, ἡμικύκλια . κήτεος ἀλκαίη : ἡ οὐρά . κυρίως ἀλκαία λέγεται ἡ τοῦ λέοντος οὐρά , ἀπὸ τοῦ δι
, χερόνησός ἐστιν ὑπὸ τοῦ Εὐξείνου τῆς Προποντίδος διεζωσμένη . ἀλκαία ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος : διὰ τὸ ἐς ἀλκὴν
5160013 ῥιπτασμον
ἀντιγράφοις εὕρομεν βλητρισμὸν χωρὶς τοῦ σ . ὄντως δὲ τὸν ῥιπτασμὸν σημαίνει , καθὼς καὶ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιός φησιν :
συμπτώματα τὰ πρὸ τῆς κρίσεως οἷον ἀγρυπνίαν , δίψος , ῥιπτασμὸν , παραφροσύνην , ἄλυν καὶ ὅσα τοιαῦτα , τοὺς
5066729 λοβου
τίνα ἔχους ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν χολή , λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν : κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ καὶ
: δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν ] Εὐπρόσδεκτα θεοῖς . . : λοβοῦ ] Λοβὸς τὸ ἄκρον τοῦ ἥπατος . : εὐμορφίαν
5038816 οὐρανισκον
τῶν οὕτως διακειμένων προσοίσομεν : μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τὸν οὐρανίσκον ἰσχυροῖς καὶ δριμέσι φαρμάκοις χρίσομεν : ἑξῆς δὲ καὶ
τοῦ χείλους τρίχωμα , ἢ τὴν ὑπερῴαν , ἤτοι τὸν οὐρανίσκον καταχρηστικῶς οὖλά θ ' ] καὶ τὰ οὖλα χολόεν
4951305 προσεδραμεν
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
! ] ! [ ! ! ] ! [ ] προσεδραμεν αὐτῷ : κα ! αρν ? ! ! !
4881849 διηθων
] καὶ ὁ τριπτὴρ εἶδος ὑλιστῆρος , ὁ τὰ τριβόμενα διηθῶν ἢν δέ τις ἀζαλέῃ : ἐὰν δέ τις ,
κείμενος , καὶ τὸ ἀπορρέον τοῦ σώματος ὑγρὸν εἰς κύστιν διηθῶν . ἥ γε μὴν κύστις κατὰ τὴν εὐρυχωρίαν τῶν
4866969 ἀναπτομενην
Π . ἀοργησίας : καθάπερ οὖν τὴν φλόγα θριξὶ λαγώιαις ἀναπτομένην καὶ θρυαλλίσι καὶ συρφετῶι ῥάιδιόν ἐστιν ἐπισχεῖν , ἐὰν
ἀσπίδι αὐτοῦ ἐζωγραφημένον γυμνὸν ἄνθρωπον , κατέχοντα τῇ χειρὶ λαμπάδα ἀναπτομένην : οὐκ ἄλλο τι δηλοῦντος τοῦ σημείου ἢ ὥσπερ
4826570 εὐμορφιαν
καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀρετὴν οὐκ αἰσχύνουσαν τὴν τοῦ σώματος εὐμορφίαν . μάτρῳ θ ' ὁμωνύμῳ : τοῦ Στρεψιάδου μήτρως
παλαιοὶ κορεῖν ἔλεγον . χάριν : ὡραιότητα : καλλονήν : εὐμορφίαν . χρυσῆν Ἀφροδίτην : Ἑστιαία ἡ γραμματική φησι ἐν
4802590 προορωντα
ἡ πόλις . ὀρθῶς δ ' ἔχει τὰς τειχοποιίας ποιεῖσθαι προορῶντα τοὺς τόπους : ἄλλη γὰρ ἄλλῃ ἁρμόττει , οἷον
αἰσθήσομαι : πολλὰ γάρ φασι καὶ ἵππον ἀνθρώπῳ τοῖς ὀφθαλμοῖς προορῶντα δηλοῦν , πολλὰ δὲ τοῖς ὠσὶν προακούοντα σημαίνειν .
4798593 αἰχμην
θεοῦ . αἰχμὴν ] + ἤγουν τὸ δόρυ αὐτοῦ . αἰχμὴν ] καὶ τὸν κοντόν . Ξ ἔχει ] βαστάζει
ἀσθενὴς μάχη . ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο . μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ
4786104 συρισας
τὸν ὄφιν πρὸς εἰρήνην . Ὁ δὲ κάτωθεν λεπτὸν αὐτὸς συρίσας τῷ ἀνθρώπῳ ἔφησε τοιάδε λέγων : Ἀπὸ τοῦ νῦν
ὡς λύκον ἀποκτείνας , ἄλλος ὡς μόνου τοῦ Πανὸς δεύτερα συρίσας : τοῦτο τοῦ Φιλητᾶ τὸ σεμνολόγημα ἦν . Ὁ
4766129 λεοντος
καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν συνθέμενοι πρὸς ἀλλήλους ἐξῆλθον ἐπὶ ἄγραν . λέοντος δὲ αὐτοῖς περιτυχόντος ἡ ἀλώπηξ ὁρῶσα τὸν ἐπηρτημένον κίνδυνον
πρὸς οἴκους κλιμάκων προσαμβάσεις , ὡς πασσαλεύσηι κρᾶτα τριγλύφοις τόδε λέοντος ὃν πάρειμι θηράσας ' ἐγώ . ἕπεσθέ μοι φέροντες
4747284 καταπνεοντος
ἤδη δικαιοῦσι , τοῦ θεοῦ τὴν ὀργὴν τὴν δικαίαν αὐτοῖς καταπνέοντος . λέγει δὲ καὶ Ἐμπεδοκλῆς τὴν ἀρίστην εἶναι μετοίκησιν
Οἱ Κᾶρες αἱροῦσι τοὺς σαργοὺς τὸν τρόπον τοῦτον . νότου καταπνέοντος ἡσυχῆ καὶ προσβάλλοντος αὔρας μαλακωτέρας καὶ τοῦ κύματος στορεσθέντος
4698642 αὐχενα
Ἄρκτου , καὶ τοῦ Καρκίνου τὸ μέσον , καὶ τὸν αὐχένα τοῦ Ὕδρου , καὶ τῆς Ἀργοῦς τὸ μεταξὺ τῆς
Χρομίον τε . ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς
4697564 ὑπηνῃ
γεγηρακότων ἵππων . Λάγνου σημεῖα : λευκόχρως , δασὺς τῇ ὑπήνῃ , εὐθείας καὶ παχείας τὰς τρίχας ἔχων , λιπαρὸν
καὶ ἵππων ὀκτὼ * * νέος ἔτι ἐν ἁπαλῇ τῇ ὑπήνῃ , ὁπότε καὶ οἱ ποιηταὶ τὰ δένδρα τὰ νέα
4656815 ἀναπνεομενου
δή τις ψόφος ἐστὶν ἡ φωνή , καὶ οὐ τοῦ ἀναπνεομένου ἀέρος , ὥσπερ ἡ βήξ : ἀλλὰ τούτῳ τύπτει
ἄλλως δὲ ἡ βῆξις οὐκ ἔστι φωνή : τοῦ γὰρ ἀναπνεομένου ἀέρος ἐστὶ πληγή , ἡ φωνὴ δὲ οὐχὶ τούτου
4622650 διαβαινοντων
γὰρ τοῦ γενείου τὸ ῥεῦμα προσπῖπτον ἐσάλευε τὰ σώματα τῶν διαβαινόντων , ἅτε καὶ τῶν ὅπλων ἐμποδιζόντων τοὺς ἄνδρας .
