. Ἐνόσει δὲ ὡς δύο ἔτεα πρὸ τοῦ θανάτου : ἤμεε δὲ χολὴν πικρὴν ἐνίοτε , ἐπεὶ διεγείροιτο , ἤμεε
στὰς ὀρθὸς ἀπεσείσατο τὸν Φαρνούχεα : πεσὼν δὲ αἷμά τε ἤμεε καὶ ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος . Τὸν δὲ
5245012 καμπυλος
ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς
] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει
5139976 ἐῤῥηϊσεν
τὸ ἰσχίον ὀδύνη τούτῳ ἐς σκέλος κάτω ἦλθε , καὶ ἐῤῥήϊσεν . Ὁ ἀπὸ τοῦ κεραμέου ἴπνου καταπεσὼν , ᾧ
, κατακείμενος , λαβόμενος πασσάλου ἄκρου ὑπερπεπηγότος εἴχετο , καὶ ἐῤῥήϊσεν . Ὃν ἐξ ὀρειτυπίης παρὰ τὴν γέφυραν εἶδον ἐγὼ
5090822 κλονου
εἰς οὓς ἐξεμάνη καὶ ἐπαρῴνησεν , οὐ πρόσθεν ἄρα τοῦ κλόνου ἐπαύσατο καὶ τῆς ὑποψίας ἕως ἐπεῖδε τοῖς ὀφθαλμοῖς πάντα
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] κλόνου καὶ ἀναλθήτων ὀδυνάων σπρεσιαο ? [ ! ! !
4997722 ἱδρωσῃ
κατὰ τὴν κοιλίην : καὶ ἢν τούτων οὕτως ἐχόντων μὴ ἱδρώσῃ , μηδέ οἱ ἡ κύστις διηθῇ , μηδὲ ἡ
ἐς τοὺς πόδας , καὶ οὔρου διελθόντος , κἢν μὴ ἱδρώσῃ , πάντα λωφᾷ : κατὰ τόνδε οὖν τὸν καιρὸν
4988434 ἀλγησας
τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον
καὶ μαθεῖν ἀξιώσας , οἷα τἀκείνου , καὶ μαθὼν καὶ ἀλγήσας καὶ τἄλλα προσθείς , λόγους τε , ὧν ὁ
4852034 λυπεει
μὴ καιροῦ λάβηται . . ὁ φθονέων ἑωυτὸν ὡς ἐχθρὸν λυπέει [ . . ] . . ἐχθρὸς οὐχ ὁ
ἐοῦσα ὀχλέει , ἐξ ἑτέρου συμπαθείης τινὲς ὀχλεῦνται . Καταύδησις λυπέει . Φιλοπονίης κρατερῆς ὕπο , παραίνεσις , ἀλέα ,
4839296 παρατεινεται
κόρον οὐδ ' ἂν τοῦ βραχίστου τὸ λοιπὸν ἀπογεύσαιτο : παρατείνεται μὲν γὰρ ἡ γαστὴρ τῷδε , οἰδάνει δὲ ἡ
γε μὲν ἶφι πεποιθώς , πάντα φέρων Ποταμόν , κέραος παρατείνεται ἄλλου . Ἐρχομένῳ δὲ Λέοντι τὰ μὲν κατὰ πάντα
4759321 ἐντεινει
ἐὰν γὰρ αὐτῶν τοὺς διδύμους ὡς εἴρηται περιάψῃς , πάραυτα ἐντείνει . τινὲς δὲ αὐτοὺς βάλλουσιν εἰς τὰ ἰσχία τοῦ
: ἄκρατον γὰρ τυγχάνων πῦρ ὁ τοῦ Ἄρεως ταῖς ἐπαναφοραῖς ἐντείνει τὸν Ἥλιον θερμὸν ὄντα εἰς ἀναίρεσιν , ὁ δὲ
4738650 κατεαγως
κἄν τινα δόξῃ μοι τῆς κεφαλῆς αὐτῶν κατεαγέναι δεῖν , κατεαγὼς ἔσται αὐτίκα . ” Κατευθύνω . τὸ δὲ καταδικάζειν
τὸ συντρίβειν , ἀφ ' οὗ τὸ κατέαγε , καὶ κατεαγὼς , καὶ παρ ' ἰατροῖς κάταγμα , τὸ τῶν
4734476 κατακορεα
: ἄγρυπνος : παρέκρουσεν : διψώδης : διαχωρήματα χολώδεα , κατακορέα . Ὀγδόῃ ἐπεῤῥίγωσεν : ἐκοιμήθη πλείω . Ἐνάτῃ διὰ
ὁ πόνος καταιγίζων : ἀτρεμέειν οὐκ ἠδύνατο : χολώδεα ἤμεσε κατακορέα : χλοώδεες ὀφθαλμοὶ , καὶ οἷοι τῶν λειποθυμεόντων .
