των χρονων παραγεγονεν . ἀλλα μην οὐ δυνανται Παραλος και Ξανθιππος οἱ Περικλεους υἱοι τελευτησαντος τωι λοιμωι Πρωταγοραι διαλεγεσθαι ,
, προθυμιαν , εὐνοιαν , ῥωμην . κἀν ποτε σοι Ξανθιππος ὀνειδισῃ τον του προδοτου προσαγορευων , καρτερει και μη
9999977 ἀσθενεστερα
ἰσχυροτερα ταχεως ἐργαζεται το ἑαυτης ἐργον , ἡ δ ' ἀσθενεστερα βραδυτερον , οὐδε λογου δει . δια ταυτα μεν
: διαμενον γαρ και τουτο φαινεται και ἑτερα πολλῳ τουτων ἀσθενεστερα . Ταυτα μεν οὐν οὐ λυει την ἀποριαν ἀλλ
9999974 ἐτελευτησαν
των ἰδιων , ὁσα ἑκαστῳ ἐγενετο ἐπειδη ἐκεινοι οἱ ἀνδρες ἐτελευτησαν , τιμωρησατε τον αἰτιον τουτων . ἀποδεδεικται δ '
κοιμηθεντες ἐν τῳ συνελκειν ἐν ταις ἀναπνοαις αὐτης την ἐνεργειαν ἐτελευτησαν . Ἀνομοιος δε ἡ Κρητη την ἀκτινοβολιαν : την
9999974 ἀσθενεστεροι
, οἱ μεν ἀγαθοποιοι τους ἐνιαυσιους χρονους λαβοντες ἠ ἐπεμβαντες ἀσθενεστεροι εἰς το εὐεργετειν γενησονται , παραχωρησουσι δε τοις κακοποιοις
, ᾡ μονῳ προσεστι το εἰναι . ἐαν δ ' ἀσθενεστεροι τας φυσεις ὀντες ἐπιζητωσι προσρησιν , δηλωσον αὐτοις μη
9999974 τεσσαρεσκαιδεκατον
, ἐμετος χολωδων ἠ φλεγματωδων . τουτων προφαινομενων περι το τεσσαρεσκαιδεκατον ἐτος , δει τον ἰατρον τεκμαιρεσθαι ὡς ἐπειγει ἡ
παιδι Κλεοδαμου νικησαντι την οϚʹ Ὀλυμπιαδα . . . Το τεσσαρεσκαιδεκατον εἰδος μονοστροφικον ἐστιν ἐκ ιηʹ κωλων και ιζʹ .
9999974 ἀμεινονες
διοριζεται λεγων ὁτι Ἐν πολεμῳ , ἀγορῃ δε τ ' ἀμεινονες εἰσι και ἀλλοι . ἐχων οὐν ἐνεχυρον ὁ Ὀδυσσευς
' ἐπισταμενος σαφα εἰπειν : ἡμεις τοι πατερων μεγ ' ἀμεινονες εὐχομεθ ' εἰναι : ἡμεις και Θηβης ἑδος εἱλομεν
9999973 αὐτοκρατορες
ἐλεγον ἀπαλλαξειων , χαριν ὑμιν , ἐφην , ἐχω , αὐτοκρατορες , πασης προνοιας και τιμης ἡν με τετιμηκατε .
. . . : οὐκ ἐπι του αὐτεξουσιου τεθεικε το αὐτοκρατορες : ἐπει πως συναψει τις αὐτῳ το ” και
9999973 ἁρμονικην
. [ τουτο δε το θεωρημα χρησιμον ἐστιν εἰς την ἁρμονικην μεσοτητα : πρωτη γαρ ἐστιν ἡ ΑΒ , δευτερα
. ἀριθμους μεν οὐν και γεωμετριαν την τε ῥυθμικην και ἁρμονικην και μετρικην θεωριαν και μουσικην την συμπασαν δια τε
9999972 σκληριαν
, εἰ δε δια φλεγμονην ἠ ἑλκος ἠ οἰδημα ἠ σκληριαν ἠ τι των παραπλησιων δυστοκουσι , των ἐνοχλουντων παθων
ἐν μητρᾳ ἐστι διαθεσις περι τι μερος αὐτης ὡστε εἰναι σκληριαν ἀντιτυπον , ὀχθωδη , ἀνωμαλον , ἀπονον τα πολλα
9999972 ἀπορια
Ἡρακλειαν : ἐξ Ἡρακλειας δε οὐτε πεζῃ οὐτε κατα θαλατταν ἀπορια : πολλα γαρ και πλοια ἐστιν ἐν Ἡρακλειᾳ .