μορίων ὠνόμασται , τοῦτο δὲ καὶ ἀπὸ τῆς μορφῆς : διαβαινόντων δὲ τῶν συμπτωμάτων ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἕξιν , ἐλέφαντα
4584764 ἑλικοειδη
τὰ μὲν ἐπ ' εὐθείας καχάλκευται , τὰ δ ' ἑλικοειδῆ δι ' ὅλων ἀνάκλασιν ἔχει πρὸς τὸ καὶ κατὰ
εὐθεῖαν οὐδὲ ἁπλῆν , καθάπερ ὁ ἥλιος , ἀλλ ' ἑλικοειδῆ τὴν δι ' αὐτοῦ ποιοῦνται κίνησιν . Καὶ ὁπότε
4559973 στερεωτερον
ἀνὰ δακτύλων δʹ , καὶ γυψώσας τὰ χείλη , ἵνα στερεώτερον γένηται , ἐπίθες πῶμα ἔχον ἀναφύσητον τὸ ἐπάνω :
τίθημι . Τοῦτο , ἦν δ ' ἐγώ , ἤδη στερεώτερον , ὦ ἑταῖρε , καὶ οὐκέτι ῥᾴδιον ἔχειν ὅτι
4534610 ῥαχιν
διὰ τὸ συμβῆναι οὕτως ἐν τῆι γενέσει οἷον καὶ τὴν ῥάχιν τοιαύτην ἔχειν ὅτι στραφέντος καταχθῆναι συνέβη . . .
δὴ περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῷ καὶ τὸ νῶτον καὶ τὴν ῥάχιν ἐς τὴν οὐρὰν τελευτῶντα ἀκράτως πυρρά ἐστι , θεάσαιο
4529769 ἐντεταμενον
, ὡς ἔστι χρῆμα διπλοῦν , κατὰ μὲν τὴν ποιητικὴν ἐντεταμένον εἰς μύθου σχῆμα , κατὰ δὲ φιλοσοφίαν εἰς ζῆλον
ἐπὴν δὲ ἄρξηται ξυνίστασθαι , ταχεῖαι αἱ κρίσιες . Ὑποχόνδριον ἐντεταμένον : ἐφάνη φλεδονώδεα τρόπον περὶ ἕκτην : ἔπειτα ἐκοιμήθη
4528408 ἐγκεφαλοιο
δ ' ἀλεγεινὸν ἷξεν ἄχος , καὶ δριμὺ δι ' ἐγκεφάλοιο θεμέθλων ἐσσύμενον μήνιγγας ἄδην ἀμφήλυθεν ἄλγος , σὺν δ
, ὅτι καὶ ἐν ἀφαιρέσει ἐστὶ τὸ νέρθεν ὑπ ' ἐγκεφάλοιο . τροπικώτερον μέντοι ἡ λέξις τίθεται ἐπὶ παντὸς τοῦ
4521609 ῥινα
δὲ τοῦ παντὸς προσώπου περιγραφὴν καὶ παρειῶν τὸ ἁπαλὸν καὶ ῥῖνα σύμμετρον ἡ Λημνία παρέξει καὶ Φειδίας : ἔτι καὶ
δέ , ὡς ὅταν τὴν κεφαλὴν εἰς ὦτα , εἰς ῥῖνα , εἰς ὀφθαλμούς : ταῦτα γὰρ οὔτε ἀπὸ τοῦ
4513662 συστροφην
, δέσποιναν , χρήματα , τύχην , πόλιν , ὄχλων συστροφήν , λήμματα , ἀναλώματα , οἰκίαν , πλοῖα ,
ὀρθόν . * * βελῶν . πέμποντα . δίνησιν , συστροφήν . * ἔξω σκοποῦ : * * παρὰ τὴν
4465091 φιλεοντ
εἰς ἄκρον ἁδύς , εἰδὼς τὸν φιλέοντα , τὸν οὐ φιλέοντ ' ἔτι μᾶλλον , πολλοῖς πολλὰ διδούς , αἰτεύμενος
ἄλλων ὠνῇ κλῆρον , μὴ τὸν τεὸν ἄλλος . Τὸν φιλέοντ ' ἐπὶ δαῖτα καλεῖν , τὸν δ ' ἐχθρὸν
4460596 κινναβαρινον
λέοντα τὸν μέγιστον , τὴν δὲ χρόαν ἐρυθρόν , ὡς κινναβάρινον εἶναι δοκεῖν , δασὺ δὲ ὡς κύνες , φωνῇ
, τὸ δ ' ὄμμα γλαυκόν , τὸ δὲ χρῶμα κινναβάρινον , τὴν δὲ κέρκον ὁμοίαν τῆι τοῦ σκορπίου τοῦ
4454656 ἀνεσπασθαι
δασύτης σκελῶν , γαστρὸς καὶ ὀμμάτων λιπαρότης , καὶ τὸ ἀνεσπάσθαι τὸ γένειον πρὸς τὴν ῥῖνα καὶ περιφέρειαν κοίλην ἔχειν
