ἐπὶ πᾶσαν ἀκοὴν ἰέναι : ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄνιος ἄνεος : καὶ Ἀττικῶς ἄνεως . ἢ ἀπὸ τοῦ | ||
ἀκοὴν ἰέναι : ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄϊος καὶ ἄνιος , ὁ ἄφωνος : καὶ μεταθέσει τοῦ ι εἰς |
Ὁμήρῳ τὸ τιθήμιον . ἀλάω ἀλῶ , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄλημι ἀλήσω ἤλακα ἤλαμαι , καὶ ἀττικῶς ἀλήλαμαι , καὶ | ||
τὴν πλάνην , γίνεται ἀλῶ παράγωγον ῥῆμα , ἐξ οὗ ἄλημι κατὰ μεταβολὴν συζυγίας Αἰολικῶς πρώτης , καὶ διπλασιασμῷ ἀλάλημι |
εἰς ος πρωτοτύπων μὴ ἐπιδεχομένων τὰ ἄρθρασύγκρισίν . τε καὶ παραγωγὴν ἀνεδέξατο , ὡς ἐν Ἀλκυόνι Ἐπίχαρμος , αὐτότερος αὐτῶν | ||
ταρασσόμενοι : ἀτύω , τὸ ταράσσω , ἀτύσω καὶ κατὰ παραγωγὴν ἀτύζω Αἰολικῶς , . , . . . Ἀτύζων |
ἄος μετὰ τοῦ στερητικοῦ α , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἄναος , καὶ Ἀττικῶς ἄνεως ὁ ἄφωνος : πρόσκειται ὀνόματα | ||
καὶ παρὰ τὸ αὔω ἄναυος , καὶ ἐλλείψει τοῦ υ ἄναος . ἀφ ' οὗ τὸ Ἀττικὸν ἄνεως , ὡς |
ὀδούς ὀδόντος ὄνομα μετοχικὸν λέγεται , ἐπειδὴ καὶ τόνον καὶ κλίσιν μετοχῆς ἔχει : ὥσπερ γὰρ διδούς διδόντος οὕτω καὶ | ||
Συνῃρημένα εἶπε διὰ τὰ ἀσυναίρετα : ταῦτα ἰδικὴν οὐκ ἔχει κλίσιν , ἀλλὰ τὴν τῶν ἐντελῶν ἀφ ' ὧν συναιροῦνται |
ἐδείκνυτο γὰρ τὸ προκείμενον , ὡς ἀπὸ Ἀττικῆς γραφῆς τῆς ἄνεως ἐσχημάτιστο : ἦν δὲ τὸ παρὰ Ἀττικοῖς ἄνεως τρίτην | ||
ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἴος καὶ ἄνιος ἄνεος : καὶ Ἀττικῶς ἄνεως . ἢ ἀπὸ τοῦ αὔω τοῦ σημαίνοντος καὶ Ἀττικῶς |
ὀξύτονα , εἴτε βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφει τὴν παραλήγουσαν : οἷον , σφαλερός : δολερός : χλοερός : | ||
εἰς χω λήγοντα δισύλλαβα περισπώμενα διὰ τοῦ ι γράφει τὴν παραλήγουσαν , ἢ διὰ τοῦ υ : οἷον , τυχῶ |
τὰ ἄχυρα λικμώμενα ἐπιφέρονται , οἱονεὶ ἀχυριαί τινες οὖσαι , πλεονασμῷ τοῦ μ ἀχυρμιαί , . , . . , | ||
. : δάπτομαι : Καὶ κατὰ ἀναδιπλασμὸν δαδάπτομαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ δαρδάπτομαι . : Κέαρ παρὰ τὸ κεκρᾶσθαι |
ὄνομα , καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ δι ' εὐφωνίαν βάθρον . Βλώσκω , μολῶ ἐστὶν , ἀφ ' | ||
αὐτοὺς προσέχων τὴν γνώμην παρὰ μέρη διῃρημένους τὴν κατὰ τὴν εὐφωνίαν ἐπιμέλειαν . ἢ γὰρ προσέθεσάν τι μόριον τῷ κοινῷ |
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν | ||
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι |
ἄνεμος , παρὰ τὸ ἀεῖν καὶ πνεῖν . ἀῶ , ἀήσω , ἀήτης . οὕτως Ἡσίοδος φησίν : διασκιδνᾶσιν ἀέντος | ||
, ἡ ἄγαν ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω |
Δωρικὴν γίνεται φάζω ὡς βῶ βάζω , καὶ Αἰολικῶς κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ φαύζω : οἱ γὰρ Αἰολεῖς εἰώθασι τῷ | ||
ἐν Ἠλιακῶν πρώτῳ . τὸ ἐθνικὸν Νωνακρίτης , καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Νωνακριάτης , ὁ Ἑρμῆς . Λυκόφρων „ |
ἐπένθεσις τοῦ β , ἀβλεμέως . Ἀκμή , παρὰ τὸ ἀκὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ , ἀκμή . Αὔριον | ||
