| ὑποβαλέσθαι δοῦναι : νῦν δὲ ἔφη ‚ τό τε ἀπόρρητον ἐκφαίνουσα ἥκω καὶ παύσουσα ἐμαυτὴν ἱερωμένην ‚ . ταῦτα δὲ | ||
| , ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλὰ κατέλιπεν ἄν , τὴν οἰκείαν ἐκφαίνουσα φύσιν . ὅτι δὲ οὐδὲ Ξενοφῶντός ἐστιν , ὁ |
| ζῷον , ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι οὐ συγχωρεῖ | ||
| φύσις ἑκατέρων ἐστὶ τῶν μὲν ἀραιωτικῶν θερμὴ μετρίως καὶ ἥκιστα ξηραίνουσα καὶ παχυμερής , τῶν δ ' ἀναστομωτικῶν παχυμερής , |
| ἀλλὰ καὶ μῆκος καὶ βάθος , ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ λειπομένη διάστασις . εἰ δὲ συνελθόντων τούτων τότε ἐπισυνέβη τὸ | ||
| σχεδὸν τῇ πικρίᾳ μόνον καὶ τῷ τόνῳ τοῦ Δημοσθενικοῦ χαρακτῆρος λειπομένη , τοῦ δὲ πιθανοῦ καὶ κυρίου μηδὲν ἐνδέουσα . |
| φίλοις , οἰκείοις , πολίταις . τῇ δὲ φρονήσει ἡ ἀρτιότης . ἀρτιότης μὲν γὰρ συμπλήρωσίς ἐστι τῶν τῆς ψυχῆς | ||
| αὑτὰ δὲ καὶ δι ' ἕτερα ἰσχύς , εὐαισθησία , ἀρτιότης . δι ' αὑτὰ μέν , ὅτι κατὰ φύσιν |
| ἰϲχυρὰν ἔχοι τὴν εὐωδίαν καὶ μόνιμον , πλειόνων ἡμερῶν ἡλιούμενα λεπτομερέϲτερα καὶ μᾶλλον εὔχρηϲτα γίνεται , ὥϲπερ τὸ ῥόδινόν τε | ||
| ἄνευ τοῦ ϲτύφειν ἐπιφανῶϲ : ἄριϲτα δὲ αὐτῶν ἐϲτιν ὅϲα λεπτομερέϲτερα ταῖϲ οὐϲίαιϲ [ αὐτῶν ] ἐϲτί : διὸ κατ |
| κρείττοσι πολλαπλασιάζῃ ἑαυτῆς τὰς νοήσεις : φθίσις δὲ ὅταν ἐκεῖθεν ἀφισταμένη ἀσθενεστέρα ἑαυτῆς γίνηται καὶ ἀργοτέρα ταῖς νοήσεσι : πάλιν | ||
| περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν . πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ |
| ἐπειδὴ ἐγένετο παρ ' ἡμῶν ἀπὸ τῆς Προνοίας συνετάττετο . Δύναμις δὲ καὶ τοῦτο μεγάλη , καλῶς καὶ τοῖς κακοῖς | ||
| αἷμα καὶ πνεῦμα , καὶ θερμασίη διὰ τούτων φοιτᾷ . Δύναμις μίη καὶ οὐ μίη , ᾗ πάντα ταῦτα καὶ |
| δὴ αὐτῶν ταῖς γλυκεραῖς κοίταις ἐπέραστον ἔβαλεν αἰδῶ , κοινὸν ἁρμόζουσα τὸν μιχθέντα γάμον τῷ θεῷ καὶ τῇ τοῦ Ὑψέως | ||
| τῶν ὁμοίων παράθεσις : Τί ἔστιν ἐτυμολογία ; ἀνάπτυξις λέξεων ἁρμόζουσα τὴν φωνὴν πρὸς τὴν τοῦ ὑποκειμένου πιθανότητα . Τί |
| καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ παντάπασιν ἰσχνὴ καὶ πομφολυγώδης ἐστὶν καὶ τὸ ἔγχυμα ἀμαυρὸν καὶ ἐξίτηλον | ||
| ' ἐξ ἀριστερῶν . ἔστι δ ' ἡ ἔκφυσις αὐτῶν ἰσχνὴ καὶ πλατεῖα , κατὰ γραμμὴν ἐγκαρσίαν ἐπ ' ὦτα |
| παραχρῆμα παύει . ἡ δὲ χολὴ αὐτῆς ἐν τῷ μετώπῳ χριομένη καὶ τοῖς βλεφάροις πάντα ῥευματισμὸν ὀφθαλμῶν ἵστησι καὶ ὀφθαλμίαν | ||
| καὶ χερϲὶ μαίηϲ ἀτρέμαϲ εἴϲω θέει , ἡϲυχῇ πιεζευμένη καὶ χριομένη πρόϲθεν τοῖϲι ὑϲτέρηϲ μειλίγμαϲι . Περὶ ἀρθρίτιδοϲ καὶ ἰϲχιάδοϲ |
| φυγοῦσα . ληιάς : αἰχμάλωτος , δοριάλωτος . ἀηθέσσουσα : ἀηθὴς οὖσα . δύης δὲ κακοπαθείας . ἀοιδαῖς : ταῖς | ||
| φυγοῦσα . ληιάς : αἰχμάλωτος , δοριάλωτος . ἀηθέσσουσα : ἀηθὴς οὖσα . δύης δὲ κακοπαθείας . ἀοιδαῖς : ταῖς |
| ἔσχεν αὐτοῦ ἵμερος ] ἐπιθυμία , ἔρως ξύνευνον ] τὸν Λιγγέα ἀπαμβλυνθήσεται ] ἐξασθενήσει , μαλακισθήσεται ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ξίφους | ||
| ὃς καὶ κτείνει αὐτόν . Πολυδεύκης δὲ διώκων αὐτοὺς τὸν Λιγγέα κτείνει δόρατι , ὑπὸ δὲ τοῦ Ἴδα στήλῃ λιθίνῃ |
| καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ἐδέξατο , τοῖς τε πελάγεσσί φησιν ἡ ἐχενηῒς ἑταῖρα , ὅτι καὶ αὐτὴ ἐν τοῖς πελάγεσσι διατρίβει | ||
| λα . ὁρμῇ : κινήσει . Ἰστέον , ὅτι ἡ ἐχενηῒς ἀπείργει τὴν ναῦν ὑπὸ βιαίων ἀνέμων ἐλαυνομένην , ὅθεν |
| . ἔστι δὲ τὰ τοιάδε οἷον γλυκύτης καὶ πικρότης καὶ στρυφνότης καὶ πάντα τὰ τούτοις συγγενῆ , ἔτι δὲ καὶ | ||
| χυμὸς ὀνομάζεται . εἰσὶ δὲ ποιότητες ὀξύτης , αὐστηρότης , στρυφνότης , δριμύτης , ἁλυκότης , γλυκύτης , πικρότης . |
| προσελθὼν τῷ Φωκίωνι , χρῆσόν μοι , ἔφη , τὴν ῥυπαρὰν χλαμύδα , ἣν εἰώθεις φορεῖν παρὰ τὴν στρατηγίαν . | ||
| : ἡ μὲν γὰρ Ἀφροδίτη τὴν νύμφην μοιχαλίδα τε καὶ ῥυπαρὰν σημαίνει , εἰ δὲ Σελήνη , χωρισμὸς γίνεται παρ |
| λέγεται τὸ δεδεγμένον σῶμα τὴν ἀγαθότητα καὶ μετέχον αὐτῆς , ἀγαθότης δὲ οἷον οὐσία καὶ ὕπαρξίς τις οὖσα . Πέμπτον | ||
| ταύτην ἐφίστησι καὶ φρουρητικὴν δύναμιν ἡ τοῦ πρὸ πάντων ἑνὸς ἀγαθότης . οἱ δὲ διὰ τί φήσουσι τὸ ἓν καὶ |
| ἑώρακε γράφοντα πρὸς τῷ τοίχῳ . ἔλεγον δὲ τὰ γράμματα μανῆ θεκὲλ φάρες τε : ἃ μηδενὸς ἰσχύσαντος ἑτέρου σαφηνίσαι | ||
| ἑώρακε γράφοντα πρὸς τῷ τοίχῳ . ἔλεγον δὲ τὰ γράμματα μανῆ θεκὲλ φάρες τε : ἃ μηδενὸς ἰσχύσαντος ἑτέρου σαφηνίσαι |
| εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , | ||
| , ἀηδόνων , τῶν ἄλλων ὅσα φύσις μεμούσωκε , λογικῶν εὐφωνία , κιθαρῳδῶν κωμῳδίαν τραγῳδίαν τὴν ἄλλην ὑποκριτικὴν ἐπιδεικνυμένων . |
| ὑπὸ τῶν ἐραστῶν , ἣν Σαπφὼ μὲν ἡ τῶν μελῶν ποιήτρια καλεῖ Δωρίχαν , ἐρωμένην τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Χαράξου γεγονυῖαν | ||
| χοριαμβικῶν ἑφθημιμερῶν τῶν εἰς τὴν ἰαμβικὴν κατάκλειδα , ἡ αὐτὴ ποιήτρια , ὄλβιε γαμβρέ , σοὶ μὲν δὴ γάμος , |
| καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
| καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
| καὶ ἡ φρόνησις λειπομένη καὶ δευτέρα τῆς σοφίας , ὡς ἐπιτάττουσα δι ' αὐτήν , ἵν ' ἐν ταῖς ψυχαῖς | ||
| , πολλῷ μᾶλλον ἀποδεχόμεθα τὴν μουσικήν , ὅτι οὐ βιαστικώτερον ἐπιτάττουσα ἡμῖν ἀλλὰ μετὰ θελγούσης τινὸς πειθοῦς τῶν αὐτῶν ἀποτελεσμάτων |
| τόν τε Πέρσην ἐς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων ἐτύφωσε τηλικούτων ἔργων εὐπραγία . ὡς δὲ ταῦτα τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐδηλώθη χαλεπῶς νοσοῦντι | ||
| καὶ ἐρώντων ἡδονὴ καὶ ὅλως ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ γιγνομένῳ εὐπραγία . γῆν ὅτε ἂν καταλίπῃ τύχη , τότε καὶ |
| περιπεπηγὼϲ φορυτῷ τε καὶ καλάμοιϲ , δριμυτάτη δέ ἐϲτι καὶ θερμαντικὴ ἐγγὺϲ τοῦ καίειν ἔξωθεν προϲτιθεμένη ϲὺν ἄλλοιϲ : εἴϲω | ||
| ἔνιοι δὲ αὐτὴν ψευδοκινάμωμον ὀνομάζουϲιν . Κιρκέαϲ ἡ μὲν ῥίζα θερμαντικὴ καὶ εὐώδηϲ ἐϲτίν , ἥτιϲ ϲὺν οἴνῳ πινομένη ὑϲτέραϲ |
| ' αἰτιατέον δρόσον τὴν πρόσειλον . Αὕτη δὴ πολλὴ πίπτουσα καθυγραίνει τὰ μὲν ἄνθη καὶ ὑγρότερα τὴν φύσιν ὄντα μᾶλλον | ||
| καὶ ὁ τῆϲ ἀνδράχνηϲ δὲ χυλὸϲ διακρατηθεὶϲ ἐν τῷ ϲτόματι καθυγραίνει τοὺϲ τόπουϲ . καὶ ῥοῦϲ ὁ ἐπὶ τὰ ὄψα |
| ἑλληνισμός , ἀττικισμός , πολυγνωμοσύνη , πολύνοια , πολυλογία , εὐγλωττία , εὐφωνία , ἀφθονία , βραχυλογία , συντομία , | ||
| εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια , εὐλάβεια , εὐγλωττία , εὐφημία , εὐσέβεια , εὐμένεια , εὐμουσία , |
| ἡ σοφία , πρωτίστη οὖσα πασῶν , ὡς τοῦ πρωτίστου κοσμητικὴ μορίου ὑπάρχουσα , λέγω δὴ τοῦ θεωρητικοῦ νοῦ , | ||
| τῷ ] οἴκῳ συμφερόντων . θʹ [ Ἠθικὴ δὲ ἐπιστήμη κοσμητικὴ τῶν ἠθῶν ] . ιʹ Διαλεκτικὴ δὲ ἐπιστήμη τοῦ |
| δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ γογγυλίς , φησί , λεπτυντική ἐστι καὶ δριμεῖα καὶ δύσπεπτος , ἔτι δὲ πνευματωτική | ||
| , οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος , ταριχευθεῖσα δὲ εὐκοίλιος καὶ λεπτυντική , ἡ δὲ μείζων συνοδοντὶς καλεῖται . ἡ δὲ |
| τὰς ἑξῆς : ὧν εἰσιν ἔσχαται πρὸς δύσιν Πύλος καὶ Κυπαρισσία , μέση δὲ τούτων Ἔρανα , ἣν οὐκ εὖ | ||
| , ἥ τις Ἔραννα ἐκαλεῖτο . τὸ ἐθνικὸν Κυπαρισσεύς καὶ Κυπαρισσία ἡ Ἀθηνᾶ . Κυπαρισσήεις , πόλις τῆς Μεσσηνίας . |
| ἡτέρα ἀμφίκρανον βρυαζούσης λέαιν ' ὥς ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρέτις βραχεῖ λόγῳ δὲ | ||
| λίσσομαι σιγᾶν πέρι . ὁρᾶις ; φρονεῖς μὲν εὖ , φρονοῦσα δ ' οὐ θέλεις παῖδάς τ ' ὀνῆσαι καὶ |
| τευθίς : αὕτη δὲ καριδοῖ τὸ σῶμα καμπύλη τ ' ἄγκυρά τέ ἐστιν ἄντικρυς τοῦ σώματος φησί που Ἀναξανδρίδης : | ||
| τοῦ πράγματος . Ἱερὰ ἄγκυρα : ἡ μεγάλη βοήθεια . ἄγκυρά ἐστιν ἐν τῇ νηῒ ἱερὰ καλουμένη , καὶ ὅτε |
| δὲ ὁ τόπος , ὡς τό : ἀσφοδελὸν λειμῶνα . ἁπλότης μωρίας διαφέρει . ἁπλότης μὲν γάρ ἐστιν ἡ φρόνησις | ||
| . ἀφάδιον : τὸ ἐχθρὸν καὶ ἀπαρέσκον . ἀφέλεια : ἁπλότης ἢ μεγαλεῖόν τι καὶ ἐνδοξότης . ἀφ ' ἑστίας |
| ἄκρως Ὅμηρος τὰς τοιαύτας διαφοράς . εὔμορφος εὐειδοῦς διαφέρει . εὔμορφος μὲν γάρ ἐστιν ὁ τὴν μορφὴν εὖ ἔχων , | ||
| εὐμορφότερός εἰμι , ὦ Μένιππε ; Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος : ἰσοτιμία γὰρ ἐν ᾅδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες . |
| . ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις εὔθετον τὸ ἔτος , τοῖς | ||
| τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη ἐν τοῖς ἀνθρώποις : θρεμμάτων δὲ |
| , ἀρσενικὸν καυθέν , γύψος καυθεῖσα , θεῖον , καδμεία βοτρυῗτις μᾶλλον , κίσηρις κεκαυμένη , κονία , ἡ τοῦ | ||
| διαφορᾷ σύμμετρός πώς ἐστιν . καὶ λεπτομερεστέρα δ ' ἡ βοτρυῗτις , παχυμερεστέρα δ ' ἡ πλακῖτις . Κιννάβαρι δριμείας |
| ἀπόρους ἀσωτία καὶ πολυτέλεια , πολλοὺς δὲ ἀδόξους αἰσχροκέρδεια καὶ μικροπρέπεια . μετά γε μὴν τὴν κακίαν δευτέρα τῶν τοιούτων | ||
| . ἔστι δὲ περὶ χρημάτων δαπάνας ὑπερβολή , ἔλλειψις δὲ μικροπρέπεια , ὧν μεγαλοπρέπεια μεσότης ἐστί . οὐ τὸ μὴ |
| ] , οἷόϲ ἐϲτιν ὅ τε διὰ τοῦ καϲτορίου τροχίϲκοϲ ἐνιέμενοϲ καὶ ὁ ἀϲτὴρ ἐνιέμενόϲ τε καὶ πινόμενοϲ καὶ τὰ | ||
| ῥεύματα πινόμενοϲ ἁρμόττει μετ ' οἴνου ἢ ὕδατοϲ ἢ καὶ ἐνιέμενοϲ καὶ τὰϲ ῥεούϲαϲ τρίχαϲ κρατύνει . Μάκερ φλοιόϲ ἐϲτιν |
| , λεῖος , λιπαρός , εὔθρυπτος , τάχιστα διιέμενος , βαρύοσμος . Πεπέρεως ἐκλέγου τὸ βαρύτατον καὶ πλῆρες , μέλαν | ||
| σκίδναται : διαμερίζεται * ἐμβαρύθουσα : βαρύοσμος ἡ βοτάνη αὕτη βαρύοσμος μέσον δ ' ὡς ἀχράδα καρπὸν ἤτοι ἕως τῆς |
