εἰ γάρ τις πείθοιτο ἐκείνοις , εἰς τὸ ἕτερον μέρος διαστρέφει τὴν ῥῖνα διὰ τὴν σύντασιν τοῦ δέρματος . παραπλησία
τῆς κλίμακος εἰρημένου τοῦ ὀνόματος , ἥτις οὖσα ὄργανον βασανιστικὸν διαστρέφει τὰ σώματα τῶν βασανιζομένων . . . . .
5591155 ἀπλαστου
παραδείσου , ὁ δὲ τοῦ πολυμιγοῦς καὶ γεωδεστέρου σώματος , ἀπλάστου καὶ ἁπλῆς φύσεως ἀμέτοχος , ἧς ὁ ἀσκητὴς ἐπίσταται
μεμορφωμένον , ἀοράτου τῆς ἀρχῆς ὑπαρχούσης , τουτέστι τῆς ὕλης ἀπλάστου καὶ ἀμόρφου οὔσης : ἢ ὅτι εἶδος τοῦ γενικοῦ
5542955 σωσασαν
ἡμετέρων ἐχθρῶν γενόμενοι τὴν χώραν ἡμῶν ἔτεμον τὴν πολλάκις τούτους σώσασαν καὶ τὴν πόλιν ἕτοιμοι κατασκάπτειν ἦσαν , ἣν πολλάκις
δωρεᾶς ἄξιος ἦν οὔτε τιμωρίας ὑπεύθυνος . ἄτοπον οὖν τὴν σώσασαν ὑμᾶς ῥητορείαν μηδὲν πλέον κερδᾶναι τῆς ἡσυχίας . τίς
5476311 κατεπαυεν
μερὶς ἄρχεται μὲν ἀπὸ τῆς Κασπίας θαλάττης , εἰς ἣν κατέπαυεν ἡ προτέρα : καλεῖται δ ' ἡ αὐτὴ θάλαττα
φανερά . κατελώφεεν : ἐκ τῶν λυπῶν ὁ ὕπνος αὐτὴν κατέπαυεν . καὶ νῦν κακῶς τὸ σφέτερον : πληθυντικὸν γάρ
5448707 παλαμασθαι
οὐκοῦν τοὺς θηρῶντας τοὺς ὄφεις ἐν τῇ πλησίον Λιβύῃ τοιαῦτα παλαμᾶσθαι . ἡμερώσαντες ἄγουσιν ἐς θαῦμα οἵδε οἱ γόητες τῶν
προβουλεύεσθαι μὲν ἀνθρώπου φρονήσει , ταῖς δὲ χερσὶ τὸ δέον παλαμᾶσθαι , ἵππου δὲ τάχος ἔχειν καὶ ἰσχύν , ὥστε
5401910 ἐγχυλα
πάσχει : ἢν μὲν οὖν τις ἐσθίῃ τὰ σιτία λίην ἔγχυλα , οὐκ ἂν ἴσως πάσχοι ταῦτα οὕτω σφόδρα :
καὶ ἀπάθειαν , θάτερον δὲ τοὐναντίον : καὶ τὸ μὴ ἔγχυλα θερίζεσθαι σκληρότητα πλέω καὶ πῆξιν : τὸ δὲ ἄγαν
5400697 εὐσαρκιαν
ὀχείας χωριστέον , καὶ δαψιλεστέρᾳ τροφῇ χρηστέον . ὅταν δὲ εὐσαρκίαν καὶ δύναμιν ἀθροίσωσι , ταῖς θηλείαις ἐπαφετέον . ἡλικία
ὅλου κοινωνίαν εὐαρμόστως ἀπηκριβῶσθαι : μετὰ δὲ τῆς συμμετρίας καὶ εὐσαρκίαν προσανέπλαττε καὶ εὔχροιαν ἠνθογράφει βουλόμενος , ὡς ἔνι μάλιστα
5390074 ἀναθρεψαι
τινῶν ἕνεκεν , ἐπειδὴ οὐδὲ τὰ βρέφη ἄνευ τούτων ἔστιν ἀναθρέψαι . καί τις καὶ λόγος παλαιὸς ἐπιδείκνυσι τὸ τοιοῦτο
. λεγόμενον δὲ τοῦτο : δοκεῖ δὲ καὶ τὸν Ἰάσονα ἀναθρέψαι ὁ Χείρων . ἔπος ἔχω : παρηκολούθηκα οὖν καὶ
5374097 Σωτηριας
κτῆμα τιμιώτερον . Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε . Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος . Σοφοῦ παρ ' ἀνδρὸς χρὴ
τῆ σαυτοῦ ζυγομάχει μαλθακία . Ἐκ τοῦ Ἱππόνου Σοφοκλέους : Σωτηρίας γὰρ φάρμακα οὐχὶ πανταχοῦ βλέψαι πάρεστι : ἐν δὲ
5342578 ὑπονοησαι
ἐστιν : ἃ δ ' ἄν τις περὶ αὐτῶν θαρρήσειεν ὑπονοῆσαι , εἰς ἕτερον χρὴ καιρὸν ταμιεύεσθαι , ἐν ᾧ
, κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται . Κεραμεικοὶ δύο : ὁ
5335700 ἀρρυθμος
, πολυαρμόνιον , ἀνάρμοστον , ἀναρμοστία , ἀναρμοστεῖν . ῥυθμὸς ἄρρυθμος , ἀρρυθμεῖν : Πλάτων γάρ ἐστιν ὁ ὀνομάζειν οὕτω
: λεία γὰρ οὖσα καὶ ὁμαλὴς ἐμμελής , τραχυνθεῖσα δὲ ἄρρυθμος : καὶ στενωτέρα μὲν ὀξύν , εὐρυτέρα δὲ βαρὺν
5328374 ἀτυχια
με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει
ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας
5304035 πλανᾳ
; Τῷ κυβερνήτῃ . Οὐκ ἄρα περὶ ἃ μὴ οἶσθα πλανᾷ , ἄνπερ εἰδῇς ὅτι οὐκ οἶσθα ; Οὐκ ἔοικα
