δ ' ἄφρον εἶναι : συμβάλλεσθαι δέ τι πρὸς τῆι τροφῆι καὶ τὸ στόμα καὶ τὴν γλῶτταν : οὐ γὰρ
δὲ μουσικοὶ ἁρμονικὴν τοῦ οὐρανοῦ τὴν περιφορὰν λέγουσιν εἶναι . τροφῆι δὲ χρῆται , ὡς μέν τινες , παρ '
5620341 εὐμορφον
δέομαι , Χαρίκλεις , μήπω μοι μαρανθῇς : μὴ παραδῷς εὔμορφον τρυγῆσαι ῥόδον ἀμόρφῳ γεωργῷ . ” καὶ ὁ Χαρικλῆς
κακῶν θησαυρὸς ἐξορύσσεται . Σαπρὰν γυναῖκα δ ' ὁ τρόπος εὔμορφον ποιεῖ . πολύ γε διαφέρει σεμνότης εὐμορφίας . Γνώμην
5140642 ἀφανιζει
ῥίζαν τοῦ ὄνυχοϲ καὶ αὐτὸν διαφθείρει καὶ πολλάκιϲ μὲν ὅλον ἀφανίζει , τὰ δὲ πλεῖϲτα τὸ μέϲον δαπανᾷ τοῦ ὄνυχοϲ
, τόν τε Κρόνον λέγω καὶ τοὺς Τιτᾶνας ἀϊστοῖ ] ἀφανίζει : ἔρριψε γὰρ αὐτοὺς ὑπὸ τὸν Τάρταρον . .
4949829 ἀπελαυνει
ἰκτίνου κόπρος . μιγέντα μετὰ στύρακος , καὶ θυμιώμενα , ἀπελαύνει τὰ ἑρπετά . τοὺς ἐχιοδήκτους προπότιζε χυλῷ φύλλων μελίας
κόπρον καὶ βόρβορον , ἀλλὰ μᾶλλον ἀμφότερα ψύγει , καὶ ἀπελαύνει τὴν δυσωδίαν , οὕτω καὶ ὁ καθαρὸς νοῦς ἐν
4946328 εὐσαρκιαν
ὀχείας χωριστέον , καὶ δαψιλεστέρᾳ τροφῇ χρηστέον . ὅταν δὲ εὐσαρκίαν καὶ δύναμιν ἀθροίσωσι , ταῖς θηλείαις ἐπαφετέον . ἡλικία
ὅλου κοινωνίαν εὐαρμόστως ἀπηκριβῶσθαι : μετὰ δὲ τῆς συμμετρίας καὶ εὐσαρκίαν προσανέπλαττε καὶ εὔχροιαν ἠνθογράφει βουλόμενος , ὡς ἔνι μάλιστα
4941594 νεκρα
τῷ θανάτῳ παρέπεμπον , οὗ δὴ καὶ κόρακες οἰκοῦντες τὰ νεκρὰ τῶν σωμάτων κατήσθιον . ἀπὸ τούτου οὖν ἡ παροιμία
χολεμεϲίαϲ προπινομένη τῶν προκαταβολῶν ἀπαλλάϲϲει ἔμμηνά τε κινεῖ καὶ τὰ νεκρὰ τῶν ἐμβρύων ἀποβάλλει κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθοϲ πινομένη μετὰ μελικράτου
4869459 φθειρει
ἕνεκα , ἡ μὲν ἀρετὴ σῴζει , ἡ δὲ μοχθηρία φθείρει . καὶ γὰρ διὰ μὲν τῆς ἀρετῆς ἀφικνούμεθα εἰς
, τὰ δ ' ἄλλα τῶν κακώσεων ἐλαττοῖ τε καὶ φθείρει : μετὰ δὲ Ἄρη Κρόνου τε ἡ Σελήνη προσοῦσα
4843690 ὑπνοποιον
οὐκ ἐμοὶ διὰ τὸ νηστεύειν . , , : Ἴσως ὑπνοποιόν τι μέλος πρὸς ἑσπέραν αὐλούμενον . φησὶ δὲ ὅτι
κυάμου , παιϲὶν ἐρεβίνθου . ἀνώδυνόν ἐϲτι μάλιϲτα φάρμακον καὶ ὑπνοποιόν . Καϲϲίαϲ ⋖ η , ναρδοϲτάχυοϲ ἀμώμου , κρόκου
4818509 ἰσχεσθαι
παχὺ ὡς ἕλκος , πληγώδης ὑγρασία . Ἰχὼρ ἀπὸ τοῦ ἴσχεσθαι ἐντὸς τοῦ σαρκίου ἰσχὼρ καὶ ἰχώρ . ἰχὼρ ῥεῦσις
. μνηστῆρας δ ' οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον δύη ἄχος κραδίην
4743817 θυραθεν
ἀθυμίαι , ἐνθυμίαι καὶ ἱλαρότητες , καὶ ταῦτα μηδενός τινος θύραθεν οὕτω διατιθέντος τὸν ἄνθρωπον . Αὐτοῦ δὲ μόνου ποιάν
ἦν αἰσθέσθαι χρωμάτων τε καὶ μεγεθῶν διὰ μέσου φωτὸς τοῦ θύραθεν . Εἰς ἀερῶδες δὲ τὸ τῆς ἀκοῆς ἡμῶν μετέπλασεν
4715157 θερμην
ἀλήτην . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀλέα ὃ δηλοῖ τὴν θέρμην . ἡμέτερον : + τοιαῦτά τινα Τυδεὺς ἐδόκει πρὸς
πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ψύξεως δὲ θέρμην , ὡς ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως κεχειμασμένου , ὃς ἐν
4683624 ἀναγκαζει
τὴν ῥίζαν ἔχειν στερεωτάτην αὐτόν τ ' ἠνεκέεσσι : περιπάτοις ἀναγκάζει αὐτὸν χρῆσθαι μακροῖς , μήτε βρωτὸν μήτε ποτὸν προσφέροντα
δεῖ αὐτὴν παντὶ τρόπῳ ἰδεῖν . οὐκοῦν εἰ μὲν οὐσίαν ἀναγκάζει θεάσασθαι , προσήκει : εἰ δὲ γένεσιν , οὐ
4670387 σβεννυναι
κηλοῦν καὶ πεῖθον . κατακοιμίζειν τὸν λύχνον : ἀντὶ τοῦ σβεννύναι . κυανεῖ ἡ θάλαττα : ἀντὶ τοῦ κυανίζει ,
. οἱ δὲ Ῥηγῖνοι τὸ μὲν πρῶτον ὀλίγοι προσβοηθήσαντες ἐπεχείρουν σβεννύναι τὴν φλόγα , μετὰ δὲ ταῦτα Ἑλώριδος τοῦ στρατηγοῦ
4641913 λανθανουσης
