και το δελεαρ , ὡς φησιν Ἡρωδιανος , παρατιθεμενος τα Σοφοκλεους ἐκ Ποιμενων “ κημοισι πλεκτοις πορφυρας θηρᾳ γενος ”
μεχρι του νυν τοις αὐτοις κεχρημαι πλην ἑνος ἀνδρος , Σοφοκλεους : προς γαρ δη τουτον μονον ἰσασι με ταχα
9999983 Σοφοκλει
εἰ μη ἀρα ἰσοδυναμει , ὡς κοτω και ἐνεκοτουν παρα Σοφοκλει . , : κουρας : ἡ ἐν τοις ὀροφωμασι
ταττουσιν αὐτο . Το μεν λαγος κοινον ὀν εὑρηται παρα Σοφοκλει , γλαυκες , ἰκτινοι και λαγοι . ὡσπερ δε
9999982 Φιλοκλεους
τουτου δοκει παιδευθηναι . ἐδιδαξε δε πρωτος ἐφηβος ὠν ἐπι Φιλοκλεους ἀρχοντος . γεγονε δε εὐφυεστατος ἐν πασι . γεγραφε
γεγονασι δε Φιλοκλεις δυο τραγῳδιων ποιηται : εἱς μεν ὁ Φιλοκλεους ἀπογονος : ἐκεινου μεν γαρ υἱος Μορσιμος : τουτου
9999977 ἀσθενεστερα
ἰσχυροτερα ταχεως ἐργαζεται το ἑαυτης ἐργον , ἡ δ ' ἀσθενεστερα βραδυτερον , οὐδε λογου δει . δια ταυτα μεν
: διαμενον γαρ και τουτο φαινεται και ἑτερα πολλῳ τουτων ἀσθενεστερα . Ταυτα μεν οὐν οὐ λυει την ἀποριαν ἀλλ
9999977 πικρου
συνεκτικην την ἰσονομιαν των δυναμεων , ὑγρου θερμου ξηρου ψυχρου πικρου γλυκεος και των λοιπων : την δ ' ἐν
τηϲ τροφηϲ , ὁκοϲον κυαθουϲ δυο του ἀποβρεγματοϲ ἠ κυαθον πικρου του χυλου ξυν ὑδατοϲ κυαθοιϲ δυο . ἠν δε
9999977 ἀπαλλαγηναι
κωνειον πιειν ἠ προδοντα την ναυν ὁτι ταχιστα των κακων ἀπαλλαγηναι : ἐπι ζημιας κεινται και προστιμηματος . Ὁ Κρης
προφασει μεν ἀλλοτε ἀλλῃ , το δε δη ἀληθες οὐτε ἀπαλλαγηναι της Καλλιροης δυναμενος οὐτε ἐπαγεσθαι θελων αὐτην : ἐμελλε
9999977 ἀφροδιτην
: σκληρον γαρ ἐστι το κεντρον , το προς την ἀφροδιτην αἰδοιον , οἱονει ὀστουν οὐχ ὑπεικον , οὐδε καμπτομενον
δηλοι , πενητι δε καματον . Βαλανος ἁλλομενος δουλῳ εἰς ἀφροδιτην ἐλθειν δηλοι . Ἀκρωμος ἁλλομενος ἡδονην τινα πιστευεται σημαινειν
9999977 Καλλικλεους
εἰναι νεον το ἐπιγραμμα το ἐπ ' αὐτῳ φησι : Καλλικλεους δε του Μεγαρεως ποιημα ὁ ἀνδριας ἐστιν . ἀνηρ
, πως παλιν ἠνεσχετο Θρασυμαχου , πως Πωλου , πως Καλλικλεους , πως της γυναικος ἠνειχετο , πως του υἱου
9999977 συλλογιστικης
δια κατηγορικου συλλογισμου . κἀν το συνεχες δε δεηται δειξεως συλλογιστικης , κἀκεινο δια κατηγορικου δειχθησεται συλλογισμου : εἰ γαρ
δι ' ἀκριβειας ἐν τοις ἑπομενοις ῥηθησεται οὐ περι της συλλογιστικης της κοινης ἁπλως εἰπεν , ἀλλα περι της διαλεκτικης
9999976 σφοδροτερα
. ἁμα δε και δια το ὀξεις οἱ μελαγχολικοι εἰναι σφοδροτερα ἐχουσι τα παθη : το δε ὑπο μειζονος ἡττηθηναι
παρ ' ὑμιν οὐκ οὐσα οὐκ ἠν ἀρετη , ἀλλα σφοδροτερα κακα ἀπελαυνουσα ὑμων ; ποια ἀττα ; εἰπεν .
