παρὰ πόδ ' εἱλίσσουσα φίλας ματέρος ἡλίκων θιάσους ἐς ἁμίλλας χαρίτων ἁβροπλούτοιο χαίτας εἰς ἔριν ὀρνυμένα πολυποίκιλα φάρεα καὶ πλοκάμους
παρ ' ὧν εὖ πεπόνθαμεν , τούτους καὶ ὧν ἠξιώκαμεν χαρίτων ἀποστερήσομεν : ἃς τῷ μὲν δοκεῖν παρ ' ἡμῶν
6744092 καματων
] πρὸς Γέλωνα τὸν ἀδελφὸν ἐστασιακέναι τῆς ἀρχῆς ἕνεκα . καμάτων ἐπίλασιν : καμάτων φησὶ τῶν συνεχόντων τὸν Ἱέρωνα ἐκ
? μνῆμα καὶ εὐτυχέων ? [ ] ? ? μαρτυρίη καμάτων , Αἰῶνος ? στόμασιν ? [ ] ? ?
6594183 ἀκαμαντας
οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ ' Ἡρακλείαις . Ἐν πτεροῖσίν τ ' ἀκάμαντας ἵππους ] * Τουτέστιν οὐ κάμνοντας ἐν τοῖς δρόμοις
μὲν ἀγάλλων θεός ἔδωκεν δίφρον τε χˈρύσεον πτεροῖσίν τ ' ἀκάμαντας ἵππους . ἕλεν δ ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε
6579822 πονων
αὐτορύτου ἔμμεναι . ἀλλ ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος , ὄφˈρα τὸν
τὰν καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴς Ἅλιος αὐγάζει . πόνοι γὰρ καὶ πόνων ἀνάγκαι κρείσσονες κυκλοῦνται : κοινὸν δ ' ἐξ ἰδίας
6451558 ζηλωτος
σοι εἶναι καὶ ἐλεινός ; Οὐκ ἔμοιγε , οὐδὲ μέντοι ζηλωτός . Οὐκ ἄρτι ἄθλιον ἔφησθα εἶναι ; Τὸν ἀδίκως
: καὶ ζηλῶσαι μὲν τὸ μακαρίσαι , ἀφ ' οὗ ζηλωτός , ζηλῆσαι δὲ τὸ ζηλοτυπῆσαι , ἀφ ' οὗ
6403187 Ἑρμουθι
ξύμφωνον χρείαν καὶ ξύμμετρον ἀπενείματο . πλουτοδότι βασίλεια θεῶν , Ἑρμοῦθι ἄνασσα , παντοκράτειρα , τύχη Ἀγαθή , μεγαλώνυμε Ἶσι
σοῦ τε τρυφῆς . Σῶν ] δώρων κἀμοὶ μετάδος , Ἑρμοῦθι ἄνασσα , σῶι ἱκέτηι ὄλβον καὶ ἅμα εὐτεκνίην .
6372235 φροντιδων
καὶ κίνησιν χυμῶν καὶ νωχελίαν ἐν ταῖς πράξεσιν καὶ πλῆθος φροντίδων καὶ φυγὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ : ἴσως δὲ
μετὰ τὸ σχολάσαι ἂν τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῶν τοῦ σώματος φροντίδων αὕτη παρενοχλοῦσα οὐκ ἐᾷ καθαρὰς τὰς νοήσεις ποιεῖσθαι .
6367367 στεφανων
τε , Κασταλία , πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθˈρον : ὅθεν στεφάνων ἄωτοι κλυτάν Λοκˈρῶν ἐπαείροντι ματέρ ' ἀγˈλαόδενδρον . ἐγὼ
ἔδοξεν ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ χρυσᾶς γεγονέναι . οὐδέτερον τῶν στεφάνων ἤρατο : ἔμελλε γὰρ ὥσπερ χρυσέαις ταῖς χερσὶν ἀργαῖς
6349527 γαμων
' , ὦ καλλίπεπλοι Φρυγῶν κόραι , μέλπετ ' ἐμῶν γάμων τὸν πεπρωμένον εὐνᾶι πόσιν ἐμέθεν . βασίλεια , βακχεύουσαν
ἀεὶ κυρίους εἶναι μετὰ τῶν ἐπιτρόπων . Ὅσα δὲ προτέλεια γάμων ἤ τις ἄλλη περὶ τὰ τοιαῦτα ἱερουργία μελλόντων ἢ
6339314 μαλερους
ἤγουν χωρὶς πέρατος . Πευκεδανούς : πυρόεντας , πικρούς . μαλερούς : καυστικούς . οἰστρήεντας : λυσσωμένους . Ἀναλθέας :
, ἄγριε δαῖμον , ἔχεις πυρόεντας ὀϊστούς , πευκεδανούς , μαλερούς , φθισόφρονας , οἰστρήεντας , τηκεδόνα πνείοντας , ἀναλθέας
6255251 μοχθων
οἰκειακὰς λύπας . ἐπὶ δὲ νυκτερινῆς γενέσεως μετὰ σκυλμῶν καὶ μόχθων πράξεις καὶ στρατείας , ἀγαθούς τε καὶ ἐπικερδεῖς καὶ
ἀπαλλαγή ] ἐλευθερία τέρμα ] τέλος προκείμενον ] ἤγουν φανερόν μόχθων ] πόνων ἐκπέσῃ τυραννίδος ] βιαίως ἐκβληθήσεται τῆς βασιλείας
6247197 φιλοπονια
χρόνος γὰρ ὑπηκόων εὔνοιαν οὐ ποιεῖ , ἀλλὰ προμήθεια καὶ φιλοπονία καὶ τὸ μηδὲν τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος προὔργου ποιεῖσθαι ,
, ; , ; , ; , . . στοιχεῖα φιλοπονία ἔρως ἀγχίνοια ἄτρυτος ) τρία τὰ ὁμολογούμενα στοιχεῖα πρῶτα
6171663 ὑμνων
σεσήμαγκεν ; πείθομαι , ἀκολουθῶ , ἐπευφημῶν τὸν ἡγεμόνα , ὑμνῶν αὐτοῦ τὰ ἔργα . καὶ γὰρ ἦλθον , ὅτ
. ἱκέτας σέθεν : παρακαλῶ σε , Ζεῦ , Λυδίαις ὑμνῶν εὐρυθμίαις φυλάττειν τὴν Καμάριναν ἐν νίκαις καὶ ἀνδρείαις .