4700856 ἀλγει
ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν τοῦ ἁγνός
δ ' ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων , ἐπ ' ἄλγει δυσφορῶν μαινομένᾳ κραδίᾳ δίδυμα κάκ ' ἐτέλεσεν : πατροφόνῳ
4686853 κρατησον
, τὸν δάκτυλόν σου τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τὸν ἀσπαστικὸν τρὶς κράτησον , ἢ ὄξος ἐπιῤῥοφησάτω , ὥστε καὶ κύμινον καὶ
. ἐπίσχες ] σαυτὸν δηλονότι ἤτοι καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω ,
4655543 ἠεροϲ
τὰ εἴϲω : ἀναπνοὴ θερμή , ὡϲ ἐκ πυρόϲ : ἠέροϲ ὁλκὴ μεγάλη : ψυχροῦ ἐπιθυμίη : γλώϲϲηϲ ξηρότηϲ :
ἀρχή : ἥδε καὶ τῷ πνεύμονι τῆϲ ὁλκῆϲ τοῦ ψυχροῦ ἠέροϲ τὴν ποθὴν ἐνδιδοῖ : ἐκφλέγει γὰρ αὐτόν : ἕλκει
4646408 ἱδρως
γὰρ λέγεις . ἃ καὶ ποήσω καὶ δέδοκταί μοι πάλαι ἱδρώς , ἀπορίανὴ Δί ' εὖ γ ' ὦ Μυρρίνη
τὸν ὕπνον ἐκπέττειν : ἐκ ξηροῦ δ ' οὐκ ἔστιν ἱδρώς . Ἄτοπον δ ' ἂν ἐκεῖνο δόξειε καὶ ὥσπερ
4618228 ὀδοντας
οὖν , ὦ Ζεῦ , ὠχρίακας ἡμῖν καὶ συγκροτεῖς τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ τρόμου ; θαρρεῖν χρὴ καὶ τῶν τοιούτων
ὄψεις ἀποβαλὼν οὐ κεκώλυται βιοῦν , τῷ δὲ ἐκκοπέντι τοὺς ὀδόντας ἐφεδρεύει θάνατος οἴκτιστος . εἰ δή τις ἐπιβουλεύει περὶ
4616626 καρφεται
πυγὴν ἔχων . οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη ὄγμοις , κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ πολλὰς
γλήναις ἔνι χάλκεα κέντρα πῆξε θυγατρὸς ἑῆς , στονόεντι δὲ κάρφεται οἴτῳ , ὀρφναίῃ ἐνὶ χαλκὸν ἀλετρεύουσα καλιῇ . ”
4604481 παμφαγος
φαγεῖν ” ἐν τῷ τέλει συντεθειμένα παροξύνεται : ἀρτοφάγος μονοφάγος παμφάγος . Ὅσα τὸ „ εὖ „ μόριον κατ '
ἡ μεγάλη στρουθὸς ἡ λεγομένη στρουθοκάμηλος ταὐτὸ ποιεῖ . ὅτι παμφάγος ἐστὶν ἡ στρουθὸς καὶ πολλάκις ἐσθίουσα σίδηρον πέττει καὶ
4591924 ἀσωδης
: πυρετὸς ὀξύς : οὖρα ὅμοια : ὑποχονδρίου πόνος : ἀσώδης : νύκτα δυσφόρως : οὐκ ἐκοιμήθη : ἵδρωσε δι
ἐγένετο ἄγρυπνός τε καὶ ἄσιτος , καὶ διψώδης ἦν καὶ ἀσώδης . Ὤκει | δὲ πλησίον τοῦ Πυλάδου , ἐπὶ
4566517 οἰδησαντος
ἰσχυρὰν γενέσθαι περὶ τὸ ἦτρον αὐτῆς . ἐπὶ πλέον δὲ οἰδήσαντος τοῦ τόπου , ἔπειτα τῶν πυρετῶν μεγάλων συνεπιγινομένων ,
τις θρόμβος αἵματος μετὰ τὴν χειρουργίαν καταλειφθείη , τούτου ἂν οἰδήσαντος διαπύησιν γίνεσθαι συμβαίνει , ὑγρόν τε ἀναβῆναι κατὰ τὰς
4548576 πυρρος
λαμβανόμενοι . Γένη δὲ αὐτῶν εἰσι δύο , μέλας καὶ πυρρός . Λάμβανε δὲ τὰς χελιδόνας ἐξ ἱεροῦ τόπου ,
. πράϋνον . καὶ φόνευσον . δαφοινός γʹ : ὁ πυρρός . ὁ μέλας . καὶ ὁ φόνιος . δέ
4544705 νηστης
ὅταν δὲ λούεσθαι τὴν ἑβδομάδα ἅπαξ , ἀεὶ δὲ πότε νήστης λούου . καὶ ἐὰν δίψῃς , πίε εὔκρατον ὕδωρ
οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων , πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς , νήστης , ἀλλοτρίων εὖ εἰδὼς δειπνοσυνάων . τέως δὲ μάγειροι
4531982 καθαιρεται
ταῦτα ἐπ ' εὐχύμοις τε καὶ εὐπέπτοις σιτίοις , καὶ καθαίρεται τοῖς δι ' ἀλόης καταποτίοις , καθὰ περὶ τῶν
μὲν γὰρ περὶ ὀνομάτων λέγει ὁ Ἱπποκράτης , ὅτι εἰ καθαίρεται ἡ γυνὴ ψυχρότερον καὶ ὑγρότερον περίττωμα , ὡς ἐπιπολὺ
4523486 ἠμει
ἐγὼ γοῦν αὐτόπτης ἐγενόμην τούτων ἐπί τινος γέροντος , ὃς ἤμει ξανθὴν χολὴν , ἐξέκρινε δὲ καὶ διὰ γαστρὸς ὡσαύτως
ἀνώδυνος : ἀπ ' ἀρχῆς ἀσώδης , καὶ κατὰ σμικρὸν ἤμει . Ἑβδόμῃ , παρὰ βαλάνου ὑπεχώρησε τρὶς , χολῶδες
4507461 ποιεει
Ὅκου ἂν τροφὴ πλείων παρὰ φύσιν ἐσέλθῃ , τοῦτο νοῦσον ποιέει , δηλοῖ δὲ ἡ ἴησις . Τῶν τρεφόντων ἀθρόως
πήγνυσι τὰ ξύνεγγυς τοῦ αἵματος , καὶ ἀκίνητον καὶ στάσιμον ποιέει , φύσει ψυχρὸν ἐὸν καὶ ἐμφρακτικόν . Διὰ τοῦτο
4507373 ξανθην
, ἀπὸ χολῆς . εἴωθε δὲ Ἱπποκράτης καὶ ὠχρὰν καὶ ξανθὴν ὀνομάζειν τὴν χολὴν , πλήν ἐστιν ἐν αὐτοῖς διαφορά
μόνον : ἡ δόϲιϲ ἡ τελεία Γρʹ δ . ἄλλο ξανθὴν χολὴν καθαῖρον : ϲκαμμωνίαϲ # α κόϲτου Γρʹ δ
4485257 σπλην
ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε
τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται .
4475257 πιοντος
ὃ ζῶντος ἔρρευσεν , αὐτίκα φθείρει , τοῦ ἐγκεφάλου τοῦ πιόντος διὰ τῶν ῥινῶν ἀπορρεύσαντος , τὸ δὲ ἄλλο διδόμενον
χρὴ φεύγειν πρὸς ὁλκοὺς ναυστάθμων . τί μέλλετε σκηπτοῦ ' πιόντος πολεμίων σῶσαι βίον ; ἔα ἔα : βάλε βάλε
4444137 δακνει
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ .
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον
4443943 χνοωδης
κινοῦσι τὴν αἴσθησιν . καὶ ὁ ἐλλέβορος λεπτὸς μὲν καὶ χνοώδης προσφερόμενος πνιγμὸν ἐπιφέρει , κριμνώδης δὲ ὢν οὐκέτι .
σώματι παντί , καὶ ὁ αἱματίτης λίθος ξηρὸς λειωθεὶς ὡς χνοώδης γενέσθαι ἰός τε καὶ κύανος καὶ ἡ τοῦ χαλκοῦ
4437348 παρεουσης
ἀνάκτων ] . ὥρῃ δ ' ἐμβεβαὼς Πυρόεις , δυτικῷ παρεούσης Ἀφρογενοῦς κέντρῳ , φθορέας λέκτρων ἀνέφηνεν ἀλλοτρίων , ἀλόχους
αἰχμὴ ἑστήκεε , πᾶν δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης . Τὰ μὲν περὶ Ἀργείων εἴρηται . Ἐς
4426923 μεμυκοτος
σύλληψιν , ἐπεὶ τοῦ ἔσω αὐχένος μεμυκότος , καὶ οὕτω μεμυκότος , ὡς μὴ δύνασθαι πυρῆνα μύλης ἐλθεῖν , πῶς
τοῦ στόματος τῶν μητρέων παρακεκλιμένου ὀλίγον τοῦ αἰδοίου ἢ ἁρμοῖ μεμυκότος ἐς τοῦτο , ὥστε χωρέειν μὲν , ἀποφράσσεσθαι δὲ
4406560 εὐμαρεως
χάριν ἠγερέθεσθε , φραζόμενος τὰ ἕκαστα . σὺ δ ' εὐμαρέως ἀγορεύεις , οἶον ἑῆς ψυχῆς ἀλέγων ὕπερ : αὐτὰρ
ὡς σοφὸς εἶπεν , ἤγουν ὡς ὁ παροιμιαστὴς ἐφθέγξατο . εὐμαρέως κεν ἀπ ' αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας : ὡς
4381217 χολωδεα
, εὔχροα μὲν , λεπτὰ δέ : διαχωρήματα λεπτὰ , χολώδεα , δακνώδεα , κάρτα ὀλίγα , μέλανα , δυσώδεα
, κακὸν , οἷον τῷ ἡπατικῷ . Τὰ σμικρὰ ἐμέσματα χολώδεα , κακὸν , ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπαγρυπνῶσιν :
4380496 γαστηρ
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ?
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι :
4375696 κοιλιη
ἐλαχίστῳ ὕδατι ψυχρῷ ἢ μελικρήτῳ . Ὁκόσοισι δὲ ἐν πυρετοῖσι κοιλίη ὑγρὴ καὶ γνώμη τεταραγμένη , οἱ πολλοὶ τῶν τοιουτέων
δὴ παρέχει , καὶ τῶν σιτίων ἀποκλείονται , ἥ τε κοιλίη ἐξελκοῦται , στῆσαι δὲ χαλεπὸν ἤδη γίνεται αὐτήν .
4360792 ἠλγεε
, καὶ δευτέρῃ ἡμέρῃ ἔθανεν . Νεηνίσκος ὁδὸν τρηχείην τροχάσας ἤλγεε τὴν πτέρνην , μάλιστα τὸ κάτω μέρος , ἀπόστασιν
, ἀπέθανεν ἑβδόμῃ . Αὕτη , ἀρχομένου τοῦ νουσήματος , ἤλγεε φάρυγγα , καὶ διατέλεος ἔρευθος εἶχεν : γαργαρεὼν ἀνεσπασμένος
4355781 ἐδακνε
περιέβαλλον καὶ τοὺς μαστοὺς ἔθλιβον : ἡ Δημώνασσα δὲ καὶ ἔδακνε μεταξὺ καταφιλοῦσα : ἐγὼ δὲ οὐκ εἶχον εἰκάσαι ὅ
βούλονται περιγενόμενοι . κύων θηρευτικὸς λαγωὸν συλλαβὼν τοῦτον ποτὲ μὲν ἔδακνε ποτὲ δὲ αὐτοῦ τὰ χείλη περιέλειχεν . ὁ δὲ
4328375 γυπος
ἀρετήν . ὅτι ἐάν τις χρίσῃ κεφαλὴν κυνὸς ἀπὸ λίπους γυπὸς καὶ ἀκούσῃ αὐλητοῦ , μένει σκιρτῶν καὶ ὀρχούμενος .
