| τῆς ἐγώ ποτε ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῆ πεπηγότας , πρόσθεν δὲ δουλεύουσα , νῦν ἐλευθέρα . πολλοὺς δ ' Ἀθήνας πατρίδ | ||
| ἀγγεῖον : παλαιὰ ὑπηρέτις , δούλη : ἡ μετὰ φόβου δουλεύουσα , παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ τρεῖν : |
| Μνημοσύνης , δολερῷ δὲ οὐδενὶ χώραν ἐν αὐτῇ δεδωκώς . Διδούς μοι τὴν ἐπιστολὴν Μίκκαλος πολλῶν μὲν ᾤετο δεήσεσθαι πόνων | ||
| Μνημοσύνης , δολερῷ δὲ οὐδενὶ χώραν ἐν αὐτῇ δεδωκώς . Διδούς μοι τὴν ἐπιστολὴν Μίκκαλος πολλῶν μὲν ᾤετο δεήσεσθαι πόνων |
| τῷ ὑποβρυχίῳ γελάσαντες τεθνήκασιν . ἠξιώθησαν δὲ ὁ Τροφώνιος καὶ Ἀγαμήδης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ μαντεύεσθαι διὰ τὸ κτίσαι αὐτοὺς ἀπὸ | ||
| τὸν φῶρα . Ὁ δὲ παγίδας ἔστησεν , αἷς περιπεσὼν Ἀγαμήδης ἀναιρεῖται . Τροφώνιος δὲ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τεμὼν πρὸς |
| οὐδαμῶς ἐμαυτῆς οὖς ' ἀδείμαντος ] τουτέστιν ἔξω τοῦ καθεστηκότος τυγχάνουσα ὑπὸ τοῦ φόβου , ὃν ἐν τῇ ψυχῇ ἔχω | ||
| γονεῖς σημαίνει , ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐκλειπτικοῖς ὅροις τυγχάνουσα ἡ Σελήνη , κἂν ἐν ἀγαθοποιοῦ ὁρίοις ᾖ . |
| ἔργων : ἀλλοίων ἐπιστήμων ἔργων . ἀλλοίοισι : διαφόροις . ἐπώνυμος : αἴτιος , ἐπιστάτης : γράφεται ἐπίσκοπος ἤως ἐπιτηρητικός | ||
| πατρός , Ἑρμῆ , φύλασσε , κάρτα δ ' ὢν ἐπώνυμος πομπαῖος ἴσθι , τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν ἱκέτην : σέβει |
| , πατρὸς δ ' αὖ κητοφάγοιο , μητρόθεν Ἰδογενής , πατρὶς δέ μοί ἐστιν ἐρυθρή Μάρπησσος , μητρὸς ἱερή , | ||
| ἔθηκε τὰ ὅπλα πρὸ τοῦ στρατηγίου καὶ εἰπὼν , Ὦ πατρὶς , βεβοήθηκά σοι καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ , ἀπέπλευσεν |
| Ἐργίνοιο : τοῦτο δὲ προσέθηκεν , ἐπὶ καὶ ἑτέρα ἐστὶ Σαρπηδονία πέτρα τῆς Κιλικίας . Ἐργίνοιο : ποταμὸς Θρᾴκης . | ||
| . Σαρπηδών , πόλις Θρᾴκης . τὸ ἐθνικὸν Σαρπηδόνιος καὶ Σαρπηδονία . Σάρτη , πόλις περὶ τὸν Ἄθων . τὸ |
| μὲν Ἄγυλλα ἐκαλεῖτο Πελασγῶν αὐτὴν κατοικούντων , ὑπὸ δὲ Τυρρηνοῖς γενομένη Καίρητα μετωνομάσθη , εὐδαίμων δ ' ἦν εἰ καί | ||
| ὅτι τῷ χρόνῳ μὴ δυνηθεῖσα διαφορηθῆναι ἡ ὕλη καὶ δριμυτέρα γενομένη κατὰ διάβρωσιν ἐποίησε ῥῆξιν , ἢ ἐκ τῆς φύσεως |
| παρὰ τοῖς Ἕλλησι δημιουργημάτων . ἔστι δέ τις καὶ πολύστυλος οἶκος , καθάπερ ἐν Μέμφει , βαρβαρικὴν ἔχων τὴν κατασκευήν | ||
| δωδεκατημόριον , ὃ εἰς πόδας καὶ βάσιν παραλαμβάνεται , ἔστιν οἶκος Διός , ὕψωμα Ἀφροδίτης περὶ κ μοίρας , δίσωμον |
| ποτ ' ὤμοσε μαθόντα παρὰ μηδενὸς [ ἀλλ ' ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματον ἐκμαθεῖν ] γλωττοποιεῖν εἰς τὰ πορνεῖ ' | ||
| ὃν ἐγὼ μετὰ τῆς ἐμαυτοῦ τέχνης καὶ τῆς Ἠλείων πόλεως σοφῆς καὶ ἀγαθῆς βουλευσάμενος ἱδρυσάμην , ἥμερον καὶ σεμνὸν ἐν |
| ἤδη τῶν παχέων , αὖθις τῇ συγκινήσει συγχεῖται οἷον ἡ γεγονυῖα κατάστασις . Καὶ τοιαῦτα μὲν δεῖ περὶ τοῦ χρόνου | ||
| . καὶ τῇ τρίτῃ λύσας , ἐὰν μὴ φανῇ φλύκταινα γεγονυῖα μεγάλη , πάλιν ἐπιτίθει τὸ αὐτὸ φάρμακον : τῇ |
| τροφῆς θρέψαι τραφῆναι , τροφεύς , εὔτροφος ἔντροφος σύντροφος , τροφός τρόφιμος , παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ | ||
| δὲ ἡ μὲν συγγενὴς Αἰνείου λέγεται γενέσθαι , ἡ δὲ τροφός . τελευτῶντες δὲ ἀφικνοῦνται τῆς Ἰταλίας εἰς Λωρεντόν , |
