Ὁμήρῳ : τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ , ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ : καὶ Πλάτων ἐν Πολιτείᾳ
μονογενὴς καθ ' Ἡσίοδον . καὶ κατὰ τοὺς πολλοὺς ποιητὰς τηλύγετος εἴτε ὁ ἀγαπητὸς εἴτε ὁ ὀψίγονος , ὁπότε τινὶ
7839153 θαλιῃ
Νηρηΐς , διὰ τοῦ ι , Ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ . . ΤΕΡΠΟΝΤ ' ΕΝ ΘΑΛΙΗιΣΙ .
τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ , ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ . τρεῖς δέ μοί εἰσι θύγατρες ἐνὶ
4784860 ἀθανατος
Ἡ γὰρ μερικὴ ἡμετέρα ἅτε κακυνομένη καὶ ἀμφισβήτησιν ἔσχεν εἰ ἀθάνατός ἐστιν . κθʹ Ἡνίκ ' ἂν πρὸς ἄκρῳ Δύο
ναί ἐρεῖ καὶ αὐτὴν προσθήσει τούτῳ τὴν κατάφασιν ναί , ἀθάνατός ἐστι λέγων , καὶ περὶ τοῦ τινὸς ἀνθρώπου ὅτι
4742785 προσηνης
ὅμως : ὅτι καλὴ μὲν ὑμῶν ἡ ἁρμονία καὶ ᾄδεσθαι προσηνής , ἄλλο δὲ ποθεῖ ἡ ἐπιεικὴς ψυχή , καὶ
, ἔτι δὲ ἐν ταῖς ὁμιλίαις καὶ ἐν ταῖς ἐντεύξεσι προσηνής . ὧν χάριν διαφερόντως ὑπὸ τῶν πολλῶν ἠγαπᾶτο .
4574112 ἀνεφυσεν
Πόλεμος ἁπάντων πατήρ “ , εἴ γε καὶ συγγραφέας τοσούτους ἀνέφυσεν ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁρμῇ . Ταῦτα τοίνυν , ὦ
περιττῆς ἐπιθυμίας τὸ τῆς ψυχῆς ἄλογον ἀρδόμενον ἔριν τ ' ἀνέφυσεν ἀνθρώποις καὶ μάχην : ἔρις δὲ αὐξηθεῖσα πολέμους ἀνεβλάστησε
4566036 ἀμορφος
τοῦ ὕδατός ἐστί τινα πρότερον ἐξ ὧν γέγονεν , ὕλη ἄμορφος καὶ ἀνείδεος . . . . . . .
σώματος μαρανθῶσιν οἱ λόγοι καί σοι φανῶ δι ' ἀμφοτέρων ἄμορφος . Ἀδικεῖς καὶ σαυτὸν κἀμὲ σιωπῶν , ἐμὲ μὲν
4555226 ὀλιγοτροφος
καὶ μάλιστα αἱ μεγάλαι , ἔχουσί τι τρόφιμον . κολοκύνθη ὀλιγότροφος , σταφίδες αἱ αὐστηραί τε καὶ ἀλιπεῖς . μέσα
καὶ μάλιστα αἱ μεγάλαι , ἔχουσί τι τρόφιμον . κολοκύντη ὀλιγότροφος , σταφίδες αἱ αὐστηραί τε καὶ ἀλιπεῖς . μέσα
4500799 τραφεις
δ ' , ὡς ἐν ἱερῶι μάντεσίν τ ' ἐσθλοῖς τραφείς , οἰωνὸν ἔθετο κἀκέλευς ' ἄλλον νέον κρατῆρα πληροῦν
καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς . Ποῖα δή , ἔφη , ταῦτα ; Ὁ
4446386 συνδρομος
νοήματά ἐστιν ὥσπερ ἀποκείμενα : ὅταν δὲ ἐνεργῇ , τότε σύνδρομος γίνεται τῷ νοουμένῳ καὶ εἰκότως ἑαυτὸν νοεῖ τηνικαῦτα :
σπινθῆρι περίρρυτα πάντα φυλάσσει . ἔνθεν πρωτογόνοιο νόου κρατέουσα θεμέθλων σύνδρομος ὑψιμέδοντος , ὅλου κόσμοιο τιθήνη , μουσοτόκος Σοφίη ,
4439668 ἐοικυια
σκληρά πόντου ] τοῦ Εὐξείνου Ἡ Σαλμυδησσία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ οὕτως ἀπό τινος Σαλμυδησσοῦ
τίς αὕτη σπουδῇ πρόσεισι τεταραγμένη καὶ δακρύουσα , πάνυ ἀδικουμένῃ ἐοικυῖα ; μᾶλλον δὲ Φιλοσοφία ἐστίν , καὶ τοὔνομά γε
4413966 Ἡδε
πολύπλακον . Νυκτιπόρον : νυκτίπατον . Ὠπήσαιο : βλέψοιο . Ἡδέ : καὶ αὕτη : κυρτοῦται : στραβόννεται . Κυρεῖ
πολύπλακον . Νυκτιπόρον : νυκτίπατον . Ὠπήσαιο : βλέψοιο . Ἡδέ : καὶ αὕτη : κυρτοῦται : στραβόννεται . Κυρεῖ
4392593 προσεχεται
: ᾗ μὲν γὰρ ἐκ τῶν νεφῶν σκότος γίνεται , προσέχεται τῇ ἀληθείᾳ καὶ ἴδιον τοῦ πράγματος ἐγένετο , ᾗ
ἔσοδοί εἰσι τοῖσι παιδίοισι μοῦνον τοῦ σώματος : τῇ μήτρῃ προσέχεται διὰ τουτέων , καὶ κοινωνεῖ τῶν ἐσιόντων : τὰ
4389127 θηλυς
ᾠῶν πουλυπόδια ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . ὁ δὲ θῆλυς πουλύπους ὁτὲ μὲν ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς , ὁτὲ δ
τοῦ ω φθόγγος , στρογγύλος τε ὢν καὶ συνεστραμμένος , θῆλυς δὲ ὁ τοῦ η : διαχεῖται γάρ πως ἐν
4382138 ὑγρος
. ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ
εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς
4310088 συνεστι
ἐγένετο , ἐπεὶ τοῖς ἀπὸ ῥημάτων παραχθεῖσιν ἐπιρρήμασι καὶ ὀξυνομένοις σύνεστι τὸ ς , δωρίζω δωριστί , αἰολίζω αἰολιστί .
