, κατὰ τροπὴν τοῦ π εἰς κ ἀπονητί καὶ Ἰωνικῶς ἀκονητί , ὡς τὸ πῶς κῶς , πότε κότε .
μὲν προτέρου αἰολιστί , ἰαστί : τοῦ δὲ δευτέρου ἀκόνητος ἀκονητί , παμμαχί , πανθοινί . Οὐκέτι οὕτως οὖν ἔχον
4890335 ἀδακρυν
ἑλισσέσθην περὶ παῖδα ὀψίγονον , γαλαθηνὸν ὑπὸ τροφῷ , αἰὲν ἄδακρυν : ἂψ δὲ πάλιν διέλυον , ἐπεὶ μογέοιεν ,
οὕτως ἄρα λυσιτελέστερον πανταχόθεν ὃν ἠρίστευσα τρόπον κρατεῖν καὶ πόλεμον ἄδακρυν , τὸ τοῦ λόγου , νικᾶν ἤπερ αἵματι καὶ
4450781 κτανοντες
. ἐμαίνετ ' Ἀλκμέων τε χὠ λευκόπους Ὀρέστης τὰς μητέρας κτανόντες : ἐγὼ δὲ μηδένα κτάς , πιὼν δ '
φημι ἄδην ἐλάαν κακότητος , ὅ ἐστιν ἐμφορηθῆναι : οὐκοῦν κτανόντες : εἰ οὖν τοὺς ἀρίστους αὐτῶν ἀναιρήσομεν , πάντα
4425930 ἐξαπινης
. τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ στρεφθεὶς ἐξαπίνης , ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων : δούπησεν δὲ πεσών
ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ , ὄφρ ' ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν . ἐξαπίνης δ ' Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι . οἱ μὲν
4307787 πυργωματα
πόσις στράτευμ ' ἀθροίσας τὰς ἐμὰς ἀναρπαγὰς θηρᾶι πορευθεὶς Ἰλίου πυργώματα . ψυχαὶ δὲ πολλαὶ δι ' ἔμ ' ἐπὶ
πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους . πυργώματα ] τὴν πόλιν .
4272331 κω
κῴδιον παρὰ τὸ ἐπ ' αὐτῷ κοιμᾶσθαι . παρὰ τὸ κῶ τὸ σημαῖνον τὸ κοιμῶμαι , ἀφ ' οὗ καὶ
θείω , καὶ σῶ σείω , οὕτω καὶ παρὰ τὸ κῶ κείω : τὸ παθητικὸν κείομαι , καὶ ἐν συγκοπῇ
4248354 ἐπαθε
, οὐδ ' εὐδαιμόνισε τοὺς πάλαι κειμένους , οὐδ ' ἔπαθε ταὐτὸ τοῖς πολλοῖς , ἀλλὰ κατέστη τοῖς Ἕλλησιν ἀντ
πάντα ὀρθῶς ὡς ἐπενόει δρῶν ἔδρασε μὲν οὐδὲν ἀκούσιον , ἔπαθε δὲ διακωλυθεὶς τοῦ σκοποῦ τυχεῖν . Ὁ δὲ παῖς
4241704 ὀτρης
' οὗ ἐπίρρημα εἰς ως , ὡς εὐτυχὴς εὐτυχῶς , ὀτρὴς ὀτρῶς καὶ ὀτρέως : καὶ προσελθόντος τοῦ αλ μορίου
ως , ὡς εὐτυχὴς εὐτυχῶς , εὐγενὴς εὐγενῶς , οὕτως ὀτρὴς ὀτρῶς καὶ ὀτρέως , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς
4204381 ἀποσφηλειε
τὸ προστακτικὸν φθίσο φθίσθω καὶ ἀποφθίσθω . . . . ἀποσφήλειε : μέγα δέ σφεας ἀποσφήλειε πόνοιο , οἱονεὶ σφαλῆναι
τὸ ἔλπετο . . . Ἀποσφήλειε : μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο , οἱονεὶ ἀποσφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν ποιήσειε τοῦ ἔργου
4130434 κως
διφῶς ' ἄλλον οὐκ ἀνευρήσεις [ ] ? [ . κῶς οὖν ἀφῆκας τὸν ἔτερον ; τί [ ] δ
δὲ τότε συμπληροῦται αὐτοῖς , ὅτε τὸ σπερματικὸν φυσι - κῶς ἅπασι κινεῖται , ἄρρεσι μὲν διὰ γονῆς , θηλείαις
4096022 ἀπεβη
μὲν οὖν ἐρρήθη τὰ δίκαια καὶ τὰ συμφέροντα ὑμῖν , ἀπέβη δὲ οὐχ ὡς ἡμεῖς ηὐχόμεθα , ἀλλ ' ὡς
ὅτι ἄλλα μὲν καθ ' ὕπνους ἑώρακας , ἄλλα δὲ ἀπέβη : οὐ γὰρ ἦν ὁ πρότερος ὃν ἐθεάσω ,
4076077 εἰθιστο
δὲ λήξῃ ἡ κάθαρσις , τότε ἔλασσον ῥοφεέτω ἢ ὁκόσον εἴθιστο : μετὰ δὲ τοῦτο , ἀναγέτω αἰεὶ ἐπὶ τὸ
ὅ ἐστι παραγινόμενος , ἤρκεσε πρὸς τὴν ἔξοδον . ὅτι εἴθιστο ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ καὶ προστίμῳ ὑποπίπτειν τοὺς ἁλόντας ,