πεισωσι τον ἐρωτωμενον ὁμολογησαι , ὁτι ὁ λιθος ὁρᾳ . ἀπορια γαρ ἐστιν ὁταν ἡ διανοια οὐ βουληται ἐμμενειν τῳ
9999972 ὑποδημασι
ἀληθειαις μαλλον ἁρμοσει ἐπι Ἑρμου : ἰδιον γαρ αὐτου τοιουτοις ὑποδημασι κεχρησθαι . και ἡ του δορατος ἀναληψις προς οὐδεν
πολυσχιδη σανδαλια του θερους , του δε χειμωνος ἐν γυναικειοις ὑποδημασι διετελουν περιπατουντες κομας τε ἐτρεφον και πλοκαμιδας ἐχειν ἠσκουν
9999972 ἐκρατουν
ὁμως δε ὡς οἱ μεν περι τον Κλεομβροτον το πρωτον ἐκρατουν τῃ μαχῃ σαφει τουτῳ τεκμηριῳ γνοιη τις ἀν :
πολεμου . ᾐσαν ἐς χειρας : συνεπλακησαν . ἐπειχον : ἐκρατουν . οὑτοι δε ἐν τῳ εὐωνυμῳ μαλλον : οἱ
9999972 εὐμεγεθεις
ποιει λευκους ἐπι το εὐχρουν και μεσοτριχας και μεγαλοφθαλμους και εὐμεγεθεις και ἀξιωματικους , τῃ δε κρασει το πλειον ἐχοντας
ἐνιοι προσηκοντως ὑπολαμβανουσιν εὐχερεστερον ὑπαρχειν συμφορας ἐνεγκειν ἐπιδεξιως ἠ τας εὐμεγεθεις εὐημεριας ἐμφρονως : αἱ μεν γαρ δια τον περι
9999972 ἀποτυγχανει
τινων μεν τυγχανει του ὀντος , ἐπι δε των πολλων ἀποτυγχανει . Οὐ μην οἱ γε θεοπεμπτοι καλουμενοι ὀνειροι τουτον
παντα τελειοι , ἡ δε διψυχια μη καταπιστευουσα ἑαυτῃ παντων ἀποτυγχανει των ἐργων αὐτης ὡν πρασσει . βλεπεις οὐν ,
9999972 συλλογιστικης
δια κατηγορικου συλλογισμου . κἀν το συνεχες δε δεηται δειξεως συλλογιστικης , κἀκεινο δια κατηγορικου δειχθησεται συλλογισμου : εἰ γαρ
δι ' ἀκριβειας ἐν τοις ἑπομενοις ῥηθησεται οὐ περι της συλλογιστικης της κοινης ἁπλως εἰπεν , ἀλλα περι της διαλεκτικης
9999972 ὀξυμελιτος
: παχεος δε και γλισχρου , | ῥαφανιδας μετ ' ὀξυμελιτος και ταριχου και το δια ναπυος και ὑσσωπον δι
τελεια δοσις ⋖ δ συν οἰνομελιτι . ἡ δι ' ὀξυμελιτος πικρα κατα βραχυ κενοι μηδεν των δυναμεων ὑποκοπτουσα :
9999971 ἐγενομεθα
οἱ δ ' ἡμας ἐκελευον εἰσιεναι . ἐπειδη δε ἐνδον ἐγενομεθα , ἐμε μεν ἐκβαλλουσιν ἐκ της οἰκιας , τουτονι
ἡμεις ἀρα , οἱ φθονῳ ἐμετρηθημεν και οὐκ ἐλασσονες φθονου ἐγενομεθα , ἀλλα την ἀρετην των παροντων ἐχομεν αἰτιασθαι και
9999971 προμηκες
, παρομοιον ὀστρεῳ : το δ ' ἐστιν ἁδρον και προμηκες , ἐχον ἐν αὑτῳ σαρκα και μεγαλην και λευκην
το ἐχειν τον αὐτον λογον το ὑπο των μειζονων ὁρων προμηκες προς τα ὑπο των ἐλαττονων , ὁνπερ και ὁ
9999971 Κορισκου
ἑτερον εἰναι Κορισκου , και τῳ Κορισκῳ το ἑτερον εἰναι Κορισκου ὑπαρξει . δυναται το ὁ δε Κορισκος ἑτερος ἀνθρωπου
φερε εἰπειν κρατουντα λυραν , και εὐθυς ἀνεμνησθην της του Κορισκου λυρας , εἰτα Κορισκου . παλιν ἠκουσα του ᾀδοντος
9999971 Πυθαγορειους
μεγεθη τε και αἰσθητα ποιουντας , ἀπορει προς μεν τους Πυθαγορειους , πως ἐξ ἀβαρων και ἀμεγεθων των ἀριθμων τα
αὐλου ῥυθμον κατα πολεμιων χωρουντας . φασι δε και τους Πυθαγορειους , εἰ ποτε κινηθειεν αὐτοις τα παθη ἠ τινας
9999971 παρειλετο
ναυσιν ἀργυριου ταλαντα ἑξακοσια ἀπεσταλμενα εἰς Μακεδονιαν προς τους βασιλεις παρειλετο , φασκων ἑαυτῳ χρειαν ἐχειν προς τας των ξενων
τα ῥηματα κατηγορουντα του ἐπιθετικου εὐλογως την του ἀρθρου συνταξιν παρειλετο . Ἡ αὐτη συνταξις και ἐν προσηγορικοις και [
9999971 δωδεκαεδρον
. νβʹ . Εἰς την δοθεισαν σφαιραν [ το ] δωδεκαεδρον ἐγγραψαι . Ἐγγεγραφθω , και ἐστω σημεια των γωνιων
. οἱον το μεν εἰκοσαεδρον του δωδεκαεδρου , το δε δωδεκαεδρον του ὀκταεδρου , και ὁμοιως το μεν ὀκταεδρον του
9999971 ἐστρατευσαν
δυναμεως ἀπηρεν εἰς την Ἀσιαν . Ὡς Καρχηδονιοι μεγαλαις δυναμεσιν ἐστρατευσαν εἰς την Σικελιαν . Ὡς Γελων καταστρατηγησας τους βαρβαρους
μερων ἀνθρωποι το γενος ἀσημοι , καταθαρσησαντες ἐπι την χωραν ἐστρατευσαν , και ῥᾳδιως ἀμαχητι ταυτην κατα κρατος εἱλον .
9999971 ἀπαγγελιας
και τα δημηγορικα . τον αὐτον δε τροπον και τας ἀπαγγελιας συναψομεν τῳ προοιμιῳ ἠ παρα τα μερη πιστας και
μεν ἱστοριαν παραδιδωσι , το δε ὑπτιον και ἀνειμενον της ἀπαγγελιας σοι οὐκ ἐπιτηδειον . . Π . ἰδ .
9999971 ἀπολαβουσα
ἐτι μετεωρος τυγχανουσα , παλιν προσεπιδιισταται και τοτε την ὀφειλομενην ἀπολαβουσα συστολην , ὁμοιως ἐξερεθιζει την ἁφην διπλην ἐν τῃ
συμβολικως τελειοτητος τι οἰκειον μετρον δηλουσιν , ὁ το προσηκον ἀπολαβουσα ἡ ψυχη και την ἑαυτης σχουσα τελειοτητα ἀποκαθισταται .