σίγα , ὡς σαφὴς σάφα , λιγὺς λίγα , οὕτω ἀκὴ ἄκα , καὶ κατὰ τροπὴν ἦκα , ὡς ἄγυρις |
ἀκολουθίας , οὐσίαν τε μόνον δηλοῦσιν . Ὁριστέον οὖν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε : λέξιν ἀντ ' ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν | ||
, καὶ τὸ ῥῆμα συνυπακουόμενον ἔχον τὸ ὄνομα ἢ τὴν ἀντωνυμίαν ἢ τὸ ἀπαρέμφατον λόγος ἐστίν . εἰ δὲ τοῦτο |
μὲν εἶχον τὴν ἐνεργητικὴν μετοχὴν εἰς ς ὀξύτονον , ἐκεῖνα τροπῇ τοῦ τ εἰς ς ποιεῖ τὸ δεύτερον , ὅσα | ||
αὐτὸν εἰσάγει . εἰπὼν δὲ αὐτὸν βούταν , ἐνέμεινε τῇ τροπῇ : αὐλοῦσι γὰρ ἑπόμενοι τοῖς ποιμνίοις οἱ βουκόλοι . |
. . . . ἀμύμων : ἄψογος : παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ | ||
βαρύνονται δίχα ὡς εἴρηται τῶν παραληγομένων τῷ ο , οἷον μύω , κλύω , πλέω , νάω , τίω ” |
κεφάλαια μελετῆσαι : εἶτ ' ἐπανελθεῖν δεῖ πάλιν ἐπὶ τὴν μετάθεσιν τῆς αἰτίας καὶ εἰπεῖν : οἷον διὰ τὸ ἀναγκάσαι | ||
Λητώ , οἱονεὶ ληθώ τις οὖσα καθ ' ἑνὸς στοιχείου μετάθεσιν : τὸ γὰρ ἀμνημονούμενον οὐκέτι ἀγγελθῆναι δύναται , διὸ |
τὸ ἐπιτεταμένως βλέπειν : τείνω τενῶ τενίζω καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀτενίζω , * ? Ἄπλητα ἄπειρα , πολλά | ||
παρὰ τὸ ῥαίω , τὸ φθείρω , καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀραιή , ὅθεν καὶ δασύνεται . ἔστιν ὅτε |
, οὕτω καὶ τὸ βλήμενος , ἐκ τοῦ βεβλημένος κατὰ συγκοπήν . . . . βλῆσθαι : ἀπὸ τοῦ βλῶ | ||
ἀπαγγελεῖ καὶ εἰς τὸ μέλλον διαστέλλεται . ἀππέμψει , κατὰ συγκοπήν , ἀποπέμψει . ἀπροτίμαστος ἄψαυστος , ἀπρόσθικτος : τὸ |
κατὰ συγκοπὴν κράσω : ῥηματικὸν ὄνομα κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος , ἐξ οὗ καὶ κρατήρ , ἀφ | ||
καὶ πλεονασμῶ τῆς λι συλλαβῆς σπαλιεύς : καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπαλιεὺς . ἀφροντιστήσας : ἀμεριμνήσας , ἢ ἀμελήσας |
ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ ὑπάρχω . ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀρ , ὡς θένω θέναρ , ἔβω ἔβαρ | ||
κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ μεταθέσει τοῦ α εἰς ο , |
τῆς εἰς α προσειληφέναι τὸ ς . ὡς γὰρ τῷ ἠρεμῶ τὸ ἠρέμα παράκειται , τῷ σιγῶ τὸ σῖγα , | ||
ἀδείας , τουτέστιν ἀδεῶς καὶ ἀφόβως . καὶ σχολάζω τὸ ἠρεμῶ καὶ ἡσυχίαν ἔχω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ γενικῆς , |
: ἦρχε δ ' ἄρά σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ | ||
ὅτι οὐκ ἐντέτακται ἡ ἀκή , καθάπερ ἐπὶ τοῦ ξίφους τανύηκες ἄορ ἀλλὰ κατὰ παραγωγὴν τανυήκεας ὄζους , οἷον ταναούς |
γὰρ μετὰ τὰ ἀπ ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους χρωμένου τῇ μεταθέσει τῆς αἰτίας τῇ ὅτι μοιχὸν ἀπέκτεινα τοῦ φεύγοντος , | ||
τεί παρὰ Δωριεῦσι διὰ τοῦ ει γραφομένης ᾖ ἐσχηματισμένη , μεταθέσει τοῦ ει εἰς τὸ ι , ὅπερ σύνηθες , |
τοῦ θελῶ : θελησμός : ὡς μελήσω μελησμός : καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ , θελημός . Θύελλα : παρὰ τὸ | ||
