γὰρ ἄν ποτε πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρς ' ὁδοιπορῶν , νήφων ἀοίνοις , κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην βάθρον τόδ ' ἀσκέπαρνον .
καὶ τὸν σοφίας μὴ ἐπιθολοῦν κρατῆρα , ὃς ἐν ταῖς ἀοίνοις ψυχαῖς ἕστηκεν , οὐδὲ χλαῖνα θάλψει αὐτόν , οὐδὲ
6713592 ὑφαινειν
ὅμοιον ὡς κἂν εἴ τις λέγοι τὴν ψυχὴν κινεῖσθαι τῷ ὑφαίνειν ἢ οἰκοδομεῖν : βέλτιον γὰρ ἴσως μὴ λέγειν τὴν
ποθέω πολυήρατον ? [ εἶδος ] ? ? ? [ ὑφαίνειν ] [ , ] χάρματι λαμπετόοντ ' ἀμαρύγματα [
6644460 ἀποδακνειν
Ἀπόλλωνος ἔθος ἦν τρέχειν καὶ τύπτειν τὸν βωμὸν μάστιγι καὶ ἀποδάκνειν ἐξηγκωνισμένους ἐκ τῆς ἐλαίας . ῥησσόμενον : πλησσόμενον .
, οὗ τοὺς γευσαμένους τάς τε σάρκας καὶ σιαγόνας ἑαυτῶν ἀποδάκνειν : ἔνιοι δὲ ὡς καὶ Ὅμηρος τοὺς ἐπὶ κακῷ
6549247 σιαγοσιν
τοῖς ὄνυξι τοῖς ὠμὰ κρέα ἁρπάζουσι πρὸς σίτησιν : νῦν σιαγόσιν : ὠμὰ σιτουμένοις : ἐκ μέρους τὸ πᾶν :
μαστάζειν : ἀντὶ τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων * χυλόν :
6443726 θελε
τοιοῦτος γενόμενος . Οὐκοῦν , ὦ Ζεῦ , μηδὲ ἐρᾶν θέλε : ῥᾴδιον γὰρ τοῦτό γε . Οὔκ , ἀλλὰ
διακρίνειν . , γινώσκειν . , νοεῖν , εἰδέναι , θέλε ἐπιγινώσκειν , ἀκούειν . ῥυθμῶν ] ἐμμέτρων λόγων ,
6427724 γενυσιν
θριξίν . πυρρός : ὁ ἀρτίχνους . Εὐριπίδης : πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος . ὁ δ ' ἡμιγένειος : ὁ ἤδη
ὁ ἤδη : πωγωνίτης . Παρμένων : παῖδ ' οὔτε γένυσιν πυρρὸν οὐθ ' ὑπηνήτην . θέρεος μέσῳ ἤματι :
6409036 δροσοις
] κατ ' εἰρωνείαν . ἁ καλὰ ] Ἄρτεμις . δρόσοις ] ἤτοι τοῖς νεογνοῖς . ἀέπτοισι ] τοῖς μὴ
ὥσπερ καὶ φυτὸν ἐπαίρεται πρὸς αἰθέρα καὶ αὔξεται ταῖς χλωροποιοῖς δρόσοις . ἢ οὕτως : ὥσπερ δένδρον ὕδατι ποτιζόμενον εἰς
6332014 γοοις
ἢ ὅτι σκυλευόμεναι θρῆνον ἐγείρουσι καὶ τὸ αὐτῶν ὄμμα ἐκτήκουσι γόοις κατ ' Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι
δίδυμα μέμονε φρήν , σὲ πάρος ἢ ς ' ἀναστενάξω γόοις . Πυλάδη , πέπονθας ταὐτὸ πρὸς θεῶν ἐμοί ;
6292071 κατακρεμανται
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Καὶ Εὔπολις ἐν
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ βασιλεὺς
6290889 προσπεπατταλευμεναι
Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι ἡ κοπὶς
τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ
6272425 ῥανισιν
ἄντικρυς ἡλίου φαίνεσθαι : τότε γὰρ ἡ ὄψις προσπεσοῦσα ταῖς ῥανίσιν ἀνα - κλᾶται , ὥστε γίγνεσθαι τὴν ἶριν .
