και νους λεγομενη δικαιοτατ ' ἀν . Δικαιοτατα δητα . Σοφια μην και νους ἀνευ ψυχης οὐκ ἀν ποτε γενοισθην
θειων : δια την ταξιν οὐν ἐλαχε την προσηγοριαν . Σοφια δε οἱονει σαφεια τις οὐσα : τα γαρ θεια
9999909 δανεια
ἀμοιβης ὡραϊζονται μαλλον ἠ ὁσον ἀλλοι τυχοντες ἁβρυνονται . ποσοι δανεια δωρησαμενοι χαιρουσι πλεον των ἀπειληφοτων ὀφληματα . ποσοι ταις
των περι ταυτα δεινων ἐργασει ἐκ του οἰνου και τα δανεια τα σεαυτου ἀποπλυνεις . το δε ἀρα ἠν οὐ
9999909 Σοφοκλει
εἰ μη ἀρα ἰσοδυναμει , ὡς κοτω και ἐνεκοτουν παρα Σοφοκλει . , : κουρας : ἡ ἐν τοις ὀροφωμασι
ταττουσιν αὐτο . Το μεν λαγος κοινον ὀν εὑρηται παρα Σοφοκλει , γλαυκες , ἰκτινοι και λαγοι . ὡσπερ δε
9999908 ἁρμοττουσαν
βασιλευοντος θεου προηγησιν εὐδαιμονιας της ἀκρας πεπληρωσθαι ; δικην οὐν ἁρμοττουσαν οἱς ἐτιθεντο διδοασι : φυραντες γαρ το ἱερον περι
μελη και ὁλον το σωμα φαινεται . ᾡ τιν ' ἁρμοττουσαν εἰκον ' ἐνεγκω σκοπων οὐχ ὁρω , ἀλλα παρισταται
9999905 ἐτελευτησαν
των ἰδιων , ὁσα ἑκαστῳ ἐγενετο ἐπειδη ἐκεινοι οἱ ἀνδρες ἐτελευτησαν , τιμωρησατε τον αἰτιον τουτων . ἀποδεδεικται δ '
κοιμηθεντες ἐν τῳ συνελκειν ἐν ταις ἀναπνοαις αὐτης την ἐνεργειαν ἐτελευτησαν . Ἀνομοιος δε ἡ Κρητη την ἀκτινοβολιαν : την
9999905 τεσσαρεσκαιδεκατον
, ἐμετος χολωδων ἠ φλεγματωδων . τουτων προφαινομενων περι το τεσσαρεσκαιδεκατον ἐτος , δει τον ἰατρον τεκμαιρεσθαι ὡς ἐπειγει ἡ
παιδι Κλεοδαμου νικησαντι την οϚʹ Ὀλυμπιαδα . . . Το τεσσαρεσκαιδεκατον εἰδος μονοστροφικον ἐστιν ἐκ ιηʹ κωλων και ιζʹ .
9999905 πρεσβεια
ἡπερ συνεφερεν αὐτῳ , τυχοι . Οὐκουν ἡ μεν προτερα πρεσβεια τον καιρον τουτον εἰχεν , ἡ δ ' ὑστερα
δε βοηθεια ἠ κτησις εὐνοιας ἠ δοξης ; τις δε πρεσβεια , τις διακονια δι ' ἡν ἡ πολις ἐντιμοτερα
9999904 Εἱμαρμενη
αὐτους , ἠγουν στερεους . Ἐγω δε φημι , ἡ Εἱμαρμενη ἐποιησεν τριτον ἀλλο γενος , ποδαπον ; ἐκ μελιαν
. ΕΝ ΔΕ ΘΕΜΕΝ ΚΥΝΕΟΝ ΤΕ ΝΟΟΝ . Ἐπενευσεν ἡ Εἱμαρμενη και τον προφορικον λογον Ἑρμην , ἀναιδη τε και
9999904 ἐκρατουν
ὁμως δε ὡς οἱ μεν περι τον Κλεομβροτον το πρωτον ἐκρατουν τῃ μαχῃ σαφει τουτῳ τεκμηριῳ γνοιη τις ἀν :
πολεμου . ᾐσαν ἐς χειρας : συνεπλακησαν . ἐπειχον : ἐκρατουν . οὑτοι δε ἐν τῳ εὐωνυμῳ μαλλον : οἱ
9999904 ἐπαγγελιαις
' Ἡρακλεους συγγενειας και λογοις φιλανθρωποις , ἐτι δε μεγαλαις ἐπαγγελιαις μετεωρισας ἐπεισε την πατροπαραδοτον ἡγεμονιαν [ της Ἑλλαδος ]
τους ἡγεμονας και τους μεν δωρεαις , τους δ ' ἐπαγγελιαις μεγαλαις , παντας δε φιλανθρωποις ὁμιλιαις ἐξιδιοποιησαμενος προετρεψατο προς
9999903 Σαλαμινιος
κοινωνουσι : των γαρ Αἰαντων ὁ μεν ἐστι Τελαμωνος υἱος Σαλαμινιος , ὁς ἐμονομαχησεν Ἑκτορι , ὁ δε ἑτερος Ὀιλεως
ἠ ὁτι ἐν Ἀργει ἐναυπηγηθη , ὡς φησιν Ἡγησανδρος ὁ Σαλαμινιος . πεταυρον δε καλειται ἡ πλατεια σανις . αὑτη
9999903 ἀκουσατε
ἐζησα ἐκει . Και νυν ὁσα ἐγω ὑμιν ἐντελλομαι , ἀκουσατε , τεκνα , του πατρος ὑμων , και φυλαξατε
βουλεται . προς δε ταυτα τι παραινω νυν πραττειν , ἀκουσατε μου . ἐγω τον δημον οὐτ ' ἀδιαλλακτως οἰομαι
9999902 ἐπολεμησεν
θαλασσιᾳ σεριφῳ νησῳ και τοις ἐν αὐτῃ λαοις : ἀϋσεν ἐπολεμησεν . ἀπο της ἀϋτης . [ . ] Ἠτοι
: ὁ μεντοι Τισσαφερνης το τε Κυρειον στρατευμα καταλογιζομενος ὡς ἐπολεμησεν αὐτοις και τουτῳ παντας νομιζων ὁμοιους εἰναι τους Ἑλληνας
9999901 ἀφοριζων
ἀποδεδειγμενοις ἀκολουθως : γεγραψεται δε και ὁ το νοτιωτερον περας ἀφοριζων παραλληλος τοσουτον του ἰσημερινου ἀπεχων προς μεσημβριαν , ὁσον