φώς φωτός , χρώς χρωτός , εἰ δὲ πεπονθότα , ἀποβολῇ τοῦ ς , ὁ σῶς τοῦ σῶ , ὁ |
Στράβων ὀγδόῃ . χώρα δὲ ἡ Μεσσηνία καὶ Μέσση κατὰ ἀποκοπήν , ἢ Μέση καὶ Μεσήνη , ὥς τινες . | ||
δόλοισιν : ἐν , μηχανήμασιν . Πολλάκι : κατ ' ἀποκοπήν . κρατερόν : ἰσχυρόν . ὑπέρτερον : ἰσχυρότερον , |
γίνονται δὲ κατὰ ἔνδειαν τοῦ ς καὶ κρᾶσιν ἔθου καὶ ἔδου , ἐπῄνες ' ἔργον καὶ πρόνοιαν ἣν ἔθου , | ||
, ὁ βʹ ἀόριστος ἔδην , ὁ μέσος ἐδήμην , ἔδου , καὶ τὸ προστακτικὸν δοῦ , καὶ μετὰ τῆς |
κίε . ἰὼ ἰώ [ Περσὶς αἶα δύσβατος . ] ἰωὰ δὴ κατ ' ἄστυ . ἰωὰ δῆτα , ναὶ | ||
γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰωὰ ] † θρηνήματα οὐδετέρως ἐστί . κατ ' ἄστυ |
καὶ διέχειαν ἢ χωρισμὸν καὶ διακοπὴν μὴ ὑφιστάμενον , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι καὶ ἐκτάσει τοῦ ε εἰς η καὶ | ||
. Κῦμα . κύω , κυήσω , κύημα , καὶ συγκοπῇ κῦμα . οἱ δὲ παρὰ τὸ κυκῶ , κυκήσω |
εἴπερ βαρυνόμενα εἴη , πάντως κατὰ διάλεκτον , ὡς τὸ παίω πήω λεγόμενον παρὰ Βοιωτοῖς κτλ . . , : | ||
τὸ γόνυ , ἐγὼ δὲ διελάσας τὴν ἀσπίδα τῇ σαρίσῃ παίω διαμπὰξ ἐς τὸ στέρνον , εἶτ ' ἐπιδραμὼν ἀπεδειροτόμησα |
τηνικαῦτα ἐπιρρηματικῆς ἔχεσθαι συντάξεως τὰ μόρια , ὡς ἐπὶ τοῦ χαλκόφι χαλκός . ἰδοὺ γάρ , φησίν , αἱ παραχθεῖσαι | ||
: τοῦτο ἀπὸ εὐθείας ἀντὶ τοῦ ἑτέρα : ἀπὸ γενικῆς χαλκόφι : ἐπὶ δοτικῆς φαινομένῃφι : ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγει |
, ἐπειδὰν κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν ἢ μύσιν ὑστέρας ἢ συστολὴν ἐπανορθῶσαι : σκευάζονται δὲ καὶ οὗτοι διὰ μέλιτος , | ||
Ἐρασιστρατείων συντιθείς , ὅσοι τὸν σφυγμὸν ἔφασαν εἶναι διαστολὴν καὶ συστολὴν ἀρτηριῶν τε καὶ καρδίας , ὑπὸ ζωτικῆς τε καὶ |
κινεῖ . Θράττει , οἷον ταράττει , κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπὴν γεγενημένον . Θυήματα . θυμιάματα . ἄλφιτα δέ ἐστι | ||
ἐπίῤῥημα , καὶ τὸ οἴκει ἀπὸ τὸ οἴκοι γεγονὸς κατὰ τροπὴν τοῦ ο εἰς ε : τὰ γὰρ Δωρικῶς παρηγμένα |
. , . . . . ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν , ἥ τ ' ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν | ||
, ἤλασε μηρόν ἀίγδην , μέσσας δὲ σὺν ὀστέῳ ἶνας ἔκερσεν . ὀξὺ δ ' ὅγε κλάγξας , οὔδει πέσεν |
ὁ παρακείμενος ἦρκα καὶ ὁ μέσος ἦρα , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν Ἀττικὸν ἄρηρα , ἡ μετοχὴ ἀρηρώς : οὔτε φρεσὶν | ||
, ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω καὶ ἐνθουσιῶ ἐνθουσιάζω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παφλάζω . . . , πεπάλη : πάσω πάλη |
σεσημειωμένων , ὅτι τὰ εἰς ΟΣ λήγοντα μονοσύλλαβα κατὰ τὴν γενικὴν , τὰ μὲν ὀξύτονα , ἐὰν διὰ συμφώνων κλίνοιντο | ||
αἱ πτώσεις : ὀρθὴν γὰρ καὶ αἰτιατικὴν ὁμοῦ λέγομεν καὶ γενικὴν καὶ δοτικὴν πάλιν ὁμοῦ . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι |
κύσω : κύω τὸ κατὰ γαστρὸς ἔχω , ὁ μέλλων κυήσω , ἐξ οὗ καὶ κύησις ἡ μετὰ τὴν σύλληψιν | ||
τὸ παρὰ τὴν κοινὴν εἶναι συνήθειαν : τοίνυν οὐδὲ τὸ κυήσω οὐδὲ τὸ φερήσω καὶ τὰ ἄλλα πάντα , ἅπερ |
βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ | ||
ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
συζυγίας Αἰολικῶς πρώτης , καὶ διπλασιασμῷ ἀλάλημι , ὁ παθητικὸς ἀλάλημαι καὶ ἀλάλησθαι . ὁμολογεῖ δὲ ἡ μετοχὴ προπαροξυνομένη , | ||
ἔνθεν τὸ ἀληλαμένοι περὶ κύκλον , καὶ καθ ' ὑπερβιβασμὸν ἀλάλημαι , . , . . + . . . |
ὀξυτονητέον τὴν πρώτην : Ἡρωδιανὸς δὲ τὴν τελευταίαν ὀξύνει . φορεὺς δὲ ὁ φέρων . Ναύπλιος υἱὸς Ποσειδῶνος καὶ Ἀμυμώνης | ||
γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου , ὅτε καὶ φορεὺς εἶναί οἱ τῶν τόξων , ἃ δὴ καὶ ὕστερον |
ἐπὶ ἐνεστῶτος , ὁπότε μὴ ἀπὸ μέλλοντος εἰς ἐνεστῶτα μετήχθη ποιητικῶς , περισπᾶται : ἰσῶ νοσῶ μασῶ . Τὰ εἰς | ||
Ῥόδον καὶ Ἀτάβυριν , καὶ ἔτι Λακεδαίμονα καὶ Ταΰγετον : ποιητικῶς δὲ τοὐναντίον . ἐν μέντοι τῷ „ ναιετάω δ |
ἐξέχουσαν καὶ ὑπερβάλλουσαν . ἀναφέρει δὲ ἐπὶ τὰ Ὁμηρικά : Πηλιάδα μελίην , τὴν πατρὶ φίλῳ τάμε Χείρων . ἀντιτάττεται | ||
τὸ συγγενὲς τῷ ἰωνικῷ τροχαϊκὸν μεθαρμόσας αὐτὸ οὕτως σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον : δύο γάρ εἰσιν ἐνταῦθα |
Χρύσην , καὶ τὰ ὅμοια . Διπλασιασμός ἐστι τοῦ αὐτοῦ συμφώνου προσθήκη ἐντὸς τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς οὐ ποιοῦντος | ||
, πεπών περιεκτικόν . Τὰ εἰς ΡΩΝ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου , εἰ μὴ εἴη περιεκτικὰ , ἢ ἐπὶ πόλεων |
τοῖς δασέσιν . καὶ τὸ μὲν δεύτερον ρ ἔχει τὴν δασεῖαν τοῦ πρωτοτύπου : ῥῆμα , ἐπίῤῥημα : τὸ δὲ | ||
, ἀποβολῇ τοῦ ι , καὶ τροπῇ τῆς ψιλῆς εἰς δασεῖαν , καὶ τῆς βαρείας εἰς ὀξεῖαν . Πᾶσα μετοχὴ |
, ἀνομβρίαν . , ἀνυδρίαν , ὁ αὐχμός . αὐχμὸς ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ αὔειν ἤγουν ξηρότητα χέειν . πιέζειν ] | ||
εἶδος μέλαν κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ , κορακῖνος δ ' ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰς κόρας ἤτοι τοὺς ὀφθαλμούς . |
τοῦ τος τὰ δὲ διὰ τοῦ εος , ἃ καὶ συναίρεσιν ἐπιδέχονται , τρεῖς σοι τούτων κανόνας προτίθεται , τὸν | ||
τειχέοιν καὶ κατὰ συναίρεσιν τειχοῖν . ὦ τείχεε καὶ κατὰ συναίρεσιν τείχη . Πληθ . Τὰ τείχεα καὶ κατὰ συναίρεσιν |
τὸν ἱστὸν διὰ τὴν τῶν ὑφαινομένων , ὡς εἰκός , πλατύτητα . πρώτην δὲ γυναῖκα Αἰγυπτίαν , Ὕρ τὸ ὄνομα | ||
περιστατικῶν μορίων εἴ τις διὰ πλειόνων τόπων ἐπεξεργάζεσθαι βούλοιτο πολλὴν πλατύτητα ποριεῖ τῷ λόγῳ . [ , ] ἔτι δὲ |
δύναμις , ᾗ συμβέβηκε τὸ ἀόρατον . ἀλλ ' ὡς στοιχείου καὶ ἀρχῆς ἐδεήθησαν τοῦ ἀπείρου . θαυμαστὸν δὲ ἀριθμὸν | ||
, ὦ ἑταῖρε , δοκεῖ , καὶ ἀποδέχῃ τὴν διὰ στοιχείου διέξοδον περὶ ἑκάστου λόγον εἶναι , τὴν δὲ κατὰ |
. ἐκ δὲ τοῦ ὀΐω ὀϊστός καὶ ἀνώϊστος κατ ' ἔκτασιν . ἢ ἐκ τοῦ ὤϊσμαι ὤϊσαι ὠϊστί καὶ ἀνωϊστί | ||
μὲν βραχύ , ἀποκοπή ἐστιν , ἐὰν δὲ κατ ' ἔκτασιν , ἀπὸ τοῦ ἱστῶ ἵστα , ὡς βόα . |
ὀνομάτων : ἐμεῖο γὰρ καὶ ἐμεῦ , οὐχ ὡς ἡ Ἀτρείδεω καὶ ἡ Ἀτρείδαο ἢ καλοῖο . . Καθὼς πρόκειται | ||
