. Σελήνης οὔσης ἐν αʹ καὶ γʹ δεκανῷ τοῦ Ταύρου παραιτητέος ὁ γάμος , ἐν δὲ τῷ βʹ σύμφο -
ὥσπερ μεταβάντες ἀπὸ νεκρότητος . Οὐδὲ σκιούρου λόγον ποιήσομαι , παραιτητέος γάρ μοι καὶ οὗτος διὰ φαυλότητα , ὅτι μὴ
6014473 γηρασκων
ᾖδον . Ἀετοῦ γῆρας , κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ παντὸς νεάζοντος ὄρνιθος . Λέγεται δὲ
. ἀποβάλλει δὲ κύων τοὺς καλουμένους κυνόδοντας γενόμενος τετραμηνιαῖος : γηράσκων δὲ ὑπομελανοῖ τοὺς ὀδόντας καὶ ἀμβλεῖς ποιεῖ : ὅθεν
5976351 Ἀγαμαι
σὺ δὲ πάντας δημιουργοὺς ὁμοίως καλῶν οὐκ ἂν σφαλείης . Ἄγαμαι . ἀποδέχομαι , θαυμάζω ἄγαν . Ἀγανακτεῖν , στένειν
καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγοράζειν , . , . . . Ἄγαμαι : ἄγαμαι αὐτοῦ . καὶ τοῦτο μᾶλλον οὕτω συντάσσουσι
5553934 προσιεται
λίαν μελαγχολῶντες ἀποκλείουσι τοὺς θεραπεύοντας , οὕτω σοφίαν τυραννὶς οὐ προσίεται . Πλάτωνα γοῦν ἐπίπρασκε Διονύσιος καὶ Νέρων Μουσώνιον ἐξεκήρυττε
ἐν δὲ τῇ Συρακουσίᾳ ποιήσει καθωμίληται . ἀλλ ' οὐ προσίεται ὁ Ἀττικισμός , περὶ οὗ ἀγωνιζόμεθα , τὴν ἀλλοδαπὴν
5464461 λαλος
: τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι
συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ
5449531 οἰχηι
συμφορὰς οἰκτίρομεν , κόρη Κρέοντος , ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους οἴχηι γάμων ἕκατι τῶν Ἰάσονος . ] φίλαι , δέδοκται
. σὺ δ ' ἐν ἥβαι νέαι νέου προθανοῦσα φωτὸς οἴχηι . τοιαύτας εἴη μοι κῦρσαι συνδυάδος φιλίας ἀλόχου :
5401456 πισειε
λέγῃ : ὦ μῆτερ , ἱκετεύω σε , μὴ ' πίσειέ μοι τὰς αἱματωποὺς καὶ δρακοντώδεις κόρας : αὗται γάρ
Ἱππίσκῳ : ὦ μῆτερ , ἱκετεύω σε , μὴ ' πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν : οὐ γὰρ κιθαρῳδός εἰμ '
5365119 διαβαλλεται
ἤγουν προβατώδης καὶ εὐήθης : τὰ γὰρ πρόβατα ἐπὶ εὐηθείᾳ διαβάλλεται . καὶ τρέμων τὰ πράγματα : εὐλαβούμενος καταστῆναι εἰς
συνοῦσι παρ ' ἑκατέρου . καὶ ἡ μὲν τοῦ κόλακος διαβάλλεται , ἐπαινεῖται δὲ ἡ τοῦ φίλου . ἔτι δὲ
5363378 τρομεραν
θανοῦσι δ ' αὐτοῖς συνθανοῦσα κείσομαι . αἰαῖ αἰαῖ , τρομερὰν φρίκαι τρομερὰν φρέν ' ἔχω : διὰ σάρκα δ
μονομαχεῖον : οὐ κατασχετέον : ἐν πολλοῖς οὐ φέρεται : τρομερὰν φρίκα : ἀντὶ τοῦ φρίκην τρόμου παραιτίαν . καὶ
5315759 δεδειχε
συγχρῆται δ ' εἰς τὴν ἀπόδειξιν τοῖς προδεδειγμένοις αὐτῷ : δέδειχε γὰρ πρὸ ὀλίγου δι ' ὧν εἶπεν “ ἐν
τοῦτο μεμπτέος , ὅτι μήτε ἐξ ἀναγκαίων μήτε ἀναγκαῖον ὃ δέδειχε . τὸ μὲν οὖν παχυλῶς πρὸς τὸ λεπτομερὲς τῶν
5287750 ἀκορεστος
. ἆτος : ὁ ἀπλήρωτος καὶ ἀκόρεστος , ὁ γὰρ ἀκόρεστος πάντοτε αἰτεῖ . καὶ γίνεται παρὰ τὸ τῶ ,
δίκας βίαιος . μήποτ ' ἐμοὶ φρόνημα ψυχά τ ' ἀκόρεστος εἴη . δέσποιν ' , ὁρᾶις μὲν ἀλλ '
5287104 συγγεγονεναι
οὐκ ἀπὸ ταὐτομάτου σοφὸς γεγονέναι , ἀλλὰ πολλοῖς καὶ σοφοῖς συγγεγονέναι , καὶ Πυθοκλείδῃ καὶ Ἀναξαγόρᾳ : καὶ νῦν ὅτι
Ἀναξιμάνδρῳ . Καὶ Ἀρχέλαος ὁ Ἀθηναῖος , ᾧ καὶ Σωκράτη συγγεγονέναι φασίν , Ἀναξαγόρου γενομένῳ μαθητῇ ἐν μὲν τῇ γενέσει
5284801 Χαρικλεους
Κριτίας , ὥστε καὶ ὅτε τῶν τριάκοντα ὢν νομοθέτης μετὰ Χαρικλέους ἐγένετο , ἀπεμνημόνευσεν αὐτῷ καὶ ἐν τοῖς νόμοις ἔγραψε