| προκειμένην εἰς θάλασσαν . λέγει δὲ τὸ Ποσείδειον ἄκρον . Λευκωσία δὲ ὀνομάζεται ἡ σειρὴν ἀφ ' ἧς καὶ ἡ | ||
| . εἰσὶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν σειρήνων ταῦτα Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια : τινὲς γὰρ τριπλῶς ταύτας φασίν . |
| σημείων τῶν ἐν τῇ συμμίκτῳ τάξει τασσομένων . Γʹ . Τάξις ἡ λεγομένη σύμμικτος . Δʹ . Τάξις πρώτη καβαλλαρίων | ||
| ἀναγκαία καὶ χρήσιμος ἐν τοῖς στενοῖς καὶ μονοπατίοις τόποις : Τάξις ὀρθία καὶ διφαλαγγία , ἥτις ἀναγκαία ἐστὶν ἐν δασείαις |
| : ὁμοίως δὲ καὶ τὸ πῶμα τῆς βαλάνου , ὅπου ἐγκάθηται ἡ βάλανος , ὅπερ νῦν ἀκουστέον : περὶ γὰρ | ||
| ἔτι μεταβάλλει : ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις ἄτοπός τις ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς κινήσεώς τε καὶ στάσεως , ἐν χρόνῳ |
| σπερμάτων χείρω διὰ ταύτας τὰς αἰτίας . Ἡ δ ' ἐπέτειος βλάστησις , αὕτη γὰρ οἷον δευτέρα γένεσίς ἐστιν , | ||
| γίνεται μετὰ τὴν βλάστησιν : τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπέτειος ἡ τούτων , ἀλλ ' εἰς πλείω χρόνον ἡ |
| καὶ . . . τῶν ἐκτὸς ἡ μὲν παρωκεανῖτις ἡ πρόσβορρος ἀμοιρεῖ διὰ τὰ ψύχη , ἡ δ ' ἄλλη | ||
| ἡ Χῖος ἐλέγετο . . . . Κύρνος : νῆσος πρόσβορρος Ἰαπυγίας . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . . . Νῶλα |
| , εὑρήσεις τὸν κατὰ σύνθεσιν τὸν νεʹ . πέμπτον ἡ γονιμωτάτη ἑξὰς ἐφ ' ἑαυτὴν πολυπλασιασθεῖσα δυνάμει ἐπιγεννᾷ τὸν λϚʹ | ||
| ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς φυτοῖς μάλιστα |
| δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . Κώμη . ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρία | ||
| δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . . Κόραξοι : ἔθνος Κόλχων πλησίον Κώλων . |
| φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα . θ προῦπτος ] ὁμολογούμενος . προῦπτος ] ἐμπρέπων , ὁμολογούμενος . προῦπτος ] ἀληθής . | ||
| τούτου ὕπαρξις . “ καὶ ἔστιν ἡ τῆς συνερωτήσεως πιθανότης προῦπτος . πάσης γὰρ φύσεως καὶ ψυχῆς ἡ καταρχὴ τῆς |
| . ἔστι δὲ τῇ γεύσει θερμότερος μὲν ὁ μέλας , ὑπόπικρος δ ' ὁ λευκός . Ἑλξίνη , ἔνιοι δὲ | ||
| , λεπτομερέστερον δέ . Πιστακίου ὁ καρπὸς λεπτομερής ἐστι καὶ ὑπόπικρος ἀρωματίζων : ἐκφράττει γοῦν καὶ διακαθαίρει . Πιτυΐδες μικτῆς |
| διὰ τοῦ ΙΝΗ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἐκτείνει τὸ Ι : Αἰητίνη θριδακίνη ἡρωΐνη . τὸ εἰλαπίνη Μολυβδίνη ὄνομα πόλεως συνέσταλται | ||
| φίνη : ἀριγίνη : ἐριγίνη : ἡρωΐνη : δωτίνη : Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη |
| ἡ ἀποστολὴ , λέγεται δὲ πομπὴ καὶ ἡ μετὰ σταυροῦ λιτὴ καὶ ἔφοδος καὶ ἐξαποστολὴ καὶ δημοσίευσις , καὶ πομπεῖα | ||
| καὶ διὰ τοῦ σώματος ἐνδείκνυσθαι , ὅτι ἡ ἀφελὴς καὶ λιτὴ καὶ ὕπαιθρος δίαιτα οὐδὲ τὸ σῶμα λυμαίνεται : ἰδοὺ |
| αὐτὰς τὰς ῥίζας τὰς προκυπτούσας τῆς γῆς ἐπικεντρίζουσιν . Ὥρα εὔθετος πρὸς τὴν τοῦ κοινοῦ ἐλαίου σκευασίαν , ὅταν τὸ | ||
| φαίνεται συνειλεγμένον αἷμα , ὀλίγα ἁρμόζει σιτία καὶ ἡ ναυτία εὔθετος καὶ ἡ ἀποσιτία , καὶ γυμνάσια γυναιξὶ πρέποντα διαφορεῖν |