θ ' ἱεροῖς ἐσόδους Φοίβου καθαρὰς θήσομεν ὑγραῖς τε πέδον ῥανίσιν νοτερόν : πτηνῶν τ ' ἀγέλας , αἳ βλάπτουσιν
6268321 πρεσβυταισιν
; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ
καλῶς , ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; καὶ Εὔπολις ἐν Εἵλωσι : καὶ
6259466 αἰξι
μὲν οὕτως εἶναι κώμην τὸ ὄνομα λαβοῦσαν , ταῖς δὲ αἰξὶ ταῖς ἐπιχωρίοις ἔνδον ἐν τοῖς σηκοῖς παραβάλλειν τοὺς νομέας
γὰρ τὸ παλαιὸν αἶγας εὑρεῖν τὸ μαντεῖον : οὗ χάριν αἰξὶ μάλιστα χρηστηριάζονται μέχρι τοῦ νῦν οἱ Δελφοί . τὸν
6205601 κυσιν
γνωστὸς ἔσται ὅτι ἔχει . Πολλοὶ δὲ κατ ' Ἤπειρον κυσὶν ἐχρήσαντο ὧδε . Ἀπαγαγόντες δέσμιον περιέθηκαν περὶ τὸν αὐχένα
τὸ δεῖπνον εἰς τὸ σταῖς ἀπεψῶντο τὸ λίπος καὶ τοῖς κυσὶν ἐπέρριπτον . ΓΘ ἄλλως : τὸ σταῖς , ᾧ
6197379 ὀπαις
παχεῖα , καθ ' ἃ ψαύει τῶνδε τῶν ὀστῶν , ὀπαῖς λεπταῖς τέτρηται . καὶ διὰ ταύτης γέ τοι πρώτης
σαῦρον καὶ χύτραν κεραμέαν τῶν νεωστὶ εἰργασμένων διατρήσας πάνυ λεπταῖς ὀπαῖς , ὡς μὴ εἴργειν μὲν τὸ πνεῦμα , οὐ
6191199 ῥανισι
ὄρθρον ἄνοιξον τὰ ἀγγεῖα , καὶ εὑρήσεις τοὺς κηφῆνας ταῖς ῥανίσι τῶν πωμάτων προσκαθημένους . ἀεὶ γὰρ μεστοὶ τοῦ μέλιτος
λέγους ' ἀπίστους ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς . οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ ' ,
6190298 πυρουμενην
Ἅιδην δεξιούμενον πάλαι . λεύσσω σε , τλῆμον , δεύτερον πυρουμένην ταῖς τ ' Αἰακείοις χερσὶ τοῖς τε Ταντάλου Λέτριναν
καὶ τὰς ἀέρος καὶ ὕδατος μορφὰς δεχομένην ἀπαμβλύνει μὲν τὸ πυρουμένην καὶ ὑγραινομένην , δηλοῖ τε ἐν τῷ μορφὰς δεχομένην
6178559 λεσχαισι
μεταλαβεῖν . Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι
ἐλθοῦσιν ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ;
6158712 ξανθαισιν
τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥιπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη
ἐξωπλισμένη τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη
6154938 Χρην
ἣν ἔχομεν ὁδὸν λόγων εἴπωμεν ὅσα τε νοῦς ἔχει . Χρῆν μὲν τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους , εἴ τις κωμῳδοποητὴς αὑτὸν
ἡδονὴν θάνῃς : φυλάξαι δεῖ με τοῦτό σοι πικρόν . Χρῆν δ ' εὐθὺς εἶναι τήνδε τοῖς πᾶσιν δίκην ,
6124695 κριθαις
καὶ οἱ στάχυες δὲ τῶν μὲν μεγάλοι καὶ μανότεροι ταῖς κριθαῖς τῶν δὲ ἐλάττους καὶ πυκνότεροι , καὶ ἀπέχοντες δὲ
μὲν τοῖς χεδροποῖς ὅμοια τὰ δὲ τοῖς πυροῖς καὶ ταῖς κριθαῖς . ἐρέβινθος μὲν γὰρ καὶ φακὸς καὶ τἆλλα τὰ
6051152 σαρξιν
εὔχυμα : οἱ δ ' ἀδένες πεφθέντες καλῶς ὁμοίως ταῖς σαρξὶν εὔχυμοι . καρδία οὐ κακόχυμος . βελτίους οἱ πόδες
τῶν δηγμάτων πληγὰς , εἴ τι δέ που περιλέλειπται ταῖς σαρξὶν ὀδὰξ ἐμφυόμενον , χαμαὶ πίπτειν εὐθὺς αὐτοκύλιστον . Μακρόβιον
6042489 σαισι
παλαιὸν δωμάτων ἐμῶν λάτριν . χὤτι μ ' ἐν ταῖς σαῖσι φερναῖς ἔλαβεν Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ
θεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς : ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις βόσκων ἀνθρώπων γενεὴν κατ ' ἀπείρονα κόσμον .
6000525 ῥοαις
αἱ ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἐκπεμπόμεναι . γράφεται προσέλκοι . καλλιρόοισι ῥοαῖς : ταῖς ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἀναφερομέναις τῶν μετ '
πόντος : πέλαγος . ῥώμη : ἰσχύς , δύναμις . ῥοαῖς : τοῖς ῥέουσιν ὕδασιν . ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον .
5995023 βοστρυχοις
, οὐ χαλκός , οὐ σίδηρος ] , ἐπὶ δὲ βοστρύχοις πῦρ ἔφερον , οὐδ ' ἔκαιεν . οἱ δ
ἔσω ξίφους : ἀλλ ' ἴτω ξανθοῖς ἐπ ' ὤμων βοστρύχοις γαυρούμενος . [ εἰ γὰρ Ἀργείους ἐπάξει τοῖσδε δώμασιν
5991412 καταπλασαι
διεὶς , ἔπειτα λαβὼν σάρκα ποταινίην , προσθεῖναι , καὶ καταπλάσαι τοῖσι φύλλοισι , καὶ ἐχέτω τὴν νύκτα : ἕωθεν
, ἑψεῖν ἕως ἂν οἷόν περ σταῖς γένηται : ἔπειτα καταπλάσαι , ἢν θερμοτέρῳ δύνηται ἀνέχεσθαι , τὴν νείαιραν γαστέρα
5982745 μυρτοις
ἐν τῷ ὄρει καὶ καρπὸς ἀκάνθης , ταῖς λευκαῖς παραπλήσιος μύρτοις : ὃν ὅταν τις τρίψας ἐλαίῳ καταχρίσαι τὸ σῶμα
Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον . Ἀνακρέων δὲ καὶ μύρτοις στεφανοῦσθαί φησι καὶ κοριάννοις καὶ λύγῳ καὶ Ναυκρατίτῃ στεφάνῳ
5962241 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
5959554 γναθοις
πάτταλον , καὶ τὸ χρῶμα ξυλοειδές , πρὸς δὲ ταῖς γνάθοις ἀπὸ τοῦ στόματος ἀρξαμένην ἀντὶ πώγωνος μακρὰν σάρκα καὶ
; πώλους ἀπάξω κοιράνωι Τιρυνθίωι . οὐκ εὐμαρὲς χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις . εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο .
5947894 ῥισιν
μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ προσπηδήσεται ταῖς ῥισίν , ἀλλ ' ἄνω μάλ ' εἶσι καταφυγών .
μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ προσπηδήσεται ταῖς ῥισίν , ἀλλ ' ἄνω μάλ ' εἶσι καταφυγών .
5930712 εὐφωνων
ἦν ξείνοισιν ἀνὴρ ὅδε καὶ φίλος ἀστοῖς , Πίνδαρος , εὐφώνων Πιερίδων πρόπολος . Εἰκόνα πέντε βοῶν μικρὰ λίθος εἶχεν
τῷ θανεῖν ἐξήρχοντο . Χάρης ᾄδων ὄρθιον : ἐπὶ τῶν εὐφώνων : ὁ γὰρ Χάρης αὐλητὴς Θηβαῖος ἦν : ὄρθιος
5922390 ἀμηχανοισι
† ἄτη ' κιχήσατο . θυμέ , θύμ ' , ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε , † ἀναδευ δυσμενῶν † δ '
ἡμεῖς ὄντες ἐν τάφοις τότε τοῖς τἀμὰ παρβαίνουσι νῦν ὁρκώματα ἀμηχάνοισι † πράξομεν δυσπραξίαις , ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους
5918944 πελωριου
ποτ ' ἐπὶ προχοῇσιν Ὕλαν ἀπενόσφισε Νύμφη , ὀτρηρὸν θεράποντα πελωρίου Ἡρακλῆος . ἔνθεν ἐς Ἑλλήσποντον ἀνατρέχει ἄσπετος ἀγκὼν βαιοτέρης
ἔχοντε πρέμνον : Στέλεχος καὶ ῥίζαν . πράγματος [ δὲ πελωρίου , ] ὅ ἐστι χρήσιμόν τι εἰσηγούμενοι . ὦ
5915671 κεκραγεναι
θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν
καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ '
5913096 Κραμβης
. . . λιτρ . βʹ νάρδου τὸ ἀρκοῦν . Κράμβης ἀπόζεμα καὶ ῥοῦν Συριακὸν λειοτριβήσας εἰς λεπτὸν καὶ μίξας
δόσις τριώβολον μετὰ κονδίτου ἢ ὑδρομέλιτος . Ἄλλο δόκιμον . Κράμβης σπέρματος ⋖ Ϛʹ , κυπέρου , πετροσελίνου , ἠλέκτρου
5894832 φονιον
; πῶς ἀγῶνος ἥκομεν ; οὐκ οἶδα πλὴν ἕν : φόνιον οἰμωγὴν κλύω . ἤκουσα κἀγώ , τηλόθεν μὲν ἀλλ
τεμῶ πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι παρῆιδί τ ' ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ † χροός † . μέγας γὰρ ἁγὼν καὶ
5892487 ἐχρισεν
ἔπι παρθενεῶνος καὶ χρόα πάντα κάθηρε . δέμας δ ' ἔχρισεν ἐλαίῳ εὐόδμῳ ῥοδέῳ καὶ ἁλίπνοον ἔσβεσεν ὀδμήν . εἰσέτι
τοὺς ἄλλους ἑτάρους ἐν δώμασι Κίρκη ἐνδυκέως λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ ' ἐλαίῳ , ἀμφὶ δ ' ἄρα χλαίνας
5888604 στερνοις
ἐπ ' αὐτῇ γενομένη ξόανον ἐκείνης ὅμοιον κατασκευάσασα περιέθετο τοῖς στέρνοις * ὃ λέγουσιν * αἰγίδα καὶ ἐτίμα ἱδρυσαμένη παρὰ
τίπτε δεδάκρυσαι , φίλε Σώκρατες ; ἦ ς ' ἀνακινεῖ στέρνοις ἐνναίων σκηπτὸς πόθος ὄμμασι θραυσθεὶς παιδὸς ἀνικήτου ; τὸν
5884700 ἀλεκτρυοσι
δυνάμεως τά τε βούγλωσσα καὶ ἡ ψῆττα . καὶ τοῖς ἀλεκτρυόσι δέ , εἰ γυμνάζοιτό τις , οὐ κωλύω χρῆσθαι
τῶν ἀλεκτρυόνων . τοῖς κοιτῶσι , τοῖς Σαρπηδόσι , τοῖς ἀλεκτρυόσι . τοὺς κοιτῶνας , τοὺς Σαρπηδόνας , τοὺς ἀλεκτρυόνας
5881753 πημασιν
λαβόντος ὅπλ ' ἀπηλλάχθη βίου . σὺ τοῖς ἐκείνου δῆτα πήμασιν νοσεῖς ; ὁθούνεκ ' αὐτῶι γ ' οὐ ξυνωλόμην
. πεπαμμένωι ] τῶι κεκτημένωι . νόσον ] λέγω . πήμασιν ] ἤτοι τῶι φθόνωι . βαρύνεται ] δαμάζεται .