ἔχουσιν . τὸ μὲν γὰρ γένος ἡμῖν ὁμοῦ τῇ γενέσει σύνεστι καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε παύσεται , ἡ δὲ συγ
4297518 ἀγηρως
ὡς καὶ Εὐριπίδης τὴν ἀγήρων ἀρετήν , καὶ Δημοσθένης τιμὰς ἀγήρως . ἐρεῖς δὲ πολυετής , μα - κρόβιος ,
ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα . ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ
4296561 κακοτης
ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος , ποιότης ποιότητος , φιλότης φιλότητος , κακότης κακότητος : οὕτως οὖν καὶ Μένδης Μένδητος καὶ Πάρνης
τὴν παρακινδύνευσιν ποιοῦνται , ἡμῖν γε τοῖς ἔτι ἐλευθέροις πολλὴ κακότης καὶ δειλία μὴ πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν .
4285883 σαρκωδεστερος
καὶ λειότερος καὶ σκληρότερος καὶ λευκότερος : ὁ δὲ ἔσωθεν σαρκωδέστερος καὶ δασύτερος καὶ ἁπαλώτερος καὶ ἐνερευθέστερος , δι '
τοξικός , ὃν δὴ Κρητικόν τινες καλοῦσιν : ὀλιγογόνατος μὲν σαρκωδέστερος δὲ πάντων καὶ μάλιστα κάμψιν δεχόμενος , καὶ ὅλως
4258933 προσεοικεν
πᾶν πρᾶγμα , οἷόν ἐστιν ἕκαστον τῶν ὄντων , δηλούσῃ προσέοικεν , ὥσπερ γε καὶ ἡ ” βουλή “ πως
προσονομάζεται Τριήρης ἀπὸ τῆς αὐτῆς αἰτίας , ἐπεὶ ὥσπερ πλοίῳ προσέοικεν ἡ θέσις τοῦ τόπου . ἐπεὶ οὖν μάλιστα ἐν
4255398 φιλοπονος
ἐμαυτὸν οὐδὲ φυσῶμαι καὶ μετεωρίζομαι , ἀλλὰ φιλόλογος μὲν καὶ φιλόπονος οἶδά τις ὤν , οὔπω γε μὴν τοσοῦτον ὅσον
Θέων οὐ μάλα ἀγχίνους οὐδὲ ὀξύς , φιλομαθὴς δὲ καὶ φιλόπονος εἰς ὑπερβολήν . ταῦτά τοι καὶ ἐγεγόνει πολυμαθέστατος ἐν
4247691 συναινει
τινὶ ὑμενώδει ὑδροδόχῳ ὁμοιοῦται , καθάπερ καὶ ὁ ἰατρὸς Ἱπποκράτης συναινεῖ λέγων ἐν τῷ Περὶ παιδίου φύσεως : γυναικὸς οἰκείης
τινὶ ὑμενώδει ὑδροδόχῳ ὁμοιοῦται , καθάπερ καὶ ὁ ἰατρὸς Ἱπποκράτης συναινεῖ λέγων ἐν τῷ Περὶ παιδίου φύσεως : γυναικὸς οἰκείης
4243781 τροφευς
θεῷ κατ ' ἐκεῖνον τὸν χρόνονἔφη δ ' οὖν ὁ τροφεὺς ὡς ἐν τούτῳ δὴ τῷ σχήματι διαλεχθείη πρὸς αὐτὸν
εἰς βιβλιογραφίαν πεμπομένων αὐτῷ παρ ' Ἀντιγόνου , οὗ καὶ τροφεὺς ἦν τοῦ παιδὸς Ἁλκυονέως . διάπειραν δέ ποτε βουληθεὶς
4241748 ἐξιτηλος
ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς τρώκτης ἠλίθιος βαρυδαιμονίας ἐμπεφορημένος ἀκράτου . τοιαῦτα
θύειν . ἐρυμάτων : στηριγμάτων . εἶργεν : ἐκώλυεν . ἐξίτηλος : ἀσθενής . ζώνη : ὁ τόπος , εἰς
4241609 ἐμαρψαν
πεδίων ἔδοσαν , τόκα δ ' αὖτ ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν . ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος
δουρί : καί νύ κέ μιν θανάτοιο κακαὶ περὶ Κῆρες ἔμαρψαν , εἰ μή οἱ στονόεντα θοῶς ἰήσατ ' ὄλεθρον
4238898 ἡδεια
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν
4234837 ἀπαθης
, ἄρα σύμφωνόν ἐστιν . Ἔτι πᾶς παρακείμενος ἀπαθήςλέγω δὲ ἀπαθής διὰ τὸ ἑώρακα πᾶς παρακείμενος ἀπαθὴς ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ
τιμῶν ; οὔτ ' οὖν ἐλεύθερος ἔσῃ οὔτε αὐτάρκης οὔτε ἀπαθής : ἀνάγκη γὰρ φθονεῖν , ζηλοτυπεῖν , ὑφορᾶσθαι τοὺς
4228024 βαρυς
, ὁμόφωνος τῶι πάθει , τοῦ δὲ κυρίου τῆς πόλεως βαρύς , ὡς τὸ κόντος καὶ πόντος . . .
