, οὐ μάτην , ἀρτηριώδη μὲν ἐργασαμένη τὴν φλέβα , φλεβώδη δὲ τὴν ἀρτηρίαν : τρέφεται μὲν γὰρ ἕκαστον ὑπὸ
χιλὸν λαμβάνειν : χιλὸς δὲ ἡ τροφή . σαρκώδη καὶ φλεβώδη εἰσί , μύας ἔχοντα τέσσαρας , δι ' ὧν
7139340 ἀρτηριωδη
. Μήνιγγές εἰσι τὰ περιέχοντα τὸν ἐγκέφαλον σώματα νευρώδη καὶ ἀρτηριώδη . ληʹ . Ἐγκέφαλός ἐστι λευκὸς , μαλακὸς ,
ἀρτηρίαν φλεβώδη καλεῖσθαι , τὸ δ ' ἀπὸ τῆς δεξιᾶς ἀρτηριώδη φλέβα , τὸ δὲ τρίτον ἀπὸ τῆς φάρυγγος ἀρτηρίαν
4368097 ὀστουν
ἀθεράπευτός ἐστιν . εἰ δὲ χωρὶς τῆς διαστάσεως ἐξογκωθείη τὸ ὀστοῦν , καὶ ὣς ἀνωφελὴς ἡ χειρουργία : ἀνατρήσαντες γὰρ
τρίπουν . πρόσκειται ἀπαθές διὰ τὸ ποιοῦν καὶ χρυσοῦν καὶ ὀστοῦν καὶ χαλκοῦν , ταῦτα γὰρ ἀπὸ κράσεως γέγονε ,
4287802 ΕΒΖΗ
ἀπὸ τῆς ΕΒ τῷ Δ ὅμοιον καὶ ὁμοίως κείμενον τὸ ΕΒΖΗ , καὶ συμπεπληρώσθω τὸ ΑΗ παραλληλόγραμμον . Εἰ μὲν
ΕΚ εὐθείας , τὸ μὲν πρίσμα , οὗ βάσις τὸ ΕΒΖΗ παραλληλόγραμμον , ἀπεναντίον δὲ ἡ ΘΚ εὐθεῖα , μεῖζόν
4194957 ἀναλο
, περιεχόμενον δὲ τὸ μέρος οἷον ὀφθαλμοὶ ὦτα δάκτυλοι : ἀναλο - γοῦσι δὲ ἐν τοῖς λόγοις τοῖς μὲν μέλεσιν
Ζ ἄρα πρὸς παραβολῇ : δοθὲν ἄρα τὸ Ζ . ἀναλο . . . . . . . . .
4173550 κυκλικον
ἀπόθεσις . Τῆς δὲ ῥητορικῆς περιόδου συνεστραμμένον τὸ εἶδος καὶ κυκλικὸν καὶ δεόμενον στρογγύλου στόματος καὶ χειρὸς συμπεριαγομένης τῷ ῥυθμῷ
ἐπὶ τὴν ἄλογον τελευτᾷ : τοῦτον χωρίσαντες ἀπὸ τῶν ἀναπαίστων κυκλικὸν καλοῦσι παράδειγμα αὐτοῦ φέροντες τοιόνδε κέχυται πόλις ὑψίπυλος κατὰ
4151201 αὐτογυον
εἰσὶν ἀρότρων , τὸ μὲν καλεῖται πηκτόν , τὸ δὲ αὐτόγυον : καὶ τὸ μὲν ἐκ συμβολῆς ξύλων ἔχον τὸ
ἐν αὐτῷ φλεγῆναι τοὺς Γίγαντας τῷ κεραυνῷ Διῒ ἀνθισταμένους . αὐτόγυον δὲ δύο εἴδη εἰσὶν ἀρότρων , τὸ μὲν καλεῖται
4140031 σιζον
κύβους σμήσας τε λεπτοῖς ἁλσὶ δειπνούντων ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . τρίγλη διὰ τοῦ η . τὰ
σμήσας τε λεπτοῖς ἁλσί , δειπνούντων ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . τῆς ὀριγάνου πρώτιστον ὑποθεὶς εἰς λοπάδα
4123204 ὑφασμα
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ
4053479 Ἰκαριαν
, κατ ' ἀρχὰς μὲν Σάμον ἐν δεξιᾷ ἔχοντι καὶ Ἰκαρίαν καὶ Κορσίας , τοὺς δὲ Μελαντίους σκοπέλους ἐξ εὐωνύμων
τοῖς αἰγιαλοῖς προσφερόμενον ἔθαψε , καὶ τὴν νῆσον ἀντὶ Δολίχης Ἰκαρίαν ἐκάλεσεν . ἀντὶ τούτου Δαίδαλος ἐν Πίσῃ εἰκόνα παραπλησίαν
4048591 θαλψαι
καὶ λεᾶναι τὰ κατεσκληκότα καὶ πιᾶναί τι ἢ μεταβαλεῖν ἢ θάλψαι αὐτῶν γυμναστικῆς ἐν σοφίᾳ . ἐκεῖνα ἢ οὐκ ἐπιστήσεται
, ἀλλὰ μετέωρος γὰρ ὑπὸ ἀνοίας πετόμενος παρέσχε τῷ ἡλίῳ θάλψαι τε καὶ ἀνεῖναι τὸν κηρόν , καὶ ἀπὸ ἑαυτοῦ
4021727 εἰλημμενης
ποιήσηται τὴν πρόσνευσιν , τὸ δὲ δεύτερον μεσημβρινῆς γραμμῆς εὐσήμως εἰλημμένης ἐν τῷ ὑπὸ τὸν στυλίσκον ἐπιπέδῳ καὶ παραφερομένων εἰς