4056650 στερητικου
κατὰ συγκοπὴν κράσω : ῥηματικὸν ὄνομα κρατὸς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος , ἐξ οὗ καὶ κρατήρ , ἀφ
καὶ πλεονασμῶ τῆς λι συλλαβῆς σπαλιεύς : καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀσπαλιεὺς . ἀφροντιστήσας : ἀμεριμνήσας , ἢ ἀμελήσας
4051613 νηλεης
ἀλλ ' ἑκάτερον αὐτῶν ἰδία σχηματίζεται : τὸ μὲν γὰρ νηλεής ἀπὸ τοῦ ἐλεῶ γέγονε καὶ τοῦ νή στερητικοῦ ἐπιρρήματος
ἐδέξαντο κρᾶσιν ἀλλὰ συναίρεσιν : τὸ νηλής οὐκ ἀπὸ τοῦ νηλεής γέγονε κατὰ κρᾶσιν , ἀλλ ' ἑκάτερον αὐτῶν ἰδία
4040336 ἐμελλεν
τῶν αὑτοῦ δείσας . Εἰ μὲν εἰς τὸ πέλαγος ἀφήσειν ἔμελλεν Ἀλέξανδρος , αὐτὸς ἂν ἐκάλει τοὺς Διοσκόρους καὶ ἡμεῖς
δοθήσεται καθ ' ἓν περὶ ἑκάστου . τοῦτο δ ' ἔμελλεν ἐν τῇ τῶν ψευδομαρτυρίων ἔσεσθαι κρίσει : ὃ γὰρ
4035630 ἐκθηλυνσιες
ἐκ κόπων εἰς ἄρθρα ἀπέστη , διὸ καὶ τῶν σκελέων ἐκθηλύνσιες . Ταύτης πάλιν ἔχεται τῆς ὑποθέσεως . εἰσῆλθε γὰρ
Ἀποστάσιες οὐ μάλα , οἷσι ῥίγεα . Αἱ τῶν σκελέων ἐκθηλύνσιες , οἷον ἢ πρὸ νούσου ὁδοιπορήσαντι , ἢ ἐκ
4018928 μολεν
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
4012896 ὀδυρομαι
δὲ τὰς ἐκπυρώσιας καὶ τὴν τοῦ ὅλου συμφορήν : ταῦτα ὀδύρομαι καὶ ὅτι ἔμπεδον οὐδέν , ἀλλ ' ὅκως ἐς
τὴν εὔνοιαν ἐνδεδειγμένους , ἐπήνεγκεν : τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενός περ , ὡς ἑνὸς ὅστε μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει
3968024 χανων
ὡς σὺ χώραν ἔχῃς . ” εἰσῄειν οὖν μάτην λύκος χανὼν παρὰ μικρόν , αἰσχυνόμενος ὅτι ἐδόκουν ἐξεληλακέναι τοῦ συμποσίου
καὶ ἑαυτὸν χθαμαλωτέρᾳ τῇ πτήσει κατάγων πλησίον γίνεται , καὶ χανὼν ἀνεμεῖ λίθον ἐς τὸν τῆς Ἡρακληίδος κόλπον , καὶ
3959837 ἐπραξεν
τις σαφέστερον ἐπιδείξειεν ὡς ἐστρατήγησεν ἢ εἰ αὐτὰ διηγήσαιτο ἃ ἔπραξεν ; ἐν τοίνυν τῇ Ἀσίᾳ ἥδε πρώτη πρᾶξις ἐγένετο
γυνή πρὸς τὸ θηλυκὸν γένος σκοπουμένη , ὡς οὐδὲν μὲν ἔπραξεν , ἀλλὰ τοσοῦτον ὅσον ἂν γυνή τις ἐργάσαιτο :
3940412 Μεμνον
, οἷον Ἕκτωρ Ἕκτορος ὦ Ἕκτορ , Μέμνων Μέμνονος ὦ Μέμνον , γείτων γείτονος ὦ γεῖτον , ἄρσην ἄρσενος ὦ
: τὸν δ ' ἐνένιπε θρασὺς πάις Αἰακίδαο : Ὦ Μέμνον , πῇ νῦν σε κακαὶ φρένες ἐξορόθυναν ἐλθέμεν ἀντί
3929800 ἀπονοστησειν
πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : Ἀτρεΐδη νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν , εἰ δὴ
τῆς ἀποκρίσεως : Ἀτρείδη , νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀίω ἂψ ἀπονοστήσειν , εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν , εἰ δὴ
3880536 ἐεργε
: τῶν δ ' ὅσον ἐκ νηῶν ἀπὸ πύργου τάφρος ἔεργε πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν ἀσπιστάων εἰλομένων :
ἡ Καλυψὼ παρῄνει τὸ τοῦ μὲν καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα : καὶ γὰρ ἁμαρτάνομεν μέν , πρὸς ὅπερ
3875846 ἠλθες
εἰς ἐμὲ εὐπρεπῆ λόγον : διὰ τί ἀποθανόντος Ἀλεξάνδρου οὐκ ἦλθες εἰς ἐμέ : ἀνοίκειον τοῦτο τοῦ ὑποκειμένου . ἔδει
σὰ χεῖρον διάθῃ . Οὐκ ἄδηλον ὅτι δι ' ὅσων ἦλθες πόλεων , πάσας ἐνέπλησας τῶν ὑπὲρ ἡμῶν λόγων .
