆς , ἀπὸ τῆς παρ ' ἡμῖν θαυμαζομένης
Στέφανον ἐπέκειτο τοὺς ὀφθαλμοὺς ὀρύττων καὶ τὰς παρειὰς ξυντρίβων πυθμένι χρυσῆς κύλικος αὐτοῦ κειμένης περὶ τὰ ἱερά , ἐκάλει δὲ
5212502 λιθινην
ὧδε . Νιόβης ἀποθανόντων τῶν παίδων , ποιήσας τις εἰκόνα λιθίνην ἔστησεν ἐπὶ τῷ τύμβῳ [ τῶν παίδων ] .
προσήκουσαν οἶμαι δίκην ὑπολαβὼν τὴν διὰ λίθων κατ ' ἀνδρὸς λιθίνην καὶ ἀπόκροτον ψυχὴν ἔχοντος καὶ ἅμα βουλόμενος πάντας τοὺς
5208919 δεπας
δὲ καὶ Διομήδους καὶ Αἴαντος καὶ Ἀχιλλέως γενναιότερον ἀείρει τὸ δέπας ὁ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκὼς Νέστωρ , φησὶ Σωσίβιος καὶ
τράπεζαν ἀργυρέην Κάδμοιο θεόφρονος : αὐτὰρ ἔπειτα χρύσεον ἔμπλησεν καλὸν δέπας ἡδέος οἴνου . αὐτὰρ ὅ γ ' ὡς φράσθη
5208369 ῥοπαλον
τῆς ἀθλήσεως μελέτην , ἔτι δὲ διὰ τὴν περὶ τὸ ῥόπαλον ἰδιότητα τὴν πρόσοψιν Ἡρακλεωτικὴν εἶχεν . ὡς δ '
ἀγροτέρης Διονύσιος αὐτὸς ἐλαίης χλωρὸν ἀπὸ ⌋ δρεπάνῳ θῆκε ταμὼν ῥόπαλον . * ! ! ! ! ! ! !
5208045 καταστρωμα
πυργία δύο , δεξιὸν καὶ εὐώνυμον , ὧν μέσον τὸ κατάστρωμα . τὰ δὲ ξύλα ἐφ ' ὧν αἱ σανίδες
, εἰς δὲ τὰ ὑπηρεσίας τετρακοσίους : εἰς δὲ τὸ κατάστρωμα ἐπιβάτας τρισχιλίους , ἀποδέοντας ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα : καὶ
5203891 αὐχενιον
τὸν ὅλον ἐνιαυτὸν ἱκανώθης ἐσθίειν ὡς ἀργός , καὶ τὸ αὐχένιον συνέστειλας ἐκ τοῦ ταχέως τὸν πλοῦν διανύσαι , ὡς
τῷ αὐχενίῳ ἐμβεβλημένον ξύλον , ὃ κατέχων ὁ κυβερνήτης τὸ αὐχένιον περιάγει καὶ στρέφει καὶ δι ' ἐκείνου τὴν ναῦν
5201839 λεπας
κλαίειν : ἐπὶ τοῦ ἀφροντίστου . Προσέχεται δ ' ὥσπερ λεπάς : ἐπὶ τῶν τινος ἐχομένων . Πρὸς λέοντα δορκὰς
ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , λεπάς , τῆθος , βάλανος . πορευτικὰ δὲ κῆρυξ ,
5201257 ἐξεσμενον
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε :
5198881 Στυμφαλιδος
τοῦ ὡραία : † * * ἤγουν ἡ θυγάτηρ τῆς Στυμφαλίδος . πολεμικήν , ἱππικωτάτην . ἐγέννησεν . πλείστου ἄξιον
παράδοξον εἴρηται καὶ τὸ περὶ Ἐρασῖνον τὸν ἐκδιδόντα ἐκ τῆς Στυμφαλίδος λίμνης εἰς τὴν Ἀργείαν νυνί , πρότερον δ '
5198870 φιαλης
ἐμοὶ γοῦν πολὺ ἀσφαλέστερον σκυτοτομεῖν ἐπικεκυφότα ἢ πίνειν ἀπὸ χρυσῆς φιάλης κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῖσαν φιλοτησίαν : ὁ γοῦν κίνδυνος
Αἴσωπον γενέσθαι . καὶ γὰρ ἐκεῖνος ἐπὶ ἱεροσυλίᾳ διεφθάρη , φιάλης χρυσῆς φωραθείσης ἐν τοῖς στρώμασιν αὐτοῦ . Ἀθαμάνων :
5181205 ἐπιχρυσους
' , ἔχω περιβαρίδας . Μένανδρος μέντοι ἐν Μισογύνῃ καὶ ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας λέγει . ἡ δὲ βλαύτη σανδαλίου τι εἶδος
, καυσίαν , λόγχην , ἀορτῆρ ' , ἱμάτια . ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας ἥκει λιπὼν Αἰγαῖον ἁλμυρὸν βάθος Θεόφιλος ἡμῖν ,
5169063 ἐπιβητορα
καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι , ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς
θύειν κελεύει ὁ Τειρεσίας ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον . ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς τῷ Πατρόκλῳ ἐναγίζει πάντα
5159395 ἱησιν
, ἄνθεος ὀζόμενος : ἐν δὲ μέσοις ἁγνὴν ὀδμὴν λιβανωτὸς ἵησιν , ψυχρὸν δ ' ἐστὶν ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ
ὕδωρ , τὸ δ ' ὄπισθε βαθὺν † διὰ κόλπον ἵησιν σχιζόμενος πόντου Τρινακρίου εἰσανέχοντα , γαίῃ ὃς ὑμετέρῃ παρακέκλιται
5158345 ἐλαϊνον
: Κατάξηρον . εἰρεσιώνην : Κλάδον ἐλαίας ξηρόν . . ἐλάϊνον κλάδον ἢ στέφανον ἐξ ἀνθέων ἢ κλάδων πεπλησμένων .
τοιοῦτος γὰρ ὁ φόβος . ὅταν δὲ λέγῃ “ χλωρὸν ἐλάϊνον , ” θέλει λέγειν οὐ πολυχρόνως ἐκτετμημένον . ὅταν
5153291 ἀγελαιας
ἐκ τῆς Λιβύης ὁρᾶσθαι ἐσπετομένην , οὐχ οἵαν κατὰ τὰς ἀγελαίας πελειάδας τὰς λοιπὰς εἶναι , πορφυρᾶν δέ , ὥσπερ
/ [ Γηρυόνην ] ἔκτεινε [ καὶ ἤγαγε ] βοῦς ἀγελαίας : / ἑνδέκατον δ ' ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγε [

Back