9999975 δοκουντι
ταυτα ὁ Ἀρχυτας λεγει . δωριζει δε οὑτος , τῳ δοκουντι οὐν δωρικως ἀντι του δοκουσι . τοι περι τα
ὁ παις αὐτῳ Νιοβης παιδι ἰσα οἰσεσθαι Διος γε εἰναι δοκουντι . ἐπῳκησαν δε και Ἑρμιονα ὑστερον Δωριεις οἱ ἐξ
9999974 ἀμεινονες
διοριζεται λεγων ὁτι Ἐν πολεμῳ , ἀγορῃ δε τ ' ἀμεινονες εἰσι και ἀλλοι . ἐχων οὐν ἐνεχυρον ὁ Ὀδυσσευς
' ἐπισταμενος σαφα εἰπειν : ἡμεις τοι πατερων μεγ ' ἀμεινονες εὐχομεθ ' εἰναι : ἡμεις και Θηβης ἑδος εἱλομεν
9999974 θαυμαστης
, ὁ μοι πολλων τῳ ὀντι πραγματων αἰτιον γεγονε και θαυμαστης ἀηδιας . ὡστε προτερον μεν οὐκ ᾐδειν το των
των δ ' ὑπερ των ἐναντιων λεγοντων και πραττοντων ἀφθονιας θαυμαστης , ὡν κρατησαι πολυ μειζον ἠν ἠ των ἐξω
9999974 Αἰσχυλον
, φαιδιμ ' Ἀχιλλευ . . . ] προς τον Αἰσχυλον ὁ χορος ἀπο των αὐτου . ἐστι δε ἀρχη
καθαπτομενος . ποθεν ; μη μεν οὐν ἐμοιγε κατ ' Αἰσχυλον μητε παρασπιστης μητ ' ἐγγυς εἰη ὁστις μη φιλος
9999974 συλλογιστικην
ἀλλων , περι δε τας νεφελας ἐπτοημενας . γνωμην ] συλλογιστικην , νοησιν . διαλεξιν ] διαλεκτικην , λογον διαλεκτικον
ἡ ἐγγινομενη τῃ ψυχῃ , ἀποδειξις δε ἡ ὑπο την συλλογιστικην ἐπιστημην και ἡ ὁδος ἡ οὑτω γινομενη . Εἰ
9999974 ἀφαιρεθεντα
, δεδοσθω μητε τοτε μηδενα ταυτησι πεποιησθαι λογον μητε νυν ἀφαιρεθεντα δυσχερανειν . εἰ δ ' ἐπι το λαβειν εἰχες
ἐκλειπῃ . εἰϲω γαρ τα ὑγρα ξυνθεει , τηϲ ἐκτοϲ ἀφαιρεθεντα θερμηϲ τε και ταϲιοϲ . πνευμων δε μανοϲ τε
9999974 κατεφαινετο
του τοιουτου καταμετρησιν , το δε και πηλικην πανυ ἡμιν κατεφαινετο δισταξιμον της ἐν ταις ἐπιβολαις του ἐπιπροσθησαντος πλατους ἐπι
ἀπταιστον ἠν , το γουν δυνατον αὐτου μεγιστης σπουδης ἀξιον κατεφαινετο , τον αὐτον οἰμαι τροπον και ἐπι του φυλακτικου
9999974 κρατουντι
γινεται , μεγιστε βασιλευ , και ἐλπιδες ἐπι θεῳ καλαι κρατουντι σοι της ἀρχης εὐσεβως . Ὡς δε συνηκουσαν παντες
ὁλοις πελαγεσι , ταυτα ὁρων , ταυτα θεωμενος , τῳ κρατουντι ὑπηκουσα , και προς τον καιρον ἡρμοσαμην τοις ὁλοις
9999974 ἀπορια
Ἡρακλειαν : ἐξ Ἡρακλειας δε οὐτε πεζῃ οὐτε κατα θαλατταν ἀπορια : πολλα γαρ και πλοια ἐστιν ἐν Ἡρακλειᾳ .
πεισωσι τον ἐρωτωμενον ὁμολογησαι , ὁτι ὁ λιθος ὁρᾳ . ἀπορια γαρ ἐστιν ὁταν ἡ διανοια οὐ βουληται ἐμμενειν τῳ
9999974 θαυμαστην
καθ ' ἑν ἑκαστον πανθ ' ἑτερους ἐασαι λαβειν , θαυμαστην εὐδαιμονιαν και πολλην ἀσφαλειαν ἐχειν ᾠεσθε . ἐκ δε
πολεμειν τῳ θηριῳ . Γλυκυτητα δε και ἐν τῳ Ἀγησιλαῳ θαυμαστην ἐποιησεν εἰπων , ὁποτε γε μην πορευοιτο , συντεταγμενον
9999974 ἐτελευτησαν
των ἰδιων , ὁσα ἑκαστῳ ἐγενετο ἐπειδη ἐκεινοι οἱ ἀνδρες ἐτελευτησαν , τιμωρησατε τον αἰτιον τουτων . ἀποδεδεικται δ '
κοιμηθεντες ἐν τῳ συνελκειν ἐν ταις ἀναπνοαις αὐτης την ἐνεργειαν ἐτελευτησαν . Ἀνομοιος δε ἡ Κρητη την ἀκτινοβολιαν : την
9999974 μελισσης
. γεροντα Θασιον τον τε γης ἀπ ' Ἀτθιδος ἑσμον μελισσης της ἀκραχολου γλυκυν συγκυρκανησας ἐν σκυφῳ χυτης λιθου ,
ἀεκοντα κορεσκοις . ναι μην ῥητινη τε και ἱερα ἐργα μελισσης ῥιζα τε χαλβανοεσσα και ὠεα θιβρα χελυνης ἀλθαινει τοτε
9999973 τεσσαρεσκαιδεκατον
, ἐμετος χολωδων ἠ φλεγματωδων . τουτων προφαινομενων περι το τεσσαρεσκαιδεκατον ἐτος , δει τον ἰατρον τεκμαιρεσθαι ὡς ἐπειγει ἡ
παιδι Κλεοδαμου νικησαντι την οϚʹ Ὀλυμπιαδα . . . Το τεσσαρεσκαιδεκατον εἰδος μονοστροφικον ἐστιν ἐκ ιηʹ κωλων και ιζʹ .