: πορνεία . Ἶρις : ὄνομα θεᾶς . Βριθύς : βαρύς . Πορίζω : δίδωμι . Πινδαρικός : ὄνομα κτητικὸν
4227348 οἰκειης
ἤθελεν . οὐ μὲν δὴ οὐδὲ Ἰνδῶν τινὰ ἔξω τῆς οἰκείης σταλῆναι ἐπὶ πολέμῳ διὰ δικαιότητα . λέγεται δὲ καὶ
διαπρησσόμενοι , οὐχ ὃ ἐγὼ λέγω , ἀλλ ' ἱστορίης οἰκείης ἐπίδειξιν ποιεύμενοι . Ἐμοὶ δὲ τὸ μέν τι τῶν
4211296 συνηθης
ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν . ὡς δ ' ὁ συνήθης τοῦ πορθμοῦ κλύδων ἐπεγίγνετο καὶ διεσπᾶτο ἡ θάλασσα ἐφ
ἤγουν ἡ Ἀθηνᾶ . . ἐπιχώριος ] ἐντόπιος . , συνήθης , τοπική . τὸ “ θεὸς ” ἀντὶ τοῦ
4196725 ἐγκυμων
ὑπ ' αὐτοῦ πάθῃ κατὰ τὸ τῆς μητρυιᾶς ὄνομα , ἐγκύμων οὖσα δίδωσιν ἑαυτὴν Τυρρηνῷ τινι συοφορβίων ἐπιμελητῇ βασιλικῶν ,
. δεῖ δὲ τὴν πόαν χυλίζειν ὅταν ἀκμαιοτάτη ἐϲτὶ καὶ ἐγκύμων τοῦ ἄνθουϲ . δίδοται δὲ τοῦ χυλοῦ ϲὺν #
4190934 ἐπιδηλος
νουσημάτων κρίνεται ἐν τεσσαρεσκαίδεκα ἡμέρῃσιν . Τῶν ἑπτὰ ἡ τετάρτη ἐπίδηλος : ἑτέρης ἑβδομάδος ἡ ὀγδόη ἀρχὴ , θεωρητὴ δὲ
ἐπὶ τὸ θερμότερον διατεθέντος ἀλλοίωσιν γεγονότων , δικαίως οὐδὲ πάνυ ἐπίδηλος ἐν τοῖς οὔροις γίνεται ἀλλοίωσις . Ἀπὸ μὲν τῶν
4186245 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
4179545 συμφθειρεται
φρόνησις ἐκ μέρους οὖσα οὐ καλή , φθαρέντος γάρ μου συμφθείρεται : ἡ δὲ καθόλου φρόνησις ἡ οἰκοῦσα τὴν τοῦ
ὠνομάσθαι ψυχὴ δοκεῖ . τί δέ ; τελευτώντων σβέννυται καὶ συμφθείρεται τοῖς σώμασιν ἢ πλεῖστον ἐπιβιοῖ χρόνον ἢ κατὰ τὸ
4175918 φθισει
ὅν ῥα πατὴρ Κρονίδης ἐπὶ γήραος οὐδῷ αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει κακὰ πόλλ ' ἐπιδόντα υἷάς τ ' ὀλλυμένους ἑλκηθείσας
χρόνοις : Κἂν ᾖς ἐν ἀκμῇ , τῆς σελήνης ἐν φθίσει : Ἂν δ ' ὑπέρακμος , τῆσδε τὸ πλῆρες
4171994 ἀψυχος
γεγραμμένος οὐκ οὐσία ἀλλὰ συμβεβηκός , οὐκ ἔμψυχος ἀλλ ' ἄψυχος , οὐκ αἰσθητικὸς ἀλλ ' ἀναίσθητος , ἀλλὰ ζῷον
. νόμων δὲ ὁ μὲν ἔμψυχος βασιλεύς , ὁ δὲ ἄψυχος γράμμα . πρᾶτος ὦν ὁ νόμος : τούτῳ γὰρ
4163977 θνητος
, ὡς ὅσων ἂν πόλεων μὴ θεὸς ἀλλά τις ἄρχῃ θνητός , οὐκ ἔστιν κακῶν αὐτοῖς οὐδὲ πόνων ἀνάφυξις :
' , ἐγὼ δ ' ὔμμιν θεὸς ἄμβροτος , οὐκέτι θνητός καὶ ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ γενόμην κόρη τε
4154569 χαιρει
' ἄλλα πάντα καὶ μέρη τοῦ σώματος καὶ πάθη χρόνια χαίρει τῷ βοηθήματι . καὶ καυλὸς δὲ καὶ κύστις ἐν
ἰδιώτου μεῖζον οὐδὲν ἄν τις κατηγορήσειεν οὔτε πόλεως ἢ ὅτι χαίρει κακοῖς . ὃ γὰρ ἔσχατον εἶναι δοκεῖ τῶν ἀνθρωπίνων
4152067 ἐπιφανης
γὰρ οὗτοι . τοῦτο δὲ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅτι ἐπιφανὴς ὢν ἐφθονήθη . ἢ οὕτως : ἔχει γὰρ ἡ
Μηφύλης Ὀρουΐνιον , εἰ καί τις ἄλλη τῶν αὐτόθι πόλεων ἐπιφανὴς καὶ μεγάλη : δῆλοι γάρ εἰσιν αὐτῆς οἵ τε
4139298 παραιτητεος
. Σελήνης οὔσης ἐν αʹ καὶ γʹ δεκανῷ τοῦ Ταύρου παραιτητέος ὁ γάμος , ἐν δὲ τῷ βʹ σύμφο -
ὥσπερ μεταβάντες ἀπὸ νεκρότητος . Οὐδὲ σκιούρου λόγον ποιήσομαι , παραιτητέος γάρ μοι καὶ οὗτος διὰ φαυλότητα , ὅτι μὴ
4138933 παλους
πνεύμονος καὶ τῆς καρδίας , ἢ καὶ ἄλλως κατὰ τοὺς παλοὺς φρένες εἰσὶν αἱ διεζωκυῖαι τὸν ὑπὸ τῷ πνεύματι καὶ
πνεύμονος καὶ τῆς καρδίας , ἢ καὶ ἄλλως κατὰ τοὺς παλοὺς φρένες εἰσὶν αἱ διεζωκυῖαι τὸν ὑπὸ τῷ πνεύματι καὶ
4135675 ἀπορος
καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος ἦν τῆς αἰσχύνης αὐτῷ τὴν γλῶτταν ἀγχούσης : τοσοῦτον
δὲ καὶ γυναίου χιτὼν ἀνεύθυνον , ὅταν ἡ σωτηρία πανταχόθεν ἄπορος ᾖ , μαρτυρία διαφανὴς οἱ Πέρσας παρὰ τὸ δεῖπνον
4129131 συγγενης
πατρωνύμιον ] τὸ πατρωνύμιον γένος , ἤτοι ὁ κατὰ πατέρα συγγενὴς ἡμῖν , τουτέστιν ὁ ἐκ προγόνων ἰθαγενής . .