3861816 ἐγιγνετο
ἀπιστίαν αὐτοὺς καλοῦσι κοινοὺς πολεμίους . φυγὴ οὖν τῶν Ῥωμαίων ἐγίγνετο ἄτακτος : ἣν οἱ Νομαντῖνοι κατιδόντες ἀπὸ τῶν τειχῶν
μάλιστα αὕτη ὅτε ἡ δευτέρα Πελοποννησίων ἐσβολὴ ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐγίγνετο . ἐν οὖν τῷ Νοτίῳ οἱ καταφυγόντες καὶ κατοικήσαντες
3861654 μυδαλεον
ἢν ἄρα δήποτ ' ἐδητύος ἄμμι λίπωσιν , πνεῖ τόδε μυδαλέον τε καὶ οὐ τλητὸν μένος ὀδμῆς . οὔ κέ
ποτέ ς ' οὐρανόθεν σκοτόεν νέφος ἀμφικαλύψῃ , χρῶτα δὲ μυδαλέον θήῃ κατά θ ' εἵματα δεύσῃ : ἀλλ '
3847498 ἠνυσα
Φλιοῦς ἣν αὐτὸς δείματο , λευκόλοφος . Ἀτραπὸν εἰς Ἀίδαο ἤνυσα , τὴν οὔπω τις ἐναντίον ἦλθεν ὁδίτης . Ἦ
, καὶ νύξας ἐχάλαξα , καὶ οὐ φεύγοντος ἔτεινα . ἤνυσα δ ' ὦν τὸν ἄεθλον , ἀνείλκυσα χρύσεον ἰχθύν
3841832 τεταπεινωται
μὴ οὕτως ἐκβῆναι ; ἂν δ ' ἑτέρως χωρήσῃ , τεταπείνωται τάλας , οὐχ εὑρίσκει οὐδὲ τί εἴπῃ περὶ τῶν
καὶ ἡ μεθ ' Ἱπποκράτους ἐπὶ Δηλίῳ , ἐκ τούτων τεταπείνωται μὲν ἡ τῶν Ἀθηναίων δόξα πρὸς τοὺς Βοιωτούς ,
3838254 πρηγμα
παῖδας τιμωρεόμενος : πρότεροι γὰρ οἱ Κερκυραῖοι ἦρξαν ἐς αὐτὸν πρῆγμα ἀτάσθαλον ποιήσαντες . Ἐπείτε γὰρ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν
ἀπίκοντο ὡς ἔνιοι τῶν στρατηγῶν οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα , ἀλλ ' ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ
3822446 ἐστη
Πάτροκλος ἀνθιστάμενος Τηλέφῳ . ὥστ ' ἔμφρονι δεῖξαι : οὗτος ἔστη μόνος ἅμα τῷ Ἀχιλλεῖ . ὥστε δυνατὸν εἶναι δεῖξαι
μακάριος βίος καὶ τὸ κακὸν οὐδαμοῦ ἐνταῦθα καὶ εἰ ἐνταῦθα ἔστη , κακὸν οὐδὲν ἂν ἦν , ἀλλὰ πρῶτον καὶ
3812965 κατελαβεν
φοβηθέντες ἀνέστρεψαν . Ὅτι Φιλοποίμην ὑπὸ Λακεδαιμονίων διωκόμενος , ἐπειδὴ κατέλαβεν ποταμὸν , προσέταξε τοὺς ἱππεῖς ἀποχαλινώσαντας τοὺς ἵππους ποτίζειν
οὐ μακρὰν ἀπὸ τῶν πυλῶν ἐστι : κεῖνται δὲ ὁπόσους κατέλαβεν ἀποθανεῖν Ἀλεξάνδρῳ καὶ Μακεδόσιν ἀντιτεταγμένους . οὐ πόρρω δὲ
3797387 τρηχειηϲ
καὶ φθίϲιεϲ γίγνονται : τουτέων δὲ ἀϲθενεϲτέρη ἡ ἀπὸ τῆϲ τρηχείηϲ ἀρτηρίηϲ . ἢν δὲ ἀπὸ ϲτομάχου ἢ κοιλίηϲ ἐμέηται
. οἷϲι δὲ ἀπὸ πνεύμονοϲ ἢ πλευρῆϲ ἢ ἀρτηρίηϲ τῆϲ τρηχείηϲ , ἧϲϲον μὲν ὀξέωϲ θνῄϲκουϲι , οὐχ ἥκιϲτα δὲ
3781900 λιτεσθαι
ἦ γὰρ ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα λιτέσθαι ἡ διπλῆ ὅτι καὶ νῦν τὸ ἔμελλε σαφῶς οὐκ
παρὰ τὸ λίαν ἀργὸν ἢ ταχύν . Λιτέσθαι : κῆρα λιτέσθαι . ὤφειλεν προπαροξύνεσθαι ὡς τὸ ἔρεσθαι * * *
3775602 πρωθυστερον
κυκᾷς : καί : Πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις : ἐπὶ τῶν πρωθύστερόν τι ποιούντων . Προδίκου σοφώτερος : οὗτος ἦν καὶ
κυκᾷς : καί : Πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις : ἐπὶ τῶν πρωθύστερόν τι ποιούντων . Προδίκου σοφώτερος : οὗτος ἦν καὶ
3769504 ἀφαυροτατος
' ἀπέμασσεν τοῦτο ἄν τις σημειώσαιτο . . οὔ μιν ἀφαυρότατος : ὅτι τὸ ἐναντίον ὑπακουστέον , ἀλλ ' ἰσχυρότατος
ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων αἷμ ' ἐμέων , ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ ' Ἀχαιῶν . ἡ διπλῆ ὅτι κατὰ τὸ
3768144 ἐβην
ἔφης φῆς ἔφη φῆ : φῆς που ἄτερ λαῶν , ἔβην βῆν : βῆν δ ' εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα
ἄκουσον δή ἄ σοι χρεΐζους [ ] ' ὦδ ' ἔβην ἀπαγγεῖλαι : ὀ Ματαλίνης [ ] τῆς Παταικίου Γρύλλος
3767961 ἐλθοι
Ἀπόλλω τίνι ἂν θεῶν θύων καὶ εὐχόμενος κάλλιστα καὶ ἄριστα ἔλθοι τὴν ὁδὸν ἣν ἐπινοεῖ καὶ καλῶς πράξας σωθείη .
] ἴσως ἀλλοιωθείη ἄν . Ξ ἴσως ] τάχα . ἔλθοι ] + ἐλεύσεται . θαλερωτέρῳ ] χαυνοτέρῳ . θαλερωτέρῳ
3745343 ὀψε
Ὁμοιωμάτων . πολλοὶ σοφοὶ γηραιοὶ φιλοζωοῦσι . καὶ γὰρ οἱ ὀψὲ γήμαντες φιλοζωοῦσιν , ἵν ' ἐκθρέψωσι τὰ τέκνα ,
δ ' ἔνδοθέν ἐστι λευκὸς σφόδρα , γευσαμένῳ δ ' ὀψὲ μὲν δακνίζων πως τὴν γλῶτταν , ἠρέμα δὲ παρεπιτείνεται
3744683 ἀμεγαρτος
πολὺ κατ ' ἐπίτασιν . . . . . . ἀμέγαρτος , , ; . . . . , .
