ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος : αἰὲν ἀλιτρός , ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς , ἀντὶ τοῦ τῆς ἐμῆς δυνάμεως καὶ προθέσεως κωλυτής | ||
μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι σχέτλιος , αἰὲν ἀλιτρός , ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς : οὐδέ τι τῶν μέμνηται , ὅ οἱ μάλα |
δι ' ἔριν τοκὰς ἔσχε Νιόβη , ἀλλ ' ἔτι μυρομένη προχέει πολὺ δάκρυ Σιπύλῳ . Μαιονία δ ' Ἀράχνη | ||
' ἔοικε γυναικὶ πολυστόνῳ ἥ τ ' ἐπὶ λυγρῷ πένθεϊ μυρομένη μάλα μυρία δάκρυα χεύει : καὶ τὸ μὲν ἀτρεκέως |
δεινήν , ὀλεθρίαν . ἐν δὲ τῇ Σ Ὀδυσσείας “ οὐλομένης ἐμέθεν ” οἷον ἐμοῦ τῆς ἀπολομένης . καὶ “ | ||
ἱερὸν πέδον . Οἳ δ ' ἔτι χάρμης μνώοντ ' οὐλομένης : δεύοντο δὲ Τρώιοι υἷες ἀλκῆς : Ἀργεῖοι δὲ |
βλάβης ἐστίν . ἢ οὕτως : καὶ τοῖς ὑπὸ πολέμου τειρομένοις καὶ τετραμμένοις εἰς φυγὴν ὁ βωμὸς Ἄρης ἐστίν : | ||
: τοῦ νοσοῦντος , πονοῦντος , καταδαμαζομένου , βλαπτομένου . τειρομένοις : ἀσθενοῦσιν . χροός : σώματος . ἐστήριξε : |
οἷον παιών παιῶνος , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών | ||
* ὁ λυμεὼν ὁ Ὀδυσσεύς , τῶν Τρώων δὲ ὁ λυμεών . * ἑκουσίαν σμώδιγγα : διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀστένακτος |
εὐδαίμων , πᾶσιν περίφαντος αἰεί . ἐγὼ δ ' ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ ' οὗ χρόνος Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι ' | ||
ποτ ' ἦμεν . βέβακ ' ὄλβος , βέβακε Τροία τλάμων . ἐμῶν τ ' εὐγένεια παίδων . φεῦ φεῦ |
τ ' ἀφνειοί τε , καί τ ' ἐργαζόμενος πολὺ φίλτερος ἀθανάτοισιν [ ἔσσεαι ἠδὲ βροτοῖς : μάλα γὰρ στυγέουσιν | ||
ἐσθλὸς ἔχει γέρας , ἀλλὰ χερείων τιμήεις τε πέλει καὶ φίλτερος : ἦ γὰρ Ὀδυσσεὺς τίετ ' ἐν Ἀργείοισιν , |
ἐρέει : σοὶ δ ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος χήτεϊ τοιοῦδ ' ἀνδρὸς ἀμύνειν δούλιον ἦμαρ . ἀλλά με τεθνηῶτα | ||
ζῶντά τ ' εὐσοίας χάριν . Τίς δ ' ἂν τοιοῦδ ' ὑπ ' ἀνδρὸς εὖ πράξειεν ἄν ; Ἐν |
, ἴδριες οὐδέν : ἁ δέ οἱ φίλα δάμαρ τάλαιναν δυστάλαινα καρδίαν πάγκλαυτος αἰὲν ὤλλυτο : νῦν δ ' Ἄρης | ||
τε καὶ μαθεῖν , τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα . Ὦ δυστάλαινα , πρὸς τίνος ποτ ' αἰτίας ; Αὐτὴ πρὸς |
μετάνοιαν ἔρχεται . Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον . Γυναικὸς [ ] ἅπτου καὶ οὐκ ἀνεξ ! ! ! | ||
κακῶς μὴ λέγε , μηδὲ τὸν ἐχθρὸν φίλον ἡγοῦ . Γυναικὸς ἄρχε . Ἅπερ αὐτὸς τοῖς γονεῦσι δράσεις , τὰ |
τῶν προσπιπτόντων φόρτον πληγῶν . ἤτοι τοῖς τοῦ στεφάνου περιθέμασι στερισκόμενος : ἢ ἵνα μᾶλλον ἀλγῇς δεχόμενος τὰς τῶν πληγῶν | ||
δάκρυ , νῆις δὲ καὶ ἄπειρός ἐστι καὶ τητώμενος καὶ στερισκόμενος ἀμφοῖν ἤτοι γέλωτος καὶ δακρύου ὁ Θρήκης ἔκ ποτ |
βάλοις δοιὼ ὀρόβοιο : εὐ δ ' ὑπέρῳ μίξας συνδονέων μυχόθεν αἴνυσο καὶ δινήεντας ἀνάπλασσε τροχίσκους : τοὺς δ ' | ||