, τὸ ὑπέρυθρον . οὕτω τὸ κατεσπάσθαι μαζοὺς ἰσχνοὺς ἢ ἀνεσπάσθαι καὶ περιτετάσθαι , καίτοι οὐκ ἄν τις οἴοιτο διὰ
4448805 ἐρι
μὴ πλησιάζειν αὐτῷ ζῷον ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ἢ ὅτι τὸ ἐρι μόριον λέγουσιν ἀντὶ τοῦ μεγάλου , ὡς καὶ Ὅμηρος
ἐριτίμων ” δέ , πάνυ τιμίων . τὸ γὰρ “ ἐρι - ” ἐπίρρημά ἐστιν ἐπιτάσεως , ὡς τὸ “
4419133 καρητος
τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε
ἔθειραι . πάλιν δ ' ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ
4416397 κατεαγυιαν
ἐπιδεῖξαι Ἀλέξανδρος , ὥσπερ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν κλεῖν κατεαγυῖαν καὶ πεπηρωμένον τὸ σκέλος , τὴν πίστιν δὲ πρὸς
δῆθεν ἐστὶν οἳ ἁμαρτάνουσιν . Σπουδὴ μὲν οὐ πολλὴ χεῖρα κατεαγυῖαν χειρίσαι , καὶ παντὸς δὲ ἰητροῦ , ὡς ἔπος
4410787 ὀξυτητα
καὶ αὐτὰ τὰ λαμβανόμενα ϲιτία , καὶ μάλιϲτα τὴν εἰϲ ὀξύτητα διαφθοράν , πάντωϲ γίνωϲκε τὰ βοηθήματα κεφάλαιον ἔχοντα τῆϲ
ὡς ἐκ παραδείγματος ἔλαβε τὴν ἔννοιαν , δηλῶσαι βουλόμενος τὴν ὀξύτητα τοῦ κακοῦ : οὕτως δὲ ταχέως ἐπενέμετο αὐτὴν τὸ
4402752 ξιφιας
μῆναν τὸν Ἀπρίλιον εἰς τὰς εἴκοσι πέντε . ὁ γὰρ ξιφίας ὁ ἀστὴρ Ἑρμοῦ προσομοιοῦται . εἰ μὲν πρὸς μέρος
δακτύλους ἁπαλοὺς ὑπ ' ἀκάνθος μηδὲ ἓν τούτους παθεῖν . ξιφίας . Ἀριστοτέλης φησὶν ἔχειν τοῦ ῥύγχους τὸ μὲν ὑποκάτω
4379583 διαγουσαν
ἡ Ἄρτεμις Αἰθοπία . οἱ δὲ ὅτι παρὰ τοῖς Αἰθίοψι διάγουσαν Ἀπόλλων ἤγαγεν αὐτήν , οἱ δὲ τὴν αὐτὴν τῇ
, καθέζεσθαι αὐτὴν κελεύειν ἐπὶ τῷ ἡμιέκτῳ , ὅτι μάλιστα διάγουσαν τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ θεραπείη ἢν μὲν ἱκανή
4372703 γλωσσαν
ἐπιπεσούσης οὕτως ἐκλήθη . Ματόας δὲ λέγεται ἐς τὴν Ἑλληνίδα γλῶσσαν ἄσιος . ὅτι πολλάκις περαιούμενοι οὐδὲν ἐπεπόνθεισαν . ὁ
γλωσσώδεις , μηδὲν δὲ πλέον τοῦ λαλεῖν δυναμένους : οὗτοι γλῶσσαν μὲν οὖν ἔχουσι , ἰσχὺν δ ' οὐδ '
4372665 στοματος
ἀνέρχεται πολὺς ἑψομένου τοῦ ὕδατος , θερμαινομένου δίεισι διὰ τοῦ στόματος ἀὴρ διεστραμμένος , καὶ τὰ ἄρθρα διαλύεται πρὸ τῶν
' ἐνάτῳ μηνὶ πέμπτῃ ἱσταμένου , περὶ τὴν δευτέραν τοῦ στόματος ἄνοιξινἅπαξ γὰρ δὴ τοῦτο κατὰ τὴν ὥραν ἑκάστην ἐποίει
4349955 καταδυσιν
καὶ στενοῖς χωρίοις . Κράτης δέ φησιν ὅτι πᾶσαν στενὴν κατάδυσιν οὕτως ὠνόμαζον . ΓΘ οὐκ ἐλεαίρεις : οὐ κατοικτείρεις
: ὑφάλοις πέτραις . ἐπέσσυτο : ὥρμησεν . Χειήν : κατάδυσιν . εἰσεπέρησεν : ἐπέδραμεν . περίδρομον : κυκλοτερῆ .