πᾶν ὑφιστανούσῃ προϋπάρχειν , τῆς δὲ μερικῆς ἐκ τῶν αἰσθητῶν εἰλημμένης : ἀπέθετο γὰρ δὴ καὶ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς τὰ
4002839 κεφαλιον
ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ ἀπευθύναι τὸ κεφάλιον καὶ οὕτω κομίσασθαι τὸ ἔμβρυον . Εἰ δὲ ἀμφότεραι
δάκτυλον , τῇ δεξιᾷ δὲ πιέζων τὸ ἐπιγάστριον πειρᾶται τὸ κεφάλιον κατάγειν , οὐχ ὁρῶν ὡς ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ὁ
3957102 Ἐτεοκρητας
τὸ δὲ δυσμικὸν Κύδωνας , τὸ [ δὲ ] νότιον Ἐτεόκρητας , ὧν εἶναι πολίχνιον Πρᾶσον , ὅπου τὸ τοῦ
Ἀρχαιοτάτους ἔχει δὲ τοὺς οἰκήτορας τοὺς δὴ παρ ' αὐτοῖς Ἐτεόκρητας λεγομένους . Πρώτους δὲ Κρῆτάς φασι τῆς Ἑλληνικῆς ἄρξαι
3939361 ὀῤῥωδες
ὑπὸ τῆς φύσεως ἀνθ ' ἑνός ; ἐπειδὴ ὑπεραίρει τὸ ὀῤῥῶδες περίττωμα τῶν ἄλλων περιττωμάτων , χρεία δ ' αὐτοῖς
φέρονται δὲ καὶ ἀπὸ τῆς καρδίας ἀρτηρίαι ἐμβάλλουσαι καὶ αὗται ὀῤῥῶδες περίττωμα καὶ θερμότητα , ἵνα θερμαίνονται ὑπ ' αὐτῶν
3919133 ἐπιτηδειοτατοϲ
ὀχλουμένοιϲ , ῥευματιζομένοιϲ ὄμματα , περὶ θώρακα διαθέϲειϲ ἔχουϲιν . ἐπιτηδειότατοϲ δέ ἐϲτιν ϲπλάγχνοιϲ τε καὶ ὑϲτέρᾳ καὶ κύϲτει φαρμακείαϲ
μέλαν ἔχων ϲπέρμα καὶ ὁ τὸ ξανθὸν δηλητηριώδειϲ εἰϲίν , ἐπιτηδειότατοϲ δὲ πρὸϲ τὰϲ ἰάϲειϲ , οὗ καὶ τὸ ϲπέρμα
3917475 διειρειν
, ἤτοι γε ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν μερῶν ἐπὶ τὰ δεξιὰ διείρειν τὴν βελόνην ἢ ἀνάπαλιν , ἑκατέρως δὲ πειρᾶσθαι τὴν
ὑπεροχή . βελόνην χρὴ λίνον διπλοῦν ἔχουϲαν πρὸϲ τῇ βάϲει διείρειν , εἶτα ἀποϲφίγγειν τὸ λίνον καὶ διαϲτήϲαντα βραχύ ,
3916115 Λυκαιον
: Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . Λυκαῖον : Ἀρκάδα : Λύκαιον Ἀρκαδίας ὄρος . ἀμφήριστον : ἀντὶ τοῦ ἀμφίλογον .
ὁ Καλλιστοῦς καὶ Διὸς γεγονώς , ᾤκησε δὲ περὶ τὸ Λύκαιον φθείραντος αὐτὴν Διός : οὗ προσποιησάμενος ὁ Λυκάων τὸν
3913086 νευειν
τῶν ὅρων τῆς τε Καρμανίας καὶ τῆς Περσίδος , καὶ νεύειν αὐτὴν ἐπὶ τὰ μέσα τῆς τε μεσημβρίας καὶ τῆς
ἐπίπεδον ἐγκλίσεως οὕτως ἔσται τετηρημένος , ἐπειδὴ κἀνταῦθα ὁ ἄξων νεύειν τε ὀφείλει πρὸς τὸ Θ καὶ ὀρθὸς εἶναι πρὸς
3902960 Κωρυκιον
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . .
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας
3890232 βακχειον
οὗ ἐστιν ἐπισημότατον τὸ μετὰ τέσσαρας πόδας αὐτὸν ἔχον τὸν βακχεῖον : ὧν ὁ πρῶτος γίνεται καὶ σπονδεῖος καὶ ἴαμβος
δή . ὦ τέκνον τέκνον , αἰαῖ , κατάρχομαι νόμον βακχεῖον , ἐξ ἀλάστορος ἀρτιμαθὴς κακῶν . ἔγνως γὰρ ἄτην
3868826 ὡπλιζε
ὁ δὲ Ἀρσακόμας οἴκοι μένων τοῖς τε ἡλικιώταις διελέγετο καὶ ὥπλιζε δύναμιν παρὰ τῶν οἰκείων , τέλος δὲ καὶ ἐπὶ
. . . . . . μάχας ] ἐκέλευσεν , ὥπλιζε δὲ κατὰ μὲν Ἑλλήνων | . . . .