καθαραῖς . παρηγορίαις ] θεραπείαις . πελάνωι ] θύματι . μυχόθεν ] ἤγουν ἐκ τῶν μυχῶν , τουτέστι τῶν θαλάμων |
. Ι , , ὁππότε μειρόμενος , . ὅς ποτε μειρόμενος οἰμώξειε ᾤμωξε : , . , , , , | ||
μέγα δ ' ἔστενεν , ἐξ οὗ φανερός ἐστιν ἀνεγνωκὼς μειρόμενος , οἷον στερόμενος . ὁ δὲ Ὅμηρος τὸ μείρεσθαι |
δ ' ὁ σὸς πρόπολος Κύκλωπι θητεύω τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι σᾶς χωρὶς φιλίας . | ||
τε ζῶντος ἀλάτα , ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν , τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς . |
ἤγουν βεβλαμμένοι . σαρκὶ παλαιᾶι ] ἤτοι τῶι γήραι . ἀρωγῆς ] βοηθείας . μίμνομεν ] μένομεν ἐνταῦθα . ἰσχὺν | ||
] τῶν ναυτικῶν φθαρέντων οἱ ἐν Ψυτταλείᾳ εὐάλωτοι γεγένηνται . ἀρωγῆς ] τῆς ἀπολομένης . οὐδέ τις γέρων ] ὅ |
ἐστιν ὁμοιωτικὴ πράγματος τοῖς ὑποκειμένοις παράθεσις πρὸς δήλωσιν ἐντελεστέραν . ἰητήρ : ἰατρός . πολυμήχανος : πολύπειρος . ἕλκος : | ||
νοστήσειν καὶ ἐμεῖο μένος καὶ χεῖρας ἀλύξειν ; Ἐσσὶ μὲν ἰητήρ , μάλα δ ' ἤπια φάρμακα οἶδας , τοῖς |
τὸ δέ πού τινι δοῦναι ἀοιδῶν : πολλοὺς εὖ ἔρξαι πηῶν , πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλων ἀνθρώπων , αἰεὶ δὲ | ||
κρυπτοὺς λυμάντορας ἔρδει , δώροις ἠδὲ δόλοισιν ὀπιπεύοντας ἑταίρων εὐνέτιδας πηῶν τε , καὶ αἴσχεα μακρὰ τελοῦντας : ἀλλ ' |
σὺ μὲν μάλα πάγχυ μέγ ' εὔχεαι , οὕνεκα θυμὸς θαρσαλέος νέου ἀνδρὸς ἐλαφρότερόν τε νόημα : τῶ ῥα καὶ | ||
. αὐτὸς δ ' ὑφ ' ἑὸν σάκος ἕζετο λάθρῃ θαρσαλέος : Κόλχοι δὲ μέγ ' ἴαχον , ὡς ὅτε |
Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων , | ||
' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης |
. τὸ ” βρῦν “ πρόσφθεγμα παιδικῶν καὶ νηπίων . πρόσφθεγμα παιδικόν . βρῦν εἴποις ] δι ' οὗ ἐμφαίνουσι | ||
θρηνεῖ . αἴλινα : ἤτοι θρηνητικά . ἱὴ παιῆον : πρόσφθεγμα καταφρονοῦντος ? ? . ἀναβάλλεται : ὑπερτίθεται . πέτρος |
παντοδαπόν , παντοῖον , πανσέληνος , παναρμόνιον , παναγές , πανώλης , πάντολμος , παμμίαρον , παμπόνηρον , πάνσοφον , | ||
. παντουργῷ : πάντα πράττοντι . πάνυ : λίαν . πανώλης : πανόλεθρος . πασπάζοιεν : παρακαλοῖεν . . , |
γε ἐοῦσαν γνώμην με δίκαιόν ἐστι ἀποδείκνυσθαι , τὰ τυγχάνω φρονέουσα ἄριστα ἐς πρήγματα τὰ σά . Καί τοι τάδε | ||
ἵκεθ ' : οἱ δ ' ἐρέεινον χρεῖος ὅ τι φρονέουσα μετήλυθεν . ὦκα δὲ τούσγε πασσυδίῃ μύθοισι προσέννεπεν ἐξερέοντας |
' Ἀγαμέμνονα δῖον Αἰγίσθῳ παρέλεκτο , καὶ εἵλετο χείρον ' ἀκοίτην . ὣς δ ' Ἑλένη ᾔσχυνε λέχος ξανθοῦ Μενελάου | ||
προλιποῦς ' Ἀγαμέμνονα δῖον Αἰγίσθωι παρέλεκτο καὶ εἵλετο χείρον ' ἀκοίτην : ὣς δ ' Ἑλένη ἤισχυνε λέχος ξανθοῦ Μενελάου |
ὡρονομοῦντος Ἄρεος ἐξετέλεσσεν ἐπὶ πλέον , οὕνεκα τῆμος δάκρυα καὶ στοναχὰς φθιμένοις ὤπασς ' ἐπὶ τέκνοις , καὶ δ ' | ||
τῆς Αἴαντος , γενεᾶς χθονίων ἀπ ' Ἐρεχθειδᾶν , ἔχομεν στοναχὰς οἱ κηδόμενοι τοῦ Τελαμῶνος τηλόθεν οἴκου : νῦν γὰρ |