; . . . . , . . , : ἀμέγαρτος : ποτὲ μὲν δηλοῖ τὸ εὐτελὲς καὶ μὴ ἄξιον
3741877 ἐγενετο
ἐποίκιλλε τὴν σύνταξιν . ἐπειδὴ γὰρ ἀμφότερα λέγομεν , καὶ ἐγένετο τῷ δεῖνα ὁ ἐμὸς πλοῦτος ἁρπαγὴ , καὶ ἐγένετο
Καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος : πάντα δι ' αὐτοῦ ἐγένετο , καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέν . “ θεὸς
3736591 ἐπαθεν
ἀστραπὴ διὰ τῆς βροντῆς . ἐξέλιπε τὰς ὁδούς ] ὑποσκίασιν ἔπαθεν , ὑπεσκιάσθη , ἀφῆκε . τὰς κινήσεις αὐτῆς .
ὦ φιλότας , ἀλλ ' ἀλλοπλατεῖς τὸ μέγιστον πάντ ' ἔπαθεν λιπαροντεσ εγχελεατινες ἄριστον γόγγροιτοιωνητεμων πλῆρες θεοτερπές . ἐπ '
3729833 διανηχεται
ἀσινῆ ᾖ . καὶ ἕως μὲν φαιδρὰ καὶ ἔξω δέους διανήχεται , ὃ δὲ τὴν φρουρὰν οὐκ ἀπολιμπάνει , ἀλλὰ
. ὧν ἀκούσας ὁ Δάνδαμις οὐδὲν ἔτι μελλήσας ἁπάντων ὁρώντων διανήχεται εἰς τοὺς πολεμίους : καὶ οἱ μὲν Σαυρομάται διηρμένοι
3729134 μενω
ἢ προτακτικὸν ὂν ἢ ὑποτακτικόν , οἷον ἔχω ἴσχω , μένω μίμνω , τέκω τίκτω , ῥέπω ῥίπτω . Τὰ
αὐτὸν εἶπεν : Ἀλλ ' ἐγὼ τέως νῦν ἄδειπνος οὐ μένω διὰ τό σέ μου ἀφορμὴν πᾶσαν λύειν . Ὅτι
3726153 ξυνεβη
. Ὅμοια δὲ καὶ ἐξ ὁμοίων τὴν ὥρην τὴν αὐτὴν ξυνέβη Θεσσαλίωνι , τὰ ζέοντα καὶ ἀφρέοντα καὶ πυώδεα ,
εἰ μὴ οἱ ἱππῆς παρόντες αὐτοῖς ὠφέλιμοι ἦσαν . καὶ ξυνέβη τὸν Ἆγιν , ὡς ᾔσθετο τὸ εὐώνυμον σφῶν πονοῦν
3723486 προηγησαμενου
αἴτιος τοῦ θανάτου : ἔμελλεν γὰρ θνῄσκειν ὅσον ἐκ τοῦ προηγησαμένου συμπτώματος : ἀλλ ' ἐπειδὴ οὐ προέγνω τὸ μέλλον
εἴη , καὶ κλυσμῷ προτρέπομεν , περιπάτου δ ' ἱκανοῦ προηγησαμένου ἐν ἀλεεινῷ καὶ εἰ θέρος εἴη , ἐν εὐπνόῳ
3702684 ἐρυσσας
θοὰς καὶ λαὸν ὀλέσσειν χερσὶν ὑπὸ κρατερῇσιν ἐπὶ χθόνα τεῖχος ἐρύσσας , εἰ μὴ Τριτογένεια θράσος βάλεν Ἀργείοισιν ὀψέ περ
λείπεθ ' ἑκών , ἀλλ ' εἴ μιν ἀναγκαίῃ τις ἐρύσσας τῆλε φέρων ἑτέρωσε πάλιν πόντονδε μεθείη , αὐτὰρ ὅγ
3700478 μητιοωσι
τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο , ἅσσά τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν , ἢ μεμάασιν αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν
ἐπίταγμα τῶν τριῶν προσώπων . . . . ἅσσα τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν , ἢ μεμάασιν αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν
3698102 λοιμος
ἀκούσας κατελθὼν ἐν τῇ πόλει ἀπέσφαξεν ἑαυτόν : ἐπαύετο ὁ λοιμός : καὶ κρίνεται ὁ πλούσιος ἐξαπάτης δικαστηρίου : διαφέρει
, καίει καὶ φθείρει καὶ ἀφανίζει , οὕτω καὶ ὁ λοιμός . . Ἡρόδοτος ζʹ φησι Δαρείῳ εἶναι παῖδας ,
3683555 διαζευχθηναι
τοῦ παντὸς εἰς τἀναντία μεταβολή , τὸ μὴ δυνηθὲν ἂν διαζευχθῆναί ποτε κυρίως ὠνόμασεν ἄρρηκτον . Ταύτην δὲ τὴν τετράδα
τοῦ παντὸς εἰς τἀναντία μεταβολή , τὸ μὴ δυνηθὲν ἂν διαζευχθῆναί ποτε κυρίως ὠνόμασεν ἄρρηκτον . Ταύτην δὲ τὴν τετράδα
3676142 μοχθιζοντα
Ἀχιλῆι Τήλεφος ὤπασε δῶρον ἐπὶ προχοῇσι Καΐκου , εὖτέ ἑ μοχθίζοντα κακῷ περὶ ἕλκεϊ θυμὸν ἠκέσατ ' ἐγχείῃ , τῇ
ἔδηξε τὸν Φιλοκτήτην , ἀλλὰ ὕδρα ὡς καὶ Ὅμηρος ἕλκει μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρας . εἶδος δὲ ὄφεως εἶπεν ἀντὶ
3651503 παρεουσης
ἀνάκτων ] . ὥρῃ δ ' ἐμβεβαὼς Πυρόεις , δυτικῷ παρεούσης Ἀφρογενοῦς κέντρῳ , φθορέας λέκτρων ἀνέφηνεν ἀλλοτρίων , ἀλόχους