ἐπιπλοκῆς ἀντιπραττούσης , δοκεῖν αὐτὴν ταῖς ἀρρενικαῖς συμπεριφοραῖς καθωμιλῆσθαι . λανθανούσης δὲ τοὺς ἐκτὸς τῆς διαθέσεως ταύτης , ἐπανελθεῖν τὸν
δάφνην ἢ ἁπλῶς περὶ τὰς ἐμβλαστήσεις τὰς ἐν ἀλλήλοις ἐκ λανθανούσης ἀρχῆς ὑποληπτέον γίνεσθαι καθάπερ ἐλέχθη : τὸ γὰρ αὐτοῦ
4625169 ἑλχθεν
ὑγρῶν ἐπισπᾶσθαι : αἱ δὲ διαφορητικαὶ ἐκ τῶν διαφορεῖν τὸ ἑλχθὲν πεφυκότων σύγκεινται : ἵνα δ ' ἔμπλαστρος γένηται ,
ἐναντίων . Καὶ ὅσα λωβᾶται ἀνθρώπους , οἷον τὸ θυμοειδὲς ἑλχθὲν μετὰ χολῆς εἰς ἥπατος φύσιν ἦλθεν , οὐχ ὡς
4624489 ψυχεσθαι
τὸ πάσχειν τῷ πάσχειν ἐναντίον : τὸ γὰρ θερμαίνεσθαι τῷ ψύχεσθαι ἐναντίον . ὑπάρχει δὲ τῷ ποιεῖν καὶ πάσχειν ὥσπερ
, ἔφη . Οὐκοῦν καὶ διακρίνεσθαι καὶ συγκρίνεσθαι , καὶ ψύχεσθαι καὶ θερμαίνεσθαι , καὶ πάντα οὕτω , κἂν εἰ
4614700 διαφθειρει
τῷ ἵππῳ παρέχει , ἀγνοεῖν αὐτὸν οἴει ὅτι τὸν ἵππον διαφθείρει ; Οὐκ ἔγωγε . Οὐκ ἄρα οἴεταί γε ἀπὸ
μὴ φράσει ' ὀρθῶς ὁδὸν ἢ πῦρ ἐναύσει ' ἢ διαφθείρει ' ὕδωρ , ἢ δειπνιεῖν μέλλοντα κωλύσαι τινά .
4613815 ἀοινοις
γὰρ ἄν ποτε πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρς ' ὁδοιπορῶν , νήφων ἀοίνοις , κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην βάθρον τόδ ' ἀσκέπαρνον .
καὶ τὸν σοφίας μὴ ἐπιθολοῦν κρατῆρα , ὃς ἐν ταῖς ἀοίνοις ψυχαῖς ἕστηκεν , οὐδὲ χλαῖνα θάλψει αὐτόν , οὐδὲ
4610897 ἐρεθιστικον
. πρώτην δὲ τροφὴν προσφέρειν τοῦ μέλιτος : καὶ γὰρ ἐρεθιστικὸν τῇ γλυκύτητι καὶ ἄλλως τὸ σῶμα διακαθαίρει καὶ τὸ
γαλακτῶδες διδόσθω καὶ τροφαὶ ῥοφηματώδεις , μηδὲν παντάπασι φυσῶδες ἢ ἐρεθιστικὸν συνουσίας ἔχουσαι . μετὰ δὲ ἡμέρας δύο τῆς φλεβοτομίας
4610824 πεττει
τἀναντία κινουμένοις : πληροῦνται μὲν γὰρ μᾶλλον οὕτως , οὐ πέττει δὲ τοὺς περιεχομένους ἐν αὐτοῖς χυμούς : ἔμπαλιν δέ
: ἀντιπεριϊσταμένη γὰρ ἡ θερμότης εἰς τὴν γῆν καὶ συνελαυνομένη πέττει . Δεῖ δὲ καὶ τὴν γῆν μήτε πηλώδη μήτε
4594201 παχυνει
Ἐνθέρμῳ φύσει , ἐν θερμῇ ὥρῃ κοίτη ἐμψύχει , κοίτη παχύνει , ἐν θερμῷ λεπτύνει . Οὗτος ὁ λόγος μέρος
ὡς ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες , καὶ ὅτι τὰ τοιαῦτα τῶν βρωμάτων παχύνει τὸν νοῦν τροφιμώτερα ὄντα καὶ πολλὴν ἀνάδοσιν ποιοῦντα .
4587372 γεωδεστερον
, ὅπου μαλακώτερος ὁ ἀήρ . τὸ δὲ ἁλυκὸν ὕδωρ γεωδέστερόν ἐστι καὶ πλείονος δεῖται κατεργασίας , ὡς [ καὶ
φησιν ὅταν μαλακώτερος ὁ ἀήρ . Τὸ δὲ ἁλυκὸν ὕδωρ γεωδέστερόν ἐστι καὶ πλείονος δεῖται κατεργασίας , ὡς καὶ τὸ
4583166 λεπτυνειν
πράως : δύναται δὲ καθαρὸν καὶ εὔχρουν ἀποτελεῖν τὸ σῶμα λεπτύνειν τε τὰς τρίχας καὶ ἀλφοὺς καὶ λέπρας σμήχειν :
μεταβάλλουσι καὶ θερμὸν χυμὸν , ὁμοίως δὲ καὶ τὸν φλεγματώδη λεπτύνειν διά τε τροφῆς καὶ φαρμάκων . οὕτω γὰρ πραττόντων
4571814 φλεγμαινειν
γίνεται , ἰσχναίνεται γάρ : καὶ τἄλλα πάντα δὲ τὰ φλεγμαίνειν ποιεῦντα , ἕως μὲν ἂν κρατέῃ τὸ σῶμα ,
καιρὸν καὶ τὰ κατὰ φύσιν ποιέουσιν ἕκαστον , τὰ φλεγματώδεα φλεγμαίνειν : ἐπὴν δὲ ὑπερβάλλῃ τὸν καιρὸν , τὰ ὑπεναντία
4567929 ψυχειν
καὶ μὴ διαίταις μόναις ἐθέλῃ ὑπακούειν , καλὸν μὲν ὧδε ψύχειν καὶ ὑγραίνειν , καὶ τὸ διὰ τῶν ἴων ἢ
οὐ πινομένη μόνον , ἀλλὰ καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη : καὶ ψύχειν δ ' ἱκανὴ καταπλασσομένη σὺν ἀλφίτοις . τὰ δὲ
4541699 διαστρεφει
εἰ γάρ τις πείθοιτο ἐκείνοις , εἰς τὸ ἕτερον μέρος διαστρέφει τὴν ῥῖνα διὰ τὴν σύντασιν τοῦ δέρματος . παραπλησία
τῆς κλίμακος εἰρημένου τοῦ ὀνόματος , ἥτις οὖσα ὄργανον βασανιστικὸν διαστρέφει τὰ σώματα τῶν βασανιζομένων . . . . .