πάνυ τῶν ἑαυτοῦ μεμνημένον , τὸν δὲ Κλεινίαν ὑποδακρύοντα μνήμῃ Χαρικλέους , βουλόμενος αὐτοὺς τῆς λύπης ἀπαγαγεῖν , ἐμβάλλω λόγον
5279210 λυπηρος
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις
5274268 ἐξεισιν
ἔξω ποιέει κατὰ μέσον τῆς γονῆς , ᾗ τὸ πνεῦμα ἔξεισιν : ὅταν δὲ ὁδὸς γένηται τῷ πνεύματι ἔξω θερμῷ
περὶ τοὺς γεγεννηκότας τοιοῦτοι γίνονται . . ὁ πρεσβύτης σχετλιάζων ἔξεισιν ὡς ὑπὸ τοῦ παιδὸς τετυμμένος . δῆλον δέ ,
5269296 φιλοζωος
γραφήν : οἷον , ζωηφόρος : ζωητόκος : ἀείζωος : φιλόζωος . Τὸ δίκη διὰ τοῦ ι : ἐκ γὰρ
ἐπιθήσεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος ὤν , κἂν μυρίους κινδύνους ὑποστῇ , τὸ τοῦ
5253534 ἀνεχομαι
. ἀδικούμενος ἀεί τε πλεονεκτοῦντα τὸν ἀδελφόν τι μου ὁρῶν ἀνέχομαι . νοῦν ἔχεις . ἀλλ ' , ὦγαθέ ,
, οὐδὲ γεωργοῦ ἀνέχομαι ἐμπιμπράντος τὰ λήϊα , οὐδὲ κυβερνήτου ἀνέχομαι ἀποδειλιῶντος πρὸς τὴν θάλατταν : πλεῖν σε δεῖ ,
5226189 ἐσιγησα
οὑτωσί : καὶ ὃς , ἀρκεῖ , ἔφη . κἀγὼ ἐσίγησα . καὶ ὃς ἔφη , καὶ μὴν θεραπεύειν γε
ἤδη εἶπον : ἃ δ ' οὖν ἤκουσα , οὐκ ἐσίγησα . Ἀριστοτέλης λέγει πέρδικα θῆλυν , ὅταν κατὰ ἄνεμον
5198446 γηραλεοι
ἥσυχα , βραδέα . Κρατῖνος Νόμοις : ἦ πρεσβῦται πάνυ γηραλέοι σκήπτροισιν ἄκασκα προβῶντες . ἄκατος : φιάλη διὰ τὸ
καὶ δρόσον βάλλων ἕωθεν χλιαρὸς ταγηνίας . ἦ πρεσβῦται πάνυ γηραλέοι σκήπτροισιν ἄκασκα προβῶντες . νῦν γὰρ δή σοι πάρα
5198105 γοης
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων
5192592 δεισιδαιμων
εἶναι δοκῶν , καὶ ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν Αἰγύπτιος , δεισιδαίμων ἄνθρωπος , ᾤετο χαριεῖσθαι καὶ τιμωρήσειν τῷ θεῷ βαρὺς
. Ὥστε ἔμοιγε καὶ σφόδρα συμβέβηκε θαυμάζειν , πῶς ὁ δεισιδαίμων βίος ὁ ναοῖς καὶ τεμένεσι καὶ ταῖς δι '
5164607 Ἀστραπη
ἀρσενικῶς αὐτοὺς ὀνομάσαι . τέσσαρες γάρ εἰσι , Χρόνος Αἶθοψ Ἀστραπὴ Βροντή . ἔθος δὲ τοῖς ποιηταῖς θηλυκῶς λέγειν τοὺς
Ἄστροις σημαίνεσθαι : ἐπὶ τῶν ἐκ μακροῦ τι ὑπονοούντων . Ἀστραπὴ ἐκ πυελίου : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ εὐτελῶν :
5157952 σκαπτει
ὁ δ ' ὡς ἐπ ' αὐτοῖς δὴ Κυκλωπίοισιν ὢν σκάπτει μοχλεύει θύρετρα κἀκβαλὼν σταθμὰ δάμαρτα καὶ παῖδ ' ἑνὶ
ἐν τῇ ὑπωρείᾳ πιναρὸς ὅλος καὶ αὐχμῶν καὶ ὑποδίφθερος ; σκάπτει δὲ οἶμαι ἐπικεκυφώς : λάλος ἅνθρωπος καὶ θρασύς .
5144406 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
5142115 πατρωϊος
μειλιχίοισι προσηύδα ποιμένα λαῶν : ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός : Οἰνεὺς γάρ ποτε δῖος ἀμύμονα Βελλεροφόντην
' ἐῢ εἰδῶ , ἠὲ νέον μεθέπεις , ἦ καὶ πατρώϊός ἐσσι ξεῖνος , ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ
5140328 ἀπολεμος
δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ
κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος :
5138269 βραδυτερος
αὐτὸς τῷ τῶν ἀκμαζόντων , πλὴν ἐπ ' ὀλίγον διαλλάττων βραδύτερος καὶ ἀραιότερος γεγονώς . τοῖς δὲ πρεσβύταις ἤδη τῷ
ἕτερόν τι προστίθησιν : εἰ γὰρ καὶ ἔλαττον ἀεὶ τῷ βραδύτερος ὑποκεῖσθαι , ἀλλ ' οὖν προστίθησί γέ τι .