αἰχμὴ ἑστήκεε , πᾶν δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης . Τὰ μὲν περὶ Ἀργείων εἴρηται . Ἐς
3641824 πεπονθεν
προϊεμένη , ἔπειτ ' ἀνιστάντος αὐτὴν τοῦ πατρὸς καὶ τί πέπονθεν ἀξιοῦντος λέγειν : Ἱκέτις ἔφη γίνομαί σου πάτερ δεινὴν
τοῦ ἡλίου φῶς ἔχουσα ἀεί . Ὅπερ γὰρ ἡ γῆ πέπονθεν ἑστῶσα , τοῦτο [ καὶ ] ἡ σελήνη κινουμένη
3635310 ἐμελλε
: ὁ δὲ Σωκράτης ἀνακαθιζόμενος ἐκ τῆς κλίνης , ὅτε ἔμελλε τοὺς περὶ τοῦ φιλοσόφου λόγους διατιθέναι . κςʹ Περὶ
. αὐτίκα μάλα ἀνερρώσθη : οὐκέτι γὰρ [ αὐτῷ ] ἔμελλε δεήσειν ἐρείσματος [ ἐπειδὴ ἔμελλεν αὐτῷ τὸ λοιπὸν χρῆσθαι
3622805 θασσον
κακίᾳ συμβούλων διεφθαρμένους ἀπαλεῖψαι τὰ τῆς φύσεως δικαιώματα , ἀρχῆς θᾶσσον ἢ χρῆν μεταποιεῖσθαι σπουδάσαντας : Ἀντιπάτρου δ ' ἂν
Στρατονίκου τοῦ κιθαριστοῦ „ Ἄσσον ἴθ ' , ὥς κεν θᾶσσον ὀλέθρου ” πείραθ ' ἵκηαι . „ ὁ δὲ
3606792 δουλευω
μὴ ὄντα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ ευω , διὰ τὸ δουλεύω , δουλεῖα : λατρεύω , λατρεῖα . Εἰς α
: ” παῖς ἠπειρώτης ἀπὸ Βαβυλῶνος πατρὶ νησιώτῃ γράφει : δουλεύω βασιλεῖ δῶρον ἐκ σατράπου δοθείς , οὔτε δὲ ἵππον
3604424 καω
[ [ βαθόην ] ? [ [ ] ! ! κάω [ [ ] μην : [ [ ´ ?
ἡ ἐπιμέλεια . Τὸ καίω καὶ κλαίω κοινόν . Τὸ κάω δὲ καὶ κλάω Ἀττικόν , ἅπερ ἐπὶ τοῦ μέλλοντος
3602077 ἐδρασε
μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖν . Νὴ Δία κἀμὲ τοῦτ ' ἔδρασε ταὐτόν , ὥστε κατάγελων πάμπολυν τοῖς δημόταισι καὶ φίλοις
δὲ ἐπὶ Χρυσίππῳ , ὦ καλὲ Εὐριπίδη , τοῦτο οὐκ ἔδρασε , καίτοι τοῦ τῶν ἀρρένων ἔρωτος , ὡς λέγεις
3598485 ἐγινετο
ὁρίζοντος καὶ αὐτοῦ γραφομένου μεγίστου κύκλου , ὃς ὁ αὐτὸς ἐγίνετο τότε καὶ τῷ διὰ τῶν πόλων τοῦ τε ἰσημερινοῦ
ἱδρύετο , ὡς καὶ τὰ ἐξ ἄλλων προφασίων γινόμενα : ἐγίνετο δὲ νυκταλωπικὰ τοῖσι παιδίοισι μάλιστα : ὀμμάτων δὲ ,
3597042 ἐξαιφνης
, κάμνοντα , ἵνα σὲ μετὰ Λιβύην ἀσπάσωμαι , φεύγων ἐξαίφνης εἰς στυγνὸν μέλος ἀπέρριψας . οὔπω τὸ ἔαρ ὤφθη
ὥσπερ ἐν νηὶ δυοῖν κυβερνήταιν ἐφεστηκότων τῇ ναυτιλίᾳ πρὸς τὸν ἐξαίφνης ἐπιπεσόντα χειμῶνα , καὶ τῶν κυμάτων τὰ μὲν κατεστόρεσται
3593218 τυφλουμενος
. προσήκοι δ ' ἂν τούτῳ τῷ μέρει τυφλός , τυφλούμενος , πεπηρωμένος τοὺς ὀφθαλμούς : ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
ὀλέθριον κακόν : ἀνάνδρῳ , γυναικείῳ : ἔνδοθεν ὁ Πολυμήστωρ τυφλούμενος ταῦτα βοᾷ : θρῆνον : λείπει τὸ ἕνεκεν :
3591580 ἐπο
! ! ! ! ! ! ! ! ] | ἐπο [ ! ! ! ! ! ] πρὸς Μεαιον
! ! ! ! ! ! ! ] λιαν ? ἐπο ! ! ! ? ? [ . ] [
3587832 ἁλωσεται
κατὰ τοῦ ῥήτορος δράματα , ἐκ ταύτης τῆς φιλίας Δημοσθένης ἁλώσεται , ἐκ ταύτης πληρῶσαι τὴν ἡμετέραν προαίρεσιν : τοῦτον
μὴ γένοιτο κατ ' ἀγρὸν τοιοῦτον θηρίον : οὐ γὰρ ἁλώσεται ὑπ ' οὐδενός , καὶ πάντα ὑφαιρούμενος τἄνδον φροῦδά
3582650 ἀπηλλαξα
τοῦ Τρωσίν τὸ ἑξῆς : ἰὼ συντυχίαι ἐπιχέοντες τὴν ναῦν ἀπήλλαξά σε μόχθου διὰ τὸ λελουκέναι αὐτόν ὅστις μὴ μετὰ
τοῦ Τρωσίν τὸ ἑξῆς : ἰὼ συντυχίαι ἐπιχέοντες τὴν ναῦν ἀπήλλαξά σε μόχθου διὰ τὸ λελουκέναι αὐτόν ὅστις μὴ μετὰ
3582021 δολος
ἔσω ἐπήδησεν . τὸν μέν : τὸν κύνα . Κρυπτὸς δόλος : ἡ πάγη . βόθρῳ : λάκκῳ , .