εὐθείας Ἀσίου ἡ γενικὴ γίνεται , Ἰωνικῶς Ἀσίεω , ὡς Ἀτρείδεω , καὶ κατὰ κρᾶσιν Ἀσίω . ἢ κατὰ συγκοπήν |
καὶ πτώκας : τὰς αἰτιατικὰς οἱ Δωριεῖς τῶν εἰς ες ληγουσῶν εὐθειῶν τῶν πληθυντικῶν ὁμοίως ταῖς εὐθείαις παροξύνουσι καὶ μακρὸν | ||
τῷ ο παρεδρευόμενα ἢ ἀπ ' εὐθειῶν τῶν εἰς ος ληγουσῶν παρῆχθαι ἢ γενικῶν τῶν εἰς ος , Λεσβόθεν , |
πω λῴονι θνητῶν : Αἴαντος , ὅτ ' ἦν τόδε φωνῶ . Ἦ πολλὰ βροτοῖς ἔστιν ἰδοῦσιν γνῶναι : πρὶν | ||
. , : κλύω : παρὰ τὸ κλῶ , τὸ φωνῶ , πλεονασμῷ τοῦ υ κλύω . οὕτως Φιλόξενος . |
δ ' ἐς νῆσον : ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : † λέγεται δὲ τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον | ||
χθών παράκειται τῇ εὐθείᾳ κατὰ λόγον τὸν τῆς προθέσεως , ἐπιρρήματος δὲ τοῦ πέριξ : ἢ καθ ' ὑπερβατόν ἐστι |
τὴν διάθεσιν τῆς ψυχῆς σημαίνει , τὸ δὲ προλέγειν τὴν προφορὰν αὐτὴν τῶν λεγομένων ἣν ποιούμεθα ἀλλήλοις ἀνακοινούμενοι τὰ πράγματα | ||
ἀγαθῶν εἰς ἀεὶ καρπούμενος . ἀλλὰ μετανάστηθι κἀκ τοῦ κατὰ προφορὰν λόγου , ὃν πατρὸς οἶκον ὠνόμασεν , ἵνα μὴ |
βαδίζων ” θλασθείη τὴν κεφαλήν . τῆς κεφαλῆς Ὀρέστης : Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν . ὁ δὲ Ὀρέστης οὗτος | ||
, ἀλυκτῶ : ὁ παθητικὸς παρακείμενος , ἠλύκτημαι : καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύκτημαι . ἀλειπὴς πηγὴ ἐν Ἐφέσω : οὕτω καλουμένη |
ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς | ||
καὶ ἐνοσίφυλλος . ἤνοκα καὶ ἤνοθα ὁ μέσος , καὶ διπλασιασμῷ Ἀττικῷ ἐνήνοθα . . . . , , : |
τοῦ Ἀπίωνος λόγος διὰ τοῦ ι γράφει τὴν τοῦ Ἠλυσίου ἄρχουσαν : ὁ δ ' αὐτὸς λέγει καὶ ὅτι πείρατα | ||
. τὸ γʹ ἰαμβέλεγος τὴν τελευταίαν συλλαβὴν μετατιθεὶς ἐπὶ τὴν ἄρχουσαν . γεγένηται δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν |
: συντόμως ἀνάγει . Τὴν παρωνυχίδα μικρὰν ἔτι οὖσαν καὶ ἀρχομένην κηκὶς μετὰ μέλιτος καταστέλλει καὶ κωλύει συστῆναι : γενομένην | ||
μείζονος δίμετρον παρατετηρημένον : τὴν γὰρ πρώτην συζυγίαν ἀπὸ βραχείας ἀρχομένην ἐποίησεν . [ ἤγουν παίωνα δεύτερον . ] τὸ |
φρενῶν : διακναιομένων : τῶν ἀγαθῶν φθειρομένων δεῖ πενθεῖν . κνῆστις γὰρ ἡ μάχαιρα : ἀλλ ' οὐδὲ ναυκληρίαν : | ||
: εἰ γάρ οἱ τις ἐπιψαύσειε πελάσσας , αὐτίκα οἱ κνῆστις μὲν ἐπὶ χροῒ θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει , σμώδιξ δὲ |
ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : οὕτως οὖν καὶ κόμη ὁ Κόμης τοῦ Κόμου καὶ γύη ὁ γύης τοῦ γύου : | ||
εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικὴν τῷ λόγῳ τοῦ Κόμης Κόμου καὶ γύης γύου : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ |
τὸ μὲν γὰρ εἷς ὡς ἀριθμὸς δασύνεται , εἰ δὲ ἐκλίθη διὰ τοῦ ντ , ἐψιλοῦτο ἂν ἡ γενικὴ τῷ | ||
κράς , ὃ σημαίνει τὴν κεφαλήν , διὰ τοῦ τ ἐκλίθη , οἷον Α κρατὸς ἀπ ' ἀθανάτοιο : καὶ |
ὁ νεωτερισμὸς ἡμῖν κακὸν ἀναστήσῃ . ἄλλως : τινὲς κατὰ συναλοιφὴν θέλουσιν ἐξενηνέχθαι , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ : ἢ | ||