4539919 ἀναπιμπλησι
. καθάπερ γὰρ τὰ ἐκθυμιώμενα τῶν ἀρωμάτων εὐωδίας τοὺς πλησιάζοντας ἀναπίμπλησι , τὸν αὐτὸν τρόπον ὅσοι γείτονες καὶ ὅμοροι σοφοῦ
μὲν τὰ ἁμαρτήματα ἡ ἀρετή , φέγγους δὲ τὴν ὅλην ἀναπίμπλησι διάνοιαν . ἀλλὰ γὰρ ἔτι τῶν ἀδιαιρέτων καὶ ἀμερίστων
4530087 πεττειν
? ? [ θέρμαινέ θ ' ἡμῖν καὶ θύη ] πέττειν ? ? ? ? τινὰ [ κέλευ ' ,
στόμαχον , ὥστε καὶ θερμαινομένοις αὐτοῖς ἐκεῖνον συνθερμαίνεσθαι , καὶ πέττειν τὴν προσε - νεγκαμένην τροφὴν , καὶ ταχέως ἀποπέμπειν
4525360 ἐμποιουντα
λάζομαι ἐλαζόμην καὶ συναρχομένως λάζετο . Λαθικηδέα : τὸν λήθην ἐμποιοῦντα τοῖς παισὶ τῶν κακῶν ⌊ πάντων ⌋ . Λαισήια
καὶ Ἀλεξίκακον προσαγορεύουσιν , ὡς ἀποτρέποντα τῶν κακῶν καὶ ὑγίειαν ἐμποιοῦντα ταῖς ψυχαῖς καὶ σώμασιν , οὐ νόσον οὐδὲ μανίαν
4498438 σῳαν
οὔτε παῖδας τοὺς ἑωυτῆς οὔτε θεράποντας οὔτε οὐσίην ἡντιναῶν ἐθέλει σῴαν ἐσιδέειν , φθορὴν δὲ πᾶσαν ἀρεῖται καὶ εὔχεται εἶναι
καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας οἵτινες ἀπὸ
4497892 φλεγματωδες
κρᾶσιν γαστέρες , ὡς μήτε χολῶδες ἀθροίζειν περίττωμα , μήτε φλεγματῶδες , ἥμισυ τῆς προειρημένης συμμετρίας τοῦ τε ζιγγιβέρεως ἐμβαλεῖν
' ὧν ἐστι χολῶδες , ψυχροτέρα δὲ ἐφ ' ὧν φλεγματῶδες , ἧττον δὲ ψυχρὰ ἐφ ' ὧν μελαγχολῶδες .
4488919 βλαπτοντα
μὴ παρείκῃ ὁ πυρετόϲ , διδόναι μὴ μεγάλα ἐπὶ πυρετῶν βλάπτοντα . ἀγαθὸν δὲ ξυμφωνέειν καὶ τὸν πυρετὸν καὶ τὴν
, οὐδὲν ὠφελοῦντα ἐν τοῖς δεινοῖς , ἀλλὰ τὰ μέγιστα βλάπτοντα , πῶς οὐκ ἄνανδρος σφόδρα , ἡττώμενος μὲν γυναικῶν
4460050 δακνοντα
τύχης Γ τοῦ Φειδίου . Γ τὸν αὐτοδὰξ : τὸν δάκνοντα , τὸν ἐμπεσόντα . Γ τὸν αὐθάδη , ὀργίλον
ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ δάκνοντα λήσῃ τὰ ἐμούμενα . ἐμετικὸν δὲ καὶ τὸ μὴ
4459792 κενωθεν
ἀναλῶσαι τὸ λεῖπον , μή ποτε λάθῃ πρὸς ὁμοφύλους σοι κενωθέν . Ἴθι δή , νομίσαντες ὑπὸ Πηλέως καὶ Μενοιτίου
χυθέν . αἷμα φοίνιον ] τὸ ἐκ τοῦ φόνου αὐτῶν κενωθέν . φοίνιον ] φονικόν . Ξ τίς ἂν εὑρεθείη
4458723 κατεργασθεντος
φύσαις , τῷ δὲ σχήματι βοὸς ὁπλῇ ἐν πνεύμονι δὲ κατεργασθέντος τοῦ πνεύματος , τὸ μὲν ἀναγκαιότατον εἰς τὴν ἀριστερὰν
δοθέντων . μέλας γάρ ποτε ἐδόθη οἶνος , καὶ μὴ κατεργασθέντος αὐτοῦ ἐν τῇ γαστρὶ καὶ τῷ ἥπατι , εἵλκυσεν
4441077 ἑψησις
ἰδεῖν γοῦν ἔστιν οἵας ἀφίησιν πλυνόμενα : ταύτας οὖν ἡ ἕψησις ἐκκαλεῖται τῆς σαρκός . μαλακῆς γὰρ τῆς πυρώσεως καὶ
παραπλησίως ἔχειν καὶ ἐπὶ τῶν ὀσμῶν . Πάντων δὲ ἡ ἕψησις εἴς τε τὴν ὑπόστυψιν καὶ τὰς κυρίας ὀσμὰς ἐνισταμένων
4439023 ἀποπνει
θερμόν , ὀσμὴ δὲ ἀπ ' αὐτῆς βαρεῖα καὶ χαλεπὴ ἀποπνεῖ , καὶ οὔτε ζῷον πίνει ἐξ αὐτῆς οὔτε ὄρνεον
, ὀξέα . ὄζει τὰ ἴχνη , ἀπόζει , πνεῖ ἀποπνεῖ , ἀποφέρεται ἀπ ' αὐτῶν τὸ πνεῦμα . ἄνοσμα
4436453 ξανθον
ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον , κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον : ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων .
καὶ ἐπίϲχεται θᾶϲϲον . ἢν δὲ ἀπ ' ἀρτηρίηϲ , ξανθὸν καὶ λεπτόν , καὶ οὐ μάλα πήγνυται , καὶ
4435787 θερμαινοντα
. Τὰ ῥᾷστα ἐκπεσόντα ἥκιστα φλεγμαίνει : τὰ δὲ ἥκιστα θερμαίνοντα , καὶ μὴ ἐπιθεραπευθέντα , μάλιστα αὖθις ἐκπίπτει .
ἄγαν λελεπτυϲμένοι . ὠφελοίη δ ' ἂν αὐτοὺϲ ἅπαντα τὰ θερμαίνοντα καὶ ἡϲυχῆ πνευματοῦντα : οἶνόν τε οὖν ϲυμμέτρωϲ θερμὸν
4431700 Αἱμα
, οἱ δὲ μελαντέραν καὶ χαλεπωτέραν ἔχουσιν . Θεραπεία . Αἷμα τοίνυν , ὅπως δ ' ἂν ἔχωσιν , ἀφαιρετέον
λίθοι οἱ ἐν τοῖϲ ϲπόγγοιϲ ἤλεκτρον . Ὑϲτέραϲ κενωτικά . Αἷμα ἀπὸ ὑϲτέραϲ ἄγει ἐγκολπιζόμενα καὶ προϲτιθέμενα ταῦτα : καϲϲία
4430382 δακνει
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ .
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον
4430025 ἀμβλυνει
δὲ καὶ θερμότατον εἶναι τοῦτο : σημεῖον δὲ ὅτι μάλιστα ἀμβλύνει τὰ σιδήρια : τὴν γὰρ βαφὴν ἀνίησι διὰ τὴν
δὲ τυρῶδεϲ καὶ παχὺ ἐμπλάττεται μᾶλλον καὶ διὰ τοῦτο δριμύτηταϲ ἀμβλύνει . ἑψηθὲν δὲ τὸ γάλα ἤτοι διὰ καχλήκων ἢ
4425036 ξυει
ταῖς τοιαύταις τὰ καταμήνια , τὰ μὲν χολώδη δάκνει καὶ ξύει τὰς ὑστέρας καὶ τῇ χρόᾳ ξανθὰ ὑπάρχει καὶ κατάκορα
μὴν καὶ τὸ ὀξύμελι , χρηϲαμένων ἀμέτρωϲ , ἔντερόν τε ξύει καὶ βῆχα κινεῖ καὶ τὰ νευρώδη μόρια βλάπτει ,
4421233 προσενεγκασθαι
μή τις αὐτὸν ἥρπασε ταχέως κινδυνεύοντα κελεύσας αὐτὸν καὶ πεπόνων προσενέγκασθαι καὶ θριδάκων καὶ πτισάνης μηδὲν ἐχούσης περίεργον καὶ πᾶσαν
τὴν προῖκα φερνὴν καλεῖὥστ ' εἴποις ἂν εἰσενέγκασθαι προῖκα καὶ προσενέγκασθαι καὶ δοῦναι . αἱ δὲ πρὸς τὴν προῖκα ὑποθῆκαι
4414639 διωκει
αὐτὸν συρίττοντα τὸν Πᾶνα . Ὁ δὲ ἀκούσας ἀναπηδᾷ καὶ διώκει κατὰ τῶν ὀρῶν , οὐκ ἐρῶν τυχεῖν ἀλλ '
] στρουθίων . ὡς ] καθὰ περιστερά . ὡς ] διώκει ὁ ἀετὸς δῆλον . δράκοντα ] ὄφιν . δύσχιμον
4414551 γονη
ἀσθενέστερον καὶ ἰσχυρότερον : καὶ οὐκ ἐς ἅπαξ χωρέει ἡ γονὴ , ἀλλὰ καὶ ἐς δὶς καὶ τρὶς ἀποβράσσεται :
πάντα καὶ ὑγρότερα καὶ διὰ πλείονος χρόνου , καὶ ἡ γονὴ οὐχ ἅπτεται , οὐδὲ μέ - νει , ἀλλὰ
4409172 ἀνθρωπειαν
ὑπομένουσαν . προφέροντες δ ' ὑμῖν ὁρκίους θεοὺς καὶ τύχην ἀνθρωπείαν καὶ τὴν φοβερωτάτην τοῖς εὐτυχοῦσι Νέμεσιν δεόμεθα μήτε ἐς
καὶ λευκὴ καὶ οὐ δυσώδης . ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις
4390607 προσηνες
τῶν ἰσοτονιῶν ξενικώτερον μέν πως καὶ ἀγροικότερον ἦθος καταφανήσεται , προσηνὲς δ ' ἄλλως καὶ μᾶλλον συγγυμναζόμενον ταῖς ἀκοαῖς ,
ἕκαστον : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπὶ τηλικούτοις ταπεινόφρον αὐτῶν καὶ προσηνὲς ὑπεράγαμαι καὶ τὸ πρὸς τοὺς γεννησαμένους μέρους παντὸς ὑπήκοον
4382611 μετεωρισθηναι
τηρῆσαι . ὡς δὲ ἔλαχε τῷ κουρεῖ πρώτῳ φυλάξαι , μετεωρισθῆναι θέλων τὸν σχολαστικὸν καθεύδοντα ἔξυρεν καὶ τῶν ὡρῶν πληρωθεισῶν
μὲν τοῖς πτεροῖς , ἀρθῆναι δὲ καὶ εἰς βαθὺν ἀέρα μετεωρισθῆναι φύσιν οὐκ ἔχει : θεῖ δὲ ὤκιστα , καὶ
4380415 αἰθυιαϲ
τάξεωϲ . Κογχύλια παραπληϲίαϲ ἐϲτὶ τοῖϲ κήρυξι δυνάμεωϲ . Κοιλίαν αἰθυίαϲ ἢ πρόϲφατον ἑφθὴν ἢ ϲκελετευθεῖϲαν εὐϲτόμαχον εἶναί φαϲιν ,
ῥοῦ Ϲυριακοῦ γϼ κε ∠ ʹ , ἀϲάρου , νηδύοϲ αἰθυίαϲ , λίθου ἰάϲπεωϲ ἀνὰ γϼ γ , πεπέρεωϲ γϼ
4377238 συννοσειν
μέν τι κερδαίνουσα συμφθείρει λέχος , ἡ δ ' ἀμπλακοῦσα συννοσεῖν αὑτῆι θέλει , πολλαὶ δὲ μαργότητι : κἀντεῦθεν δόμοι
παρ ' αὐτοῦ τὰ ἐπιτήδεια : ἡ δ ' ἀμπλακοῦσα συννοσεῖν αὑτῇ θέλει : ἡ δ ' ἁμαρτοῦσα ἀνδρὸς ,