δύναται γάρ , Παλλὰς Ἀθηναίη : σὲ δ ' ὀδυρομένην ἐλεαίρει : ἣ νῦν με προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . | ||
. . ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ ' ἐλεαίρει : ἀστερίσκος ὅτι ἐνταῦθα ὑγιῶς λέγεται , ἐκεῖ δὲ |
. ὅσον προσήκει μὴ γένους κοινωνίαν ἔχοντι λύπης τὸν σὸν οἰκτίρω γόνον . ὄλοιτο μὲν Οἰνεΐδας , ὄλοιτο δὲ Λαρτιάδας | ||
Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν . Οὐ παρτέν ' ἐστίν , |
σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντείου δορᾶς , Σοφοκλέους δ ' ἐν Μούσαις | ||
σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντέας , Σοφοκλέους δ ' ἐν Μούσαις ψαλίδας |
ἀναχθέντα γυμνὸν ἐπὶ τῆς χιόνος μένειν συμπεποδισμένον τὼ πόδε . Φεῦ τῶν κακῶν , ὀτοτοῖ , παππαπαιάξ . Τί τοῦτο | ||
, ἔφθιτο . Καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ . Φεῦ φεῦ , τί δῆτ ' ἄν , ὦ γύναι |
πανοῦργον . Γ λαίθαργον : λαίθαργοι κύνες λέγονται αἱ λάθρᾳ προσιοῦσαι καὶ δάκνουσαι . παρὰ δὲ τὴν παροιμίαν ἔπαιξεν , | ||
δίκαιον ἄγει καὶ ἔρως ὑμνεῖν : δμωσὶν γὰρ ἀνάκτων εὐαμερίαι προσιοῦσαι μολπᾶι θάρσος ἄγους ' ἐπιχάρματά τ ' : εἰ |
δίκαιον παραβῆναι . γενέθλην : ἔμβρυον . ἐπιφροσύνῃσιν : γράφεται ἐφημοσύνῃσιν . Ὑλλικῷ : ἀπὸ τοῦ Ὕλλου τοῦ ἐκ Μελίτης | ||
μὲν ὑψιλόφοισιν ἐν οὔρεσιν Αἱμονιήων νυμφιδίων Πηλῆος ἀειδομένων ὑμεναίων Ζηνὸς ἐφημοσύνῃσιν ἐῳνοχόει Γανυμήδης : πᾶσα δὲ κυδαίνουσα θεῶν ἔσπευσε γενέθλη |
ἑφθὴν ἐν ἐλαίῳ ἠδὲ καὶ οἴνῳ καὶ χλόῃ εὐώδει καὶ βαιῷ ξύσματι τυροῦ . καὶ βατίδ ' ἑφθὴν ἔσθε μέσου | ||
, καθεύδοντας . Εὐκήλους : ἡσύχους , ἡσύχως καθημένους . βαιῷ δὲ πόνῳ : μικρῷ δὲ κόπῳ : γνώμη . |
: ὦ Γῆ [ . . . οὕτω ποθεινόν ἐστιν ὁμότροπος φίλος . ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῆι γυναικὶ | ||
συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε οὕτω ποθεινόν ἐστιν ὁμότροπος φίλος . ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῇ γυναικί |
. τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης | ||
. . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω |
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά - | ||
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ |
καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ ἀνέρες ἔστε φίλοι , μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς . οἴχετ ' ἀνὴρ ὤριστος , ἐμοὶ δὲ μέγ | ||
γυμνῆτες ἄνω σπεύδουσι πρὸς ὕψος . σωζόμεναι δι ' ἑῆς ἀλκῆς . . . τοῖς δὲ διδακτὸν ἔδωκε φάους γνώρισμα |
ἡμᾶς , λέγουσα τάδε : σὺ δὲ στεφάνοις , ὦ Δίκα , περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι | ||
κώλων ιβʹ . φιλεῖ ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . Δίκα ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . ἄγε δὴ βασιλεῦ ] |
ἕλκος ἀκέσσεται . οἷσι δ ' ἀνάσσει , αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν . αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε | ||
' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει γνώμη τε φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες |
χεῖμα κακῆς , θέρει ? ἀργαλέης , οὐδέ ποτ ' ἐσθλῆς ” , | Δίου δὲ καὶ Πυκιμήδης ? [ | ||
παρασχηματισμὸν μῆχος , ὡς ἡδονὴ ἦδος : οὐδέ τι δαιτὸς ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος . ἀλύξαι : φυγεῖν , εἰς τὸ |
ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος | ||
ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης , |
. Ἐσπεσέειν : εἰσελθεῖν . κευθμῶνα : τὸ βάθος . ἤντησαν : ἔτυχον , ἀπέλαυσαν . ἔρωτος : ἐπιθυμίας . | ||
ἐτάνυσσαν : ἥπλωσαν , ἐξήπλωσαν . Χαλεπῆς : κακῆς . ἤντησαν : ἀπέλαυσαν , ἐπέτυχον . Οἰδάνεται : ὀγκοῦται : |
φρενὸς ὅπλον ἔφυσε βουλὴν κερδαλέην , πολυμήχανον , οἵ τε δόλοισι πολλάκι καὶ κρατερὸν καὶ ὑπέρτερον ὤλεσαν ἰχθύν . Οἷον | ||
“ Οὐκ ἄφαρ ὀφθαλμῶν μοι ἀπόπροθι λωβητῆρες νεῖσθ ' αὐτοῖσι δόλοισι παλίσσυτοι ἔκτοθι γαίης , πρίν τινα λευγαλέον τε δέρος |
: περιστενάχοντο δὲ μακραὶ ἠιόνες πόντοιο , μέγας δ ' ὀλοφύρετο Νηρεὺς ἦρα φέρων κούρῃ Νηρηίδι , σὺν δέ οἱ | ||
κωκύεσκε κασιγνήτοιο δαμέντος ἑρπύζων περὶ νεκρόν , ἔπος δ ' ὀλοφύρετο τοῖον : Αἶαν καρτερόθυμε , τί δή νύ τοι |
ἴθι ] ἐλθέ . στροφὴ ἑτέρα κώλων ηʹ . δύα δύα ] η η . † συμφορὰ χαλεπὴ δηλονότι . | ||
τοῖς δάκρυσι δηλονότι . πῆμα ] διὰ τὸ . δύα δύα ] * η . τλημοσύνη . καὶ ἰσόγοα . |
ἀχνύμενοι : μετὰ δέ σφι πατὴρ κίε δάκρυα λείβων , ποινὴ δ ' οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος . Τοῦ | ||
ἀχνύμενοι . μετὰ δέ σφι πατὴρ κίε δάκρυα λείβων . ποινὴ δ ' οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος . ἀθετοῦνται |
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα | ||
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα |
τε μήδεα , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ , σή τ ' ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα . φυλάσσει γὰρ ἄκρως ὁ ποιητὴς | ||
τε μήδεα , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ , σή τ ' ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα . * ) ὅτι οὐχ ὡς |
δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου | ||
ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ |
μὴ τῶν καθαρύλλων , ἀλλὰ μεγάλους Κιλικίους . αὐτοσχεδίασμα τῶνδε βουλευτὶς πόνων ἦν δὴ θόρυβος τευταζόντων . χαῖρε παλαιογόνων ἀνδρῶν | ||
θεατῶν ξύλλογε παντοσόφων . Ἦν δὴ θόρυβος τευταζόντων . Τῶνδε βουλευτὶς πόνων . Εἰ μὲν μὴ λίαν * * * |
δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν | ||
. ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ ' |
παραμυθήσασθαι οἴκαδ ' ἀποπλείειν , ἐπεὶ οὐκέτι δήετε τέκμωρ Ἰλίου αἰπεινῆς : μάλα γάρ ἑθεν εὐρύοπα Ζεὺς χεῖρα ἑὴν ὑπερέσχε | ||
Ἀθηναίης ἀγελείης , Ἥρης Ἑρμείω τε καὶ Ἡφαίστοιο ἄνακτος Ἰλίου αἰπεινῆς πεφιδήσεται , οὐδ ' ἐθελήσει ἐκπέρσαι , δοῦναι δὲ |