| Ζεὺς δὲ ἐμέλλησε ῥίπτειν αὐτὸν εἰς Τάρταρον , δεηθείσης δὲ Λητοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἐνιαυτὸν ἀνδρὶ θητεῦσαι . ὁ δὲ παραγενόμενος | ||
| εὐγενῆ , Σαπφόος Σαπφοῦς τὴν Σαπφόα τὴν Σαπφώ , Λητόος Λητοῦς τὴν Λητόα τὴν Λητώ : πρόσκειται δηλονότι ἐπὶ ἀρσενικῶν |
| . . οϚ ∠ ʹ ιϚ μεθ ' ὃ ἡ πηγὴ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ . . . . . | ||
| λεῖοι , τρεῖς αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός , καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ . καὶ εἶπον Πῶς λεῖα |
| σοι βούλεται παραστῆσαι , ὅτι ἕτερος νηπίων καὶ ἕτερος τελείων χῶρός ἐστιν , ὁ μὲν ὀνομαζόμενος ἄσκησις , ὁ δὲ | ||
| ἕξεις πλοῦτον : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων ⋮ Θεσσαλονίκῃ τῇ Μακεδονίτιδι χῶρός ἐστι γειτνιῶν καὶ καλεῖται Νίβας : οὐκοῦν οἱ ἐνταῦθα |
| ὑποστροφῇ . τῷ βασ . ] τῷ τοῦ βασιλέως . πολυχρύσου ] τῆς πλουσιωτάτης . ἤδη ] * ἤγουν νῦν | ||
| παυστήριος . Ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι , τίς ποτε τᾶς πολυχρύσου Πυθῶνος ἀγλαὰς ἔβας Θήβας ; Ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα , |
| , Αἰγαὶ , Αἴγιον , Ῥύπες , ἔξω δὲ Ῥίου Πάτραι , Δύμη . Παράπλους δὲ τῆς Ἀχαΐας χώρας στάδια | ||
| Πύρρου στρατεύσαντος εἰς Ἰταλίαν τέτταρες συνιοῦσαι πόλεις , ὧν ἦσαν Πάτραι καὶ Δύμη : εἶτα προσελάμβανόν τινας τῶν δώδεκα πλὴν |
| αὑτὸν συνεμβαλεῖν . Κροίσου δ ' ἐπιβαίνοντος αὐτῇ , ἡ Σίβυλλα ὤφθη ἀπό τινος ὑψηλοῦ χωρίου καταβαίνουσα , ἵνα καὶ | ||
| Μερμησσός , πόλις Τρωική , ἀφ ' ἧς ἡ ἐρυθραία Σίβυλλα : ἦν γὰρ καὶ ἡ πόλις αὐτοῖς ἐρυθρὰ τῷ |
| Θέμις : ἐν ᾗ Αἰγίνῃ ἡ Θέμις ἡ τοῦ Διὸς πάρεδρος ἀσκεῖται καὶ θρησκεύεται . ἐπαινεῖ δὲ αὐτοὺς ὡς φιλοξένους | ||
| ὁ περιηγητὴς ἐν αʹ Περὶ ἀκροπόλεως . . . . πάρεδρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Περὶ τῆς ἱερείας . πολύ |
| τι , Μοῦσα , προσλάλησον ἄνασς ' Ἀθάνα , ζωτικὸν λαχοῦσα ῥεῖθρον Ἰλισσοῦ ὦ θεοί , τὰ δεινὰ πάντα μοι | ||
| ὡσαύτως ὑγρὰν οὖσαν , καὶ περιγειοτέραν ζώνην ἡ κραταιοτάτη Σελήνη λαχοῦσα καὶ δεχομένη τὰς τῶν ἀστέρων ἀπορροίας , ὑψηλοτέρας αὐτῆς |
| ἀφανοῦς τῆς κατὰ διάνοιαν χαρᾶς ἐστι . χαρὰν δὲ τῶν εὐπαθειῶν ἀρίστην καὶ καλλίστην εἶναι συμβέβηκεν , ὑφ ' ἧς | ||
| δακρυόεν γελάσασα ” : προσπεσοῦσα γὰρ ἐκ τοῦ ἀνελπίστου ἡ εὐπαθειῶν ἀρίστη χαρὰ ψυχῇ μείζονα αὐτὴν ἢ πρότερον ἦν ἐποίησεν |
| [ φασίν ] . Μάκριν δὲ ἀπὸ Μάκριδος τῆς Διονύσου τροφοῦ , Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός . | ||
| ἱκανῆς οὐ μεταλαμβάνει τροφῆς , ὥσπερ οὐδὲ δύο βρέφη ὑπὸ τροφοῦ μιᾶς ἐκτρεφόμενα . Τὰ ἔνριζα φυτὰ τῶν ἀμπέλων κατὰ |
| . . βούλευμα μὲν τὸ Δῖον ] πρὸς τὴν τῆς Ἰοῦς ἐρώτησιν ἀποκριθεὶς ὁ Προμηθεὺς εἰπούσης τίς σε ὤχμασε καὶ | ||
| Προμηθεὺς παραμυθούμενος , ὅπως ἐν τῷ μεταξὺ τά τε τῆς Ἰοῦς ῥηθείη , εἶτα πάλιν τὰ παρ ' αὐτοῦ . |
| φαμέν , πρόσωπα . Πρώτοισιν ἄρξεται ] Ἤγουν εἰς τέσσαρας γενεὰς παρεκτενεῖ τὴν αὐτῆς ἀρχὴν καὶ βασιλείαν . Καὶ ἐς | ||
| βασιλεῖς , παῖς παρὰ πατρὸς διαδεχόμενος τὴν ἀρχήν , ἐπὶ γενεὰς τριάκοντα ἐβασίλευσαν μέχρι Σαρδαναπάλλου : ἐπὶ τούτου γὰρ ἡ |