. . . ἀτεχνῶς : ἀδόλως : τέχνη γὰρ ὁ δόλος : Ὅμηρος : ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες . ἰστέον
3577850 διωξις
ἐπελαύνειν , καὶ ὅλως ἐστὶν αὐτοῖς ἡ μάχη φυγὴ καὶ δίωξις . ἴσασιν δὲ καὶ λιμὸν φέρειν οἱ Νομάδες οἵδε
τῶν Περσῶν ἀπέθανον εἰς χιλίους . οὐ γὰρ πολλὴ ἡ δίωξις ἐγένετο , ὅτι ἐξετράπη Ἀλέξανδρος ἐπὶ τοὺς ξένους τοὺς
3575480 ἠμεε
. Ἐνόσει δὲ ὡς δύο ἔτεα πρὸ τοῦ θανάτου : ἤμεε δὲ χολὴν πικρὴν ἐνίοτε , ἐπεὶ διεγείροιτο , ἤμεε
στὰς ὀρθὸς ἀπεσείσατο τὸν Φαρνούχεα : πεσὼν δὲ αἷμά τε ἤμεε καὶ ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος . Τὸν δὲ
3568519 ἐπλευσα
οὐκ ἔμπειρος ὢν τοῦ πλοῦ : οὐ γάρ ποτ ' ἔπλευσα εἰ μὴ εἰς Χαλκίδα τῆς Εὐβοίας ἀπὸ τῆς Αὐλίδος
μὰ τοὺς θεοὺς , μετὰ τὴν δῄωσιν παραλέλοιπα : οὐκ ἔπλευσα κατὰ Πελοποννησίων εὐθὺς μετὰ τὴν ἐξ Ἐλευσῖνος τοῦ Ἀρχιδάμου
3559895 δουλοσυνην
ἂν προκαμὼν ἄλλωι κάματον μεταδοίης , οὔτ ' ἂν πτωχεύων δουλοσύνην τελέοις : οὐδ ' , εἰ γῆρας ἵκοιο ,
ὡς ἥρως ἔχει . Οὗτοι μέν νυν Ἰώνων μοῦνοι τὴν δουλοσύνην οὐκ ἀνεχόμενοι ἐξέλιπον τὰς πατρίδας . Οἱ δ '
3559294 πτολις
γὰρ προλέγω βέλτερα τῶνδε πράσσειν : πολλὰ γάρ , εὖτε πτόλις δαμασθῇ , ἒ ἔ , δυστυχῆ τε πράσσει .
ὡς δυσγενῆ ἤρετο τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν ; πόθι τοι πτόλις ἠδὲ τοκῆες ; κἀκεῖνος εἶπεν : ἀλλ ' ὀρθῶς
3557916 παιω
εἴπερ βαρυνόμενα εἴη , πάντως κατὰ διάλεκτον , ὡς τὸ παίω πήω λεγόμενον παρὰ Βοιωτοῖς κτλ . . , :
τὸ γόνυ , ἐγὼ δὲ διελάσας τὴν ἀσπίδα τῇ σαρίσῃ παίω διαμπὰξ ἐς τὸ στέρνον , εἶτ ' ἐπιδραμὼν ἀπεδειροτόμησα
3554526 ἐξεκρινε
Ὀρόντου καταγνοὺς ὡς ψευδῆ κατηγορίαν πεπλακότος ἔκ τε τῶν φίλων ἐξέκρινε καὶ ταῖς ἐσχάταις ἀτιμίαις περιέβαλεν . καὶ τὰ μὲν
ἔδειξεν ἡ ἴασις : ὑγρᾷ γὰρ καὶ εὐχύμῳ διαίτῃ χρησάμενος ἐξέκρινε τὴν γονήν . Ἕτερος δὲ νεανίσκος εἰκοσαέτης ἔλεγεν ,
3554256 ἀτης
σεμνῶν εἰς ἄσεμνα χωρούντων . Ἀπήντησε κεραυνοῦ βολὴ πρὸς ὑπέρτατον ἄτης : ἐπὶ τῶν ἄξια πασχόντων ὧν ἔδρασαν . Ἅπερ
πολεμιστήν . ” ὁ δὲ Ἀπίων ἀμφότερα ἐτυμολογῶν ἀπὸ τῆς ἄτης , οἷον ἀτῆσαι : πληρωτικὰ γὰρ τὰ κακά .
3553502 ἐλυσεν
στόματα ἔδησε δι ' ὅλης ἡμέρας , νυκτὸς δὲ ἀρχομένης ἔλυσεν , ὥστε τὰ κτήνη πεινῶντα , τῶν δεσμῶν ἀπολυθέντα
οἷον ὡς ὁ Θεόπομπος κατὰ τῶν ἑταίρων τῶν Φιλίππου λέγων ἔλυσεν τῆι ἀντιθέσει τὴν δεινότητα , ἀνδροφόνοι δὲ τὴν φύσιν
3547190 νοστησειε
ὄφρα θεοῖο ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι , ὅππως νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν , ἤδη δὴν ἀπεών ,
οἴκαδ ' ὑπεξαγάγοι , μηδ ' ἀντιάσειας ἐκείνῳ , ὁππότε νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν : οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε
3543229 νω
καὶ σεσωρεῦσθαι : καὶ πεπληρῶσθαι εἰς αὐτὴν τὰ βρώματα . νῶ δὲ τὸ κολυμβῶ : ἐξ οὗ καὶ νῆσος καὶ
: ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλήθω , ὡς πρῶ πρήθω , νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ †
3540346 ρου
[ [ ] τέγραψε ? [ ] [ ] ! ρου ? ? [ ] ! [ ! ] !
