καρτερήσω , τούτου μὲν ἅπαντες καταγνώσονται : ἐμὲ δὲ τῆς ἀνεξικακίας θαυμάσουσι : καὶ ὅτι οὐχ ἅπαξ , οὐ δεύτερον | ||
τὰ πλοῖα ὑπουργίας , ἐγὼ δὲ ἐκεῖνον σφόδρα ἐμεμψάμην τῆς ἀνεξικακίας , πειθόμενον ἐπιστολῶν μοι τῶν καθ ' ὑμῶν , |
φυγών . ἐκράτει τοίνυν ὁ μὲν παρών , σὺ δὲ ἀπών . δῆλον τοίνυν ὅτι μέλει τοῖς θεοῖς τῶν ἐν | ||
οὐδὲν καινόν , εἰ ᾧ παρὼν ἔχαιρες , τούτῳ γράφεις ἀπών . ἀναμιμνήσκου γάρ , ὅπως ἑσπέρας ἡδίων ἐγίγνου προσιόντος |
τούτου δ ' ἀπειληφέναι τῇ ὑστεραίᾳ φάσκοντος , οὐκ ἐκωλυόμην συνθάπτειν , ἀλλὰ πάντα συνεποίουν : οὐχ ὅπως τοῦδε ἀναλίσκοντος | ||
ἀνακομιδὴ δὲ ἡ ἐκ τοῦ τάφου εἰς τάφον μετάθεσις . συνθάπτειν ] σὺν ἐμοί . θ συνθάπτειν ] σὺν τῷ |
ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων , κραιπαλῶν , παράφορος , λάλος , λῆρος , φλύαρος , κυλικηγορῶν . | ||
, λυττῶν κατά τε σῶμα καὶ ψυχήν : σπείρειν οὖν παράφορος ἅμα καὶ κακὸς ὁ μεθύων , ὥστ ' ἀνώμαλα |
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , | ||
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον |
καὶ ἐπ ' αὐτῷ χρυσίον εἰσπέμπεις . ἢ πέπαυσο τῆς ἀγερωχίας , καὶ τοῦ λάγνος εἶναι καὶ θηλυμανὴς ἀπόσχου , | ||
μωκωμένη με διατελεῖς . οὐ παύσῃ , τάλαινα , τῆς ἀγερωχίας ; ἐγώ σοι τὸν ἐραστὴν δείξω δεσπότην καὶ κάχρυς |
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω | ||
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη |
ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος : αἰὲν ἀλιτρός , ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς , ἀντὶ τοῦ τῆς ἐμῆς δυνάμεως καὶ προθέσεως κωλυτής | ||
μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι σχέτλιος , αἰὲν ἀλιτρός , ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς : οὐδέ τι τῶν μέμνηται , ὅ οἱ μάλα |
τῶν χρηστῶν ἔχει τιν ' ἐπιμέλειαν καὶ θεός . εὔπιστον ἀτυχῶν ἐστιν ἄνθρωπος φύσει . τὸν πλησίον γὰρ οἴεται μᾶλλον | ||
νομίζω τοῖς βεβιωμένοις αὐτῷ πρέπουσαν ἀποδώσειν χάριν , ἀλλ ' ἀτυχῶν ἔτι καὶ τῆς πατρίδος ἐστερημένος ὅμως ἀρκέσαι πειράσομαι . |
εἰς Ρ λῆγον ἐπιφερομένου δασέος ψιλοῦται : ἄρχω ἔρχομαι ὀρχός ὀρφανός . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσι τὸ : εἱρκτή εἱρχθῆναι . | ||
Τὰ διὰ τοῦ ΑΝΟΣ τριγενῆ ὀξύνεται : στεγανός πιθανός ἱκανός ὀρφανός . Τὰ διὰ τοῦ ΜΕΝΟΣ μετοχικὰ ὀξύνονται , εἰ |
ὅτι διπρόσωπόν ἐστι : τὸ δὲ πᾶν κακὴ πρᾶξις . Καίγε ἀγάπη οὖσα , πονηρία ἐστί , συγκρύπτουσα τὸ κακόν | ||
αὐτόν : καὶ Ἰεβλάε τὸν οἰκογενῆ αὐτοῦ σφόδρα αἰκίσαντο . Καίγε οὕτως ἐποίουν πάντας τοὺς ξένους , ἐν δυναστείᾳ ἁρπάζοντες |
ἐλπίσιν . Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις . Ἀμελοῦντα τοῦ ζῆν οὐκ | ||
ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις : ἐπὶ τῶν ἀχαρίστων . |
καὶ ὅλα φασὶ μέλη βρύκων ἂν καταπίοι . τούτων οὖν πεπληρωμένος καὶ τριῶν ἡμερῶν οὐκ ἐσθίει πολλάκις , ἔστ ' | ||
ὄντος . κεκονιμένος : οἷον σπουδάζων πάνυ καὶ σχεδὸν κόνεως πεπληρωμένος . . ὑπότριμμα : Ἀντὶ τοῦ δριμύ . οἱ |