9999973 ἐγεννησαν
, ἐκβαλλοντες γαμετην ἑτερην εἰσαγονται , γεννησαντες ἐθαψαν , θαψαντες ἐγεννησαν , παλιν τρεφουσι , γηρας ηὐξαντο , ἐς αὐτο
. προς δε ταις εὐεργεσιαις και την ἐφ ' οἱς ἐγεννησαν ἀρχην ἐλαβον , οὐχ ὡσπερ ἐν ταις πολεσι κατα
9999973 προμηκες
, παρομοιον ὀστρεῳ : το δ ' ἐστιν ἁδρον και προμηκες , ἐχον ἐν αὑτῳ σαρκα και μεγαλην και λευκην
το ἐχειν τον αὐτον λογον το ὑπο των μειζονων ὁρων προμηκες προς τα ὑπο των ἐλαττονων , ὁνπερ και ὁ
9999973 Πλουταρχος
ταξεις λελοιπως , και των ἐν Εὐβοιᾳ πραγματων , ἁ Πλουταρχος ὁ τουτου ξενος και φιλος διεπραξατο , ὡς ἐγω
τα δε ἐμπροσθε κεκαρμενα ὡς φησιν ὁ Λυκοφρων οὑτος . Πλουταρχος δε λεγει ὁτι Θησευς ἡβησας εἰς Δελφους ἠλθε και
9999973 παραγγελμασι
οὐδε την ῥητορικην ὑποληπτεον ἐχειν τεχνικην ὑποστασιν , ἐπι τοιουτοις παραγγελμασι σαλευουσαν . ἀμελει γε τοι και οἱ περι Κριτολαον
μεντοι μη παυσηται πλεοναζων , ἀπειθῃ δε και τοις σοις παραγγελμασι και τοις ἐμοις λογοις , μη ἀγνοησῃς ὁτι και
9999973 αὐτοκρατορες
ἐλεγον ἀπαλλαξειων , χαριν ὑμιν , ἐφην , ἐχω , αὐτοκρατορες , πασης προνοιας και τιμης ἡν με τετιμηκατε .
. . . : οὐκ ἐπι του αὐτεξουσιου τεθεικε το αὐτοκρατορες : ἐπει πως συναψει τις αὐτῳ το ” και
9999973 ἀφικοντο
. τι οὐν ἐνταυθα δρωσιν αἱ πολεις ; ἐλευθερι ' ἀφικοντο θυσουσαι ποτε , ὁτε των φορων ἐγενοντ ' ἐλευθεραι
. . ἀλλ ' ὁτε δη το τεταρτον ἐπι κρουνους ἀφικοντο και τοτε δη χρυσεια πατηρ ἐτιταινε ταλαντα . σημειουνται
9999973 διπλασιονες
. και ἐπει αἱ ΞΛ , ΛΝ ἰσαι εἰσιν , διπλασιονες ἀρα εἰσι της ΛΝ , ὡστε ἡ ΞΝ της
ἐκ τριων μακρων , μολοττος . Τετρασυλλαβοι δε οἱ τουτων διπλασιονες ιϚʹ , ὡν τετραχρονος εἱς , ἐκ τεσσαρων βραχειων
9999973 κινδυνευομεν
τους νομους . Ἐχ ' ἡσυχῃ , ὠ Ἱππια : κινδυνευομεν γαρ τοι , ἐν τῃ αὐτῃ ἐμπεπτωκοτες ἀποριᾳ περι
Κλεινιας . Και ἐγω ἀναμνησθεις εἰπον ὁτι Ναι μα Δια κινδυνευομεν γε το μεγιστον των ἀγαθων παραλιπειν . Τι τουτο
9999973 μελαινα
ἐθεντο . τουτῳ δε ἡ μεν χροα παρα τους ἑτερους μελαινα : ὀλιγην δε ἐχει την οὐραν , των ἀλλων
σημαντικη καθ ' ὡν ἀν μαλιστα ποιηται την προσνευσιν . μελαινα δε ἠ χλωρα και παχεια θεωρουμενη χειμωνων και ὀμβρων
9999973 κομαν
σατυρικην , τον κορδακα παρ ' Ἑλλησι καλουμενον , και κομαν [ Ἰνδους ] τῳ θεῳ μιτρηφορεειν τε ἀναδειξαι και
ποτι κυματ ' ἐπ ' ἀιονι πτυοντα , λυσασαι δε κομαν και ἐπι σφυρα κολπον ἀνεισαι στηθεσι φαινομενοις λιγυρας ἀρξευμεθ
9999973 βεβαιοτερα
το σχημα πολυ τιμιωτερον το τελευτης ἀναγκην αὐτῳ προξενειν . βεβαιοτερα γαρ ἐλευθερια τῳ δημῳ τυραννος τεθνηκως ἠπερ ἐκ τινος
δωρεαν . τι δηποτ ' οὐν συμβεβηκε ταυτ ' εἰναι βεβαιοτερα των ἀλλων ; ὁτι την πολιν μαρτυρα ἐποιησατο του
9999973 γιγνωσκον
παιδιον , και θηριον δε , ἱκανον εἰναι ἰασθαι αὑτο γιγνωσκον ἑαυτῳ το ὑγιεινον , ἀλλα ἐνταυθα δη ἀλλον ἀλλου
προ αὐτης το αὐτοζων , κατα δε την ἐσχατην το γιγνωσκον ἑαυτο και το γνωθι σαυτον : και ἐχουσι προς
9999973 ὁποτερασουν
τροπικου της ἀπωτερον , ἐν ἰσῳ δε αἱ ἰσον ἀπεχουσαι ὁποτερασουν των συναφων . ἐστω ἐν κοσμῳ ὁριζων ὁ ΑΒΓΔ
ΛΘ περιφερειαι ἰσαι εἰσι και ἰσον ἀπεχουσιν ἀπο της συναφης ὁποτερασουν . και ἐπει ἐν ᾡ ἡ ΛΘ ἀνατελλει ,
9999972 ἰατρικης
λεγομενων , ὡσπερ το ἰατρικον σμιλιον και σιτιον ἀπο της ἰατρικης λεγονται και ἐχουσι μιαν ἀρχην την ἰατρικην , οὐκ
συμβῃ , διαδεχομενῃ ταυτην ἡ μαγειρευτικη τον τοπον ἐκπληροι της ἰατρικης : ἐντευθεν οὐν ὁρμωμενος ὁ Πλατων , ὡς εἰρηται
9999972 πλανης
θαλασσαν , ὡς κατ ' Ἐλευσινα γιγνεται , της τε πλανης ἐστη , και την ζητουμενην κομιζεται : μισθους δε
ὁ καθ ' ἡμας γραμματικος ἐν τοις Περι της Μενελαου πλανης . . . . : ὁ δε δωδεκατος αὐτωι
9999972 ἐστρατευσαν
δυναμεως ἀπηρεν εἰς την Ἀσιαν . Ὡς Καρχηδονιοι μεγαλαις δυναμεσιν ἐστρατευσαν εἰς την Σικελιαν . Ὡς Γελων καταστρατηγησας τους βαρβαρους
μερων ἀνθρωποι το γενος ἀσημοι , καταθαρσησαντες ἐπι την χωραν ἐστρατευσαν , και ῥᾳδιως ἀμαχητι ταυτην κατα κρατος εἱλον .