ἐπεξελεύσεται : πῶς γὰρ ἂν ἑτέρως σωθείη τοῦ κατηγό - ρου τὸ πάθος κινοῦντος τὸ ἐπὶ τῇ κατασκαφῇ , καὶ
3538896 φευγεμεν
' Ἀγαμεμνονέην , ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι . Ὣς φάθ ' , ὃ δ
θεοειδέος ὦσεν ὀπίσσω τυτθόν , ἐπεὶ μένος ἠὺ θρασύφρονος Αἰνείαο φευγέμεν οὐκ εἴασκε , μένειν δ ' ἀνὰ φύλοπιν αἰνὴν
3534164 ἁρμαθ
πεζοῖσι δ ' ἐπέχραον ἔθνεα πεζῶν , ἅρμασι δ ' ἅρμαθ ' ἵκοντο καταντίον : ἔβραχε δὲ χθὼν ἐς μόθον
ὃς δέ κ ' ἀνὴρ ἀπὸ ὧν ὀχέων ἕτερ ' ἅρμαθ ' ἵκηται , ἔγχει ὀρεξάσθω , . , .
3532027 τανυηκες
: ἦρχε δ ' ἄρά σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ
ὅτι οὐκ ἐντέτακται ἡ ἀκή , καθάπερ ἐπὶ τοῦ ξίφους τανύηκες ἄορ ἀλλὰ κατὰ παραγωγὴν τανυήκεας ὄζους , οἷον ταναούς
3531521 θανων
θανεῖν μέλει , πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών : ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω , τέκνα ,
, ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ [ ἠὲ θανών : ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι . ]
3523624 ἐδρασεν
ὁ δ ' αἰνέσας ταῦθ ' ὁρκίους τε δοὺς θεοὺς ἔδρασεν οὐδὲν ὧν ὑπέσχετ ' , ἀλλ ' ἔχει τυραννίδ
, ὑπνωτικὸν ἐκάλεσεν . ἐπὶ τούτου οὖν τὸ ψύχον οὐδὲ ἔδρασεν , ἐπειδὴ ἥμαρτεν ὁ ἰατρός : προεσκάλευσε γὰρ ὁ
3517352 ἀποδημησεις
ἐξ ἰδίων κόπων η οὐ συναλλάξεις ἄρτι οὐδενί θ οὐκ ἀποδημήσεις νῦν . περίμεινον ι προκόψεις ἐπὶ καλῷ καὶ δοξασθήσῃ
εὐτυχήσεις ἱλαρῶς β μὴ συναλλάξῃς ἄρτι . περίμεινον γ οὐκ ἀποδημήσεις ταχέως : ἐπέχει γάρ δ προκόψεις καὶ εὐτυχήσεις ταχέως
3510423 ἀπηλλαγην
δ ' ἂν καὶ μετὰ πολλοῦ θορύβου καὶ πολλῆς ἀπογνώσεως ἀπηλλάγην οὐκ ἀναιμωτὶ , ἀλλ ' ἀνεξαίνετο ἅπας ὁ πόρος
ἐσταυρωμένος ὁ Προμηθεύς , ὡς ἂν εἰς τὴν γῆν καταπεσοῦσα ἀπηλλάγην τῶν πολλῶν πόνων ; κρεῖσσον γὰρ καὶ βέλτιον ἅπαξ
3510342 ᾐδειν
με πολλὰ κατεφίλει . ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ᾔδειν ὅστις ἦν , ἀλλ ' εἱστήκειν ἐκπεπληγμένος καὶ δεχόμενος
ὥστε μηδ ' εἰς ταῦτα ἀναχώρησιν εἶναι . οὐ γὰρ ᾔδειν , οὐ γὰρ ἠπιστάμην , ὅστις ἦν . οὐ
3510086 βυθιος
μὴ δύναιτο ἀνελθεῖν ἐς τὸν οὐρανόν , ἢ ὅτι μὴ βύθιος ὑποδὺς εἰς τὴν θάλατταν ἀπὸ Σικελίας ἐς Κύπρον ἀναδύσεται
οὐκέτ ' ἀντιτεταγμένην ὄψεσθε : πεσεῖται γὰρ προτροπάδην πᾶσα καὶ βύθιος ἀφανισθήσεται , ὡς μηδὲ λείψανον αὐτῆς ὑπὲρ γῆς ἔτι
3507297 ἐπιφεροιτο
ὁ ποιητὴς δὲ συνεχῶς διὰ τοῦ ν , ὅτε φωνῆεν ἐπιφέροιτο , σαφὲς ὅτι τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων ἀναπληρῶν τῇ
καὶ ἱδρῶτας ἀνωμάλους ἢ ψυχροὺς ἢ περὶ κεφαλὴν ἢ στέρνον ἐπιφέροιτο καὶ τοὺς σφυγμοὺς ἀμυδροὺς καὶ μικροὺς ἐργάζοιτο καὶ τὰ
3506457 κραζων
' ἴσως , ἄναξ , τὴν τοῦ προφήτου : Κύριε κράζων μέγα , ὁ κύριός μου , μὴ σιωπήσῃς ὅλως
τῆς σῆς φιλανθρωπίας . Ταῦτα λέγων ἔσει κάτω νεύων καὶ κράζων : Ἅγιε , Ἅγιε , Ἅγιε , κύριος ὁ
3504169 ὀλεθρος
ἀνθρωποφθόρε : παρὰ τὸ βροτός καὶ τὸ λοιγός , ὁ ὄλεθρος , βροτολοιγός , κακός ἄκακος : χωρὶς τῶν ἐπὶ
οὗτός τοι Νεμέου γένετ ' , ὦ φίλε , θηρὸς ὄλεθρος , πολλὰ πάρος μήλοις τε καὶ ἀνδράσι κήδεα θέντος
3502353 ἀγχοθεν
παρακολουθεῖ , ὡς πρόκειται ἐπὶ τοῦ χαμᾶθεν , τηλόθεν , ἀγχόθεν : τὸ γὰρ ἐκεῖθεν οὐ τῇδε ἔχει . Τὰ
νῆα θοήν : Παιὰν δ ' ἄρ ' ἑκηβόλος † ἀγχόθεν αἰέν , † Δήλου ἀπὸ κραναῆς ἧκεν βέλος ,
3501025 ἑκητι
ἐπιρρημάτων , σαφὲς ἐγένετο . Καταστατέον δὲ καὶ πῶς τὸ ἕκητι ἐγένετο . δόκησιν μὲν ἔχει προϋπάρχουσαν τοῦ ἀέκητι ,
ταῦτα γοῦν φησι τὸν μὲν Τηλέμαχον τηλικοῦτον εἶναι Ἀπόλλωνός γε ἕκητι , τὰς δὲ Τυνδάρεω κούρας ὑπὸ Ἀρτέμιδος ηὐξῆσθαι .