καὶ διορίσαι τό τε τοῦ ἐπαινοῦντος ἔργον καὶ τὴν τοῦ κόλακος ὑπερβολήν . Ὁ μὲν οὖν κόλαξ ἅτε τῆς χρείας | ||
τοῖς συνοῦσι παρ ' ἑκατέρου . καὶ ἡ μὲν τοῦ κόλακος διαβάλλεται , ἐπαινεῖται δὲ ἡ τοῦ φίλου . ἔτι |
οἷ μ ' ἀτιμίας ἄγεις . Ἀτιμίας μὲν οὔ , προμηθίας δὲ σοῦ . Τῷ σῷ δικαίῳ δῆτ ' ἐπισπέσθαι | ||
. Γ ἐκ προνοίας ] ἐξεπίτηδες . Γ προνοίας ] προμηθίας . Γ αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξι : σὺν αὐταῖς ταῖς |
ἔξω ποιέει κατὰ μέσον τῆς γονῆς , ᾗ τὸ πνεῦμα ἔξεισιν : ὅταν δὲ ὁδὸς γένηται τῷ πνεύματι ἔξω θερμῷ | ||
περὶ τοὺς γεγεννηκότας τοιοῦτοι γίνονται . . ὁ πρεσβύτης σχετλιάζων ἔξεισιν ὡς ὑπὸ τοῦ παιδὸς τετυμμένος . δῆλον δέ , |
, σοφίας τε ὅστις ἑτέρῳ γίγνεται ξύμβουλος , ἣν αὐτὸς ᾕρηται , διαφεύγει δήπου τὸ μὴ οὐχ ἃ πέπεισται πείθειν | ||
ὅστις δὲ τὸν μὲν ἄλλον βίον οὕτω μέτριον καὶ κοινὸν ᾕρηται , ὥστ ' ἀπ ' αὐτοῦ τούτου μάλιστα γιγνώσκεσθαι |
διὰ ταῦτα πάσχει τὰ πονηρά . πᾶς οὖν ἄνθρωπος ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος οὕτως βασανίζεται , ὅτι ἔχοντες ζωὴν ἑαυτοὺς | ||
φησίν , καθὼς βούλει , ἵνα νοήσῃς αὐτά . ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος μίαν ἡμέραν καὶ πράσσων ἃ βούλεται πολλὴν |
τῷ Πλαταϊκῷ ὁ Ἰσοκράτης πρώτῃ κέχρηται τῇ ἀντιπαραστάσει . Καὶ βιάσεται ὁ διώκων : Κα - λῶς εἶπεν ἐπὶ τῆς | ||
οὐδὲ ἐπὶ τούτοις , οἷον μειράκιον καλλωπιζόμενον φεύγει πορνείας : βιάσεται ὁ διώκων μὴ ἐξεῖναι καλλωπίζεσθαι ἀνδράσιν , εἶτα ὅτι |
ἐδόκουν τοῖς ἄλλοις ἔχειν , ἀλλ ' οὐκ αὐτός γε ἐφαινόμην ἐμαυτῷ , δέος δέ με ἐξετάραττεν , ὡς περιστάντες | ||
παλαιᾶς βίβλου τὸ ἀληθὲς ἀπηκρίβωσα , κατ ' ἐκείνους παραληρῶν ἐφαινόμην : ἀλλ ' ἅπαξ καὶ δὶς τοῦτο παθὼν τῷ |
, λέγει γὰρ ὡς ἐπὶ τοῦ νέου πλουσίου , ὅτι ἠδύνω διὰ τοῦτο καὶ ἤθελες : γίνεται δὲ ταῦτα , | ||
ἠδυνάμην ὅλον ἔθνος , ὁ δὲ εἶπεν ὅτι πρεσβευτὴς ὢν ἠδύνω : τρόπου δὲ , οἷον πῶς , τὰ ψευδῆ |
μὴν ἱκανόν γε [ τὸ ] μέτρον κενώσεως ἡ τοιαύτη λειποψυχία πρὸ τοῦ δέοντος ἐνίοτε γινομένη , καθάπερ κἀξ αὐτοῦ | ||
ἀμφοῖν δὲ τούτοιν ἱδρὼς ὥσπερ εἴρηται πολλάκις . Ὅτι ἡ λειποψυχία στέρησις ἢ κατάψυξις τοῦ θερμοῦ περὶ τὸν ἀναπνευστικὸν τόπον |
πόλεσι δεῖν : πρῶτον μὲν σαυτὸν , εὖ ἴσθι , λανθάνεις αὐτὰς δή που τὰς λειτουργίας περικόπτων τῇ πόλει καὶ | ||
ἰσχυρὸν ἔχειν νομίζεις , ὅτι μὴ τοῖς νόμοις ἐγγέγραπται , λανθάνεις οὐδὲν ἧττον καὶ τά γε σὰ παιδικὰ ταύταις ὑποβάλλων |
σπονδὰς ποιεῖσθαι ψηφιεῖ : Τοῦτο εἰρηκυῖα ἡ γυνὴ ἄπεισι . ἀπολώλεκέ με : Ὁ ἀνὴρ ἀπελθούσης τῆς γυναικὸς ὀδύρεται . | ||
κατάρατος Ἀττικός , ἐξαρμονίους καμπὰς ποιῶν ἐν ταῖς στροφαῖς , ἀπολώλεκέ μ ' οὕτως , ὥστε τῆς ποιήσεως τῶν διθυράμβων |
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς | ||
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς |
τὴν ἀηδίαν συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν , διὸ καὶ ἐξετάθη . ἄκυλος : ὁ τῆς πρίνου καρπός . ὑῶν δ ' | ||