9999971 σκληροτητος
συμφερει , μονον προμηθευομενον , ὁπως μη ἡ σανις ὑπο σκληροτητος ὀδυνην παρα καιρον παρεχῃν [ ] . καιτ [
δ ' ὁς , περι λεγεις ; Ἀγριοτητος τε και σκληροτητος , και αὐ μαλακιας τε και ἡμεροτητος , ἠν
9999971 Νικανδρος
ἐμφαγειν : ἀρτον γαρ τις τυρωντα τοις παιδιοις ἰαλε . Νικανδρος δ ' ὁ Κολοφωνιος ἐν ταις Γλωσσαις τον ἀζυμον
Ὠλος τ ' Εὐρυβατος τε , δυω βαρυδαιμονες ἀνδρες . Νικανδρος : ἀγινευν Ὠλον τ ' Εὐρυβατον τε πανουργοτατον .
9999971 τεσσαρακοστης
περιξ ἁπαντα , και δια τουτο πολλακις και μεχρι της τεσσαρακοστης ἡμερας ἐκτεινονται : και γαρ και μετα το παυσασθαι
εὐωνοτερους εἰναι , και το ψηφισμα ἀκυρον γεγονε . της τεσσαρακοστης : Οὑτος ἐγραψε τεσσαρακοστην εἰσενεγκειν ἀπο της οὐσιας εἰς
9999971 λινουν
, ῥοδων ϲπερματοϲ ⋖ δ : και οὐλοιϲ ποιει . λινουν ἀπο πορφυραϲ θαλαττιαϲ περιτεθεν ἐχιδνηϲ τραχηλῳ και πνιξαν αὐτην
διαυγης ἐν ὀξυκρατῳ βρεχεται μεχρι διαλυθειη , ἐπειτα εἰς ῥακος λινουν ἐμπλασσεται και κατακολλαται του τε ἠτρου και της ὀσφυος
9999971 Ἀριστογειτονα
Ἀλκιβιαδης πεπηρωμενος . οἰδα δ ' ἐγω και Ἁρμοδιον και Ἀριστογειτονα δουλευσαντας ἐν Περσαις , και Δημητριου του Φαληρεως πεντακοσιους
κατ ' Ἀριστογειτονος . Ὁσιον : Ὑπερειδης ἐν τῳ προς Ἀριστογειτονα φησι ” και τα “ χρηματα τα τε ἱερα
9999970 Συρακουσας
ἐν Ἱμερᾳ στρατηγος συνεβουλευσε τοις ναυαρχοις την ταχιστην ἐκπλειν εἰς Συρακουσας , ἱνα μη συμβῃ κατα κρατος ἁλωναι την πολιν
τῳ Διονυσιῳ , και τους ἀριστους των στρατιωτων ἀπεσταλκοτες εἰς Συρακουσας , ἠναγκασθησαν διατηρησαι την προς Διονυσιον συμμαχιαν , καιπερ
9999970 τετταρας
καλουσιν , ἐπι κιονος ξυλινου φαινομενος το αὐτο ἐδρα . τετταρας δ ' ἐπι τοις εἰκοσι σταδιοις ἀπεχουσα της εἰρημενης
γουν του παντος ῥιζας , ἐξ ὡν ὁ κοσμος , τετταρας εἰναι συμβεβηκε , γην , ὑδωρ , ἀερα ,
9999970 δημιουργοις
νομισμα δε ἑνεκα ἀλλαγης της καθ ' ἡμεραν , ἡν δημιουργοις τε ἀλλαττεσθαι σχεδον ἀναγκαιον , και πασιν ὁποσων χρεια
σιδηρον δε και χαλκον τοις τε γεωργοις και τοις ἀλλοις δημιουργοις . ἁτε οὐν συγγενεις ὀντες παντες το μεν πολυ
9999970 Ἀρχιππος
την Δημοσθενους ἐοικεναι πειθομαι , διηγησιν τινα περιεχουσα ὑβριστικην : Ἀρχιππος γαρ οὑτοσι , ὠ ἀνδρες Ἀθη - ναιοι ,
τοπειοις ἀνδρες ἀναριθμητοι εἰς ἀκρον ὡσπερ ἱστιου τον ἱστον . Ἀρχιππος Ὀνῳ τροχιλιαισι ταυτα και τοπειοις ἱστασιν οὐκ ἀνευ πονου
9999970 κρυπτουσι
ἁπαλωτεροι γινεσθαι κατακρυπτομενοι τῳ κονιορτῳ δι ' ὁ και Μεγαρεις κρυπτουσι . Θαυμαζεται δ ' εἰ ξηρος ὠν τρεφει :
ὁτι , ὡς αἱ θινες ἀλλαι ἐπ ' ἀλλαις ἐπιφορουμεναι κρυπτουσι τας προτερας , οὑτως ἐν τῳ βιῳ τα προτερα
9999970 τελειοτητι
ἐξαιθριασαντες προσεπλεξαν τῳ κηριῳ και θειῳ : και οὑτως ἐκπυρωσαντες τελειοτητι και συμμετροις πυριαις , τουτεστιν λειωσεσιν ἠ ὀπτησεσιν ἀνελομενοι
ἀλογως δ ' ἀν οὐτε ἀπορησειεν οὐτε ἀξιωσειεν : ἐν τελειοτητι μεν γαρ τινι το σπερμοφυειν και των ζωων ὁσων
9999970 δακτυλικον