9999972 θαλασσαν
ὁπου ταις δυσιν σιαγοσι ˈ φυσων ὁ Βορεας κυκαι την θαλασσαν οὐ γαρ φερω ἐπι μνημης τα ἰαμβεια ἐπιλαθομενος :
των φωστηρων κατα μηνα συνοδου ἁπαντα κατα τε γην και θαλασσαν ζωογονειται και ἀλλοιουται . χρη οὐν ἐπι πασης καταρχης
9999972 τεσσαρακοστην
κυουσαις το παθος ὡς ἐπι το πολυ , περι την τεσσαρακοστην ἡμεραν μετα την της κυησεως ἀρχην . Ἐστι δε
των σπαργανων αὐτο δει λυειν . ἐνιοι μεν οὐν περι τεσσαρακοστην ἡμεραν τουτο ποιουσιν , οἱ πολλοι δε περι την
9999972 θαυμαζοντα
δε λογων των ἑαυτου . ἐλεγε τε πολλακις και Ἐπικουρον θαυμαζοντα την Πυρρωνος ἀναστροφην συνεχες αὐτου πυνθανεσθαι περι αὐτου διηκουσε
ἐτι νεος τε και εὐηθης ἐστι . Κἀγω γνους αὐτον θαυμαζοντα , Ἀρα οὐκ οἰσθα , ἐφην , ὠ Κλεινια
9999972 ἀπειρια
του χρονου , αὐτος δε ἐδειξεν ὡς ἀλλη ἐστιν ἡ ἀπειρια του χρονου και ἀλλος ὁ αἰων . εὑρεν δε
νοοιο . ” ἐνιοι δε ἀγνοιας : και γαρ ἡ ἀπειρια ἀγνοια . αἰτιζων αἰτων : “ αἰτιζων ἀκολους ,
9999972 ἀποτυγχανει
τινων μεν τυγχανει του ὀντος , ἐπι δε των πολλων ἀποτυγχανει . Οὐ μην οἱ γε θεοπεμπτοι καλουμενοι ὀνειροι τουτον
παντα τελειοι , ἡ δε διψυχια μη καταπιστευουσα ἑαυτῃ παντων ἀποτυγχανει των ἐργων αὐτης ὡν πρασσει . βλεπεις οὐν ,
9999972 τεσσαρακοστης
περιξ ἁπαντα , και δια τουτο πολλακις και μεχρι της τεσσαρακοστης ἡμερας ἐκτεινονται : και γαρ και μετα το παυσασθαι
εὐωνοτερους εἰναι , και το ψηφισμα ἀκυρον γεγονε . της τεσσαρακοστης : Οὑτος ἐγραψε τεσσαρακοστην εἰσενεγκειν ἀπο της οὐσιας εἰς
9999972 τειχισαι
εὐβατου τε γαρ οὐσης ἐτι και εὐεπιδρομου τοις σοφισταις , τειχισαι τε Ἀριστοτελη και περιφραξασθαι πανταχοθεν και ἀποκλεισαι τας ἐπιβουλας
. Δημοσθενης δε στρατευσας ἐπι Πυλον ἐπεβαλετο τουτο το χωριον τειχισαι κατα της Πελοποννησου : ἐστι γαρ ὀχυρον τε διαφεροντως
9999972 ἀπορησειεν
μηδεμιαν ἐχοντα διαφοραν . Τοδε δ ' ἀν τις ἰσως ἀπορησειεν προς αὐτον τον πρωτον οὐρανον ἀναφερων , ποτερον ἡ
λαμπρου φωτιζεσθαι . περι δε των ἀστερων ὁρωμενων ἐν νυκτι ἀπορησειεν ἀν τις : εἰ γαρ αἰτια του μη ἐν
9999972 Πυθαγορειους
μεγεθη τε και αἰσθητα ποιουντας , ἀπορει προς μεν τους Πυθαγορειους , πως ἐξ ἀβαρων και ἀμεγεθων των ἀριθμων τα
αὐλου ῥυθμον κατα πολεμιων χωρουντας . φασι δε και τους Πυθαγορειους , εἰ ποτε κινηθειεν αὐτοις τα παθη ἠ τινας
9999972 τετρακισχιλιους
των Νομαδων των καλουμενων Ἀρεακιδων ἐς φιλιαν ὑπηγετο . και τετρακισχιλιους ἱππεας αὐτομολους αὐτῳ προσφυγοντας , οἱ Συφακος ὀντες τοτε
φιλων Ἀθηναιον , δους δ ' αὐτῳ πεζους μεν εὐζωνους τετρακισχιλιους , ἱππεις δε τους ἐπιτηδειους εἰς δρομον ἑξακοσιους συνεταξεν
9999972 διεβαλλοντο
οἱ Χαονες . Γερητοθεοδωρους ] Γερητος και Θεοδωρος εἰς μαλακιαν διεβαλλοντο . ἐν Καμαρινῃ κἀν Γελᾳ κἀν Καταγελᾳ : Καμαρινα
ἐδωκεν ἡμιν * ληϊστορα : κλεπτην ἐνιπτον δε ἀντι του διεβαλλοντο , ἐλοιδορουντο τῳ Προμηθει ὁτι μη ἀει αὐτους νεους
9999972 ἀγανακτεις
παιομεθα ὑπο του καταρατου ἐν ἐλευθερᾳ τῃ πολει . Τι ἀγανακτεις , ὠγαθε ; μων παρακεκρουσμαι σε ; και μην
ὁ κηπουρος λεγει ” ναι . “ Αἰσωπος λεγει ” ἀγανακτεις οὐν ἀκουων κακοπαθος , εἰ κηπουρος εἰ ; [
9999972 σκληροτητος
συμφερει , μονον προμηθευομενον , ὁπως μη ἡ σανις ὑπο σκληροτητος ὀδυνην παρα καιρον παρεχῃν [ ] . καιτ [
δ ' ὁς , περι λεγεις ; Ἀγριοτητος τε και σκληροτητος , και αὐ μαλακιας τε και ἡμεροτητος , ἠν
9999972 διεισι
συνεχεσιν , ἀλλα δυναμει , και το κινουμενον οὐ διαιρουν διεισι το διαστημα , οὐκετι γαρ ἀν ὡς ἐφ '
ἡ δορα , μικρομερες δε το πυρ , δια τουτο διεισι δια των μεγαλων πορων του ὑελου ἠ της δορας
9999972 Κολοφωνιον