| ἐπιγνώμων , ὑστερόφρων . ἀρτίφρων ] ἀρτιμαθής . ἀρτίφρων ] ἐπιγνώμων , εἰδήμων . θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς | ||
| ἀπιθάνου διακριτικὸς ἔσται , τῷ αὐτῷ καὶ ὁ παντὸς ἀληθοῦς ἐπιγνώμων συνεπιβάλλει παντὶ τῷ ἀντικειμένῳ , τουτέστι τῷ ψεύδει . |
| αὐτήν : οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη . Ἔστι δὲ ἀξία ἡ χώρα καὶ ὑπὸ πάντων | ||
| ἀίδιον ὑπάρχειν , ὅπερ εἶδός ποτε ἐκείνη ἡ ὕλη γίνεται κοσμουμένη ἐξ αὐτοῦ . εἰ γὰρ μήτε τὸ εἶδός ἐστι |
| ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος , | ||
| διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς |
| , τμητικὰ δὲ τῶν ἐν γαϲτρὶ χυμῶν , τὰ δὲ αὐϲτηρὰ ῥωϲτικά τε ϲτομάχου καὶ γαϲτρὸϲ ἐφεκτικά , καὶ τούτων | ||
| τε καὶ διαφορούντων . ἀποκρούεται μὲν οὖν δηλονότι τά τε αὐϲτηρὰ καὶ τὰ ϲτρυφνὰ καὶ τὰ ϲτύφοντα προϲαγορευόμενα , διαφορεῖ |
| οὕτως : Ἄγει δὲ ἑαυτὴν ἡ χάρις ἀντὶ ἔργων φίλων ὀπιζομένη καὶ ὄπισθεν ἐρχομένη ποίτινος καὶ ἀμει - πτική : | ||
| τοὺς Λοκροὺς χάριν ὁμολογεῖν τῷ Ἱέρωνι , προευεργετήσαντι αὐτούς . ὀπιζομένη ἤτοι ἐπιστρεφομένη : ἢ ὅτι μετὰ αἰδοῦς καὶ θράσους |
| , πρὸς τὰ ὅμοια δὲ καὶ προσεχῆ : σφόδρα γὰρ αὐξητικὴ ἡ τοιαύτη ἐξέτασις , ὅτ ' ἂν τοὺς ὁμοίους | ||
| τῶν προβάτων . τῇ δωδεκάτῃ δέ , ὡς ἔτι μειζόνως αὐξητικὴ τοῦ φωτός , οὕτως τὴν ἀρχὴν εἶχε τῆς τελείας |
| καὶ κλητικήν , οἷον ὁ Τίρυνς ὦ Τίρυνς , ἡ ἕλμινς ὦ ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ | ||
| ἑλμίνθων γένεσις . Περὶ πλατείας ἕλμινθος . Καὶ ἡ πλατεῖα ἕλμινς πλεονάζει μὲν ἐπὶ πυρετῶν , γίνεται δὲ καὶ ἐν |
| σχῆμα τοῦ λόγου . τῇ γὰρ ἀντιπαραθέσει τοῦ ἥττονος ἡ εὐτέλεια δείκνυται . καταγλωττισμάτων : εἶδος φιλημάτων περιεργότερον τὸ καταγλώττισμα | ||
| . Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία : αὐτάρκεια . |
| , κναφευτική , ὑφαντική ὑφάντης ὑφάσματα ὑφή , πλυντική , θεραπευτική , κοσμητική , † προητική , νηστική , * | ||
| κοπεῖσα καὶ λυωθεῖσα ὡς χνοώδης γενέσθαι , τῶν κακοήθων ἑλκῶν θεραπευτική . Τὰ μεταλλικὰ λείου μετ ' ὄξους ἐν θυίᾳ |
| ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος ἐπαινουμένη : ἀνδραγαθία ? δὲ καὶ τὴν ψυχικὴν ἀρετὴν ἔχει | ||
| ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος ἐπαινουμένη : ἀνδραγαθία δὲ τῆς κατὰ ψυχὴν ἀρετῆς μαρτυρία . |
| ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς Στυμφαλίδος θυγάτηρ | ||
| ὑγρά , περιρρέουσα , στιλπνή στίλβουσα , εὔχρως , ἀνθοῦσα εὐανθής πολυανθής , ποικίλη παμποίκιλος πολύμορφος , πορφυρᾶ , ἁλουργίς |
| Ἀθηναίοις , ἡ τοὺς φόρους παρὰ τῶν συμμάχων ὑποδεχομένη καὶ φυλάττουσα . Ἔρρε : ἀντὶ τοῦ φθάρηθι , ὡς Λυσίας | ||
| ἐργάζεται , τὸ ἰσότιμον αὐτοῖς διὰ τῆς τροφῆς τῆς ἴσης φυλάττουσα : μίαν δὲ ἄρα οὐ κομίζει πᾶσιν , ἐπεὶ |
| πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο | ||
| ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι |
| τε μήδεα , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ , σή τ ' ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα . φυλάσσει γὰρ ἄκρως ὁ ποιητὴς | ||