6164017 θαλιαι
μόνον ὄλβιον ἀνθρώποισι , τοῦ χαίρειν φάρμακον αὐτοφυές . τοῦ θαλίαι φίλα τέκνα φιλοφροσύναι τε χοροί τε . τῶν ἀγαθῶν
ὄλβιον ἀνθρώποισι ξυνόν , τοῦ χαίρειν φάρμακον αὐτοφυές . τοῦ θαλίαι φίλα τέκνα φιλοφροσύναι τε χοροί τε : τῶν ἀγαθῶν
6095487 εὐφροσυνη
θρασύδαιον δηλονότι καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ . τούτων γὰρ ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ δόξα ἡ ἐκ τῆς νίκης διαλάμπει :
τοὺς ἀμέτρως αὐτῆς πίνοντας τὸ πόμα . . γάνος ] εὐφροσύνη . εὐφραῖνον τοὺς συμπίνοντας . . αἰὲν ἐν φύλλοισι
6089725 Χαριτων
πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ Χαρίτων πλέκουσι κῶμοι . Ὁ δ ' ἔρως ὁ πάντα
, τῷ Ἰξίονι , οὕτω : Μόνη ἡ νεφέλη ἄνευ Χαρίτων τέκεν αὐτῷ , τῷ Ἰξίονι , γόνον . Ἰστέον
6077061 θαλιαις
: ἔργα δὲ καρποῦνται , ἀπολαύουσι , διὰ φροντίδος ὄντα θαλίαις , εὐωχίαις , ἤγουν θαλερὰ καὶ εὐθηνούμενα : τὸ
τῶν λίθων ἀποπίπτουσαν . Ἀπολλωνίαις : ταῖς τοῦ Ἀπόλλωνος ἀλεξιμβρότοις θαλίαις , ἀπὸ κοινοῦ βαδιστὴν ἐποίησεν . ἀλεξιμβρότοις δὲ ,
6071338 πλουτου
καὶ ἀγῶνες τίθενται ἐπ ' αὐτοῖς ῥώμης καὶ σοφίας καὶ πλούτου , ὡς ἀξίους ὄντας τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότας
αἱρεῖσθαι πλοῦτον ὀχλούμενος κατὰ τὸ αἱρεῖσθαι ἐπεί - γεται τυχεῖν πλούτου , ἵνα ἀπαλλαγῇ τοῦ ἔτι αἱρεῖσθαι . εἰ δ
6038888 παιδικων
ἐρώντων πάθος , οἷς ἥδιστον εἰς μὲν θέαμα οἱ τῶν παιδικῶν τύποι , ἡδὺ δὲ εἰς ἀνάμνησιν καὶ λύρα ,
μεταστῆναι ἀπὸ διαθέσεως εἰς ἑτέραν κρείττονα διάθεσιν καὶ ἀπὸ τῶν παιδικῶν ἐπὶ τὰς σπουδάς , καὶ κατέχοντα τὰς ἡδονὰς καὶ
6025320 καλων
ἐπιφανέστατος γεγονὼς ἐπὶ μὲν τῆς νεότητος ἐζήλωσεν ἀφιλαργυρίαν , τῶν καλῶν ἔργων ὀρεχθείς : καὶ μεγάλας πράξεις ἐπί τε τῆς
ὁρᾷ . ταῖς δὲ τοιαύταις ἀρχαῖς δεῖ δήπου καὶ στομάτων καλῶν , ὑφ ' ὧν ἀθάνατος ἡ μνήμη γίγνεται τοῖς
6005013 ἐφυ
λύπας τῷ χρόνῳ τίκτειν φιλεῖ ἅπαντ ' ἐν ἀνθρώποισι γηράσκειν ἔφυ καὶ πρὸς τελευτὴν ἔρχεται τακτοῦ χρόνου , πλὴν ὡς
πᾶν διελήλυθεν , ἀὴρ δὲ δεύτερον , ὡς λεπτότητι δεύτερον ἔφυ , καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ καὶ τὰ ἑξῆς ;
5975495 ἐρως
. ἔρως γὰρ ἔσχεν : ἀλλ ' οὔ σφιν : ἔρως γὰρ καὶ ἐπιθυμία , φησί , τῶν ἐκείνης γάμων
ταῖς ψυχαῖς καὶ ἀκρασία καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλεγμονῆς ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . τὴν
5968481 θαλιας
πόλεσιν | Ἑλληνικαῖς τε καὶ βαρβαρικαῖς εὐωχίας , εὐφροσύνας , θαλίας , ἑορτὰς ἐπαλλήλους παρέχει : πάντων γὰρ τῶν λεχθέντων
τοῦ Ἐρατίδου τοῦ προγόνου τοῦ Διαγόρου , ἔχει ἡ πόλις θαλίας , ἤγουν εὐωχίας , εὐφροσύνας . ἐν δὲ μοίρᾳ
5963338 ζηλος
ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς
εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ
5955624 πολυολβε
τε καὶ Εὐνομίης βαθυκόλπου , Ἀγλαΐη Θαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε , χαρμοσύνης γενέτειραι , ἐράσμιαι , εὔφρονες , ἁγναί
καὶ Ζηνὸς ἄνακτος , Εὐνομίη τε Δίκη τε καὶ Εἰρήνη πολύολβε , εἰαριναί , λειμωνιάδες , πολυάνθεμοι , ἁγναί ,
5943203 μακαριων
ἀναδέξεται . τί οὖν ἔτι τὰς τῶν τυράννων τύχας ὡς μακαρίων ζηλοῦτε καὶ θαυμάζετε , δι ' ἃς εὐπετῶς ἕκαστα
ἐνέργειαι , ὡς προείρηται , πῶς ἂν γένοιτό τις τῶν μακαρίων ἄθλιος , τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν μενουσῶν ἐν τῷ ἀγαθῷ
5920169 τερψις
μέν , οἷς ἐπόνουν , ἐτρέφοντο : τοῖς δὲ ἡ τέρψις ἐτελεύτα πρὸς ἔνδειαν . οὕτως νεότης πονεῖν οὐκ ἐθέλουσα
ἐτὸς ἰξευτῆρι ἄγρη νόσφι πόνοιο : πόνῳ δ ' ἅμα τέρψις ὀπηδεῖ μούνη , καὶ φόνος οὔτις : ἀναίμακτοι δὲ
5912176 πηματων
, ἐκποδὼν ἔλα . ὦναξ Παιάν , ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων . θαρσεῖτε Νυκτὸς τήνδ ' ὁρῶντες ἔκγονον Λύσσαν ,
συμφορῶν γὰρ αἱ θεαὶ αἴτιαι . μὲν ] δέ . πημάτων ] συμφορῶν . σεσαγμένων ] σεσωρευμένων . λέγειν ]
5892869 σωφροσυνης
ὥστε κατά γε τοῦτον τὸν λόγον ἀξιέπαινος μᾶλλόν ἐστι τῆς σωφροσύνης . τὸ μὲν οὖν τέλος τῆς ἀνδρείας καλὸν καὶ
τοῦ βίου [ καὶ ] τῆς συλλογῆς ὑπέρ τε τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς εὐκλείας . Φέρε δή , καὶ παῖδες
5871984 μακαιρ
: πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις .
γὰρ τιμαὶ μακάρων μυστήριά θ ' ἁγνά . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἔλθοις κεχαρημένη εὔφρονι βουλῆι εὐιέρους ἐπὶ μυστιπόλου
5864171 εὐκλεια
καὶ τούς γε θρασυσπλάγχνους δουλοῖ , οὕτως ἡ τούτων , εὔκλεια καὶ λαμπρότης ζηλωτοὺς , ἄγαν παρασκευάζει τοὺς ἐξ αὐτῶν
κέρδος ] τὸ χωρὶς αἰσχύνης ἀποθανεῖν τινα . κέρδος ] εὔκλεια . κέρδος ] τὸ ἀποκτεῖναι δῆλον τὸν ἐχθρόν .
5846909 φιλτρων
' ἄρ ' ἔμελλον σχήσειν λυγρὸν ὄλεθρον , Ἰάσονος εἵνεκα φίλτρων . Πολλὰ δὲ μερμήριζον ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν , ἤ
οὖν , ὦ ψυχή , προσκαλῆταί σέ τι τῶν ἡδονῆς φίλτρων , μετάκλινε σεαυτὴν καὶ ἀντιπεριάγουσα τὴν ὄψιν κάτιδε τὸ
5843347 πορισμος
. ὑποβρύχιος : βαθὺς , περάσιμος . πόρος : ὁ πορισμός . Μέμβλεται : μεμέληται , διὰ φροντίδος ὑπάρχει :
ἀρχήν κλοπαίαν ] ποταπήν ; πέφυκε ] ὑπάρχει πόρος ] πορισμός Τοιῶνδε ἀμπλακημάτων ποινὰς ἔδει εἰπεῖν , νῦν δὲ πρὸς
5838547 χλιδη
καθεύδειν ἐν στρωμναῖς κεκοσμημέναις ἁβρῶς , ὅπερ ἐστὶ τέρψις καὶ χλιδὴ τῆς νέας ἡλικίας , ἤγουν τὸ τέρπεσθαι ὡς νέαι
καὶ ἡμιόνων . χήτει : στερήσει : ἐνδεία σπάνει : χλιδὴ καὶ χλιδανὸν τὸ τροφερόν . παρὰ τὸ χῶ ῥῆμα
5830535 μεγαλωνυμε
Ἑρμοῦθι ἄνασσα , Ἶσι ἁγνή , ἁγία , μεγάλη , μεγαλώνυμε Δηοῖ , σεμνοτάτη δώτειρ ' ἀγαθῶν μερόπεσσι ἅπασι εὐσεβέσιν
θεά , πολεμόκλονε , ὀμβριμόθυμε , ἄρρητε , ῥητή , μεγαλώνυμε , ἀντροδίαιτε , ἣ διέπεις ὄχθους ὑψαύχενας ἀκρωρείους ἠδ
5823919 εὐγενων
κατὰ χεῖρά τε καὶ κατὰ ψυχήν , καὶ γὰρ ἐξ εὐγενῶν φὺς εἰς μέγα κλέος ἤρθη ταῖς ἀνδραγαθίαις . Συγκλεισθέντα
δὲ γενναίων οὐκ ἰσχυρῶν λέγει , ἀλλ ' ἐλευθέρων καὶ εὐγενῶν . οὔ . . . γενναίων ] σωφρόνων ἀντὶ
5818300 ὀαροις
καί ποτε περὶ ἐμοῦ ἐρομένῳ τῷ Ῥουτιλιανῷ ἔφη : Νυκτιπλάνοις ὀάροις χαίρει κοίταις τε δυσάγνοις . καὶ ὅλως ἔχθιστος εἰκότως
δόμον καὶ ἐς ἤθεα Κόλχων : εἰ δέ κε νυμφιδίοις ὀάροις λέκτρῳ τε κλιθεῖσα παρθενίην ᾔσχυνεν , ἑὸς πόσις ἄμμιν
5803724 Ἐρως
λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ
οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου
5798244 Ὑγιεια
ἔφυ . Ὑφ ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται . Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο . Ὕπνος πέφυκε
ἢ πόνων ἀμπνοὰ πέφανται , μετὰ σεῖο , μάκαιρ ' Ὑγίεια , τέθαλε καὶ λάμπει Χαρίτων ὀάροις : σέθεν δὲ
5795204 πολυωνυμε
ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα . ἀλλά , μάκαιρα θεά , πολυώνυμε , παμβασίλεια , ἔλθοις εὐμενέουσα καλῶι γήθοντι προσώπωι .