3496044 ἑλετο
οἱ γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν , τὴν ἂψ ἐν χειρῶν ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν κτλ
Ἐμεῦ . κοινὴ Ἰώνων καὶ Δωριέων , ἐμεῦ δ ' ἕλετο μέγαν ὅρκον : ἄκουε νῦν καὶ ἐμεῦ , Ῥώγκα
3490172 ἐπαθον
ἐκείνων , ὑπὲρ ὧν ἐβούλετο δηλοῦν . καὶ ὅ γε ἔπαθον , ἄκουσον : ἔλαβον μὲν ἄμφω μέσον τῆς συνουσίας
χρὴ τὸ παθεῖν ἀναμείναντας οὕτως ἀμύνασθαι ζητεῖν τοὺς ἐξ ὧν ἔπαθον δρᾶσαι δυνηθέντας ἀλλὰ πρίν τι παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι
3486214 ἀμμε
ἡμέτερον δὲ λέχος θαλάμοις ἔνι κουριδίοισιν πορσανέεις , οὐδ ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο , πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι
κήομεν : ὕστερον αὖτε μαχησόμεθ ' εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ , δώῃ δ ' ἑτέροισί γε νίκην .
3482152 ἐνοης
τειρόμενον βασιλῆα μάχης ἀπάνευθε φέροντες . Ἕκτωρ δ ' ὡς ἐνόης ' Ἀγαμέμνονα νόσφι κιόντα Τρωσί τε καὶ Λυκίοισιν ἐκέκλετο
. πάντῃ γὰρ ἐπεῖχε γαλήνη τὸν δ ' ὡς οὖν ἐνόης ' ἐν νηνεμίῃσι γαλήνης πολλῶν ληκεδόνων λυμάντορες ἐλπιδοδῶται .
3480932 θορυβουντες
ἂν πέτωνται ἄνεμον προσημαίνουσι . Στρουθοὶ χειμῶνος ἀφ ' ἑσπέρας θορυβοῦντες ἢ ἀνέμου μεταβολὴν σημαίνουσιν ἢ ὕδωρ ὑέτιον . Ἐρωδιὸς
πολέμου ἀνιοῦσαν ἐπεὶ λίην ἐκοπώθην , ὕπνου δευομένην οὐκ εἴασαν θορυβοῦντες οὐδ ' ὀλίγον καταμῦσαι : ἐγὼ δ ' ἄϋπνος
3479087 φοινιος
Λάβρον : ἀχόρταστον . Κούρητες : νέοι . Ἀμειλίκτοιο : φοίνιος . Ἐνικάτθετο : ἔθηκεν . Κρήτης : ὄνομα τόπου
' Ἔρις οὐρανόμηκες ἀναστήσασα κάρηνον Ἀργείους ὀρόθυνεν , ἐπεὶ καὶ φοίνιος Ἄρης ὀψὲ μὲν ἀλλὰ καὶ ὣς πολέμων ἑτεραλκέα νίκην
3478377 ὀπασσει
διακρίνουσι προσώπων : δειμαίνω , τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος ὀπάσσει . Ἥρην μὲν Χαρίτων ἱερὴν ἐνέπουσι τιθήνην , φασὶ
καταβήσομαι ἔνδοθεν ἵππου θαρσαλέως : κάρτος δὲ θεὸς καὶ κῦδος ὀπάσσει . Ὣς φάμενον προσέειπε πάις ξανθοῦ Ἀχιλῆος : Ὦ
3476042 καιριος
παῖδα καὶ βασιλέα πάσης ἀρχῆς . καὶ Κύψελος ἔτι ζῳογονούμενος καίριος εἶναι τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἐδόκει , φοβοῦντος αὐτοὺς ἰνδάλματος
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν .
3475425 νηστης
ὅταν δὲ λούεσθαι τὴν ἑβδομάδα ἅπαξ , ἀεὶ δὲ πότε νήστης λούου . καὶ ἐὰν δίψῃς , πίε εὔκρατον ὕδωρ
οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων , πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , νήστης , ἀλλοτρίων εὖ εἰδὼς δειπνοσυνάων . τέως δὲ μάγειροι
3469168 ἀδδεες
τ ' ὀνόμαζε : “ πάντως , θαρσαλέη , κύον ἀδδεές , οὔ τί με λήθεις ἕρδουσα μέγα ἔργον ,
οἷς εἴρηκας ἢ κἀπ ' ὀλίγον σου πεφροντικέναι , κύον ἀδδεές ; ἀλλ ' ἐπεὶ διδάσκειν μέ τι ἐπαγγέλλῃ ,
3468040 προϊοντοϲ
' εἰ μὲν διὰ θερμὴν ἀϲθενεῖ δυϲκραϲίαν , τοῦ χρόνου προϊόντοϲ τρυγωδέϲτερον φέρεται καὶ δυϲώδηϲ πάνυ χολὴ κατακορὴϲ τῇ χρόᾳ
τὰϲ ἀναπνοὰϲ καὶ ϲπαράττεται κατὰ τὰϲ βῆχαϲ . χρόνου δὲ προϊόντοϲ καὶ οἱ χόνδροι τῆϲ ἐν τῷ πνεύμονι τραχείαϲ ἀρτηρίαϲ

Back