5874908 πελεκεσιν
διέμεινεν ἡλικίας , ὅταν ἔξωθεν τῆς πόλεως γένωνται χρῆσθαι τοῖς πελέκεσιν , ἔνδον δὲ ταῖς ῥάβδοις κοσμεῖσθαι μόναις : νόμους
πρὸς ἑαυτὸν ἕλκει , ἐμπίπτων δὲ τοῖς κέρασι κατακόπτει ὡς πελέκεσιν . εἰ γὰρ καὶ φορίνην ὁ ῥινόκερως ἔχει στερεὰν
5869809 δακρυσιν
οἱ γονεῖς οἱ γέροντες ἔρρανται καὶ βρέχονται καὶ βέβληνται τοῖς δάκρυσιν ὀδυρόμενοι τὰ ἐκ τοῦ δαίμονος καὶ τῆς τύχης αὐτοῖς
λέγοιτ ' ἂν οὐδενὶ ἄλλῳ τοσοῦτον χαιρούσης ὅσον ὀδυρμοῖς καὶ δάκρυσιν , ὃν ὀδυρμὸν καὶ παιᾶνα καλεῖ Αἵδου . .
5867589 ἐνθησω
στίχος . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρόν ἐνθήσω , μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι
πόντον . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι ,
5860441 ἐμπλεον
ὡς ἴσμεν , χιτῶνος : πνεῦμα δ ' ἐν αὐταῖς ἔμπλεον ἔχουσιν , ὥστε πρώτως ἂν αὗται γνῶσιν παράσχοιεν τοῖς
τοιαῦτα λέγειν χειμῶνος ἐν ὥρηι ἐν κλίνηι μαλακῆι κατακείμενον , ἔμπλεον ὄντα , πίνοντα γλυκὺν οἶνον , ὑποτρώγοντ ' ἐρεβίνθους
5854779 τεθολωμενον
Διειδὲς δὲ ὕδωρ καὶ ἀκραιφνὲς καμήλῳ πιεῖν ἔχθιστόν ἐστι , τεθολωμένον δὲ καὶ ῥυπαρὸν ἥδιστον πωμάτων ἡγεῖται . καὶ μέντοι
' οὗ τὸ λίνον ἦν . Γελῶντα καὶ χαίροντα καὶ τεθολωμένον . Ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ ' ἡ καρδία .
5853423 Ἀμπελωνας
δὲ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀνυπερθέτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσι καὶ Καρκίνῳ καὶ Ὑδροχόῳ
καὶ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀδηρίτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσιν , Καρκίνῳ , Ὑδροχόῳ
5851057 ἐσχαραις
; βάκηλος εἶ . ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν κεκλεισμένον τε τἀλειπτήριον . ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ
Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . Κῆρυξ Θαλάσσης
5840992 προστροπαιον
Αἰσχίνης Περὶ τῆς πρεσβείας : ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῦτον προστρόπαιον , ἀντὶ τοῦ ἄγος καὶ τὸ μίασμα . καὶ
οἱονεὶ τὸν φονεύσαντα : αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκετεύοντα . σημείωσαι . ἀργῆτι ] λευκῶι .
5838033 Ἀθαναις
οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ' ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ ' εὐκλέ ' ἀγοράν : ἰοδέτων
κοὐ λήξω τοὺς βόσκοντας θεραπεύων . οὐκ ἐν ταῖς ζαθέαις Ἀθάναις εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν μόνον οὐδ ' ἀγυιάτιδες θεραπεῖαι
5836479 θοιναις
ἐλιννύσαιμι ] βραδύναιμι καὶ ἀμελήσαιμι ὁσίαις ] ἐντίμοις , ἁγίαις θοίναις ] εὐωχίαις , θυσίαις ποτινισσομένα ] προσερχομένη βουφόνοις ]
πάντες Ἐλεοδύται διὰ τὸ τοῖς ἐλεοῖς ὑποδύεσθαι διακονοῦντες ἐν ταῖς θοίναις . ἐλεὸς δ ' ἐστὶν ἡ μαγειρικὴ τράπεζα .
5831506 ἀκηρατον
τὴν πρᾶξιν , ἐν πυρὶ τὸν Παρμενίδου λόγον ὥσπερ χρυσὸν ἀκήρατον καὶ δόκιμον παρέσχε καὶ ἀπέδειξεν ἔργοις , ὅτι τὸ
ὁπόσον ἀνθρώπειον εἶχε παρὰ τῆς μητρὸς καὶ καθαρόν τε καὶ ἀκήρατον φέρων τὸ θεῖον ἀνέπτατο ἐς τοὺς θεοὺς διευκρινηθὲν ὑπὸ
5819568 πλοκαμοις
: προσπλέξωσι , περιπτύξωσι , περιπλέξωσιν . σπείραις : τοῖς πλοκάμοις , περὶ τοῖς ποσὶ διὰ τὸ κυκλοτερὲς , τοὺς
Ἰκμαλέοισι : διύγροις . θυσάνοισι : πτεροῖς , ἱματίοις , πλοκάμοις , κροσσοῖς . πάγη : ἐσουβλίσθη . Μεμαυῖα :
5818159 ὀνοις
- , , , : . . . . . ὄνοις δὲ καὶ προβάτοις Ἀντίπατρος ἐγκαλῶν ὀλιγωρίαν καθαριότητος , οὐκ
ὁ δὲ καθ ' ἡμᾶς χρόνος ἐκινδύνευσεν ὄντως ἐπὶ τοῖς ὄνοις σαλεύειν . [ . . . . , .