' , ἐπιλήνιε Βάκχε , διμάτωρ , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος ,
5789386 χαρας
” ταῦτ ' εἰπόντος καὶ ὑποσχομένου , πληρωθέντες εὐθυμίας καὶ χαρᾶς τοὺς μὲν οἰκείους μετὰ τῶν θρεμμάτων ἀσφαλῶς ἐν ἐρύμασι
εἰδότες ἀληθεύοντα μηδὲν ἐνδοιάσαντες ἐπινεύουσι . πληρωθεὶς δὲ τὴν ψυχὴν χαρᾶς πάντ ' ἐσπούδαζεν εἰς τὸ ἀνυπέρθετον τῆς ὑποδοχῆς καὶ
5784410 ἀνταξια
, καὶ χρησμῳδίας , ξυλλήβδην ἅπαντα , οὐκ ἂν εἴποις ἀντάξια εἶναι τῆς ἀρετῆς : εἶτα ἐκεῖνα μὲν ἡγῇ θείᾳ
ὥστ ' ἐμοὶ μὲν οὐδὲ σύμπαντα τὰ ἐξ ἀνθρώπων χρήματα ἀντάξια τῆς συνεχείας ταύ - της εἶναι δοκεῖ : πεποίηκε
5779858 Μουσων
τεσσαράκοντα ὄρος ἀπέχει τὸ Λιβήθριον , ἀγάλματα δὲ ἐν αὐτῷ Μουσῶν τε καὶ νυμφῶν ἐπίκλησίν ἐστι Λιβηθρίων : καὶ πηγαὶτὴν
κρίσιν καὶ Ἀθηνᾶ λαμβάνει τὰ νικητήρια . . . Ἀλλὰ Μουσῶν χοροὶ καὶ Ἀπόλλωνος καθ ' ἁπαλῶν λειμόνων ἀθύρουσι .
5763015 σεμνη
γὰρ ἄλλην , ἣν σῴζειν τὰς πολιτείας νενόμικεν . ἡ σεμνή . ὡς εὐδοκιμοῦσα μᾶλλον τῶν ἄλλων τῆς μουσικῆς εἰδῶν
, ὀλβιόμοιρε , ἣ κατέχεις ὀρέων δρυμούς , ἐλαφηβόλε , σεμνή , πότνια , παμβασίλεια , καλὸν θάλος , αἰὲν
5756870 νεικεων
ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα . ὤρη γάρ τ ' ὀλίγη πέλεται νεικέων τ ' ἀγορέων τε ᾧτινι μὴ βίος ἔνδον ἐπηετανὸς
κινήσασα χαλινῷ . Ὃν ἐφ ' ἡμετέρᾳ γῇ Πολυνείκης ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων ἤγαγεν ἐχθρόν : ὁ δ ' ὀξέα
5756330 ἀνδραγαθηματα
, εἰ μὴ κακοδαίμονα τέκνα : ἴσως ἐπὶ τῶν προγονικὰ ἀνδραγαθήματα ἀπορίᾳ ἰδίων προφερόντων . Τιμὴ Γεράνης : ἐπὶ τῶν
φησὶ , φράσαι [ συντόμως ] ἡ πόλις αὕτη μυρία ἀνδραγαθήματα καὶ νίκας συνάπτουσα εἰς ἄκρον ἐν τῷ πολέμῳ προελήλυθεν
5755326 ποθος
ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον , οὔτοι βίου μοι τοῦ μακραίωνος πόθος , φέροντι τήνδε βάξιν . Οὐ γὰρ εἰς ἁπλοῦν
πῶς ἐπολεμήσατε ; . ἔρως μέν ἐστιν ἐπιβολὴ φιλοποιΐας , πόθος δ ' ἀπόντος , ἵμερος δ ' ἔρως σπανίζων
5741021 ζηλου
ὧν μακαρισμοὶ τοῖς κατασκευασαμένοις ἠκολούθουν μόνον , ἐπαίνου δὲ καὶ ζήλου ἄξια τὰ τῆς γνώμης ἔργα ὑπολαβών , ἧς πλεῖστοί
μου περὶ Βάλλας γυναικὸς πατρός μου , τὸ πνεῦμα τοῦ ζήλου καὶ τῆς πορνείας παρετάξατο ἐν ἐμοί , ἕως συνέπεσα
5736352 παρεδρος
Θέμις : ἐν ᾗ Αἰγίνῃ ἡ Θέμις ἡ τοῦ Διὸς πάρεδρος ἀσκεῖται καὶ θρησκεύεται . ἐπαινεῖ δὲ αὐτοὺς ὡς φιλοξένους
ὁ περιηγητὴς ἐν αʹ Περὶ ἀκροπόλεως . . . . πάρεδρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Περὶ τῆς ἱερείας . πολύ
5729595 παρθενων
, πρός τε δὴ τούτοις τὰς βιασθεί - σας τῶν παρθένων διεργάσασθαι λέγουσιν αὑτὰς ὑπὸ αἰσχύνης : Μεσσήνιοι δὲ τοῖς
τῶν παρθένων , ὡς διεβοήθη τὰ περὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν παρθένων καὶ τὰ περὶ τοὺς γάμους εἰς τὰς πλησιοχώρους πόλεις
5717785 χαιρουσα
κεφαλῇ περιθεῖσα καθαπερεὶ κόσμον ὁμοῦ τε ᾄδει καὶ ἄπεισιν οἴκαδε χαίρουσα : οὐ μὴν δὲ ἀφιᾶσιν οἱ θηραταὶ , ἀλλὰ
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι κείνῳ . ” καγχαλόωσα χαίρουσα , διὰ τὸ ἐν χαλάσματι εἶναι τὴν ψυχήν ,
5712085 ἀπουσα
[ ] μὲν [ κοῦφον ] παρέχει τὸ ζῶιον , ἀποῦσα δὲ βαρύτερον : * οὕτως [ ] γὰρ ὑπὸ
δ ' ἐστὶ πάνυ τὰ τοιαῦτα . ἢν δ ' ἀποῦσα ἡ φλεγμονὴ τῶν ἑλκῶν τύχῃ , τὸ μὲν γένος
5710094 ζηλωτα
ἣ φησὶν ἡ κλυταιμνήστρα ὅσον ἐφ ' ἑαυτῇ καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἔργα ἔπαυσε : φημὶ δὲ τὸ ὁπλίζεσθαι . .