3849264 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
3834378 συγκεκαμμενα
κεχηνέναι καὶ καθεύδειν ἀεί : καὶ τὰ σκέλεα ὑπτίου κειμένου συγκεκαμμένα τε εἶναι ἰσχυρῶς καὶ διαπεπλεγμένα : τὸ δ '
γόνατα καὶ ἀπερριμμένα ἀπ ' ἀλλήλων ἤγουν συμπεπλεγμένα καὶ ἄγαν συγκεκαμμένα , τουτέστι τοὺς μηροὺς καὶ τὰ γόνατα ἐναλλὰξ παραπεπλεγμένα
3833894 δυσμικον
Στάφυλος τὸ μὲν πρὸς ἕω Δωριεῖς κατέχειν , τὸ δὲ δυσμικὸν Κύδωνας , τὸ δὲ νότιον Ἐτεόκρητας , ὧν εἶναι
Στάφυλος τὸ μὲν πρὸς ἕω Δωριεῖς κατέχειν , τὸ δὲ δυσμικὸν Κύδωνας , τὸ [ δὲ ] νότιον Ἐτεόκρητας ,
3820211 ἀναδεχομενον
τὸ νόμισμα ὥσπερ ἐγγυητὴς καὶ ἐνέχυρον γίνεται τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς ἀναδεχόμενον ὥσπερ πάλιν τοῦ εἰ χρεία γένηται ἐκείνου τοῦ ἔργου
θεωρουμένων . τοῦτο δὲ ἐν τῷ μεταξὺ ἐξαλλαττόμενον καὶ ἴδιον ἀναδεχόμενον σχῆμα τοιαύτην ἀναδίδωσι φαντασίαν , ὁποῖον καὶ αὐτὸ κατ
3818896 διοριζον
δὲ καὶ ἄλλο εἴ τι βούλει πρόσθες ὄνομα τὸν λόγον διορίζον : οὐ γὰρ ἐγὼ διοίσομαι ἐπὶ σφῶν τινων ὀνομάτων
δ ' ἔστι τὸ ἑπταστάδιον ὅπερ ἔζευξε Ξέρξης , τὸ διορίζον τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν . καλεῖται δ '
3814246 περαιουμενον
ἀδιαφόρου . τὸ ιγʹ χοριαμβικὸν δίμετρον καταληκτικὸν εἰς ἰαμβικὴν κατακλεῖδα περαιούμενον , τουτέστιν εἰς ἀμφίβραχυν ἢ βακχεῖον διὰ τὸ ἀδιάφορον
τι λογαοιδικόν , οὕτω κἀν τοῖς ἀναπαιστικοῖς τὸ εἰς βακχεῖον περαιούμενον , οὗ ἐστιν ἐπισημότατον τὸ μετὰ τέσσαρας πόδας αὐτὸν
3805629 κυτος
ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος
ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα
3786971 ἀσαρκον
αἴρεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ ὁρᾶν : ταρσὸς δὲ διὰ τὸ ἄσαρκον εἶναι , ὥσπερ καὶ ὁ ταρσὸς ἤτοι ὁ πούς
ταῖς μὲν ἐκ τῶν κάτω μερῶν παρὰ τὸ ψιλὸν καὶ ἄσαρκον ἐμφυομέναις ἰσίν , αἷς ἐγγὺς τῆς κατὰ τὸ γόνυ
3776606 διπλεθρον
ὥστ ' ἀβρόχοις ἐμβαίνειν τοῖς ποσίν , ἄλλοτε δὲ καὶ δίπλεθρον ἴσχειν πλάτος . μετὰ δὲ ταῦτα Σκάρφεια σταδίοις ὑπερκειμένη
ὑπάρχειν ὑπόστυλον , ᾠδείου τρόπον κατεσκευασμένον , ἑκάστην πλευρὰν ἔχοντα δίπλεθρον . ἐν τούτῳ δ ' εἶναι πλῆθος ἀνδριάντων ξυλίνων
3759734 μηχανημα
, καὶ τοὺς ἀνέμους θεοῖσι βωθέοντας ἀνατρέψαι περὶ αὐτοῖσι τὸ μηχάνημα : τοῦ δὴ τὰ ἐρείπια λέγεσθαι Βαβυλῶνα . Τέως
ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη , ὥσπερ ἤδη εἴρηται , εὔχρηστον τὸ μηχάνημα : εἰ δέ τι τουτέων μὴ καλῶς ἕξει ,
3759280 μετωπωι
σιγᾶι δ ' ὅ γ ' ἐπικλοπάδαν [ ἐνέρεισε ] μετώπωι : διὰ δ ' ἔσχισε σάρκα [ καὶ ]
ὀφθαλμοὺς ἀποστέλλειν κυανοῦ χρόαν . κέρας δὲ ἔχειν ἐπὶ τῶι μετώπωι ὅσον πήχεως τὸ μέγεθος καὶ ἡμίσεος προσέτι : καὶ
3754443 γενειον
λοξὴ παρὰ κορυφὴν ἐπὶ ἰνίον ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου ὑπὸ γένειον , ἔπειτα παρειὰς , ἔπειτα λοξὴ κατὰ βρέγματος ἐπὶ
καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε
3751054 ὀρος
κόλπου μέχρι Σερβωνίδος λίμνης , παρ ' ἣν τὸ Κάσιον ὄρος [ τείνει ] : ταύτης ὦν ἄπο οἱ ἑξήκοντα
. . . . π γοʹ ια ∠ ʹδ Μέλαν ὄρος . . . . . . . . .
3742263 ἐπικαρσιον
. Ταινίᾳ τετρασκελεῖ περὶ τὴν ῥαφὴν τῆς μεσότητος ἑτέραν ταινίαν ἐπικάρσιον προσράπτομεν : εἶτα τὰς ἀρχὰς μετὰ τὸ ἐπιδεθῆναι ,
πύργοις ἤρεμος ἀσπιδόεσσαν ὑπόπτερον , εὖτε βροτοῖσιν ἀσπὶς ὑπὲρ κεφαλῆς ἐπικάρσιον ἀσπίδ ' ἐρείδει , ὁππότ ' ἐέλδονται δηΐων πόλιν
3741025 ὀψοποιοις
, ἀλλ ' οἱ μὲν κυνηγέται καὶ οἱ ἁλιῆς τοῖς ὀψοποιοῖς παραδιδόασιν , οἱ δ ' αὖ γεωμέτραι καὶ οἱ
δὲ αὐτῆς λουτρὸν ἦν , καὶ γυμνάσιον : τὸ δὲ ὀψοποιοῖς χώρα : τὸ δέ , θάλαμοι παλλακίσιν : τὸ