πάσχοντος ἐπίδησον φυλάττων , ὥστε τὰ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τοῦ γυπὸς τῷ δεξιῷ ποδὶ τοῦ πάσχοντος περιάψαι καὶ τὰ τοῦ
4320813 φυσαται
δεῖ αὐτὸ ὑπερβατῶς ἀναγνῶναι . πολλαχοῦ γὰρ γίνεται , ὅταν φυσᾶται ἡ γαστὴρ ἐξ ὑποχονδρίου πάθους , ὥσπερ φόβος γίνεται
ἅμα καὶ ἀπόστασίς ἐστιν . Οἷσιν , ὅταν ἀφροδισιάζωσι , φυσᾶται ἡ γαστὴρ , ὡς Δαμναγόρᾳ : οἷσι δ '
4313843 χρως
ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ
πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν
4292841 ἐξαπινης
. τὸν μὲν ἄρα Γλαῦκος στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ στρεφθεὶς ἐξαπίνης , ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων : δούπησεν δὲ πεσών
ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ , ὄφρ ' ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν . ἐξαπίνης δ ' Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι . οἱ μὲν
4291673 ἀφωνος
πρώτη καὶ πρεσβυτάτη τροφὴ τῶν ἀνθρώπων , καὶ ὅτι οὐκ ἄφωνος , ἀλλὰ καὶ ἐφθέγξατό ποτε ἐν Δωδώνῃ . εἰ
περὶ τὰ τῶν παιδίων στόματα μάλιστα γινομένη . ἄναυδος : ἄφωνος . αὐδὴ γὰρ ἡ φωνή . ὡς Ὅμηρός φησιν
4286351 πουλλη
, ὠμοῖσιν : οὖρα μέλανα , σμικρὰ , λεπτά : πουλλὴ δυσφορίη : τὰ τῶν διαχωρημάτων ποικίλως : ἢ γὰρ
ὑπῆλθε κακὰ , χλωρά : ἑβδόμῃ πρωῒ , ῥιπτασμὸς , πουλλὴ βοὴ , φλεβῶν σφυγμοὶ παρ ' ὀμφαλόν . Ἐν
4278791 χλωροτητα
μέλαν τὸ εἶδος , ὁ δὲ ἐξέτρεψε τὸ μόρφωμα εἰς χλωρότητα , ὡς οὖν μεταμφιασάμενος : εἶτα μέντοι ἀλλοῖος ἐφάνη
εὐλάλου εἶπεν δονάκεσσι ] καλάμοις θαμίζων ] συχνάζων χλόον ] χλωρότητα ἄλλοτε δ ' ὑγραίνει : φησὶν οὕτως : τουτέστιν
4266548 πιων
' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε
ἑκάστου κρατῆρος οἶνος ἐτίθετο , καὶ εἴ τις ἐκάθευδε μὴ πιὼν τὸν ἴδιον κρατῆρα , πρωῒ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς
4261016 δεσματα
Ἔργμοσι : ἔργμασιν . Δεινή : σοφή . Ἅμματα : δέσματα . Ἐνθάδε πάντων ἰχθύων πάντα γένη , Ὁ γράψας
λινοπτερύγων : ἐκ τῶν τὰς πτέρυγας λινοῦ . Ἅμματα : δέσματα . Τέθηλεν : θάλλει . ὀπωρολόγοιο : ὁ τοὺς
4253846 ἐπιφερει
' ἐν τῇ τρίτῃ τῶν Ἱστοριῶν προειπὼν περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ ἐπιφέρει : ὁ δ ' Ἡρακλῆς ἕλκεται ἐπ ' αὐτὸν
ἢ ψευδής . καὶ ταῦτα μέν εἰσιν τὰ παραδιδόμενα . ἐπιφέρει δὲ καὶ ἄλλην τελειοτέραν ἐπίλυσιν ἣν ἐν ἑτέρᾳ θεωρίᾳ
4247796 ἀπεκεκλειμην
ὥστε ἐπ ' ἔσχατον ἐλθεῖν , καὶ τῆς τε τροφῆς ἀπεκεκλείμην καὶ ὅ τι προσείμην παραχρῆμα ἐφθείρετο , καὶ ἀναπνεῖν
ἣ συνεχῶς νύκτα καὶ ἡμέραν ἠνώχλει , καὶ τῆς τροφῆς ἀπεκεκλείμην καὶ ἡ δύναμις κατελέλυτο . καὶ οἱ ἰατροὶ ἀφίσταντο
4247285 ἐμεσαι
τῆς λεπτύνσιός τε καὶ τοῦ μὴ συλλαμβάνειν δύνασθαι , αἷμα ἐμέσαι τὴν γυναῖκα προσδόκιμον : τὰ δὲ καταμήνια τῇ τοιαύτῃ
ὅτι εἴρηκας ἔγραψας , ἀλλὰ πρὸς μὲν Ὀλύμπιον εἰρωνευόμενος ἔφης ἐμέσαι , πρὸς δὲ ἡμᾶς οὐδὲ τοῦτο . Χαίρω σου
4242038 ἀναπνεων
ἁπαλοῖς κίχλαις τ ' ἀναβράστοις . Ὦ μαλάχας μὲν ἐξερῶν ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα
περιπατῶν , καὶ ἄλλος ὁ νοῶν , καὶ ἄλλος ὁ ἀναπνέων , ἀλλὰ εἷς ὁ ταῦτα πάντα . ἀλλὰ οὐδὲ