χρυσος : και γαρ πολυ φασι παραλλαττειν του ἀλλου τον Κολοφωνιον χρυσον . Αἰθομενον πυρ ] Λαμπον ἐν νυκτι :
οἱ μεν Χιον , οἱ δε Σμυρναιον , πολλοι δε Κολοφωνιον αὐτον νομιζουσιν : εἰναι μεντοι γε ἐλεγεν Βαβυλωνιος ,
9999972 ἐγενομεθα
οἱ δ ' ἡμας ἐκελευον εἰσιεναι . ἐπειδη δε ἐνδον ἐγενομεθα , ἐμε μεν ἐκβαλλουσιν ἐκ της οἰκιας , τουτονι
ἡμεις ἀρα , οἱ φθονῳ ἐμετρηθημεν και οὐκ ἐλασσονες φθονου ἐγενομεθα , ἀλλα την ἀρετην των παροντων ἐχομεν αἰτιασθαι και
9999972 κατεσκευασμενα
, ἐχειν δε οἰκιας καλας και τα ἀλλα παντα θαυμαστως κατεσκευασμενα : και γαρ αὐ τα των τεχνων ἐργα δωρα
παντοδαπα φιλοτεχνως τοις τε χρωμασι και τοις των τυπων ἀπομιμημασι κατεσκευασμενα : το δ ' ὁλον ἐπεποιητο κυνηγιον παντοιων θηριων
9999972 ἀπολαβουσα
ἐτι μετεωρος τυγχανουσα , παλιν προσεπιδιισταται και τοτε την ὀφειλομενην ἀπολαβουσα συστολην , ὁμοιως ἐξερεθιζει την ἁφην διπλην ἐν τῃ
συμβολικως τελειοτητος τι οἰκειον μετρον δηλουσιν , ὁ το προσηκον ἀπολαβουσα ἡ ψυχη και την ἑαυτης σχουσα τελειοτητα ἀποκαθισταται .
9999972 καταλαμβανῃ
, ἐς δε τεταρταιον καταστησεσθαι , ἠν διαλειπῃ τε και καταλαμβανῃ πεπλανημενον τροπον , και ταυτα ποιεων τῳ φθινοπωρῳ προσπελασῃ
διεγειρωνται , και τα μηλα ἐρυθραινηται , και τις ὁρμη καταλαμβανῃ τους πεπονθοτας προς ἀφροδισια , τοτε σατυριασιν καλουσιν ,
9999972 διειλοντο
πλημυριδος , ἐπικλυσθεισα ἡ Κυρβη ἐρημος ἐγενετο , αὐτοι δε διειλοντο την χωραν , και ἑκαστος ἑαυτου πολιν ὁμωνυμον ἐκτισε
δεινοτατοι ὀντες των βαρβαρων ; ἐξ ὁλοσφυρου γαρ ἰσον μερισμον διειλοντο , και πρωτοι χαρακτηρα ἐβαλον , † εἰς τον
9999972 ἀμφιλαφης
χαιτην . ἀλλα Νοτος κοτεων , μεθεπων σφριγοωσαν ἀπειλην , ἀμφιλαφης ἑκατερθεν ἀκοστησαντα χαλεπτων , μοχθον ἐχων ἀτελεστον ἀμοχθητων ἀπο
ὀπωπα παρεζομενων ὑπο δισκον , και διδυμη Φαεθοντα νεοσσυτον ἡνιοχευει ἀμφιλαφης ἑκατερθεν ὁμου τροχαουσα γαληνη και φλογα χερσιν ἀειρεν :
9999972 δωδεκαεδρον
. νβʹ . Εἰς την δοθεισαν σφαιραν [ το ] δωδεκαεδρον ἐγγραψαι . Ἐγγεγραφθω , και ἐστω σημεια των γωνιων
. οἱον το μεν εἰκοσαεδρον του δωδεκαεδρου , το δε δωδεκαεδρον του ὀκταεδρου , και ὁμοιως το μεν ὀκταεδρον του
9999971 τοιο
σκηπτροισι δαμασσαι . ” Ἰσκεν , ὑποσσαινων ἀγανῃ ὀπι : τοιο δε θυμος διχθαδιην πορφυρεν ἐνι στηθεσσι μενοινην , ἠ
: ἀμφι δε πολλη κοπρος ἐην κεφαλῃ τε και αὐχενι τοιο γεροντος την ῥα κυλινδομενος καταμησατο χερσιν ἑῃσι . θυγατερες
9999971 Εὐρωπαιων
ταυτα τοις ἐπι της Ἀσιας κατοικουσιν , ἀλλοτρια δε των Εὐρωπαιων . οὐ γαρ ἀπο πολεως ἠ δημου κατα τουτον
. και των μεν Ἀσιανων οὑτως : των δ ' Εὐρωπαιων Θρᾳκης μεν και Χερρονησου Λυσιμαχος : Ἀντιπατρος δε ἐπι
9999971 ἀπαιτουσης
, ἀποι - κιαν . ταυτα μεν οὐν της ὑποθεσεως ἀπαιτουσης ἀναγκαιον τε και δικαιον ἐδοξεν εἰναι μοι προς τους
γην , ἀλλ ' εἰτε αὐην εἰτε νοτεραν της ὡρας ἀπαιτουσης δειν ἀροτριαν και μη προφασιζεσθαι την ποιοτητα της γης
9999971 ἀφαιρεθεις
γαρ ὁ ΑΒ ἀριθμου του ΓΔ μερη ἐστω , ἁπερ ἀφαιρεθεις ὁ ΑΕ ἀφαιρεθεντος του ΓΖ : λεγω , ὁτι
' οὐδεν : ἐπει δε μετεκληθη , ἀπετισε Παυσανιας και ἀφαιρεθεις την ἀρχην ἰδιωτης ἀντι στρατηγου γινεται . εὐθυς γαρ
9999971 Πυθαγορικους
: εἰ αὐταρκειαν ἀσπαζῃ , φιλοσοφε , τι οὐ τους Πυθαγορικους ἐκεινους ζηλοις , περι ὡν φησιν Ἀντιφανης μεν ἐν
το δεχομενον αὐτην οὐκετι προσδιοριζουσιν , ὡσπερ ἐνδεχομενον κατα τους Πυθαγορικους μυθους , οἱς ἐκεινος μεν ἐχρητο πολιτικως , οὑτοι
9999971 μικροτερα
, ἀμυδρωϲ δε , και τα ὁρωμενα αὐτοιϲ δοκει παντα μικροτερα εἰναι , χεομενου δηλονοτι του ὀπτικου πνευματοϲ . γιγνεται
μελει μαντευεσθαι , ὡς οὐκ ἐξικνεομενης της μαντικης ἐς τα μικροτερα ἠ ὡς οὐκ ἀξιον ὀν ἐπι τουτοισι πονεεσθαι .