] ἠδὲ γυναῖξιν [ . ] [ λώιόν ἐστιν ἑὸν παναοίδιμον οὔνομα μέλψαι ] , [ ὅττι χάρις καὶ ] | ||
? ? ? ? ? ἀειρομένοισι , λαμπετόοντα ? βίον παναοίδιμον ? ? [ ] ? εἰρήναισιν ? ? ? |
' ὀστέα θυμός . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ , | ||
γάμους , ἱππεῦ καὶ νυμφίε ; νυμφίε μὲν ἀτελές , ἱππεῦ δὲ δυστυχές . τάφος μέν σοι , τέκνον , |
ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ , πρὸς ἔρυμα τόδε κεδνῶν κακῶν τ ' ἀπότροπον , ἄγος ἀπεύχετον , κεχυμένων | ||
ἐν ἀνθρώποισιν , ἀλλ ' αὐτὴ κρατεῖ . ὦ μοῖρα κεδνῶν καὶ κακῶν κυνηγέτι ἡ τὰ θνητῶν καὶ τὰ θεῖα |
καὶ τὰς Ἐρεμβῶν ναυβάταις ἠχθημένας προβλῆτας ἀκτάς . ὄψεται δὲ τλήμονος Μύρρας ἐρυμνὸν ἄστυ , τῆς μογοστόκους ὠδῖνας ἐξέλυσε δενδρώδης | ||
ῥείθρων Ἑλώρου πρόσθεν ἐκτερισμένης : ὃς δὴ παρ ' ἀκταῖς τλήμονος ῥανεῖ χοάς , τριαύχενος μήνιμα δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα |
ξ . . . . . , = . : δύη : κακοπάθεια . . . ὁ δὲ Ἀπίων κάκωσις | ||
ἐκ βοῆς ἠγρευμένα , τουτέστι τῆς μάχης , λάφυρα . δύη ξ . . . . . , = . |
ἀλλ ' ᾧτινι μὴ λιπότεκˈνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ , ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν : τὸ γὰρ πρὶν | ||
Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτˈρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ ' |
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής , | ||
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ |
, γαίης βλάστημα φέριστον , πρωτογόνοις στράψας βολίσιν , μεγαλώνυμε Παιών , ὃς περὶ κρατὶ φορεῖς ἠῶ καὶ νύκτα μέλαιναν | ||
εἰμι φαρμάκων ἐπιστήμων , οἷός ἐστι ὁ τῶν θεῶν ἰατρὸς Παιών . ” „ καὶ πῶς , „ εἶπεν ἀλώπηξ |
' ἑλκέμεν ἀμφιελίσσας . Ὣς φάθ ' , ὃ δὲ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης , βῆ δὲ θέειν , ἀπὸ | ||
φίλον . καὶ τὸν ξενίζοντα . καὶ τὸν ξενιζόμενον . ξυνέηκε : συνέβαλε . συνῆκε . ὄαρος : ἡ ὁμιλία |
καὶ ὑπείροχός ἐστ ' ἐνὶ πάτρῃ , πλούτῳ καὶ κτεάτεσσιν ὑπέρτατος ἐν μερόπεσσιν : πολλάκι καὶ βασιλῆες ἐν ὥρῃ τῇδ | ||
, νηπίη : οὐδέ τι ᾔδη ἐυμμελίην Ἀχιλῆα , ὅσσον ὑπέρτατος ἦεν ἐνὶ φθισήνορι χάρμῃ . Τῆς δ ' ὡς |
πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ] μέλος οἰμώξασα , ἵετ ' ἐπ [ ' ] ἀκτὰς ? ? [ | ||
ἣ μέν ? ῥα ? ποδώκης [ δῖ ' Ἀταλάντη ἵετ ' ἀναινομένη δῶρα ? ? [ χρυσῆς Ἀφροδίτης , |
καὶ ι θέλει γράφεσθαι , ὅ ἐστι “ μέγα πεῖαρ ὀϊζύος ἡμῖν ἱκάνει . ” πίσυρας τέσσαρας . πίσυνοι πεποιθότες | ||
ἁλὸς ῥοθίων τόσσος φόβος οὐδ ' ἀλεγεινῆς ἀνδράσι ναυτιλίης καὶ ὀϊζύος ἣν μογέουσιν , αἰεὶ δυσκελάδοισι συνιππεύοντες ἀέλλαις , οὐδ |
ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας . οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ : τὼ καί μιν λαοὶ μὲν | ||
διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν παγκρατιαστήν . ἤτοι μεταΐξαντα καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει : μήτρως ἢ ὁ τῆς μητρὸς ἀδελφὸς |
εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν ἔσω : ἐνταῦθα γὰρ τοῦτο σύναπτε . ἐχθίστου ] τοῦ ἀδίκου . ἐχθίστου ] τοῦ μισητοῦ . | ||
. ἀλδαίνειν ] αὐξάνειν . . εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . δάκους ] παντὸς θηρίου |
κατενεχθέντες πάντων ἔτυχον τῶν φιλανθρώπων . ἐκεῖθεν δὲ καταπλεύσαντες εἰς Κρό - τωνα , καὶ λαβόντες ἀγορὰν παρὰ τῶν Κροτωνιατῶν | ||
ιβ μ θ κδ ξη ια κδ ιδ λε θ Κρό κϚ ξθ ο η κϚ ια κε ιϚ μ |
λέξον . ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου γόον ἔκλυον , οὐδὲ συνήδομαι , ὦ γύναι , ἄλγεσι δώματος , ἐπεί μοι | ||
τὸν ποτούμενον παρ ' ἐλπίδα θηρεύει . Νῦν τῇ τύχῃ συνήδομαι . Καὶ οὐκ ἄρα σκαιὸς ἦν ὁ ἄνεμος , |
αἰδεῖσθε ξενίοιο Διὸς σέβας ὑψιμέδοντος : δεινὴ γὰρ μέτ ' ὄπις ξενίου Διός , ὅς κ ' ἀλίτηται . ἀναχθεῖσι | ||
, αἰδεῖσθε ξενίοιο Διὸς σέβας ὑψιμέδοντος : δεινὴ γὰρ μετόπισθεν ὄπις ξενίου Διὸς ὅς κ ' ἀλίτηται . τῷ αὐτῷ |
καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον φάτο μῦθον ἐποτρύνων πονέεσθαι : Κέκλυτέ μευ , θεράποντες | ||
ὁ τρίβων ἐμπνέοι . . . : ἒν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενές , ὅππη ὀρούσαι , φαίνετ ' |
δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος , οἷον οἱ μονομάχοι ἀπαρασκεύαστοι . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει : ἀνδρεία μὲν γὰρ σώματος δύναμις ἐπαινουμένη | ||
ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος |
τροχίσκους ἄγοντας ἀνὰ δραχ . αʹ καὶ δίδου στομαχικοῖς μετὰ προπόματος κυ . γʹ , χολερικοῖς καὶ τοῖς ἐμοῦσι τροφὴν | ||
καὶ διουρητικόν . λαμβάνειν δὲ δεῖ τούτου διὰ θερμοῦ τινος προπόματος ἢ ἀψινθάτου ἢ κονδίτου : οὕτω γὰρ ἀβλαβὴς ἔσται |
ξίφει ; δείλαιος ἐγώ , αἰαῖ , δειλαίᾳ δὲ συγκέκραμαι δύᾳ . Ὡς αἰτίαν γε τῶνδε κἀκείνων ἔχων πρὸς τῆς | ||
τύχᾳ : πεπλήγμεθ ' : εὔδηλα γάρ : νέᾳ νέᾳ δύᾳ δύᾳ : Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες οὐκ εὐτυχῶς . δυσπόλεμον |
ἢ στέρνα καταντίον ἀισσόντων . Θερμῷ δ ' αἵματι πάμπαν ἐδεύετο : γυῖα δ ' ἐλαφρὰ ἔπλετ ' ἐπεσσυμένης : | ||
πόνου τετύκοντό τε δαῖτα δαίνυντ ' , οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης . αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ |
: ἐν δ ' ἄρα χειρὶ ἄλλοτε μὲν δόρυ πάλλεν ἀμείλιχον , ἄλλοτε δ ' αὖτε εἷρπεν ἄνω : τὸν | ||
, ἠέριοι πεζοί τε συνέστιοι εἰλαπινασταί , αἷμα μέλαν πίνοντες ἀμείλιχον εἶχον ἐδωδήν , καὶ τῶν μὲν κλαγγὴ φόνον ἔπνεεν |
: ἢ πρόσφορος καὶ ἀγαθή τις ἡ τῆς τῶν ἐπῶν καυχήσεως ᾠδὴ ἢ ἡ καυχητικὴ ᾠδή . ὁ δὲ νοῦς | ||
τρυφῆς πονηρᾶς , ἀπὸ ἐδεσμάτων πολλῶν καὶ πολυτελείας πλούτου καὶ καυχήσεως καὶ ὑψηλοφροσύνης καὶ ὑπερηφανίας , καὶ ἀπὸ ψεύσματος καὶ |
] ἀνεγείρεται . καχλάζει ] βοᾷ . μεταξὺ δ ' ἀλκά : μεταξὺ δὲ ἡμῶν δι ' ὀλίγου ἐστὶν ἡ | ||