| τοῦ Ταύρου ἐστὶν αὕτη . ταῦρός τις ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος ἀνεδόθη περὶ τὴν Ἑλλάδα . οὗτος ἐλυμαίνετο τὴν χώραν καὶ | ||
| . βλάστε μὲν νᾶσος : ὁ νοῦς : ἀνεβλάστησε καὶ ἀνεδόθη ἐκ τῆς θαλάσσης ἡ νῆσος , ἔχει δὲ αὐτὴν |
| φασὶ γάρ , ὡς Ἐνδυμίωνος ἠράσθη ἡ Σελήνη κατὰ τὸ Λάτμιον ὄρος τῆς Καρίας κυνηγετοῦντος . φιλοκύνηγος δὲ ὢν ἡμέρας | ||
| ᾗσιν ἔειπεν : “ Οὐκ ἄρ ' ἐγὼ μούνη μετὰ Λάτμιον ἄντρον ἀλύσκω , οὐδ ' οἴη καλῷ περὶ δαίομαι |
| Ὕκκαρον ὀνομάσαι τὸ χωρίον . . , / . : Λαίδος δὲ τῆς ἐξ Ὑκκάρωνπόλις δ ' αὕτη Σικελική , | ||
| τῆς Ἀρετῆς εἰσῆγεν . ὁ δ ' Ἀρίστιππος ἐπὶ τῆς Λαίδος ἔλεγεν : ἔχω καὶ οὐκ ἔχομαι . καὶ παρὰ |
| δὲ ἔμπροσθεν χρόνον οἱ Λακεδαιμόνιοι μηδὲν ἔξω Πελοποννήσου περιεργαζόμενοι τῆς Ἀργείας ἀεί τι ἀπετέμνοντο , ἢ οἱ Ἀργεῖοι τετραμμένων πρὸς | ||
| Ἔχεμον λέγουσιν . Ἡ δὲ Κορινθία χώρα μοῖρα οὖσα τῆς Ἀργείας ἀπὸ Κορίνθου τὸ ὄνομα ἔσχηκε . Διὸς δὲ εἶναι |
| , εὔσημον , οὐ δεῖ γράφειν . Ἐμβολὴ δὲ αὐτοῦ ἥδε : κατατείναντα ἐς ἰθὺ , τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν | ||
| κατὰ τρύφη μικρὰ καὶ μεγάλα θρύπτεσθαι . μία μὲν αἰτία ἥδε , λεκτέον δὲ καὶ ἑτέραν στοχαζομένην ὥσπερ σκοποῦ τῆς |
| ὑπ ' ἐκείνου ἢ δι ' ἐκείνου . . πᾶσα χθών : ἤτοι χθὼν ἐστεφάνωνται τῷ ὠκεανῷ , ἢ ὑπὸ | ||
| ” ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδας ' ἠέρα , εἴσατο δὲ χθών : γήθησέν τ ' ἄρ ' ἔπειτα πολύτλας δῖος |
| ἀλλὰ καὶ ἄλλοις ἱκανὸς ὢν ἡγεῖ - σθαι , καταλείπεται ἔρημος θεοῦ , καταλειφθεὶς δὲ καὶ ἔτι ἄλλους τοιούτους προσλαβὼν | ||
| ἐκαλεῖτο , Σινωπέων καὶ αὕτη ἄποικος , καθ ' ἣν ἔρημος κειμένη παρήκει νῆσος Ἄρεως λεγομένη . Ἀπὸ οὖν Φαρνακίας |
| ταῦτά μου διαλεγομένου ὡς πρὸς ἀκούουσαν Λευκίππην , μόλις ἡ πολύευκτος ἠὼς ἀναφαίνεται , καὶ ἡ Λευκίππη φθέγγεται , καὶ | ||
| εὐαγῶν καὶ τὸ βλάστημα ἱερώτατον , ὁ ἀγαπητός , ὁ πολύευκτος , ὃν ἐγὼ ποιησαίμην Ἀλέξανδρον καὶ θρέμμα αὖθις τοιοῦτον |
| δὲ τοῦτο τὸ προκώμιον καὶ τοῦτον τὸν ἔπαινον πόλις καλλίστη Αἴγινα , ἥτις διὰ τὴν προσοῦσαν πρὸς πάντας τοὺς ξένους | ||
| Αἰγινήτῃ , ἐπειδὴ ἀδελφαὶ ἐγένοντο αἱ ἡρωΐδες Θήβη τε καὶ Αἴγινα : Ἀσωποῦ γὰρ ἀμφότεραι : εἰσὶν οὖν , οἳ |
| λύπας τῷ χρόνῳ τίκτειν φιλεῖ ἅπαντ ' ἐν ἀνθρώποισι γηράσκειν ἔφυ καὶ πρὸς τελευτὴν ἔρχεται τακτοῦ χρόνου , πλὴν ὡς | ||
| πᾶν διελήλυθεν , ἀὴρ δὲ δεύτερον , ὡς λεπτότητι δεύτερον ἔφυ , καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ καὶ τὰ ἑξῆς ; |
| ἢ κέχρηκεν , ἄνδρες γλυκύτατοι ; ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή τινος . } ποδαποῦ ; διαφέρει τῷ μαγείρῳ τοῦτο | ||
| καὶ ἀναλογιῶν παντοδαπῶν καὶ ποικιλίας θεωρημάτων καὶ θαυμαστῆς τάξεώς ἐστιν ὑποδοχή , κρεῖττόν τε ἂν εἴη καὶ πρεσβύτερον τῶν αἰσθητῶν |
| τοῦδε σώματος πατήρ , οὐδ ' ἡ τεκεῖν φάσκουσα καὶ κεκλημένη μήτηρ μ ' ἔτικτε , δουλίου δ ' ἀφ | ||
| τέγγηι πεδία Θηβαίας χθονός , Δίρκη παρ ' ἀνδρῶν ὑστέρων κεκλημένη . λύω δὲ νείκη καὶ τὰ πρὶν πεπραγμένα [ |
| ὀμμάτων , ἵνα τὸ τῆς γνώμης καὶ νοῦ χωρίον καὶ οἰκητήριον . ἔνθεν καὶ αὐτοῦ τοῦ Διὸς ἐξέθορεν ἡ πρόμαχος | ||
| φυσήματα ἀνέμων γίνεσθαι , καὶ μυθευθῆναι Θρᾴκην οὕτως τῶν ἀνέμων οἰκητήριον εἶναι , , . . . Ἁρπαλίων : ὄνομα |