ἵππαιχμόν θ ' ἅμα δή , καὶ ὁ λόγος κατὰ συναλοιφὴν , ἵν ' ᾖ : ὁ λαὸς μνηστὴρ ἅμα |
τὰ εἰς ος λήγοντα καθαρὰ ἁπλᾶ , παραληγόμενα οὐκ ἔστιν πηός , καὶ αὐτὸ ἐκ πάθους , τὸ παληός ἀρχηός | ||
πάμων ὄνομα ῥηματικόν . . . . , , : πηός : . . . ἔστι γὰρ πῶ καὶ σημαίνει |
καὶ πρωτοτύπου . τὴν γὰρ ἀπαράδεκτον τοῦ ἄρθρου οἴεται ἐκ πρωτοτύπου συντεθεῖσθαι , ἐμαυτοῦ ἀκούω , σαυτοῦ φείδῃ , τὴν | ||
παιδὶ Ἀχιλλεῖ . ἢ ἀντὶ τοῦ Πηλέως , πατρωνυμικὸν ἀντὶ πρωτοτύπου : γράφεται παῖ : † ἀντὶ τοῦ πῶς πῶς |
εἶπεν ὦ θαυμάσιε λυτικέ , ἐὰν ἀφέλῃς τοῦ Σωτῆρος τὸ σω καὶ τοῦ Σωσιγένους τὸ σι καὶ τοῦ Βίωνος τὴν | ||
τοῦ ἐνεστῶτος ἐκβολῇ τοῦ τι καὶ τροπῇ τοῦ μι εἰς σω : σημείωσαί σοι περὶ τῶν μελλόντων καί τι θαυμάσιον |
' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν : τοῦ γὰρ λειποθυμοῦντος τὸ πνεῦμα ῥιπίσασα ἡ | ||
ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν : αὔρη δ ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει |
οἱ γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν , τὴν ἂψ ἐν χειρῶν ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν κτλ | ||
Ἐμεῦ . κοινὴ Ἰώνων καὶ Δωριέων , ἐμεῦ δ ' ἕλετο μέγαν ὅρκον : ἄκουε νῦν καὶ ἐμεῦ , Ῥώγκα |
ἐπανέρχεται ἐπὶ τὸ πρῶτον ὣς ὀξεῖ ' ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο . οὕτω καὶ Θουκυδίδης : ἐκ δὲ τεκμηρίων , | ||
ὁρμήματά τε στοναχάς τε , ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρείδαο , Κύκλωπος κεχόλωται , καὶ ἄλλα πλεῖστα , ἔχοντος |
ὡς προείρηται : εἰ οὖν ταῦτα εἰς φωνῆεν ἔχουσι τὴν κλητικὴν καταλήγουσαν , ὦ Ἐρετριεῦ γὰρ καὶ ὦ Πειραιεῦ καὶ | ||
τρίτοις προσώποις σύνταξιν ποιουμένων , καὶ εἰ ἀπεμφαῖνον τὸ τὴν κλητικὴν ὄνομα μὴ παραδέχεσθαι , ἀπεμφαῖνον ἄρα καὶ τὸ τῆς |
: Σιμπλίκιος : λιμπάνω : κίνδυνος : Κιμμέριος : τὸ μεσημερία διὰ τοῦ η γραφόμενον τὴν μέσην ἀλλ ' οὐχ | ||
, ὡς ἐπὶ τοῦ μεσημβρία καὶ γαμβρός ἐκ συγκοπῆς τοῦ μεσημερία καὶ γαμηρός : οὐκ ἄτοπον δὲ καὶ ὡς ἀπὸ |
. Τὸ μὲν οὖν Ἀφθόνιος ὄνομα ἔστι μὲν κύριον καὶ παραγωγόν , τὰ μάλιστα δὲ οἰκειότατον τῷ ῥήτορι πέφυκε τῷ | ||
ἀμφοῖν . Οὔτε ἄρα ἡνωμένου τινός , οὔτε διωρισμένου ἐστὶ παραγωγόν , ἀλλὰ πάντων ἁπλῶς τῶν κατὰ πάντα τρόπον ὑφεστηκότων |
ἐξ οὗ καὶ ἀλαβανδιακὸς σολοικισμός , ὡς Φιλόξενος ὁ τὴν Ὀδύσσειαν ἐξηγούμενος , ὅταν ἡ μὴ ἀπαγόρευσις ἀντὶ τῆς οὐ | ||
, , ἐν ὑπομνήματι Ἀνδρονίκου εἰς τὸ δος Ἀριστονίκου εἰς Ὀδύσσειαν . . . . , . ὣς ἄρ ' |
Ἰσθμοῖ , πολλαχόθι , οὐδαμόθι , ὁτὲ δὲ κατὰ τὴν δοτικὴν μόνην , οἷον Ἀθήνῃσι , Θήβῃσι καὶ ὡς ἐπὶ | ||
γραμματικοί , τὴν ἀπὸ τῆς ὀρθῆς ἐπὶ τὴν γενικὴν καὶ δοτικὴν ἑτερότητα . Ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς τὰ παρώνυμα μέσα |
ἐξωγκωμένος : οἰδῶ γὰρ τὸ ὀγκοῦμαι . ᾠδήκαντι : οἰδῶ οἰδήσω ᾤδηκα . οἱ Δωριεῖς τὸ γʹ πρόσωπον τῶν πληθυντικῶν | ||
εἰς ο , ἄτλος καὶ ὄτλος . Οἶδμα . οἰδῶ οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . |
, τροπὴ δὲ ἐγένετο τοῦ ν εἰς ς κατὰ Δωρικὴν διάλεκτον , ὥσπερ ἦν ἦς , εἵρπομεν εἵρπομες , ὡς | ||