3735227 συμπαν
μεθ ' ἥττονος ἐπιτίθεται θράσους . Δοκεῖ δέ μοι καὶ σύμπαν τὸ γένος τῶν ἀλόγων , οὐ τῶν ἀφυεστέρων μόνον
ἓν ἄρα ἕκαστον : εἰ δὲ τοῦτο , καὶ τὸ σύμπαν ἕν , ἀλλ ' οὐχ ἡνωμένον : οὐδὲ γὰρ
3732762 ἀπροσμαχον
ἄνωθεν ἐκ τῆς πέτραςκαὶ νεανίου τόλμαν ἐρωτικὴν καὶ θηρίου ὄψιν ἀπρόσμαχον : καὶ τὸ μὲν ἔπεισι πεφρικὸς ταῖς ἀκάνθαις καὶ
ἑκόντες ἑάλωσαν . Τῆς τρυγόνος τῆς θαλαττίας τὸ κέντρον ἐστὶν ἀπρόσμαχον . ἐκέντησε γὰρ καὶ ἀπέκτεινε παραχρῆμα , καὶ πεφρίκασιν
3732225 σμος
Δημοσθένης ; καὶ ταῖς πτέρναις φορεῖτε . ὅτι σολοικι - σμός ἐστι τὸ περὶ τὴν σύνταξιν τὴν λογικὴν ἁμαρτάνειν ,
δευτέρα τοῦ μὴ προσδιωρίσθαι . Ϛʹ . Ὁ συλλογι - σμός : ἰσχὺν τοῦτο τὸ κεφάλαιον λαμβάνει ἐκ παραδειγμάτων ,
3713456 τριπτυχους
, ἄταφον , οἰωνοῖς βοράν . σὺ δ ' ἐκλιποῦσα τριπτύχους θρήνους νεκρῶν κόμιζε σαυτήν , Ἀντιγόνη , δόμων ἔσω
παῖς διώλλυτο ; ἐνδικώτατ ' , εἴ γε λαιμοὺς εἶχε τριπτύχους θενεῖν . δειλίαι γλώσσηι χαρίζηι , τἄνδον οὐχ οὕτω
3708634 ἀπηλιωτικον
νότιον , συνοικοδεσποτεῖται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Κρόνου διὰ τὸ ἀπηλιωτικόν : τὸ δὲ κατὰ τοὺς Διδύμους καὶ τὰς Χηλὰς
ἐστι καὶ οἰκοδεσποτεῖται μὲν προηγουμένως ὑπὸ τοῦ Κρόνου διὰ τὸ ἀπηλιωτικόν , συνοικοδεσποτεῖται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Διὸς διὰ τὸ
3707479 ͵αφʹ
τρίγωνος : τὸ δὲ κῶλον ἕκαστον αὐτῆς ἐστὶ μάλιστα σταδίων ͵αφʹ . 〛 Ἐπάνειμι δὲ πάλιν ἐπὶ τὴν ἤπειρον ,
ταύτην ] τὴν ἐξοχὴν αὐτῆς ἐφεξῆς στάδιοι ͵β , στάδιοι ͵αφʹ . Ἀπὸ δὲ τῆς ὑπὸ τὴν ἐξοχὴν αὐτῆς ἐπὶ
3706724 διοριζει
δεξιὰ μὲν ὁρίζων . ἀεὶ γὰρ ὁ μέσος τινῶν γινόμενος διορίζει τὸν μὲν ἔνθεν , τὸν δὲ ἔνθεν : ἀπόλωλε
καὶ τὸ μέγα καὶ τὸ μικρὸν λέγει , καὶ οὐ διορίζει ὅτι λόγῳ ἀριθμῷ δ ' οὔ . ἀλλὰ μὴν
3705723 σχοινοι
: τρυσμὸν ποιοῦσιν , ἠχοῦσι , κτυποῦσιν . κάλωες : σχοῖνοι , τὰ σχοινία , τὰ μεγάλα σχοινία . ἐπημύει
καὶ περὶ τὰ φαῦλα διατριβόντων . ὑπέραι δέ εἰσι ναυτικαὶ σχοῖνοι , αἷς μετάγεται τὸ κέρας . Ἀφ ' ἵππων
3705527 ἐπιπεφυκεναι
τράχηλον τῆς μήτρας , ἢ παρὰ τὸ σάρκα παρὰ φύσιν ἐπιπεφυκέναι τῷ τραχήλῳ ἢ τῷ τῆς ὑστέρας στόματι , ἢ
ἐλέφασιν ἐοίκασι : δράκοντάς τε λέγει μεγάλους ὥστε καὶ πόαν ἐπιπεφυκέναι : τοὺς δὲ λέοντας τοῖς πώλοις τῶν ἐλεφάντων ἐπιτίθεσθαι
3698487 Ἐφ
τῷ τῇ τάξει προτέρῳ . ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ἐφ ' οἷς διαλέγεται καὶ περὶ κινήσεως , οὐχὶ τὸν
διὸ καὶ οἱ ὁρισμοὶ ἐν τῷ τί ἐστι κατηγοροῦνται . Ἐφ ' οἷς ὑπογράφει τὸ γένος οὕτως : γένος ἐστὶ
3695752 Χωριον
τοὺς λόγους : ἡ δ ' ἐμὴ πόση τις ; Χωρίον ἐν Οἰνόῃ πεντακισχιλίων καὶ Προσπαλτοῖ τρισχιλίων , καὶ οἰκία
δυναμένη ἄλογός ἐστιν ἡ καλουμένη ῥητὸν καὶ μέσον δυναμένη . Χωρίον γὰρ τὸ ΑΓ περιεχέσθω ὑπὸ ῥητῆς τῆς ΑΒ καὶ
3679057 ταλαυρινον
ἐπ ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν ἀζαλέην , τό μοι ἔστι ταλαύρινον πολεμίζειν : οἶδα δ ' ἐπαΐξαι μόθον ἵππων ὠκειάων
ἐπ ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν ἀζαλέην , τό μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν : ἡ διπλῆ , ὅτι τὴν ἀσπίδα ξηρὰν
3678750 συμφυες
, ἡμικυκλίου ὄντος τοῦ ΞΟΠ , περὶ μέσον τὸ Ο συμφυὲς τῷ κανόνι μοιρογνωμόνιον ἔστω , ὥστε τὸ ἄκρον αὐτοῦ
ἄλλου , παρὰ τίνος ψυχὴ καὶ τὸ ἐπακτὸν καὶ τὸ συμφυὲς τῇ οὐσίᾳ αὐτῆς κάλλος ἔχει ; Ἐπεὶ καί ,
3675058 ἀνιμαν
ἁλτήρων βολή , ταῖς δὲ πενιχροτέραις τὸ ἐρέσσειν ἢ καὶ ἀνιμᾶν κάδον καὶ | τὸ πτίσσειν καὶ ἀλήθειν καὶ σιτοποιεῖν
τῶν οἰκημάτων τὸ “ ἐκκαλαμᾶσθαι ” εἴρηται . ἀντὶ τοῦ ἀνιμᾶν , ὡς οἱ τοῖς καλάμοις τοὺς ἰχθύας ἀνέλκοντες .