4349408 ὀδμην
ὀδμήν . τὸ δὲ πνεῦμα ἀναπεμπόμενον εἰς τὸν ἀέρα τὴν ὀδμὴν ἐκεράννυε , καὶ ἦν ἄνεμος ἡδονῆς . τὰ δὲ
τὸν ἐν ταῖς ὀρχήστραις θυμιώμενον τοῖς Διονυσίοις , Φρύγιον ποιεῖν ὀδμὴν τοῖς αἰσθανομένοις . Τὸ δ ' ἀρχαῖον ἡ μουσικὴ
4341366 ὀσφυν
ἐστὶν εἴδη , καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὸ τὰ μὲν ὀσφὺν μᾶλλον ἢ χεῖρας ἢ σκέλη διαπονεῖν , τὰ δὲ
τὸ μὲν μέγεθος μικραί , ἀπὸ δὲ κεφαλῆς ἐπὶ τὴν ὀσφὺν μακραὶ καὶ σιμαί , κέρατα οὐκ ἔχουσαι , ὀστέα
4339110 λειριοεν
καὶ ἰρὶς ὀξυτόνως , ὡς βολίς . ἢ ὡς Κύπριδα λειριόεν τε κάρη : τὴν κεφαλὴν τοῦ κρίνου . λείριον
ἄλλοτε δὲ σμυρνεῖον ἐυτριβές . αἴνυσο δ ' αὐτήν ἴριδα λειριόεν τε κάρη τό τ ' ἀπέστυγεν Ἀφρώ , οὕνεκ
4315767 ἐξεχεε
καὶ παρρησιαστικόν , εὐθὺς ἐξέρρηξε τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν ἐξέχεε , καὶ τέλος τὴν ἀπολογίαν προσιέμενος ἔγνω μάτην κατὰ
πρὸς γάρ , οἶμαι , τὴν μεταβολὴν τῆς κόρης ἀλγήσας ἐξέχεε τοὺς οἰστούς , ἡ δὲ ἀκὶς ἑνὸς διαλυθεῖσα κρύπτεται
4305973 ὀμματα
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα
4295750 κολληθεις
κινήσεις , ἀλύτῳ δ ' ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος , κἀς νεάτους
γυῖα κινήσεις , ἀλύτῳ δ ' ὡς ἀδάμαντι μένεις ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος καὶ νεάτους ἐκ
4289198 μελαγκροκον
νεκρούς . μελάγκροκον ] σκοτεινήν . μελάγκροκον ] μέλαιναν . μελάγκροκον ] τὴν μέλανα ἔχουσαν τὰ ἄρμενα . μελάγκροκον ]
δὲ τοῦ Ἀπόλλωνος λευκόκροκον : κρόκον δὲ τὸ ὑφάδιον . μελάγκροκον τὴν διάγουσαν τοὺς νεκρούς : μελάγκροκος λέγεται , ἤτοι
4288910 κορυνην
πόλλ ' ἐμενοίνα , δέρμα τε θηρὸς ὁρῶν χειροπληθῆ τε κορύνην , ὁππόθεν ὁ ξεῖνος : μεμόνει δέ μιν αἰὲν
ὀνειδείην τὴν αἰσχύνην βρωμήεντος : τοῦ ὄνου ἐναλδήσασα : ἐναυξήσασα κορύνην : οὕτως λέγει τὸ αἰδοῖον τοῦ ὄνου σκύλαιο κάρη
4284103 φαρυγγα
. Τὰ πάθη χρόνια , ἄλλοις δι ' ὑπερώης ἐπὶ φάρυγγα , ἢν πουλὺ ῥυῇ καὶ ἐπὶ πουλὺ , αἱ
τοὺς κινοῦντας τὸν λάρυγγα μύας , ἐντείνεσθαι δὲ τοὺς τὴν φάρυγγα . πίστιν δὲ τούτου μεγάλην ἐποιησάμεθα τοὺς κατὰ τὰ
4280215 ἀνιος
ἐπὶ πᾶσαν ἀκοὴν ἰέναι : ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄνιος ἄνεος : καὶ Ἀττικῶς ἄνεως . ἢ ἀπὸ τοῦ
ἀκοὴν ἰέναι : ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄϊος καὶ ἄνιος , ὁ ἄφωνος : καὶ μεταθέσει τοῦ ι εἰς
4270505 φοινικην
ἐκεῖ γέροντες τῷ χρόνῳ κεκυφότες ὄλισθον εἶχον ἐμποδὼν πεπτωκότες καὶ φοινικῆν ἔβαπτε τὸ ξίφος τρίχα , ἣν εἶχε λευκὴν ὁ
φοινικίδας ] οἱονεὶ πυρρὰ παλλία . . . . ἢ φοινικῆν ἐσθῆτα τοῖς κεφαλαίοις ἐπέβαλε καὶ περιεκάλυψεν αὐτά . .
4269969 ἀνεστρεφε
θερμοῖς τόποις ἔγγιον ὢν τὰς καπνώδεις ἀναθυμιάσεις κατέφλεγεν : αὖτις ἀνέστρεφε τὴν αἰτίαν καὶ τότε τῇ ἀποστάσει τελειοῖ τῶν νότων
! ] ταηικου ? ! ? [ ! ] ? ἀνέστρεφε ? ! εκ ? ? ! ! [ !
4257432 στηθος
, ἐπανιέναι δὲ τῶν γυμνασίων καὶ ἀνατρίβειν [ τὸ ] στῆθος καὶ τιτθοὺς καὶ πάντα τρόπον ταύτῃ ἐρεθίζειν : ταῖς
. ἔπειτα εἰλητῷ ἐπιδέσμῳ κατὰ κύκλον ἐπιδήσαντες τό τε ὅλον στῆθος καὶ τὰς πλευρὰς ὥστε σκεπάσαι καταλαμβανόμενοι τὸ πέρας τὰς
4252866 πετρου
τἀνιαρὰ φροῦδος αἴσθησις φθαρῇ , τὸ σῶμα κωφοῦ τάξιν εἴληφεν πέτρου ἦν ἆρα τρανὸς αἶνος ἀνθρώπων ὅδε , ὡς τὸν
. Οὐκ , ὦ κακῶν κάκιστε , καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ ' ὀργάνειας , ἐξερεῖς ποτε ,
4241677 χροιαν
, λέγω δὴ ὁ ἄρρην , τὴν αὐτὴν μὲν ἔχει χροιάν , τὴν δὲ κεφαλὴν ἔχει στενοτέραν , καὶ τὸν
καθαρός , πορφυροῦς , ἡλιόφεγγος . Λίθος ὁ χαλκηδόνιος τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς ἄνθρακι ὅμοιος , ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου
4240490 Τοιην
παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην δ ' αὖ κεφάλοισιν ἔρως περιβάλλεται ἄτην : καὶ
βασιλῆος ἐφημοσύνῃ Πελίαο χρύσειον μετὰ κῶας ἐύζυγον ἤλασαν Ἀργώ . Τοίην γὰρ Πελίης φάτιν ἔκλυεν , ὥς μιν ὀπίσσω μοῖρα
4237196 δρο
: ὁ δὲ ἐπειδὴ ἀγχοῦ ἐγεγόνει , τῇ ῥοπῇ τοῦ δρό - μου φερόμενος ἐς δένδρον τι τῶν οὐ λίαν
ἀλώπηξ δέ , δικαία καὶ σοφωτάτη , ἔταξεν ὁδὸν τῶν δρό - μων τὴν εὐθεῖαν . ἡ δὲ χελώνη μὴ
4236927 ἀμαραντα
καὶ τὰ Ἀμαραντά ὀξυτόνως λεκτέον : πρὸς διαφορὰν σημαινομένου τοῦ ἀμάραντα σώματα † δῆλον οὕτως λέγονται , . , .