4242009 ὠχρος
μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα
καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς
4239254 κεαρος
καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ Τ : ἔαρ ἔαρος , κέαρ κέαρος : σημείωσαί μοι τὸ νέκταρ καὶ φρέαρ ἐναντίως τῷ
, τείχεα τείχη , βέλεα βέλητὸ γὰρ ἔαρος ἦρος καὶ κέαρος κῆρος διὰ τὸ εἶναι φύσει μακρὰν πρὸ βραχείας μιᾶς
4231298 μαζος
: κτῆμα . Δέλεαρ : φάρμακον . Οὖθαρ : ὁ μαζός . Στέαρ : τὸ λίπος . Φρέαρ : ἡ
τῇσι γυναιξὶν , ᾗσιν ἀφαιρεῖται νούσῳ ἢ ἄλλῃ τινὶ ξυμφορᾷ μαζός : καὶ ἡ φωνὴ θρασεῖα , καὶ ὑγρὰ εἰς
4225385 ὡρη
. ] τὸν τοῦ Τιμαίου πρόοδον . Ὥρη ἐρᾶν , ὥρη δὲ γαμεῖν , ὥρη δὲ πεπαῦσθαι . Τίς δ
τὰ πολλὰ περιγίγνεται ὁ ἄνθρωποϲ . φέρει δὲ τὴν νοῦϲον ὥρη μὲν χειμὼν μάλιϲτα πάντων , δεύτερον φθινόπωρον , ἦρ
4220815 ὀξυς
σμικρὰ , οἷον κρίμνα , γονοειδέα . Τρίτῃ , πυρετὸς ὀξύς : διαχωρήματα μέλανα , λεπτὰ , ἔπαφρα : ὑπόστασις
κατέβη . Ἐν Λαρίσσῃ παρθένον πυρετὸς ἔλαβε , καυσώδης , ὀξύς : ἄγρυπνος : διψώδης : γλῶσσα λιγνυώδης , ξηρή
4200581 ἐκτεμῃ
τοὺς κιρσοὺς ἐργάσηται , κίνδυνος ἐπὶ τούτων ἐστίν , ἐὰν ἐκτέμῃ τις τὰς πεπονθυίας φλέβας , ἁλῶναι μελαγχολίᾳ : καὶ
τήκει καὶ λείβει , ἕως ἂν ἐκτήξῃ τὸν θυμὸν καὶ ἐκτέμῃ ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς καὶ ποιήσῃ “ μαλθακὸν
4197685 πεφυκαν
Ὑδροχὸν ὁ Κρόνος τε καὶ Ἑρμῆς τοὺς Διδύμους , οἰκοδεσπόται πέφυκαν τοῦ τοιούτου τριγώνου . καὶ τὸν μὲν Κρόνον δέδωκαν
δὲ τὸ κατάντημα καὶ τὴν λήγουσαν μοῖραν , τίνος ὅρια πέφυκαν καὶ πῶς τις ἐπιβλέπει . καὶ τεχνικῶς διάκρινον πρὸς
4196875 μηκιστος
εἵνεκα πάντα πονεῖσθαι τὸν πόνον , ἐφ ' ὅσους ὁ μήκιστος ἀνθρώπου λαιμός ἐστιν : οὔτε γὰρ πρὶν ἐμφαγεῖν ἀπολαύειν
θρῆνος καὶ πολλὰ τὰ δάκρυα καὶ ἀξιοπενθὲς τὸ πάθος καὶ μήκιστος ὁ χρόνος , μὴ μαλάσσων τὴν συμφοράν . ὁ
4193764 ἐπαλθεα
ῥίζαν μικράν , φιλεῖ δὲ μάλιστα χωρία τὰ πίονα . ἐπαλθέα δὲ θεραπευτικήν . τὴν χειρωνείαν καὶ κενταυρείαν καὶ πανάκειαν
τὴν ἶριν λέγουσιν τό τε πολλόν ] καὶ τοῦτο λίαν ἐπαλθέα ] θεραπευομένην , ὑγιέα ἐπαλθέα νοῦσον ἔτευξεν ] ἰάσιμον
4164033 τρομος
μοχθοῦσι κακοπαθοῦσι τρόμον : καὶ γὰρ μετὰ προειρημένα πάντα καὶ τρόμος τις τοῖς μέλεσι τοῦ κάμνοντος περιτρέχει καὶ γίνεται .
, αἵ τε ναρκώδεις ἅπασαι κινήσεις καὶ παράλυσις καὶ προσέτι τρόμος . προαιρετικῆς μὲν οὖν ἐνεργείας βλάβη παράλυσίς τε καὶ
4149392 ὑπομελανα
ἀμφοῖν παραμήκης πρὸς ὀμφαλὸν , ὑπολάπαρος : διαχωρήματα λεπτὰ , ὑπομέλανα : οὖρα θολερὰ , ὑπομέλανα : νυκτὸς οὐδὲν ἐκοιμήθη
διψώδης , χολώ - δης : οὐχ ὕπνωσεν : οὖρα ὑπομέλανα , ἐναιώρημα μετέωρον , οὐχ ἵδρυτο . Δευτέρῃ ,
4142614 βηξ
δὲ πῦον ξυνεστήκῃ , ὅ τε πόνος ὁμοίως ἔχει , βήξ τε γίνεται , καὶ ἐπαναχρέμπτεται πῦον , καὶ πνεῦμα
. Τέλος δὲ κατάῤῥοος , καὶ ἀπόχρεμψις ἐπικατῆλθε , καὶ βήξ : ἡ δὲ ἀπόχρεμψις , παχέα καὶ ὠχρὰ πῦα
4141082 ἐκκοπροι
. Εἰ μὲν ταύτηϲ ἀφεψήϲαϲ τῶν ἁπαλῶν φύλλων ἐϲθίοιϲ , ἐκκοπροῖ ἱκανῶϲ : εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα οἴνῳ κεράϲαϲ πίνοιϲ
δὲ λινοζώστεως εἰ μὲν ἑψήσας ἁπαλῶν τῶν φύλλων ἐσθίοις , ἐκκοπροῖ ἱκανῶς : εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνω πίνοις