9999971 στεφανης
ἀσαφως δε και αἰνιγματωδως δοκει ἐπι ποδων και ζωνης και στεφανης ἐπιγεγραφθαι της Ἀρτεμιδος τα τοιαυτα γραμματα . και παροιμια
κυκλοειδης , κυκλοτερης , σκοτωδης . ἐστεφανωται : ἐπικειται δικην στεφανης , κεκυκλωται . Δοιω : δυσι , διπλοις .
9999971 ἀπαλλαττει
χερσι τους παρ ' αὐτον ἀφικνουμενους δεχῃ και ὁ μεν ἀπαλλαττει νοσων , συ δε ὁπως και τα ἀλλα διαξουσιν
ἠ ἀνασκευαζων μεν φρενιτιν , ἀντεισαγων δε ληθαργον , οὐκ ἀπαλλαττει τον κινδυνον ἀλλ ' ἐναλλαττει , οὑτω και ὁ
9999971 κομισας
ὀν ἐμπλησας πετραις ἀπλωτον ἐποιησε , και τας βοας Εὐρυσθει κομισας δεδωκεν . ὁ δε αὐτας κατεθυσεν Ἡρᾳ . τελεσθεντων
Ῥωξανη ἀπηραν εἰς Μακεδονιαν : το δε σωμα του Ἀλεξανδρου κομισας ὁ Πτολεμαιος ἐκηδευσεν ἐν τῃ Ἀλεξανδρειᾳ ὁπου νυν ἐτι
9999971 ἀποστρεφει
δε ὑαινης κυνας διωκει προ θυρων κρεμαμενη και πασαν ἐπιβουλην ἀποστρεφει . Φωκη ζῳον ἐστι τετραπουν , ἐνυδρον , ἀμφιβιον
ἀριστον ἐστι . τουτο δε ἐπι του Ἱερωνος ἀκουστεον . ἀποστρεφει γαρ εἰς τουτον τον λογον : ὁ συ ἐχεις
9999971 κατεπλαγησαν
και Λιβυῃ λαμπρως ἐφευγον και ἐν Ἰβηριᾳ Πομπηιον τον νεον κατεπλαγησαν . ὁ δε Καισαρ αὐτος ἠν ἀκαταπληκτος και ἐς
φλογα . οἱ δε Λαβικανοι τειχος εὐ κατεσκευασμενον ἐχοντες οὐτε κατεπλαγησαν αὐτου την ἐφοδον οὐτε μαλακον ἐνεδοσαν οὐδεν , ἀλλ
9999971 ὑπολαμβανετε
οὑτως σεμνα και καλα και προσηκοντα τοις ὑμετεροις ἠθεσιν ὑμεις ὑπολαμβανετε εἰναι , ὡστε και των προγονων τους ταυτα πραξαντας
ὁταν μεν μη φῃ την βουλην αἰτειν , ταυθ ' ὑπολαμβανετε : ὁτι δ ' οὐδε τον δημον ἐᾳ διδοναι
9999971 Ἀριστογειτονα
Ἀλκιβιαδης πεπηρωμενος . οἰδα δ ' ἐγω και Ἁρμοδιον και Ἀριστογειτονα δουλευσαντας ἐν Περσαις , και Δημητριου του Φαληρεως πεντακοσιους
κατ ' Ἀριστογειτονος . Ὁσιον : Ὑπερειδης ἐν τῳ προς Ἀριστογειτονα φησι ” και τα “ χρηματα τα τε ἱερα
9999971 εὑρουσα
βιον . εἰς μελιπηκτα και τραγηματ ' ἐξωκειλεν , ἐπιδορπισματων εὑρουσα πληθος , παντοδαπας θηρωμενη . ἁπαντ ' ἀφανιζει γηρας
: Ἡ Ἑστια θυγατηρ ἠν Κρονου , καταρχας την οἰκιαν εὑρουσα , ἡν ἐντος των οἰκων ἐγραφον , ἱνα τουτους
9999971 ἀμφιπολοι
ἐλαεν δε δι ' ἀστεος : αἱ δε δη ἀλλαι ἀμφιπολοι , πειρινθος ἐφαπτομεναι μετοπισθεν , τρωχων εὐρειαν κατ '
Ναυσικαα , θυγατηρ μεγαλητορος Ἀλκινοοιο , παρ δε δυ ' ἀμφιπολοι , Χαριτων ἀπο καλλος ἐχουσαι , σταθμοιϊν ἑκατερθε :
9999971 στρατευμασι
Ξερξης ἐξηρτησε την θαλασσαν ναυσι και κατεσπειρε την ὁλην γην στρατευμασι και ἐσκεπασε τοις ὁπλοις τον ἀερα και ἐπληρωσε την
ἑτερα κωλων ιζʹ . + εἰωθασιν οἱ περιλειφθεντες ἐν τοις στρατευμασι κομιζειν εἰς τους οἰκους των ἀπολωλοτων ὁσαπερ ἐτι ζωντες
9999971 παιδες
ἠ Ἀρτεμιδες . Και παλιν τῳ αὐτῳ γινονται ἀπο Ῥεας παιδες ἑπτα , ὡν ὁ νεωτατος ἁμα τῃ γενεσει ἀφιερωθη
μηδε γηρασας ματαιοτερας τας φρενας ἐκτησαμην , Ἐρωτι , ὠ παιδες κατεσπεισθε και Ἐρωτι ὑμων μελει . Πανυ ἐτερφθησαν ὡσπερ
9999971 Λακεδαιμονιου