5813892 πεδην
ὀδύνῃσιν ἀμφιπαγεῖς ' ἀέκουσα μένει θρασὺν ἀγρευτῆρα : τοίην νηῒ πέδην περιβάλλεται αἰόλος ἰχθὺς ἀντιάσας : τοίων δὲ φερωνυμίην λάχεν
ἢ τὰς ἀμφιδέας ἢ ἁπλῶς τὸ ψέλιον ἢ καὶ τὴν πέδην , ὡς παρ ' Ἐπιχάρμῳ . αἰγὸς τρόπον μάχαιραν
5811835 πιλοις
σκήπτρου τύπον ἀροτροειδῆ καθεστῶτα , ὃν ἔχοντας τοὺς βασιλεῖς χρῆσθαι πίλοις μακροῖς ἐπὶ τοῦ πέρατος ὀμφαλὸν ἔχουσι καὶ περιεσπειραμένοις ὄφεσιν
καὶ πνεύμασι καὶ νιφετοῖς καὶ ἐνειλημένον χεῖράς τε καὶ πόδας πίλοις τε καὶ ἀρνακίσιν , οὐδ ' ὑφ ' ἑνὸς
5806605 ὑποθυμιατεον
καθίσαι διὰ τὴν πνίγα ἢ διὰ τὴν ἀσθένειαν , ἀνακειμένην ὑποθυμιατέον , τοῦ πυρὸς ὑπὸ τοῖς ἱματίοις σκεπομένου . ἐπὶ
ἴσου , καὶ θείου ἐντιθεμένου χυτριδίῳ , τὴν κεφαλὴν συγκαλυφθεῖσαν ὑποθυμιατέον καὶ θερμαντέον . ἀλλὰ μὴν καὶ κενώσει κοιλίας χρηστέον
5805432 λουτριον
ταῦτ ' ἀεί . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους τραπέζης οἴμοι κακοδαίμων τῆς τόθ
Ἀριστοφάνης ἐν Ἥρωσιν μήτ ' ἀπόνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μηδὲ λούτριον . ἡ δὲ νέα κωμωιδία καὶ λουτῆρας λέγει .
5796730 πλεκταις
φησιν Ἡρωδιανός , παρατιθέμενος τὰ Σοφοκλέους ἐκ Ποιμένων “ κημοῖσι πλεκταῖς πορφύρας φέρει γένος . ” καὶ Αἰσχύλος ἐν Λυκούργῳ
κυανέαις δίναις τραφείς φλεβὸς τροπωτήρ , πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος
5791916 βαλει
τὸν δύπτην ἤγουν αὐτὸν τὸν κολυμβητὴν Ὀδυσσέα ἐμπεπλεγμένον κάλοις , βαλεῖ δὲ σὺν αὐταῖς ταῖς μεσόδμαις καὶ τοῖς ἰκρίοις .
τῆς δάμαρτος καὶ τῆς θηλείας τοῦ κηρύλου καὶ ἄρρενος ἀλκυόνος βαλεῖ πρὸς τὸ κῦμα τὸν δύπτην ἤγουν αὐτὸν τὸν κολυμβητὴν
5791302 συνεμπορον
φρίκῃ γελᾷ ἄψοφον ἔχειν στόμα ἀνίερος τύχη ἄψυχον ἄνδρα λαμβάνειν συνέμπορον δημεχθής δισχιδὴς ὁδός δυσμάραντον κακόν δυσπρόσωπα ὄμματα δυσήλιον θέρος
θαλάττης κρατοῦντος μήτε τὸν ἰχθὺν τὸν ξιφίαν τῇδε τῇ ἴλῃ συνέμπορον ἀφικέσθαι μήτε μὴν δελφῖνα . ὁ γοῦν γενναῖος ξιφίας
5783763 κηδεσιν
νόμος ἐστὶν αὐταῖς ἐπὶ τοῖς ἰδίοις τε καὶ ἀναγκαίοις ποιεῖν κήδεσιν , ἀποθέμεναι χρυσόν τε καὶ πορφύραν καὶ τὸν ἄλλον
καὶ σέθεν εἵνεκ ' , ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι θυμὸς κήδεσιν . ἀλλ ' ἄγε νῦν ξυνίει ἔπος , ὅττι
5782833 ἀποπνεοντα
ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ ' ἐν τοῖς περὶ
, ἐπ ' ἄκρῳ δὲ κορύμβια δριμύ τι μετέχον εὐωδίας ἀποπνέοντα . Πολυπόδιον φύεται ἐν πέτραις βρύα ἐχούσαις καὶ ἐν
5780722 κρουμασιν
καὶ φίλον ἐστὶ ταῖς θεαῖς ἐν ᾠδαῖς τε εἶναι καὶ κρούμασιν : ἐπειδὰν δὲ ἴδωσι τὸν Ἀπόλλωνα τῆς χορείας ἡγεῖσθαι
; ὁμοῦ γὰρ τῇ ὥρᾳ τῆς παιδίσκης ᾑρέθης καὶ τοῖς κρούμασιν , ὡς ὁ αὐτὸς ἔφασκεν ἀπαγγέλλων . πέπαυσο εἰς
5778553 περδιξιν
ἐκείνῳ τῷ ὄρνιθι χαίρουσι , τοῦτο καὶ δόρκοι πάσχουσιν ἐπὶ πέρδιξιν : ἀλλὰ μὴν καὶ ἵπποις ὠτίδες ἐπιγεγήθασιν , αἷς
οἱ μικροί , φησίν , ἄνδρες οἱ ταῖς γεράνοις διαπολεμοῦντες πέρδιξιν ὀχήματι χρῶνται . Μενεκλῆς δ ' ἐν πρώτῃ τῆς
5773948 καλυκεσσι
τοι ἐγών , Ἀμαρυλλὶ φίλα , κισσοῖο φυλάσσω , ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις . ὤμοι ἐγών , τί πάθω
νηῶν : ὁππότε γαῖα βροτοῖσι φυτηκομέουσι γέγηθεν : ὁππότε καὶ καλύκεσσι καὶ ἄνθεσιν ἅμματα λύει : ἢ πάλιν ἐσχατίῃσιν ὀπωρινῇσι
5770879 δαιμοσιν
τῶν ὧν πάσχουσιν οἱ τῶν θεῶν ἐχθροί . . . δαίμοσιν ] τοῖς ἥρωσιν . εἴκασμα ] εἰκονισμένον . .