πλατος , ὁ ΖΗΘ : νοτιος δε παραλληλος , ὁ ἀφοριζων και αὐτος το ἐγνωσμενον αὐτης πλατος , ὁ ΚΛΜ
9999900 ἀσθενεια
ἀπο του ἰσου ἀπο του κατηγορου γινομενης της στασεως , ἀσθενεια τις ἐπι των πραγματων εὑρισκεται του κατηγορου , ὡς
, τους δε ἡ τε ἐμπειρια των παροινουμενων ἡ τε ἀσθενεια του γηρως ἡ τε δυναμις των νεων φοβουσα σωφρονιζει
9999900 Καλλιππος
ναυν τους ναυτας . ἐπει δε πληρης ἠν , ἀναβαινει Καλλιππος ὁ Φιλωνος ὁ Αἰξωνευς , και φραζει προς τον
δε ἐστιν ἁπασι . και γαρ οὐδε εἱς ἐστιν ὁ Καλλιππος οὑτος , ἀλλα και των οἰκετων ἑκαστος , πολλοι
9999900 εἰληφεσαν
ἐκ παντος τροπου ποιειν προτρεποντων , του δε και ἁς εἰληφεσαν δωρεας μετα και των ὀντων αὐτων προσαποστερουντος : ὁ
δοκιμασαντες προς την ἀξιαν ἑκαστῳ ἐδιδοσαν : και οὑτω παντες εἰληφεσαν το δικαιον μερος . ἐπει δε εἰληφεσαν τα τοτε
9999900 Ξανθιππος
των χρονων παραγεγονεν . ἀλλα μην οὐ δυνανται Παραλος και Ξανθιππος οἱ Περικλεους υἱοι τελευτησαντος τωι λοιμωι Πρωταγοραι διαλεγεσθαι ,
, προθυμιαν , εὐνοιαν , ῥωμην . κἀν ποτε σοι Ξανθιππος ὀνειδισῃ τον του προδοτου προσαγορευων , καρτερει και μη
9999899 δυσεντερια
και βατον και ἀψινθιον και παντων ὁμοιως στυπτικων . Αἱματηρα δυσεντερια λεγεται , ὁταν αἱμα καθαρον ᾐ το κενουμενον ,
ὀψει τα διαχωρουμενα . και καλειται το παθος τουτο ἡπατικη δυσεντερια . οἱ μεν οὐν πολλοι των ἰατρων ἐπειδαν θεασωνται
9999899 κολαζουσι
Ἐρινυες ] : εἰσι δε θεων ὑπηρεται και ἀνθρωπους [ κολαζουσι ] ? ? ? : ὁσαι δε εἰσιν ὁπωσπερ
ἐπληξεν , οὐκ ἐξετασας ἀλλ ' ἀμελησας εἰδεναι , ἠδη κολαζουσι τον τοιουτον ὡς ἐξον αὐτῳ γνωναι ὁς ἠν παρεστως
9999899 Πυθαγορικους
: εἰ αὐταρκειαν ἀσπαζῃ , φιλοσοφε , τι οὐ τους Πυθαγορικους ἐκεινους ζηλοις , περι ὡν φησιν Ἀντιφανης μεν ἐν
το δεχομενον αὐτην οὐκετι προσδιοριζουσιν , ὡσπερ ἐνδεχομενον κατα τους Πυθαγορικους μυθους , οἱς ἐκεινος μεν ἐχρητο πολιτικως , οὑτοι
9999899 κορυφης
ἀεριον ἐχει , την δε περιφερειαν ψιλην πανταχοθεν μεχρι της κορυφης . ἀκροκομα δ ' ὀντα διαφορους ἐχει τας ἀπο
την κατ ' ἰθυωριαν ἐπιδεσιν αἱρουμεθα , δια μεν της κορυφης ἀγομενου του ἐπιδεσμου , καταγομενου δ ' ἐντευθεν ἐπ
9999899 ἀπαιτουσης
, ἀποι - κιαν . ταυτα μεν οὐν της ὑποθεσεως ἀπαιτουσης ἀναγκαιον τε και δικαιον ἐδοξεν εἰναι μοι προς τους
γην , ἀλλ ' εἰτε αὐην εἰτε νοτεραν της ὡρας ἀπαιτουσης δειν ἀροτριαν και μη προφασιζεσθαι την ποιοτητα της γης
9999899 ἐμφερης
και ἡ ἰβις αὐτο καθ ' αὑτο τῃ καρδιᾳ ἐστιν ἐμφερης , περι οὑ λογος ἐστι πλειστος παρ ' Αἰγυπτιοις
πτερυγων και του πυγαιου ἀκρου , σκελεα δε και προσωπον ἐμφερης τῃ ἑτερῃ . Του δε ὀφιος ἡ μορφη οἱη
9999899 γεγενημενη
. καθολου μεν οὐν σχεδον παρ ' ἁπαν μερος † γεγενημενη † διορθωσις : τα μεν γαρ περιῃρηται , τα
συνοικει αὐτῳ ; ἀλλα μεμαρτυρηται ἑταιρα οὐσα και δουλη Νικαρετης γεγενημενη . ἀλλ ' οὐ γυναικα εἰναι αὐτου , ἀλλα
9999899 ὡροσκοπουντες
δευτεραν διχοτομον καλην την χειρουργιαν ποιει . Ζευς και Ἀφροδιτη ὡροσκοπουντες ἀγαθην την χειρουργιαν ποιουσιν . τα δε εἰρημενα παντα
ὡροσκοπουντων ἑαυτους παραδιδοασιν ἐξουσιαις τισιν . Ἀρης δε και Ἀφροδιτη ὡροσκοπουντες πολλα ἀναλωσειν εἰς ἀφροδισια μηνυουσι και δια τουτο την
9999899 κινηθεν
αἱ φλεβες μαλλον . Ξυνεκριθη , ξυνεστη , ὀξυτερον , κινηθεν , ἐμωλυνθη , και βραδυτερον αὐξεται και ἐπι πλειω
ἀπιοντων διαιτης ξηροτης . λαʹ . Ὁτι το θασσον διακριθεν κινηθεν αὐθις αὐξεται βραδυτερον ἐπι πλειονα χρονον . λβʹ .