. τελέθοντος ] ὑπάρχοντος ἐκείνου . οὔτις ] ἐστί . ἀλκά ] βοήθεια , ἤγουν οὐδεὶς τοῖς τοιούτοις βοηθεῖ . |
τε καὶ ἠκόντιζον , εἴ τις παραβοηθῶν παρὰ τὸ τεῖχος κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως . ἐπεὶ δὲ πάντες διεπεπεραίωντο , | ||
τῇ ἐλπίδι ἐπαιρόμενοι ῥιψοκινδύνως ἐγχειροῦσιν αὐτοῖς , καὶ οὐδεὶς δύναται κωλυτὴς γενέσθαι τῶν τηλικούτων ἔργων , ἀλλ ' ὁσημέραι πράττονται |
πτερόεσσα μὲν ἦν τὰ πρόσω γυνά , τὰ δὲ μέσσα βρέμουσα λέαινα θήρ , τὰ δ ' ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων | ||
πάτερ , τί ῥέξω ; Φιλίης ἄνασσα πηγῆς , ζαθέῳ βρέμουσα κέντρῳ , φιλομείλιχος γελῶσα Παφίη , γέμω μερίμνης : |
, μέγα οἱ κακὸν ἔμπεσε θυμῷ , αἶψα δὲ παισὶν ἑοῖσι μετ ' ἀμφοτέροισιν ἐπαρὰς ἀργαλέας ἠρᾶτο , θεὸν δ | ||
ἐπεὶ σάλπιγξαν ἐφ ' ὑσμίνην ἀλεγεινήν , ἄσχετον ἀΐσσουσιν , ἑοῖσι δ ' ἄφαρ κεράεσσι πᾶν δέμας ἀλλήλοισιν ἀμοιβαδὶς οὐτάζουσιν |
καρτερικοῖς , καρτεροπόνοις , τοῖς ὑπομονητικοῖς , τοῖς τληπαθέσι , ἀτέκμαρτοι : ἀπλήρωτοι , ἀσήμαντοι , ἀφανεῖς , ἄδηλοι . | ||
ἀτερπέα δ ' αὖλιν ἔκυρσαν . τλησιπόνοις δ ' ἁλιεῦσιν ἀτέκμαρτοι μὲν ἄεθλοι , ἐλπὶς δ ' οὐ σταθερὴ σαίνει |
φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ βίος κεκραμένος δίκαιός ἐστιν , αὐτάρκεια γὰρ πρὸς πᾶσιν ἡδονὴ δικαία . Πλειστάκις ἀδικούμενός τις | ||
σὺ σῶσον νῦν τὴν Πολυξένην : ἀντὶ τοῦ παρατίθημι : αὐτάρκεια τῶν ἀποθανόντων μου τέκνων : † ταύτῃ γέγηθα : |
κύσσαν δ ' ἀλλήλους , ἔριδος δ ' ἐπελήθετο θυμὸς λευγαλέης . Τοῖς δ ' αἶψα Θέτις κυανοκρήδεμνος ἀργυρέους κρητῆρας | ||
ὄχ ' ἄριστος , ἔχεν δ ' ἔτι θυμὸν ὁμοκλῆς λευγαλέης ἀκόρητον , ἑοῦ δ ' ἄρα μήδετο πατρὸς τίσασθ |
ἱππηλάτα Πηλεύς , ὅς ποτέ μ ' εἰρόμενος μέγ ' ἐγήθεεν : καὶ γὰρ τὸ οἰμώξειεν ἐπὶ τοῦ Πηλέως τέθεικε | ||
, ἐρωτῶν . προκρίνει δὲ ὁ Ἀρίσταρχος τὴν μέγ ' ἐγήθεεν γραφήν . . . Ι , , ὁππότε μειρόμενος |
δάκρυα κεῦθεν . ἡ δ ' ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο , ἐξαῦτίς μιν ἔπεσσιν ἀμειβομένη προσέειπε : “ νῦν | ||
ὄρινε . τῇσι δ ' ἔπειθ ' Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο : Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων , |
' ἄρ ' ἔμελλον σχήσειν λυγρὸν ὄλεθρον , Ἰάσονος εἵνεκα φίλτρων . Πολλὰ δὲ μερμήριζον ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν , ἤ | ||
οὖν , ὦ ψυχή , προσκαλῆταί σέ τι τῶν ἡδονῆς φίλτρων , μετάκλινε σεαυτὴν καὶ ἀντιπεριάγουσα τὴν ὄψιν κάτιδε τὸ |
, ἠδὲ καὶ ἶσα [ ] ερον ἄλλο . [ προσελέξατο ] ? [ : ] εἶπε δὲ τοῖα : | ||
, ἐπεὶ μέγα φαίνετο ἔργον . ὀψὲ δ ' ἀμειβόμενος προσελέξατο κερδαλέοισι : “ Αἰήτη , μάλα τοί με δίκῃ |
λείπει τὸ ἕλκει . ἐπὶ τῶν ἀντεστραμμένως τι ποιούντων . Ἡδὺ χελώνης κρέα φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν : τῆς χελώνης | ||
ἡ δὲ φρὴν οὐ μανθάνει : ἐπὶ τῶν ἀμαθῶν . Ἡδὺ τἀπόῤῥητα λιχνεύειν : ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων . Ἢ δέος |