πράως , περιπλάττοντες κηρῷ παραπνοὴν μὴ ἀπολείποντες , καὶ παραμένει ἀμάραντα . Τῷ μετοπώρῳ ἄμεινον τὰς ἀμυγδαλᾶς φυτεύειν , ἕως
4227331 διασφαγα
: οἷόν τι καὶ περὶ Θετταλίαν λέγεται φιλανθρωπεύσασθαι , τὴν διασφάγα ποιήσας τῶν Τεμπῶν ἕνεκα τῷ Πηνειῷ . καὶ γάρ
. πρὸς δὲ μεσημβρίαν τῆς Τραχῖνος φησὶν Ἡρόδοτος εἶναι βαθεῖαν διασφάγα , δι ' ἧς Ἀσωπός , ὁμώνυμος τοῖς εἰρημένοις
4224950 ὁρμην
δοκούντων ἀνυπόστατον ἔχειν τήν τε ἀλκὴν καὶ τὴν τοῦ σώματος ὁρμήν . ταχὺ δὲ πάντων εὐτρεπῶν γενομένων ὁ μὲν Πολυπέρχων
ἄκρας τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τοῦ ῥεύματος τὴν πελάγιον καὶ μετέωρον ὁρμήν : ἔνθεν φασὶ περᾶσαι πρὸ μὲν τῶν Τρωϊκῶν Μυσοὺς
4222094 ἐνεστηκυιαν
, ἐκβαλὼν τὴν θύραν ἥνπερ καὶ τῇ προτεραίᾳ ἐξέβαλον κακῶς ἐνεστηκυῖαν , ᾤχετό μου λαβὼν τὰ σκεύη : ᾧ οὔτε
, λάβοι τις ἂν ὅσα [ βούλεται ] πρὸς τὴν ἐνεστηκυῖαν [ ] ὑπόθεσιν , [ ἢ ] ? τὸ
4220976 ῥεθος
, καὶ γυίων ἄνθος ἀκηράσιον : τῇ δὲ Φιλοκλῆος χρύσεον ῥέθος , ὅς γε καθ ' ὕψος οὐ μέγας ,
τὸν σφοδρὸν καὶ διάπυρον ἄνεμον τοῦ πολέμου . * * ῥέθος κυρίως τὸ πρόσωπον παρὰ τὸ ῥᾶον τὰ ἔθη δι
4220523 ἐκφυσαι
ὡς διὰ τὸ μὴ τρίβεσθαι πρὸς ἕτερον σῶμα καὶ τρίχας ἐκφῦσαι . Ἔδοξέ τις λέγειν αὐτῷ τινα θῦσον τῷ Ἀσκληπιῷ
ἀφικέσθαι τελευτήσαντος : πάλιν πέφυκεν ὁ ἄνθρωπος περὶ εἰκοστὸν ἔτος ἐκφῦσαι γένειον , καὶ συμβαίνει πρὶν εἰς τοῦτο ἱκέσθαι τελευτῆσαι
4207020 ὠχροτερον
δὲ μηλινόεν , τουτέστι χλωρὸν καὶ μήλινον καὶ ποικίλον καὶ ὠχρότερον , τινῶν δὲ τεφρῶδες καὶ σποδῶδες , ἢ καὶ
πικρὸν ἰσχυρῶς , ὃν δεῖ συλλέγειν ἀρχόμενον μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ ὠχρότερον . Κόμαρος δένδρον ἐστὶ παρόμοιον κυδωνίᾳ , λεπτόφλοιον ,
4199014 νωτον
ποθέν . ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι . ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ ' οἰκτίρομεν καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν
θέρμη λεπτή τις ἐνῆν αὐτῷ . Αὐδέλλῳ πληγέντι ἐς τὸν νῶτον , πνεῦμα πουλὺ κατὰ τὸ τρῶμα μετὰ ψόφου ἐχώρει
4195726 διασκεδασει
πάχνην , ὕφαψον τὴν κόπρον : ἐνεχθεὶς γὰρ ὁ καπνὸς διασκεδάσει τὴν πάχνην . τὰς δὲ ὑπὸ πάχνης εὐκόλως ἀποκαιομένας
τοῦ Ποσειδῶνος , δι ' ἣν σαλεύει τὴν γῆν , διασκεδάσει καὶ ἀφανίσει καὶ διαλύσει . λέγει δὲ ὃν ἔμελλε
4193756 διηλασε
Νέστορος υἷα καὶ αἰχμητήν περ ἐόντα τύψεν ὑπὲρ μαζοῖο : διήλασε δ ' ὄβριμον ἔγχος ἐς κραδίην , θνητοῖσιν ὅπῃ
ἕτερον καιρόν , ἀλλὰ σπασάμενος τὸ ξίφος τῆς πλευρᾶς Ἐριούλφου διήλασε . καὶ ὁ μὲν ἔκειτο πεσών , ὀνειροπολήσας τὴν
4192789 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
4189775 μαραινομενων
λυθείϲαιϲ φλεγμοναῖϲ , ἤδη δὲ καὶ τοῖϲ πλείϲτοιϲ τῶν ὁπωϲοῦν μαραινομένων ὑπάρχουϲιν ἐκτηκομένων τῶν περὶ τὰϲ ἀρτηρίαϲ ϲωμάτων . ἀνιϲοταχεῖϲ
φυτεύοντες ἢ φυτεύουσαι , ταχέως ἐκείνων διὰ τὸ μὴ ἐῤῥιζῶσθαι μαραινομένων , ᾀδώνιδος αὐτοὺς ἐκάλουν . Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον
4188452 λαιμον
κρατεροῖο Πολίτου τυτθὸν ὑπὸ γναθμοῖο : πάγη δ ' ὑπὸ λαιμὸν ὀιστός : κάππεσε δ ' αἰγυπιῷ ἐναλίγκιος ὅν τ
τῷ ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος
4184550 ἐντιθεμενα
ὁλκὴ δακτύλων , σπαραγμὸς στομάχου διὰ καθέσεως δακτύλων , πρόσθετα ἐντιθέμενα τῇ ἕδρᾳ , ὧν ἡ ὕλη γέγραπται , ἔτι
τινες καὶ ναυτιλίαι βραχεῖαι καὶ ναυτιλίαι μακραί . τὰ δὲ ἐντιθέμενα ταῖς ναυσὶ φόρτος , φορτία , ἀγώγιμα , ῥῶπος
4182360 ὀχειαν
δέ , τοὐναντίον . ἀρίστη δὲ ὥρα εἰς τὴν τούτων ὀχείαν ἀπὸ ζεφύρου πνοῆς , ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας , ὥστε
τῆς θηρευούσης . ἐπὶ τοσοῦτον δ ' ἐπτόηνται περὶ τὴν ὀχείαν οἱ πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες ὡς εἰς τοὺς θηρεύοντας
4182032 οὐραν
δὲ αὐτὸν περιέρχονται χρυσῷ προσεικασμέναι ἀπὸ τῶν βραγχίων ἐς τὴν οὐρὰν καθήκουσαι , μέση δὲ αὐτὰς διατέμνει ἀργύρῳ προσεικασμένη .