| διὰ τοῦ ο αὔξησιν λαβὸν ἀπέφηνεν ὄνομα ὄχλος , τὸ πληθύος σύστημα . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ . | ||
| τοῦ ο αὔξησιν λαβὸν , ἀπέφαινεν ὄνομα ὄχλος , τὸ πληθύος σύστημα . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . |
| δυσφθαρτότερα τῷ πιμελῆς ἀπηλλάχθαι . τάδε μὲν κυρίως καὶ συνήθως κλῄζεται ταρίχη , καίτοι συχνῶν καὶ πολυτελῶν ἰχθύων κατὰ τὰς | ||
| Σοφοκλῆς δ ' ἐν Μυσοῖς „ Ἀσία μὲν ἡ σύμπασα κλῄζεται ” , ξένε , πόλις δὲ Μυσῶν Μυσία προσήγορος |
| ἀγαθῶν ἀφιστάμην τῇ θεῷ : εἰ δ ' ἡ Μοῦσα κληθεῖσα καὶ παραγενομένη ταῦτ ' ἤγαγεν ἐπὶ νοῦν αὐτῷ , | ||
| καὶ αὐτίκα ἡ βουλὴ κατ ' ἄνδρα ὑπὸ τῶν ὑπάτων κληθεῖσα συνῆκτο , καὶ παραχθεὶς ὁ μηνυτὴς τοὺς αὐτοὺς εἶπε |
| . ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τι ποιεῖν καὶ ἀποτυγχανόντων . αὐτόχθων ἑστία : ἡ τοῦ Χείρωνος . αὐτοχόωνος : αὐτοχώνευτος . | ||
| Οἶκος θεοῦ λέγοιτο ἂν ἡ ἑκάστου τάξις καὶ ἰδιότης καὶ ἑστία καὶ μονή : οὐ γὰρ ὡς ἄλλος ἐν ἄλλῳ |
| τῇ κόρῃ . Πρότερον μὲν οὖν ἐκ νευμάτων καὶ γέλωτος συνεβάλλετο τοῦτο , τότε δὲ ἐξ ἑωθινοῦ σκηψαμένη πρὸς Χρῶμιν | ||
| δήμου σωτηρίαν , ὅθ ' ἡ μὲν χώρα τὰ δένδρα συνεβάλλετο , οἱ δὲ τετελευτηκότες τὰς θήκας , οἱ δὲ |
| Ἕκτωρ τάδε , οὐ Πρίαμος οὐδὲ χρυσός , ἀλλ ' Ἑλλὰς πόλις . ἐς τοῦτο δ ' ἥκεις ἀμαθίας , | ||
| , ᾗπερ δέξατο τέρμα βίου , πατρὶς δ ' Ἑλλάδος Ἑλλὰς Ἀθῆναι , πλεῖστα δὲ Μούσαις τέρψας ἐκ πολλῶν καὶ |
| , γενομένην τῆς θεοῦ σύντροφον . δοθῆναι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ γονῆς τὴν Ἀθηνᾶν Πάλλαντι ὑπὸ Διὸς καὶ παρ ' ἐκείνῳ | ||
| , πάππος δὲ οὑτοσί , τηθὴ δὲ σὺ κληθήσῃ τυράννου γονῆς , ὥστε τὰ ἥδιστα τῶν ὀνομάτων ἡμῖν αἴσχιστα γενήσεται |
| τοῦ † ἀργήπου τοῦ Κηφέως τοῦ Ποσειδῶνος , μητρὸς δὲ Ἀταλάντης τῆς Ἰάσου : Ἀταλάντης γόνος : ταύτην Μειλανίων ἔγημε | ||
| Κηφέως τοῦ Ποσειδῶνος , μητρὸς δὲ Ἀταλάντης τῆς Ἰάσου : Ἀταλάντης γόνος : ταύτην Μειλανίων ἔγημε τῇ τέχνῃ τῶν μήλων |
| ἀνίσχοντα ἥλιον , ἐν ᾧ Προυσιὰς ἔστιν ἡ Κίος πρότερον ὀνομασθεῖσα : κατέσκαψε δὲ τὴν Κίον Φίλιππος , ὁ Δημητρίου | ||
| τεθῆναι . Χρυσαορίς , πόλις Καρίας , ἡ ὕστερον Ἰδριάς ὀνομασθεῖσα . Ἀπολλώνιος ἐν ἑβδόμῳ Καρικῶν „ . . . |
| ἀπὸ Κύρου τοῦ πρώτου τὴν ἀρχὴν ἐκ Μήδων ἐς Πέρσας μεταστήσαντος μέχρι Δαρείου τοῦ τελευταίου Περσῶν βασιλέως , οὗ τὴν | ||
| , τῆς δὲ ἡμετέρας ἐπεθύμει καὶ νόσῳ τὴν γυναῖκα τοῦ μεταστήσαντος ἤλαυνε διδάσκουσα τοῖς ὀνείρασιν , ἀνθ ' ὅτου ταῦτα |
| ὅντινα τὸν Ὑψέα ποτὲ ἐν ταῖς ἐξοχαῖς τῆς Πίνδου ἡ Ναῒς εὐφρανθεῖσα τῇ τοῦ Πηνειοῦ μίξει ἐγέννησε Κρέουσα Γῆς οὖσα | ||
| ' ἔλακεν – – ˘ αἰάγμασι στένουσα νύμφα τις οἷα Ναῒς ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ |
| Μούσας τέκνως ' ἱεράς , ὁσίας , λιγυφώνους , ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί , πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν | ||
| μὲν τῆς καρδίης ἐπί τι χωρίον ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι μᾶλλον ἐοῦσα , ἔπειτα ὑποκάτω τῆς ἀρτηρίης , ἔστ ' ἂν |
| ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι διοτρεφέων βασιλήων : αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε : εἰ μάλα | ||