, καὶ ἔξιν , ὅ ἐστιν ἐχῖνος , θῦσαι τοῖς δαίμοσιν : εὐαρεστησάντων δὲ τῶν θεῶν εὐφορίαν γενέσθαι καὶ τὴν
5770262 ὀρειοις
αἱρεῖσθαι τὸν ἀνδρειότατον , ἀλλ ' οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ὀρείοις : μᾶλλον δὲ τὸ τοῖς βασιλεῦσιν πολλὰς εἶναι γυναῖκας
; τίνα εἴπω βλέπειν τοῦτον τὸν κακοπαθοῦντα ἐν δεσμοῖς πετρίνοις ὀρείοις ; εἶτα πρὸς τὸν Προμηθέα λέγει : ὑπὲρ ποινῆς
5756113 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
5754480 γλαυκαι
[ ] [ βάρβακεϲ ἱέρακεϲ ] ? αἱ ? ? γλαυκαὶ ? ? παρὰ ? [ τοῖϲ Λίβυϲι ] [
λέοντα , καὶ ἡ γλῶσσα ταύταις ὁμοίως ἐκείνῳ τραχεῖα . γλαυκαὶ δὲ αὐταῖς αἱ τῶν ὀφθαλμῶν κόραι , καὶ μεμύκασι
5732952 θοινασθαι
ζῴοις δέδωκεν ἐσθίειν ἄλληλα καὶ τῶν ἀσθενεστέρων τὰ δυνατώτερα κρατεῖν θοινᾶσθαί τε αὐτά : τοῖς δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην σύμφυτον ἐνέσπειρε
ἐσθίειν ἄλληλα , καὶ τῶν ἀσθενεστέρων τὰ δυνατώτερα κρατεῖν , θοινᾶσθαί τε αὐτά : τοῖς δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην σύμφυτον ἐνέσπειρε
5727457 λοισθια
καὶ τόκ ' ἐτάκευ βασκαίνων , καὶ νῦν με τὰ λοίσθια γυμνὸν ἔθηκας . οὐ μαὐτὸν τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον
, λάινε παῖ καὶ ἔρωτος ἀνάξιε , δῶρά τοι ἦνθον λοίσθια ταῦτα φέρων , τὸν ἐμὸν βρόχον : οὐκέτι γάρ
5726276 βρονταις
κεραυνός : ἐν νιφάδι δὲ καὶ χιόνι λευκοπτέρῳ καὶ ἐν βρονταῖς ταραττέτω πάντα . οὐδὲν γὰρ ἀπὸ τούτων κάμψει καὶ
ᾧ περιφρονοῦντι τὰ δαιμόνια κατεσκεύαστο κεραυνῶν τε μιμήματα καὶ κτύποι βρονταῖς ἐμφερεῖς , οἷς δεδίττεσθαι τοὺς ἀνθρώπους ὡς θεὸς ἠξίου
5724483 ἡδεσιν
ἐξουσίαις οὐ τοῖς αὐτοῖς χρῶνται φίλοις ὡς χρησίμοις καὶ ὡς ἡδέσιν . ἄλλοι γάρ εἰσιν αὐτοῖς χρήσιμοι καὶ ἕτεροι ἡδεῖς
' ἂν λέγοιτο σώφρων ὁ τοῖς κατὰ γεῦσιν καὶ ἁφὴν ἡδέσιν οὐδαμῶς ὑποκείμενος καὶ αὐτὸς ταῦτα τῷ λογιζομένῳ ὑποτιθέμενος καὶ
5723492 πενθεσι
καὶ πολὺ τούτων γελοιότερα εὕροι τις ἂν ἐπιτηρῶν ἐν τοῖς πένθεσι γιγνόμενα διὰ τὸ τοὺς πολλοὺς τὸ μέγιστον τῶν κακῶν
φαρμακίσι συνεργεῖν καὶ ἐπάγεσθαι ταῖς οἰκίαις , εἶτα τελευταῖον τὸ πένθεσι καὶ φόνῳ χαίρειν , ἐξ οὗ τινες προήχθησαν ἐπὶ
5714905 προσαψῃ
τις ἐξ ὧν μάλιστα ψυχὴ φαίνεται ταῦτα ἀφελόμενος ἑτέρῳ τινὶ προσάψῃ πράγματι , οὔτε ὅθεν οὖσα ἐμφαίνεται καταλέλοιπεν οὔτε ὅ
δυσὶ ποσὶ τὰς δύο , ταῖς δὲ χερσὶ τὰς δύο προσάψῃ κνήμας . ἐν δ ' ἀφύκτοισι : ὁ νοῦς
5710896 στεγαις
εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐν τῷ τὸν ἄργυρον μεταλλεύεσθαι πρὸς ταῖς στέγαις κατὰ σταλαγμοὺς συνεστῶσα : φυλάττεται δ ' ἐν ὑάλοις
ἐπί . κοιμώμενος ] ἀνακλινόμενος . στέγαις ] ἐν . στέγαις ] τοῖς οἴκοις . Ἀτρειδῶν ] τῶν . ἄγκαθεν
5708771 θανειται
βακχευθείσης καὶ μανείσης πρὸς ἔρωτα δηλονότι σύφαρ καὶ γεραιὸς κόραξ θανεῖται σὺν ὅπλοις ἤτοι πολεμῶν πέλας τοῦ Νηρίτου τὸ πόντιον
μῦθος ἀέξει . Ὤιμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρπον : περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται , παραπλήκτῳ χερὶ συγκατακτὰς κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ βοτῆρας