9999898 συνειχετο
τοις ἀδικοις ἐναντιουται . ὁδοιπορος πολλην ὁδον διανυσας ἐπειδη κοπῳ συνειχετο , πεσων παρα τι φρεαρ ἐκοιματο . μελλοντος δε
. οὑτος ὡδε ἐκ Κροτωνος ἀπιγμενος Πολυκρατει ὡμιλησε . πατρι συνειχετο ἐν τηι Κροτωνι ὀργην χαλεπωι . τουτον ἐπειτε οὐκ
9999898 ὀξυμελιτος
: παχεος δε και γλισχρου , | ῥαφανιδας μετ ' ὀξυμελιτος και ταριχου και το δια ναπυος και ὑσσωπον δι
τελεια δοσις ⋖ δ συν οἰνομελιτι . ἡ δι ' ὀξυμελιτος πικρα κατα βραχυ κενοι μηδεν των δυναμεων ὑποκοπτουσα :
9999898 κρατουσης
τυχῃ αὐτην εἰναι θερμοτεραν , ψυχρον ὑδωρ προς λογον της κρατουσης δυσκρασιας ἐπιβαλειν τῃ κεφαλῃ συμμετρως . ἀλλα τουτο γε
. δοξης μεν οὐν ἐπι το ἀριστον λογῳ ἀγουσης και κρατουσης τῳ κρατει σωφροσυνη ὀνομα : ἐπιθυμιας δε ἀλογως ἑλκουσης
9999898 παιδες
ἠ Ἀρτεμιδες . Και παλιν τῳ αὐτῳ γινονται ἀπο Ῥεας παιδες ἑπτα , ὡν ὁ νεωτατος ἁμα τῃ γενεσει ἀφιερωθη
μηδε γηρασας ματαιοτερας τας φρενας ἐκτησαμην , Ἐρωτι , ὠ παιδες κατεσπεισθε και Ἐρωτι ὑμων μελει . Πανυ ἐτερφθησαν ὡσπερ
9999898 ἐπαθες
μοι , κἀν πεντ ' ἐτη . Τι δ ' ἐπαθες ; Ἐπετριβην ἀπολεσας τω βοε . Ποθεν ; Ἀπο
, πεψαι , το τελευταιον παραθειναι . Τι δ ' ἐπαθες ; ἀγρυκτα κἀλεκτ ' , ἀλλα βουλομαι μονῃ αὐτῃ
9999898 κρατουντι
γινεται , μεγιστε βασιλευ , και ἐλπιδες ἐπι θεῳ καλαι κρατουντι σοι της ἀρχης εὐσεβως . Ὡς δε συνηκουσαν παντες
ὁλοις πελαγεσι , ταυτα ὁρων , ταυτα θεωμενος , τῳ κρατουντι ὑπηκουσα , και προς τον καιρον ἡρμοσαμην τοις ὁλοις
9999898 ἀσθενεστεροι
, οἱ μεν ἀγαθοποιοι τους ἐνιαυσιους χρονους λαβοντες ἠ ἐπεμβαντες ἀσθενεστεροι εἰς το εὐεργετειν γενησονται , παραχωρησουσι δε τοις κακοποιοις
, ᾡ μονῳ προσεστι το εἰναι . ἐαν δ ' ἀσθενεστεροι τας φυσεις ὀντες ἐπιζητωσι προσρησιν , δηλωσον αὐτοις μη
9999898 ἀθροισθεντες
' ἐπικρατουσης μεριδος φυγαδευουσης πολλους των ἀντιπραττοντων , οἱ φυγαδες ἀθροισθεντες και παραλαβοντες τους Ἰλλυριους ἐπλευσαν κοινῃ μετ ' αὐτων
την πατριδα , το Περγαμον , ἀπελυετο . Ἀπολλωνιαται δε ἀθροισθεντες ἀχρι μεν τινος ἐδεοντο Καισαρος ὑπο φιλοστοργιας μενειν παρα
9999898 Στρατεια
, ὡν οἱ ἐπιφανεστατοι Παρμενιων και Φιλωτας . ιϚʹ . Στρατεια Ἀλεξανδρου εἰς τους Παροπανισαδας και τα πραχθεντα κατ '
Ὡς Λακεδαιμονιοι στρατευσαντες εἰς την Ἀττικην τας κτησεις κατεφθειραν . Στρατεια Ἀθηναιων δευτερα ἐπι τους Ποτιδαιατας . Στρατεια Λακεδαιμονιων εἰς
9999897 ἀπορια
Ἡρακλειαν : ἐξ Ἡρακλειας δε οὐτε πεζῃ οὐτε κατα θαλατταν ἀπορια : πολλα γαρ και πλοια ἐστιν ἐν Ἡρακλειᾳ .