Κλυταιμνήστρα , ὅσον ἧκεν ἐφ ' ἑαυτῇ , καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἔργα ἔπαυσε , φημὶ δὴ τὸ ὁπλίζεσθαι καὶ ἰέναι
5707182 κακοδαιμονιας
Ἀνάλογον δὲ καὶ τῶν κακῶν τὰ μέν ἐστι ποιητικὰ τῆς κακοδαιμονίας , τὰ δὲ τελικά , τὰ δὲ ἀμφοτέρως ἔχοντα
καὶ καθάπερ ἐν φαρμακοπώλου πυξίδων ὄχλον , ἀγγεῖα μεστὰ πολλῆς κακοδαιμονίας , ἐν οἷς ὀδόντων σμηκτικαὶ δυνάμεις ἢ βλέφαρα μελαίνουσα
5698045 νυμφιων
σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚 νυμφίων βίον : Ἢ ὅτι οἱ γαμοῦντες στεφανοῦνται , ἢ
. Προσφωνῶ σε τοίνυν , ζεῦγος ἱερόν μοι καὶ τίμιον νυμφίων ἅμα καὶ ἀδελφῶν , ζεῦγος ὑπ ' ἐνὶ μὲν
5676976 χρηστων
Ταῦτ ' οὖν εἰ μὴ πεπόηκας , ἀλλ ' ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας , τί παθεῖν φήσεις ἄξιος
δ ' αὐτὴν πρῶτον , εἶτα καὶ χαίρειν προσεῖπε , χρηστῶν τ ' ἄγγελος λόγων ἥκειν . “ ὁ λέων
5658678 συνεργος
οἱ ἄδειαν δοῖεν , μηνύσειν καὶ περὶ τῶν μυστηρίων , συνεργὸς ὤν , τοὺς ἄλλους τοὺς ποιοῦντας μεθ ' ἑαυτοῦ
: τὸ σύν κατὰ κοινοῦ , τουτέστιν : ὁ δὲ συνεργὸς συμπράσσων τῷ Ὀρέστῃ , ὁ πονηρὸς ἀνὴρ Φωκεὺς ,
5654381 στρατιωτικων
σκορόδου καὶ κρομμύου τὴν εὐτέλειαν δείκνυσι τῶν τε ναυτικῶν καὶ στρατιωτικῶν σιτίων , ὅτι εὐτελῆ 〚 ὡς 〛 οἱ στρατιῶται
τοῖς τῶν ταγμάτων ἄρχουσι δοθῆναι ; Ηʹ . Περὶ ἐπιτιμίων στρατιωτικῶν . Θʹ . Πῶς δεῖ εὐτάκτως τὸν στρατὸν ὁδοιπορεῖν
5651106 ἀδιδακτος
βιάσασθαι , ἣν οὐδεὶς ἀποτρίψαι δύναται , φυσικός : γράφεται ἀδίδακτος . αὐτοδίδακτος ἀνάγκη : . . . . .
οὐ μυκήσατο ταῦρος , μούνη δ ' ἠνεμόεσσα , βοῆς ἀδίδακτος ἐοῦσα , Ἰδαίων ὀρέων ἀντίθροος ἴαχεν Ἠχώ . ταῦροι
5645444 γαμοι
μὴ βούλεται , τοῦτο . Εἰ δὲ μηδ ' οἱ γάμοι μηδ ' Ἀρίστων ὁ χρηστὸς γαμῶν ἐπανήγαγέ σε ,
, εὐφημίαι , μοῦσα πᾶσα : δι ' αὐτῆς συγκροτοῦνται γάμοι , πόλεις ἀνορθοῦνται , ἄνθρωποι διασώζονται . καὶ συνελόντι
5645324 βιοτης
ἐλάσσας , ὅσσα βιοφθορίην πέμπει κατὰ γαῖαν ἅπασαν , ἔνδοξον βιοτῆς γλυκερὸν τέλος ἐσθλὸν ὀπάζοις . Λευκοθέαν καλέω Καδμηίδα ,
εὐποτμοτάτα μελέων , ἀνέχουσα βίου βραχὺν ἰσθμόν Ἀζειῶται βέβηλος μάσθλης βιοτῆς μὲν γὰρ χρόνος ἐστὶ βραχύς , κρυφθεὶς δ '
5645090 εὐφροσυνας
χρηματισμοὺς καὶ μυστικῶν πραγμάτων ἢ θείων συνίστορας καὶ ἐπαφροδισίας καὶ εὐφροσύνας ἀποτελεῖ . Ἀφροδίτη Σελήνῃ καλῶς κειμένη καὶ ἐπὶ ἐπικαίρων
δέ σοι , ἔφη , ὦ Σιμωνίδη , κἀκείνας τὰς εὐφροσύνας δηλῶσαι ὅσαις ἐγὼ χρώμενος ὅτ ' ἦν ἰδιώτης ,
5631983 ἐλπιδων
τὴν ἐμήν τε καὶ σὴν οὐκ ἀγνοῶν φιλίαν ἐκ τῶν ἐλπίδων , ἃς ἐν τοῖς γράμμασιν ἔχει , μαθέτω τὰ
Μὴ τοίνυν μήθ ' ὑμᾶς αὐτοὺς τῶν ἀπ ' ἐμοῦ ἐλπίδων ἀποστερήσητε μήτ ' ἐμὲ τῶν εἰς ὑμᾶς . Ἀξιῶ
5626590 ἀοιδιμος
κακοῦ . Ὧδε μὲν δὴ Κικέρων , ἐπί τε λόγοις ἀοίδιμος ἐς ἔτι νῦν ἀνήρ , καὶ ὅτε ἦρχε τὴν
καθίσταται λόγῳ τὸ παρ ' ἐλπίδας . τοιγαροῦν Νέρωνος μὲν ἀοίδιμος ἡ πρὸς Μουσώνιον ἐπιείκεια , πρὸς Ἀλέξανδρον δὲ ὑπὲρ
5625020 λεχους
. Ἄλοχος : γυνή : κυρίως ἡ ἐκ παρθενίας ἑτέρου λέχους ἄπειρος . ἤ ἐστι λέχος , ἡ κοίτη ,
. ἀλλ ' ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι . λέχους σφε κἠξίωσας οὕνεκα κτανεῖν ; σμικρὸν γυναικὶ πῆμα τοῦτ