. οὐδ ' ἀκύλοις : ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις : ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός . αἱ μὲν γὰρ |
λυπῶ . ποῖός τις : πῶς , φησίν , οὐκ ἀργότερος ἔσῃ προϊούσης τῆς ἡμέρας , ὁπότε νῦν ἀρχόμενος τῆς | ||
. νυνὶ δὲ τὰ προσήκοντα τῇ ἀρχῇ πρᾶττε , μὴ ἀργότερος τοῖς ὑπηκόοις δόξῃς . „ Ὁ δὲ Εὐφράτης ” |
τὰς ἑξῆς : ὧν εἰσιν ἔσχαται πρὸς δύσιν Πύλος καὶ Κυπαρισσία , μέση δὲ τούτων Ἔρανα , ἣν οὐκ εὖ | ||
, ἥ τις Ἔραννα ἐκαλεῖτο . τὸ ἐθνικὸν Κυπαρισσεύς καὶ Κυπαρισσία ἡ Ἀθηνᾶ . Κυπαρισσήεις , πόλις τῆς Μεσσηνίας . |
δή ς ' ἐρωτῶ . Τοῦ κασιγνήτου τί φῄς , ἥξοντος ἢ μέλλοντος ; εἰδέναι θέλω . Φησίν γε : | ||
ὥραις : τοῦ μέλλοντος ἔτους , τοῦ εἰσιόντος , τοῦ ἥξοντος , τοῦ ἀφιξομένου , τοῦ προσιόντος , νέωτα , |
] παρεκίνησε . διήγησις . ἄγροικος κυρίως ὁ ἰδιώτης , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ οἰκῶν . οἱ Ἀττικοὶ | ||
δώδεκα κυάθους , ἕως κατέσεισε φιλοτιμούμενος . Ἐγὼ δ ' ἀγροῖκος , ἐργάτης , σκυθρός , πικρός , φειδωλός . |
καὶ ἰῶ τἀμά , εἴτ ' αὐτός τι ἁμαρτάνοις , ἀνέχου διδάσκοντος . „ κἀκεῖνον μέν , ὥσπερ οἱ καταψῶντες | ||
προστίθει , ἀποστερούμενος μὴ δικάζου , μισούμενος ἀγάπα , βιαζόμενος ἀνέχου , βλασφημούμενος παρακάλει , νεκρώθητι τῇ ἁμαρτίᾳ , σταυρώθητι |
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν | ||
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς |
λιταῖς καὶ δεήσεσι , σπλαγχνίσθητι ὡς συμπαθής , οἴκτειρον ὡς μακρόθυμος , ἐλέησον ὡς φιλάνθρωπος καὶ συγχώρησόν μοι ὅσα σοι | ||
πραΰς , ἐπεὶ οἱ πραεῖς κληρονομήσουσι τὴν γῆν . Γίνου μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων καὶ ἄκακος καὶ ἡσύχιος καὶ ἀγαθὸς καὶ |
ἢ ἐγέλασα ; Εὖ γε , τὸ μὴ χαλεπῶς μηδὲ ἀγρίως : συγγνωστὸς γάρ , εἰ καλόν σε οὕτως ὄντα | ||
ὑπ ' ἀλλήλων οἱ ἀδελφοί . οὕτως ] ὠμῶς , ἀγρίως καὶ ἀπηνῶς : τὸ δὲ οὕτως αὐτὸ καθ ' |
Πομφόλυξ ἀρίστη ἐστὶν ἡ Κυπρία , ἐν δὲ τῷ ὄξει φυραθεῖσα ἀποφορὰν ἔχει χαλκοῦ , χρόαν δ ' ἰάζουσαν ποσῶς | ||
ἐν αὐτῇ μένοι , ταραχὴν ἐργάζεται μᾶλλόν τε διαχωρεῖ κάτω φυραθεῖσα καὶ τριφθεῖσα μέχρι πλείονος : εἰ δὲ καὶ μέλι |
τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
νῦν , μικρὰ πρόφασις καὶ τὸ τυχὸν πταῖσμα ταχέως αὐτὰ διέσεισε καὶ κατέλυσεν . καὶ πολλάκις εὑρίσκω λογιζόμενος οὐ μόνον | ||
πλοῖα τῶν Ῥοδίων ἐνέβαλε , τοῖς δὲ πετροβόλοις τὰ τείχη διέσεισε , τοῖς δ ' ὀξυβελέσι τὰ φαινόμενα τῶν σωμάτων |
κρεῖσσόν ἐστ ' ἢ ζῆν κακῶς ; τρόπος δὲ χρηστὸς ἀσφαλέστερος νόμου : τὸν μὲν γὰρ οὐδεὶς ἂν διαστρέψαι ποτὲ | ||
καθ ' ὑμῶν . οὕτω μὲν γὰρ εἰκασία γέγονεν καὶ ἀσφαλέστερος ὁ λόγος , ἐκείνως δὲ μεταφορὰ καὶ κινδυνωδέστερος . |
πρὸς ἰδέαν βελτίονα . ὁ δὲ Χάλεβ καὶ αὐτὸς ὅλος ἀλλάττεται : ” ἐγένετο ” γάρ φησι „ πνεῦμα ἕτερον | ||
τοῖς σοῖς αἰγιαλοῖς προσορμίζεται : ἑτέρωθεν πορθμὸς θλιβόμενος ποταμοῦ φύσιν ἀλλάττεται , ὥσπερ στενούμενος , ἵνα σοι δι ' ἑαυτοῦ |