πεισωσι τον ἐρωτωμενον ὁμολογησαι , ὁτι ὁ λιθος ὁρᾳ . ἀπορια γαρ ἐστιν ὁταν ἡ διανοια οὐ βουληται ἐμμενειν τῳ
9999897 Πυθαγορειους
μεγεθη τε και αἰσθητα ποιουντας , ἀπορει προς μεν τους Πυθαγορειους , πως ἐξ ἀβαρων και ἀμεγεθων των ἀριθμων τα
αὐλου ῥυθμον κατα πολεμιων χωρουντας . φασι δε και τους Πυθαγορειους , εἰ ποτε κινηθειεν αὐτοις τα παθη ἠ τινας
9999897 ἐπηγαγεν
το δευτερον ἀπηντησεν : εἰπων γαρ ἀνηρ τε και γυνη ἐπηγαγεν το γυνη ἀδικουμενη προς ἀνδρος : ἀπο κοινου γαρ
προϊων δε σφοδροτερον τε ἠχησε και ὑφηκεν αὐθις , εἰτα ἐπηγαγεν ἁρμονιαν συντονον , ἐπι ταυτῃ δε παλιν ἐς την
9999897 πλατεια
σαθρον ἐκλυων μενος . ὁθεν με δεχεται παν δεμας κεκμηκοτα πλατεια μεν κελευθος ἀλλ ' οὐκ ἀσφαλης . τα μεν
, ἀναγκαιως ἀν το τοιουτον διεζευγμενον ἀληθες γενοιτο : ἠτοι πλατεια και ἐπιπεδος ἐστιν ἡ γη , ἠ κοιλη και
9999897 ἀσθενεστερα
ἰσχυροτερα ταχεως ἐργαζεται το ἑαυτης ἐργον , ἡ δ ' ἀσθενεστερα βραδυτερον , οὐδε λογου δει . δια ταυτα μεν
: διαμενον γαρ και τουτο φαινεται και ἑτερα πολλῳ τουτων ἀσθενεστερα . Ταυτα μεν οὐν οὐ λυει την ἀποριαν ἀλλ
9999897 συνῳκισεν
Κρεων θαυμασας την ἀρετην του νεανισκου την τε θυγατερα Μεγαραν συνῳκισεν αὐτῳ και καθαπερ υἱῳ γνησιῳ τα κατα την πολιν
τοις τε Κεβρηνοις και τοις Σκηψιοις , ἑως Ἀντιγονος αὐτους συνῳκισεν εἰς την τοτε μεν Ἀντιγονειαν νυν δε Ἀλεξανδρειαν :
9999897 Συριακου
κατα παντα ἀπεβη μοι καλλιστα . ἐμιξα δε και σισωνος Συριακου , σεσελεως , ἀνα δραχ . βʹ , και
πεπερεως μελανος . . . . γρ . ιεʹ σισωνος Συριακου . . . . . γρ . ιβʹ στυρακος
9999897 στεναζει
ἡλικιας , τινα πονον και κακοπαθειαν πασχει ἡ πολις και στεναζει και οἱον ἐκ των ὀδυρμων κεκοπται και χαρασσεται ἡ
ταλαινᾳ : τον δ ' ἐμον ποτμον ἀδακρυτον οὐδεις φιλων στεναζει . Ἀρ ' ἰστ ' ἀοιδας και γοους προ
9999897 ὁρισμοι
της ἀποδειξεως συμπεραινεσθαι . εἰ γαρ ἀρχαι των ἀποδειξεων οἱ ὁρισμοι , πως ἀν αἱ ἀποδειξεις τας σφετερας ἀρχας ἀποδειξαιεν
λαμβανηται . θεσει δε διαφερουσιν ἀποδειξεως οἱ την αἰτιαν ἐχοντες ὁρισμοι , οἱον τι ἐστιν ἐκλειψις ἡλιου ; ἐπισκοτησις φωτος
9999897 γεννωμενῳ
και ὑπαρχει ἐν κεντρῳ οἰκειῳ . Ἡ Ἀφροδιτῃ περιποιειται τῳ γεννωμενῳ ἡδονην ἐν τῳ μοριῳ , οὑ κυριευει το ζῳδιον
κατα δυο και πλειους ἐσχηματισμενων ἀστερων ἡμιθανες τι συντεχθησεται τῳ γεννωμενῳ ἠ σαρκωμα τι ἀτελες , ὁπερ ἐπικυημα καλουσιν ,
9999896 ἀπεφυγεν
ἐπι δε του ἀπολογουμενου ἀπελογησατο , ἀπελυθη ὡς Ἀντιφων , ἀπεφυγεν , ἀπελυσατο τας αἰτιας : κἀκεινος μεν ἀπεφηνεν ὑπαιτιον
ἀλλ ' ὡς ἠδη ποτε και προτερον ἑτερος τοιαυτα γραψας ἀπεφυγεν . Ἐφ ' ᾡ και νυνι μεγα φρονειν ἀκουω
9999896 κατηγορῳ
Ἰωνιᾳ του Ἀπολλωνιου διαλεξεων στειλαι ὁμου χρημασιν , ἁ τῳ κατηγορῳ ἐπεδοθη . Τοιαυτα ἠκροβολισαντο προ της δικης , τα
Εἰκοτως ἀφηκας ἐμοι το προτερῳ γραψαι . τῳ μεν γαρ κατηγορῳ τουτο δεδοται , κατηγορω δε ἐγω : δει δε
9999896 ἀπολωλεκεν
δε , ἁ μεν πλευσασιν ἠν σωσαι , βαδιζειν κελευων ἀπολωλεκεν οὑτος , ἁ δ ' εἰπουσι τἀληθη , ψευδομενος
των ἀνοητων πλουτος ἐοικε πολεμουμενῃ πολει : ἁ μεν γαρ ἀπολωλεκεν , ἁ δε μελλει , ἁ δε φοβειται .
9999896 συγγενεια
τοις πολεμιοις σχεδον , ἐξ οὑπερ γεγονεν ὁ πολεμος , συγγενεια ἀρχει μια δια τελους , ἡν ποτε κατεστησαν οἱ
γενησεται και νυν πανταχου γινεται : του , ὁση ἡ συγγενεια ἀνθρωπου προς παν το ἀνθρωπειον γενος : οὐ γαρ
9999896 τελευτησασης
. Ἀθαμας δε ἐκ Νεφελης Ἑλλην και Φρυξον ἐγεννησε . τελευτησασης δε της Νεφελης ἠγαγετο γυναικα Ἰνω , ἡτις Ἑλλῃ
ὡς ἰδιον ἐτρεφε , της Κριθηιδος μετα την κυησιν εὐθεως τελευτησασης . χρονου δε οὐ πολλου διελθοντος και αὐτος ἐτελευτησε
9999896 ἀμβλεια
και ἡ κατα κορυφην αὐτῃ , ἡ δε ὑπο ΒΓΕ ἀμβλεια και ἡ κατα κορυφην αὐτῃ ἡ ὑπο ΗΓΔ .