| ἩΔΕ ΒΡΟΤΟΙΣΙΝ . Ἀντὶ τοῦ ἀγαθῶν αἰτία ἐστὶν ἥδε ἡ ἔρις τοῖς ἀνθρώποις . . ΚΕΡΑΜΕΙ ΚΟΤΕΕΙ . Ζηλοῖ , |
| τὸ τῆς Δίρκης . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] τὸ τῆς Δίρκης ἄριστον ὕδωρ . εὐτραφέστατον ] ποτιμώτατον . Ξ εἰς | ||
| τοὺς ἀπὸ τοῦ Ἰσμηνοῦ , ἀλλὰ μόνον τοὺς ἀπὸ τῆς Δίρκης : ἐτιμῶντο γὰρ καὶ αὐτοὶ οἱ παρὰ τοῦ Ἰσμηνοῦ |
| ὁ αὐλός , μόνη δὲ κιθάρα Ἀπόλλωνος , ἀλλὰ καὶ αὐλητικῆς καὶ κιθαριστικῆς εὑρετὴς ὁ θεός . δῆλον δ ' | ||
| ἡ συνήθεια καὶ τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει . ἁλιεὺς αὐλητικῆς ἔμπειρος ἀναλαβὼν αὐλοὺς καὶ τὰ δίκτυα παρεγένετο εἰς τὴν |
| πόλις ἀπ ' ἐκείνης Ἀστερία πρότερον κληθεῖσα , ὕστερον δὲ Δῆλος . Λητὼ δὲ συνελθοῦσα Διὶ κατὰ τὴν γῆν ἅπασαν | ||
| , κατὰ μετάθεσιν ἔθω ἐνέθω εἶτα ἐνήνοθα . Τέτυπα . Δῆλος ὁ κανών : τὸ δὲ ἀμνημονεύτους εἴασαν οὐ καλῶς |
| ἕδραν : ἡ δὲ φωνή ἐστιν ἡ δι ' ὤτων ἐρχομένη ἐγκεφάλου τε καὶ αἵματος , διαδιδομένη δὲ μέχρι ψυχῆς | ||
| στομάχῳ γεννηθεῖσα , εἴτε καὶ ἐξ ὅλου τοῦ σώματος ἐκεῖ ἐρχομένη . ἐπειδὰν γὰρ ἀγρυπνίαι πολλαὶ , νεφρίτιδες καὶ πόνοι |
| ' ἅμα , δι ' ὧν βρότειον ζῇ τε καὶ θάλλει γένος . καὶ ὁ σεμνότατος δ ' Αἰσχύλος ἐν | ||
| εἶδος ἄνθους σαμψύχῳ ὅμοιον . μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς ὕδασι θάλλει . μέμνηται καὶ Θεόφραστος . βοτάνη εὔοσμος , ἣν |
| πνοαῖς πτερύγων . φησὶν οὖν πρὸς αὐτὸν ὁ χορὸς τῶν Ὠκεανίδων : μηδαμῶς φοβηθῇς , Προμηθεῦ : προσέβη γὰρ ἐνταῦθα | ||
| θαμνώδει ἀποτεκοῦσα | Ῥέα τὸν Δία Νέδῃ μιᾷ τῶν | Ὠκεανίδων εἴσω τῆς Κρήτης φέρειν ? | ἐνεχείρισεν , ὅπως |
| ' οἱ στρατηλάται γένος , Φθίας δὲ τοὔνομ ' οὐδαμοῦ κεκλήσεται . πικροὺς δὲ προχύτας χέρνιβάς τ ' ἐνάρξεται Κάλχας | ||
| τοῦτο καὶ φράξηθ ' ἅπαξ , ἐκ τοῦ πόλου τούτου κεκλήσεται πόλις . Ὥστ ' ἄρξετ ' ἀνθρώπων μὲν ὥσπερ |
| ' ἀνήρπασεν Ὠρείθυιαν τῷ δ ' ἐπὶ Βοιωτῶν πεδίον καὶ Λοκρὶς ἄρουρα , Θεσσαλίη τ ' ἐπὶ τοῖσι Μακηδονίης τε | ||
| . οὗτοί εἰσιν Ἐπιζεφύριοι Λοκροὶ πρὸς τῇ Ἰταλίᾳ οἰκοῦντες . Λοκρὶς παρθένος ἀπύει : ὁ νοῦς : ἀνυμνοῦσι μὲν τὸν |
| ] εἰς τὴν ἐκβοήθησιν τῶν ἐμπυρισμῶν . Ἡ δὲ πρώτη στέγη ἐχέτω τὸ ὕψος πήχεις ζ ⊂ : ἡ δὲ | ||
| μεγίστου οἴκου στέγῃ κείμενον , σκηνῆς ἔχον τάξιν : ᾧ στέγη μὲν οὐκ ἐπῆν , διατόναια δὲ τοξοειδῆ διὰ ποσοῦ |
| πατρίδα καλῇ . ἐρεῖς δὲ ἐν τούτῳ ὅτι λαμπρὰ καὶ μεγάλη ἡ πατρὶς καὶ ἀξία ποθεῖσθαι , ἀλλ ' ὅμως | ||
| ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας . Περὶ |
| . Οὕτω συμβουλευσαμένη ἡ Ἀθηνᾶ ἀνέβη εἰς τὸν δίφρον , κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶ νίκην καὶ δόξαν , τουτέστι , | ||
| δύναται . εἰ δ ' ἐπὶ πλέον ἡ θερμασία φαίνοιτο κρατοῦσα , καὶ τὴν τῶν ψυχόντων δύναμιν ἐπιτείνειν σε χρὴ |
| τυχὼν οὔτε πορθήσας τὴν πόλιν , νέος δέ τις τῆς παρθένου πολίτης ἐκτόπως ταύτης ἐρῶν οὐ φέρων τὸ πάθος ἑαυτὸν | ||
| γονῇ : καὶ τριχοῦται ἡ ἥβη τοῦ παιδὸς καὶ τῆς παρθένου , ἀραιῆς τῆς ἐπιδερμίδος γενομένης : καὶ ἅμα ἡ |
| καὶ ἰσχυρὰς ἐναποδεικνυμένης ἀλγηδόνας . καὶ οὐδὲν ὠφελήσει ὑμᾶς οὔτε οἰκία οὔτε τὰ ἐν αὐτῇ κιονόκρανα , ἀλλ ' ἐν | ||
| ἐπιφοιτᾶν καὶ ἐνδιατρίβειν τοῖς ἕδεσιν , οὓς οὐδ ' ἂν οἰκία δέξαιτο κοσμίων ἀνδρῶν οἷς μέλει τῶν ὁσίων ; προστιθέντας |