Ἑλλήνων . φθόγγον ] φωνήν , λαλιάν . φθόγγον ] διάλεκτον . χέουσαν ] ἔχουσαν . χέουσαν ] σκορπίζουσαν . |
πρόχουν τινὰ ἔχων προσοίσει , νεαροῦ τοῦ ὕδατος ἐπιχέων κατὰ λέβητος ἢ λουτηρίου τινός , ἐπεὶ καὶ τοῦτο τοὔνομα ἐπὶ | ||
' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ χρυσείῃ , ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος , νίψασθαι : παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν . |
τῇ σῇ ἁφῇ , τὸ δὲ ἐναργές παρὰ τὴν ἐν πρόθεσιν καὶ τὸν ἄρα συλλογιστικὸν σύνδεσμον καὶ τὸ γίνεσθαι . | ||
δὲ ταράσσεσθαι μή τις ἡμᾶς φήσει ὑπὲρ ποιότητος ποιησαμένοος τὴν πρόθεσιν πολλὰ τῶν πρός τι συγκαταριθμεῖσθαι : τὰς γὰρ ἕξεις |
. οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονεν ἐκ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἄση . . . | ||
. Ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἄω , τὸ κοιμῶμαι , ὁ μέλλων ἀέσω , ὅθεν |
Ἔλλειψις δέ ἐστιν ἀποβολὴ φωνήεντος κατὰ τὸ μέσον οὐ ποιοῦντος συλλαβήν , οἷον ἀμνίον ἀντὶ τοῦ αἱμνίον , ἑταῖρος ἕταρος | ||
καὶ ἡ κλητική . Πρόσκειται καὶ συναιρουμένη κατὰ τὴν τελευταίαν συλλαβήν διὰ τὸ Ἡρακλῆες : ἰδοὺ γὰρ τοῦτο εἰς ς |
διὰ τοῦ η : οὐδέποτε γὰρ γενικὴ διὰ τοῦ τος κλινομένη ἀρσενικὴ ἔχει ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , οἷον | ||
ἡ κλίσις , ποτὲ μὲν περιττοσυλλάβως , ποτὲ δὲ ἰσοσυλλάβως κλινομένη : καὶ πρόσσχες , πότε μὲν περιττοσυλλάβως , πότε |
ὡς ἅρπαγας . ] ὀξὺν ἱερακίσκον : Ἀντὶ τοῦ ἁρπαγὴν ὀξεῖαν . Δίδυμος , τάχος ὡς ἱέρακος , ἵνα ταχέως | ||
ἀέρος ἐγκεφάλου καὶ αἵματος δι ' ὤτων μέχρι ψυχῆς : ὀξεῖαν δὲ καὶ βαρεῖαν τὴν ταχεῖαν καὶ βραδεῖαν : συμφωνεῖν |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ δύω δύνω καὶ θύω θύνω , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ ν ἀχνύω : | ||
ἀλλήλων δὲ διέχουσιν πολύ . βοῦν προσκυνεῖς , ἐγὼ δὲ θύω τοῖς θεοῖς : τὴν ἔγχελυν μέγιστον ἡγεῖ δαίμονα , |
τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ | ||
ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε |
καὶ τὸ κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα | ||
, καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα ποιεῖ κατὰ πλεονασμὸν , ὡς οὗτος ὁ |
. . . † ἀπωμόρξατο : ἐκ τοῦ ἀμέργω τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω | ||
κτισάντων τὴν πόλιν , ἥτις τῇ Κολχίδι φωνῇ Πόλαι καλεῖται σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος τοὺς φυγάδας , ὥς φησι Καλλίμαχος . |
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
σιδήρειός τε ῥαιστήρων κτύπος . Μία δ ' ἐστὶν αὐτῶν Δωρικὴν ἀποικίαν ἔχουσα , Λιπάρα δ ' ὄνομα , συγγενὶς | ||
ἀγαπῶσαν φίλει . Τὸν λίθον πρὸς τὴν σπάρτην κατὰ τὴν Δωρικὴν παροιμίαν ἄγοντες . Τὸν πόκον περικείρεσθαι βούλομαι τῶν προβάτων |
κλίνεται ἀπτῆνος : ἡ μηδέποτε πτᾶσα : παρὰ τὸ πέτω πέτην , συγκοπῇ πτήν καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπτήν | ||