5134888 περιεργος
μετὰ τῶν συνήθων , ὅπως μήτ ' ἀνελεύθερος γένηται μήτε περίεργος . τῶν δ ' ἐν Αἰγίνῃ μοι γενομένων μοριῶν
ἐναντίος ἐστὶν ὁ ῥητορικὸς λόγος πειθοῖ . πρῶτον μὲν γὰρ περίεργος καθέστηκεν , προσκόπτουσι δὲ οἱ πολλοὶ τῇ τοῦ λόγου
5124682 Μελης
στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτῃ ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος : ἐν δὲ
καὶ τὸ ἀρχαῖον ἐγένοντο . . . Ὁ γὰρ δὴ Μέλης οὗτοςοὐ γὰρ δὴ θέμις σιωπῇ παρελθεῖν γλῶσσαν τοσαύτην γεννήσανταἀνίσχει
5122282 συγχωρησον
ἐλθών : βάξιν νῦν εἴρηκε τὴν ὁμιλίαν : χωρισμοί : συγχώρησον : Ἀκραίας θεοῦ : τῆς ἐν τῇ ἀκροπόλει τιμωμένης
ἄγγελοι μετ ' αὐτοῦ εὐχόμενοι ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ λέγοντες : συγχώρησον αὐτῷ , ὁ πατὴρ τῶν ὅλων , ὅτι εἰκών
5117884 μορος
βάτραχον ἐξεδίκησεν . ὁμοίως κἀγώ , ἄνδρες , ἀποθανὼν ὑμῖν μόρος ἔσομαι : καὶ γὰρ Λύδιοι , Βαβυλώνιοι , καὶ
: καί μοι Γεργίθων τε φόνος μέλει ἀπτολεμίστων πισσήρων τε μόρος καὶ δένδρεον αἰεὶ ἀθαλλές . Κλέαρχος δὲ ἐν τετάρτῳ
5098284 ξεναι
αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσας . φησὶν οὖν ὅτι οὐ ξέναι καὶ ἀήθεις τοῦ σώματος αὐτοῦ μάστιγες καὶ πληγαὶ ἔσονται
ταύταις συμβεβηκότα ταῖς ἰδέαις : καὶ γὰρ αἱ γλωττηματικαὶ καὶ ξέναι καὶ πεποιημέναι λέξεις ἐν ταύταις μάλιστα ἐπιπολάζουσι , καὶ
5096670 ἑψομαι
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη
5073396 προσεχεται
: ᾗ μὲν γὰρ ἐκ τῶν νεφῶν σκότος γίνεται , προσέχεται τῇ ἀληθείᾳ καὶ ἴδιον τοῦ πράγματος ἐγένετο , ᾗ
ἔσοδοί εἰσι τοῖσι παιδίοισι μοῦνον τοῦ σώματος : τῇ μήτρῃ προσέχεται διὰ τουτέων , καὶ κοινωνεῖ τῶν ἐσιόντων : τὰ
5072814 ἠλεματον
καὶ εὐμενὴς ὁ πρευμενὴς , ἐκ τοῦ ἠλεὸν καὶ μάταιον ἠλέματον , ἐκ τοῦ γῆ καὶ πέδον γήπεδον , τὸ
εἰσκατέδυνεν . οἱ δέ μιν ἠΰτε γλαῦκα πέρι σπίζαι τερατοῦντο ἠλέματον δεικνύντες , ὁθούνεκεν ὀχλοάρεσκος . οὐ μέγα πρῆγμα ,
5066734 Τοξαρις
περιίδῃς ἀθέατον αὐτῶν ἀναστρέψοντα . Τοῦτο μέν , ἔφη ὁ Τόξαρις , ἥκιστα ἐρωτικὸν εἴρηκας , ἐπὶ τὰς θύρας αὐτὰς
τῶν αὐτοχθόνων ; οὕτω μετεπεποίητο ὑπὸ τοῦ χρόνου . Ἀλλὰ Τόξαρις Σκυθιστὶ προσειπὼν αὐτόν , Οὐ σύ , ἔφη ,
5065762 σκυθρωπος
καιρίαν ἐστέναζεν : ἄμπελος δ ' ἦν κατηφής , καὶ σκυθρωπὸς οἶνος , καὶ βότρυς ὥσπερ δακρύων , καὶ Βάκχος
ὅθεν καὶ ἐκ θαλάσσης λαμβάνει τὰς πλείους τῶν ὁμοιώσεων . σκυθρωπὸς δὲ καὶ σύννους καὶ αὐστηρὸς ἐφαίνετο καὶ μισογέλως ,
5065601 συστρεφομενος
διαχωρίζειΤάναϊς δὲ λέγεται διὰ τὸ τεταμένως ῥεῖν , ὅστις δὴ συστρεφόμενος ἐπὶ τὴν τῶν Σαυροματῶν γῆν σύρεται καὶ ἐπὶ τὴν
, λεῖος , λευκός , οὐ τραχὺς οὔτε θρομβοειδὴς οὔτε συστρεφόμενος ἐν τῷ διηθεῖσθαι ὡς κηρός , ἔν τε τῷ
5064606 βλεπους
: ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ φάρος εἶναι τοῦ βλέπους , ἤτοι τοῦ ὀφθαλμοῦ : βλὲψ γὰρ ὁ ὀφθαλμός
πατήρ ; ἔξειπ ' : ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα βλέπους ' , ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη . Τί
5056721 ὁμοτεχνος
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
5054316 ἐςτιν
| [ τοιούτωι ] [ ] , καθὸ ? ῥήτωρ ἐςτίν | , τὸ πολιτικῶι ? ? ? εἶναι |
| [ τοιούτωι ] [ ] , καθὸ ? ῥήτωρ ἐςτίν | , τὸ πολιτικῶι ? ? ? εἶναι |
5053998 ὑποπιμπλαμενος
εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν ὑπαλλάττων , γενειῶν , γενειάσκων , πώγωνος ὑποπιμπλάμενος , πωγωνίας , ὡς Κρατῖνος . προφερὴς δὲ λέγεται
τε καὶ λαμπρὸς ἦν , μεμηνέναι προσποιούμενος ἐνίοτε καὶ ἀφροῦ ὑποπιμπλάμενος τὸ στόμα : ῥᾳδίως δὲ τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῷ ,
5053169 ἀπιστω
γίγνεται , βοηθητέον ἡνίκ ' ἔξεστιν ; ἐγὼ δ ' ἀπιστῶ οὐδ ' ἐκείνῳ , τῷ μὴ οὐ καὶ μόνον
δὲ , Χαιρέα , κακῶς ἔχω . ἀλλ ' οὐκ ἀπιστῶ . διόπερ ἥκω παραλαβὼν σὲ πρὸς τὸ πρᾶγμα ,
5043856 μετετεθη
οὗ τῆς βασιλείας καταλυθείσης εἰς τοὺς ὑπάτους τὰ τῆς ἀρχῆς μετετέθη . , . . . ἣ δὲ τὸν πατέρα
τῶν ἄλλων στρατιωτῶν τοῖς πλείστοις , τὸ δὲ στρατόπεδον ἅπαν μετετέθη ταῖς διανοίαις καὶ πάντες ἀπέβλεπον πρὸς τὰς Εὐμενοῦς ἐλπίδας
5041075 ἐπιρρεοι
μὴ ἐπιλανθάνωμαι τῶν πρώτων , εἰ τὰ μετὰ ταῦτα πολλὰ ἐπιρρέοι . Σὺ τοῦτο , ὦ Ἀνάχαρσι , ταμιεύσῃ ἄμεινον
γένεσιν ἐπὶ τὰ μόρια φερόμενον συνίστησιν : εἰ δὲ μηδέποτε ἐπιρρέοι τοῦτο , δῆλον ὡς οὐδὲ τὰ πάθη συστήσεταί ποτε
5031288 κωμῳδειται
ἐνοσφίσατο πολλὰ τοῦ δημοσίου πράγματα , καὶ ὑπ ' ἄλλων κωμῳδεῖται . τοῦτο δὲ κομψὸν καὶ οὐ πάνυ οἰκεῖον δοκεῖ
ἔμελλε φωραθήσεσθαι καὶ δώσειν δίκην ὡς κεκλοφὼς τὰ δημόσια , κωμῳδεῖται ὑπὸ τῶν ποιητῶν . εἶχε δὲ οὗτος ὁ Πάμφιλος
5030796 ἀδαμαστος
: ἀμείλικτον : δμηθήτω : Ἀΐδης τοι ἀμείλικτος ἠδ ' ἀδάμαστος . ἐν Ἅιδου ἀδάμαντα ἀκουστέον τὸν στερρότατον . ταῦτα
εἰδέναι λέοντα ὑπὸ ἀνθρώπου χαλινοῦσθαι , ἵνα μὴ κακὸς καὶ ἀδάμαστος ᾖς . „ [ πολλάκις οὖν τέχνης λόγος τρέχει
5029959 διεφαινετο
ἡ δὲ ἰδέα τοῦ λόγου λάλος μᾶλλον ἢ ἐναγώνιος , διεφαίνετο δὲ αὐτῆς καὶ καθαρὰ ὀνόματα καὶ καινοπρεπὴς ἦχος .
τοὺς πασσάλους καταπηγνύντες τοὺς μὲν ἐς τὴν γῆν , ὅπου διεφαίνετο , τοὺς δὲ καὶ τῆς χιόνος ἐς τὰ μάλιστα
5026969 ἡσθην
δωδέκατος λόγος περιέχει ταῦτά ἐστιν . . . ̈ Χίοισιν ἥσθην ] καὶ τοῦτο ἀφ ' ἱστορίας ἔλαβεν . εὔχοντο
καὶ δεδόσθαι τινὰ ἀφορμὴν πρὸς τὸ χρῆσθαι τοῖς λόγοις , ἥσθην καὶ τούς τε ἡρπακότας ἐπαινῶ καὶ πάλιν τὴν σὴν
5021622 κορυδου
τε καὶ ἄγραπτος ἀληθῶς ἐγγραφὴ ἐστίν . Ἀετοῦ γῆρας , κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς κρείττων ἐστὶ νεάζοντος
Ἀδδηφάγον ἅρμα : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἀετοῦ γῆρας , κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου
5020786 ἡλκωμενης
τὰ δυσίατα τῶν ἑλκῶν τὰ μὲν διὰ τὴν δυσκρασίαν τῆς ἡλκωμένης σαρκός , τὰ δὲ διὰ τὸν ἐπιρρέοντα χυμὸν γίνεται
ῥέει ὥσπερ στραγγουρικοῖσι , καὶ ἔστιν ὕφαιμον οἷα τῆς κύστιος ἡλκωμένης ὑπὸ τοῦ λίθου , καὶ ἡ κύστις φλεγμαίνει :
5019793 ἠρασθην
. οὗτός σοι Λευκίππην ἀποδέδωκεν : εἰ γάρ σου μὴ ἠράσθην ἐγώ , εἰ γάρ σε μὴ ἐνταῦθα ἤγαγον ,
τὰ κάλλιστα , ἄλλων ἐρώντων καὶ ἀψύχων πολλάκις , αὐτὸς ἠράσθην γε , ἐν ᾧ ὅτι χρηστὸς ἦν , ἐλεύθερος
5007560 ἀοιδιμος
κακοῦ . Ὧδε μὲν δὴ Κικέρων , ἐπί τε λόγοις ἀοίδιμος ἐς ἔτι νῦν ἀνήρ , καὶ ὅτε ἦρχε τὴν
καθίσταται λόγῳ τὸ παρ ' ἐλπίδας . τοιγαροῦν Νέρωνος μὲν ἀοίδιμος ἡ πρὸς Μουσώνιον ἐπιείκεια , πρὸς Ἀλέξανδρον δὲ ὑπὲρ
5006682 ἑρμηνευει
θάνατον ἐκ θαλάττης ἐλθεῖν . ” ταῦτα ὁ Δάμις ὧδε ἑρμηνεύει : φυλάττεσθαι μὲν αὐτὸν τὴν αἰχμὴν τῆς τρυγόνος ,
τρίτη τῆς Περαίας , ἣν Ἀλέξανδρος ἐν τῷ Περὶ Συρίας ἑρμηνεύει ἀγαθήν . Ὠρωπὸς , πόλις Μακεδονίας . . .