3671926 προπεπτωκος
Ἡρακλείων στηλῶν κύρτωμα τῆς Εὐρώπης , ἀντικείμενον μὲν τοῖς Ἴβηρσι προπεπτωκὸς δὲ πρὸς τὴν ἑσπέραν , οὐκ ἔλαττον σταδίων τρισχιλίων
διημένης , καὶ προστιθέναι τῇ ὑστέρᾳ καὶ διαβιβάζειν πᾶν τὸ προπεπτωκὸς ἠρέμα ἀναθλίβοντας , ἄχρις οὗ ἡ μήτρα ἐπὶ τὸν
3664580 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
3656119 ἀμφωτον
' ἔργον ποδῶν . δηλοῖ δὲ κατ ' Ἐπιμένην τὸ ἄμφωτον ποτήριον εἰς ὃ οἷόν τε τοὺς δακτύλους διείρειν ἑκατέρωθεν
ὁ ποιητής : ἦτοι ὃ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλεν χρύσεον ἄμφωτον . Ἀντίμαχος δ ' ἐν εʹ Θηβαίδος : πᾶσιν
3654051 καταψυχρον
σφόδρα καὶ οἱονεὶ πεφρυγμένον τὸ σπέρμα προΐεσθαι ἢ παρὰ τὸ κατάψυχρον ἢ παρὰ τὸ λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες καὶ ἄτονον καὶ
ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον ,
3653823 ἀντικειμενον
ἄκρον τῆς νήσου τὸ κατὰ τὴν Ἀκυιτανίαν καὶ τὴν Πυρήνην ἀντικείμενον . τοῦτο μὲν δὴ τοὐλάχιστον διάστημα ἀπὸ τῆς Πυρήνης
ἔστω τὸ ἀντικείμενον τῷ ἀδύνατον ἐπακολουθεῖν λέγομεν μὴ ἐνδέχεσθαι τὸ ἀντικείμενον [ καὶ ] διὰ τὸν ὅρον τοῦ ἐνδεχομένου ,
3649771 ἱσταναι
ἄθλησιν , πάλην , φωνασκίαν , σφραγίζεσθαι , ἐπιστέλλειν , ἱστάναι , κρέμασθαι , δοκιμάζειν , ἀκούειν , ποικιλεύεσθαι .
φεύγων οὐ μένει λύρας κτύπον . ἔγνωκ ' ἔγωγε χαλκίον ἱστάναι καὶ μυρρίνας . ὁ δ ' ἡλιαστὴς εἷρπε πρὸς
3631632 παλαιστιαιον
' ἧς θέσει τὰ μέτρα τό τε πηχυαῖον καὶ τὸ παλαιστιαῖον καὶ τὸ δακτυλιαῖον ἢ τὸ ποδιαῖον λαμβάνεται , ὑπάρχουσιν
μέγεθος , ὥς φασι , καὶ τὸ πλάτος μεῖζον ὡς παλαιστιαῖον . φέρεται δὲ τοῦτο εἰς τὴν ἔσω θάλατταν ἅμα
3629977 λογαοιδικον
ἀρχούσης . τὸ Ϛʹ ἰωνικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ ζʹ λογαοιδικὸν ἐξ ἀναπαίστων καὶ ἰάμβου καὶ συλλαβῆς . τὸ ηʹ
Γλυκώνειον . τὸ βʹ ἰωνικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον . τὸ γʹ λογαοιδικὸν Ἀλκαϊκόν . τὸ δʹ δίμετρον δακτυλικόν . τὸ εʹ
3628634 λαιας
φέρει πάντως , ἐπὶ δὲ τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ τῆς λαιᾶς ὁμοίως πρὸς ἕναν μέγιστον λαμπρὸν , ἄλλον εἰς τὴν
: Γύποδας ἔθνος . ἀντὶ γενικῆς . τινὲς γυμνόποδας . λαιᾶς δὲ χειρός : Ἐν τοῖς ἀριστεροῖς δέ , φησί
3627851 παραπλησιον
αὖ συγχωροῦντες πόλιν οὐκ ἂν ἀποτρέποιντο ὁμολογεῖν ἤ τι τούτῳ παραπλήσιον τὸ πολιτευόμενον . ὅδε μὲν οὖν ὁ τῶν φιλοσόφων
ὑγρότητός τινος , καὶ τρόπον τινὰ συνεχῶς ἐκχύμωμα γίνεσθαι καὶ παραπλήσιον , ἅτε ἰχῶρα λεπτὸν περιέχον , τοῦ κατ '
3621392 ἀρχιτεκτοσιν
ἐπὶ ἀπαλλαγῇ λοιμοῦ βωμὸν τοῦ ὄντος διπλασίονα κατασκευάσαι , πολλὴν ἀρχιτέκτοσιν ἐμπεσεῖν ἀπορίαν ζητοῦσιν ὅπως χρὴ στερεὸν στερεοῦ γενέσθαι διπλάσιον
. διαβήτης , σταφύλη : ὅπερ ἐστὶν ὄνομα παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ἐπὶ τῆς καθιεμένης μολύβδου τιθέμενον . Ὅμηρος σταφύλην ἐπὶ
3618405 μετενεχθεν
σύνεγγύς πως ἐστὶ τῷ γλοιῷ . ἐπὶ δὲ τὸ ἦθος μετενεχθὲν τὸν μοχθηρὸν δηλοῖ ἢ ὀλισθηρὸν καὶ εὐμετάβολον . .