κύνας τοὺς οἰκουροὺς ἵνα μὴ ἀποδιδράσκωσι τετέχνασται ἐκεῖνο . τὴν οὐρὰν αὐτῶν καλάμῳ μετρήσαντες χρίουσι τὸν κάλαμον βουτύρῳ , εἶτα
4176496 καμοντος
οὐ πεποιθότες τύχῃ , ἐβουκολοῦμεν φροντίσιν νέον πάθος , στρατοῦ καμόντος καὶ κακῶς σποδουμένου . καὶ νῦν ἐκείνων εἴ τις
βιβλογράφου ταῖς πλευραῖς , Κρητός τινος ἐπιεικοῦς πολλὰ τῇ δεξιᾷ καμόντος Ἀθήνησί τε καὶ πανταχοῦ . γνοὺς δέ , ὡς
4176175 ἐχιν
φησὶ δὲ Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου , ὅτι ξηραινόμενον εἰς ἔχιν μεταβάλλει . οὐδ ' ἐπιτυμβίδιαι : ἢ ὅτι τοῖς
, μόνον δὲ διὰ μῖξιν κολακεύουσαν αὐτὸν βουλόμενοι σημῆναι , ἔχιν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γάρ , ὅταν συγγίνηται τῷ ἄρρενι
4176102 κομην
' ἀπαγγελῶν ἄρα ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . .
χρωμένουϲ . εἰ δ ' ἐπὶ τούτοιϲ βέλτιον διατεθῶϲι , κόμην ἀψινθίου ἐν μελικράτῳ ϲυνέψονταϲ διδόναι πίνειν καὶ παντοίωϲ ῥωννύναι
4175672 ἀφροδιτην
συνθέντες δ ' αὐτὰ ἰδίως καὶ περιττῶς , πολλὴν τὴν ἀφροδίτην τῷ λόγῳ περιέθηκαν . καὶ σχεδὸν ἀνάλογόν τι πεπονθέναι
γόης καὶ φαρμακίς , καὶ ὅτι δεινῶς ἀκόλαστος ἦν καὶ ἀφροδίτην παράνομον ἐνόσει , καὶ ταῦτα ἐς ἀκοὴν τὴν ἐμὴν
4166438 ἀτροφιᾳ
ἐπὶ πολὺ πάλιν ἀναχωρεῖν τοῦ σκιρτᾶν καὶ ὑβρίζειν ἐξουσίᾳ ἢ ἀτροφίᾳ τε καὶ λιμῷ τὴν ἄγαν ἰσχὺν καὶ ῥώμην καθαιροῦσι
ἐπὶ πολὺ πάλιν ἀναχωρεῖν τοῦ σκιρτᾶν καὶ ὑβρίζειν ἐξουσίᾳ , ἀτροφίᾳ τε καὶ λιμῷ τὴν ἄγαν ἰσχὺν καὶ ῥώμην καθαιροῦσι
4163710 περιιστησιν
θερμότητα κεραυνοβολεῖ , τοῦ δὲ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιίστησιν . Ἀναξαγόρας , ὅταν τὸ θερμὸν εἰς τὸ ψυχρὸν
ὅτι ] καὶ εἰς μωρίαν ἐνίοτε [ ] τὸ νόσημα περιίστησιν [ ] [ ἢ ] μανίαν , εἰ μὴ
4160951 ὀλισθον
φύσεως κεκάρπωται τὸ μηδέποτ ' εἰς αὑτὸν παραδέξασθαι τόπον γνώμης ὄλισθον . διόπερ ἄξιον εὔχεσθαι ζῆν ἐν ψυχῇ τὸν ἀρχιερέα
δὲ καὶ λειεντερία καὶ διὰ φλέγμα ἐπικλύσαν τὰ ἔντερα καὶ ὄλισθον ἐμποιοῦν αὐτοῖς . καὶ δεῖ ἀναξηραίνειν ἀποσιτίᾳ τε καὶ
4160615 πνευμονα
τὰς διαφόρους ἰδέας τῆς βηχὸς καὶ ὅσα κατὰ θώρακα ἢ πνεύμονα πάθη συνίστανται . εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα , περὶ
ἕδος Μέσον δ ' ἐξαύσατο βαυνόν . Καὶ βαθὺν ἀκρήτῳ πνεύμονα τεγγόμενος Μόσχους καὶ χλωρὰς κλήματος ἐκφυάδας Περιπλέγδην κρεμόνεσσι Ὀπταλέα
4152828 ἀνακαμψις
ὕλης ἐναντιότης ἐστιν , ὅπου δὲ ἐναντιότης , ἐκεῖ καὶ ἀνάκαμψις : ἐπὶ μέντοι γε τοῦ ἐμβρύου καὶ τοῦ ἀνδρὸς
ἀνακάμπτουσι , μὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀτελῶν καὶ τελείων γίνεται ἀνάκαμψις , καὶ γίνεται ἔμβρυον ἐκ μειρακίου καὶ ἐξ ἀνδρὸς
4152293 σιαγονα
τὰ θραύσματα λωβήσασθαί σου τήν τε ῥῖνα καὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα , καὶ τοῦ αἵματος ἐνεχθῆναι κρουνούς , οἵους ὕδατος
ὀφθαλμόν , καὶ τότε τὰ σκέλη τοῦ τελαμῶνος ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐνηνεγμένα διὰ τοῦ αὐχένος ἐπ ' ἰνίον ἄγεται καὶ