ῥα Διωνύσου ἀριθμοπότας ἐπέκοπτε . τὸ δὲ καὶ τὰς ὄψεις πλανᾷ , ὡς ἔδειξεν Ἀνάχαρσις δι ' ὧν ἔδειξεν ὅτι
5303270 προσκαλειται
πολλῷ τῷ δικαίῳ περιεῖναι βουλόμενος συνεχώρουν . καὶ μετὰ ταῦτα προσκαλεῖται μέν με τὴν δίκην πάλιν , ἐπειδὴ θᾶττον ἀνείλετο
ἐπὶ τῶν ἀμφισβητούντων κλήρου ἢ ἐπικλήρου : ὁ γὰρ ἀμφισβητῶν προσκαλεῖται τὸν ἐπιδεδικασμένον πρὸς τὸν ἄρχοντα : εἰ δὲ μὴ
5290925 ἀναπιμπλησι
. καθάπερ γὰρ τὰ ἐκθυμιώμενα τῶν ἀρωμάτων εὐωδίας τοὺς πλησιάζοντας ἀναπίμπλησι , τὸν αὐτὸν τρόπον ὅσοι γείτονες καὶ ὅμοροι σοφοῦ
μὲν τὰ ἁμαρτήματα ἡ ἀρετή , φέγγους δὲ τὴν ὅλην ἀναπίμπλησι διάνοιαν . ἀλλὰ γὰρ ἔτι τῶν ἀδιαιρέτων καὶ ἀμερίστων
5286387 ἀφισταμενη
κρείττοσι πολλαπλασιάζῃ ἑαυτῆς τὰς νοήσεις : φθίσις δὲ ὅταν ἐκεῖθεν ἀφισταμένη ἀσθενεστέρα ἑαυτῆς γίνηται καὶ ἀργοτέρα ταῖς νοήσεσι : πάλιν
περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν . πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ
5285576 τυφλοτης
ἢ μηδὲ ἀνακάμπτειν , ὥσπερ ἐν Κατηγορίαις ἐλέγετο ἔχειν ἡ τυφλότης : ἐπεὶ οὖν , ὅπερ ἐλέγομεν , τὰς στερητικὰς
κατὰ μὲν ἔνστασιν οὕτως : οὐ λέγεται ἡ τυφλότης ὄψεως τυφλότης , ἀλλ ' ὄψεως στέρησις : οὐδὲ γὰρ αὐτὴ
5275714 ἐπιψαυσῃ
τὸν ἱστόν . ἐπιτρέψαι ἐπιτροπὴν δοῦναι . ἐπίφρονα φρόνιμον . ἐπιψαύσῃ ἐπιθιγγάνῃ . ἐπιωγαί οἱ ἀλίμενοι τόποι , ὑπαγωγὰς δὲ
τῶν ἔξωθεν σωμάτων : δίνῃ τε φερόμενον αὐτὸν ὧν ἂν ἐπιψαύσῃ , ταῦτα ἐπικτᾶσθαι . τούτων δέ τινα συμπλεκόμενα ποιεῖν
5270056 προτεινουσα
ἡ τοῦ φαύλου συνείδησις , οἴκοθεν ὡς ἐκ πληγῆς δειλίαν προτείνουσα τῇ ψυχῇ . Τοῦ φαύλου ὁ βίος ἐπίλυπος καὶ
μετατρέχει δὲ καὶ τὰ ὀλύμπια τοὺς ἀσεβείας καὶ ἀθεότητος λόγους προτείνουσα , ἐπειδὰν ἢ ὡς οὐκ ἔστι τὸ θεῖον διεξίῃ
5257304 ἐνικμος
δοκεῖ δὲ καὶ ἡ χώρα συμβάλλεσθαι καὶ ὁ τόπος ὁ ἔνικμος πρὸς τὸ διαμένειν . τὰ γὰρ ἐν τοῖς ξηροῖς
τῶν πυρεσσόντων ἔρευθος καὶ ἡ τῶν ἀγγείων προπάλεια καὶ ὁ ἔνικμος χρὼς καὶ ἡ πλείων θερμασία καὶ ἡ σφοδρότης τῶν
5256122 διαστρεφειν
ἔτι δὲ σκολιὸν εἶναι διὰ τὴν ἐντεριώνην θερμὴν οὖσαν καὶ διαστρέφειν . τρίτην δ ' αἰτίαν λέγει τοῦ πρωϊβλαστῆ καὶ
ἀρκοῦν ἱκανά . ἐμαυτῷ ] χάριν ἐμαυτοῦ . στρεψοδικῆσαι ] διαστρέφειν τὰς δίκας , διαβαλεῖν . , ἀντιστρέψαι καὶ .
5247733 κινουσα
: λέγεται στόλος καὶ ἡ πορεία . πυγοστόλος : ἡ κινοῦσα τὴν πυγὴν ἐν τῇ πορείᾳ ἢ ἀποστίλβουσα τὸ σῶμα
πλείω . τέρψιν γάρ , οἶμαι , τινὰ ταύτην τέρπεται κινοῦσα τὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ οὐκ ἐῶσα τοὺς αὐτοὺς ἐπὶ
5246619 Ἀγνοεις
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ
5234385 Ποτερα
τὸ τοιόνδε , ὅπερ ἐν ὑποκειμένῳ ἐστὶ τῷ σώματι . Ποτέρα οὖν φύσις ἐστὶ προτέρα ; ἡ γὰρ συναμφότερος ἐνδεής
τὸ τοιόνδε , ὅπερ ἐν ὑποκειμένῳ ἐστὶ τῷ σώματι . Ποτέρα οὖν φύσις ἐστὶ προτέρα ; ἡ γὰρ συναμφότερος ἐνδεής
5231985 μανη
ἑώρακε γράφοντα πρὸς τῷ τοίχῳ . ἔλεγον δὲ τὰ γράμματα μανῆ θεκὲλ φάρες τε : ἃ μηδενὸς ἰσχύσαντος ἑτέρου σαφηνίσαι
ἑώρακε γράφοντα πρὸς τῷ τοίχῳ . ἔλεγον δὲ τὰ γράμματα μανῆ θεκὲλ φάρες τε : ἃ μηδενὸς ἰσχύσαντος ἑτέρου σαφηνίσαι
5231358 ὁδηγουσα
, ὅταν [ βοηθῇ ] παρέχουσα ἀφορμὰς [ ] καὶ ὁδηγοῦσα ? ? τὸν [ ] προσδιαλεγόμενον ? [ .