5619900 χαρις
ιγʹ : τὸ ιδʹ ” ἦρί τ ' ἐπερχομένῳ βρομία χάρις “ δακτυλικὸν ὅμοιον τῷ ιδʹ : τὸ ιεʹ ”
ὅτι ἔξεστι καὶ νῦν αὐτὸν τιμῆσαι , οὐ γὰρ ἡ χάρις ἀπώλετο : καὶ αὔξησον αὐτό : ὅτι μᾶλλον δέξεται
5617894 φιλτατων
ἀνάγκῃ δὲ τοῦ τοὺς ἐχθροὺς ἀμύνασθαι τολμώσης φόνον κατὰ τῶν φιλτάτων . οὐκ ἂν οὖν , φησὶν , ἐγὼ μολύναιμι
οὕτως οὐδὲ βίος ἀνθρώπινος οὐδὲ φιλία γένηται μὴ γεννηθέντων τῶν φιλτάτων παίδων . ὁ δὲ ζητῶν βίον ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα
5612839 εὐκλεης
δειλίας θανεῖν ς ' ὕπο , οὑμὸς δ ' ἀμαρτύρητος εὐκλεὴς πόσις , ὃς τούσδε παῖδας οὐκ ἂν ἐκσῶσαι θέλοι
τεθνεώτων . ὅμως δὲ τοῖς προσθοδόμοις Ἀτρείδαις ὁ γόος ὁ εὐκλεὴς ὁμοίως χάριτες κέκληνται . χάριτες ] χάριτας δὲ νεκρῶν
5607760 Δικη
ἐπιφέρει γραμμάτων ἡ γυνὴ αὕτη λέγει : ἐγώ εἰμι ἡ Δίκη , ἤτοι ἡ δικαιοσύνη , καὶ κατάγω καὶ εἰσάξω
νιν : ἀλλά νιν καὶ αὐτὸν τὸν Πολυνείκην οὐχὶ ἡ Δίκη λόγου ἄξιον ἔκρινεν οὔτε φυγόντα μητρόθεν σκότον , ἤγουν
5601111 ἀκολασιας
ἀναστρέφονται . Ἡβηδόν . μετ ' ἰσχύος , μετ ' ἀκολασίας , ὀρχηδόν . Ἤλυσιν . ἔφοδον , πορείαν .
ὡς οὐδέν ἐστιν αὐτῶν ἀγαθόν , καὶ περὶ τρυφῆς καὶ ἀκολασίας , καὶ ὅτι παιδείας πολλῆς καὶ ἀγαθῆς δέονται ,
5587307 σοφης
ποτ ' ὤμοσε μαθόντα παρὰ μηδενὸς [ ἀλλ ' ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματον ἐκμαθεῖν ] γλωττοποιεῖν εἰς τὰ πορνεῖ '
ὃν ἐγὼ μετὰ τῆς ἐμαυτοῦ τέχνης καὶ τῆς Ἠλείων πόλεως σοφῆς καὶ ἀγαθῆς βουλευσάμενος ἱδρυσάμην , ἥμερον καὶ σεμνὸν ἐν
5586007 τεκνων
στέγαι δ ' ἔρημοι φίλων , τὰν δ ' ἀνόστιμον τέκνων Χάρωνος ἐπιμένει πλάτα βίου κέλευθον ἄθεον ἄδικον : ἐς
τῶν ἴσων καὶ ὁμοίων τὰ πατρὸς ἂν εἴη δίκαια πρὸς τέκνων αὔξησιν καὶ τὰ μητρός , ἀλλ ' ἣ μὲν
5578473 γυναικων
. ὁ γὰρ Εὐριπίδου κηδεστὴς Μνησίλοχος , ἐπιβουλευόμενος παρὰ τῶν γυναικῶν , ἀσκὸν ἁρπάσας παρά τινος γυναικός , ὡς ἂν
, τουτέστι τὴν διάθεσιν : “ σύ τ ' ἐγὼ γυναικῶν γνώομεν ἰθύν . ” θέλει γὰρ εἰπεῖν τὴν διάθεσιν
5571521 πρηξεις
μόνον πιναραῖς ἀλόχοις γάμον ἐζεύξαντο , καὶ δ ' αὐτοὶ πρήξεις κυθέρης ἀγάπησαν ἀθέσμους . εἴκελα δ ' ἀντέλλουσα πάλιν
. τῆς Τροίας . . . . οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν
5568015 εὐδαιμονων
, περιουσιάζων , ἐν περιουσίᾳ ζῶν , εἷς ὢν τῶν εὐδαιμόνων , τῶν ὀλίγων , ἢ ὡς Ἡρόδοτος τῶν παχέων
πλουτεῖν καὶ τῶν κακοδαιμόνων , τὸ δὲ φρονεῖν μόνον ἴδιον εὐδαιμόνων . Παρὰ θεῶν μὴ συνεχῆ αἴτει ὑγίειαν σώματος ,
5566854 τυραννικων
ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ καὶ τὸ ὦ μῆτερ , ἥτις ἐκ τυραννικῶν δόμων δούλειον ἦμαρ εἶδες . εἰσὶ δὲ πέντε τρόποι
ἄλλῃ τινὶ συμφορᾷ κεχρημένους ἀδίκως ; ἢ τούτων μὲν τῶν τυραννικῶν ἀδικημάτων οὐδὲν ἔχουσιν εἰπεῖν ὑπ ' ἐμοῦ γεγονός ,
5559738 θεατης
τὸν χορόν , ἀλλ ' αὐτὸς πολὺ τούτων ἀτακτότερός ἐστιν θεατής . καὶ κατὰ τὸν παρῳδὸν Μάτρωνα : οἳ μὲν
κατόπτης ] θεωρός . κατόπτης ] κατάσκοπος . κατόπτης ] θεατής . θ τῶν πραγμάτων ] ἃ καθ ' ἡμῶν
5546790 μελαθρων