μη γενομενης τῃ ΕΗ της Θ͵Γ ἡ ὑπο ΓΘ͵Η γωνια ἀμβλεια μεν ἐστι του Θ͵ μεταξυ των Η Ϡ πιπτοντος
9999896 κατειδε
παραγγελλομενης ἐπ ' αὐτον ἠδη στρατειας , μιαν ἐλπιδα λοιπην κατειδε σωτηριας , ἐνορκον λαβειν τον Ἀθηναιων δημον , συμμαχον
' ὀνον . εἰς ἀσθενουντας ἀσθενων ἐληλυθα . ὁ Ζευς κατειδε χρονιος εἰς τας διφθερας . ἀρχαιοτερα της διφθερας λεγεις
9999896 συνηγετο
* * της δε ἐλαττονος καταφατικης ἐνδεχομενης το μη ὑπαρχειν συνηγετο συμπερασμα και το μη ἐνδεχεσθαι ὑπαρχειν το κατα του
. Πνυξ τοπου ὀνομα , ἐν ᾡ ὁ δημος ἐκκλησιαζων συνηγετο . . νομον ] θελει εἰπειν τον περι των
9999896 ξηρανθεν
δεινη : οὐ μην ἀλλα και το σπερμα της κνιδης ξηρανθεν ὠφελει και αὐτα της κνιδης τα καυλεια τον μασησαμενον
τε πωματοϲ δικην τῳ ἀγγειῳ κοϲκινον ἐν ἡλιῳ ἀποθου . ξηρανθεν δε ἀνελομενοϲ χρω ἐπι των ἐχεοδηκτων , ὡϲ εἰρηται
9999896 συνεγραψαν
και ] ἰδιωτῃ και οὐ δεομενα μαθηματικης σημειωσεως , ὡστε συνεγραψαν ἀν πολλοι και των παλαιων των τα Περσικα ἱστορουντων
των ἱστοριων ἀναλεξαμενος , ἁς οἱ προς αὐτων ἐπαινουμενοι Ῥωμαιων συνεγραψαν Πορκιος τε Κατων και Φαβιος Μαξιμος και Οὐαλεριος ὁ
9999896 χαλκιτιν
το πρωτον , εἰτα ὀξουϲ , ἠ την ἀνθηραν ἠ χαλκιτιν ἠ χαλκανθον δια των αὐτων ὑγρων και τα τοιϲ
ὑδατι ψυχρῳ ἠ ὀξυκρατῳ χρηϲτεον . μενουϲηϲ δε τηϲ αἱμορραγιαϲ χαλκιτιν ἐπιπαϲομεν χνοωδη : και δια πλαδαρον δε πολλακιϲ ϲηπεδονα
9999896 κατελειπετο
παραγ - γελλειν τι , οὐδ ' ὡς οὐδεν ἀναρχον κατελειπετο , ἀλλα δωδεκαδαρχοις και ἑξαδαρχοις παντα τα καταλειπομενα διεκοσμειτο
δεκα : ἀφ ' ἑκαστης δε της πεμπαδος εἱς ἡμεροφυλαξ κατελειπετο : και ἑνα μεν ἐτι καθευδοντα ἀπεκτειναν , ἀλλον
9999896 Περι
ε . . . : Ἑρμιππος δ ' ἐν α Περι νομοθετων των μονομαχουντων εὑρετας ἀποφαινει Μαντινεις , Δημωνακτος .
δε και γραφειν ὑπερ αὐτων , ἁ Καλλιστρατος τε ὁ Περι Σαμοθρᾳκης συνταξαμενος ἱστοριαν , και Σατυρος ὁ τους ἀρχαιους
9999896 ὠφελεια
ἐργαζεσθαι και καταμηχανασθαι , ἐξ ὡν αὐτοις οὐδ ' ἡτισουν ὠφελεια ἀν γιγνοιτο . Εἰ οὐν μητε σωματικαις αἰτιαις ἀναθησομεν
ἀν ἀπατηθειη . . ὠ κοινον ὠφελημα ] ὠ κοινη ὠφελεια γεγονως ὁλου του γενους των ἀνθρωπων , ἀθλιε Προμηθευ
9999895 ἀμελεια
„ Πλεθρον . ἑκτον μερος σταδιου . Πλημμελεια . πολλη ἀμελεια . Πλημμελειν , το ἀτακτειν και ὑβριζειν και ῥᾳθυμειν
ἐρων , ἡ του τοιουτου ἀπληστια και ἡ των ἀλλων ἀμελεια και ταυτην την πολιτειαν μεθιστησιν τε και παρασκευαζει τυραννιδος
9999895 ἀποβρεγματι
προς δε τας ὑγροτερας πιτυριασεις ἁλμῃ ἀποκλυζε , ἠ θερμων ἀποβρεγματι : πεπειραται γαρ . ἀλλο . τῳ της ἀνδραχνης
ἐλαιον εἰς την ἀναπλασιν . δολιζεται δε κομμει βραχεντι σμυρνης ἀποβρεγματι και μιγνυμενῳ . ἐκλεγου δε την νεαν , ψαθυραν
9999895 σκοπωμεν
ἐχων ἀνειργεσθαι της ἀπατης και του ἐν αὐτῃ ὑπνου . σκοπωμεν οὐν τα γεγραμμενα : γραφῃ γαρ παρεστηκαμεν . περικεινται
δει δε τους ἑτερους ἑλομενους μη καταλιπειν μηδε προδουναι , σκοπωμεν ποτερων μαλλον προνοηθηναι προσηκει . φερε δη προς του
9999895 ὀκτακισχιλιους
την Ἀμιλκα δυναμιν ὑπερβηναι . και ἐστρατευσεν ἑξακισμυριους , ἱππεις ὀκτακισχιλιους , ἐλεφαντας διακοσιους . ὑπο δε οἰκετου ἐπιβουλευθεις ἐσφαγη
πεζους μεν πλειους των δισμυριων ὀκτακισχιλιων , ἱππεις δ ' ὀκτακισχιλιους πεντακοσιους , ἐλεφαντας δε ἑξηκοντα πεντε . Διηλλαγμεναις δ
9999895 ὀνειδιζεις
τυχοις , εὐχης ἀν ἐφιχθαι δοξαις , ταυθ ' ἡμιν ὀνειδιζεις ; και ὡν χαριν ἀν τοις θεοις ἐχοις ,