καὶ ἀρετῆς παράδοσις καὶ ἐκ παιδὸς ἀγωγὴ ἐπ ' ἀρετὴν ὁδηγοῦσα . παιδίσκη μέν ἐστιν πᾶσα ἡ τὴν παιδικὴν ἔχουσα
5229124 ἐκφαινουσα
ὑποβαλέσθαι δοῦναι : νῦν δὲ ἔφη ‚ τό τε ἀπόρρητον ἐκφαίνουσα ἥκω καὶ παύσουσα ἐμαυτὴν ἱερωμένην ‚ . ταῦτα δὲ
, ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλὰ κατέλιπεν ἄν , τὴν οἰκείαν ἐκφαίνουσα φύσιν . ὅτι δὲ οὐδὲ Ξενοφῶντός ἐστιν , ὁ
5228028 δυσμαχος
“ δεινῶς τ ' ἦν ἐπιπληκτικὸς καὶ ἐν ταῖς ζητήσεσι δύσμαχος : τά τε δεῖπνα λοιπὸν παρῃτεῖτο διὰ τὰς προειρημένας
ἄκοντας κλόνῳ χρῆται τρίχας , ὁποῖα Κῦρος τοξικῆς ἐμπείραμος : δύσμαχος ὕστριξ καὶ ὀϊστοὺς τὰς τρίχας καὶ ἐχθρὰς ἀφίησι τοῖς
5214667 λαζεται
καὶ κόπος ἔχει ἰσχυρὸς , καὶ πνεῦμα ἑκταῖον ἢ ἑβδομαῖον λάζεται . Τοῦτον ἢν μὴ ἑβδομαῖον ὁ πυρετὸς ἀφῇ ,
σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν λάζεται , καὶ τὸ φῶς φεύγει καὶ τοὺς ἀνθρώπους ,
5214213 ὑπηρετουσης
, τὰ δὲ ἐξόπισθεν εἰς ἀναγκαίαν κατέχεται χρείαν ὑπὸ τῆς ὑπηρετούσης [ εἰς ] : πτύγματος γὰρ ὑποθέσει τὸν δακτύλιον
ἕκαστον δεῖ ποιεῖν τῶν γινομένων , τῆς ποιούσης αὐτὰ καὶ ὑπηρετούσης , ὡς δῆλον ἐπὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς . ὅλως δὲ
5206786 ἐρρωμενη
φησιν Ὅμηρος ἐνεῖναι τῷ Μενελάῳ τὸ θάρσος : οὕτως ἦν ἐρρωμένη καὶ ἄφοβος τὴν ψυχήν . δηχθέντος δὲ τοῦ μειρακίου
σοι πάνυ σφοδρὸς μήτε ἡ δύναμις ἀσθενὴς , ἀλλ ' ἐρρωμένη , μᾶλλον κέχρησο τοῖς ἰσχυροῖς ἀλείμμασιν εἰς τὸ θερμᾶναι
5184329 ἐπαγομεναι
αὐτῶν καὶ ἡμᾶς ἁπάσας : ἀκολουθῶμεν γὰρ αὐτῇ τὰ παιδία ἐπαγόμεναι : ἔπειτα ἱκέτιν γενομένην τοῦ τέκνου , ἀξιοῦν καὶ
ἡμέραι , αἱ μεθέορτοι , ἐπιβάδες τινὲς οὖσαι , οἷον ἐπαγόμεναι τῇ ἑορτῇ . τινὲς δέ φασι παρεμβεβλῆσθαι τὸ βῆτα
5182144 ἀπεργαζομενα
ἀνωμάλου κεκινημένου τε ἀκίνητον δι ' ὁμαλότητα καὶ τὴν σύνωσιν ἀπεργαζόμενα πήγνυσιν : τὸ δὲ παρὰ φύσιν συναγόμενον μάχεται κατὰ
τερπνὰ καὶ ἁβρότατα γίνεται δίκην γυναικὸς ἡμᾶς καταθέλγοντα καὶ τρυφερωτέρους ἀπεργαζόμενα , ὃ καλεῖ πλάσιν γυναικὸς ὁ ποιητής . .
5166618 νυττει
: αἱ καταδύσεις . θράσσει : Βακχεῖός φησι κινεῖ , νύττει , Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος | ἐρεθίζει . ἔστι δὲ
. . . : Θράσσει . Βακχεῖός φησι κεντεῖ , νύττει . Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐρεθίζει . ἔστι δὲ ὀχλεῖ
5160516 εὐμορφος
ἄκρως Ὅμηρος τὰς τοιαύτας διαφοράς . εὔμορφος εὐειδοῦς διαφέρει . εὔμορφος μὲν γάρ ἐστιν ὁ τὴν μορφὴν εὖ ἔχων ,
εὐμορφότερός εἰμι , ὦ Μένιππε ; Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος : ἰσοτιμία γὰρ ἐν ᾅδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες .
5151302 ἀποστρεφει
ὁδοῖς , ἐν τούτῳ προσελάσας ἐφ ' ἵππου ὁ Λεοντιάδης ἀποστρέφει τε τὸν Φοιβίδαν καὶ ἡγεῖται εὐθὺς εἰς τὴν ἀκρόπολιν
. τί δ ' ἐστὶ χρῆμα ; τίς ς ' ἀποστρέφει φόβος ; φεῦ φεῦ . τί τοῦτ ' ἔφευξας
5141882 ἀσμενον
τε δὴ καὶ ποῖ τελευτᾶν ; ἔστι τις σωτηρία ; ἄσμενον μολεῖν γέφυραν γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν . καὶ πρὸς ἤπειρον
χλανιδίων αὐτῷ διαρρηγνυμένων : ἀλλ ' οὐκ ἂν ἀπορρίψαι αὐτὰ ἄσμενον , καὶ παραδοῦναι τὸ σῶμα τῷ ἀέρι , γυμνὸν
5135837 διαζευχθεισα
θέλει : ἡ δ ' ἁμαρτοῦσα ἀνδρὸς , ὅ ἐστι διαζευχθεῖσα , συννοσεῖν ἀνανδρίαν αὑτῇ βούλεται καὶ τὰς ἄλλας :
τὰς ἄλλας βούλεται ἵνα μὴ μόνη ἀσχημονῇ : ὅ ἐστι διαζευχθεῖσα συννοσεῖν ἀνανδρίαν αὑτῇ βούλεται καὶ τὰς ἄλλας : πορνείᾳ
5132875 δολωσις
. ἡ γὰρ ἐκ θεοῦ , φησίν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ προσαίνει καὶ
“ ἡ γὰρ ἐκ θεοῦ , φησὶν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ προσαίνει καὶ
5129838 ἀποδιωκει
δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον αἷμα θερμὸν καὶ ἐνσταζόμενον
ὑπομένει . ἀποστέγει ] ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ἀποτρέπει . ἀποστέγει ] ἤγουν ἀπὸ
5126296 τεχνοειδες
καλάμου . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα εἴδη τούτων : τὸ τεχνοειδές , τὸ ἡμιτέχνιον , ἡ μικροτεχνία , ἡ ψευδοτεχνία
: καθὸ καὶ ἐν ἀλόγοις ζῴοις ἐστί τι φιλεργὸν καὶ τεχνοειδές . καί τις καὶ νοῦν διὰ ταῦτα τὴν φαντασίαν
5123745 ἐπιπνοια
καταπνεόμενος , ἀναπνοή , περιπνευμονία , δύσπνοια , ἔμπνους , ἐπίπνοια , διάπνοια . περὶ μέντοι τὴν κοιλίαν κατὰ τὰ
πάντων μέγιστον διαφέροιεν ἂν τόποι χώρας ἐν οἷς θεία τις ἐπίπνοια καὶ δαιμόνων λήξεις εἶεν , τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ
5122694 μανιωδης
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας
5120807 ἀφελῃ
ὁ μισθώσας οὐ κομιζόμενος τὴν θύραν ἀφέλῃ , τὸν κέραμον ἀφέλῃ , τὸ φρέαρ ἐγκλείσῃ , οὕτω , φησί ,
, οὔτε θεοῖς πρέπον οὔτε ἄλλως βασιλικόν : ἢν γοῦν ἀφέλῃ τις τῶν συμποσίων τὰς κομψείας ταύτας , ἀπάτην καὶ
5112474 δηξιθυμον
λαμβάνειν ἐπίσταμαι . μήτρας ὑείας εὖ καθεψηθεὶς τόμος , τὴν δηξίθυμον ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . δισσαῖς γὰρ ἐν μέσαισιν ἰχθύων
δὲ Φυσιολόγῳ : μήτρας ὑείας οὐκ ἀφεψηθεὶς τόμος , τὴν δηξίθυμον ἐντὸς ὀξάλμην ἔχων . ἐν δὲ Σίλφαις : μήτρας
5103821 τυχοις
οὔ ; τίς μοι φύλαξ ἦν , εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις ; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης , ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών ;
συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον . εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις , σιώπα . γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ
5100210 μεμυκος
πλείων φθαρῇ καὶ μεταβάλῃ . τούτων οὖν γενομένων εἰ τὸ μεμυκὸς διὰ τῶν μαλακτικῶν καὶ λιπασμάτων ἀνέῳγεν , καὶ ἀπευθύνειν
καὶ ψευδέσι μαντείαις ἑπόμενος οὐδ ' ὅτε τὸ τῆς ψυχῆς μεμυκὸς ὄμμα ἀναβλέψας „ εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ θεοῦ ἀνθεστῶτα
5097962 καταβαλλεται
ὁ βόθρος , οἱονεὶ ὄρυχός τις ὤν , εἰς ὃν καταβάλλεται τὸ φυτόν . ὄρχατος δὲ οἱονεὶ ἔρχατος , διὰ
Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται . * καταβάλλεται : * * καταβάλλεται , ἀφανίζεται
5097814 ὑπηχει