5004665 συμπραττει
τοῖς οὖσι κατὰ τοῦτο μόνον ἐπαινῶν τὸ πλουτεῖν , ὅτι συμπράττει πρὸς ἐπίδειξιν φύσει γενναίᾳ . ταῦτ ' οὐδὲ τὸν
ἔργοις : ὁ δ ' ὑπὸ τοῦ φωτὸς ἑκατέρου θερμαινόμενος συμπράττει πρὸς πάντα τὰ τοιαῦτα . τὸ μὲν οὖν ἄρχεσθαι
5004136 συρφετωδης
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος
5001990 τλητον
ὧν αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν ; Οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν . Ἀλλὰ δῆτ ' ἰὼν πρὸς ἔρυμα Τρώων ,
τὸν ὄχλον : στέγει : ἀντὶ τοῦ ἔχει : οὐ τλητόν : ὃ οὔτε σιωπᾶν δύναμαι : μέγα γάρ ἐστιν
4993014 ἐξαπτομενος
ἄλλου σώματος : αὔξεται μὲν γὰρ ψύχων τοὺς πόδας , ἐξαπτόμενος ἐκ τοῦ θώρηκος , ἐς τὴν κεφαλὴν ἀναπέμπων τὴν
, ἔν τε τῷ ἡλίῳ τεθεὶς διαχεόμενος καὶ πρὸς λύχνον ἐξαπτόμενος , οὐ ζοφώδης τῇ φλογί . δολοῦσι δ '
4985016 ἀνεξικακιας
καρτερήσω , τούτου μὲν ἅπαντες καταγνώσονται : ἐμὲ δὲ τῆς ἀνεξικακίας θαυμάσουσι : καὶ ὅτι οὐχ ἅπαξ , οὐ δεύτερον
τὰ πλοῖα ὑπουργίας , ἐγὼ δὲ ἐκεῖνον σφόδρα ἐμεμψάμην τῆς ἀνεξικακίας , πειθόμενον ἐπιστολῶν μοι τῶν καθ ' ὑμῶν ,
4983180 μαλθακος
ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος
ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα
4980888 ποτιμος
. Συρεντῖνος δὲ ἀπὸ πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἄρχεται γίνεσθαι πότιμος : ὢν γὰρ ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρὸς μόλις πεπαίνεται
Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ὁ Λευκάδιος πάρεστι καὶ Μιλήσιος οἰνίσκος οὔπω πότιμος . Γύναι , ῥάφανόν με νομίσας ' εἰς ἐμὲ
4980401 εὐμεταβολος
παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης . δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ
, μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος . εἴρων ] φιλόκακος , εἰρωνευτής . , παίζων
4979564 διαῤῥοιαν
. Τιθύμαλλον δὲ νεμηθεῖσαι , τοῦ τε ὀποῦ γευσάμεναι , διάῤῥοιαν νοσοῦσι . διὸ δεῖ ἀφανίζειν καὶ ἐκτίλλειν τὸν ἐγγὺς
οὐ πέττεται , λοιπὸν διαφθειρόμενα ἐκταράσσει τὴν γαστέρα , καὶ διάῤῥοιαν ποιεῖ . καʹ . Μελαίνης χολῆς ἐς ὅμοιον αἱμοῤῥοΐδος
4978385 ὑπερογκος
λόγοι , πολιτικὸς μὲν ἥκιστά ἐστι , σεμνὸς δὲ καὶ ὑπέρογκος τοῖς τε ἄλλοις καὶ τῷ δι ' ἀποφάνσεων περαίνειν
Σωτίων ἐν Διαδοχαῖς . οὗτος ἐσθῆτί τε μαλακῇ ἐχρῆτο καὶ ὑπέρογκος ἦν τὸ σῶμα , ὥστ ' αὐτὸν ὑπὸ τῶν
4977180 ἐφεκτικος
δὲ κἀκεῖνο ἐπίστησον ἐνταῦθα , ὅτι ὁ Σωκράτης οὐκ ἔστιν ἐφεκτικός . κολακείαν . πᾶσα κολακεία ἐκ τριῶν τινῶν ὀφείλει
καὶ ζητῶν καὶ νοῶν ἐν τῇ σκεπτικῇ διαθέσει μένει ὁ ἐφεκτικός : ὅτι γὰρ τοῖς κατὰ φαντασίαν παθητικὴν ὑποπίπτουσιν αὐτῷ
4965947 τυπωμα
πολύ . | [ ἡμῖν δὲ μέθη ] ἐθρυλήθη καὶ τύπωμα ? ? Δαρείου | [ καὶ ἑταίρων ] ?