Θηβων θαυμαζεις , ἐμε δε εἰ μη εἰμι πολιτης , ὀνειδιζεις ; και Ἡρακλεα μεν ὡς ἀριστον ἀνδρα γεγονοτα ἐπαινουμεν
9999895 σκοροδον
ἀμορφως ἠμφιεσμενον την καυνακην και ἀναρμοστως , ὡς και το σκοροδον τῳ δοθιηνι ἀναρμοστον εἰς θεραπειαν . Γ εἰδος φυματος
εἰδος ῥαφανιδος συρμαια . πρασον , κρομ - μυον , σκοροδον , σελινον , μαλαχη , τευτλον , κοριαννον ,
9999894 ἐρωτες
, νεαισιν τε παρθενοισι μελημα . και γαρ ἑτεροις ἑτερων ἐρωτες ἐκˈνιξαν φρενας : των δ ' ἑκαστος ὀρουει ,
, ἀλλ ' , ὡς οἰμαι , οὑτως οἱ μεγαλοι ἐρωτες γιγνονται , και εἰ πειθοιντο ἀμελεισθαι , εἰ δε
9999894 βροτοι
ὁ βιος , μακρον δε τον κατα γας αἰωνα τελευτωμεν βροτοι . πασι δε μοιρα φερεσθαι δαιμονος αἰσαν , ἁ
αὐτος ἐῃ και ἀπηνεα εἰδῃ , τῳ δε καταρωνται παντες βροτοι ἀλγε ' ὀπισσω ζωῳ , ἀταρ τεθνεωτι γ '
9999894 Συρακουσας
ἐν Ἱμερᾳ στρατηγος συνεβουλευσε τοις ναυαρχοις την ταχιστην ἐκπλειν εἰς Συρακουσας , ἱνα μη συμβῃ κατα κρατος ἁλωναι την πολιν
τῳ Διονυσιῳ , και τους ἀριστους των στρατιωτων ἀπεσταλκοτες εἰς Συρακουσας , ἠναγκασθησαν διατηρησαι την προς Διονυσιον συμμαχιαν , καιπερ
9999894 ἀκουσα
ἠε και ἐργῳ . πολλακι γαρ σεο πατρος ἐνι μεγαροισιν ἀκουσα εὐχομενης ὁτ ' ἐφησθα κελαινεφεϊ Κρονιωνι οἰη ἐν ἀθανατοισιν
ἰσθι ὁτι οὐκ ἠθελεν ψευδει συγκαταθεσθαι : πασα γαρ ψυχη ἀκουσα στερεται της ἀληθειας , ὡς λεγει Πλατων : ἀλλα
9999894 τελειοτητι
ἐξαιθριασαντες προσεπλεξαν τῳ κηριῳ και θειῳ : και οὑτως ἐκπυρωσαντες τελειοτητι και συμμετροις πυριαις , τουτεστιν λειωσεσιν ἠ ὀπτησεσιν ἀνελομενοι
ἀλογως δ ' ἀν οὐτε ἀπορησειεν οὐτε ἀξιωσειεν : ἐν τελειοτητι μεν γαρ τινι το σπερμοφυειν και των ζωων ὁσων
9999894 αὐτοκρατορες
ἐλεγον ἀπαλλαξειων , χαριν ὑμιν , ἐφην , ἐχω , αὐτοκρατορες , πασης προνοιας και τιμης ἡν με τετιμηκατε .
. . . : οὐκ ἐπι του αὐτεξουσιου τεθεικε το αὐτοκρατορες : ἐπει πως συναψει τις αὐτῳ το ” και
9999894 συγγραψας
ἀπ ' ἀρχης ἐς τοτε καταλεγων : και τα εἰρημενα συγγραψας το βιβλιον ἐξεδωκε . κατηγγελλε τε εἰρηνην και εὐθυμιαν
φησιν ἐν Ἐριφυλῃ , Ἱππολυτον , ὡς ὁ τα Ναυπακτικα συγγραψας λεγει , Τυνδαρεων , ὡς φησι Πανυασσις , Ὑμεναιον
9999894 κηρυκας
ἀχνυμενη σκυταλη . ἡ δε σκυταλη τοιουτον ἐστι . Λακωνες κηρυκας διαπεμπομενοι ξυλον μελαινοντες περιειλισσον λευκῳ ἱμαντι και περιεγραφον τῳ
συμμαχοι παρεισιν . Ἀντιγονος μεν ἀκουσας περιχαρης ἀνεπηδησε : τους κηρυκας ἀποπεμψαμενος και της ὑστεραιας το μηκος της φαλαγγος διπλασιον
9999894 Φιλοσοφια
τα γε ὀνοματα οὐκ ἐπισταμαι αὐτων . συ οὐν , Φιλοσοφια , λεγε οὑστινας ὀνομαστεον , και τα σημεια προσετι
ἠ ἐγκαετε , ὡς ἐφην . Ἐσται ταυτα , ὠ Φιλοσοφια . χαιρετε , ὠ βελτιστοι ἀνδρων . ἡμεις δε
9999894 κατεφιλησεν
Ταυτα εἰπων ἐντιθησι τοις κολποις : ἡ δε ἐγγυς γενομενον κατεφιλησεν , ὡστε ὁ Δαφνις οὐ μετεγνω τολμησας ἀνελθειν εἰς
ἑκυρα ἡ μητηρ του ἀνδρος . ἐκυρσεν ἐπετυχεν . ἐκυσεν κατεφιλησεν τῳ στοματι : ἀφ ' οὑ και ἡμεις το
9999894 διετελεσεν
νησου την τε χωραν ἐπ ' ἰσης κατεκληρουχησε και τἀλλα διετελεσεν ἀρχων ἐπιεικως . το δε τελευταιον μετ ' Ἀγαμεμνονος
αὐτην ἀφιησι και πασων μαλιστα γυναικων ἀσπαζομενη τε και τιμωσα διετελεσεν . ἐκ ταυτης γινεται της Ὀκρισιας ἐτι δουλευουσης παιδιον
9999894 δαιμονια
ἡ πολις νομιζει θεους οὐ νομιζων , ἑτερα δε καινα δαιμονια εἰσηγουμενος : ἀδικει δε και τους νεους διαφθειρων .