κείμεθα . φιλήδονος δ ' ἦν καὶ Σπεύσιππος ὁ Πλάτωνος συγγενὴς καὶ διάδοχος τῆς σχολῆς . Διονύσιος γοῦν ἐπιστείλας αὐτῷ
4108104 θηριωδης
ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου
, φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον ,
4104265 Νηρηϊς
Ψαμάθη ἐγέννησε παρὰ τοῖς αἰγιαλοῖς τῆς θαλάσσης , εἰκότως ὡς Νηρηΐς . κρέοντος δὲ , ἤτοι τοῦ ἐνδόξου ἢ βασιλέως
ὀξεῖαν συναιροῦνται , οἷον ζωός ζώς , ἑσταώς ἑστώς , Νηρηΐς Νηρῄς , Βρισηΐς Βρισῄς : πῶς οὖν τὸ ἀδελφιδοῦς
4099767 ἁνδανε
πῖνε καὶ ἔσθιε , καὶ μετὰ τοῖσιν ἵζε , καὶ ἅνδανε τοῖς , ὧν μεγάλη δύναμις . ἐσθλῶν μὲν γὰρ
καὶ ὁ παμμήστωρ Ἄρης . πότνια σοφία , σύ μοι ἅνδανε : ὄλβου δ ' ἐμοὶ μὴ χρυσέου φαεννὰν ἀκτῖνα
4097843 οὐρανιᾳ
τὰς κράσεις τὰς φυσικάς . Ἡ σοφὴ ψυχὴ συνεργεῖ τῇ οὐρανίᾳ ἐνεργείᾳ ὥσπερ ὁ ἄριστος γεωργὸς συνεργεῖ τῇ φύσει διὰ
. ὁ γοῦν Περσεὺς ἤτοι ὁ ἥλιος οὕτω κινούμενος τῇ οὐρανίᾳ φορᾷ τὴν Σθενὼ μὲν καὶ τὴν Εὐρυάλειαν ἤτοι τὸ
4095777 ϲφοδρῳ
καὶ καῦμα ὑπερβάλλον . μανέντεϲ δὲ οἱ κύνεϲ καὶ δίψει ϲφοδρῷ ἁλιϲκόμενοι ποτὸν οὐ προϲίενται διὰ τὸ παραφρονεῖν , ὅθεν
πταρμοὶ καὶ βλένναϲ ἐξ ἐγκεφάλου παχείαϲ καὶ γλίϲχραϲ , τῷ ϲφοδρῷ τῆϲ τοῦ πνεύματοϲ ἔξω φορᾶϲ καὶ ταύταϲ ϲυνεκβάλλοντεϲ .
4091325 βιοτωι
εἴη μοι κῦρσαι συνδυάδος φιλίας ἀλόχου : τὸ γὰρ ἐν βιότωι σπάνιον μέρος : ἦ γὰρ ἂν ἔμοιγ ' ἄλυπος
νόμου ὠγυγίου καὶ ἀπείρονος εὐνόμου ἀρχῆς : Μοῖρα γὰρ ἐν βιότωι καθορᾶι μόνη , οὐδέ τις ἄλλος ἀθανάτων , οἳ
4088526 ἐλαφρος
δυναμένην λῆξαι . τοῖς μὲν οὖν ἐκ τούτων ὁ δεσμὸς ἐλαφρὸς οὐ δεχομένων τῶν ὑποσχέσεων ἀλαζονείας ὑποψίαν , οὐδαμοῦ γὰρ
ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ , ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ . εἰ δή που
4087010 ἐπικουρος
φάρμακον . ἀλλὰ μὴν ἀμφοτέρῳ γε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐπίκουρος γεγένηται , γυναιξὶ μὲν ταλασίαν παραδοῦσα , ἀνδράσι δὲ
, ὦ Ζεῦ Ζεῦ , πατρί θ ' αἱμάτων αἰσχίστων ἐπίκουρος , Ἄργει κέλσας πόδ ' ἀλάταν . θὲς τόδε
4064687 κηλις
Νηρηίδες ἀλληγορικῶς δὲ Νηρεὺς ἡ θάλασσα παρὰ τὸ νήχω . κηλίς μιασμός ῥύπος . × τὸ δὲ πανώλεθρον κηλῖδα :
τοῖς παλαιοῖς οὐκ ἐμμένει , ὅτι οὐχ ὁμοίως εἰσδύεται ἡ κηλίς , ἀλλ ' ἐπιπολαιότερον . ὅτι μὲν οὖν καὶ
4063128 συνεστιν
ἀναγόμενα μέσον καὶ αἴτιον , καὶ δι ' ἐκεῖνο ἀλλήλοις σύνεστιν . ἡ γὰρ σελήνη τῷ ἡλίῳ συνοδεύουσα τὸ μὲν
ὕπαρξιν , ὡς κατὰ μόνην ἔνδειξιν φάναι , ἐπεὶ ταῦτα σύνεστιν ἀλλήλοις , ὕπαρξις καὶ δύναμις καὶ ἐνέργεια , καὶ
4062991 τηλυγετον
ἀκροτάτοιο γέλως ὅθι χέρσον ἀμείβει . ὡς δ ' ὅτε τηλύγετον μήτηρ γόνον ἢ καὶ ἀκοίτην εὐνέτις ἀλλοδαπὴν τηλέχθονα γαῖαν
. . . . ἀλλ ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε τηλύγετον ὥς , ἀλλ ' ἔμεν ' ὡς ὅτε τις
4062771 ποθεινοτερα
ὑπομνήσει τῶν ἑαυτοῦ γενόμενος Ἀνθία ἔφησε , τῆς ψυχῆς μοι ποθεινοτέρα , μάλιστα μὲν εὐτυχεῖν εἴη καὶ σῴζεσθαι μετ '
παροῦσα ἡδίων ἢ μύρου γυναιξὶν [ ἡδίων ] καὶ ἀποῦσα ποθεινοτέρα . καὶ γὰρ δὴ μύρῳ μὲν ἀλειψάμενος δοῦλος καὶ