θυγατηρ Χειλωνος του Λακεδαιμονιου , Κρατησικλεια Λακαινα γυνη Κλεανορος του Λακεδαιμονιου , Θεανω γυνη του Μεταποντινου Βροτινου , Μυια γυνη
, αὐτος ἀπετεμε , και ἐθριαμβευσεν . ἀναχωρησις Κλεαρχου του Λακεδαιμονιου ἁμα των συν αὐτωι Ἑλληνων της νυκτος : και
9999971 κελευθου
ὀιζυος ἰδριες εἰμεν ; ἀλλα παρεξ ἐχε διφρον ἐυξοον ἠδε κελευθου εἰκε † παρεξ ἰεναι † : Τρηχιναδε τοι παρελαυνω
τυχῃς παρα πατρος ἐμοιο . δηομεν ἀγλαον ἀλσος Ἀθηνης ἀγχι κελευθου αἰγειρων , ἐν δε κρηνη ναει , ἀμφι δε
9999971 αἰσχυνομαι
ἐμαυτου παθος , ὁ μυριακις παθων οἰδα , διηγουμενος οὐκ αἰσχυνομαι : βουληθεις ἐστιν ὁτε κατα την συνηθη των κατα
Σαβαζιον . Διεφθορας τον ὁρκον ἡμων . Την γυναικα δε αἰσχυνομαι τω τ ' οὐ φρονουντε παιδιω . Ὁ δ
9999971 ὀξυμελιτος
: παχεος δε και γλισχρου , | ῥαφανιδας μετ ' ὀξυμελιτος και ταριχου και το δια ναπυος και ὑσσωπον δι
τελεια δοσις ⋖ δ συν οἰνομελιτι . ἡ δι ' ὀξυμελιτος πικρα κατα βραχυ κενοι μηδεν των δυναμεων ὑποκοπτουσα :
9999971 Θρασυβουλου
. ἱερα μεν σφισι ταυτῃ τοσαυτα ἐστι , ταφοι δε Θρασυβουλου μεν πρωτον του Λυκου , ἀνδρος των τε ὑστερον
τυραννοι μετα τον Πελοποννησιακον πολεμον γενομενοι Ἀθηνησιν ἐπειδη καθῃρεθησαν , Θρασυβουλου του ἀπο Φυλης ἀγωνισαμενου , ψηφισμα ἐτεθη ἀμνησικακειν των
9999971 Θετταλους
και τους ὑφ ' ἑαυτον τεταγμενους ἀφ ' ἑαυτου προσαγορευσαι Θετταλους . οὐκ ἀγνοω δε διοτι περι της των Θετταλων
, και ἠριθμησαμην ἐθνη δωδεκα τα μετεχοντα του ἱερου , Θετταλους , Βοιωτους , οὐ Θηβαιους μονους , Δωριεας ,
9999971 ἐνιοισι
Τοισι δε λοιποισι δυσεντεριας , και ὀφθαλμιας ξηρας : και ἐνιοισι καταῤῥους ἀπο της κεφαλης ἐπι τον πλευμονα . Τοισι
λευκον γινομενον , οἱον ἐν τοισι κοπιωδεσι πυρετοισι τεταρταιοισιν ἀρχεται ἐνιοισι γινεσθαι : ἠν δε και ἐκ των ῥινων αἱμοῤῥαγησῃ
9999971 ἐπολεμησεν
θαλασσιᾳ σεριφῳ νησῳ και τοις ἐν αὐτῃ λαοις : ἀϋσεν ἐπολεμησεν . ἀπο της ἀϋτης . [ . ] Ἠτοι
: ὁ μεντοι Τισσαφερνης το τε Κυρειον στρατευμα καταλογιζομενος ὡς ἐπολεμησεν αὐτοις και τουτῳ παντας νομιζων ὁμοιους εἰναι τους Ἑλληνας
9999971 φυλακτηριον
ἐν τε πολεμοις και δικαις , ἀπαραβατον νικητικον και μεγιστον φυλακτηριον . Περιστερα , πτηνον ἐστι πασι γνωστον . και
τε δειξαντες την οἰκειαν και τῃ Λακεδαιμονι το μεγιστον ἀποδοντες φυλακτηριον . ἐπαινοιντο δ ' ἀν δικαιως , και ὁτι
9999971 κλητικας
ἀττικως , οἱ γαρ Ἀττικοι τας αὐτας ἐχουσιν ὀρθας και κλητικας , οἱον ὁ Αἰας ὠ Αἰας , ὁ κοχλιας
Ποσειδον : εἰρηκαμεν δε , πως οἱ Αἰολεις ποιουσι τας κλητικας , ἡνικα περι του πατερ και των ἀλλων διελαμβανομεν
9999971 ἀνερες
δηρις ἀμειλιχος ἱππασιαι τε εὐαδεν ἐξ ἀρχης και ὁς ' ἀνερες ἐργα πενονται : τοὐνεκ ' ἀρα σφισι θυμος ἀρηιος
φυλ ' ἀμενηνα , ἀπτηνες ἐφημεριοι , ταλαοι βροτοι , ἀνερες εἰκελονειροι , προσεχετε τον νουν τοις ἀθανατοις ἡμιν ,
9999971 ἐνικησαν
τε πατριδα την ἑαυτων ἐξελιπον και μαχομενοι προς τους βαρβαρους ἐνικησαν . μυρια και ταυτης ἐστι λαβειν της ἀσθενειας δειγματα