| τε μήδεα , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ , σή τ ' ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα . * ) ὅτι οὐχ ὡς |
| κατέλαβε καί “ ὑμεῖς , ” ἔφη , “ μὲ κτείνατε μᾶλλον , οἱ ἐλεήσαντες , ἵνα τὸν μισθὸν ἀντὶ | ||
| ' ὡς ἐλευθέρα θάνω : ἤτοι ἄδετον , ἀδέσμευτον καταλείψαντες κτείνατε , ἵνα ὡς ἐλευθέρα ἀποθάνω . δουλείαν γὰρ ἡγεῖτο |
| πεφθέντεϲ καλῶϲ ὁμοίωϲ ταῖϲ ϲαρξὶν εὔχυμοι . καρδία δὲ οὐ κακόχυμοϲ . οἱ δὲ πόδεϲ τῶν ὑῶν βελτίουϲ εἰϲὶ τοῦ | ||
| βελτίων δὲ εἰϲ εὐχυμίαν ἢ κατὰ βοῦϲ καὶ πρόβατα . κακόχυμοϲ δὲ οὐδὲν ἧττόν ἐϲτι καὶ ἡ τῶν ἐλάφων καὶ |
| ἀνόμοια ὡς καὶ ἐπὶ τῆς λεύκης . Τῶν δ ' ἀειφύλλων οἷς μὴ συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸ κατ ' ἐκεῖνον | ||
| : ἔοικε δὲ παραπλήσιον πλὴν χαλεπώτερον καὶ τίς ἡ τῶν ἀειφύλλων : προσεπειπεῖν γὰρ δεῖ καὶ διὰ τί τοσαύτην λαμβάνει |
| τ . Μολοτός ὁ τόπος . τὸ κτητικὸν Μολοττικός . Μολυβδίνη , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Μολυκρία , | ||
| πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος μετὰ δὲ Σίξος πόλις . . Μολυβδίνη : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Σικάνη |
| Θηβαῖος δὲ ὁ Ἰόλαος . καλλίων δέ ἐστιν αὕτη ἡ ἐκδοχὴ , ἵνα ἐπαμφοτερίζοντα τὸν λόγον νοήσωμεν : ἐκεῖνοι γὰρ | ||
| . οὐκ ἔστι δὲ , ἀλλ ' ἐκείνη βελτίων ἡ ἐκδοχὴ , λαμβανομένη ἀπὸ τοῦ ποιητικοῦ προσώπου . ἀνὰ δ |
| ὡς κηρύσσεται ; ὡς πάνθ ' ἅπαξ με συλλαβοῦς ' ἀνιστορεῖς . πρὶν γὰρ θανεῖν σε , τοῦδ ' ἐπαυρέσθαι | ||
| ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις ; Ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς . Ἄρχεις δ ' ἐκείνῃ ταὐτὰ γῆς ἴσον νέμων |
| μετὰ μέλιτος πινόμενον . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ γλαύκουρις . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω | ||
| οὐ πυρωτικόν : ῥίζα ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , |
| δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων | ||
| βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ , |
| ' ἠέρος αἰθύσσοντες : αὐτὰρ ὅ γε σπήλυγγος ὑπεκπροθορὼν ἀλίαστος βρυχᾶται πετάσας φόνιον χάος ἀντία φωτῶν , δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ | ||
| τὴν δὲ τοῦ βλέμματος ἔννοιαν ἀπάγων εἰς ἃ ἐξηπάτηται . βρυχᾶται δὲ ἡ φάρυγξ καὶ ὁ αὐχὴν ἐμπίπλαται καὶ ἀνοιδοῦσιν |
| ἠγόρασα . “ ἡ δὲ γυνὴ τοῦ Ξάνθου : ” εὐχαριστῶ σοι , κυρία Ἀφροδίτη . μεγάλη ἦς : ἀληθινά | ||
| , ἀφ ' ὑμῶν εἰς ὑμᾶς χωρεῖ ἡ εὐλογία . εὐχαριστῶ σοι , πάτερ , ἐνέργεια τῶν δυνάμεων . εὐχαριστῶ |
| δοῖος : μνοῖος ὁ ἰπνός : γλοῖος ἡ κόπρος : Βοῖος τὸ ἔθνος , δηλοῖ δὲ καὶ ὄνομα κύριον φλοιός | ||
| . Φιλόχορος δέ φησιν ὑπὸ Ἄρεος τὸν Κύκνον ὀρνιθωθῆναι . Βοῖος δὲ περὶ γεράνου φησὶν ὅτι ἦν τις παρὰ Πυγμαίοις |
| σοφία ἐλέχθη τῶν πρώτων αἰτίων εἶναι γνωστικὴ καὶ τῶν μάλιστα ἐπιστητῶν , κατὰ τοῦτο δόξει πάλιν ἡ τοῦ εἴδους καὶ | ||
| εἶτα περὶ τῆς ἀρίστης αὐτῶν χρήσεως καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἐπιστητῶν καὶ περί τε τῶν καθ ' αὑτὰ κριτηρίων καὶ |