| τοῖς ἄλλοις εἰωθότων , ἀλλ ' ἔρως ὁ οὐράνιος καὶ ἀκήρατος καὶ θεῖος ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι | ||
| διαχωρέει : ἡ δὲ ἰκμὰς ἀπ ' αὐτῶν ἰσχυρὴ καὶ ἀκήρατος προσγινομένη ἰσχύν τε παρέχει τῷ σώματι πολλὴν καὶ αὔξην |
| ἐπιγράμματι γραφέντι εἰς Νεοπτόλεμον Πισίδην οὕτως εἰμὶ Νεοπτόλεμος Κρεσσοῦ , τρισσῶν δ ' ἕν ' ἀδελφῶν ἔστασαν Τλωεῖς , κῦδος | ||
| μίαν δέ ἑ καίπερ ἐοῦσαν : τρισσῶς καὶ τοπικῶς διενείματο τρισσῶν ἠπείρων ὀνομασίας αὐτῇ διατιθέμενος . . ἠπείροισι ] γαίαις |
| ] , οἱ πολλοὶ δὲ Κισσέως . ἔνιοι δὲ γράφουσιν Ἑκάβης παῖς γεγὼς τῆς Κισσίας καὶ στοχάζονται ἀπὸ γένους τινὸς | ||
| Καὶ τότε λευγαλέοις ἐπὶ πένθεσι κύντερον ἄλγος τλήμονος ἐς κραδίην Ἑκάβης πέσεν : ἐν δέ οἱ ἦτορ μνήσατ ' ὀιζυροῖο |
| Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην , τοῦτ ' αἴτημί σε ὁ ζαμενὴς δ ' ὁ χοροιτύπος , ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε | ||
| ἀποδέχεται ὁ Πίνδαρος τὴν μετὰ συνέσεως τόλμαν τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν : ἡ μὲν σύνεσις προεπισκοποῦσα |
| κακεργάτις τε καὶ ἔμπληκτος ταύτης ἦν αἰτία τῆς ἀταξίας , ἐπιθεμένη ἄρχειν ὧν οὐ προσῆκεν αὐτῇ γένει , καὶ παρωσαμένη | ||
| , Πεισίροδος δὲ ἐν παισίν , ὃν ἡ μήτηρ ἀνδρὸς ἐπιθεμένη γυμναστοῦ σχῆμα ἐπὶ τῶν Ὀλυμπίων αὐτὴ τὸν ἀγῶνα ἤγαγεν |
| τοῦ συγγραφέως τελευτάτω διαίρεσις , ἀρξαμένη ἀπὸ τῶν γενικωτάτων , προελθοῦσα δὲ ἐπὶ τὰ ἄτομα διὰ μέσων τῶν ὑπ ' | ||
| δὲ γραμματιστικὴ παλαιά , ἴσως δὲ σχεδὸν ἅμα τῇ φύσει προελθοῦσα . καὶ τῆς μὲν τέλος τὸ γράφειν , τῆς |
| ' ἐθέλουσιν ἀληθέα μυθήσασθαι . ὃς δέ κ ' ἀλητεύων Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται , ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμὴν ἀπατήλια | ||
| ὑμετέρου δ ' οὐκ ἔστι γένευς βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰθάκης , ἀλλ ' ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί . ” τὸν |
| οὐδεὶς Ἀμφίων οὐδὲ Ὀρφεύς : ὁ μὲν γὰρ υἱὸς ἦν Μούσης , οἱ δὲ ἐκ τῆς Ἀμουσίας αὐτῆς γεγόνασι : | ||
| αὐτῷ ἐπιγεγράφθαι : ὧδε Λίνον Θηβαῖον ἐδέξατο γαῖα θανόντα , Μούσης Οὐρανίης υἱὸν ἐϋστεφάνου . καὶ ὧδε μὲν ἀφ ' |
| τῆς οἰκίας , ὅτε ἐτίκτετο , καὶ τύμπανα ἠκούετο ἐκ Ῥέας , ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ Νύμφαι χορεῦσαί οἱ καὶ | ||
| κατὰ τὴν νύκτα , τὴν σεμνὴν θεόν . λέγεται δὲ Ῥέας ἱερὸν πλησίον τῶν Πινδάρου οἴκων εἶναι . φησὶν οὖν |
| Ὀρέστην φεύγοντα μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἐκεῖσε τὴν κόμην ἀποκείρασθαι . Πόλις Κόμανα Θύιλλις : μεθερμηνεύεται σύσκια κατὰ τὴν Ἰώνων φωνήν | ||
| μαντεῖον τοῦ Ἀπόλλωνος Δωδώνης ] ἦν γὰρ ἐκεῖ δρῦς μαντευομένη Πόλις Αἰτωλίας ἡ Δωδώνη , ἔνθα Διὸς ἱερὸν ἦν ἔχον |
| ἐλάσσας , ὅσσα βιοφθορίην πέμπει κατὰ γαῖαν ἅπασαν , ἔνδοξον βιοτῆς γλυκερὸν τέλος ἐσθλὸν ὀπάζοις . Λευκοθέαν καλέω Καδμηίδα , | ||
| εὐποτμοτάτα μελέων , ἀνέχουσα βίου βραχὺν ἰσθμόν Ἀζειῶται βέβηλος μάσθλης βιοτῆς μὲν γὰρ χρόνος ἐστὶ βραχύς , κρυφθεὶς δ ' |
| χρή , πολλὰς γενείου τοῦδ ' ἂν ἐκτεῖναι λιτὰς μήποτε τεκούσης ἐς σφαγὰς ὦσαι ξίφος , εἰ μήτ ' ἐκεῖνος | ||
| Πάσας Προμηθεὺς τὰς γυναῖκας ἔπλασεν | κακάς . Πλὴν τῆς τεκούσης μὴ φιλεῖν ἄλλην θέλε . Πολλὴ γάρ ἐστι τῶν |