4377201 νηξασθαι
κρίσει Διὸς εἰς βοῦν ἐκ παρθένου τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἀμείψασαν νήξασθαί τε ταύτην τὴν θάλασσαν καὶ δοῦναι τῷ πορθμῷ κλῆσιν
κρίσει Διὸς εἰς βοῦν ἐκ παρθένου τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἀμείψασαν νήξασθαί τε ταύτην τὴν θάλασσαν καὶ δοῦναι τῷ πορθμῷ κλῆσιν
4371027 ψυχαισι
τε γὰρ δίδωσι τοῖς εὖ χρωμένοις , ἰσχύν τε ταῖς ψυχαῖσι καὶ τοῖς σώμασιν : εἰς τὴν ἰατρικήν τε χρησιμώτατον
ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί , πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν ψυχαῖσι σύνοικον , εὐδύνατον κρατερὸν θνητῶν αὔξουσα λογισμόν , ἡδυτάτη
4366606 ἐξηρανεν
ὕδωρ καὶ τὴν χύσιν τοῦ ὕδατος , ἣν ἡ ἄμπωτις ἐξήρανεν . Ὅμηρος : ἄντλῳ δ ' ἐνδούπησε . τὸν
τρώσας . * ἕρπων : βαδίζων ἔσκληκεν ὀδοῦσι , ἤτοι ἐξήρανεν , ἀντὶ τοῦ στόμα καὶ τοὺς ὀδόντας ἐν γαστρὶ
4362011 ἐκλαμπειν
ὅτι δ ' ἔχει πῦρ δῆλον εἶναι , πληγέντος γὰρ ἐκλάμπειν . ὁρᾶν δὲ τῷ στίλβοντι καὶ τῷ διαφανεῖ ,
, ὡς , εἴποτε φοιτῴη δι ' ἡλίου , τοσοῦτον ἐκλάμπειν αὐτῷ πυροειδές τι , ὡς τοὺς μὲν οἴεσθαι ῥίνημα
4349218 χοιριον
εἰς τὰ παρόντα τὰς μάλιστα θρέψαι , οἷόν ἐστι τὸ χοίριον κρέας καὶ ἄρτος καὶ ὅσα τροφιμώτατα τῶν ἐδεσμάτων ἐστίν
ἐλαφείου , στέαρ χήνειον . ἀντὶ στέατος μοσχείου , στέαρ χοίριον παλαιόν . ἀντὶ στέατος ὑαίνης , στέαρ χήνειον ἢ
4348760 καταμηνια
κατὰ τὴν τρίτην ἀπόϲταϲιν τμητικὸν ὑπάρχον , οὖρά τε καὶ καταμήνια κινεῖ δαψιλῶϲ : ἔϲτι δὲ καὶ ἄφυϲον . Πευκεδάνου
μνησθῆναι , ἵνα δείξῃ ὅτι οὐ παρὰ φύσιν ἐπέχονται τὰ καταμήνια ἐπὶ τῶν κυοφορουσῶν , ἐπεὶ ἔμελλον τὰ πάθη ἐργάζεσθαι
4346772 ἀλλοιουν
ὀδύνης ἀποτήξει τι τῶν σαρκωδῶν μορίων : τῷ γὰρ μήτε ἀλλοιοῦν ἀθρόως ὡς τὰ σφοδρὰ μήτε μόλις διεξέρχεσθαι καθάπερ τὰ
τοῦ ὁρατοῦ πεφωτισμένῳ ἀέρι : τῇ πρώτῃ γὰρ προσβολῇ τοῦτον ἀλλοιοῦν ἰσχύει , δυναμουμένη τῷ ἐκτὸς φωτὶ καὶ συνεργοῦσα τούτῳ
4346449 χρωμα
τὸ χρῶμα δημιουργεῖ , καὶ οὐκ ἔστι σῶμα μὴ ἔχον χρῶμα . τοῦτο οὖν τὸ ὁμοῦ συνημμένον , φημὶ δὲ
ὀξύ , ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ ἐναντίως , τὸ δὲ χρῶμα ἐπὶ μὲν τὸ ὀξὺ κατὰ ἡμιτόνιον καὶ ἡμιτόνιον καὶ
4345114 ψυχραν
ποιεῖν , ὅταν ἀσθενοῦντα λούωσιν : οὐ γὰρ εἰς τὴν ψυχρὰν δεξαμενὴν ἐπιτρέπουσιν ἐμβῆναι , ἀλλ ' ἀντ ' ἐκείνης
ἐπίρρυτον ὡσαύτως συνίσταται παντὸς τοῦ ἐπιρρέοντος χυμοῦ ἢ θερμὴν ἢ ψυχρὰν ἢ ἄλλην τινὰ ποιότητα προσειληφότος . εἰδέναι δὲ δεῖ
4338226 νομισθεισαν
γὰρ ὑπάρχει θεραπαίνης τρόπωι ἀκολουθεῖν τῆι Ἑλένηι τὴν Αἴθραν ἑκυρὰν νομισθεῖσαν . ὡς γὰρ ἱστορεῖ Ἑλλάνικος , Πειρίθους καὶ Θησεύς
ἐπ ' ἀρετὴν ἄγουσαν ὁδὸν τραχεῖαν καὶ δυσάντη καὶ χαλεπὴν νομισθεῖσαν τὸ πρῶτον λεωφόρον αὖθις ὁ τὰ πάντα εὐεργέτης ἀπέδειξε
4334243 νυττει
: αἱ καταδύσεις . θράσσει : Βακχεῖός φησι κινεῖ , νύττει , Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος | ἐρεθίζει . ἔστι δὲ
. . . : Θράσσει . Βακχεῖός φησι κεντεῖ , νύττει . Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐρεθίζει . ἔστι δὲ ὀχλεῖ
4330990 θρυπτεται
, ἕως μηκέτι πομφολυγίζῃ μηδὲ λιπαρίαν ἢ ἀτμίδα ἀνιῇ . θρύπτεται δ ' εὐχερῶς μὴ κατακεκαυμένος . φλοιὸς δὲ λιβάνου
Βάθι , ἐφ ' ᾧ ἐστι βῆναι . Βρενθύεται , θρύπτεται : Βησαντῖνος ἐν τῷ περὶ Χρηστομαθείας φησί , ὅτι
4326090 ἀνικμον