| κατὰ γὰρ πᾶσαν πτῶσιν τῆς κτητικῆς παραγωγῆς ἐγκειμένη σύνεστιν ἡ κτητικὴ σύνταξις , ἐμόςἐμοῦἐμῷἐμόν , ἈριστάρχειοςἈρισταρχείουἈρισταρχείῳ . καὶ ἐν μὲν | ||
| : ὀρθοτονουμένη γὰρ ἡ ἑνικὴ περισπᾶται , ἥ γε μὴν κτητικὴ ὀξύνεται . σαφὲς δ ' ὅτι καὶ ἐγκλιθεῖσαι αἱ |
| . καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
| ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
| δίαιταν ἐφεξῆς ἄφυσον καὶ χρηστὴν διαιτᾶσθαι . Οἶδε γὰρ τὰ φυσώδη περιττώματα τῷ σπληνὶ παρατιθέμενα αἴρειν τε αὐτὸν καὶ ἀπεψίας | ||
| τἆλλα ὅσων συγκατεσθίομεν τὰς ἀκάνθας , ταῦτα πάντα τὴν πέψιν φυσώδη ποιεῖ , τὴν δὲ τροφὴν δίδωσιν ὑγράν , τῆς |
| ἀμύμονος , ἣν ἀφικάνω : ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω . τοῦδ ' αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ | ||
| μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι γίνοντ ' , οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι . δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων |
| διπλασίως . εἰ μὴ γὰρ ἐν γυναιξίν ἐστιν ἡ κόρη τεθραμμένη μηδ ' οἶδε τῶν ἐν τῶι βίωι τούτων κακῶν | ||
| ' αὖ βέμβρας κακοδαίμων . Ἀριστοφάνης : ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσι τεθραμμένη . ἐν δὲ ταῖς Εὐπόλιδος Αἰξὶν εὕρηται καὶ διὰ |
| ἀφιεῖσα . ἔφηλις πάθος ἐν προσώπῳ , ὑποπέλιδνος ἐπιδρομή , ἀφανίζουσα τὸ κατὰ φύσιν χρῶμα . ἴονθοι ἀνθήματα ψυδρακίοις ἐοικότα | ||
| παρὰ τὸ ἐμπαθὲς διὰ τοῦ πάθους ὡς σκότους βαθέος αὐτὸ ἀφανίζουσα . ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει πάλιν τὸν ὅρον φρονήσεως ὡς |
| τραχυτής : ἔρις : προσπάθεια : φιληδονία : φιλοχρηματία : γαστριμαργία : οἰνοφλυγία : λαγνεία . αʹ Ὀργὴ μὲν οὖν | ||
| τὴν γλωσσαλγίαν φησὶν αἰσχίστην νόσον , ὅτι πορνεία μὲν καὶ γαστριμαργία καὶ τὰ λοιπὰ πάθη σὺν τῇ βλάβῃ ἔχουσί τι |
| μαλακία , ἀμβλύτης , βραδυτής , μελλησμός , ἀδυναμία , ἀδυνασία , ἀσθένεια , ἀργία , ἀρρωστία , ὄκνος , | ||
| Ἀ . . . , ἀδυναμία ἐρεῖς ὡς Δημοσθένης καὶ ἀδυνασία ὡς Ἀ . καὶ Θουκυδίδης [ , . , |
| τοὺς πολλοὺς παρ ' ἐλπίδα κινδύνους . . ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ ΓΑΙΑ ΠΟΛΥΝ ΒΙΟΝ . Γαῖαν νῦν τὴν ἀρόσιμον λέγει : | ||
| , οὐκ ἀπὸ γῆς δὲ , προσέθηκε τὸ , ΤΟΝ ΓΑΙΑ ΦΕΡΕΙ . . ΔΗΜΗΤΕΡΟΣ ΑΚΤΗΝ . Ἤτοι τῆς γῆς |
| τὸ ποτήριον , καταχρηστικῶς δ ' ἐνταῦθα τὸ ἔλυτρον . Ἀλκή : δύναμις , πόλεμος , μάχη . μέγα νεῖκος | ||
| , ἅτινα , ἤως ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἀγλαΐα . Ἀλκή : δύναμις , ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : |
| καὶ πάλιν : εἴ μοι γένοιτο παρθένος καλή τε καὶ τέρεινα . τοῦτο τὸ εἰ γίνεται αἰ τοῦ ε τραπέντος | ||
| ἐν ἡμετέρου ἣ νῦν μέγ ' ἱμείρει ? [ καλὴ τέρεινα παρθένος : δοκέω δέ μιν [ εἶδος ἄμωμον ἔχειν |
| . εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν | ||
| ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος |
| : λάβε αὐτὸν εἰς τὸν κόλπον σου , ὡσεὶ ἄραι τιθηνὸς τὸν θηλάζοντα ; „ καὶ τὸ ” πόθεν μοι | ||
| μὲν γάρ ἐστιν ἡ μαστὸν παρέχουσα , τροφὸς δὲ καὶ τιθηνὸς ἡ τὴν ἄλλην ἐπιμέλειαν ποιουμένη τοῦ παιδὸς καὶ μετὰ |
| ] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα | ||
| κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον |
| ἐξανθήματα θεραπεύει . ὀνίνησι δὲ καὶ τοὺς σκληροὺς σπλῆνας , ἐπιπλαττομένη πρόσφατός τε καὶ ξηρά . Κυτίσου τὰ φύλλα διαφορητικῆς | ||
| ἀναβρώσεως σηπεδονώδους συμπιπτούσης . ἴσατις ἡ ἥμερος κατὰ τῶν αἱμορραγούντων ἐπιπλαττομένη καλῶς ἐπέχει : κηκῖδες καυθεῖσαι : δεῖ δ ' |
| ἤπειρον Ἰβηρίας ἔχοντι , εἰς Καρτηίαν στάδιοι νʹ . Ἐνταῦθα παροικεῖ τὸ ἔθνος [ τῶν ] Βαστουλῶν τῶν καλουμένων Ποινῶν | ||
| , πρὶν ἐγγραφῆναι τῇ πόλει αὐτῆς , τοῖς ἐγκυκλίοις μαθήμασι παροικεῖ , ἵνα διὰ τούτων πρὸς τελείαν ἀρετὴν ἀφέτως ὁρμήσῃ |
| ὑπηκόων παραλίων . μελαγχίτων ] ἡ συνετή . μελαγχίτων : πενθήρης , ἢ ἀμφιμέλαινα . ἔστι δὲ παρὰ τὸ ” | ||
| εἰς ἐμὴν χάριν . ὁ θρῆνος . ἐπεκτεταμένως θρήνει . πενθήρης . οἱ γὰρ Μυσοὶ καὶ οἱ Φρύγες εἰσὶ μάλιστα |
| , ἐκ παραλλήλου τὸ αὐτὸ , οὕτως . μογέουσα : βαρυνομένη , καὶ κακοπαθοῦσα . Καὶ ἀποκριδόν : κεχωρισμένως , | ||
| τοῦ τένοντος τοῦ τραχήλου αὐτῆς , αὐτὴ δὲ τῷ πόνῳ βαρυνομένη περὶ αὐτὸν εἱλίσσεται , καὶ σφίγξασα αὐτὸν περὶ τὰ |
| ϲπληνικούϲ τε καὶ νεφριτικοὺϲ ὠφελεῖ , καταπλαϲϲομένη δὲ ϲὺν ἀλφίτοιϲ ἐρυϲιπέλαϲιν ἁρμόζει : τὰ δὲ φύλλα τῆϲ ῥίζηϲ ἧττον ψύχει | ||
| ἰᾶται ϲὺν οἴνῳ πινόμενα καὶ ἡ λυκαψὸϲ δὲ προϲαγορευομένη τοῖϲ ἐρυϲιπέλαϲιν ὁμοίωϲ ἁρμόττει καὶ ῥίζαν ἔχει ϲτυπτικωτέραν ὀνοκλείαϲ . τῆϲ |
| δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή : τὸν γὰρ ἐν τοῖς | ||
| σοῦ , καλὴ μὲν ἡ ἐπιστολή , τὸ δὲ ἔγκλημα βεβαιοῦσα . Ἁρμόνιος οὑτοσὶ χρηστὸς ὢν τὰ τῶν πεπονηρευμένων πάσχει |
| τὸ φλεβῶδες αἴσθησιν λάβῃ γένος : ἐντεῦθεν γὰρ τοῖς οὔροις ἐπίδηλα τὰ πάθη γίνεται . Ἀσφαλέστερον δ ' ἂν ἴσως | ||
| πυθόμενος παυέσθω , ἐπειδήπερ τὰ μὲν ὡς ἐκ τῶν ῥηθέντων ἐπίδηλα νομισθέντα λέλειπται , τὰ δ ' αὖ γε καὶ |
| καινὸν κακόν , εἴ γε τῷ πάντα μακαρίῳ ὁ πάντα βαρυδαίμων ἑαυτὸν ἐξομοιοῦν ἐτόλμησεν . ὑπερθεῖτ ' ἂν οὗτος ἥλιον | ||
| θνητὸς ὢν ἀγνωμόνει τίς ἀτιμόθεος ] [ καὶ ] [ βαρυδαίμων ] [ ] [ ὃς ] τάδε λεύσσων οὐ |
| πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄρριζος στύφουσά τε εὐτόνως καὶ ἄλιθος , ἔτι δ ' οὐ πεπιεσμένη βωληδὸν ἢ σχιδακηδόν | ||
| Μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα , ἡπατίζουσα , ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . συλλέγεται |
| σοφὸς ἐρωτηθεὶς τί ἂν εἴη ἐλευθερία εἶπεν : ” ἀγαθὴ συνείδησις ” . Ὁ αὐτὸς ἔλεγε δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς | ||
| τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης . Ἄγει πονηρὰ |
| . Ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῇ γυναικί σου . Οἵαν ἀδικῶ γυναῖχ ' ὁ δυσδαίμων ἐγώ . Ὁ δ | ||
| . Ζεῦ τέλει ' ] Ζεῦ πληρέστατε . Τοιαύτην ] Οἵαν νῦν ἔχουσιν . Ἀμένα ] τοῦ Ἀμένου ποταμοῦ Σικελίας |
| κατὰ γῆς ἐρριζωμένον , ἢ τὸν ὁρμητικὸν πρὸς ὕψος : εὐαυξὴς γάρ ἐστι καὶ καυλὸν ἔχει μακρόν . ὄρδειλος δὲ | ||
| . Μονογενὴς δὲ καὶ ἡ μίλος , ὀρθοφυὴς δὲ καὶ εὐαυξὴς καὶ ὁμοία τῇ ἐλάτῃ , πλὴν οὐχ ὑψηλὸν οὕτω |