4151746 σπλαγχνα
μέρος νωτιαίου λαμβάνει τινὰ μόρια καὶ διασπείρεται πρὸς τὰ ταύτῃ σπλάγχνα , καὶ τοῖς εἰρημένοις πρόσθεν ἀπὸ τῆς τρίτης συζυγίας
τοῖς πίνουσιν οἶνον ἢ ἀκόνιτον ἢ δορύκνιον . τὰ δὲ σπλάγχνα τῆς χηνὸς ὀπτὰ ἐσθιόμενα , τὸ μὲν ἧπαρ ὠφελεῖ
4150262 παρειων
τῶν ὀφθαλμῶν ἀνθεῖ τὸ κάλλος . ἀλλ ' οὔτε τῶν παρειῶν τὸ ὠχρὸν τέλεον ἀφοίνικτον ἦν , ἠρέμα δὲ τῷ
ἁρμόζει ἐπὶ τῶν κατὰ πολλὰ μέρη τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν παρειῶν ἐχόντων τραῦμα . τῇ λοξῇ διμερεῖ φορβέαν συνεπίδησον καὶ
4146761 αἰδοιον
δὲ λέγει , ὥσπερ Ἡγέλοχος . . . ἐκκαλύψας τὸ αἰδοῖον εἶπε τοῦτο πρὸς τὸ ἐπυρρίασε παίζων . πυρρὸν γὰρ
γυναικί , συλλαβεῖν αὐτὴν ἐργάσεται : πλὴν προτοῦ πᾶσσαι τὸ αἰδοῖον , ὀφείλει χρῖσαι τοῦτο μέλιτι : εἰ γὰρ μὴ
4146398 κακομηχανον
δ ' ἀναπτύξας τὸ πλευρὸν ὁ χαλκουργὸς ἐκεῖνος δόλον τὸν κακομήχανον ἐξεῖπεν ἀπανθρώπως , Εἴ τινα βούλει , Φάλαρι ,
θ ' ἱππιοχάρμην [ , ] [ κείνην δὲ τριτάτην κακομήχανον ] , ὀψὲ δὲ ποινή [ ] [ ὑπ
4144115 στομαχοιο
γαστρός , τεύχεος ἣν κραδίην ἐπιδορπίου οἱ δὲ δοχαίην κλείουσι στομάχοιο , πύλη δ ' ἐπικέκλιται ἀρχαῖς πρῶτα κόλων ὅθι
δοχεῖον , ὑποδοχήν κλείουσι ] καλοῦσι , ὀνομάζουσι τὸ γὰρ στομάχοιο πρὸς τὸ ἐπιδόρπιον ἀποδοτέον πύλη δ ' ἐπικέκλιται ἀρχαῖς
4138932 κατεαξεν
εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ ἐπὶ τούτῳ συννεφὴς ἦν , ἄχει
φρουρίου τῶν Ἀθηναίων παρεῖλε καὶ δύο νεῶν ἀνειλκυσμένων τὴν ἑτέραν κατέαξεν . ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις
4130125 ποθησαι
τὴν ἀπὸ τοῦ οἴνου φανέρωσιν τῶν πινόντων τοῦ λογισμοῦ : ποθῆσαι δὲ Ἀφροδίτην καὶ Ἀριάδνην , ὅτι τοῖς οἰνωθεῖσι παρέπεται
οὕτως ἀνόητος καὶ ἐπιμανὴς καὶ κακοδαίμων τοῦ ἔρωτος , ὥστε ποθῆσαι νύκτα καὶ σκότος , καὶ ὀφθαλμῶν ἀργίαν , καὶ
4127479 στηθους
ἔσται συνιδεῖν . βουλόμενος δὴ θεωρεῖν , εὑρήσεις ταῖς τοῦ στήθους διαφοραῖς ἀκολούθως ἔχοντας ἡμᾶς καὶ τοὺς πνεύμονας : ὡς
Ὀργυιά . ἔκτασις τῶν δύο χειρῶν σὺν τῷ πλάτει τοῦ στήθους , παρὰ τὸ ὀρέγειν καὶ ἐκτείνειν τὰ γυῖα ,
4120057 τοξου
γωρυτὸς τῆς αὐτῆς μὲν ὕλης , βελῶν δὲ γέμων καὶ τόξου . Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα καλὰ καὶ θαυμαστὰ ἀναθήματα
πολέμιον κύνα νεκρὸν ἀπέδειξαν : ἰδὼν ἂν φαίης ὡς ἀπὸ τόξου βέλη πέμποντας ἀμύνασθαι τὸν ἀντίπαλον . Ἀλλ ' οἵ
4118162 ἐφελκομενη
γὰρ τούτων οἵα τε ποιεῖν ἡ ψυχὴ μὴ τὸ σῶμα ἐφελκομένη , εἰς ὃ καὶ τὰς ἐνεργείας ἑαυτῆς ἐμφανῶς ἀποστηρίζεται
ἀνωτέρα πάσης προαιρέσεώς ἐστιν , ἅτε ζωτικὴ δύναμις εἰς τοῦτο ἐφελκομένη τὸ ζῷον εἰς ὃ ὀρεκτικῶς ἔχει καὶ οὗ τὸ
4114264 διαμπαξ
ω διαρπὰξ , καὶ τροπῆ τοῦ ρ εἰς μ , διαμπάξ . ἐμπεδῶσαι , βεβαιῶσαι . ἐνισχύσαι : ἀσφαλίσασθαι :
λεῖά τε καὶ ὀρθὰ ἐκλέγεσθαι . Τρύπησον τρυπάνῳ τὸ στέλεχος διαμπάξ , καὶ λαβὼν κλαδία βʹ ἀπὸ ἑτέρας πολυκάρπου ἐλαίας
4113037 μαστιεται