τάσδ ' ἐσορῶ δὴ Καπανέως ἤδη τύμβον θ ' ἱερὸν μελάθρων τ ' ἐκτὸς Θησέως ἀναθήματα νεκροῖς , κλεινήν τ
ποῦ κυρεῖ βεβώς ; καλεῖτ ' ἀναπτύξαντες εὐγόμφους πύλας ἔξω μελάθρων τῶνδε κοίρανον χθονός . τί δ ' ἔστιν ,
5545815 γενναιων
; ἔφη . Πρῶτον μὲν αὐτῶν τούτων , καίπερ ὄντων γενναίων , ἆρ ' οὐκ εἰσί τινες καὶ γίγνονται ἄριστοι
γάρ σου ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ κύνας θηρευτικοὺς καὶ τῶν γενναίων ὀρνίθων μάλα συχνούς : ἆρ ' οὖν , ὦ
5542115 τελετων
τελείαις νοῦν καθαρθέντα : ὃν καὶ μύστην γεγονότα τῶν θείων τελετῶν καὶ συμπεριπολοῦντα ταῖς τῶν οὐρανίων χορείαις καὶ περιόδοις ἐγέραρεν
καλουμέναις νύμφαις ὁμαρτεῖ . καὶ Νεάνθης ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ τελετῶν φησι χρησμὸν Διῒ δοθῆναι , ὅτι ὁ ἐκ τῆς
5535502 ἀρετων
μόνιμον τῆς ἀρετῆς εὐτυχοῦντες . ὅπερ δὲ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν , τοῦτο καὶ ἐπὶ τῆς φιλίας δεήσει φυλάττειν ,
ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν ” , ὃ ἐπὶ λογικῶν μόνων τῶν ἀρετῶν ἐστιν . αἱ οὖν ἀσκήσεις τε καὶ χρήσεις ἐξαίρετον
5532376 ἐρις
ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι διοτρεφέων βασιλήων : αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε : εἰ μάλα
ἩΔΕ ΒΡΟΤΟΙΣΙΝ . Ἀντὶ τοῦ ἀγαθῶν αἰτία ἐστὶν ἥδε ἡ ἔρις τοῖς ἀνθρώποις . . ΚΕΡΑΜΕΙ ΚΟΤΕΕΙ . Ζηλοῖ ,
5520621 γραπτων
καὶ εὐφημίαν καὶ ἀγορασμοὺς καὶ προκοπὰς διά τε λόγων καὶ γραπτῶν καὶ ἐμποριῶν καὶ μισθαρνιῶν , εἰ δὲ ὕπαυγος εἴη
λόγον ἀνώμαλον καὶ ταραχώδη καθιστᾶσι . τοῖς δὲ μετὰ τῶν γραπτῶν λόγων ἀγωνιζομένοις , ἂν ἄρα τι χωρὶς τῆς παρασκευῆς
5512297 καταχρυσος
Δίφιλος δ ' ἐν Παρασίτῳ : εὖ γ ' ὁ κατάχρυσος εἶπε πόλλ ' Εὐριπίδης , νικᾷ δὲ χρεία μ
Τύχης , ὃν αὐτὸς κατεσκεύασεν , εἰκὼν αὐτοῦ κειμένη ξυλίνη κατάχρυσος ἐμπρήσεως γενομένης καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων διαφθαρέντων μόνη διέμεινεν
5512161 ἁγεμων
λόγος τοῖς ἄνωθεν , καὶ εἰπέ : πρὶν γὰρ Ὀλύμπιος ἁγεμών . τὸ γὰρ παλαιὸν ὁ Ζεὺς ἀναρπάσας τὴν Πρωτογένειαν
ἀφ ' ὧν τοὺς Ὀπουντίους λέγει γεγενῆσθαι . πρὶν Ὀλύμπιος ἁγεμών : πρόσθες σύνδεσμον γάρ , ἵν ' ᾖ συναρμοστέος
5509898 εὐμενης
τινα αἴσθῃ καταγέλαστον καὶ τοῦ παντὸς ἡμαρτηκότα , τούτῳ καὶ εὐμενὴς εἶ καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἄγασθαι οὐκ ὀκνεῖς τὴν σοφίαν
προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν , ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν . ἐπεὶ δ ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς
5505353 εὐκλειας
γυμνὸν φανέντα τῶν ἀριστείων ἄτερ , ὧν αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν ; Οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν . Ἀλλὰ δῆτ
τε Ἄργει εὐκλεῆ ἀπαγγελίαν δοῦναι . ἢ ἀντὶ τοῦ : εὐκλείας λόγον καὶ φήμην καταλεῖψαι τῇ πατρίδι : στῆσαι τὸ
5502014 σων
νῦν μὲν γὰρ ἐν τῇ σῇ χώρᾳ ὄντες πολλὰ τῶν σῶν σινόμεθα ἄκοντες : ἢν δ ' εἰς τὴν πολεμίαν
ἀρχαίων ποιητῶν εἰδώς τε καὶ μιμούμενος ἔφη πρός με παρὰ σῶν μεμαθηκέναι γραμμάτων ὡς πάνυ ἂν ἡσθείης ἡμετέροις γράμμασιν .