ἢ στάσεως . παραλίαν ] παραθαλασσίαν ὑπὸ ] ὑποττοβεῖ , ὑπηχεῖ κηρόπλαστος ] ὁ πεπλασμένος καὶ ἀληλιμμένος κηρῷ δόναξ ]
νηδύος φολίδας , λοξὸν δὲ οἶμον πρόεισιν . ἠρέμα οὖν ὑπηχεῖ , ὡς καταγνῶναι νωθείαν αὐτοῦ καὶ οὐδένειαν . δακὼν
5097646 ἐπιβαλομενον
οὐδὲν αὐτὸν ἠδίκησεν . Ὅτι τὸν παρανόμοις καὶ ἀδίκοις πράξεσιν ἐπιβαλόμενον οὐκ ἂν προσηκόντως σοφὸν νομίζεσθαι . Ὅτι φασὶν Ἀνάχαρσιν
οἷον δόξαντά τι πεπραχέναι μεγαλεῖον , ἀλλ ' οὐδ ' ἐπιβαλόμενον , μίαν δὲ τῶι βίωι γραμμὴν διανύσαντα , καὶ
5097180 ἀλγηδοσιν
γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς . ἔπειτα παῖδας σὺν πικραῖς ἀλγηδόσιν τίκτω ; τεκοῦσα δ ' ἢν μὲν ἄφρονας τέκω
. κεῖται δ ' ἄσιτος , σῶμ ' ὑφεῖς ' ἀλγηδόσιν , τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς
5093554 πικρια
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες ,
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος :
5090669 παιουσα
ὁπόσοις ὤφειλε διαλύουσιν . ἐνταῦθα Ἀθηνᾶ πεποίηται τὸν Σιληνὸν Μαρσύαν παίουσα , ὅτι δὴ τοὺς αὐλοὺς ἀνέλοιτο , ἐρρῖφθαι σφᾶς
πεφυρμένον αἵματι τόν τε χιτῶνα κατερρήξατο καὶ ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις παίουσα τὸ στῆθος ἐθρήνει καὶ ἀνεκαλεῖτο τὸν ἀνεψιόν , ὥστε
5085272 ὠφελῃ
“ Ἦ που πολλά , ὦ Διονύσιε , εἰς σοφίαν ὠφελῇ ὑπὸ Πλάτωνος : ” σὺ δ ' εἶπες :
τοῖς ἰδίοις τέλεσι μὴ ἑαυτὸν μόνον ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ . οὐδέ γε ἄδικον ἐφ ' ἑαυτῷ μέγα φρονοῦντα
5066993 τεθραμμενη
διπλασίως . εἰ μὴ γὰρ ἐν γυναιξίν ἐστιν ἡ κόρη τεθραμμένη μηδ ' οἶδε τῶν ἐν τῶι βίωι τούτων κακῶν
' αὖ βέμβρας κακοδαίμων . Ἀριστοφάνης : ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσι τεθραμμένη . ἐν δὲ ταῖς Εὐπόλιδος Αἰξὶν εὕρηται καὶ διὰ
5052547 Ἀφρος
ἀπὸ τοῦ ἄσω μέλλοντος , τοῦ δηλοῦντος τὸ βλάψω . Ἀφρός , ἀπὸ τοῦ φρῶ . Ἀκέραιος , παρὰ τὸ
ἀφραδέοντι , ἀσυνετοῦντι , . , . . . . Ἀφρός : παρὰ τὸ φρῶ ῥῆμα γέγονε φρός καὶ μετὰ
5052476 διεκορκορυγησεν
ἠχῆσαι ἐποίησεν . διεκορκορύγησεν ] κορκορυγὴ κυρίως ἐπὶ ἵππου , διεκορκορύγησεν : μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἵππων : ἡ κοινῶς γοργορική
ἐμπλησθεὶς εἶτ ' ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος ἐξαίφνης αὐτὴν διεκορκορύγησεν ; νὴ τὸν Ἀπόλλω , καὶ δεινὰ ποεῖ γ
5050180 κοσμουμενη
αὐτήν : οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη . Ἔστι δὲ ἀξία ἡ χώρα καὶ ὑπὸ πάντων
ἀίδιον ὑπάρχειν , ὅπερ εἶδός ποτε ἐκείνη ἡ ὕλη γίνεται κοσμουμένη ἐξ αὐτοῦ . εἰ γὰρ μήτε τὸ εἶδός ἐστι
5045635 θεριστρον
τῆς διοικήσεως . σείριον ἐκάλουν λεπτὸν ἱμάτιον ἀσπάθητον , οἷον θέριστρον , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . καὶ σειρὴν δὲ
. ἔρρωσο . Εἶδόν σου τὴν νύμφην μυστηρίοις καλὸν περιβεβλημένην θέριστρον : ἐλεῶ σε νὴ τὴν Ἀφροδίτην , ταλαίπωρε ,
5044421 πεφρικ
. ἰὼ ] φεῦ . μοῖρα ] τύχη . . πέφρικ ' ] ἐφοβήθην . . πρό γε στενάζεις ]
κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν . ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα , πέφρικ ' εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς . πρῴ γε στενάζεις καὶ
5039335 ξυμφυτον
εἴτε ἔστιν εἴτε καὶ μή . δέδεικται τοίνυν οὐδεμίαν ἔχων ξύμφυτον κίνησιν , ἀλλ ' ἀεὶ δεόμενος τοῦ θώρακος πρὸς
φθείρεται . Φαῦλόν τι χρῆμα ἡδονή ; οὐκ ἂν ἦν ξύμφυτον , οὐδὲ τῶν σωζόντων ἡμᾶς τὸ πρεσβύτατον . Τὰ