, ἐκ χοριαμβου και ἀναπαιστου : εἰ δε βουλει , δακτυλικον πενθημιμερες . το εʹ ἰαμβικον ἑφθημιμερες του πρωτου και
δακτυλικον πενθημιμερες : το ιδʹ ἀναπαιστικον τριπουν : το ιεʹ δακτυλικον τετραπουν εἰς τρισυλλαβιαν : το ιϚʹ δακτυλικον διπλουν εἰς
9999970 καταγματοϲ
καταταϲεωϲ του κωλου γινομενηϲ κατ ' ἀλληλων φερομεν τα του καταγματοϲ περατα . εἰ δε μη δυνηθειημεν τουτο πραξαι ,
το καταγμα , την ἀρχην του ἐπιδεϲμου χρη κατα του καταγματοϲ ἐπιβαλλεϲθαι , ἐπην δε διϲ ἠ τριϲ ἐπιδηϲῃϲ ,
9999970 κατεσκευασαν
Ἀπολλον , ἐν τῃ ἐξοχωτατῃ Πυθωνι τον σον οἰκον θαυμαστον κατεσκευασαν . Ἀπολλον , οἱ τεον τε δομον : οἱ
πασαν την δεκατην , εὐωχιας ποιων συνεχεις και πολυδαπανους . κατεσκευασαν δε και Ῥωμαιοι τουτῳ τῳ θεῳ παρα τον Τιβεριν
9999970 κατεστρατοπεδευσαν
ἐκ της ἐν Φεραις τυραννιδος : συστησαμενοι δε δυναμιν ἀξιομαχον κατεστρατοπεδευσαν περι Μαντινειαν . μετα δε ταυτα ἐπι πολιν Ὀρνεας
περι Ἀγαθοκλεα και βραχυ διαχωρισαντες ἀπ ' ἀλληλων την δυναμιν κατεστρατοπεδευσαν . εἰθ ' οἱ μεν Καρχηδονιοι πυθομενοι την τουτων
9999970 σκευοφοροις
και οἱ πορευθεντες ἐπι την καταλυσιν αὐτου καταλαμβανουσιν ἐν τοις σκευοφοροις τα κατακρυφθεντα ὑπο των θεραποντων ξιφη . μετα τουτο
. οὑτω δη ἀπολαβουσαι παλιν το ἑαυτων σχημα ἐν τοις σκευοφοροις διαγουσι . Και οἱ μεν ἀμφι τον Κυρον δειπνοποιησαμενοι
9999970 θαυμασθηναι
ἐκαθημεθα δε ἐν τῃ στοᾳ . και ἀποβλεφθηναι ἐπι του θαυμασθηναι Αἰσχινης εἰπεν ὁ Σωκρατικος . γλωττας δε τας των
. ῥηθεντων δε τουτων των ἐπων , οὑτω σφοδρως φασι θαυμασθηναι τους στιχους ὑπο των Ἑλληνων ὡστε χρυσους αὐτους προσαγορευθηναι
9999970 Σαλαμινιος
κοινωνουσι : των γαρ Αἰαντων ὁ μεν ἐστι Τελαμωνος υἱος Σαλαμινιος , ὁς ἐμονομαχησεν Ἑκτορι , ὁ δε ἑτερος Ὀιλεως
ἠ ὁτι ἐν Ἀργει ἐναυπηγηθη , ὡς φησιν Ἡγησανδρος ὁ Σαλαμινιος . πεταυρον δε καλειται ἡ πλατεια σανις . αὑτη
9999970 ἱερουργιαις
αὐτων ἀνηκειν . Ὁ τοινυν ποικιλος τροπος της ἐν ταις ἱερουργιαις ἁγιστειας τα μεν ἀποκαθαιρει , τα δε τελειοι των
τον ἀνθρωπινον βιον ἐπιτηδειων δεομενοι ἡμιν γενεσθαι παρα των κρειττονων ἱερουργιαις χρωμεθα : ταυτα δ ' ἐστι δηπου κηδεμονιαν σωματι
9999970 καταλαμβανῃ
, ἐς δε τεταρταιον καταστησεσθαι , ἠν διαλειπῃ τε και καταλαμβανῃ πεπλανημενον τροπον , και ταυτα ποιεων τῳ φθινοπωρῳ προσπελασῃ
διεγειρωνται , και τα μηλα ἐρυθραινηται , και τις ὁρμη καταλαμβανῃ τους πεπονθοτας προς ἀφροδισια , τοτε σατυριασιν καλουσιν ,
9999970 κλειδας
και λιθῳ του καλως ἀρχοντος Ἀχιλεως τυπεντα και πληγεντα τους κλειδας και τους ὠμους . και τουτο ψευδεται ὁ Λυκοφρων
ἠν ἀπο μονης νεωτεριζηι της ἀσπιδος . μεμηχανηνται δη και κλειδας , ἁς οἰονται της παρ ' ἐκεινων ἐπιβουλης ἰσχυροτερας
9999970 σφοδροτερα
. ἁμα δε και δια το ὀξεις οἱ μελαγχολικοι εἰναι σφοδροτερα ἐχουσι τα παθη : το δε ὑπο μειζονος ἡττηθηναι
παρ ' ὑμιν οὐκ οὐσα οὐκ ἠν ἀρετη , ἀλλα σφοδροτερα κακα ἀπελαυνουσα ὑμων ; ποια ἀττα ; εἰπεν .