καὶ ἐπιτείνειν αὐτὸ μέλιτος μίξει : εἰ δὲ καθαρὸν καὶ ἄνικμον εὑρεθείη , πλέον ἢ ἐχρῆν ἐξήρανεν , ἐλαίου τε
ἀλλ ' οὐκ ἐδύναντο τὴν τῶν μύρων πηγὴν ξηρὰν καὶ ἄνικμον ἀποφῆναι , καίπερ πολὺν ὑπὲρ τούτου ποιούμενοι τὸν ἀγῶνα
4323035 φιλησαι
ἐς τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ , καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι
' Ἔρως ἔχ ' αὐτό φησιν . Χαλεπὸν τὸ μὴ φιλῆσαι , χαλεπὸν δὲ καὶ φιλῆσαι : χαλεπώτερον δὲ πάντων
4319087 λουεται
τοῦ λαγοῦ Ἀττικοί , λάγεια Ἕλληνες . λοῦται Ἀττικοί , λούεται Ἕλληνες . λευκὴ στάθμη ἡ μὴ κεχρισμένη μίλτῳ ἀλλ
τὰ ξένια ταυτὶ τῷ τοῦ ἀγροῦ δεσπότῃ , ὁ δὲ λούεται τάχα Πραμνείους ἢ Θασίους βλέπων ἐνὸν τῆς γλυκείας τρυγὸς
4316059 σκοτωσιν
ὁ δὲ νοῦς : ὑπὸ τῆς λεπτῆς ἐκείνης διὰ τὴν σκότωσιν καταφορᾶς ἔκειτο ἄφωνος . κώματι δὲ ὕπνῳ , ἐκλύσει
πινόμενον ξηρόν , λάθρα , πᾶσαν ἐπιληψίαν καὶ μανίαν καὶ σκότωσιν καὶ πᾶν πάθος ἰᾶται . ὁμοίως καὶ τὸ ἧπαρ
4302418 δριμυ
: δριμὺ γὰρ τὸ φυτόν . οἱ δὲ ἀντὶ τοῦ δριμὺ καὶ ἱλαρόν . τινὲς δέ φασι τῷ θύμῳ εἶναι
καταῤῥυῇ , καὶ νιτρῶδες ᾖ , ἅτε ὑπὸ τῆς ὥρης δριμὺ καὶ θερμὸν γεγενημένον , δάκνει τοιόνδε ἐὸν , καὶ
4282193 διαφθαρεντα
ἐνδέχεται ὃ μὴ ἔλαβεν ἔχειν , οἷον οἶνον λαβόντα ἡδὺν διαφθαρέντα ἐν τῇ λήψει ἔχειν ὀξύν . ἀλλ ' ὅπερ
πιστεύεται , ὅτι τὸν αὑτῆς ἄνδρα Κήϋκα ἐν τῷ πελάγει διαφθαρέντα θρηνοῦσά ποτε ἀσχέτως ἡ Ἀλκυὼν μετεβλήθη μὲν εἰς ὄρνεον
4280366 μισουσαν
τῆς πενίας ἀναγκαζόμενος οὐθὲν λαμβάνειν : καίτοι γυναῖκα εἶχεν οὐ μισοῦσαν ἀργύριον καὶ παῖδας δεομένους διατροφῆς καὶ τῶν νέων λέγεται
αὐτοῖς ἄχρις ἐσχάτου γήρως , θεραπείαν αὐτοῖς ἀπονέμων . Γυναῖκα μισοῦσαν τὸν ἴδιον ἄνδρα , καὶ ἐπιβουλεύουσαν αὐτῷ εἰς θάνατον
4277958 τικτουσαις
ζητεῖς , ἐγὼ δέ σοι προσδοκῶ . Αἱ τεκοῦσαι ταῖς τικτούσαις παροῦσαι καὶ συναλγοῦσι καὶ συμπονοῦσι καὶ πάντα παραμυθοῦνται τρόπον
κωλύουσιν οὔθ ' ἥ τις ἂν γένοιτο τροφὴ καὶ ταῖς τικτούσαις καὶ τοῖς τικτομένοις , σκοποῦσι . τεμνομένου τοίνυν εἰς
4275091 χιονα
μηχανώμεθα , τὸ καλὸν δὲ χρῶμα δευσοποιῷ χρώζομεν . καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν
μέλλον προεγνωκέναι . ἴσασι γοῦν καὶ χειμῶνα μέλλοντα , καὶ χιόνα ἐσομένην προμηθέστατα ἐφυλάξαντο . καὶ τοῦ καταληφθῆναι δέει ἀποδιδράσκουσιν
4273808 τρεφοντος
ὑμεῖς τοῖς λοιποῖς ἔρια εἰς ἐσθῆτας παρέχετε , ἐμοῦ δὲ τρέφοντος ὑμᾶς καὶ τὸ ἱμάτιον ἀφείλεσθε . ” ὁ μῦθος
τὰ δελφάκια , θεασάμενος αὐτὴν ὑπὸ λιμοῦ διὰ μικροψυχίαν τοῦ τρέφοντος κατισχναμένην : χαῖρε , εἶπεν , ἐπὶ τῶι σημείωι
4271994 διαφυλαττει
. καὶ τὸ ϲπέρμα δὲ τῆϲ ἀλθαίαϲ ἐν βαλανείῳ ϲμώμενον διαφυλάττει τὰϲ τρίχαϲ καὶ αὔξει : ὁμοίωϲ δὲ καὶ τὸ
κύριον , ἀλλὰ μᾶλλον ὅσων ἡ χρεία τῷ παντὶ ζῴῳ διαφυλάττει τὴν ζωήν . ἔστι δὴ ταῦτα δυοῖν ἀγγείων στόματα
4271260 λυομενον
οἷον καὶ τὸ σῶμα , θνητὸν καὶ φθειρόμενον , καὶ λυόμενον , καὶ σηπόμενον , οὐδὲν ἔχω περὶ αὐτῆς σεμνὸν
ἄῤῥωστον , εὗρε σωτήριον τὸ νόσημα καὶ κρινόμενον , οὐ λυόμενον . ζητεῖ λοιπὸν πῶς κριθήσεται . καὶ οὐδαμοῦ νοτὶς
4268141 ὑγραν
ψυκτικόν τε ἅμα καὶ τονωτικὸν πλαδῶντός ἐστι στομάχου διάθεσιν ἔχοντος ὑγρὰν καὶ θερμήν . Ἄλλο : ῥόδων χλωρῶν τῶν φύλλων
δ ' ἡ τοῦ φθινοπώρου . χρὴ τοίνυν τὴν δίαιταν ὑγρὰν καὶ θερμὴν παρέχειν : εἴη δ ' ἂν πόνων
4264427 πεφυκοτος