5029902 εἰσρειν
τοῦ νοητοῦ κάλλους διαδύνῃ εἰς τὴν ψυχὴν , ἀπὸ τοῦ εἰσρεῖν κληθείη ἂν ἵμερος , καὶ ἐν ὅσῳ ἐσμὲν πρὸς
ἀλλὰ προφαίνονται μόνον κατὰ γῆς ὄντα πρότερον , διὰ τὸ εἰσρεῖν τὸ ὕδωρ εἰς τὰς θαλάμας αὐτῶν . Ἄλλο δὲ
5026680 κακοποιησαι
καλῶς ἐβουλεύσαντο : ἄβουλον γὰρ θεὸν οὐδὲ ἐπινοῆσαι ῥᾴδιον , κακοποιῆσαι δέ με διὰ τίνα αἰτίαν ἔμελλον ὁρμᾶν ; τί
ὑπὸ μηδενὸς δὲ ἀγαθοποιοῦ βοηθηθῇ ἢ ἀναλυθῇ ἤγουν ἐμποδισθῇ τοῦ κακοποιῆσαι , καὶ πάλιν σῴζειν δύναται ἐναντίως ἔχων . ἐπάγει
5026668 Ἐλαττω
ὅπως καὶ τὰς ἐπὶ τούτοις αἰτίας προσαποδοίημεν τῷ λόγῳ . Ἐλάττω τοίνυν φέρεται διὰ ξηρότητα τροφῆς καὶ ὀλιγοποσίαν , γυμνάσιά
ἀρδείαν , τῶν ἰσχναινόντων ὥσπερ ἀφαιρουμένων αὐτοῦ τὴν ποσότητα . Ἐλάττω δ ' ἂν ὀφθείη καὶ διὰ φάρμακά τε καὶ
5021260 εὐλογημενον
πάντας τοὺς αἰῶνας , καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας . . αἰῶνας : καὶ
ζῶντα καὶ ἐσθίει ἄρτον εὐλογημένον ⌈ ζωῆς καὶ πίνει ποτήριον εὐλογημένον ἀθανασίας καὶ χρίεται χρίσματι εὐλογημένῳ ⌉ ἀφθαρσίας , φιλῆσαι
5020029 ἀλαζονευεσθαι
φησὶ δὲ καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους τῇ σφόδρα εὐτελείᾳ τῆς ἐσθῆτος ἀλαζονεύεσθαι . καὶ γὰρ τὸ εἰς τὸ πέρα τοῦ δεόντος
ἡλικίας , νέων ἐστὶ τὸ καὶ τυραννίδας ἀπειλεῖν καὶ τοιαῦτα ἀλαζονεύεσθαι : καὶ ἀπὸ ἐλέου ἐστὶ μετάθεσις , ὡς ἐπὶ
5020013 τραποιτο
τὰς Μούσας ἀναβάλλεσθαι αὐτοῦ ἥδιον , ὁπότε πρὸς τὸ ᾄδειν τράποιτο . παραπλήσια δὲ τούτοις καὶ περὶ τῶν σοφιστῶν ᾤετο
' . Ὦ Ἡράκλεις , φέρε , ποῖ τις ἂν τράποιτο ; Τἀληθὲς γὰρ οὐκ ἐθέλει φράσαι . Κατηγορεῖς γὰρ
5018605 ἀπομυττεσθαι
ἔτι καὶ νῦν ἐστι Πέρσαις καὶ τὸ πτύειν καὶ τὸ ἀπομύττεσθαι καὶ τὸ φύσης μεστοὺς φαίνεσθαι , αἰσχρὸν δέ ἐστι
σώματα στερεοῦσθαι . νῦν δὲ τὸ μὲν μὴ πτύειν μηδὲ ἀπομύττεσθαι ἔτι διαμένει , τὸ δ ' ἐκπονεῖν οὐδαμοῦ ἐπιτηδεύεται
5008592 ὠθεισθαι
ὡς ἀντιτείνων λέγει , ἀλλ ' ὡς ἐξ ἐλευθέρας χειρὸς ὠθεῖσθαι βουλόμενος . ὄντως , ἐάν μέ τις διώξῃ ἐκ
τὸ δὲ περαίνειν αὐτοὺς οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἢ εἰς γῆν ὠθεῖσθαι , καὶ τὸ περαίνεσθαι γῆν εἰς τὸ σῶμα παραδέχεσθαι
5008383 τεκῃ
πρῶτον τῶν καλῶν δικαιοκρισία : † ὅρα τὸ κέρδος μὴ τέκῃ σοι ζημίαν . } Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ
οὐχ ὥσπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν , κἂν ἵππος βοὸς ἔκγονον τέκῃ , οὐ τοῦ τεκόντος δήπου ἔδει τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν
5008161 μολυσμος
τὸ στενοποιῶ καὶ ἀνατρέπω . Ἰχὼρ ἀχλυόεις : ὁ σκοτεινοειδὴς μολυσμός . ἀχλυόεις : σκοτεινός . ἀνὰ δ ' ἔτραπε
μή τι ἄλλο προσῇ , ἄχρι τοῦ σώματος ἔσται ὁ μολυσμός : διὸ καὶ εὐίατός ἐστι : λουτρὸν γὰρ εὐθὺς
5005144 ἡλκωμενης
τὰ δυσίατα τῶν ἑλκῶν τὰ μὲν διὰ τὴν δυσκρασίαν τῆς ἡλκωμένης σαρκός , τὰ δὲ διὰ τὸν ἐπιρρέοντα χυμὸν γίνεται
ῥέει ὥσπερ στραγγουρικοῖσι , καὶ ἔστιν ὕφαιμον οἷα τῆς κύστιος ἡλκωμένης ὑπὸ τοῦ λίθου , καὶ ἡ κύστις φλεγμαίνει :
4998899 δυσελπις
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ
4997659 πεισαιμι
παρεσκευασμένον , πρὶν εἰς ὄχλον ἐκδοῦναι τὸ σύνταγμα , μεταβαλεῖν πείσαιμι τὴν δόξαν . Οὐκ ἐλαχίστην δέ μοι καὶ σὺ
τούτου τυχὼν παρὰ σοῦ οὐδὲν ἦν , εἰ μὴ τούτους πείσαιμι . ἐλθὼν οὖν ἔπειθον αὐτοὺς καὶ οὓς ἔπεισα τούτους
4996202 ἀνικητον
ἐλπίδας εἶχε κρατήσειν τῶν βαρβάρων : τὴν μὲν γὰρ Πυθίαν ἀνίκητον αὐτὸν ὠνομακέναι , τὸν δ ' Ἄμμωνα συγκεχωρηκέναι τὴν