9999970 κατεσκευασμενα
, ἐχειν δε οἰκιας καλας και τα ἀλλα παντα θαυμαστως κατεσκευασμενα : και γαρ αὐ τα των τεχνων ἐργα δωρα
παντοδαπα φιλοτεχνως τοις τε χρωμασι και τοις των τυπων ἀπομιμημασι κατεσκευασμενα : το δ ' ὁλον ἐπεποιητο κυνηγιον παντοιων θηριων
9999970 μελαινα
ἐθεντο . τουτῳ δε ἡ μεν χροα παρα τους ἑτερους μελαινα : ὀλιγην δε ἐχει την οὐραν , των ἀλλων
σημαντικη καθ ' ὡν ἀν μαλιστα ποιηται την προσνευσιν . μελαινα δε ἠ χλωρα και παχεια θεωρουμενη χειμωνων και ὀμβρων
9999970 Φιλιπποις
: ὁ δε τοπος κοιλος και ἐφυδρος : ἐν τε Φιλιπποις προτερον μεν μαλλον ἐξεπηγνυντο , νυν δ ' ἐπει
μη ῥᾳδιως ἀν περιλαβειν τετταρας ἀνδρας . ἡ δε ἐν Φιλιπποις ἰτεα περιεκοπη μεν τους ἀκρεμονας , οὐ μην παρεπελεκηθη
9999970 ἁρμοττουσαν
βασιλευοντος θεου προηγησιν εὐδαιμονιας της ἀκρας πεπληρωσθαι ; δικην οὐν ἁρμοττουσαν οἱς ἐτιθεντο διδοασι : φυραντες γαρ το ἱερον περι
μελη και ὁλον το σωμα φαινεται . ᾡ τιν ' ἁρμοττουσαν εἰκον ' ἐνεγκω σκοπων οὐχ ὁρω , ἀλλα παρισταται
9999970 ἀποδημια
ὁδου καταρχεσθαι και ἐπανιεναι οἰκοι . ἐν Διδυμοις χρονιος ἡ ἀποδημια ἐσται . ἀπο δε της ξενης ἀρχεσθαι εἰς τα
μεν αὐτων ] , θυγατριον δε θατερωι . ἐπειτ ' ἀποδημια ] τιϲ ἀμφοτεροιϲ ἁμα εἰϲ την Ἀϲιαν ] ἐκει
9999970 αἰσχυνομαι
ἐμαυτου παθος , ὁ μυριακις παθων οἰδα , διηγουμενος οὐκ αἰσχυνομαι : βουληθεις ἐστιν ὁτε κατα την συνηθη των κατα
Σαβαζιον . Διεφθορας τον ὁρκον ἡμων . Την γυναικα δε αἰσχυνομαι τω τ ' οὐ φρονουντε παιδιω . Ὁ δ
9999970 θεληματι
ἀκουσματι , ἀνηρτα δ ' ὁμως τα περι τουτου τῳ θεληματι της μητρος . Ἐν ἀγωσιν οὐν εὐθυς ἁπας ὁ
πασχεις . . ἰδιοις νομοις κρατυνων ] ἠτοι τῳ οἰκειῳ θεληματι ἀρχων . . ὑπερηφανον ] ὑπεροπτικην , τραχειαν .
9999970 μελλοντοϲ
. ἐαν τυφθωμεν ἐαν τυφθητε ἐαν τυφθωϲι Μεϲου ἀοριϲτου και μελλοντοϲ αʹ Ἑν . ἐαν τυψωμαι τυψῃ τυψηται Δυ .
Δυ . τυψαϲθον τυψαϲθων Πληθ . τυψαϲθε τυψαϲθωϲαν Ἀοριϲτου και μελλοντοϲ βʹ Ἑν . τυπηθι τυπητω Δυ . τυπητον τυπητων
9999970 ἐνεπλησαν
ἐπι τους ἡγεμονας ὁρμησαντες και τινας ἀνελοντες ταραχης και στασεως ἐνεπλησαν το στρατοπεδον . μογις δ ' οἱ στρατηγοι των
, ὁ τε Δαφνις ἐβαδιζεν ἐγγυς της Χλοης , ὡστε ἐνεπλησαν ἑως νυκτος ἀλληλους και συνεθεντο θαττον τας ἀγελας της
9999970 Κλεαρχον
ἁρπαζειν , ὑβριζειν , τιτρωσκειν . ἀγανακτουντες οἱ πολιται παρεκαλεσαν Κλεαρχον βοηθειν : ὁ δε οὐκ ἀλλως ἐφη δυνατον εἰναι
οὐδεν ἡττον ἐτρωσεν αὐτον . Τισσαφερνης οὐκ ὠμοσε τοις περι Κλεαρχον ; τι δε ; ὁ βασιλευς οὐχι και τους
9999970 κομαν
σατυρικην , τον κορδακα παρ ' Ἑλλησι καλουμενον , και κομαν [ Ἰνδους ] τῳ θεῳ μιτρηφορεειν τε ἀναδειξαι και
ποτι κυματ ' ἐπ ' ἀιονι πτυοντα , λυσασαι δε κομαν και ἐπι σφυρα κολπον ἀνεισαι στηθεσι φαινομενοις λιγυρας ἀρξευμεθ
9999970 κατεφαινετο
του τοιουτου καταμετρησιν , το δε και πηλικην πανυ ἡμιν κατεφαινετο δισταξιμον της ἐν ταις ἐπιβολαις του ἐπιπροσθησαντος πλατους ἐπι
ἀπταιστον ἠν , το γουν δυνατον αὐτου μεγιστης σπουδης ἀξιον κατεφαινετο , τον αὐτον οἰμαι τροπον και ἐπι του φυλακτικου
9999970 σκορπιους
καθευδουσαι και ἀνυποδητοι βαδιζουσαι και μονον οὐ πατουσαι τους προειρημενους σκορπιους εἰτα μεντοι ἀπαθεις διαμενουσι . σεβουσι δε ἀρα οἱ
ἐστι και φυκοφαγος . ἐν δε πεμπτῳ ζῳων μοριων Ἀριστοτελης σκορπιους και σκορπιδας ἐν διαφοροις τοποις ὀνομαζει . ἀδηλον δε
9999970 ἡγεμονικου
τα ἀρσενικα τῳ κυριῳ „ . εἰπων περι των του ἡγεμονικου γεννηματων ἀρχεται διδασκειν και περι των του ἀλογου ,
ἡγεμονικου μεχρι ὀφθαλμων , ἀκοην δε πνευμα διατεινον ἀπο του ἡγεμονικου μεχρι των ὠτων : των δε λοιπων το μεν
9999969 θαυμαζομεν
' Ἀριστοφανει , . τι δητ ' ἐκεινον τον Θαλην θαυμαζομεν ; ἡνικα δε βαρυνεται , δια του τος κλινεται