| ἐπὶ χειρὸς ἔχεις : αἰνεῖσθαι δ ' οὐκ οἶδας . ἀνίκητος δέ τοι οὗτος , ὃς πολλὰς πίνων μή τι | ||
| αὐτὸν ἐγὼ διὰ τοῦτο ἀντιπροσηγόρευσα καὶ εἶπον τοιοῦτον . ἀληθῶς ἀνίκητος εἶ , μειράκιον , ὅτε καὶ θεοῖς τὰ ἴσα |
| ” ὁτὲ δὲ ἐπιγονή , “ πεντήκοντα δ ' ἕκασται γόνος δ ' οὐ γίνετ ' αὐτῶν . ” ἐπὶ | ||
| τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν : αὐτὰρ Ἀχιλλεύς ἐστι θεᾶς γόνος , ἣν ἐγὼ αὐτὴ θρέψά τε καὶ ἀτίτηλα καὶ |
| Δήλῳ : Πύθια : ἀγὼν τελούμενος ἐν τῇ Πυθοῖ τῆς Φωκίδος : Ἴσθμια ἀγὼν τελούμενος ἐν τῷ Ἰσθμῷ : Ὀλύμπια | ||
| , ὡς Γορδιοτειχίτης τοῦ Γορδίου τείχους . Ἀγάθεια , πόλις Φωκίδος , ὡς Ἑλλάνικος πρώτῳ Δευκαλιωνείας . ὁ πολίτης Ἀγαθεύς |
| εʹ , γʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ ἱεροῦ εἰς λιμένα Δάφνης τῆς Μαινομένης τὸν νῦν λεγόμενον Σωσθένην στάδιοι μʹ , | ||
| τῷ δυναστεύσαντι ἐν Πίσῃ Λεύκιππος ἦν υἱός . οὗτος ἐρασθεὶς Δάφνης ὁ Λεύκιππος ἐκ μὲν τοῦ εὐθέος μνώμενος γυναῖκα ἕξειν |
| , ἣν δὴ ἐπεδέξαο . νῦν δέ μοι χρειὼ μεγάλης πίστιος , τῷ σε θέλω γυναικὶ ἐμῇ ἑσπόμενον ἔργον τέ | ||
| μεγάλων : παρὰ γὰρ τοῖσι βαρβάροισι τιμιώτεροί εἰσι οἱ εὐνοῦχοι πίστιος εἵνεκα τῆς πάσης τῶν ἐνορχέων . Ἄλλους τε δὴ |
| τὴν Ἀσίαν . ἐτήτυμον ] ἀληθές ἐστιν . κρατεῖ ] ᾄδεται . σαφηνής ] ἀληθής . τοῦτο ] κατὰ . | ||
| ἐποίησαν μὲν ὅσοις τὰ ἡρώων ἐμέλησεν ἐν Ἰλίῳ παθήματα , ᾄδεται δὲ ὑπὸ Ἀθηναίων ὡς θεοί σφισιν ἐν Μαραθῶνι καὶ |
| σατράπης κατέστη . ἦν δὲ ὁμοπατρία αὐτῶι ἀδελφὴ Ῥωξάνη , καλὴ τῶι εἴδει καὶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν ἐμπειροτάτη : ἐρῶν | ||
| περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι “ τὴν δὲ τράπεζαν ἡ καλὴ Αὐλὶς . . . ἀργύρων . . . δυσχερές |
| πέρι , παρθένε , μορφᾶς καὶ θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι πότμος καὶ πόνους τλῆναι μαλεροὺς ἀκαμάτους : τοῖον ἐπὶ φρένα | ||
| . . , εἶτα μετ ' ὀλίγον λέγοντος οὑμὸς δὲ πότμος οὐρανῶι κυρῶν ἄνω ἔραζε πίπτει καί με προσφωνεῖ τάδε |
| Τρώων παρουσίαν λόφος τις , ᾧ τότε στρατοπέδῳ ἐχρήσαντο , Τροία καλούμενος . ἐκ δὲ Βουθρωτοῦ παρὰ γῆν κομισθέντες ἄχρι | ||
| τότε * καλουμένῳ . ὁ πρὸς καλύπτρης : ἡνίκα ἡ Τροία ὑφ ' Ἡρακλέος ἐπορθήθη , ἤγετο αἰχμάλωτος ὁ Πρίαμος |
| τοὺς δὲ καὶ ὁμολογίᾳ προσχωροῦντάς σφισιν ἀναλαμβάνοντες . ὡς δὲ ξύμπασα αὐτῷ ἡ δύναμις ἐπελθοῦσα τῶν Σογδιανῶν τῆς χώρας τὴν | ||
| ; καὶ μὴν ὅ γε Ἡσίοδος λέγει , Πολλάκι τοι ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα , ὅς κεν ἀλιτραίνῃ καὶ |
| λαγόνας ἱκανῶς βαθυνομένη ὦτά τε ἔχει βραχέα ὡς ἂν κύλιξ οὖσα . καὶ μήποτε Ἄλεξις ἐν Ἡσιόνῃ θηρικλείῳ ποιεῖ τὸν | ||
| πάλιν αὖ ἐφάνη τις μικρὰ προσδοκία ἀγαθῶν ἢ κακῶν ψευδὴς οὖσα καὶ ματαία . τοῦτον οὖν τὸν τρόπον καὶ οἱ |
| κατά τι δίκαιον ἀνισώθη τὸ δοκοῦν ἐκεῖ ἐλλελεῖφθαι πρὸς τῆς Νεμέσεως , καὶ ἐκλήθη αὕτη ἐντεῦθεν Ἀδράστεια . ἕτεροι δὲ | ||
| αὕτη . ὁ Ζεὺς ἐρασθεὶς ὡς οἱ μὲν λέγουσι τῆς Νεμέσεως , οἱ δέ , τῆς Λήδας , βουλόμενος συγγενέσθαι |
| δὲ μέγα κρατεῖ ἠδὲ ἀνάσσει . Φοίβη δ ' αὖ Κοίου πολυήρατον ἦλθεν ἐς εὐνήν : κυσαμένη δἤπειτα θεὰ θεοῦ | ||