ἐντροπῆς , σεμνότητος . ἄγαλμ ' ] ὁμοίωμα . , τύπωμα , τίμια , ἔνδοξα ἀναπλήσσειν ) . ἀναπλάσειν ]
4962209 πεφυκα
τί σοι κακόν ἐστιν ἐνταῦθα ; οἷα λέγεις ; πέτεσθαι πέφυκα ὅπου θέλω , ὕπαιθρον διάγειν , ᾄδειν ὅταν θέλω
ἐξετείνοντο ἐπὶ συγκεκροτημένοις καὶ ὄγκον ἔχουσι μέλεσιν , ἀπὸ τοῦ πέφυκα παρακειμένου , ἐνεστὼς πεφύκω , ὡς ἀπὸ τοῦ δέδοικα
4960779 λουηται
τε ταῖς καταντλήσεσι καὶ ταῖς δεξαμεναῖς , ὅταν ὁ κάμνων λούηται . Εἰ δ ' ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ τῆς
οὐδαμῶς τοῦ [ μὴ ] σμᾶσθαι κάμνων οὐδείς , ὅταν λούηται , πλὴν εἰ ῥυπῶν ἢ κνησμώδης εἴη : χρῄζουσι
4959111 ἀπερυκων
. ἐπὶ μὲν οὖν τοῦ ἐνταυθοῖ ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο κύνας ἀπερύκων , ἐπὶ δὲ τοῦ ἐνταῦθα Σοφοκλῆς ἐν Ἠλέκτρᾳ ἐνταῦθα
ἐνταυθοῖ Ὅμηρος ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο σύας τε κύνας τ ' ἀπερύκων , ἐπὶ δὲ τοῦ ἐνταῦθα Σοφοκλῆς ἐν Ἠλέκτρᾳ ἐνταῦθα
4958846 κοιμησον
ἀλλὰ σύ πέρ μοι ἄναξ τόδε καρτερὸν ἕλκος ἄκεσσαι , κοίμησον δ ' ὀδύνας , δὸς δὲ κράτος , ὄφρ
φημ ' ἐπόψεσθαι μόρον . εὔφημον , ὦ τάλαινα , κοίμησον στόμα . ἀλλ ' οὔτι παιὼν τῷδ ' ἐπιστατεῖ
4950125 σμικρος
τὸ διάφραγμα ἢ περί τι τῶν ἄλλων μορίων , οὐ σμικρὸς ὁ κίνδυνος . εἰ γὰρ καὶ παραυτίκα δόξει παρηγορεῖν
παρὼν γένοιο ἂν ἀγαθόν τι τούτῳ μέγα , ἐμοῦ γὰρ σμικρὸς λόγος , εἰ ξυμβουλεύοιμι αὐτῷ μὴ κυβιστᾶν ἐς ὀρθὰ
4946704 ἀπομαραινει
Χρυσηίδι : τοῖς γὰρ ἐρῶσι τὸ μὲν τῆς ἐπιθυμίας τυχεῖν ἀπομαραίνει τὸ πάθος , τὸ δὲ σφάλλεσθαι παντελῶς ἐξάπτει τὸ
δὲ τοιαύτας διαφορὰς ἐπὶ πολὺ προβαίνειν οὐ συγχωρῶ καὶ βραχὺς ἀπομαραίνει μοι χρόνος . καὶ δῆτα θῶμεν δύσκολον εἶναί με
4946261 ψοφεει
ὄρνιθος , ὅτι τὸ πνεῦμα διερχόμενον προσκρούει ἐν αὐτῷ καὶ ψοφέει : ἢ ἐκ τοῦ κόλαξ , κόλος . ἕδρα
μέμυκε κάρτα , ἁθρόον δὲ διΐϲταται καὶ τὸν ξυνήθεα πτυϲμὸν ψοφέει . ϲπᾶται καὶ γλῶϲϲα : καὶ γὰρ ἥδε μῦϲ
4945956 γεγηρακως
' ἀνέσεως ἁπλῶς οὐκ ἄρρωστος , οὐ πεπηρωμένος , οὐ γεγηρακώς , οὐ γυναικὸς ἀσθένεια , πάντες δὲ πληγαῖς ἀναγκάζονται
καὶ φονῶντες , ἀκούσατε : γεωργός τις ἐπ ' ἀγροῦ γεγηρακώς , ἐπεὶ μηδέποτε εἰσῆλθεν εἰς ἄστυ , παρεκάλει τοὺς
4939245 Νεαρχου
Ἰνδικὴν λέγοντος , Ὀνησικρίτου δὲ τρίτον μέρος τῆς οἰκουμένης , Νεάρχου δὲ μηνῶν ὁδὸν τεττάρων τὴν διὰ τοῦ πεδίου ,