πεπηρωνται , ἡς βαθυ σκοτος ἀφροσυνη κατεχεεν . εἰτα νυν θαυμαζομεν , εἰ Σωκρατης και ὁ δεινα ἠ ὁ δεινα
9999969 γεγενημενη
. καθολου μεν οὐν σχεδον παρ ' ἁπαν μερος † γεγενημενη † διορθωσις : τα μεν γαρ περιῃρηται , τα
συνοικει αὐτῳ ; ἀλλα μεμαρτυρηται ἑταιρα οὐσα και δουλη Νικαρετης γεγενημενη . ἀλλ ' οὐ γυναικα εἰναι αὐτου , ἀλλα
9999969 αἰχμαλωσιαν
ταξιν , και ἐντευθεν βλαβην γινεσθαι . Εἰ δε συμβῃ αἰχμαλωσιαν αὐτους ἠ πραιδαν ἐπιφερεσθαι , εἰτε καθ ' ἑνος
' ἐποιησαμεν αὐτους ὑποσπονδους , και ἀπεδωκαμεν αὐτοις πασαν την αἰχμαλωσιαν . Και ᾠκοδομησα ἐγω την Θαμνα και ὁ πατηρ
9999969 ἀπορησειεν
μηδεμιαν ἐχοντα διαφοραν . Τοδε δ ' ἀν τις ἰσως ἀπορησειεν προς αὐτον τον πρωτον οὐρανον ἀναφερων , ποτερον ἡ
λαμπρου φωτιζεσθαι . περι δε των ἀστερων ὁρωμενων ἐν νυκτι ἀπορησειεν ἀν τις : εἰ γαρ αἰτια του μη ἐν
9999969 σκευασαι
, και ἀλητον ὡς ἰσχυροτατον παντων : φακον δε εὐωδεα σκευασαι , και ὀλιγον δευτερον διδοναι ὡς και κουφον ὀν
, ἀνωδυνα ποιει : εἰ δε βουλει δι ' ὀξους σκευασαι το φαρμακον , ποιει οὑτως . Τα ἀνθη της
9999969 θαυμαζειν
και τῃ κινησει διαδεικνυσθαι , ὡστε τῃ ποικιλιᾳ των ἐξω θαυμαζειν τας περι των ἐνδον νοησεις : οἱονει τις ζωγραφος
την των ἁρμονιων ἀκριβειαν . ὁ δε μαλιστα των ἀλλων θαυμαζειν ἀξιον , ῥυθμος οὐδεις των μακρων οἱ φυσιν ἐχουσιν
9999969 δημιουργος
πυρετου . και παλιν ἐαν εἰπω ὁτι ῥητορικη ἐστι πειθους δημιουργος , οὐκ ἀντιστρεφει : εἰ τι μεν γαρ ῥητορικη
ἐστιν την φυσιν , ἡνπερ θεος τοιωσδε ποιησας παλαι ὡς δημιουργος ἐκτισε , προς συστασιν τρεψαι φυσιν , μη οὐσαν
9999969 χαλκιτιν
το πρωτον , εἰτα ὀξουϲ , ἠ την ἀνθηραν ἠ χαλκιτιν ἠ χαλκανθον δια των αὐτων ὑγρων και τα τοιϲ
ὑδατι ψυχρῳ ἠ ὀξυκρατῳ χρηϲτεον . μενουϲηϲ δε τηϲ αἱμορραγιαϲ χαλκιτιν ἐπιπαϲομεν χνοωδη : και δια πλαδαρον δε πολλακιϲ ϲηπεδονα
9999969 διειλοντο
πλημυριδος , ἐπικλυσθεισα ἡ Κυρβη ἐρημος ἐγενετο , αὐτοι δε διειλοντο την χωραν , και ἑκαστος ἑαυτου πολιν ὁμωνυμον ἐκτισε
δεινοτατοι ὀντες των βαρβαρων ; ἐξ ὁλοσφυρου γαρ ἰσον μερισμον διειλοντο , και πρωτοι χαρακτηρα ἐβαλον , † εἰς τον
9999969 ἀθροισθηναι
χαιροντων ταις ἁρπαγαις , ὡς ἐν βραχει τῳ χρονῳ δυναμιν ἀθροισθηναι μεγιστην περι αὐτον , οὐκ ἐλαττω των πεντε μυριαδων
ὁτι ἐν παντι μοριῳ διαφορος τικτεται κακοχυμια : ἐνδεχεται οὐν ἀθροισθηναι χολωδη ὑλην ἐν τῳ ὑπεζωκοτι και ἐμφραγηναι και ποιησαι
9999969 Πολυβιος
ἐν τῃ Ῥωμῃ παντος γελωτος ἀξια πραγματα ἐποιησεν , ὡς Πολυβιος ἱστορει ἐν τῃ τριακοστῃ . μεταπεμψαμενος γαρ τους ἐκ
Συριακων των ἀπο Σελευκου εἱς . οὑτος , ὡς φησι Πολυβιος , ἀποδιδρασκων ἐκ της αὐλης ἐνιοτε τους θεραπευοντας ,
9999969 θαυμαζοντα
δε λογων των ἑαυτου . ἐλεγε τε πολλακις και Ἐπικουρον θαυμαζοντα την Πυρρωνος ἀναστροφην συνεχες αὐτου πυνθανεσθαι περι αὐτου διηκουσε
ἐτι νεος τε και εὐηθης ἐστι . Κἀγω γνους αὐτον θαυμαζοντα , Ἀρα οὐκ οἰσθα , ἐφην , ὠ Κλεινια
9999969 ἀνενεικατο
ὁ δ ' ἐπειτα , θεοπροπιας Ἑκατοιο θυμῳ πεμπαζων , ἀνενεικατο φωνησεν τε : “ Ὠ πεπον , ἠ μεγα
πριν πολεμου στομα δυμεναι αἱματοεντος . μνησαμενος δ ' ἁδινως ἀνενεικατο φωνησεν τε : ἠ ῥα νυ μοι ποτε και
9999969 ὀργανικου
τε φυτικην και την αἰσθητικην , ἐντελεχειας εἰναι σωματος φυσικου ὀργανικου ἀναγκαιον , οὐ πολλου ἀν δεοιμεθα λογου : ἀλλ
κατα την διαιρεσιν γινεται της φιλοσοφιας προστιθεμενου του λογικου ἠτοι ὀργανικου : της γαρ φιλοσοφιας εἰς δυο διαιρουμενης τα αὐτοπροσωπα
9999969 σκληρου
δοκει μοι τεκμηριῳ την ἁπαλοτητα ἀποφαινειν , ὁτι οὐκ ἐπι σκληρου βαινει , ἀλλ ' ἐπι μαλθακου . τῳ αὐτῳ
ἁπασων την ἐφευρεσιν , και την ἐκ του ἀπεριττου και σκληρου βιου ἐκεινου ἐπι το θηλυπρεπεστερον και βλακωδεστερον μεταῤῥυθμησιν .