, σε Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύσαντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ , ὅτε ἑώρας τοῦτον μὲν φιλοσοφίας ἐρῶντα , ἐκεῖνον δὲ χρημάτων δεόμενον | ||
ἄν σοι τεκμήριον ὅτι μοχθηροί εἰσι τούτων διδάσκαλοι , εἰ ἑώρας αὐτοὺς διαφερομένους ; Ἔμοιγε . Τί δὲ δή ; |
ΑΒΓΔ περὶ κέντρον τὸ Ε καὶ διάμετρος αὐτοῦ ἡ ΑΕΓ ἐκβεβλημένη ἐπὶ τὸ Ζ κέντρον τοῦ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων | ||
περινοστεῖ τὸ δωμάτιον εὐχομένη , στένουσα καὶ τῶν φρενῶν πως ἐκβεβλημένη , μέχρις ἄν τις αὐτῇ λελῦσθαι τὰς ὠδῖνας ἔνδοθεν |
τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως | ||
' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους , |
πάντα ὁμοίῳ σοι . Ἀλλ ' ἐγὼ τὰ χαμόθεν οὐκ ἀγαπῶ , ἀλλὰ τὸν ἄνωθεν ἐπιζητῶ χαρακτῆρα , κἀκεῖθεν ἐσπούδακα | ||
Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , οἰκείως ἔχω πρὸς αὐτόν |
τοῦτον ἠγάπησεν ὁ Ἀπόλλων σφόδρα ὥστε καὶ συγγυμνάζεσθαι αὐτῷ καὶ συμπαίζειν . δισκευόντων οὖν αὐτῶν ποτε λαβὼν ὁ Ἀπόλλων τὸν | ||
συνέρπειν καὶ πρὸς τὸ συμψελλίζειν ; ὄνῳ δὲ τίς προθυμεῖται συμπαίζειν ἢ συνογκᾶσθαι ; καὶ γὰρ εἰ μικρόν , ὅμως |
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
παιδὸς βοῶντος : „ δεῦτε , λύκος „ οὐκέτι τις πεπίστευκε προσδραμεῖν αὐτῷ καὶ βοηθῆσαι . ὁ δὲ λύκος εὑρηκὼς | ||
ἐκείνοις πεπιστευκὼς ἀπιστεῖ θεῷ , ὁ δ ' ἀπιστῶν ἐκείνοις πεπίστευκε θεῷ . ἀλλ ' οὐ μόνον τὴν πρὸς τὸ |
λόγοι , πολιτικὸς μὲν ἥκιστά ἐστι , σεμνὸς δὲ καὶ ὑπέρογκος τοῖς τε ἄλλοις καὶ τῷ δι ' ἀποφάνσεων περαίνειν | ||
Σωτίων ἐν Διαδοχαῖς . οὗτος ἐσθῆτί τε μαλακῇ ἐχρῆτο καὶ ὑπέρογκος ἦν τὸ σῶμα , ὥστ ' αὐτὸν ὑπὸ τῶν |
παρασκευήν . Ἀφικέσθην δὲ πρὸς αὐτὸν ἄμφω , ὅ τε πορφυρογέννητος Κωνστάντιος καὶ ὁ Κομνηνὸς Ἀλέξιος , ὁ μὲν πρὸ | ||
καίσαρος : ὅ τε μὴν τοῦ κρατοῦντος αὐτάδελφος , ὁ πορφυρογέννητος Κωνστάντιος , σφόδρα φιλῶν τὸν γενναῖον Ἀλέξιον , οὐ |
' ἔχρῃζεν οὐ γνωσοίατο . Τοιαῦτ ' ἐφυμνῶν πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ ἤρασς ' ἐπαίρων βλέφαρα : φοίνιαι δ ' | ||
ἐπὶ τοῖς ἄμβωσιν ἄνω πέντε κέλητας πεντεσκάλμους , περιαγγέλλειν τε κοὐχ ὑποκαίειν Λυκίων πρυτάνεις : ψυχρὸν τουτί : παύου φυσῶν |
δείσας μὴ ἁλώῃ ὁ διαπεφευγὼς ἤδη γεγωνοτέρᾳ ἐκέχρητο ἐν ταῖς ἀποκρίσεσι τῇ φωνῇ : αἰσθόμενοι δὲ τῆς ταραχῆς οἱ ἔξω | ||
πειράσεσθαι τοῖς ὅπλοις διαγωνίζεσθαι πρὸς αὐτόν . ἀκολούθως δὲ ταῖς ἀποκρίσεσι τὰς πόλεις ἀσφαλισάμενος μέρος τῆς δυνάμεως ἐξέπεμψε καὶ στρατηγὸν |
κἀμοὶ γὰρ οὐδὲν ἧττον : κἀγὼ γάρ σοι οὐδὲν ἧττον συναλγῶ : ἀλλ ' οὐ σιωπῆς , βουλῆς δὲ μᾶλλον | ||
Κίλικα δεικνύων ; Ἐγώ σε φιλῶ μὲν ὡς μαθητήν , συναλγῶ δ ' ὡς ὀρφανῷ καὶ ἀδικουμένῳ καὶ ἀμελοῦντι παιδείας |
Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς , | ||
ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ] |
ἐνεστῶτος [ ] γὰρ φήτ ἀργήλιος ἀπὸ τοῦ φη [ χρῄζω ] σὺν τῷ ι ἐπὶ τοῦ δεομένου [ ] | ||
' ἔρωμαι : δέδοικα δὲ μὴ , ὅπως ἔρωμαι ἃ χρῄζω , [ καὶ ] δάκω σοῦ τὴν φρένα : |