καὶ κατὰ τὰς ἐν ταῖς βασάνοις ἀνάγκας διερωτώμενος ὑπὸ τοῦ Νεάρχου τίνες ἦσαν οἱ συνειδότες , Ὤφελον γάρ , ἔφησεν
4937555 θαυμαζεται
Ἡρακλείδης δ ' ὁ Λέμβος ἱστορεῖ ὅτι κατὰ τὴν Σπάρτην θαυμάζεται μᾶλλον . . . ἀνὴρ ὁ κάλλιστος καὶ γυνὴ
, ἄλλα μυρία . πᾶς ὁ καθ ' ἑαυτὸν τεχνολογῶν θαυμάζεται , διακρινόμενος δὲ πρὸς ἑτέρους ἐλέγχεται ὑποβολιμαίαν σύνεσιν ἠμφιεσμένος
4937275 ἐπιχαρτον
γοῦν ἐν μὲν Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ ἔφη ἐν κωμήτισι καπηλοῖς ἐπίχαρτον , ἐν δὲ Λυσιστράτῃ πλὴν ἥ γ ' ἐμὴ
χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχους ' , ἀνάπαυε βοήν , ὡς ἐπίχαρτον τελέους ' ἀεκούσιον ἔργον . Αἴρετ ' , ὀπαδοί
4937030 μυσταξ
λεπτός : λεπτὸς ἐγένου , ὦ Αἰσχίνη , καὶ ὁ μύσταξ οὗτος πολὺς ὢν ἐκ τῶν φροντίδων οὐκ ἔτυχεν ἐπιμελείας
μεταλήψει τῆς τροφῆς . αἱ δὲ τρίχες τοῦ ἄνω χείλους μύσταξ καλοῦνται ἐκ τοῦ μεστοῦσθαι τριχῶν . Πώγων δέ ,
4935765 συνδρομος
νοήματά ἐστιν ὥσπερ ἀποκείμενα : ὅταν δὲ ἐνεργῇ , τότε σύνδρομος γίνεται τῷ νοουμένῳ καὶ εἰκότως ἑαυτὸν νοεῖ τηνικαῦτα :
σπινθῆρι περίρρυτα πάντα φυλάσσει . ἔνθεν πρωτογόνοιο νόου κρατέουσα θεμέθλων σύνδρομος ὑψιμέδοντος , ὅλου κόσμοιο τιθήνη , μουσοτόκος Σοφίη ,
4934594 φαινῃ
ἐὰν οὖν καθ ' ὑπόθεσιν στῇ ὁ ἥλιος ἤγουν ἀεὶ φαίνῃ , οὐκέτι κατ ' αὐτοὺς ἔσται ἥλιος . ἀλλ
ἐμπτύεσθαι χωρίον ἐπιτήδειον ; ταῦτ ' ἔφη πρὸς τὴν ἀπαιδευσίαν φαίνῃ λέγων ἡμῶν , ἀλλ ' οὐκ ἐξέσται σοι τοῦτο
4933523 ἀνοιγ
[ ! ! ! ! ! ] ; ὠή , ἄνοιγ ' ἄνωθεν . γραμματτάλαν [ ! ! ! !
ὅτι ἀρσενικῶς εἴρηκε τὸν τίγριν Ἄλεξις ἐν Πυραύνῳ οὕτως : ἄνοιγ ' , ἄνοιγε τὴν θύραν : ἐλάνθανον πάλαι περιπατῶν
4933242 ἐξεισι
τὸν Ἔρωτα . κἂν λύσηι δέ τις αὐτόν , οὐκ ἔξεισι , μενεῖ δέ : δουλεύειν δεδίδακται . Ἡδυμελὴς Ἀνακρέων
τηνικαῦτα καθῆραι τὸ σῶμα καὶ πιᾶναι : οὐ γὰρ πρότερον ἔξεισι τὰ ἔμβρυα σαπέντα , ἢν μὴ ἰσχυραὶ αἱ μῆτραι
4929545 ὠργισθη
συλλαβὼν δεσμίους εἰς Ῥώμην ἀπήγαγεν : ἐφ ' οἷς οὕτως ὠργίσθη καὶ ἠγανάκτησεν ἥ τε βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ,
ἐν στόματι ῥομφαίας . Καὶ ἤκουσεν ὁ πατήρ , καὶ ὠργίσθη , καὶ ἐλυπήθη , ὅτι κατεδέξαντο τὴν περιτομὴν καὶ
4928851 ἀποθοιτο
ἀγωνίζεσθαι ὅλως ἐβούλοντο , εἰ μὴ τὸ φάρμακον ἡ θεὸς ἀπόθοιτο πρότερον : οὕτω γὰρ ἐκεῖναι τὸν κεστὸν ἐπωνόμαζον .