[ ! ! ! ] ? [ παιδὸς ] ὕπερ σφετέρης πνεῦμαπε ? [ ] ? ? ! [ ὤλεσεν | ||
ἔαρ χειμῶνος , ὅσον μῆλον βραβίλοιο ἥδιον , ὅσσον ὄις σφετέρης λασιωτέρη ἀρνός , ὅσσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός , |
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν | ||
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν |
τὸν Τυδέα ἄγγελον ἀπέστειλαν , καὶ “ σεῦ ἕνεκ ' ἀγγελίης . ” Ζηνόδοτος δὲ τοῦτο ἀγνοήσας μεταγράφει “ ἧς | ||
' εἰ δ ' ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι λυγρῆς ἀγγελίης , ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι . ἤδη μὲν σὲ |
' Ἄρεϊ δάμναται ἀνήρ : εἰ δέ μοι αἴσιμόν ἐστι δαμήμεναι εἵνεκ ' Ἀχαιῶν , τεθναίην ῥέξας τι καὶ ἄξιον | ||
ἱεροῖο θύγατρες Μοῖραι ἐπεκλώσαντο καὶ ἀθανάτοις περ ἐοῦσι πρῶτα Ποσειδάωνι δαμήμεναι , αὐτὰρ ἔπειτα θαρσαλέῳ Πηλῆι καὶ ἀκαμάτῳ Ἀχιλῆι , |
ἀπρὶξ καὶ οἷον ἐμμανῶς τίλλε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας . . γόεδνα ] ἤτοι ἕδνα καὶ δῶρα τοῖς γόοις καὶ τοῖς | ||
ἐν Αἰγύπτωι . ἀπὸ τῶν σταχύων δὲ ἡ μεταφορά . γόεδνα : τῶν γόων τὸ ἄνθος ἀποδρέπομαι . ἀερίας ἀπὸ |
τῶι Πανδίονος . σὺ δ ' , ὥσπερ εἰκός , κατθανῆι κακὸς κακῶς , Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνωι πεπληγμένος , | ||
ἔα . καὶ σὺ τῶνδ ' ἔξω κομίζου τειχέων ἢ κατθανῆι . πρὸς τίνος ; τίς ὧδ ' ἄτρωτος ὅστις |
. Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι Αἰσχύλος φησί . . . . : . . | ||
. . Αἰσχύλος : μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι . Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ |
οἱ Ἄργος τεῦξεν Ἀρεστορίδης κείνης ὑποθημοσύνῃσι : τῶ καὶ πασάων προφερεστάτη ἔπλετο νηῶν ὅσσαι ὑπ ' εἰρεσίῃσιν ἐπειρήσαντο θαλάσσης . | ||
καὶ Ἀμφιρὼ Ὠκυρόη τε καὶ Στύξ , ἣ δή σφεων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων . αὗται ἄρ ' Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος |
ἔτ ' ἄλλο τετυγμένον ἐγγύθι σῆμα , πλευρῇσιν ἰσαιομένῃσιν ἐοικὸς ἀμφοτέρῃς ' : ἡ δ ' οὔτι τόση , μάλα | ||
' ἔπαλξιν ὑπέρτατος : οὐδέ κέ μιν ῥέα χείρεσς ' ἀμφοτέρῃς ἔχοι ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ' ἡβῶν , οἷοι νῦν |
ῥόδον τιτρώσκει , τὸ ῥόδον δὲ νῦν τὸ πλῆττον ποτέροις πόθοις ἐτρώθη , ὅτι Κύπριδι προσῆλθεν ; Ῥοδέην ἄκανθαν εἴθε | ||
μέλλει Φιρμῖνος ; ἔτ ' ἐστὶν ἐν τοῖς τῶν γάμων πόθοις ; ἢ ἐκεῖνα μὲν πάλαι πέπαυται , βαρεῖα δὲ |
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν : | ||
χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα |
πέδον πολυχανδέος ἄντρου , θαῦμα μέγ ' ἀνθρώποισι καὶ ὕστερον ἐσσομένοισι . Καί οἱ πὰρ κλισίην φαρέτρη παρεκέκλιτο μακρὴ ἰῶν | ||
ἀντιλέγων ἐρεῖ : αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ ' ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι . πῶς οὖν διοικεῖ ; ὅτι μὲν γὰρ |