5489254 πλουτος
ὅτι μάλιστα ἐξομοιωθῇ τῷ μακαριωτάτῳ . τοῦτο δὲ εἰ μὲν πλοῦτος ποιεῖν ἐδύνατο , πλοῦτόν γ ' ἂν ἐχρῆν αἱρεῖσθαι
τὴν τῆς ψυχῆς ταραχὴν οὐδὲ τὴν ἀξιόλογον ἀπογεννᾷ χαρὰν οὔτε πλοῦτος ὑπάρχων ὁ μέγιστος οὔθ ' ἡ παρὰ τοῖς πολλοῖς
5487727 ἐσθλων
τινα μὴ λαμβάνει , μάταια πάντ ' ἂν εἴη . ἐσθλῶν ] ὁποῖον καὶ ὁ νόστος . τὴν ὄνησιν ]
ὀπί . Δάλιε , χοροῖσι Κηΐων φρένα ἰανθεὶς ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν . Βασιλεῦ τᾶν ἱερᾶν Ἀθανᾶν , τῶν ἁβροβιών
5483416 ματαιων
Γνωστὸν δὲ τοῦτο πᾶσι , καὶ οὐ δεῖ ἐνταῦθα Προκλικῶν ματαίων πλασμάτων : ἐν γὰρ τοῖς σπουδαίοις ὁ Πρόκλος οὐδὲν
ὑψηλοῦ ἐσμέν , ἀναβοήσας παμμέγεθες παραινέσω αὐτοῖς ἀπέχεσθαι μὲν τῶν ματαίων πόνων , ζῆν δὲ ἀεὶ τὸν θάνατον πρὸ ὀφθαλμῶν
5482915 ἀνδρια
τῆς ψυχῆς τῷ λόγῳ ἐποχουμένη , μετ ' αὐτὴν ἡ ἀνδρία ὡς ἐν τῷ θυμοειδεῖ ἐποχουμένη , καὶ τετάρτη ἡ
πλείω κατατείνει τὸν λόγον : μάλιστα γὰρ περὶ ταῦτα ἡ ἀνδρία . Εἰπὼν ἃ δεῖ τὸν ἀνδρεῖον φοβεῖσθαι , λέγει
5475536 δαιμον
] Οὐδέ τι γίγνεται ἔργον ἐπὶ χθονὶ σοῦ δίχα , δαῖμον , οὔτε κατ ' αἰθέριον θεῖον πόλον , οὔτ
καὶ τοῖσι δυστυχοῦσιν , ὧν πέφυκ ' ἐγώ . ὦ δαῖμον , ὡς οὐκ ἔστ ' ἀποστροφὴ βροτοῖς τῶν ἐμφύτων
5472040 μοχθου
, οὐκ ἔνι . Ἑρμηνεία . Οὐκ εὐπόριστος ἡ τροφὴ μόχθου δίχα , Κἂν τὸ ποτὸν ἀφθόνως | ἡ φύσις
μολεῖν ] ἐλθεῖν δεῦρ ' ] ἐνταῦθα ἐκμεμόχθηκε ] μετὰ μόχθου καὶ κόπου ὑπέμεινεν φράσω ] λέξω τεκμήριον ] σημεῖον
5471209 αἰχμαλωσιας
ὡς ἐν ἑτέροις „ λάβε τὸ κεφάλαιον τῶν σκύλων τῆς αἰχμαλωσίας „ . τί οὖν ἐστιν ὃ βούλεται παραστῆσαι ;
. τὸ αὐτὸ δ ' ἂν ἐρεῖς κἀπὶ τοῦ ἀπαλλαγέντος αἰχμαλωσίας διὰ μοιχείαν . πῶς οὖν ἐροῦμεν ; εἰ οὐ
5467006 σωτειρα
, παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαί νᾶες
βοτήρ : καὶ ἀπὸ τοῦ βοτὴρ βότειρα , ὡς σωτὴρ σώτειρα καὶ Δημήτηρ Δημήτειρα , καὶ βότης , ὅπερ καὶ
5465928 Ποθος
ἐμαυτὸν ἐξαίφνης πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε πῶς οἴει σφόδρα . Πόθος ; πόσος τις ; Σμικρός , ἡλίκος Μόλων .
Ἔρως δ ' ἀεὶ πλέκει μευ ἐν καρδίηι καλιήν . Πόθος δ ' ὃ μὲν πτεροῦται , ὃ δ '
5461958 πενιας
φησιν . ταὐτὸν θύμον : ἀντὶ τοῦ “ τῆς αὐτῆς πενίας μετασχόντες ” . θύμος δέ ἐστιν εἶδος βοτάνης εὐτελοῦς
“ φλυαρίαις ” ὀφείλων εἰπεῖν ἀναδῶν ] στεφανῶν πολὺ τῆς πενίας ] βίαιον τὸ σχῆμα περιάψαι ] προσάψαι , περιθεῖναι
5459485 βροτων
δύσμορος ἀντέχει ; Ὦ παλάμαι θνητῶν , ὦ δύστανα γένη βροτῶν οἷς μὴ μέτριος αἰών . Οὗτος πρωτογόνων ἴσως οἴκων
ποίησε καὶ ἠέρι δῶκε φέρεσθαι . Τοὺς δὴ νῦν καλέουσι βροτῶν ἀπερείσια φῦλα μέμνονας , οἵ ῥ ' ἔτι τύμβον
5457379 ἀγαπητη
προμηθούμενον τοῦ παιδός . θυγάτηρ ἦν τῷ βασιλεῖ τῆς χώρας ἀγαπητὴ καὶ μόνη : ταύτην φασὶ γημαμένην ἐκ πολλοῦ χρόνου
πάντων καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρὰ ἀνθρώποις οἷς προσήκει , ἀγαπητὴ μὲν γὰρ συνεργὸς τεχνίταις , πιστὴ δὲ φύλαξ οἴκων
5457200 γαμος
γαμηλίων τε καὶ γενεθλίων οὕτως ὀνομαζομένων : καὶ ὅτι ὁ γάμος αἴτιος τοῦ τε ὀνομασθῆναι τούτους τοὺς θεοὺς καὶ τιμᾶσθαι
τὴν κοινωνίαν . ἀμέλει καὶ ταύτῃ χωρεῖ τοῖς πολλοῖς ὁ γάμος . οὐ γὰρ ἐπὶ παίδων γενέσει καὶ βίου κοινωνίᾳ

Back