χειμῶνα πλεῖστον ? ? ? ? [ καὶ ἴσως ] ἀνίκητον . ἔδοξεν οὖν πλεῖν : ἀσπασάμενοι [ ] τοίνυν
4996011 ἀτυχες
ὁ τῆς κόρης ἔλεος δεινὰ καὶ πέρα δεινῶν διὰ τὸ ἀτυχὲς κάλλος παθούσης , οὓς δ ' αὐτὸς ὁ τῆς
ὤνησεν ὁμολογουμένως πάντα τὰ πράγματα καὶ φερομένην τὴν πόλιν εἰς ἀτυχὲς πτῶμα ὤρθωσεν , ἀρχὴν ἀπεδείξατε μίαν αὐτοκράτορα πολέμου καὶ
4995410 διαφθειρουσα
οὐ τὸ μὴ σαφές . λύπη μάλιστά γ ' ἡ διαφθείρουσά με . . . δεινὴ γὰρ ἡ θεός ,
διδοὺς ὑπὲρ τοῦ τῆς μητρὸς φόνου : κατὰ κοινοῦ τὸ διαφθείρουσά με : ἤρξω δὲ λύσσης πότε : καὶ τοῦτο
4993377 γνωρισασα
ἡ Ἀνθία ἐξεπλάγη τοῦ λόγου , μόγις δὲ ἀνενεγκοῦσα καὶ γνωρίσασα περιβάλλει τε αὐτοὺς καὶ ἀσπάζεται καὶ σαφέστατα τὰ κατὰ
: ὁ δὲ μίτραν κόμης ἄπο ἔρριψεν , ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι τλήμων Ἀγαυή , καὶ λέγει παρήιδος ψαύων
4989876 ἀφεγγης
ὕπνου φησίν . ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ὕπνον , παρόσον ἀφεγγής ἐστι . κατέχευας , ὦ κιθάρα , ἁπαλὸν καὶ
ἔα . τίς ἀχώ , τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ' ἀφεγγής , θεόσυτος , ἢ βρότειος , ἢ κεκραμένη ;
4988732 ἀρτιοτητα
, ἔφη τοῖς μὲν ὑγιεινῶς ἔχουσι τὸ πᾶν ἀνενδεὲς εἰς ἀρτιότητα τὸ σπέρμα καταβάλλεται , τοῖς δ ' εἴς τι
μὲν οὖν τὰ τοιαῦτα , ὑγίειαν , ἰσχύν , αἰσθητηρίων ἀρτιότητα , καὶ τὰ παραπλήσια τούτοις . Παρὰ φύσιν δὲ
4988081 ἐρυθριᾳ
χάριν ἔρανον ἐμαυτῷ τοῦτον οἴομαι φέρειν . ὅστις δ ' ἐρυθριᾷ τηλικοῦτος ὢν ἔτι πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ γονέας , οὐκ
πίστιν ὁ καθ ' ἡμᾶς βίος . ἀπερυθριᾷ πᾶς , ἐρυθριᾷ δ ' οὐδεὶς ἔτι . οὐδὲν σιωπῆς ἐστι χρησιμώτερον
4982006 φαρμακις
καὶ ὅτι τοῦτο ἐκαλεῖτο , καὶ ὅτι ἦν γόης καὶ φαρμακίς , καὶ ὅτι δεινῶς ἀκόλαστος ἦν καὶ ἀφροδίτην παράνομον
ἂν φανεῖσα . Ἔστιν , ὦ φιλτάτη , ὅτι χρησίμη φαρμακίς , Σύρα τὸ γένος , ὠμὴ ἔτι καὶ συμπεπηγυῖα
4981110 γευσαμενη
ψυχὴ καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ θέαμα καὶ θαῦμα ἦν , γευσαμένη δὲ ὥρας ἀνθρωπίνης ἔκαμε καὶ τῆς σπουδῆς ἐκείνης κατέπεσεν
: θυομένης δὲ ἐν νυκτὶ ἀρνὸς κατὰ μῆνα ἕκαστον , γευσαμένη δὴ τοῦ αἵματος ἡ γυνὴ κάτοχος ἐκ τοῦ θεοῦ
4980067 ἀπορησῃς
δὲ ὁ γὺψ ἰδίας ἐνεργείας . εἰ δὲ καὶ γυπὸς ἀπορήσῃς , ὁ ἱέραξ ἀναπληροῖ τὴν χρείαν , καὶ ἔλαττον
δέ εἰσι τὰ μέλανα ὁρώμενα κατὰ φαντασίαν . Καὶ μὴ ἀπορήσῃς ὅτι πῶς ἐπὶ τῇ ξανθῇ χολῇ ὀρφνώδη τινὰ μελάσματα
4979609 ὁρμωσα
ἄελλα μὲν ἄημα συνεστραμμένον , θύελλα δὲ ἄελλα θύουσα καὶ ὁρμῶσα . ἆθλος καὶ ἆθλον διαφέρει . ἀρσενικῶς μὲν γὰρ
ἄτονος ᾖ , ὑπὸ τῶν στυφόντων ῥωννυμένη καὶ πρὸς ἔκκρισιν ὁρμῶσα . ἐὰν δέ τις τὸ ἀνάπαλιν πράξῃ καὶ προλάβῃ
4969610 περανει
ἡ φύσις ἐκθρέψει καὶ τὸ κατ ' αὐτὴν ἔργον ἀνεμποδίστως περανεῖ , ἐμποδίζεται ἡ αἴσθησις καὶ ὑπονοστεῖ κατὰ τοὺς ὕπνους
ἐρημίας θάπτων νεοσφαγὲς σῶμα καὶ φεύγει φόνου : θέσιν γὰρ περανεῖ , ἐρεῖ γὰρ ὅτι καλὸν τὸ τοὺς ἀτάφους θάπτειν
4955349 ἀμετακινητος
κεφαλῆς . ἀερθείς : ἐπαρθεὶς , ὑψωθείς . Ἀστεμφής : ἀμετακίνητος , ἀμετάστροφος . μεγάρων : ὑψηλῶν οἰκημάτων , οἰκημάτων
φύσις γὰρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ἐναρέτων ἀνθρώπων ἑδραία ἐστὶν καὶ ἀμετακίνητος , ὥσπερ καὶ ἡ ἁπλῆ φύσις . ἀκίνητον γὰρ
4952902 προσοιτο
ὁ λόγος , καὶ ὅπη ὑγιές , ἵνα τὸ μὲν πρόσοιτο , τὸ δὲ ἐξελέγξειε . , . . Μαρῖνος