ταῖς τῶν ψυχῶν καρτερίαις ὑπομένοντες πολυχρόνιον ἔχουσι τὴν ταλαιπωρίαν : αἱρετώτερος γὰρ αὐτοῖς ὁ θάνατός ἐστι τοῦ ζῆν διὰ τὸ | ||
εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας ζόης πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος : τὸ μὴ γενέσθαι δ ' ἐστὶν ἢ πεφυκέναι |
Ὀρέστης , ὥς σφε τερφθείης ἰδών , χρόνον παλαιὸν δωμάτων ἔκδημος ὤν . ἀλλ ' ὡς μακρὰν ἔτεινον , εὔρυτον | ||
ἔσται καὶ πλούσιος καὶ ἀρχοντικὸς καὶ ἐπ ' ἐλπίσι χρησταῖς ἔκδημος καὶ βασιλικαῖς δωρεαῖς τε καὶ τιμαῖς , καὶ γυναικὶ |
συμφορὰς οἰκτίρομεν , κόρη Κρέοντος , ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους οἴχηι γάμων ἕκατι τῶν Ἰάσονος . ] φίλαι , δέδοκται | ||
. σὺ δ ' ἐν ἥβαι νέαι νέου προθανοῦσα φωτὸς οἴχηι . τοιαύτας εἴη μοι κῦρσαι συνδυάδος φιλίας ἀλόχου : |
' ἄν , ἐκεῖνα προειρηκώς , ὁ αὐτὸς ἀνὴρ μὴ διαφθαρεὶς ἐτόλμησεν εἰπεῖν ; τί δ ' ; ἔσθ ' | ||
τις εὖ ζῇ , τηνικαῦτα τὸν βίον σκοπεῖν μάλιστα μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ . Οἴκτιρ ' , ἄναξ : πολλῶν ἔλε |
τε φωσφόρου λύχνου σέλας . τελέως μ ' ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπός , ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , | ||
γὰρ πηγὴν ἀνεύρηκα τοῦ μεγάλου τολμήματος , καὶ οὗτος ὁ κατάρατος ἄνθρωπος ἐπίσταται γυναῖκα μιαρὰν συμπράξασαν τῷ φόνῳ . ” |
μου τὴν μόνην ξυνωρίδα . Πῶς εἶπας ; Οἷά περ πέπονθ ' ἀκήκοας . Οὔκουν τις ὡς τάχιστα προσπόλων μολὼν | ||
με περιελαύνεις . Οὔκ , ἀλλ ' ὅπερ πίνων ἀνὴρ πέπονθ ' ὅταν χεσείῃ , τοῖσιν τρόποις τοῖς σοῖσιν ὥσπερ |
δυστυχής : “ εἶπε , ” πηλίκον κίνδυνον ὀβολοῦ διαφυγεῖν ἐδύνασο . “ κρεῖττον ἔλεγε , καθά φησιν Ἑκάτων ἐν | ||
καὶ ἀσθενὴς ἄτεκνός τε προσέτι ἥδεσθαι τοῖς ἐν τῷ βίῳ ἐδύνασο . Τὸ μὲν πρῶτον ἅπαντα ἐδυνάμην : ἔτι καὶ |
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν | ||
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει |
γ ' ἡ Πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμι διατεταγμένος . Ἀλλὰ τί λέγεις , φιλόσοφε ; καλεῖ σε | ||
γ ' ἡ πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμι διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γε κἂν ὀκνῶ : κἂν μὴ |
τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ ὕπαγε κἀκείνην λάβε , ᾗτινι τοσαῦτα πέπομφας μέρη . ” ὁ Ξάνθος λέγει “ οὐκ ἔλεγον | ||
ἐναντίοις ἧτταν ἐπάγουσαι . Ἐπέστειλάς μοι , ὅτι πολλάκις πολλοὺς πέπομφας πρὸς ἡμᾶς τοὺς διαλεξομένους ὑπὲρ τοῦ γραφῆναί σοι τὰς |
πάντα τῷ αὐτῷ παρεῖναι κἂν καθ ' ὑπόθεσιν παρῇ , ἀφόρητος ἔσται ἡ κακία . καλεῖται μὲν οὖν ἡ κακία | ||
οὐ δυνάμενα κατασχεθῆναι . Αἰσχύλος Σεμέληι . ‖ ἄστεκτος : ἀφόρητος , ἀβάστακτος . ‖ ἀστέκτως : ἀνυπομονήτως , ἀνυποστάτως |
τι ὀργίλος ἐστίν , μή τι μηνιτής , μή τι μεμψίμοιρος ; ἂν αὐτῷ φανῇ , πατάσσει τὰς κεφαλὰς τῶν | ||
τὰ περὶ τῆς Ἀρτέμιδός σοι πιθανὰ ἔδοξεν , ὡς ἐκείνη μεμψίμοιρος οὖσα ἠγανάκτησεν οὐ κληθεῖσα ἐφ ' ἑστίασιν ὑπὸ τοῦ |