και Ἐφιαλτην : οἱ πλευσαντες εἰς την Στρογγυλην μαχῃ τε ἐνικησαν τους Θρᾳκας και την πολιν ἐξεπολιορκησαν . εἰτα ἡ
9999971 Φαιδρου
τοις νοημασι και τοις λογοις χρησαμενος . Συγκαταθεμενου οὐν του Φαιδρου , λεγει ὁ Σωκρατης τον δευτερον λογον , εἰς
ὡς φησι Φαιδρος , οὐχ ὁμοιον ἐστι τῃ θρυψει του Φαιδρου : ὁ μεν γαρ Φαιδρος τῳ ὀντι ἐσχηματιζετο ἁτε
9999971 ἐξαλλασσουσι
ἐν τῳ ἑτερῳ ἡμικυκλιῳ αἱ ἰσαι περιφερειαι ἐν ἀνισοις χρονοις ἐξαλλασσουσι το φανερον ἡμισφαιριον , και ἐν πλειονι μεν ἡ
, Γ μερη αἱ ἰσαι περιφερειαι οὐκ ἐν ἰσοις χρονοις ἐξαλλασσουσι το φανερον ἡμισφαιριον , ἀλλ ' ἐν πλειονι ἡ
9999970 ἁρμονικην
. [ τουτο δε το θεωρημα χρησιμον ἐστιν εἰς την ἁρμονικην μεσοτητα : πρωτη γαρ ἐστιν ἡ ΑΒ , δευτερα
. ἀριθμους μεν οὐν και γεωμετριαν την τε ῥυθμικην και ἁρμονικην και μετρικην θεωριαν και μουσικην την συμπασαν δια τε
9999970 φανεισης
προ τροφης ἐλουσαμεν και σφοδρα ὠφελησαμεν : τελεωτερας δε παρακμης φανεισης , και οἰνον δοτεον εἰς διορθωσιν πασης της διαθεσεως
, και μαλιστ ' ἐν ταις ἀρχαις . πεψεως δε φανεισης οὐδεν βλαψεις , εἰ και θερμαινουσῃ χρησῃ ἐμπλαστρῳ ,
9999970 σκληρου
δοκει μοι τεκμηριῳ την ἁπαλοτητα ἀποφαινειν , ὁτι οὐκ ἐπι σκληρου βαινει , ἀλλ ' ἐπι μαλθακου . τῳ αὐτῳ
ἁπασων την ἐφευρεσιν , και την ἐκ του ἀπεριττου και σκληρου βιου ἐκεινου ἐπι το θηλυπρεπεστερον και βλακωδεστερον μεταῤῥυθμησιν .
9999970 Ἑλλανικου
ἐχρησατο , ἐνταυθα μεν τῃ Φερεκυδους , ὑστερον δε τῃ Ἑλλανικου : νεωτερον παρος : τον Πολυνεικην . ὁ μεν
. . , : περι δε Θεοπομπου και Ἐφορου και Ἑλλανικου και Φιλιστου και των ὁμοιων τουτοις περιττον ἐδοξεν εἰναι
9999970 ἐδυνηθησαν
ἐμον θειον οὑτοι ἀπεκτειναν και μισθον ἐλαβον , οἱ οὐκ ἐδυνηθησαν ἐμης νοσου λογον εἰπειν , οὐδε ἐξ ἐπομβριας πως
: ἠτοι ἀριθμῳ , ἠ ἀντι του πολλακις . ὁσοι ἐδυνηθησαν ἐν γῃ και ἐν Ἁιδῃ . . . .
9999970 διεστησεν
, ὁτι πολυς ἀηρ ἀθροισθεις ἀθροως ἀνω διεξιων ἐξεμοχλευσεν και διεστησεν το στομα . ταυτῃ γαρ εὐδιεξοδος ἐστιν . ὡσπερ
ἡμεις ἐρωτωμεν τους παιδας . ποτερα περι μετρων : καλως διεστησεν . οὐ γαρ εἰ τι μετρον ἐστιν , ἠδη
9999970 κομισαντα
Ἀρθμιον τον Ζελειτην ἠτιμωσαν χρυσιον βαρβαρικον αὐτοις παρα του Δαρειου κομισαντα πρεσβευομενον . Κυρσιλον δε της βουλης ἑνα κατελιθωσαν και
δεσποτας ; ἐοικος γαρ δη τουτο ἐκεινῳ σαφως τῳ τον κομισαντα πολεμιου κεφαλην χρυσιον δεχεσθαι της τολμης . της φημης
9999970 ἡγεμονικου
τα ἀρσενικα τῳ κυριῳ „ . εἰπων περι των του ἡγεμονικου γεννηματων ἀρχεται διδασκειν και περι των του ἀλογου ,
ἡγεμονικου μεχρι ὀφθαλμων , ἀκοην δε πνευμα διατεινον ἀπο του ἡγεμονικου μεχρι των ὠτων : των δε λοιπων το μεν
9999970 δυσεντερια
και βατον και ἀψινθιον και παντων ὁμοιως στυπτικων . Αἱματηρα δυσεντερια λεγεται , ὁταν αἱμα καθαρον ᾐ το κενουμενον ,
ὀψει τα διαχωρουμενα . και καλειται το παθος τουτο ἡπατικη δυσεντερια . οἱ μεν οὐν πολλοι των ἰατρων ἐπειδαν θεασωνται

Back