4134799 πυρετος
τινος τῶν παραπλησίων : οὐ γὰρ ἡ τυχοῦσα ἄμετρος θερμότης πυρετός ἐστιν , οἷον ἡ ἐν τῷ σιδήρῳ ἢ ἐν
τῆς σαρκὸς λιπαρὴν ἰκμάδα . ὁκόταν δὲ τοῦτο γένηται , πυρετός ἐστιν καυσώδης ἅτε ἔχων τροφὴν ἀπὸ τοῦ λιπαροῦ τοῦ
4132276 ἐμετος
βάθους ἀναδιδομένη θερμασία , χάσμη , σκορδινισμὸς , ναυτίαι , ἔμετος , καταφορὰ πρὸς ὕπνον , βήχιον μικρὸν , ὑπότραχυ
μαστῶν κνησμός , πόνος ἤτρου , ὀσφύος , κεφαλῆς , ἔμετος χολωδῶν ἢ φλεγματωδῶν . τούτων προφαινομένων περὶ τὸ τεσσαρεσκαιδέκατον
4132121 γλωσσα
δὲ τὴν γενὴν Ἀθηναῖος , λόγων τι παιπάλημα καὶ κακὴ γλῶσσα , ἔγραψεν , οἷ ' ἔγραψ ' : ἐγὼ
ὀξὺς , ὑποδάκνων πρὸς χεῖρα : δευτεραίῳ δὲ καρηβαρίη : γλῶσσα ἐπεκαύθη : ῥὶς ὀνυχογραφηθεῖσα , οὐχ ᾑμοῤῥάγησεν , ἀριστερὸς
4130880 ἐνστυφον
λαβεῖν ἢ πίτυος δάκρυον μετὰ γλεύκους , καὶ τὰ ἑξῆς ἐνστῦφον ] ἔμπικρον νεοτρίπτῳ δὲ ἤγουν νεωστὶ τριβέντι , οἷον
τὸ δ ' ἀθρόον ὕδατι μίξαις συγκεράων νύμφας τε καὶ ἐνστῦφον ποτὸν ὄξευς : ἠὲ καὶ ἐκβδήλαιο καταχθέος ἕρματα γαστρός
4120152 ἀποπνει
θερμόν , ὀσμὴ δὲ ἀπ ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ , καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον
, ὀξέα . ὄζει τὰ ἴχνη , ἀπόζει , πνεῖ ἀποπνεῖ , ἀποφέρεται ἀπ ' αὐτῶν τὸ πνεῦμα . ἄνοσμα
4112716 ῥιπτει
: μετὰ ταῦτα , δή . ἀσχαλόων : λυπούμενος . ῥίπτει : προσαράπτει , κρούει , καταφρονεῖ , τύπτει .
ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα , τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον , ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν . οἳ
4111218 οὐλη
: βούλω βαρύνεται . τὸ δὲ οὐλῶ περισπᾶται , ὅτι οὐλή , καὶ τὸ δουλῶ , ὅτι δοῦλος . Τὰ
σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ οὐλή , περιθέων δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν βιοτὴν ἔχων ἔοικε
4104559 ῥις
, στόμα , βρόγχος , τραχεῖα ἀρτηρία , πνεύμων . ῥὶς μὲν καὶ στόμα πρὸς τὸ ἀναπνεῖν , ὁ δὲ
σημαίνει ἄνδρα . εὐθύτης ῥινὸς γλώττης ἀκρασίαν τινὰ λέγει . ῥὶς ἡ μείζων καλλίονα δηλοῖ ἄνδρα . εἰ δὲ πάνυ
4099447 ἐπτυσεν
, ἡ Μαιανδρίου τοῦ τυφλοῦ αὐτίκα χλωρὸν καὶ αὐτίκα πυῶδες ἔπτυσεν : περὶ ἕκτην , καὶ ἥπατος ζύμωσις , καὶ
, καὶ παρ ' οὖς οὐ γενέσθαι , ὅτι πέπονα ἔπτυσεν . Ἡ Δημαράτου γυνὴ , πόδες καὶ ἐν τῇσι
4098502 ἀπλητον
: καὶ ὅπλα δὲ κάει καὶ ἀνθρώπους μαχομένους , καὶ ἄπλητόν ἐστι τὴν ἰσχύν . κοιμίζεται δὲ καὶ ἀφανίζεται πολλῶι
: καὶ ὅπλα δὲ κάει καὶ ἀνθρώπους μαχομένους , καὶ ἄπλητόν ἐστι τὴν ἰσχύν . κοιμίζεται δὲ καὶ ἀφανίζεται πολλῶι
4098363 σκευαζων
ἄγαν ἀφλέγμαντος : ταύτῃ ἐχρῆτο ὁ καθηγητὴς Λεύκιος διττῶς ταύτην σκευάζων , τὴν μὲν ἐχέκολλον , τὴν δὲ σκληροτέραν :
τοῦτο καλέουσι γαργαρεῶνα , παραχρῆμα μὲν τοῖσιν ἀναγαργαλίκτοισι χρῆσθαι , σκευάζων ὡς γέγραπται ἐν τοῖσι φαρμάκοισιν : ἢν δὲ πρὸς
4094789 καιριος
παῖδα καὶ βασιλέα πάσης ἀρχῆς . καὶ Κύψελος ἔτι ζῳογονούμενος καίριος εἶναι τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἐδόκει , φοβοῦντος αὐτοὺς ἰνδάλματος
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν .
4094524 πιεζει
συμπίπτει ἐς κλίνην , καὶ ἡ νοῦσος καὶ ἡ ἀλγηδὼν πιέζει μᾶλλον , καὶ ἀνίστασθαι οὐ δύναται , καὶ οἱ
τοὺς δυνηθέντας ἐς τὴν γῆν διαφυγεῖν τῶν Ἀργείων ῥῖγός τε πιέζει καὶ λιμός . εὐξαμένοις δὲ θεῶν τινα ἐν τοῖς
4094453 νευρικα
περὶ τὰς λαγόνας ἢ ὑπὸ τὸν μαστὸν καὶ περὶ τὰ νευρικὰ τάσις . οἱ δὲ κλιμακτῆρες αὐτοῦ ἔτος ζʹ ,
, γονάγρα , ἱσχιάδα , ἀρθρῖτις , ὀπισθότονος καὶ ὅσα νευρικὰ πάθη . Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ καταπλασσομένη μεθ '
4092335 φυσᾳ
τόκου καθάρσιος γινομένης μετρίης ἡ γαστὴρ μένῃ , ἢ καὶ φυσᾷ ἀποκεκλεισμένη καὶ ὀδυνώδης γίνηται , ἤν τε ξὺν πυρετῷ
- κος φυσᾷ καὶ ἐκταράσσει καὶ τὴν κοιλίην ὑπάγει : φυσᾷ μὲν ὅτι θερμαίνει , ὑπάγει δὲ ἐκ τοῦ σώματος
4082881 διψωδης
, κωματώδης : ἀσώδης , ὅτε διεγείροιτο : οὐ λίην διψώδης : περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἐδυσφόρει , παρέλεγεν :
ἰσχύν : καρδιαλγὴς δὲ καὶ δύσοσμος καὶ ἀτερπὴς καὶ ἄγαν διψώδης : ὅθεν οὐ πονηρῶς ἔνιοι ἀλόῃ μίσγοντες προσφέρουσιν :
4080384 πλευριτιν
πρόσκειται οἱονεὶ τῷ ἀδικηθῆναί τις ὑπερλυπηθεὶς κατέσφαξεν ἑαυτόν . ἀλλὰ πλευρῖτιν . καίτοι δύναταί ποτε κατὰ συμβεβηκὸς τὸ πρόσπταισμα μεῖζον
δὲ χρὴ τὴν περιπλευμονίην οὕτως : οὐ μέντοι ἐξαμαρτήσῃ καὶ πλευρῖτιν καὶ φρενῖτιν οὕτω μεταχειριζόμενος : ἄρχου τὸ πρῶτον κουφίζων
4080286 γενυας
ψιμυθίου ἐπιστύφων ἐμπελάζεται τοῦ ] τοῦ πεπωκότος τὸ ψιμυθίου φάρμακον γένυας ] ἄλλως : οὐ τὰς ἐκτὸς λέγει οὔλων ,
ὡς Αἰσχύλος . . : πολὺς δ ' ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς ἤνσεεν ] πρὸς τὰ παρὰ τῶι Ἀρχιλόχωι πολλὸς
4079097 κρισιος
ἢ καλὰς καὶ κρισίμους ἀποστάσιας , σκοπέεσθαι . Πεπασμοὶ ταχυτῆτα κρίσιος καὶ ἀσφαλίην ὑγιείης σημαίνουσιν : ὠμὰ δὲ καὶ ἄπεπτα
Ὁ παρ ' Ἀλκιβιάδεω ἐλθὼν , ἐκ πυρετῶν ὀλίγων πρὸ κρίσιος ὄρχις ἀριστερὸς ᾤδησεν : ἦν δὲ σπλῆνα μέγαν ἔχων
4075234 ὀδοντων
, καὶ καινότατα δήπου ἀποκτείνασα ἀνῄρηται . Ὀνύχων ἀκμαῖς καὶ ὀδόντων διατομαῖς θαρροῦσι καὶ ἄρκτοι καὶ λύκοι καὶ πάρδοι καὶ
μάθοις δ ' ἂν ἐπὶ τῶν ἐγκαταλειφθέντων ταῖς διαστάσεσι τῶν ὀδόντων σιτίων καὶ μεινάντων δι ' ὅλης νυκτός : οὔτε
4062983 ἀναπλεω
παντοδαπῆς θοίνης πλήσασα παρατίθησιν . ἦν δ ' ἄρα φαρμάκων ἀνάπλεω τὰ ἐδέσματα : φαγών τε ὁ Κάλχος εὐθέως παραπλὴξ
ἐκείνων πλείω . ὅλα γὰρ αὐτοῖς τὰ σώματα γίνεται νάρκης ἀνάπλεω καί πως ὑπότρομα καὶ ψυχρὰ ἰσχυρῶς , καὶ ἔμετοι
4061724 ἐπυρετηνεν
φλεγμήνειε τρωθείς : ἔστι δ ' ὅτε καὶ ἄνευ προφάσιος ἐπυρέτηνεν ἂν , καὶ φλεγμανθείη τι τοῦ σώματος πάντως .
τῶν κωνώπων δήγματα , ὀλίγον δὲ χρόνον : τῇ ὑστεραίῃ ἐπυρέτηνεν . Αὐχμοὶ πουλλοὶ μετὰ ζέφυρον ἐγένοντο μέχρις ἰσημερίης φθινοπωρινῆς
4060183 συρισας
τὸν ὄφιν πρὸς εἰρήνην . Ὁ δὲ κάτωθεν λεπτὸν αὐτὸς συρίσας τῷ ἀνθρώπῳ ἔφησε τοιάδε λέγων : Ἀπὸ τοῦ νῦν
ὡς λύκον ἀποκτείνας , ἄλλος ὡς μόνου τοῦ Πανὸς δεύτερα συρίσας : τοῦτο τοῦ Φιλητᾶ τὸ σεμνολόγημα ἦν . Ὁ
4056544 διαχωρηματα
σῶμα δείκνυσι καὶ λεπτότερον καὶ δίψαν ἐργάζεται μᾶλλον καὶ τὰ διαχωρήματα ὀλίγα καὶ παχύτερα φαίνεται . Ἡ δὲ ὑγρὰ δυσκρασία
οὐχ ὕπνωσεν : διψώδης . Δευτέρῃ , πάντα παρωξύνθη : διαχωρήματα πλείω , ἀκαιρότερα : οὐχ ὕπνωσεν : τὰ τῆς
4055806 ῥιπτασμον