οἱ γονεῖς οἱ γέροντες ἔρρανται καὶ βρέχονται καὶ βέβληνται τοῖς δάκρυσιν ὀδυρόμενοι τὰ ἐκ τοῦ δαίμονος καὶ τῆς τύχης αὐτοῖς | ||
λέγοιτ ' ἂν οὐδενὶ ἄλλῳ τοσοῦτον χαιρούσης ὅσον ὀδυρμοῖς καὶ δάκρυσιν , ὃν ὀδυρμὸν καὶ παιᾶνα καλεῖ Αἵδου . . |
τῶν προσπιπτόντων φόρτον πληγῶν . ἤτοι τοῖς τοῦ στεφάνου περιθέμασι στερισκόμενος : ἢ ἵνα μᾶλλον ἀλγῇς δεχόμενος τὰς τῶν πληγῶν | ||
δάκρυ , νῆις δὲ καὶ ἄπειρός ἐστι καὶ τητώμενος καὶ στερισκόμενος ἀμφοῖν ἤτοι γέλωτος καὶ δακρύου ὁ Θρήκης ἔκ ποτ |
, ὦ φλήναφε : σαπρὸς γὰρ ἦν , σὺ δὲ μικρολόγος τις οὐ θέλων καινὸν πρίασθαι . οὐκ ἀδελφός , | ||
μηχανορράφος : ἐπινοητὴς κακῶν . κατασκευαστής . . , . μικρολόγος : σκνιπός , φειδωλός . . . , . |
λείπει τὸ ἐμποδισθεὶς ὑπὸ ἀσκαλαβώτου ὁ Σωκράτης . ὑπ ' ἀσκαλαβώτου : ὥσπερ σαῦρά ἐστιν ὁ ἀσκαλαβώτης : λέγεται δὲ | ||
σὺ φθέγματα παντὸς τρόπου μυός , γαλῆς , μυογάλου , ἀσκαλαβώτου γένη σίλφης , ἁπάσης σφηκὸς καὶ μελίσσης παντοίας . |
τὸ διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων τὸ μὴ ἀποχειροτονηθῆναι αὐτὸν οἰκονομήσεις : εἶτα ἐρεῖς : ὅτι , ἀλλ ' ἐπειδὴ | ||
Ὅτε χρυσὸν ἔλαβες , ὀφείλεις οἰκονομῆσαι , καὶ εἰ προσεχῶς οἰκονομήσεις , τὸν χρυσὸν ἕξεις . Καὶ μὴ ὑπολάβῃς , |
σάρξ , ἐν ᾗ κατῴκησε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον , ἐδούλευσε τῷ πνεύματι καλῶς ἐν σεμνότητι καὶ ἁγνείᾳ πορευθεῖσα , | ||
ἐλέγχοντος τὴν δόξαν . Ἦν δὲ Θρᾷσσα τὸ γένος : ἐδούλευσε δὲ σὺν Αἰσώπῳ Ἰάδμονι Μυτιληναίῳ , ἐλυτρώσατο δὲ αὐτὴν |
πρέσβεις τε ἀπέστελλον σφῶν ἐς τὴν Λακεδαίμονα καὶ τὴν ὁμολογίαν προυθυμοῦντο καὶ τὸ ἐν τῇ Ἠετιωνείᾳ καλουμένῃ τεῖχος ἐποιοῦντο , | ||
πάνθ ' ὅσα ἐξ ὧν τότε ἐκείνους τινὲς εὐηργετήκασι καὶ προυθυμοῦντο πάσχοντες ἢ δρῶντες ὑπὲρ αὐτῶν συνήχθη χρήσιμα καὶ μεγάλα |
δ ' αὖτε κακῶς βεβρώσεται . ἀπὸ τοῦ βρῶ βρώσω βέβρωκα , ὁ παθητικὸς βέβρωμαι , τὸ δεύτερον βέβρωσαι καὶ | ||
ἀπωμάστῳ καὶ τῷ λίπει πνιγόμενος ἐκπνέων τ ' ἤδη “ βέβρωκα ” φησί “ καὶ πέπωκα καὶ πάσης τρυφῆς πέπλησμαι |
Ἐνδυμίωνος ἠράσθη ἡ Σελήνη κατὰ τὸ Λάτμιον ὄρος τῆς Καρίας κυνηγετοῦντος . φιλοκύνηγος δὲ ὢν ἡμέρας ὕπνωττε , κατὰ τὰς | ||
' Ἠριφανίδος , γράφων οὕτως : Ἠριφανὶς ἡ μελοποιὸς Μενάλκου κυνηγετοῦντος ἐρασθεῖσα ἐθήρευεν μεταθέουσα ταῖς ἐπιθυμίαις . φοιτῶσα γὰρ καὶ |
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ||
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε |
ἡμῖν δώσουσιν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος ἀντὶ τοῦ ἐναγής . ποτιτρόπαιος ] ἐναγής . τὸ μὲν πρῶτον πρὸς πάσας ὁ | ||
καὶ φονεύσας . ὑπαί τε γᾶν ] ὑπὸ γῆν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος , ἱκέτης . χωρεῖτε ] τὸ μὲν |
εὐπορώτερον ἢ βελτίω δείξας . καὶ γὰρ εἰ καὶ νεώτερος Ἐλπιδίου , σὺ γέγονας τῶν γε καλῶν τούτων Ἐλπιδίῳ διδάσκαλος | ||
ἀνάμνησον τῶν ὑποσχέσεων , ἃς ἐποιοῦ πρὸς ἡμᾶς περὶ τῶν Ἐλπιδίου πραγμάτων , μᾶλλον δέ , καὶ μεμνη - μένος |