ἄλκιμον ἦτορ , οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται , ἑὲ δ ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι , γλαυκιόων
ὁ ποιητής : οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται . Καλλίμαχος δὲ κακῶς ἐπὶ τῶν μυῶν τέθεικεν :
4110023 κυστιν
αὐτό , κἀπειδὰν ὑπέλθῃ μόλις ἐκ τῆς κοιλίας εἰς τὴν κύστιν , οὐκ ἀναδίδοται ῥᾳδίως : διόπερ οὔτε οὖρα κινεῖν
κεκραμένου κυάθων β . ἡ κατὰ τοὺς νεφροὺς φλεγμονὴ καὶ κύστιν ἐξαίρετον ἔχει τὴν θεραπείαν : τὸ γὰρ ὀρῶδες περίττωμα
4094809 σκοπελου
μελάθρῳ , πυκνῇσι στροφάλιγξιν ἑὸν δέμας ἀσκήσασαν . Χρειὼ δὲ σκοπέλου μὲν ἀνάντεος ἠδὲ πάγοιο σεύεσθαι προθέοντα ποδώκεα φῦλα λαγωῶν
μιαρωτάτην , ὥστε ἥδιστα ἂν αὐτὴν ὤσαιμι κατὰ τούτου τοῦ σκοπέλου καὶ ἀφανίσαιμι . ταῦτ ' οὖν ἐπῄνεσεν ὁ Ἑρμῆς
4091310 Ἡρακλεωτικου
οὐκ ἀλόγως : ἥ τε γὰρ ῥίζα προσέοικε τῇ τοῦ Ἡρακλεωτικοῦ πάνακος , καὶ ἡ δύναμις ὁμοία καθέστηκε : τὸ
, ἀλλὰ διὰ τῶν σχαστηριῶν τοῦτο πράσσωμεν . Ἕνεκα τοῦ Ἡρακλεωτικοῦ ἅμματος καιρία προσλαμβάνεται , καὶ γίνεται [ καὶ ]
4086338 δερμα
ὑγρὰν οὖσαν , αὐχμηρὸν δ ' ἐργαζομένων ἐκ τούτου τὸ δέρμα , καὶ τὴν θερμασίαν τῶν μορίων αὐξανόντων , καὶ
φαρμάκων , ὅσα δύναμιν ἔχει ἐκ τοῦ βάθους ἐπὶ τὸ δέρμα τὰς περιουσίας τῶν ὑγρῶν ἐπισπᾶσθαι : αἱ δὲ διαφορητικαὶ
4084467 καρδιην
ὑγρὸν σμικρὸν ὁποῖον οὖρον , ὥστε δόξεις ἐν κύστει τὴν καρδίην ἀναστρέφεσθαι : γεγένηται δὲ τούτου ἕνεκα , ὅκως ἅλληται
ζώσαντες πάντη τὰ στόματα , κτηδόνας ἐμβάλλουσιν ἐς τὴν στερεὴν καρδίην . Οὗτοί μοι δοκέουσιν οἱ τόνοι τοῦ σπλάγχνου καὶ
4080822 ἐκεντησε
. Τῆς τρυγόνος τῆς θαλαττίας τὸ κέντρον ἐστὶν ἀπρόσμαχον . ἐκέντησε γὰρ καὶ ἀπέκτεινε παραχρῆμα , καὶ πεφρίκασιν αὐτῆς τόδε
κέντροις διείληπται : τὸ δὲ οὐραῖον τὸ ἄκρον ἐς θάνατον ἐκέντησε τὸν περιτυχόντα καὶ διέφθειρε παραχρῆμα . ἐὰν δέ τις
4079684 ψοφον
οὐδὲν ἀριστήσετε , ὡς ἐγὼ πολλῶν ἀκούσας οἶδα θρίων τὸν ψόφον . εἰ δὲ μὴ τοῦτον μεθήσεις , ἔν τί
παρὰ τὸ μᾶλλον , καὶ διὰ τοῦτο χαλκός τε ξύλου ψόφον ὀξύτερον ποιεῖ καὶ χορδὴ λίνου , πυκνότερα γάρ ,
4077426 πραϋ
τάνδ ' † ἐκβακχια † εὔδροσον πλήρη μετανιπτρίδα δέξαι : πραΰ τί τοι Βρόμιος γάνος τόδε δοὺς ἐπὶ τέρψιν πάντας
προθυμούμενος , ἔλαβεν ἵππον ὑπόπτερον , τουτέστι τὸν Πήγασον φάρμακον πραΰ , ἀντὶ τοῦ πραϋντικόν , ἤγουν τὸν παρὰ τῆς
4073949 ψωραν
ὡς καὶ ἐπὶ τῶν καμήλων καὶ ἐλεφάντων . τὴν δὲ ψώραν τῶν προβάτων θεραπεύσεις οὔρῳ πλύνων , καὶ θεῖον μετ
καὶ δριμέων ἑτέροις παχυχύμοις οἱ λειχῆνες συνίστανται , ῥᾳδίως εἰς ψώραν καὶ λέπραν μεταπίπτοντες : διὸ τῶν ἰσχυρῶς ξηραινόντων χρῄζουσι
4061504 ψαυσαντα
, ἢ περιοδοιπορέοντα καὶ πάμπολλα ἐσθίοντα : ἔπειτα τῇσι χερσὶ ψαύσαντα τῆς γαστρός τε καὶ τῶν φλεβῶν ἧσσόν ἐστιν ἐξαπατᾶσθαι
, καθάπερ ἔμπροσθεν ὑπεδείξαμεν . διόπερ καθέντα τὴν χεῖρα καὶ ψαύσαντα τοῦ κεφαλίου προβιβάζειν αὐτὸ κατ ' ἐπικυλισμὸν ἄχρι τοῦ

Back