4060440 ἀγεννης
, ἄνανδρος , ἐπιδεὴς καταδεής , συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος
ἐστι . Καὶ ἡ εἰς ἄτοπον ἀπαγωγὴ ἰδέα λύσεων οὐκ ἀγεννής , ὅταν λέγωμεν ὅτι κατὰ τοῦτον τὸν λόγον πολλῶν
4043710 χολη
ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται
ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν
4040267 Ἀσπαλαθος
περὶ ἐκείνου προείρηται , καὶ περὶ τούτων χρὴ γινώσκειν . Ἀσπάλαθος ἐξ ἀνομοιομερῶν σύγκειται δριμέων τε καὶ στυφόντων : καὶ
ἄσμενος ἐκ θανάτοιο , . , . . , . Ἀσπάλαθος : εἶδος ἀκάνθης : † Νίκανδρος : ἐν γὰρ
4036854 συμφυτος
δὲ τῇ προειρημένῃ τιμῇ τῶν θεῶν ἡ εὐορκία ὡς ἀεὶ σύμφυτος καὶ ὀπαδὸς τῆς εὐσεβείας : καὶ γὰρ καὶ ὁ
, τοιαύτης . καὶ ἡ μὲν τοιαύτη ἀνάγκη αὐτῆς ἑκάστῳ σύμφυτος : ἡ γὰρ ὕλη σύμφυτος ἑκάστῳ , καὶ αἱ
4028801 ὑμενωδει
κάρφη , τουτέστι τοὺς ἐρυθροὺς κόκκους , τῇ ἀραχνώδει καὶ ὑμενώδει καλύπτρᾳ διαφράσσουσι , τουτέστι τῷ ἔσωθεν τοῦ δέρματος ὑμένι
ἤδη ἀπροσάρτητον καὶ αὐτοτελές , ἡμέραις δὲ ἑπτὰ φύσει τινὶ ὑμενώδει ὑδροδόχῳ ὁμοιοῦται , καθάπερ καὶ ὁ ἰατρὸς Ἱπποκράτης συναινεῖ
4024421 ἀφθαρτος
σχεδὸν μέν τι ἤδη ὁ Κρίτων . ” Ἠΐθεος . ἄφθαρτος πρὸς γυναῖκας . Ἥκιστα . οὐ πάνυ . Ἠλύγη
φησὶ γὰρ ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς ἀκροαματικοῖς ὅτι ἡ ψυχὴ ἄφθαρτος : εἰ γὰρ ἦν φθαρτή , ἔδει μάλιστα αὐτὴν
4021670 ξανθης
πεφυκὸς χρώματος καὶ μείζονος τετύχηκεν ἀλλοιώσεως . Τῆς γάρ τοι ξανθῆς χολῆς συμμέτρου γεγονυίας , σύμμετρ ' ἂν καὶ τὰ
ἐμῶν τλήμων κακῶν . τῶνδ ' οὕνεκ ' ἔτεμες βοστρύχους ξανθῆς κόμης ; φίλος γάρ † ἐστιν ὅς ποτ '
4019688 δαημων
. [ Τρώεσς ] ' ἐπικούρους : [ ] πολέμοιο δαήμων . [ ἀριστερὰ ] ? σήματα φαίνων [ Ζεὺς
ὅτι οὔκ ἐστιν ἐν τῷ αὐτῷ πάνσοφος καὶ πάσης ἐπιστήμης δαήμων , σὺν τῷ καὶ αὐτόθεν προσπίπτειν , ἔτι κἀκ
4018363 Δεινος
ματᾷ ] οὐ μάτην γίνεται . : δεινὸς γάρ : Δεινὸς ὢν εἰς τὸ νοῆσαι φαίνῃ , καὶ παντοίας εὕρησαι
προσβλέψαντες αὐτῷ πάλιν τὰ Μουσῶν χορεύειν μέλλωσιν . . . Δεινὸς δὲ ἦν ἄρα οὐ χεῖρα μόνον , ἀλλὰ καὶ
3986609 ἀναπλεως
καὶ κινήσεις , ψυχὴν δέ , εἰ θαρραλεότητος καὶ εὐτολμίας ἀνάπλεως , εἰ ἀκατάπληκτος καὶ μεστὴ φρονήσεως | εὐγενοῦς ,
τῇ Ἑλλάδι ἐν τοῖς μάλιστά ἐστιν εὔγεως καὶ δένδρων ἡμέρων ἀνάπλεως : καὶ οἱ τῆς ἀνδράχνου θάμνοι παρέχονται τῶν πανταχοῦ
3984067 μορφῃ
ὑγρῷ . Ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως ὁμοίως ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκερύθρους καὶ εὐμεγέθεις καὶ εὐέκτας καὶ γλαυκοφθάλμους καὶ
ἔδειξε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸ λαλῆσαν μετὰ σοῦ ἐν μορφῇ τῆς Ἐκκλησίας : ἐκεῖνο γὰρ τὸ πνεῦμα ὁ υἱὸς
3973997 παλαιος
καὶ ἱεράκων πιστεύεται . τὴν γονὴν δ ' αὐτοῦ τοιάνδε παλαιός τις εἶναι βούλεται λόγος : ἔστι τι γένος οὕτω
καὶ γὰρ πληρωτικός ἐστι τῆς κεφαλῆς καὶ μάλισθ ' ὁ παλαιός . στομάχου δὲ χάριν τῷ συνεργῆσαι τῇ πέψει οὐδὲν
3972122 Δαμωνι
καὶ Πυθοκλείδηι καὶ Ἀναξαγόραι : καὶ νῦν ἔτι τηλικοῦτος ὢν Δάμωνι σύνεστιν αὐτοῦ τούτου ἕνεκα . . . . .