εἰς ἀριθμὸν τῶν προειρημένων . δοκίμιον οὖν τοῦτο ἐνεργοῦς καὶ ἀπράκτου φαρμάκου : φάρμακον ὑπήλατον , ἢ ἐμετήριον , ἢ | ||
πονηρὸν δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ ἀπιέναι μετ ' αἰσχύνης τῆς ἀπράκτου ἀναχωρήσεως ἐφαίνετο εἶναι καὶ τὸ μένειν οὐδενός σφισι χωροῦντος |
. Ἑρμηνεία . Κἂν πλούσιος γέγονας καὶ περίβλεπτος , Πενίας μνημόνευε τῆς σῆς συντρόφου . Κλείσωμεν τὴν θύραν , τὴν | ||
† ὅπως ἀρέσῃς μᾶλλον αὐτῷ , καὶ ὅταν πλουτήσῃς ἐμοῦ μνημόνευε . ” Καλλιρόη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησεν , |
, καὶ ἄλλως , Ἀπολλώνιε , μεστόν σε ὁρῶ τῆς μνημοσύνης , ἣν ἡμεῖς μάλιστα θεῶν ἀγαπῶμεν . ” „ | ||
ἀποδοκιμάζουσα ὅμως ἐμπίπλης τῶν ὑπὲρ αὐτῆς ξυγγραμμάτων τὰ ταμιεῖα τῆς μνημοσύνης ; καὶ διδάσκεις μὲν ὡς ἐπωφελῆ καὶ χρειώδη , |
σὺ δὲ πάντας δημιουργοὺς ὁμοίως καλῶν οὐκ ἂν σφαλείης . Ἄγαμαι . ἀποδέχομαι , θαυμάζω ἄγαν . Ἀγανακτεῖν , στένειν | ||
καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγοράζειν , . , . . . Ἄγαμαι : ἄγαμαι αὐτοῦ . καὶ τοῦτο μᾶλλον οὕτω συντάσσουσι |
ῥήτωρ ἐπιφανὴς γεγένηται Ξενοκλῆς , τοῦ μὲν Ἀσιανοῦ χαρακτῆρος , ἀγωνιστὴς δὲ εἴ τις ἄλλος καὶ εἰρηκὼς ὑπὲρ τῆς Ἀσίας | ||
εἰπὼν ὅτι πολλὰ μαθεῖν αὐτὸς ἔτι δέομαι , καὶ μᾶλλον ἀγωνιστὴς προῄρημαι τῶν πολιτικῶν ἢ διδάσκαλος εἶναι τῶν ἄλλων . |
τύχαις ταῖς οἴκοθεν ἤλγουν μὲν ἤλγουν , συμφορὰς δ ' ἠνειχόμην , σῶν δὲ στερηθεὶς ὠιχόμην ἄκων γάμων . νῦν | ||
ἦν , ἀλλὰ φάρμακον ὥσπερ ψυχῆς νοσούσης . περιβαλλούσης οὖν ἠνειχόμην καὶ περιπλεκομένης πρὸς τὰς περιπλοκὰς οὐκ ἀντέλεγον : καὶ |
φέρεσθαι , τοσοῦτόν μοι παρεδίδου : ἐγώ τε νῦν οὐδενὶ φθονῶ , ἀλλὰ πᾶσι τοῖς φίλοις καὶ ἐπιδεικνύω τὴν ἀφθονίαν | ||
αὐτοὶ νομίζετε : εἰ δ ' ὁμοίους τινάς , οὐ φθονῶ , βουλοίμην δ ' ἄν , εἴπερ ὑμεῖς δικαίως |
καὶ Δημοσθένης ἐν τῷ Περὶ τοῦ στεφάνου ὡς ἰταμοῦ καὶ ἀναισχύντου ῥήτορος καθαπτόμενος Αἰσχίνου ” περίτριμμα ἀγορᾶς “ αὐτὸν καλεῖ | ||
σφοδρᾶς . ἐὰν μὲν διὰ τῆς διφθόγγου γράφηται , τῆς ἀναισχύντου λέγει : ἂν δὲ διὰ τοῦ ε , ὅπερ |
καὶ θρυπτομένη . θνησείδιον : μᾶλλον ῥητέον ἢ κενέβριον . ἰσῆλιξ : καινότερον τοῦ ἡλικιώτης . ἰδιάζειν : ἴδιον πρᾶγμα | ||
ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , ὁμόσπονδος , ὁμωρόφιος , ὁμῆλιξ , ἰσῆλιξ . καὶ ἐχρῆτό μοι , καὶ ἐχρώμην αὐτῷ : |
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
δ ' ἐστὶν ἴαμα ἡ πόα , τά τε ἐξηρασμένα τραχέως ἀπὸ τῆς τῶν ὀξέων χυμῶν ὁμιλίας λεαίνουσά τε καὶ | ||
ἢ τὴν φωνὴν σκώπτει τοῦ Κλέωνος ὅτι ταχέως ἐφθέγγετο ἢ τραχέως , ἢ πρὸς τὴν ἀπειλὴν ἣν ἠπείλησεν εἰπὼν συνταράξειν |
: τοιαῦτ ' ἄειδε καὶ δόξεις φρονεῖν , σκάπτων , ἀρῶν γῆν , ποιμνίοις ἐπιστατῶν , ἄλλοις τὰ κομψὰ ταῦτ | ||
βλάβος . „ οὐδὲ ἡ ἰσχύς μου ἐξέλιπεν ἀπὸ τῶν ἀρῶν ἃς ἐτίθεντό μοι „ , δυνάμει δὲ κραταιοτάτῃ τῶν |
, ἐν μεθορίῳ στήσαντες αὐτάς , ἐπειδὴ τό τε ὑπέραυχον ἀλαζονείας γέμον πολλῆς | κακὸν καὶ τὸ ταπεινοῦ καὶ ἀφανοῦς | ||