Σωκρατης νομιζει θεους , οὐ νομιζων , ἑτερα δε καινα δαιμονια ἐπεισφερων : Σωκρατης μεν γαρ νομιζει Ὀλυμπιον τον Δια
9999894 Σοφοκλεους
και το δελεαρ , ὡς φησιν Ἡρωδιανος , παρατιθεμενος τα Σοφοκλεους ἐκ Ποιμενων “ κημοισι πλεκτοις πορφυρας θηρᾳ γενος ”
μεχρι του νυν τοις αὐτοις κεχρημαι πλην ἑνος ἀνδρος , Σοφοκλεους : προς γαρ δη τουτον μονον ἰσασι με ταχα
9999894 εἰληχεν
ἀγροικικοι , οἱ δε θαλαττιοι , οἱ δε ἠπειρωτικοι : εἰληχεν δε ἀλλος ἀλλην ἑστιαν σωματος , ὁ μεν Σωκρατην
την δικην τον κυριον διωκειν ἐμε . νυν δ ' εἰληχεν μεν ἐμοι , κατηγορει δ ' ἐκεινου . ταυτα
9999894 ἑκατερᾳ
: ἐπικλησις μεν Ὁρκιος ἐστιν αὐτῳ , ἐχει δε ἐν ἑκατερᾳ κεραυνον χειρι . παρα τουτῳ καθεστηκε τοις ἀθληταις και
ἐστι τῃ τραγικῃ ὀρχησει , ἡτις ἐμμελεια καλειται . ἐν ἑκατερᾳ δε ὁραται το βαρυ και σεμνον . ἡ δ
9999894 δοθεντι
γραμμη ἠκται ἡ ΑΖ : ὁπερ ἐδει ποιησαι . Τῳ δοθεντι ἐπιπεδῳ ἀπο του προς αὐτῳ δοθεντος σημειου προς ὀρθας
Ἐαν ᾐ τρια μεγεθη , και το πρωτον του δευτερου δοθεντι μειζον ᾐ ἠ ἐν λογῳ , ᾐ δε και
9999894 σφοδροτης
νου ἠ τις ἐπιτευξις ἠν ἡ ἀληθης μαντεια , ἠ σφοδροτης και ἐπιτασις ἐνεργειας ἠ παθους ἠ ὀξυτης και φορα
' ἀνοια μανιας , ὁ δε λογος φρονουντος , ἡ σφοδροτης δε θηρος , ὁ δε πονος ἀδαμαντος , ἡ
9999894 δορυφοροις
στρατηγοι πολεως προς τους πολεμιους ; ποιοις δε συμμαχοις ἠ δορυφοροις ἐπι ταυτα χρησθαι δυνατον , εἰ μη γε τοις
ἐστι το ἀνελθειν εἰς την ἀκροπολιν , το μαχεσθαι τοις δορυφοροις , το ἀποσφαξαι τον τυραννον , ὁ δε συ
9999894 φυτεια
ὁ νεογνος , ἀφ ' οὑ και μοσχεια ἡ νεα φυτεια . . . γαμηλια και γαμηλια διαφερει . γαμηλια
μεν γαρ τοις εὐδιεινοις και ἀπνευματοις ἐτι δε ὁταν ἡ φυτεια πυκνη εὐαυξη μεν τα δενδρα μανα δε και ὑγρα
9999894 θαλατταν
κατα προνοιαν Ἡρας ἐμμανης γενομενος , περιηρχετο γην τε και θαλατταν , ἀπαλλαγηναι του παθους θελων . Γενομενος δ '
ἀνθρωποις δ ' ἐπι γης , θαλαττιοις δε φυλοις την θαλατταν ἀπεδωκε , και πτηνοις ἀερα , ὡς μαλιστα της
9999893 χορεια
ἠτοι ὁτι Μουσηγετης ὁ θεος : παιδια γαρ Ἀπολλωνος ἡ χορεια : ἠ Ἀπολλωνος ἀθυρμα την νικην : Ἀπολλωνι γαρ
ὀξεος ἁμα και βαρεος συγκεραννυμενων , ἁρμονια ὀνομα προσαγορευοιτο , χορεια δε το συναμφοτερον κληθειη . θεους δε ἐφαμεν ἐλεουντας
9999893 πορευομενῳ
συμμαχους ἐπορευετο , και πρεσβεις Φωκεων ἠσαν οἱ παρηκολουθουν αὐτῳ πορευομενῳ , και παρ ' ἡμιν ἠριζον οἱ πολλοι Θηβαιοις
τῃ του νικηφορου οἰκιᾳ , προσυποτιθεται δε ὁτι και ὑπηντησε πορευομενῳ εἰς τον ἀγωνα και της μαντειας ἐφηψατο και αὐτος
9999893 τἀνθρωπεια
, ὡς γ ' ἐμοι δοκει , δηλων , ὁτι τἀνθρωπεια ὁπη βουλεται στρεφει , και οὐ παντη των προεχοντων
την πολιν και ἀνελοντας τον τυραννον . και τι δει τἀνθρωπεια λεγειν , ὁπου τον μεν Οὐρανον τολμωσι λεγειν και
9999893 λεπτομερες
δε ἑψομενα , ἐπειδη κατα την ἑψησιν το ἐν αὐτοις λεπτομερες δαπαναται και παχυνεται και δυσπεπτοτερα γινονται . δια τουτο