| : μήτηρ δ ' ἔστ ' ἀριθμοῖο πάις , ἤτοι Κοίου . κοῖος γὰρ παρὰ Μακεδόσιν ὁ ἀριθμός . καὶ |
| Ἰοῦς , Ἰὼ δὲ Ἰνάχου τοῦ ἐν Ἄργει ποταμοῦ καὶ νύμφης : οὗτος οὖν ὁ Ἔπαφος ἐβασίλευσεν Αἰγύπτου , Ἀργεῖος | ||
| τὸ ὄνομα ἀπὸ Ἀσπληδόνος τῇ πόλει : τοῦτον δὲ εἶναι νύμφης τε Μιδείας καὶ Ποσειδῶνος : ὁμολογεῖ δὲ καὶ ἔπη |
| , πάντας ἐψυχαγώγησεν : ἦν δὲ διθυραμβοποιός . καὶ ὁ νυμφίος Φιλόξενε , εἶπε , καὶ αὔριον ὧδε δειπνήσεις : | ||
| , εἰ γάμου χρῄζεις , μηδ ' ἄγριος θὴρ ἀλλὰ νυμφίος γίνου . ” ὁ δὲ πτερωθεὶς τῇ δόσει τε |
| αἴτιον δὲ τὸ αὐτό . Τούτων δὲ γενομένων ἐξέρχεται τῆς ἰκμάδος πλέον ἢ κατατάσσεται : καὶ διὰ ταῦτα τῷ μὲν | ||
| στερεὴ καὶ πυκνή ἐστιν , ὥστε μὴ νοσέειν ὑπὸ τῆς ἰκμάδος , καὶ διὰ τοῦτο νόσημα ἐν τῇ καρδίῃ οὐδὲν |
| νάρθηξ τὸ σῶμα , περιττὴ , καὶ οὐδὲ μέχρι παντὸς συνᾴδουσα διεξίκοιτο : νῦν δὲ ἡ ἀλληγορία ῥητορικὴ καὶ πραγματική | ||
| γίνεται . τῷ γὰρ ὀνόματι τούτῳ καὶ ἡ πρᾶξίς ἐστι συνᾴδουσα οὐ ψευδώνυμον ] τὸν οὐ ψευδῶς οὕτω κληθέντα οὐ |
| ἔδοξαν οἱ σοφοὶ Ἕλληνες οὐ χρηστὸν πρᾶγμα ἐργάζεσθαι τὰ τῶν Πελοπιδῶν καὶ τὰ τῶν Λαβδακιδῶν κακὰ ξὺν ἡδονῇ ἀκούοντες , | ||
| δόμος ἀσυντάτοισι δεσποτῶν κεχρημένος τύχαις , ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος κοὐδὲ βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , |
| πόλις ἀρχαιοτάτη Συρίας , ἣν ᾤκει Νίνος πρὸ τῆς Νίνου κτίσεως . τὸ ἐθνικὸν Τελαναῖος καὶ ἐπιχωρίως Τελανηνός . Τελέθριον | ||
| . . : Γάϊος δὲ Ἀκίλιος ἱστορεῖ , πρὸ τῆς κτίσεως τὰ θρέμματα τῶν περὶ τὸν Ῥω - μύλον ἀφανῆ |
| τετάρτῃ Λυδιακῶν : οἱ οἰκοῦντες Ἀστελεβαῖοι . . . : Ἀστερία , πόλις Λυδίας : Ξάνθος ἐν τετάρτῃ Λυδιακῶν λέγεται | ||
| Αἰτωλικαὶ δέ τινες ἄκραι εἰσὶ νησίζουσαι πρότερον : καὶ ἡ Ἀστερία ἤλλακται , ἣν Ἀστερίδα φησὶν ὁ ποιητής ” ἔστι |
| μέν , ὀλίγανδρον δέ , ἀφικνεῖται : καὶ πρῶτον μὲν ναυλοχῶν ἐν τῷ πορθμῷ μεταξὺ τῆς Κέρνης καὶ τῆς Σαρπηδονίας | ||
| τὸ πολλὰ τῶν ἐπῶν ἀντιμαρτυρεῖν αὐτοῖς . διὰ τί γὰρ ναυλοχῶν ἔσχατος φαίνεται ὁ Αἴας , οὐ μετ ' Ἀθηναίων |
| ἀρχή . Ἐπὶ δὲ τὸ μέσον αὐτῆς , δηλονότι τῆς Ἄλπιος , σύρεται , ὃ ἔστι διέρχεται , τὰ ὕδατα | ||
| , ἀφ ' οὗ ῥεῖ ὁ Ῥῆνος ποταμός . † Ἄλπιος δὲ λέγεται ἀπό τινος Ἄλπιδος ὑπὸ τοὺς τόπους ἀνῃρημένου |
| ἐστίν . ὁμοίως καὶ ἡ Σάμος . . . [ Λέσβος πόλις Αἰολική , μητρόπολις δὲ τῶν Αἰολικῶν πόλεων , | ||
| διαφέρων καὶ τοσούτων ἐθνῶν καὶ τηλικούτου τόπου βασιλεύων , ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ |
| τοίων γὰρ ἀνδρῶν σπέρμ ' ἔδωκεν Ἑλλάδος Ἄπολλον Ἀγρεῦ ἀεινεφὴς τύφλωσις ἀεροκέλαδοι πιτυοκάμπται ἄμφω μὲν ἤστην τὴν ὁδὸν ποιουμένω ἀργῆν | ||
| πέλει αὕτη , φρονοῦντα πολλὰ μηδενὸς κρατεῖν Ἄπολλον ἀγρεῦ ἀεινεφὴς τύφλωσις ἀεροκέλαδοι πιτυοκάμπται ἄμφω μὲν ἤστην τὴν ὁδὸν ποιουμένω βᾶριν |
| τοῦτον ὁρᾶν ἅπαν καθαρόν τε καὶ γνήσιον τῆσδε τῆς γῆς βλάστημα , ποιητὴς ἂν εἴποι , καὶ μάλ ' ἐπανθοῦν | ||
| χείρονος παράγειν ὑπομένων : εἰ δ ' οὐκ ἔστι μὲν βλάστημα ἡ ψυχή , ἐνοῦσα δὲ ἐν τῷ σώματι κρατεῖται |
| γὰρ οὗτοι . τοῦτο δὲ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅτι ἐπιφανὴς ὢν ἐφθονήθη . ἢ οὕτως : ἔχει γὰρ ἡ | ||
| Μηφύλης Ὀρουΐνιον , εἰ καί τις ἄλλη τῶν αὐτόθι πόλεων ἐπιφανὴς καὶ μεγάλη : δῆλοι γάρ εἰσιν αὐτῆς οἵ τε |