τῶν ἐκκεκαθαρμένων ὄνομα τροπὴν ἔχον ἀπὸ σκευῶν ἢ ἀγγείων , μετενεχθὲν ἀπὸ τῶν κοινοτέρων ἐπὶ τὰ σεμνότερα , ἐπὶ τοὺς
3613065 χρονιϲαν
τὰϲ ἰάϲειϲ . ἀρχόμενον δὲ τὸ πάθοϲ θεραπεύειν προϲήκει . χρονίϲαν γὰρ καὶ αὐξηθὲν δυϲμεταχείριϲτον γίνεται . Ῥούφου . κοινὰ
τέλουϲ . Περὶ καύϲεωϲ αἰγιλώπων . ἐφ ' ὧν δὲ χρονίϲαν τὸ πάθοϲ ἐλίπανε τὸ ὀϲτέον ἢ πρὸϲ τὸν κανθὸν
3607610 πορθμους
ἀπόχρη , ὅτι οὔτε εἷς τρόπος τοῦ ῥοώδεις εἶναι τοὺς πορθμούς , ὅ γε κατ ' εἶδος , οὔτ '
ὑπάρχει περὶ τὰς Κυανέας πετρὰς ὑπὲρ τοὺς ἄλλους , δηλονότι πορθμούς . Ὁ Βόσπορος , φησὶ , στενότερός ἐστι τῶν
3607143 παραβαλλομενον
τὸ δὲ ἀπὸ τῆς ἐκ δύο μέσων πρώτης παρὰ ῥητὴν παραβαλλόμενον πλάτος ποιεῖ τὴν ἐκ δύο ὀνομάτων δευτέραν . τὸ
ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ πᾶν τὸ ἐπὶ σημείῳ τινὶ καὶ τεκμηρίῳ παραβαλλόμενον : ἐκ μεταφορᾶς τῆς οἰωνοσκοπητικῆς . μὰ τὴν Δήμητραν
3600591 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
3592510 κερας
τὸ πλῆθος τῶν καρποφορούντων φυτῶν : Ἀμαλθείας δ ' εἶναι κέρας οἱονεί τινος ἀμαλακιστίας , δι ' ἧς τὴν εὐτονίαν
. οὗτος ἄρα βοῦς ἦν , ὡς ἐκπεφυκέναι οἱ τηλικοῦτον κέρας . Βοῦς ἐν αὐλίῳ γέρων : ἐπὶ τῶν δι
3587648 συνειλεγμενον
προειρημένων συμπτωμάτων . Ἐφ ' ὧν μὲν οὖν ἱκανῶς φαίνεται συνειλεγμένον αἷμα , ὀλίγα ἁρμόζει σιτία καὶ ἡ ναυτία εὔθετος
, ὡς δ ' ἐπληρώθη τὸ θέατρον καὶ τὸν ὄχλον συνειλεγμένον εἶδον ἐπὶ τὸν ἀγῶνα , ὤκνησαν , εἴασαν ,
3583525 ὁριζομενοις
δ ' ἐγώ , ἡμῖν ἔτι λοιπὸν εἶδος λόγων πέρι ὁριζομένοις οἵους τε λεκτέον καὶ μή ; περὶ γὰρ θεῶν
ἂν τοῦτο κοινή τις δόξα καὶ ἔννοια παρὰ πᾶσι τοῖς ὁριζομένοις τὴν ἀρετήν . ἐοίκασι δὴ μαντεύεσθαί πως ἅπαντες ,
3583353 ἀμφιστομος
ἐρρωμένως ἐστραμμένον , ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον . κἂν μὲν ἀμφίστομος ᾖ , καθιέναι διὰ τοῦ ὁρωμένου στόματος τὴν μηλωτρίδα
τετραφαλαγγίᾳ . ἀκόλουθόν ἐστιν εἰπεῖν καὶ περὶ φάλαγγος πῶς λέγεται ἀμφίστομος , καὶ ἐν πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ
3583061 Εὐχυμοτατον
ἔλαττον δὲ τῶν σύκων τρέφουσι χαύνῃ καὶ πλαδαρᾷ σαρκί . Εὐχυμότατόν ἐστι τὸ ἄριστον γάλα σχεδὸν ἁπάντων ὧν προσφερόμεθα :
ϲύκων τρέφουϲι χαύνῃ καὶ πλαδαρᾷ ϲαρκί . Ὅϲα εὔχυμα . Εὐχυμότατόν ἐϲτι τὸ ἄριϲτον γάλα ϲχεδὸν ἁπάντων , ὧν προϲφερόμεθα
3577005 κυβοειδες
καὶ ὀστᾶ μεγάλα τέσσαρα : τό τε σκαφοειδὲς καλούμενον καὶ κυβοειδὲς καὶ ὁ στράγαλος καὶ ἡ πτέρνα . ἐπεὶ οὖν
: τό τε καλούμενον σκαφοειδὲς καὶ ὁ ἀστράγαλος καὶ τὸ κυβοειδὲς καὶ ἡ πτέρνα . ἐπειδὴ οὖν ὁμοία ἐστὶν ἡ
3575998 ἀνευρυϲμα
, ἀλλ ' εὑρεθῇ που χώρα κενή , τὸ καλούμενον ἀνεύρυϲμα γίνεται . διαγνώϲῃ δέ , πότερα φλὲψ ἢ ἀρτηρία
τρεφόντων ἐϲτερημένοϲ ἀγγείων ἀπομαρανθείη . τὴν δὲ πνευματοκήλην κατὰ γένοϲ ἀνεύρυϲμα τυγχάνουϲαν ὁ μὲν Λεωνίδηϲ παντάπαϲιν ἀπαγορεύει χειρουργεῖν διὰ τὸν
3568561 διαβατον
ἀλλὰ καὶ ἵπποις αὐτοῖς καὶ ἱππόταις ὡπλισμένοις καλῶς ῥᾳδίως εἶναι διαβατόν . οὕτως οὐ τεῖχος ἀπόμαχον ὑμῖν , ἀλλὰ πεδίον
ἀλλὰ καὶ ἵπποις αὐτοῖς καὶ ἱππόταις ὡπλισμένοις καλῶς ῥᾳδίως εἶναι διαβατόν . οὕτως οὐ τεῖχος ἀπόμαχον ὑμῖν , ἀλλὰ πεδίον
3568438 λιθινον
, εἰς Σέριφον ἦλθε καὶ δείξας ταύτην τῷ Πολυδέκτῃ , λίθινον αὐτὸν ἐποίησεν . καὶ τοῦτο δὲ γελοιότερον , ἄνδρα
διαβοήσας εἶπεν ὁ Χαρικλῆς , Οὐκοῦν τὸ θῆλυ , κἂν λίθινον ᾖ , φιλεῖται . τί δ ' , εἴ
3559972 ἀποτομης
ὅπερ ἔδει δεῖξαι . Ἐὰν χωρίον περιέχηται ὑπὸ ῥητῆς καὶ ἀποτομῆς πέμπτης , ἡ τὸ χωρίον δυναμένη [ ἡ ]
ἐστι καὶ μέσης ἀποτομὴ δευτέρα , καὶ τὸ ἀπὸ μέσης ἀποτομῆς δευτέρας παρὰ ῥητὴν παραβαλλόμενον πλάτος ποιεῖ ἀποτομήν : ὅπερ
3556848 κρουειν
ξύμβουλον καὶ πάντα τοιοῦτον καθαρῶς ἀποφαίνεσθαι , καὶ μὴ διπλᾶ κρούειν , ὡς λόγος . καίτοι ὅταν ὁ τοῖς ἄλλοις
Γέλως συγκρούσιος : ὁ ἄκοσμος καὶ ἄτακτος . ἀπὸ τοῦ κρούειν τὰς χεῖρας . Γέρων ἐρινὸς εὐφρανεῖ τοὺς γείτονας :
3554216 ἀλακατη
. . . . . . ἀλακάτη , , : ἀλακάτη : καὶ ἠλακάτη Ἰωνικῶς : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω
πλεονάσαντος ἐγένετο ἀκαλός . . . . , . : ἀλακάτη καὶ ἠλακάτη : ἀπὸ τοῦ ἄγω ἄξω ἀκτὸς εἴρηται
3552629 γνωρισμα
καὶ ἡ ἀμυδρὰ δὲ πέψις . μέγα δὲ καὶ ἀξιόλογον γνώρισμα πέψεως ἐν τοῖς πρώτοις οὔροις οὐδέποτε φαίνεται κατὰ τοὺς
αἰσθήσεις πρὸς τὸ ἐναντίον τείνει ἢ οἷον σὺ λέγεις : γνώρισμα γάρ ἐστι τοῦ μηδὲν φάντασμα ἀνθρώπειον τηνικαῦτα ἀνακινεῖσθαι .