9999969 ἀκρωτηριου
ἠγεν Ἰολην αἰχμαλωτον . και προσορμισθεις Κηναιῳ της Εὐβοιας ἐπι ἀκρωτηριου Διος Κηναιου βωμον ἱδρυσατο . μελλων δε ἱερουργειν εἰς
δε δεξιων των της Λιβυης μερων μεχρι του καλουμενου Πρασου ἀκρωτηριου και της Μενουθιαδος νησου τας μεν προσηγοριας των πολεων
9999968 ὀργαν
φωναεσσα † † αἰμιτυβιον σταλασσον ἀλλα τις οὐκ ἐμμι παλιγκοτων ὀργαν , ἀλλ ' ἀβακην ταν φρεν ' ἐχω .
ψυχης ἐλιτανευε και παραπειθειν ἐπεχειρει συνελθειν αὐτῃ . του δε ὀργαν κνιζον αἰπεινοι λογοι : οἱ προσαντεις λογοι και χαλεποι
9999968 ἀσθενεια
ἀπο του ἰσου ἀπο του κατηγορου γινομενης της στασεως , ἀσθενεια τις ἐπι των πραγματων εὑρισκεται του κατηγορου , ὡς
, τους δε ἡ τε ἐμπειρια των παροινουμενων ἡ τε ἀσθενεια του γηρως ἡ τε δυναμις των νεων φοβουσα σωφρονιζει
9999968 φλεγματωδεις
και τους ἀλλους ἁπαντας , ὁσοι τε μελαγχολικοι και ὁσοι φλεγματωδεις εἰσι και σπλαγχνων φλεγμονης ἐκγονοι : και γαρ οὐν
οὐδ ' ἐκφυσαν ἠ πινειν ψυχρον . γινονται δε και φλεγματωδεις ἐμετοι . και ὁσα δια γαστρος ἐκκενουται , ψυχροτερα
9999968 ἐποιησατο
ἀν ἐγωγ ' αὐτον ἐρωτησαιμι ποτερ ' ἐννομον και δικαιαν ἐποιησατο του ψηφισματος την γραφην ἠ τοὐναντιον ἀδικον και παρανομον
και πολεμικοις κινδυνοις . συστησαμενος οὐν στρατοπεδον ἀξιολογον , συμμαχιαν ἐποιησατο προς Ἀριαιον τον βασιλεα της Ἀραβιας , ἡ κατ
9999968 λιμενα
εὐεργεσιας εἰς τον βασιλεα , διελαμβανε τουτον ἑξειν οἱον τινα λιμενα των ἀπο του βασιλεως κινδυνων . ὁ δε Ψαμμητιχος
Ἀθηναιοι τροπαια τε ἐστησαν δυο , το μεν κατα τον λιμενα , το δε προς τῳ τειχισματι , και των
9999968 Αἰγυπτιος
τα ἱερα „ . ” ποια ; ” εἰπεν ὁ Αἰγυπτιος „ ὁρω γαρ οὐδεν ἐνθαδε . „ ὁ δε
πολυμαθιας . , . . Παμπρεπιος ἠν δε ὁ Παμπρεπιος Αἰγυπτιος . ποιητικος δε ὠν και προς ποιησιν εὐφυης ἀφικετο
9999968 ἐποιουντο
. ὡς το εἰκος οὐν , οἱ ξυγγενεις αὐτων σπουδην ἐποιουντο πρασσειν : την εἰρηνην δηλονοτι . οὐπως ἠθελον :
ἀλλας ὑπερ των ἀνδρων πρεσβειας τε και ἱκεσιας ἐπιπεμποντων λογον ἐποιουντο οὐδενα . ἑπτακαιδεκατῳ δε ὑστερον ἐτει τριακοσιους ἠ και
9999968 συνεγραψαν
και ] ἰδιωτῃ και οὐ δεομενα μαθηματικης σημειωσεως , ὡστε συνεγραψαν ἀν πολλοι και των παλαιων των τα Περσικα ἱστορουντων
των ἱστοριων ἀναλεξαμενος , ἁς οἱ προς αὐτων ἐπαινουμενοι Ῥωμαιων συνεγραψαν Πορκιος τε Κατων και Φαβιος Μαξιμος και Οὐαλεριος ὁ
9999968 ἐδιδαξαμεν
παλιν του λογου τα καιρια . περι ποιητων πολλακις ὑμιν ἐδιδαξαμεν και διαρκως ἑκαστα ἐξεπιστασθε , εἰδη τε τουτων και
ἐκ προσωπου μητε ἐκ πραγματος ὑλην ἐχει . Φθασαντες γαρ ἐδιδαξαμεν , ὁπερ και αὐτος ἐπαγει , ὁτι και ἐξ
9999968 ἐκινουντο
, εἰ μη τις ἐπεξεισιν , οὐδεν μαλλον οὑς ἐχρην ἐκινουντο οὐδε συνηγον τους των βουλευματων κοινωνους ἐπι ζητησει του
ποδες δ ' ὑπερικταινοντο . † ) Ἀρισταρχος ἀνεπαλλοντο και ἐκινουντο προθυμουμενης αὐτης βαδιζειν ταχεως , μη δυναμενης δε ,
9999968 ἐνικησαν
τε πατριδα την ἑαυτων ἐξελιπον και μαχομενοι προς τους βαρβαρους ἐνικησαν . μυρια και ταυτης ἐστι λαβειν της ἀσθενειας δειγματα
και Ἐφιαλτην : οἱ πλευσαντες εἰς την Στρογγυλην μαχῃ τε ἐνικησαν τους Θρᾳκας και την πολιν ἐξεπολιορκησαν . εἰτα ἡ
9999968 τετραπουν
ἀπο της ΖΚ , ἐστι δε το ἀπο της ΖΚ τετραπουν , το ἀπο της ΜΚ το πενταπλασιον αὐτου ἐσται