ἡγεῖται καὶ σαφῶς οἶδε μηδὲν ἔχουσαν βέβαιον , ἑκὼν ἂν πρόσοιτο ; * Ῥωμαῖοι γάρ εἰσιν οἱ πλείους αὐτῶν ,
4952440 παθητικαι
καὶ ἐν τῷ ποιεῖν δὲ καὶ πάσχειν αἱ ποιητικαὶ καὶ παθητικαὶ ποιότητες , ἐν δὲ τῷ κεῖσθαι τὸ εὔθετον καὶ
ἀπό τινων παθῶν δυσκινήτων καὶ παραμονίμων τὴν ἀρχὴν εἴληφε , παθητικαὶ ποιότητες λέγονται . εἴτε γὰρ ἐν τῇ κατὰ φύσιν
4948515 περισσοτεραν
ἰδιώταις καὶ ἀμετόχοις λόγων : ἴσως δὲ καὶ ἵνα πρὸς περισσοτέραν ἔκπληξιν ἐμβάλῃ τὸν γέροντα , μυστήρια ταῦτα ἐκάλεσεν :
ὅτι ] ὅτε . ἴσην ] ὁμοίαν . , οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε ,
4946470 συμπασχειν
ταῖς γενέσεσι συμπαθείας . Δοκοῦσι γὰρ οἱ κατὰ διάμετρον γεννώμενοι συμπάσχειν ἀλλήλοις καὶ , ὡς ἂν εἴποι τις , ἀντικεῖσθαι
ὀδύνης : βραδυνούσης δὲ τῆς ἐπιμελείας , τῷ πρωτοπαθήσαντι τόπῳ συμπάσχειν εἴωθεν ὁ περικράνιος ὑμήν : οἰδήσαντος δ ' αὐτοῦ
4945272 τρεφομενου
αὐτὸ δεῖ ἁπτικὸν εἶναι . ἡ γὰρ τροφὴ ἁπτομένη τοῦ τρεφομένου τρέφει , οὐ πόρρω κειμένη : εἰ γοῦν μὴ
ὄντος τοῦ ὁμοίου . πάσχει δὲ τὸ τρέφον ὑπὸ τοῦ τρεφομένου πεττόμενον καὶ μεταβάλλει κινούμενον : πᾶσα σε μεταβολὴ ἢ
4944722 ἁπτομενη
ἡ μὲν ἐπάνω παχυτέρη , ἡ δὲ λεπτὴ τοῦ ἐγκεφάλου ἁπτομένη , οὐκ ἔτι ἡ αὐτὴ ἐπὴν τρωθῇ . Φλέβες
τὸ πλευρὸν , καὶ προσίσταται σκληρίη ὡς σφαίρη , καὶ ἁπτομένη πονέει ὡς ἀπὸ ἕλκεος , καὶ καταφθίνει , καὶ
4942172 ἀναλαβῃ
γίνεται , ὁκόταν ἐς τὸ ἧπαρ φλέγμα ἐπιγένηται , καὶ ἀναλάβῃ τὸ ἧπαρ καὶ διυγρανθῇ : εὐθὺς οὖν καῦμα τούτῳ
ἕως ἂν τὸν τῆς ἀκμῆς χρόνον καταλαβὼν ὁ γεννηθεὶς αὐτὸς ἀναλάβῃ τὰ σημαινόμενα : μόνον δὲ τὰ δυνάμενα χωρεῖν αὐτῷ
4939753 οἰδισκεται
καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ
καὶ ἀψυχίη , καὶ πυρετὸς λεπτὸς , καὶ περίψυξις : οἰδίσκεται δὲ μάλιστα τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ νοῦσος λαμβάνει
4938362 δειμαινεις
. πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν
οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής
4936451 διερευνωμενη
βλέπειν τε καὶ φοιτᾶν καὶ μετεωροπολοῦσα ἀεὶ καὶ τὰ θεῖα διερευνωμένη κάλλη χλεύην τίθεται τὰ ἐπίγεια , ταῦτα μὲν παιδιάν
ἡ κενὴ δόξα τὸν τῦφον ἄχρι καὶ βυθοῦ κατέβη θαλάττης διερευνωμένη , μή τι τῶν πρὸς αἴσθησιν ἀφανὲς ἐναπόκειταί που
4934623 πασχουσαν
ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ , εὖ δρῶσαν , εὖ πάσχουσαν , εὖ τιμωμένην χώρας μετασχεῖν τῆσδε θεοφιλεστάτης . ἐμὲ
ἀπευθύνειν χρὴ τὸν τράχηλον τῆς μήτρας , κατακλίνειν δὲ τὴν πάσχουσαν ἢ εἰς τὸν ἐναντίον τῷ πονοῦντι μέρει τόπον ἢ
4934269 ἐκκρουει
ἡδονὴ ἡ ἀπὸ τοῦ χορτάσαι καὶ ἡ ἀπὸ τοῦ συνουσιασμοῦ ἐκκρούει τὴν λύπην τὴν ἐκ τοῦ πεινᾶν καὶ μὴ συνουσιάζεσθαι
τὸν λόγον ὥσπερ ἐν ταῖς παραγραφαῖς * * καὶ ἀνίσχυρον ἐκκρούει τὸ παντὶ ὁρᾶν εἶναι ῥέοντα τὸν ποταμὸν καὶ ὃ
4933329 τραχυνει
τὰ ὀνόματα οὔτε ἡμιφώνῳ ἡμίφωνον ἢ ἄφωνον παράκειται , ἃ τραχύνει τὸν λόγον : ἀλλὰ συνολισθαίνουσιν ἀλλήλαις καὶ συγκαταφέρονται ,
καὶ στιβαρὰ καὶ ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει , τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοάς , πάντες
4932806 παραμυθουμενη
ἢ τὴν κατηγορίαν ἐκβάλλειν : διὰ τοῦτο ἡ τέχνη τοῦτο παραμυθουμένη ἐφεῦρε τὴν εὐθυδικίαν : τίς δὲ αὕτη καὶ ὅπως
τι ἐστὶν ἢ δουλεύειν ; λέγει δὲ καὶ ἡ Πυθία παραμυθουμένη Κροῖσον τὸν Λυδὸν αἰχμάλωτον ὄντα παρὰ Κύρῳ τῷ Πέρσῃ

Back