5705332 καλαις
τὰ εἰς αις ἀποστρέφονται τὴν ὀξεῖαν τάσιν , οἷον παῖς καλαῖς σοφαῖς μεγάλαις ἀρίσταιςχωρὶς τοῦ δαίς , ὃ σημαίνει τὴν
ἐγένετο τὸ Ἑλληνικόν , καὶ ἐσκήνησαν αὐτοῦ ἐν πολλαῖς καὶ καλαῖς οἰκίαις καὶ ἐπιτηδείοις δαψιλέσι : καὶ γὰρ οἶνος πολὺς
5700895 ἀπολυ
ἔχοντες . Περίψημα ἡμῶν ἐγένου : ἤτοι κάθαρμα : ἢ ἀπολύ - τρωσις . οὕτως ἐπέλεγον τῷ κατ ' ἐνιαυτὸν
ἔχοντες . Περίψημα ἡμῶν ἐγένου : ἤτοι κάθαρμα : ἢ ἀπολύ - τρωσις . οὕτως ἐπέλεγον τῷ κατ ' ἐνιαυτὸν
5695211 γυλιον
τούτων τινὰ κάνθαρον καταστρέφοντα , πλησίον δὲ κείμενον στρωματέα καὶ γύλιον αὐτοῦ . δύ ' ἐστί , Ναυσίνικε , παρασίτων
' οὐδὲ τὰς δύο λίτρας δύναμαι . Ἡράκλεις , πνίγεις γύλιον τύ . μωρότερος εἶ Μορύχου , ὃς τἄνδον ἀφεὶς
5692416 ὀχμασαι
σοι πατὴρ ἐφεῖτο , τόνδε πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι , ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις . καὶ πάλιν
λίθων γενέσθαι , ὡς κλέπτην καὶ θεῶν παρήκοον . . ὀχμάσαι ] δῆσαι , προσπῆξαι . . συνδῆσαι , κατέχειν
5689227 θριξι
τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται
, ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται
5679948 φιλαις
χθονὸς ] γῆς . . ἔδοξε ] ἐφάνη καλόν . φίλαις κατασκαφαῖς ] ἐντίμοις καὶ πρεπούσαις καὶ ἀποδέκτοις ἐκείνῳ .
' οὔτι ] [ ῥῆμ ' ] ἔχεις εἰπεῖν [ φίλαις ; [ ] δέδοικα θανάτωι παιδὸς οἷα πείσομαι .
5673086 βλεφαροις
τῶν παρθένων καὶ παίδων , τουτέστι τοῖς παιδικοῖς , τὸ βλεφάροις ἀκουστέον , ἵν ' ᾖ τὸ τῆς ἑρμηνείας κατάλληλον
. Ἐκ τοῦ Αἰλιανοῦ . Ὅτι ὁ λαγὼς ἐκπεπταμένοις τοῖς βλεφάροις καθεύδει . κατηγορεῖ δὲ αὑτοῦ τὰ ἔτη τρώγλας τινὰς
5669094 ἑψου
δ ' οὐχί , καὶ καλῶς ἠφευμένος ὁ χοῖρος : ἕψου , μηδὲ λυπηθῆις πυρί , καὶ ἔτι θύσας δὲ
δ ' οὐχί ; καὶ καλῶς ἠφευμένος ὁ χοῖρος : ἕψου μηδὲ λυπηθῇς πυρί θύσας δὲ χοῖρον τόνδε τῆς αὐτῆς
5664245 ποτνιασθαι
ἤδη καὶ παλαιὰν οὖσαν καταλῦσαι . διὸ χρὴ τὸν θεὸν ποτνιᾶσθαι καὶ λιπαρῶς ἱκετεύειν , ὅπως τὸ ἐπίκηρον ἡμῶν γένος
ἐποδύρεσθαι ἀποδύρεσθαι , δεινοπαθεῖν , οἰμώζειν , ὀλοφύρεσθαι κατολοφύρεσθαι , ποτνιᾶσθαι , οἰκτίζεσθαι , καὶ κλαυθμός , δάκρυον , κλαυθμυρισμός
5662553 οἰνοφορον
ἔθος Σπάρτηι μελέτημά τε κείμενόν ἐστι : πίνειν τὴν αὐτὴν οἰνοφόρον κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα ,
Ξενοφῶν , κεράμιον , ἀμφορεύς ἀμφορίσκος , σταμνίον , ἀγγεῖον οἰνοφόρον ὑάλου ἢ κεράμου πεποιημένον , πίθος ἢ πιθάκνη :
5656643 κεκλεισμενον
εἶ . ἐν τῷ βαλανείῳ μήτε πῦρ ταῖς ἐσχάραις ἐνὸν κεκλεισμένον τε τἀλειπτήριον . ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου
δὲ καὶ τοὺς τὸ Βυζάντιον πολιορκήσοντας : ἔμενε γὰρ ἔτι κεκλεισμένον , τῶν στρατηγῶν τοῦ Νίγρου ἐκεῖσε καταφυγόντων . ὅπερ
5652966 φορειτε
μνησθήσομαι , ἧς Πλάτων ἐμνήσθη ἐν Διὶ Κακουμένῳ : καίτοι φορεῖτε γλῶσσαν ἐν ὑποδήμασι , στεφανοῦσθ ' ὑπογλωττίσιν , ὅταν
πού φησιν . ὅτι ἔξοινον Ἄλεξις τὸν μέθυσόν φησιν . φορεῖτε , μασσέτω τις , ἐγχείτω βαθὺν κρητῆρα : ὁδ
5646251 δικειν