ἀντιγράφοις εὕρομεν βλητρισμὸν χωρὶς τοῦ σ . ὄντως δὲ τὸν ῥιπτασμὸν σημαίνει , καθὼς καὶ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιός φησιν :
συμπτώματα τὰ πρὸ τῆς κρίσεως οἷον ἀγρυπνίαν , δίψος , ῥιπτασμὸν , παραφροσύνην , ἄλυν καὶ ὅσα τοιαῦτα , τοὺς
4054850 ὑποχωρει
τρωθέντος δὲ τοῦ ἀνευρύσματος , ἐξακοντίζεται τὸ αἷμα δυσεπισχέτως . ὑποχωρεῖ μὲν οὖν κἀν τοῖς οἰδήμασι θλιψάντων ἡ ὕλη τοῖς
' ἔξω διαστρέφεται , ἔσθ ' ὅτε δ ' ὀπίσω ὑποχωρεῖ . πάλιν δὲ δεῖ , τοῦ πάσχοντος καθεδρίου ἐσχηματισμένου
4052540 εἰκοσταιος
κοιλίη ἐπεταράχθη , καὶ τὰ κατὰ κύστιν ἐκαθήρατο , ἐκρίθη εἰκοσταῖος : οὐχ οἷον ὁ Φαναγόρεω οἰκέτης , ᾧ οὐδὲν
ἀπὸ τῶν Ῥάπτων ἐπὶ τὰ Ἀρώματα , μείζονα οὖσαν , εἰκοσταῖος διέπλευσε : καὶ τοῦ Θεοφίλου τὸν τοῦ νυχθημέρου φορὸν
4050387 ὑπνος
χολῆς πολλῆς , ἡ πλείστη πρασοειδής : ἔληξε πάντα : ὕπνος ἐς νύκτα . Πρωῒ περιέψυκτο : ἱδρώτιον , νοτὶς
, καὶ τὸ δεῖπνον μᾶλλον τῆς προτέρας τραπέζης κεκολασμένον καὶ ὕπνος ὃς ἂν ἐκ τοσούτου γένοιτο μέτρου σιτίων , καὶ
4046168 ἰχνευμονος
καὶ διαφθείρειν τοῖς ὁδοῦσι πάντα . Ἡ δὲ μορφὴ τοῦ ἰχνεύμονός ἐστί τις τοιάδε : ἐμφερής ἐστι τῇ ἰκτίδι ,
καὶ παρ ' ὕδασιν ἐμφωλεύει καὶ διατρίβει . ὅτι μείζων ἰχνεύμονός ἐστι , τοῖς δὲ ὀδοῦσι καταβάλλει τὰ μεγάλα δένδρα
4044750 ἐκβαλλει
ἀναπετάννυσιν ὥσπερ ἵππος ἐκ δρόμου , καὶ τὴν γλῶσσαν θαμινὰ ἐκβάλλει , καὶ τὰ στήθεα αὐτῷ ἀείδειν δοκέει καὶ βάρος
δυνάμεωϲ , ὧν τὸ ἀφέψημα καταμήνιά τε κινεῖ καὶ ἔμβρυα ἐκβάλλει . ἡ δὲ ἐν τοῖϲ ἐνύδροιϲ χωρίοιϲ φυομένη δυϲωδεϲτέρα
4033514 οἰδος
μαλακῷ . ὀξύϊ : ὀσφύϊ . ὀχλώδεα : ὀχληρά . οἶδος : οἴδημα . ὀνεύεσθαι : τείνειν . | ὄπωπα
ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * ἐν δὲ νόον . . .
4032696 κατεχυθη
Ἦν ταῦτα . Καὶ τοῦθ ' ἡμῶν ἀπορουμένων ἔτι μείζων κατεχύθη σκοτοδινία , φανέντος τοῦ λόγου τοῦ πᾶσιν ἀμφισβητοῦντος ὡς
περὶ τῆς Λευκίππης , ὡς ἀφανὴς ἐγένετο , νέφος αὐτῇ κατεχύθη λύπης . καὶ τὸ μὲν ἀληθὲς οὐκ εἶχεν εὑρεῖν
4027490 μελανα
καὶ ῥόδινον ἔγχει ἢ ῥαφάνου χυλὸν μετὰ ῥοδίνου ἢ ἐλλέβορον μέλανα μετὰ ὄξουϲ . πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ
τὴν μὲν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ , ζωμὸν δὲ ταύτῃ μέλανα μηχανώμεθα , τὸ καλόν τε χρῶμα δευσοποιῷ χρῴζομεν .
4023539 πρᾳοτατα
ἄνευ ἡνίας ἐλαυνόμενός τε ὠκύτατα φέρεσθαι , καὶ βάδην προϊόντος πρᾳότατα ἵστασθαι , καὶ ἐκκλίνοντος , ὅπως περιοίσεται καὶ κυκλώσεται
τοῖς ἱεροῖς οὔθ ' ἱερεῖς ἐλαύνοι πολλοῖς τε λύσειε συμφορὰς πρᾳότατα καταστησάμενος τὴν ἀρχήν . τοῦτον νῦν εἶδον κατηφῆ καὶ
4022165 πολλοισι
διανοήσει , τὰ δύο μέντοι πάθη περὶ θεοὺς μεῖναι , πολλοῖσι μὲν οὔ , μεῖναι δὲ οὖν τισιν , τὸ
ψαύειν ἤτρου , μηδὲ τῶν ἔσω : ὅμοιον γὰρ τοῖσι πολλοῖσι γούνασιν . Τὰ παρὰ καρδίην Ξενάρχῳ : καὶ θερμὸν
4021006 ἐπαιε
ἔργον ἀναπεταννύναι τοῖς ἅρμασι τὰς θύρας : ὧν τοὺς μὲν ἔπαιε , τοὺς δὲ ἠπείλει κατακαύσειν , ἑνὸς δέ τινος
: ὁ δὲ κόραξ τοῖς τε ὄνυξι καὶ τοῖς πτεροῖς ἔπαιε τοῦ Γάλλου τὰ ὄμματα , κωλύων εὐθὺ τῷ πολεμοῦντι
4003498 κοπρωδες
, ὃ δὴ ἐπῄνεσεν ὁ πάσσοφος ποιητής , ἢ ὅταν κοπρῶδες καὶ μὴ καθαροῦ τοῦ κηροῦ , ἢ ὑγρὸν σφόδρα
κατὰ παραγωγήν . εἴρηται δὲ οἱονεὶ βοόσλιτον τὸ ἁμάρτημα τὸ κοπρῶδες , καὶ πλεονασμῷ τοῦ β βόλβιτον . . .

Back