ὡς ἀφέξονται τοῦ πολέμου , εἴ γε ἢ αὐτὸς Γωβάζης ἀπόθοιτο τὴν ἀρχὴν ἢ γοῦν τὸν παῖδα τῆς βασιλείας ἀφέλοιτο
4924458 ἀτημελητος
: κομεῖν μὲν γὰρ τὸ ἐπιμελεῖσθαί ἐστιν , ἣ δὲ ἀτημέλητος ἐν συμφοραῖς αὔξεται , θρίξ . [ ἐγὼ δέ
ἔτυχεν ἐπιμελείας , ἔτι τε ἡ κόμη σου αὐχμηρὰ καὶ ἀτημέλητος . ὁ πρίν , φησί , λεπτὸς μύσταξ διὰ
4924155 ἐφηβος
οὔτε οἰκέτης οἶνον ἔπινεν οὔτε γυνὴ ἐλευθέρα οὔτε τῶν ἐλευθέρων ἔφηβος μέχρι τριάκοντα ἐτῶν . ἄτοπος δὲ Ἀνακρέων ὁ πᾶσαν
εἴρηκεν : παῖδες , γέροντες , μειράκια , παλλάκια . ἔφηβος , ἄρτι ἐξ ἐφήβων : τοῦτον δὲ καὶ ἀφειμένον
4922979 ἀληθευεις
ὅτι εἰ τότε ἐψεύσω , πόθεν δῆλον , εἰ νῦν ἀληθεύεις ; εἰκὸς γὰρ καὶ νῦν ψεύδεσθαί σε . οὐ
ἠδυνάμην ἣν λέγεις σεαυτοῦ ἐσχάτην ἡμέραν αἰῶνα ποιῆσαι , ἐὰν ἀληθεύεις ὅτι Αἴσωπος ζῇ . ἐκεῖνον γὰρ τηρήσας ἐφύλαξας εἰς
4916393 ἰταμος
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ]
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ
4914762 βαρβαροισι
γὰρ τοῖσι Λυδοῖσι , σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῖσι ἄλλοισι βαρβάροισι , καὶ ἄνδρα ὀφθῆναι γυμνὸν ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει
διοσημίας τὰς κατὰ τὸν πόλεμον τὸν πελοποννησιακὸν Γ γενομένας . βαρβάροισι : εὐφυῶς πάλιν εἰς ὁμόνοιαν αὐτοὺς προτρεπόμενος Γ δείκνυσιν
4912653 πεπομφας
τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ ὕπαγε κἀκείνην λάβε , ᾗτινι τοσαῦτα πέπομφας μέρη . ” ὁ Ξάνθος λέγει “ οὐκ ἔλεγον
ἐναντίοις ἧτταν ἐπάγουσαι . Ἐπέστειλάς μοι , ὅτι πολλάκις πολλοὺς πέπομφας πρὸς ἡμᾶς τοὺς διαλεξομένους ὑπὲρ τοῦ γραφῆναί σοι τὰς
4908240 καθικετο
. ὃ δὲ ἀγανακτήσας ὁ Ἡρακλῆς τῷ πλήκτρῳ τοῦ Λίνου καθίκετο καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν . Σάτυρος ὁ αὐλητὴς Ἀρίστωνος τοῦ
χειμάζομαι , Σαρπηδόν ' , αἰχμὴ μὴ ' ξ Ἄρεως καθίκετο . κλέος ? γὰρ ἥκειν Ἑλλάδος λωτίσματα πάσης ?
4906706 πιθος
, . λείαν περιεϲύραντο ὡς Ὑπ . . , . πίθος ἢ πιθάκνη : Ὑπ . δὲ καὶ πιθάκνιον εἴρηκεν
, καὶ οὕτως ἡ εἰρήνη παραπώλετο . Γ καὶ Γ πίθος πληγεὶς Γ : τοῦτο λόγον οὐκ ἔχει , ἀλλ
4906492 πημοναις
ταῦτα ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ
Ζεῦ ποτε ] ἄρα ἐνέζευξας ] ἐνέβαλες ἁμαρτοῦσαν ] πταίσασαν πημοναῖς ] βλάβαις ἤγουν τοῖς δεσμοῖς ἔ ἔ ] τοῦτο
4905358 εὐρως
ἀλεύροις ἐν τῷ ἐσθίεσθαι τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ
[ – ] : μέλας δ ' ἐπερείεδετο ? [ εὐρὼς ] ὀφθαλμοῖς : Ἄιδόσδε [ δ ' ἀπήλυθε ]
4905155 ἀκαταπαυστος
ἐθαύμασεν . Ἐκπάγλου : καταπληκτικῆς . ἄσβεστος : διόλου , ἀκατάπαυστος . ὀρίνει : διεγείρει . Πάλλει : κινεῖ .
κἀκείνη τῆς ] ? μητρὸς ἐν τοσούτωιἠκολούθησεν [ ] ? ἀκατάπαυστος [ ] καὶ περιερρηγμένος [ καὶ οὐδαμῶς ] ϊεροπρεπής
4904703 ἀχρηματιας
ἐκεῖνος δὲ οὐκ αἰσχύνεται . λέγοντι δέ σοι περὶ τῆς ἀχρηματίας ἴσως μὲν οὐδεὶς ἀντερεῖ : εἰ δ ' οὖν
τιμαὶ βεβαιούσθωσαν : ὥστε μηδεὶς μοχθηρὸς ἄπορος ὑπείλλων καὶ ὑποστέλλων ἀχρηματίας οἴκτῳ τὸ δίκην δοῦναι παρακρουέσθω , δεδρακὼς οὐκ ἐλέου
4904257 θυννος
καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηὶ ἠθύμουν . ἐν τοσούτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ
τὰς τευθίδας καὶ τὰ παραπλήσια . πολὺς δὲ καὶ ὁ θύννος συνελαύνεται δεῦρο ἀπὸ τῆς ἄλλης τῆς ἔξωθεν παραλίας πίων
4902500 σκοτεινος
ἀπολύουσιν ἀπαγορεύοντες . Αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
ἀπολλύουσιν ἀπαγορεύοντες . αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
4901917 ἀσμενη
ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά
ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ
4898385 ξεινου
οἴκων ἄγκυρ ' ἔτ ' ἐμῶν τὴν χιονώδη Θρήικην κατέχει ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν . ἔσται τι νέον : ἥξει τι
“ κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης , τοῦδε περὶ ξείνου : ἦ γὰρ πρόσθεν μιν ὄπωπα . ἦ τοι
4895356 ταραττομενος
τὸ μὲν διώκων τὸ δὲ φεύγων , καὶ διὰ τοῦτο ταραττόμενος , οὐδέποτε εὐδαιμονήσει . ἤτοι γὰρ πᾶν ὃ διώκει
ταύρῳ λασίῳ τὸ μέγεθος . οὗτος οὖν ὅταν διώκηται , ταραττόμενος ἀφίησι πυρῶδες καὶ δριμὺ ἀποπάτημα , ὡς ἀκούω ,

Back