τοῦτο τοῖς ὀρνέοις ποιεῖν παραινεῖν μηδὲ φυτοῦ βλάστῃ ἐφήδεσθαι ἰξὸν πεφυκότος φέρειν , πτηνοῖς ὄλεθρον . τὰ δὲ μήτε τῆς
, τῶν δὲ τοῦ ἀέρος μείζους : διὸ τοῦ αἵματος πεφυκότος κινεῖσθαι ἄνω καὶ κάτω , κάτω μὲν φερομένου εἰσρεῖν
4259560 τραχυνει
τὰ ὀνόματα οὔτε ἡμιφώνῳ ἡμίφωνον ἢ ἄφωνον παράκειται , ἃ τραχύνει τὸν λόγον : ἀλλὰ συνολισθαίνουσιν ἀλλήλαις καὶ συγκαταφέρονται ,
καὶ στιβαρὰ καὶ ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει , τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοάς , πάντες
4257259 εὐκατεργαστον
περιθλασθὲν καὶ ἀποπτηθὲν μετὰ τοῦ τηρεῖν τὴν ποιότητα προσλαμβάνει τὸ εὐκατέργαστον . εἰ δὲ ἑφθὸν αὐτό τις βούλοιτο λαβεῖν ,
εὐχερές , εὔκολον , εὐπετές , εὔπρακτον , ἄπονον , εὐκατέργαστον , ἁπλοῦν τε καὶ ἀπάνουργον , καὶ εὔτροπον καὶ
4257232 ἐντοσθια
ὀσμὴν ἔχει βαρεῖαν , ὥστε μὴ ὑποφέρειν , τὰ δὲ ἐντόσθια ὅμοια κυνί , κοιλίαν δὲ μόνην ὁμοίαν ἔχει ὑΐ
' ἀναίμοις ζῴοις τὸ ἀνάλογον . λέγει δὲ ὡς τὰ ἐντόσθια τῶν ἐκτὸς πρότερον διαρθροῦται καὶ τούτων τὰ ἄνω μᾶλλον
4249887 ἐμπλεον
ὡς ἴσμεν , χιτῶνος : πνεῦμα δ ' ἐν αὐταῖς ἔμπλεον ἔχουσιν , ὥστε πρώτως ἂν αὗται γνῶσιν παράσχοιεν τοῖς
τοιαῦτα λέγειν χειμῶνος ἐν ὥρηι ἐν κλίνηι μαλακῆι κατακείμενον , ἔμπλεον ὄντα , πίνοντα γλυκὺν οἶνον , ὑποτρώγοντ ' ἐρεβίνθους
4242147 ᾠον
τὸν ὀφθαλμὸν θεραπεύειν : εἶτα ἐπιτιθέναι ἔριον μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ᾠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου καὶ ἐπιδεῖν ,
Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐν Συμποσίῳ : βολβὸς καὶ κοχλίας καὶ ᾠὸν καὶ τὰ ὅμοια δοκεῖ σπέρματος εἶναι ποιητικά , οὐ
4239759 ἀναδοϲιν
τῷ τῆϲ ἐϲ πέψιν θερμαϲίηϲ , ἀτονίῃ δὲ τῆϲ ἐϲ ἀνάδοϲιν δυνάμιοϲ . χρὴ ὦν τὴν κοιλίην πρώτιϲτα μὲν πόνων
δὴ τὸ ῥύπτειν , διουρητικώτερον αὐτὸ ἀποτελοῦμεν , καὶ πρὸϲ ἀνάδοϲιν καὶ θρέψιν ἐπιτήδειον . καλλίϲτη δὲ ἀφαίρεϲιϲ γίνεται μιχθέντοϲ
4237467 προσιεται
λίαν μελαγχολῶντες ἀποκλείουσι τοὺς θεραπεύοντας , οὕτω σοφίαν τυραννὶς οὐ προσίεται . Πλάτωνα γοῦν ἐπίπρασκε Διονύσιος καὶ Νέρων Μουσώνιον ἐξεκήρυττε
ἐν δὲ τῇ Συρακουσίᾳ ποιήσει καθωμίληται . ἀλλ ' οὐ προσίεται ὁ Ἀττικισμός , περὶ οὗ ἀγωνιζόμεθα , τὴν ἀλλοδαπὴν
4233194 λακκαιον
ἔχοντες . Λακκαῖον δὲ ὕδωρ λέγει Ἀναξίλας : ἴσως τὸ λακκαῖόν γε ὕδωρ ἀπόλωλεν . ἐγὼ δ ' ὢν φιλοτάριχος
ἐμοῦ τουτί γέ σοι νόμιζ ' ὑπάρχειν . Ἴσως τὸ λακκαῖόν γ ' ὕδωρ ἀπόλωλε . Οὐκ ἄν γ '
4232684 διαβαθρον
: φελλὸς ἐν ταῖς βαυκίσιν ἐγκεκάττυται . μακρά τις : διάβαθρον λεπτὸν φορεῖ τήν τε κεφαλὴν ἐπὶ τὸ νῶτον καταβαλοῦς
, φελλὸς ἐν ταῖς βαυκίσιν ἐγκεκάττυται : μακρά τις , διάβαθρον λεπτὸν φορεῖ τήν τε κεφαλὴν ἐπὶ τὸν ὦμον καταβαλοῦς
4228104 οἰδισκεται
καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ
καὶ ἀψυχίη , καὶ πυρετὸς λεπτὸς , καὶ περίψυξις : οἰδίσκεται δὲ μάλιστα τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ νοῦσος λαμβάνει
4219301 φαρμακωδη
ὅτι στυπτικὰ καὶ θερμαντικά : τὰ ἀρώματα γὰρ τὰ τοιαῦτα φαρμακώδη . Ταῦτα μὲν οὖν ἔξω τῆς τέχνης . Κρᾶσις
ἐστὶ τὸ τοῦ πηγάνου σπέρμα καὶ καννάβου , ὡς εἶναι φαρμακώδη λοιπόν . τῶν δὲ Δημητρίων σπερμάτων εἰς λεπτύνουσαν δίαιταν
4217175 ἀποτεκειν
πολλὰ δὲ αὐτὸν ἐγγύθεν βλέπειν τὸν οὐρανόν . ἢν δὲ ἀποτεκεῖν δέῃ , κομίσαντές τινα λίθον ταῖς κοίλαις ἐντιθέασι καλιαῖς