? Ἀπτήν : τὴν μηδέπω πτᾶσαν : παρὰ τὸ πέτω πέτην , καὶ πτήν , καὶ ἀπτήν * * * |
ἔχει καὶ τὸ μέγα ω καὶ τὴν περισπωμένην ἀπὸ τῆς συναιρέσεως : κλίνεται δὲ φωτός : ἁπλῶς γὰρ εἰπεῖν δύο | ||
λέγων : ὅτι πᾶσα ὀρθὴ καὶ αἰτιατικὴ μὴ οὖσα ἀπὸ συναιρέσεως ὀξύνεται , καὶ πάλιν πᾶν ἄρθρον ὀρθῆς καὶ αἰτιατικῆς |
μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ . ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν ὑπὸ πλατέος τελαμῶνος ἀσπίδος εὐκύλου : τῷ τείρετο , κάμνε δὲ | ||
καὶ ἰσχυρὸν ἁλύσει σιδηρᾶι προσηρτημένον καθιᾶσι , προσδήσαντες αὐτῶι λευκολίνου πλατέος ὅπλον , ἐρίωι κατειλήσαντες καὶ τὸ [ ἄγκιστρον ] |
ὁ μέλλων ἀποβάλλων τὸ ω ἀποτελεῖ ὄνομα : ἀΐσσω ἀΐξω ἄϊξ . ἄλλως τε τὰ εἰς ξ λήγοντα ὀνόματα ἀποστρέφονται | ||
ἀποστρέφονται γὴν ει δίφθογγον : τέττιξ πέρδιξ , οὕτως καὶ ἄϊξ . πρόσκειται τὴν ει δίφθογγον διὰ τὸ γλαῦξ καὶ |
στάχυας ἀντὶ τοῦ ταῖς χερσὶ συντρίβοντες . καὶ ψῶ τὸ καίω , ἐξ οὗ καὶ ψωλὸς δαλὸς ὁ κεκαυμένος καὶ | ||
μέλλων μαρῶ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ μαυρῶ , ὡς καίω καύσω καὶ κλαίω κλαύσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ῥηματικὸν |
ἀκριβῶς ἐσταλμένοι , καὶ ταῖς τριήρεσιν ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ χώ - ματος ἐπιπλέοντες οἱ Τύριοι , ἅτε δὴ θαλασσοκρατοῦντες | ||
τέρψιν [ νῦν ? [ ! ] ! σκοποῦμαι ? χώ ! [ ὡς ἄσμενός ς ' ἐσεῖδον ? ! |
, κατὰ ῥήματοϲ λεγόμενον ἢ ἐπιλεγόμενον ῥήματι . Τῶν δὲ ἐπιρρημάτων τὰ μέν ἐϲτιν ἁπλᾶ , τὰ δὲ ϲύνθετα : | ||
τὴν ευ ἐβάρυναν τὸ ἐπίρρημα . [ Τὰ τοπικὰ τῶν ἐπιρρημάτων τρεῖς ἔχει διαστάσεις , τὴν ἐν τόπῳ , τὴν |
. . . , : ἀκτίς : παρὰ τὸ ἀΐσσω ἀΐξω ἀκτός : καὶ παρώνυμον ἀκτίς : ἡ ἀΐσσουσα πανταχόθεν | ||
τὸ ζῷον . παρὰ τὸ ἀΐσσω , τὸ ὁρμῶ , ἀΐξω , ἀποβολῇ τοῦ ω γίνεται ἄϊξ καὶ κατὰ συναίρεσιν |
τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος | ||
τὸ κατακλινείς μετοχὴ τοῦ παθητικοῦ δευτέρου ἀορίστου : κλίνω , κλινῶ , ἔκλινα , ἔκλινον , ὁ παθητικὸς βʹ ἀόριστος |
. . . . . . ἀλακάτη , , : ἀλακάτη : καὶ ἠλακάτη Ἰωνικῶς : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω | ||
πλεονάσαντος ἐγένετο ἀκαλός . . . . , . : ἀλακάτη καὶ ἠλακάτη : ἀπὸ τοῦ ἄγω ἄξω ἀκτὸς εἴρηται |
παρά σᾶμα νέονται . ἐγὼ δὲ πλέον ' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ ' Ὅμηρον : | ||
ἀντὶ τοῦ Ἰδομενέως οὐκ ἔληγεν ἡ δύναμις : καὶ πάλιν Ὀδυσσέος Ὀδυσσεῦς , ω Ὀδυσεῦς δὲ λαβὼν κύσε χεῖρ ' |
Κῶον : λῶον οὐ μονογενῆ : τὸ ᾠὸν περὶ τόνον διαλλάξαν τὴν γραφὴν ἐφύλαξεν : λέγεται δὲ καὶ ἐν διαλύσει | ||
ἔνδος γὰρ λέγεται πολλάκις καὶ ἔνδοι : τέσσαρσιν οὖν διαφοραῖς διαλλάξαν , οὐδὲν θαυμαστὸν εἰ καὶ κατὰ τόνον διήλλαξεν : |
γενικὴ ἰσοσυλλαβοῦσα τῇ εὐθείᾳ τὴν δοτικὴν ἔχει εἰς ι ἀνεκφώνητον λήγουσαν μετὰ τοῦ φωνήεντος τῆς εὐθείας ἢ μείζονος ἀντιστοίχου . | ||
τὴν παραλήγουσαν , οἷον Ἀτρείδεω Πριαμίδεω , ἢ συστέλλει τὴν λήγουσαν καὶ ἐκτείνει τὴν παραλήγουσαν , οἷον καλοῖο σοφοῖο Πριάμοιο |