ἐπιμέλειαν καὶ θερα - πείαν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς , μακρὰν ἀλαζονείας καὶ ἀπάτης καὶ τρυφῆς , εὐτέλειάν τε καὶ σωφροσύνηνκαὶ |
ἔχει πολλῶν ὄντων τῶν κωλυόντων ἔχειν . Καὶ θαυμαζόμενος καὶ φιλούμενος ἦλθε , δι ' ὅσων ἦλθεν ἐθνῶν , ὁ | ||
ὃ παρὰ σοὶ μέγα , συμφοιτητὴς ἐμὸς Ἱερώνυμος φιλῶν καὶ φιλούμενος ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν λόγων . ἔπειθ ' οὕτως |
κατορυγῆναι δούλῳ μὲν οὐκ ὄντι ἐν πίστει ἐλευθερίαν προαγορεύει : ἀδέσποτος γὰρ ὁ ἀποθανὼν καὶ πέπαυται κάμνων καὶ ὑπηρετῶν : | ||
γένοιτο ; καὶ Ληκυθίων φιλοσοφεῖ . Ὁ τρίτος δὲ οὗτος ἀδέσποτος ὑμῖν ἐστιν ; Οὐδαμῶς , ἀλλ ' ὁ δεσπότης |
μεταπείθοντι . ἵνα ἄλλον νοήσωμεν προσερχόμενον τῷ μουσικῷ χάριν τινὸς δεήσεως καὶ ὧν λέγει , ἵνα μὴ πεισθῇ τῷ προσιόντι | ||
μάλιστα , ὁ αὐτὸς δὲ λόγος καὶ περὶ θωπείας καὶ δεήσεως καὶ λιτανείας καὶ πάντων τῶν τοιούτων . Διονύσιος γοῦν |
Νείλου τὴν ῥύσιν ποιουμένου , καὶ γῆν πολλὴν καὶ παντοδαπὴν καταφέροντος , ἔτι δὲ κατὰ τοὺς κοίλους τόπους λιμνάζοντος , | ||
ὄψις ἑτέρων κακῶν , τοῦ μὲν πυρὸς ἐπιφλέγοντος πάντα καὶ καταφέροντος , τῶν δὲ ἀνδρῶν τὰ οἰκοδομήματα οὐ διαιρούντων ἐς |
: ἐπὶ τῶν σπανίων . Γλαὺξ διέπτατο : ἐπὶ τῶν αἰσίῳ χρωμένων οἰωνῷ . Γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος : ἐπὶ τῶν | ||
, οἱ μὲν ἐπιβαρεῖν τοῖς ἠτυχηκόσιν αἰδούμενοι καὶ οὐκ ἐν αἰσίῳ σφίσι τὰ ἐκείνων ἔσεσθαι νομίζοντες οὐδὲ ἀσφαλὲς ὅλως χρυσίον |
τὰ μὲν ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἐνοσφίσατο παρασπονδήσας τὸν Φιλομήτορα βασιλέα παιδίσκον ὄντα , ἱεροσυλήκει δὲ καὶ τὰ πλεῖστα τῶν ἱερῶν | ||
' , ἀλλ ' ἐλευθέρως καλεῖς γέροντα , μειράκιον , παιδίσκον ; ὡς τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἐστ ' ἐπεσκευασμένον ἁπαξάπασινἢν |
μετὰ τῶν συνήθων , ὅπως μήτ ' ἀνελεύθερος γένηται μήτε περίεργος . τῶν δ ' ἐν Αἰγίνῃ μοι γενομένων μοριῶν | ||
ἐναντίος ἐστὶν ὁ ῥητορικὸς λόγος πειθοῖ . πρῶτον μὲν γὰρ περίεργος καθέστηκεν , προσκόπτουσι δὲ οἱ πολλοὶ τῇ τοῦ λόγου |
οὔπω λέγεις . ὁρᾶις γὰρ αὐτός , εἰ φρονῶν ἤδη κυρεῖς . εἴπ ' εἴ τι καινὸν ὑπογράφηι τὠμῶι βίωι | ||
ποικίλας ἔχεις ; Οὐδέν : σὺ μέντοι κάρτα τοῦτο δρῶν κυρεῖς . Ἄπειμι : μῶρος δ ' ἦ πάλαι κλύων |
ἦλθες εἰς τοὺς ἐμοὺς δόμους . ἐπειδὴ εἶπεν ὦ δυστυχεστάτα παντάλαινα νύμφα , ἐπήγαγεν οἰκτροτάτη γάρ , ἀντὶ τοῦ : | ||
' ἄχη ] πανάθλια . δεῖ πανταλαίνου εἶναι , ἢ παντάλαινα . εὕρηται δὲ ἐν πολλοῖς καὶ καλοῖς βιβλίοις οὕτω |
καταστήσας εἰς φόβον τοῦ παρέξειν πράγματα ἐπηρεάζει ῥᾳδίως . ΓΘ τρέμων τὰ πράγματα ] πολλοὶ γὰρ δι ' ἐπιείκειαν τρόπων | ||
φοβεῖσθαι αὐτὸν μὴ ἀποφύγω , ἀλλ ' ἀποθάνω πενθῶν καὶ τρέμων ; αὕτη γὰρ γένεσις πάθους θέλειν τι καὶ μὴ |
, εἴγε παντὶ συνθέτῳ τὸ τοιοῦτο παρακολουθεῖἐν . γὰρ τῷ μισογύνης καὶ τὸ μισεῖν ἔγκειται καὶ ἡ γυνή , καὶ | ||
, μισολόγος , μισοπόνηρος , μίσεργος , μισάνθρωπος μισόθεος , μισογύνης μισότεκνος , μίσιππος , μισόθηρος , μισοφίλιππος μισαλέξανδρος , |