κατα την οὐσιαν . ὀξος μεν οὐν οὐ μονον ἐστι λεπτομερες , ἀλλα και αὐτης της ἀποκρουστικης δυναμεως οὐ μετριως
9999893 ἀπωλοντο
παιδος αὑτην ὠσεν εἰς κεφαλην : και ἀμφω κατα ταὐτον ἀπωλοντο , ὁ μεν τῳ βαρει της μητρος ἐκπιεσθεις ,
δε οἱ πυρφοροι ὡς ἱεροι του θεου και εἰ παντες ἀπωλοντο : ὁθεν παροιμια ἐπι των ἀρδην ἀπολομενων : οὐδε
9999893 δοξει
ἀλοιδορος ἀλιστος ἀφεμενων ἰδειν . ποθῳ δ ' ὑπερποντιας φασμα δοξει δομων ἀνασσειν . εὐμορφων δε κολοσσων ἐχθεται χαρις ἀνδρι
. και μην εἰ τις ὑμων πυθοιτο , εἰ και δοξει γελοιοτερον , τι δηποτε οὐθ ' ὑμεις οὐτ '
9999893 πεπονες
, κιναρα , και μαλλον ὁταν σκληροτερα γενηται , σικυοι πεπονες , μηλοπεπονες δ ' ἡττον . κολοκυνθη τουτων μεν
χυμον ψυχροι και ὑγροι ἱκανως τυγχανοντες και δυσπεπτοι . οἱ πεπονες δε ὡς πεπανσιν λαβοντες πολλῳ γ ' ἀμεινους :
9999893 τεσσαρακοστης
περιξ ἁπαντα , και δια τουτο πολλακις και μεχρι της τεσσαρακοστης ἡμερας ἐκτεινονται : και γαρ και μετα το παυσασθαι
εὐωνοτερους εἰναι , και το ψηφισμα ἀκυρον γεγονε . της τεσσαρακοστης : Οὑτος ἐγραψε τεσσαρακοστην εἰσενεγκειν ἀπο της οὐσιας εἰς
9999893 συνετιθετο
. . ἐπραττετο ] οἱονει ἐπραγματευετο αὐτος ὁ Φιλιππος και συνετιθετο . . . ἐκ μεταβολης ] ἐν γαρ τῃ
δε ἐκεινου του ἐργου ἀντεδιδου την Ἑλλαδα αὐτοις και Ἀρταβαζῳ συνετιθετο ὀντι σατραπῃ βασιλεως ἐπι τοις προς θαλασσῃ ἐθνεσιν ,
9999893 ὑγιεια
γενομενα και ἐκεινα , ὁσα ἑν ἐστι . Και ἡ ὑγιεια δε , ὁταν εἰς ἑν συνταχθῃ το σωμα ,
σευ ναιοιμι το λειπομενον βιοτας . ὡστε εἰ πρεσβιστη ἐστιν ὑγιεια , και το ἐργον αὐτης το ὑγιαινειν προτακτεον των
9999893 Ἀρσινοης
βασιλειοι ταφοι των καλουμενων Εὐρυπωντιδων : παρα δε το Ἑλληνιον Ἀρσινοης ἱερον , Λευκιππου τε θυγατρος και γυναικων των Πολυδευκους
ἀδελφην Ἀρσινοην ἐγημε και εἰσεποιησατο αὐτῃ τους ἐκ της προτερας Ἀρσινοης γενηθεντας αὐτῳ παιδας : αὐτη γαρ ἡ Φιλαδελφος ἀτεκνος
9999893 ἐπετελεσε
ἀττα των τοιουτων ἐπιτηδευματων ἐχομενα , ὁσα τε Πυθαγορας αὐτος ἐπετελεσε γενναιως , ἀποδημων πανταχου μονος και προς πονους και
ἑορτην γυναιξιν ἁμα και τεκνοις , ἐπειδη τας τε θυσιας ἐπετελεσε τῳ Ποσειδωνι και τους ἀγωνας , τῃ τελευταιᾳ των
9999893 ἐλεφαντι
βριαρην τε διατμηξειε χαραδρην . κεινος και σθεναρῳ περ ἐφορμηθεις ἐλεφαντι πολλακις ἐν κονιῃσι νεκυν τοιουτον ἐθηκεν . ἠρεμα δε
εἰδε κοσμουμενους οὐδε ὀρνιθας , οὐδε ἱππους καλλωπιζομενους χρυσῳ ἠ ἐλεφαντι λανθανειν μηχανωμενους [ του ζῳου ] το γαυρον .
9999893 ἐγιγνοντο
αἱ ψυχαι ἡμων ἐκει ; οὐ γαρ ἀν που παλιν ἐγιγνοντο μη οὐσαι , και τουτο ἱκανον τεκμηριον του ταυτ
θεων βωμους αἱματι μιαινειν , ἀλλα Ὀρφικοι τινες λεγομενοι βιοι ἐγιγνοντο ἡμων τοις τοτε , ἀψυχων μεν ἐχομενοι παντων ,
9999893 Ἀγαμεμνων
παρα του κοινου των Ἑλληνων εἰληφεναι . οἱς ἀντιλεγων ὁ Ἀγαμεμνων οὐκ ἀπορει , ὁπως και αὐτος θεραπευσῃ το πληθος
λαχοιην , αἰθ ' οὑτως ἐπι πασι χολον τελεσει ' Ἀγαμεμνων : και μηποτε τα της συνταξεως δοξῃ κατα παρολκην

Back