3550599 τονιον
: τῆς γὰρ αὐτῆς οὔσης συμπηγίας , εἶχεν ἐκεῖνο τὸ τόνιον κατὰ τὰς ἐκθέτους τοῦ ἄξονος ἀποτορνώσεις χαλκῶν δρακόντων ἐμπλοκάς
τοῦ αὐτοῦ ὀργάνου οἱ κατ ' ἀνάτασιν καταρτισμοί . τὸ τόνιον ἄνω ὑπὲρ κεφαλῆς ὑπερμετατίθεται , καὶ τότε τὸ σφηνοειδὲς
3550251 κερατινην
καὶ τὸν διαλανθάνοντα καὶ Ἠλέκτραν καὶ ἐγκεκαλυμμένον καὶ σωρίτην καὶ κερατίνην καὶ φαλακρόν . περὶ τούτου φησί τις τῶν κωμικῶν
γλυκέος , ἀναλάμβανε αὐταῖς τὰ ξηρὰ καὶ ἀπόθου εἰς πυξίδα κερατίνην , ἐν δὲ τῇ χρήσει αἴρων ὅσον ὠοῦ περιστερᾶς
3549668 τρεφον
μὴ δύνασθαι τὸ οἰκεῖον ἀνενεγκεῖν : τὸ γὰρ αὖξον καὶ τρέφον καὶ γεννῶν τὰ ὅμοια καὶ τὸ ἓν πρὸ τῶν
θεμελιώσας τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ δοὺς πνεῦμα τὸ τρέφον αὐτήν , οὗ ἡ πνοὴ ζωογονεῖ τὸ πᾶν ,
3547054 ἐκπεπτωκος
Καὶ ἀναγκάζονται κατὰ τὸν κενεῶνα καὶ κατὰ τὸ ἄρθρον τὸ ἐκπεπτωκὸς κοῖλοι καὶ σκολιοὶ εἶναι : κατὰ δὲ τὸ ὑγιὲς
. ἀναγκάζονται κατὰ τὸν κενεῶνα καὶ κατὰ τὸ ἄρθρον τὸ ἐκπεπτωκὸς κοῖλοι καὶ σκολιοὶ εἶναι . καὶ κατὰ δὲ τὸ
3546842 προσταχθεν
, ὃ μέλλει κελεῦσαι , εὐθὺς ἐκθέουσιν , ἵνα τὸ προσταχθὲν ποιήσωσιν , εἶτα ἁμαρτάνουσι τῆς πράξεως , ἤτοι εἶτα
τῶν θηρίων τινὰ διαφθείραντα ἀνθρώπους μετατυπῶσαι . τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος συνέβη τοὺς ἐκ τούτων πλασθέντας τὴν μὲν μορφὴν
3543920 σταδιαιον
' ἐπὶ πλάτος πλεθριαῖον , εἶθ ' ὑψηλὸν εἶναι πλαταμῶνα σταδιαῖον σχεδόν τι τὸ μῆκος , ὅσον οὐκ ἐνὸν ἐκλατομηθῆναι
κεῖται μὲν παρὰ θάλατταν ἐπί τινος * αὐχένος ὑψηλοῦ χερρονήσου σταδιαῖον ἐχούσης τὸν αὐχένα , τὰς δ ' οἰκίας ἔχει
3540134 διοριζοντες
διαλέκτου καλουμένης , ἣν οἱ ἰατροὶ κατὰ τὰ ὄργανα καλῶς διορίζοντες ἀπὸ τῆς ἁπλῶς λεγομένης φωνῆς ἄλλα μὲν εἶναι τὰ
ἐπὶ τὰ συνεχῆ τοῖς προϊστορημένοις τρεψόμεθα , τοὺς χρόνους μόνον διορίζοντες . ἐν μὲν γὰρ ταῖς πρὸ ταύτης βίβλοις ἀνεγράψαμεν
3532015 Δινδυμηνης
' ἐκ Μυσίας ὁ Ἕρμος , ἐξ ὄρους ἱεροῦ τῆς Δινδυμήνης , καὶ διὰ τῆς Κατακεκαυμένης εἰς τὴν Σαρδιανὴν φέρεται
, ὃς κατὰ τὴν Ἀσίαν γῆν ἀνίσχων ἐξ ὄρους Μητρὸς Δινδυμήνης παρὰ πόλιν Σμύρναν Αἰολικὴν ἐκδιδοῖ ἐς θάλασσαν : καὶ
3530970 ἀριστεροις
ἐπεκτείνεται μέρεσιν . κεῖται δ ' ἡ γαστὴρ ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι τοῦ ζῴου μᾶλλον , τοῦ πυθμένος αὐτῆς ἐπὶ
τοῖς δεξιοῖς αὐτοῦ μέρεσι , δύο δ ' ἐν τοῖς ἀριστεροῖς , ὡμολόγηται πᾶσιν : ὡμολόγηται δέ , εἰ καὶ
3521887 προβλημα
διὰ μέσων μὲν τῶν παρεμβολῶν ἦν ποταμός , ὃν ἀμφότεροι πρόβλημα τῶν πολεμίων ἐπεποίηντο , φῆμαι δὲ κατεῖχον ἐπὶ τῶν
καὶ μὴ ἀπηρτημένον ποιήσῃς τὸν λόγον : διέλωμεν οὖν τὸ πρόβλημα , ἵνα σαφὴς ἡ διαίρεσις γένηται . Πληγάς τις
3520648 προσκατηγορουμενον
κατηγορούμενον , δι ' ὧν δὲ προσεχῶς παρεδίδου καὶ ὡς προσκατηγορούμενον , προτίθεται διὰ τούτων διδάξαι ἡμᾶς ὅτι καὶ ἐπὶ