ἐπὶ ζῷον συγγενὲς ἐπιβαίνειν : ἐγκύμονα δὲ γενομένην χρόνοις ὕστερον ἀποτεκεῖν μιξόθηρα τὸν ἐπικαλούμενον Μινώταυρον . εἰκὸς δὲ καὶ ἄλλας
4209985 προσφερῃ
ὑγραίνειν , ξηραίνῃ , ἢ ἃ παχύνειν δέοι , μὴ προσφέρῃ ἀφ ' ὧν δεῖ παχύνειν , ἢ ἃ δεῖ
, σὺ μὲν ὡς φάσκοντος ἐμοῦ εἰδέναι περὶ ὧν ἐρωτῶ προσφέρῃ πρός με , καὶ ἐὰν δὴ βούλωμαι , ὁμολογήσοντός
4192424 αὐχμηρον
γενέσεως καὶ σπέρματος οὐσίαν νομίζοντες : Τυφῶνα δὲ πᾶν τὸ αὐχμηρὸν καὶ πυρῶδες καὶ ξηραντικὸν ὅλως καὶ πολέμιον τῇ ὑγρότητι
τῷ ξηρανθῆναι τοὺς μῦς περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ὥστε ἀποδύντων αὐχμηρὸν καὶ προσεσταλμένον φαίνεσθαι τὸ σῶμα καὶ πρὸς τὰς κινήσεις
4191289 παραπλησιαν
ἂν ὑπὸ πυρὸς ἅπαντα ταῦτα μεταβάλλειν , εἴπερ ὁμοίαν ἢ παραπλησίαν δεῖ τὴν ἐνταῦθα τῇ φυσικῇ νομίζειν . ἔστι δέ
πρότερον ὑφελέσθαι τὸ ἀλλότριον ἐσπουδακὼς εἰκότως καὶ νῦν ἐπὶ τὴν παραπλησίαν κεχώρηκε τῶν κακῶν παλαίστραν : ἀπὸ δὲ τοῦ μείζονος
4184967 αἰσθανεσθαι
ᾐσθάνετο ἀλληγορικὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἅμα , τὸ δὲ τὴν οἰκουμένην αἰσθάνεσθαι ἐμφατικὸν τῆς δυνάμεως τῆς Ἀλεξάνδρου , καὶ ἅμα δέ
τῶν στοιχείων . καὶ συμβαίνει ταὐτὸν εἶναι τὸ φρονεῖν καὶ αἰσθάνεσθαι καὶ ἥδεσθαι καὶ τὸ λυπεῖσθαι καὶ [ τὸ ]
4177477 ζηλοτυπος
γενέσθαι . τοῦτο αἰσθόμενος ὁ πατήρ , ἄγριός τις καὶ ζηλότυπος γέρων , ἠγανάκτησε καὶ ὑπό τινος μεμοιχεῦσθαι οἰηθεὶς αὐτὴν
εἴτε κατὰ τέλος τὴν αὐτὴν φυλάττει γραφήν : οἷον , ζηλότυπος : ζηλωτής : τοῦτο οὐ σύνθετον ἀλλὰ παράγωγον :
4176333 Ἐντερα
ἡ καρδία καὶ ὁ πνεύμων συνταριχευθέντα τὰ αὐτὰ ἰῶνται . Ἔντερα τοῦ αὐτοῦ ἐχίνου καὶ ῥίζαν μαλάχης καὶ φλοιὸν ἰτέας
πιεῖν . [ Πρὸς πάντα τὰ ἐντὸς ἀλγήματα . ] Ἔντερα ἀλγοῦντι εἴ τις τοὺς πόδας νίψῃ , δὸς πιεῖν
4171168 εὐτονιαν
ψυχρὰς αὐτὰς νεανικὰς ὑπάρχειν : τουτὶ γὰρ εἶναι τὸ τὴν εὐτονίαν ποιοῦν . κροτεῖσθαι μέντοι μὴ μεγάλαις σφύραις μήτε ἰσχυραῖς
μὲν οὖν σῶμα διὰ τῆς γυμναστικῆς καὶ ἀλειπτικῆς ὠφέλησαν εἰς εὐτονίαν τε καὶ εὐεξίαν σχέσεις τε καὶ κινήσεις εὐμαρεῖς ,
4169327 βαπτομενα
μέλιτος καὶ ἐλαίου . [ Πρὸς βῆχας . ] Σῦκα βαπτόμενα εἰς ἄκρατον καὶ λαμβανόμενα ὠφελεῖ . ἄλλο . ῥητίνην
, ὥσπερ ἂν εἰ καὶ γραφεῖς ποιῶσι . καὶ τὰ βαπτόμενα δὲ πάντα τὰς χρόας ἀπὸ τῶν βαπτόντων λαμβάνει .
4163555 ἀμορφον
τηροῦντας τὴν ἀρχὴν τῶν πάντων ἐν τῷ τιμίῳ μὴ τὸ ἄμορφον μηδὲ τὸ παθητὸν μηδὲ τὸ ζωῆς ἄμοιρον καὶ ἀνόητον
παρὰ γοῦν ἐμοί , ἡ καινότης , μὴ οὐχὶ συντετρῖφθαι ἄμορφον ὄν . καὶ εἴ γε μὴ οὕτω φρονοίην ,
4161787 ἡδυνει
δύναται δ ' οὐχ ὁμοίως κινεῖν τὴν ἀκοὴν ἅπαντα : ἡδύνει μὲν γὰρ αὐτὴν τὸ λ καὶ ἔστι τῶν ἡμιφώνων
ἀτελῆ τὴν ἄγραν αὐτῇ παρασκευάσεις : ὀφθαλμοὺς μὲν γὰρ φανεῖσα ἡδύνει , ὦτα δὲ φθεγξαμένη λιγαίνει , ψυχὴν δὲ τὸ
4159754 κατεσθιων
φρύνου κατέχων τις κοιμίζει τὸν λύκον . ὅτι ἐστι λύκος κατεσθίων σίδηρον καὶ τοὺς λίθους . κρύπτεται δὲ κατὰ τὸν
κατὰ πάντων ἐσθίειν , φαγεῖν , φαγών καταφαγών , ἐσθίων κατεσθίων , ἐπιφαγεῖνοὕτω δ ' ἔλεγον τὸ ἐπὶ τῷ ἄρτῳ
4159632 αἱματωδη
ἐντός , ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα , εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει : ἔπειτα
κεκλασμένην ὁρῶμεν καὶ τὰ πυρώδη διὰ καπνοῦ ἢ ὁμίχλης φαινόμενα αἱματώδη δοκεῖ : ἢ παρ ' αὐτὸ τὸ αἰσθητήριον ,

Back