τας τριχας . ἐστι δε το ζῳον ὁμοιον σαυρᾳ , τετραπουν , βραχυκερκον . * ἀπεχθες : δολιον , χαλεπον
9999968 ἐπεμελειτο
και τους βιους ταττων ἀνομοθετητον ἑαυτῳ τον βιον κατεσκευαζεν . ἐπεμελειτο δε και της ὀψεως , την τε τριχα την
ἀλλα συνεσπειραμενην ἐχων την των συν ἑαυτῳ ἑξακοσιων ἱππεων ταξιν ἐπεμελειτο ὁ τι ποιησει βασιλευς . και γαρ ᾐδει αὐτον
9999968 μελιτι
κενταυριου χυλος συν μελιτι ἐπιχριομενος , ἠ πενταδακτυλου φυλλα συν μελιτι ἐπιτιθεμενα . [ Προς ἀχλυν ὀφθαλμων . ] Κολοκυνθης
κεκομμενου και σεσησμενου ἐμπασσεσθαι μελικρατου κυαθοις ε ἠ ἑξ ἠ μελιτι ἀπεφθῳ ἀναλαμβανειν μετ ' ὀλιγου πεπερεως . της δε
9999968 Κολοφωνιον
χρυσος : και γαρ πολυ φασι παραλλαττειν του ἀλλου τον Κολοφωνιον χρυσον . Αἰθομενον πυρ ] Λαμπον ἐν νυκτι :
οἱ μεν Χιον , οἱ δε Σμυρναιον , πολλοι δε Κολοφωνιον αὐτον νομιζουσιν : εἰναι μεντοι γε ἐλεγεν Βαβυλωνιος ,
9999968 Ἀμφιλοχος
προειδοτες και προειπειν δυναμενοι τοις ἐρομενοις . Ὠ Μενιππε , Ἀμφιλοχος μεν οὑτος ἀν εἰδειη ὁ τι αὐτῳ ἀποκριτεον ὑπερ
εἰτ ' Ἀμφιλοχικον Ἀργος λεγομενον : τουτο δε κτισαι δοκει Ἀμφιλοχος , υἱος Ἀμφιαραου μαντεως . Εἰσι δ ' ἐπανω
9999968 Αἰγινητου
δε του Γελωνος το ἁρμα ἀνακειται Φιλων , τεχνη του Αἰγινητου Γλαυκιου . τουτῳ τῳ Φιλωνι Σιμωνιδης ὁ Λεωπρεπους ἐλεγειον
ἀνδριας του Θεαγενους ἐστιν ἐν τῃ Ἀλτει , τεχνη του Αἰγινητου Γλαυκιου . πλησιον δε ἁρμα τε ἐστι χαλκουν και
9999968 ἀπεπλευσαν
των Λιπαραιων την γην : ἐκεινων των νησιωτων δηλονοτι . ἀπεπλευσαν : ἀποπλευσαντες ἐπανηλθον . του δ ' ἐπιγιγνομενου θερους
ἐφθασαν καταφυγειν ἐς τας οἰκειας τριηρεις . οὑτω μεν δη ἀπεπλευσαν ἀπρακτοι ἐκ Μιλητου οἱ Περσαι . Ἀλεξανδρος δε καταλυσαι
9999968 ἀδελφων
, φιλος ἀνδρι : κρεισσων δε τινων μυριων ὁμαιμονων και ἀδελφων , ἠ κοινως εἰπειν συγγενων : συναναπλασθῃ : ξενος
την συναφην της Σεληνης ἀπεκδεχομενος ὡς ἐπι το πλειστον σπανιν ἀδελφων ἀρρενων ποιει . Το μεν οὐν ἀτεκνον τουτον γεγενησθαι
9999968 σκοπωμεν
ἐχων ἀνειργεσθαι της ἀπατης και του ἐν αὐτῃ ὑπνου . σκοπωμεν οὐν τα γεγραμμενα : γραφῃ γαρ παρεστηκαμεν . περικεινται
δει δε τους ἑτερους ἑλομενους μη καταλιπειν μηδε προδουναι , σκοπωμεν ποτερων μαλλον προνοηθηναι προσηκει . φερε δη προς του
9999968 κρατουντι
γινεται , μεγιστε βασιλευ , και ἐλπιδες ἐπι θεῳ καλαι κρατουντι σοι της ἀρχης εὐσεβως . Ὡς δε συνηκουσαν παντες
ὁλοις πελαγεσι , ταυτα ὁρων , ταυτα θεωμενος , τῳ κρατουντι ὑπηκουσα , και προς τον καιρον ἡρμοσαμην τοις ὁλοις
9999968 συμβολικως
την δυαδα , καλως ἐλαμβανετο ὁ Ἀριστοτελης : νυν δε συμβολικως λεγουσι την δυαδα ἀρχην των μεριστων παντων , ἐπειδη
εἰρηται ἐν τῃ Περι ψυχης πραγματειᾳ . παλιν ἡ εὐθεια συμβολικως λαμβανεται εἰς την ψυχην , δια το ποθεν ποι
9999968 παρελθουσα
. κωλυοντων δε αὐτην των Ἑλλανοδικων τον ἀγωνα θεασασθαι , παρελθουσα ἐδικαιολογησατο πατερα μεν Ὀλυμπιονικην ἐχειν και τρεις ἀδελφους και
τῃ νησῳ των Λαιστρυγονων ἡ Κιρκη ἠν , πασας γυναικας παρελθουσα μαγειαις . προσεσχεν οὐν Ὀδυσσευς ἐν τῃ νησῳ μετα
9999968 παραγγελμασι
οὐδε την ῥητορικην ὑποληπτεον ἐχειν τεχνικην ὑποστασιν , ἐπι τοιουτοις παραγγελμασι σαλευουσαν . ἀμελει γε τοι και οἱ περι Κριτολαον
μεντοι μη παυσηται πλεοναζων , ἀπειθῃ δε και τοις σοις παραγγελμασι και τοις ἐμοις λογοις , μη ἀγνοησῃς ὁτι και

Back