καλουμένης καὶ ἐς ἡμᾶς ἔτι Φωκίδος , οἳ Φιλογένει καὶ Δάμωνι ὁμοῦ τοῖς Ἀθηναίοις διέβησαν ἐς τὴν Ἀσίαν . τὴν
3970648 ὁλοκληρος
. ἀρτίκολλον : ὁλόκληρον . κόλλος γὰρ ὁ συντετελεσμένος καὶ ὁλόκληρος λόγος . ἢ ἀρτίκολλον τὸ ἄρτι κολληθὲν καὶ συντεθέν
, ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος : ὑγιὴς μὲν τῇ τῶν παθῶν ὡς νοσημάτων
3955927 ἁρμονιην
Ξενόκριτον τὸν Λοκρόν . Καλλίμαχος : ὃς Ἰταλὴν ἐφράσατ ' ἁρμονίην . Κυκνέα μάχη : ὅτι τὸν Ἄρεος Κύκνον Ἡρακλῆς
μεθέηκα ; τίνας προλέλοιπα κολώνας ; οὕτω καλλικόμοιο μεθ ' ἁρμονίην Ἀφροδίτης ; τοῖα δὲ φωνήσασα προσέννεπε Τυνδαρεώνη : τέκνον
3951062 περικεχυται
Γαδείρων , ἤτοι Ἡρακλέους στηλῶν , πρῶτος μὲν ὁ Ἰβηρικὸς περικέχυται πόντος , ὅστις καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Λιβύης
ἀφθόνου πηγῆς χρυσίου σοι νάματα χορηγούσης χρυσὸς μὲν τοῖς ἀετοῖς περικέχυται , χρυσὸς δὲ περιανθεῖ τὰς ἁψίδας , τὰς μὲν
3945625 τυφλωσις
τοίων γὰρ ἀνδρῶν σπέρμ ' ἔδωκεν Ἑλλάδος Ἄπολλον Ἀγρεῦ ἀεινεφὴς τύφλωσις ἀεροκέλαδοι πιτυοκάμπται ἄμφω μὲν ἤστην τὴν ὁδὸν ποιουμένω ἀργῆν
πέλει αὕτη , φρονοῦντα πολλὰ μηδενὸς κρατεῖν Ἄπολλον ἀγρεῦ ἀεινεφὴς τύφλωσις ἀεροκέλαδοι πιτυοκάμπται ἄμφω μὲν ἤστην τὴν ὁδὸν ποιουμένω βᾶριν
3943789 ἐνεσκηψεν
οὐδὲ καθαρῶς ἐπιτελουμένων . καὶ μετ ' οὐ πολὺ νόσος ἐνέσκηψεν εἰς τὰς γυναῖκας ἡ καλουμένη λοιμική , καὶ θάνατος
ἡ λοιμώδης νόσος παντὶ τῷ θέματι Θρᾴκης τε καὶ Μακεδονίας ἐνέσκηψεν ἀρξαμένη μὲν ἀπὸ Θετταλίας καὶ τῶν ταύτῃ προσχώρων οὐκ
3941942 στρεβλος
τὸ δὲ τυφλός ὀξύνεται ἐπιθετικὸν ὂν , ὥσπερ καὶ τὸ στρεβλός καὶ ἐσθλός . σεσημείωται τὸ μοχλός ὀξυνόμενον . Τὰ
ὡς στήσω στήλη . οὕτως Φιλόξενος . . , : στρεβλός : παρὰ τὸ στρέφω καὶ διαστρέφω . . ,
3940025 ὠχρος
μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα
καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς
3939878 προσφορος
ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς . εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφˈρῳ : τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις
γίγαντι γηγενέται προσόμοιος , ἀστερωπὸς ὥσπερ ἐν γραφαῖσιν , οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίωι γένναι . τὸν δ ' ἐξαμείβοντ ' οὐχ
3936903 μαλακος
: τὸ δὲ πέρας , οὐ πόλιν ὅλην φυλὴν δὲ μαλακὸς ἀνατρέπει : ἐπεὶ κατὰ μέρος τὰς πόλεις , ὦ
καὶ τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος ἐμπλαστικόν ἐστι , καὶ ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς τυρός . καὶ ἡ τοῦ ὑὸς πιμελή
3933672 θαλλει
' ἅμα , δι ' ὧν βρότειον ζῇ τε καὶ θάλλει γένος . καὶ ὁ σεμνότατος δ ' Αἰσχύλος ἐν
εἶδος ἄνθους σαμψύχῳ ὅμοιον . μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς ὕδασι θάλλει . μέμνηται καὶ Θεόφραστος . βοτάνη εὔοσμος , ἣν
3931843 ἀσημος
. κωμικὴ δὲ ἐσθὴς ἐξωμίς : ἔστι δὲ χιτὼν λευκὸς ἄσημος , κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων ,
ποι , ὁμολογῶ φονεὺς εἶναι . Ἡ δὲ νὺξ οὐκ ἄσημος : τοῖς γὰρ Διπολίοις ὁ ἀνὴρ ἀπέθανε . Περὶ