δείλη . Δίκτυον . παρὰ τὸ βαλεῖν , ὃ ἐστὶ δίκειν . Δημήτηρ . τροπῇ τοῦ γ εἰς δ :
ἀνδίκτην τε μάλ ' εἰδότα μακρὸν ἁλέσθαι : παρὰ τὸ δίκειν , τὸ βάλλειν , ἐξ οὗ : † δίκεται
5645348 ψυχροισι
ᾖ ἢ ὥστε γυμνάζεσθαι , ὁδοιπορίῃ χρῆσθαι : καὶ σιτίοισι ψυχροῖσι καὶ διαχωρητικοῖσι χρήσθω : καὶ ἢν ἡ γαστὴρ μὴ
ῥῖνας τὰ κακώδεα : σιτίοισι δὲ χρήσθω ὡς μαλθακωτάτοισι καὶ ψυχροῖσι , καὶ τὸν οἶνον ὑδαρέα πινέτω λευκόν : μὴ
5643936 ἑστηκ
γραῦς τις κακοδαίμων , αὐτόθεν δ ' οὗ νῦν λέγων ἕστηκ ' ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου ἐκεῖ περιφθειρόμενον ἀχράδας
' ἠλέκτρῳ βεβαυῖα . νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν ἕστηκ ' ἐν προθύροις : καὶ εἰ μέν τι δώσεις
5638210 μεταλλαξασα
σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥιπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις
κυφονώτου σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις
5636291 παγοις
πατρὸς Ὠκεανοῦ , μέγα πρεσβεύων Ἄργους τε γύαις Ἥρας τε πάγοις , καὶ Τυρσηνοῖσι Πελασγοῖς . Τυρρηνίας μὲν γὰρ δὴ
δὲ τὴν συνεχῶς χιονιζομένην γῆν , διὰ τὸ φθείρεσθαι τοῖς πάγοις τινὰ τῶν σπερμάτων , μικρὸν πυκνότερον σπαρτέον . Τὴν
5634881 Βακχαις
ἁβρότητος γέμων , ἱμέρῳ ῥεόμενος , οἷον αὐτὸν Εὐριπίδης ἐν Βάκχαις εἰδοποιήσας ἐξέφηνε , κισσὸς δ ' αὐτὸν ἔστεφε περιθέων
γῆρυς . ὅτι δὲ καὶ Διόνυσος μάντις , καὶ ἐν Βάκχαις φησὶ [ ] μάντις δ ' ὁ δαίμων ὅδε
5632954 ἀμυντηριον
δάκνοντα τὴν ψυχὴν ἐπέστρεψεν αὐτὴν μηδενὸς ὀλιγωρεῖν , ὀργή τε ἀμυντήριον ὅπλον [ ἣ ] μεγάλα πολλοὺς ὠφέλησε , καὶ
ὁ πιών , οὐδὲν ἐπιβουλὴ λυπήσει αὐτόν : ἔοικε γὰρ ἀμυντήριον τοῦ κακοῦ τὸ κέρας καὶ τοῦ ἵππου καὶ τοῦ
5629223 χλωραις
καὶ μέμψιν τοῖς ἀδίκοις ἐμβάλλων . αὔξεται δ ' ἀρετὰ χλωραῖς ἐέρσαις : ἀντὶ τοῦ ταῖς χλωροποιοῖς δρόσοις : αὗται
δ ' ἐπισπείρων ἀλιτˈροῖς . ἀΐσσει δ ' ἀρετά , χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον – – , ἐν σοφοῖς
5628937 ἐβλαστησεν
τῷ λογισμῷ τὰς ἀπαρχὰς τῆς εὐφορίας ὧν ἤνθησεν , ὧν ἐβλάστησεν , ὧν ἐκαρποφόρησεν ἡ ψυχὴ καλῶν , ἐπιδεικνυμένους ἄντικρυς
Ἀγχιάλη Δικταῖον ἀνὰ σπέος , ἀμφοτέρῃσιν δραξαμένη γαίης Οἰαξίδος , ἐβλάστησεν . ] Ὅτι δὲ νύμφη τις Οἰαξίδος γῆς δραξαμένη
5627798 Αἰσιον
ἐκ τῶν Ὀκρίκλων εἰς Ἀρίμινον Ἰντέραμνά ἐστι καὶ Σπολήτιον καὶ Αἴσιον καὶ Καμέρτης , ἐν αὐτοῖς τοῖς ὁρίζουσι τὴν Πικεντίνην
, δηλοῦντος τοῦ Διὸς τὰ ἀπ ' αὐτῆς συμβησόμενα . Αἴσιον ] * Ἀντὶ τοῦ ἐνδέξιον καὶ ἐπ ' ἀγαθῷ
5627004 ἐραταν
μεταχρόνιαι ! [ [ ! ! ] νοντι ! γᾶν ἐρατὰν [ [ ἰεπαίαν ] δ ' ἄρα νύκτα κ
ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ : καί σφιν ἐπὶ γˈλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ , ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα
5626013 ὀδαξ
κολῳὸν ἐν λέσχαις μέσον . καὶ πρῶτα μὲν μύθοισιν ἀλλήλους ὀδὰξ βρύξουσι κηκασμοῖσιν ὠκριωμένοι , αὖθις δ ' ἐναιχμάσουσιν αὐτανέψιοι
. τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος εὑρίσκεται ἐν τοῖς ἱεροῖς . ὀδὰξ : Ἤτοι τοῖς ὀδοῦσιν . . μετὰ τῶν ὀδόντων

Back