ἄλλως τε τὸ κῦρος ἐν ταῖς τοιαύταις προτάσεσιν τὸ τρίτον προσκατηγορούμενον ἔχει , διὸ καὶ ἐξ αὐτῶν ὀνομάζεται τὸ ὅλον
3518208 Ἐμβολος
ἐστὶ τῆς Ἀσίας , ἐν δὲ τῇ Λυκίᾳ χωρίον τι Ἔμβολος καλούμενον διὰ τὸ εἰς ὀξὺ λήγειν τε καὶ στενὸν
. ἀρέσκοντα τῇ δικαιοσύνῃ , ἤτοι τὸν δικαιότατον . . Ἔμβολος τὸ ἀπὸ πλατέος εἰς ὀξὺ λῆγον , ὥσπερ ἐστὶν
3517689 προσλαβοντων
ἐξελέγχειν : ἐξηλάθη δὲ καὶ Μέτελλος ὑπ ' αὐτῶν , προσλαβόντων Γάιον Μάριον ἕκτην ἄρχοντα ὑπατείαν , ἐχθρὸν ἀφανῆ τοῦ
δ ' ἐπὶ τρία στερεόν , μήκους καὶ πλάτους βάθος προσλαβόντων , ἐφ ' ὧν ἵσταται ἡ φύσις : πλείους
3506948 βαπτον
δ ' αὖ ὡς ἀὴρ εἰσέρχεται τάχιστα καὶ εἰς σώματα βάπτον φυλάττον κάλλος ὥρας σώματος . Οὕτως γὰρ , ὦ
, ἐν τῷ διεθῆναι κροκῶδες τὴν χρόαν , ὑπόπικρον , βάπτον ἰσχυρῶς τοὺς ὀδόντας καὶ τὴν γλῶτταν . Κύπερος ἀρίστη
3506346 κεκαμμενης
ἐπιδέσει , ὁ δὲ πῆχυς πρὸς τὴν σπάθην τῆς χειρὸς κεκαμμένης , ὅτε λοιπὸν στρεφομένου τοῦ ἐν τοῖς σκέλεσιν ἄξονος
τὸ μὲν ἠρεμεῖ τὸ δὲ κινεῖται , ὥσπερ ἐπὶ τῆς κεκαμμένης εὐθείας . ἔτι δὲ πάλιν λέγεται ἓν τὸ κατὰ
3506103 ΜαΜβ
μὲν τοῦ ΕΖ ἄξονος βάρος ἐξάψωμεν , ἐκ δὲ τοῦ ΜαΜβ τυμπάνου τὴν ἕλκουσαν δύναμιν τὰ δʹ τάλαντα , οὐδοπότερον
ΜαΜβ πρὸς τὸ ἀπὸ ϘΩ , τουτέστιν τὸ πεντεκαιδεκάκις ἀπὸ ΜαΜβ πρὸς τὸ πεντεκαιδεκάκις ἀπὸ ϘΩ . καὶ ἐπεὶ ἔχομεν
3504893 προσαγορευομενον
' ὑπακούσαντος , ὀνειδίσαι τὸν Χενεφρῆν Χανεθώθην , τὸν μάλιστα προσαγορευόμενον ὑπ ' αὐτοῦ : τὸν δὲ ὀνειδισθέντα ὑποσχέσθαι τὴν
μὲν τοὺς ἀνέμους , φανῆναι δὲ πλησίον τῆς νεὼς τὸν προσαγορευόμενον θαλάττιον Γλαῦκον . τοῦτον δ ' ἐπὶ δύο νύκτας
3504456 καταγεν
ἐπέτελλε σελήνη . αὐτὰρ Ἀχιλλῆος μεγαθύμου φαίδιμος υἱὸς Ἑκτορέην ἄλοχον κάταγεν κοΐλας ἐπὶ νῆας . παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ
ἐπέτελλε σελήνη . αὐτὰρ Ἀχιλλῆος μεγαθύμου φαίδιμος υἱὸς Ἑκτορέην ἄλοχον κάταγεν κοΐλας ἐπὶ νῆας . παῖδα δ ' ἑλὼν ἐκ
3503337 οἰκεοντας
μὲν παρ ' ἆμαρ ἕδˈραισι Θεράπνας , τὸ δ ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου . Αἰτέω σε , φιλάγˈλαε , καλλίστα
χώρη φαίνεται ἐοῦσα καὶ ἄπειρος . Μούνους δὲ δύναμαι πυθέσθαι οἰκέοντας πέρην τοῦ Ἴστρου ἀνθρώπους τοῖσι οὔνομα εἶναι Σιγύννας ,
3499338 καθειτο
ἁλύσεσι καὶ ἀκροφύσιον ἀπὸ τῆς κεραίας σιδηροῦν ἐς αὐτὸν νεῦον καθεῖτο , καὶ ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου
τῆς προσόψεως , καὶ ἀντὶ τῆς κόμης τοὺς δράκοντας βοστρυχηδὸν καθεῖτο εἰλουμένους περὶ τὸν αὐχένα καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐνίους
3495855 Τιειον
προσαγορεύομεν , τό τε τῶν Καυκώνων γένος τὸ περὶ τὸ Τίειον μέχρι Παρθενίου καὶ τὸ τῶν Ἐνετῶν τὸ συνεχὲς μετὰ
„ . Στράβων ἐν τῷ δωδεκάτῳ οὐδετέρως καὶ τρισυλλάβως τὸ Τίειον φησί . καὶ τὸ ἐθνικὸν ἀπὸ τῆς Τίου Τιανός

Back