3919565 κυνωπιδος
οὗτος καὶ ὅδε , κεῖνος ἀνήρ , ὅτ ' ἐμεῖο κυνώπιδος : οὗτος ὁ Κροῖσος , Ἡρόδοτος : τούσδε δ
κυμάτων ῥοῦνχος , βαλλάντιον : κυνωτὸς , βώλου ὄνος : κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής
3919321 ἐνυπαρχων
προσπιπτόντων ἡμῖν ἡδέων τε καὶ λυπηρῶν . ὁ γὰρ ὀρθὸς ἐνυπάρχων λόγος σωφροσύνην καὶ ἀνδρείαν ἑκατέρωθεν παραστήσας τῇ ψυχῇ ,
οὐσῶν ἐπιστημῶν ὁ φυσικὸς καὶ ἐπιστημονικὸς συνέστηκε λόγος , φύσει ἐνυπάρχων : οὐκοῦν ὄντος καὶ ἐπιστημονικοῦ λόγου καὶ δοξαστικοῦ ,
3915109 εὐκολος
ὅμως τι εὐπαράγωγον ἐπεδείκνυτο . , ; , . . εὔκολος Ὀδύσσεια ὁ δὲ ἁπλοῦς ἦν καὶ μάλα εὔκολος ,
] φιλόδικος . Γ ἀκράχολος ] μανιώδης , εἰς ὀργὴν εὔκολος . Γ κυαμοτρώξ ] ὅτι κυάμοις ἐχρῶντο οἱ δικασταὶ
3914319 βεβαιος
καὶ ἀντιπεπονθέναι τοῖς αὐτῶ μερέεσσιν : οὗτος γὰρ ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος : τὸ δ ' ἀντιπεπονθέναι λέγω αὐτῶ καὶ ἄρχεν
κακοτεχνίας ὑγιῶς προστιθεμένου : ἐπιστήμης δέ : κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος , ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου . μουσικὴν μὲν οὖν καὶ
3909534 συγγεγονεναι
οὐκ ἀπὸ ταὐτομάτου σοφὸς γεγονέναι , ἀλλὰ πολλοῖς καὶ σοφοῖς συγγεγονέναι , καὶ Πυθοκλείδῃ καὶ Ἀναξαγόρᾳ : καὶ νῦν ὅτι
Ἀναξιμάνδρῳ . Καὶ Ἀρχέλαος ὁ Ἀθηναῖος , ᾧ καὶ Σωκράτη συγγεγονέναι φασίν , Ἀναξαγόρου γενομένῳ μαθητῇ ἐν μὲν τῇ γενέσει
3908830 ἐουσα
Μούσας τέκνως ' ἱεράς , ὁσίας , λιγυφώνους , ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί , πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν
μὲν τῆς καρδίης ἐπί τι χωρίον ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι μᾶλλον ἐοῦσα , ἔπειτα ὑποκάτω τῆς ἀρτηρίης , ἔστ ' ἂν
3896114 γονος
” ὁτὲ δὲ ἐπιγονή , “ πεντήκοντα δ ' ἕκασται γόνος δ ' οὐ γίνετ ' αὐτῶν . ” ἐπὶ
τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν : αὐτὰρ Ἀχιλλεύς ἐστι θεᾶς γόνος , ἣν ἐγὼ αὐτὴ θρέψά τε καὶ ἀτίτηλα καὶ
3892451 κορος
Ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει ] ἀπαμβλύνει γὰρ καὶ καταβάλλει ὁ κόρος τῶν λόγων τὰς ταχείας ἐλπίδας τῶν ἀκροατῶν : ποταπός
ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ ' αὐτόν , ἡ δὲ ἐκπύρωσις κόρος . πάντα γάρ , φησί , τὸ πῦρ ἐπελθὸν
3887828 συνοικος
' εὐκαρπίας σωφρονίζεται . Εἰ δὲ καὶ ὁ θυμὸς ἀνθρώπῳ σύνοικος , χαλεπὸς καὶ δεόμενος πολλῆς παιδαγωγίας , τί ,
τὸν Ἴτυν θρηνεῖ , Χελιδὼνις [ ] δ ' ἐγένετο σύνοικος ἀνθρώποις Ἀρτέμιδος βουλῇ , διότι κατ ' ἀνάγκας ἐκλιποῦσα
3887747 αὐτοδιδακτος
μὴ σκολιῶς . τὰ δὲ ἡμέτερα τί ἂν εἴποι ὁ αὐτοδίδακτος ποιητής ; ποῦ δὲ ἀνάξει ἡμῖν τὴν ῥίζαν ,
τότε . Λέγει δέ που αὐτῷ καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ , αὐτοδίδακτος δ ' εἰμί , θεοὶ δέ μοι ὤπασαν ὀμφήν
3886461 κακη
] , σιγᾶν . γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα κακή τ ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν : ὅταν
. Ξ φίλου ] ἐνταῦθα τὸ πατρός . ἐχθρά ] κακή . ἐχθρά ] ἡ μισητή . Ξ γράφεται τελεῖ
3885829 δουλευουσα
τῆς ἐγώ ποτε ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῆ πεπηγότας , πρόσθεν δὲ δουλεύουσα , νῦν ἐλευθέρα . πολλοὺς δ ' Ἀθήνας πατρίδ
ἀγγεῖον : παλαιὰ ὑπηρέτις , δούλη : ἡ μετὰ φόβου δουλεύουσα , παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ τρεῖν :
3885623 λεπτος
, δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς
ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ
3883472 συμπαρεστιν
διὰ τὴν πόλιν ὁλόκληρος ἡ πανήγυρις : κοινωνεῖ γὰρ καὶ συμπάρεστιν εὐθυμουμένοις ἡ κοινωνοῦσα καὶ τῆς τύχης καὶ τοῦ ὀνόματος
. Οὐδὲν δὲ παράδοξον εἰ τοιαύτῃ οὔσῃ αὐτῇ συντιμᾶται καὶ συμπάρεστιν ὁ Ἔρως , τῶν πλείστων καὶ Ἀφροδίτης υἱὸν αὐτὸν
3881553 καταλλαγη
; ἀλλ ' ὅτι μὲν καὶ λυσιτελήσει ταῖς πόλεσιν ἡ καταλλαγὴ γενομένη καὶ μέχρι νῦν ὑμῖν οὐκ ἐλυσιτέλησεν ἡ στάσις
τιμὴ τίς ἦν καὶ νόμισμα ποδαπόν , καὶ ὁπόσου ἡ καταλλαγὴ ἦν τῷ ἀργυρίῳ , ἵν ' εἴη ἀκριβῶς ἐξελέγξαι
3881318 μεμιγμενος
γεωδέστερος ὁ γλυκὺς χυλὸς ἄλλως τε καὶ ἐν τῷ περικαρπίῳ μεμιγμένος . Ἡ δὲ ὀσμὴ λεπτοτέρου καὶ ξηροτέρου καὶ διαπνεομένων
τοιούτοις τισὶν ἄλλοις συνδετικοῖς τε καὶ συνεκτικοῖς κατακερματισμένοις ὅλος διόλου μεμιγμένος καὶ συμφυρόμενος , ὡς ἓν σῶμα γίνεσθαι τούτοις συνεχές
3874807 θειᾳ
, πολὺ πρότερον αὐτὸς ἐγίνετο νόμος ἔμψυχός τε καὶ λογικὸς θείᾳ προνοίᾳ , ἥτις ἀγνοοῦντα αὐτὸν εἰς νομοθέτην ἐχειροτόνησεν αὖθις
δυνατωτέρῳ τῆς ἑαυτῶν σοφίας : αὐτὸς δὲ ἀμάχῳ τινὶ καὶ θείᾳ δυνάμει ἀπέδωκε τῷ σκήνει τὴν κεφαλὴν , καὶ τὴν
3870082 δυσπροσιτος
εἶναι , πάντα τὸν ἄλλον περίβολον ἀσφαλὴς ἐπιεικῶς οὖσα καὶ δυσπρόσιτος . ἔμελλε δ ' , ὃ πάσαις φιλεῖ συμβαίνειν
ἀθρόως , εἴθιζεν δὲ καὶ ἐς αἰδῶ καὶ φόβον , δυσπρόσιτος ὢν καὶ δυσχερὴς ἐς τὰς χάριτας , καὶ μάλιστα
3866060 καλλιστος
λωτοειδές . ] Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε
' ἐραστῶν ἀλλήλοις καταστῆναι , ἐνθυμηθέντες ὡς οὐδ ' ὅστις κάλλιστος ἑαυτοῦ πώποτ ' ἠράσθη , ἀλλ ' ἑτέρου του
3865998 ἀστατος
πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος βέβηλος ἐναγὴς βωμολόχος ἀλάστωρ παλαμναῖος ἀνελεύθερος ἀπότομος θηριώδης
ἀλλ ' ἡ φύσις ἡ ἔνυλος καὶ διὰ τὸ ἔνυλον ἄστατος , καὶ δῆλον ὅτι τοῖς ὀρθῶς κρίνουσιν οὐχ ὁ
3865641 Ἀσκληπιοδοτος
αἴσθησιν ἀπὸ τῶν ἀλλοκότων ὄψεων ἐπανῆλθε . , . . Ἀσκληπιόδοτος εὐφυὴς δὲ ἐκ παίδων γεγονὼς ἄχρι γήρως πολλὰ συνεισήνεγκεν
ὁ δὲ τὴν τῶν Αἰγυπτίων σοφίαν ἦν ἀδαημονέστερος , ὁ Ἀσκληπιόδοτος . , . . κηροῦ εὐπλαστότερος τῷ δὲ Ἀσκληπιοδότῳ
3864522 τοιοσδε
τι ἄλλο κώλυμα γένηται πρὸς τῶν ὑπάτων . ἦν δὲ τοιόσδε ὁ νόμος : Δημάρχου γνώμην ἀγορεύοντος ἐν δήμῳ μηδεὶς
τοῦ Αἴαντος θανάτῳ , ὁ Ἀγαπήνωρ δὲ ὁ τοιόσδε καὶ τοιόσδε ἐλθὼν εἰς τὴν Κύπρον χαλκωρυχήσει , οὗ τὸν πατέρα
3864288 ἀμοιρος
τὸ δὲ βραχὺ δι ' ἐμοῦ . εἰ μὲν οὖν ἄμοιρος ἔτι παίδων ἐστὶν ὁ διαβάλλων τὴν αἴτησιν , εἰκότως
ἀριστοτέχνης , οὐδ ' ὅσον ἀνθρωπίνου τεχνίτου δυνάμεως μεθέξει , ἄμοιρος δ ' ἡμῖν πάσης ἔσται γενέσεως , οὔκ ,

Back