Νηρηΐς , διὰ τοῦ ι , Ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ . . ΤΕΡΠΟΝΤ ' ΕΝ ΘΑΛΙΗιΣΙ .
τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ , ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ . τρεῖς δέ μοί εἰσι θύγατρες ἐνὶ
7839152 τηλυγετος
Ὁμήρῳ : τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ , ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ : καὶ Πλάτων ἐν Πολιτείᾳ
μονογενὴς καθ ' Ἡσίοδον . καὶ κατὰ τοὺς πολλοὺς ποιητὰς τηλύγετος εἴτε ὁ ἀγαπητὸς εἴτε ὁ ὀψίγονος , ὁπότε τινὶ
4611305 ξενωθεις
τὴν σκηνὴν ἐθαύμαζε . Τρισὶν οὖν ἡμέραις ἐπ ' αὐτῷ ξενωθεὶς ὁ στρατοπεδάρχης ἐξῄει καὶ κατῄει ὡς ἐπὶ τὴν τοῦ
ἀγαθὰ καὶ ἐπαινέσαι τῇ ποιήσει παρακαλέσας , πρόσφατον καὶ νεωστὶ ξενωθεὶς τῇ Θήβῃ , ἤγουν ἐκ νέου πρὸς ἡμᾶς ἐπιδημήσας
4546052 λυθρος
πνευμάτιον καὶ τὸ ἡγεμονικόν . τῶν μὲν σαρκίων καταφρόνησον : λύθρος καὶ ὀστάρια καὶ κροκύφαντος , ἐκ νεύρων , φλεβίων
: ἑκὰς δ ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ ξανθῆς ἐκ κονίης , λύθρος δ ' ἔχει ὥστε θάλασσαν , ὣς τότε κητείοιο
4477618 ἐοικυια
σκληρά πόντου ] τοῦ Εὐξείνου Ἡ Σαλμυδησσία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ οὕτως ἀπό τινος Σαλμυδησσοῦ
τίς αὕτη σπουδῇ πρόσεισι τεταραγμένη καὶ δακρύουσα , πάνυ ἀδικουμένῃ ἐοικυῖα ; μᾶλλον δὲ Φιλοσοφία ἐστίν , καὶ τοὔνομά γε
4375483 οὐρανιᾳ
τὰς κράσεις τὰς φυσικάς . Ἡ σοφὴ ψυχὴ συνεργεῖ τῇ οὐρανίᾳ ἐνεργείᾳ ὥσπερ ὁ ἄριστος γεωργὸς συνεργεῖ τῇ φύσει διὰ
. ὁ γοῦν Περσεὺς ἤτοι ὁ ἥλιος οὕτω κινούμενος τῇ οὐρανίᾳ φορᾷ τὴν Σθενὼ μὲν καὶ τὴν Εὐρυάλειαν ἤτοι τὸ
4329522 φαενναν
δεικνύουσι διὰ τὰ τοῦ ἥρωος γυμνάσια . ὁ δὲ Πίνδαρος φαεννὰν νῆσον τὴν Λευκήν : μεταληπτικῶς δέ φησι : φαεινὸν
σύ μοι ἅνδανε : ὄλβου δ ' ἐμοὶ μὴ χρυσέου φαεννὰν ἀκτῖνα δαίμων διδοίη πάρος σοφίας ἢ τυραννίδα . Διὸς
4325359 μορφῃ
ὑγρῷ . Ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως ὁμοίως ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκερύθρους καὶ εὐμεγέθεις καὶ εὐέκτας καὶ γλαυκοφθάλμους καὶ
ἔδειξε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸ λαλῆσαν μετὰ σοῦ ἐν μορφῇ τῆς Ἐκκλησίας : ἐκεῖνο γὰρ τὸ πνεῦμα ὁ υἱὸς
4291161 ἐλαφρος
δυναμένην λῆξαι . τοῖς μὲν οὖν ἐκ τούτων ὁ δεσμὸς ἐλαφρὸς οὐ δεχομένων τῶν ὑποσχέσεων ἀλαζονείας ὑποψίαν , οὐδαμοῦ γὰρ
ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ , ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ . εἰ δή που
4283257 πληρει
αὐτὸ ἀπεικάζει , στρατοπέδῳ πολέμων καὶ κακῶν ὅσα πόλεμος ἐργάζεται πλήρει , μετουσίαν εἰρήνης οὐκ ἔχοντι . „ καὶ ἐκλήθη
διά . ἔστι δὴ οὖν καὶ ἡ προκειμένη σύνταξις ἐν πλήρει λόγῳ καθισταμένη οὕτω τρέμω διὰ σέ , φεύγω διὰ
4219263 λιαρῳ
Πάτροκλος πρῶτον τῷ εὐπορηθέντι μαχαιρίῳ διαχειρίζει , ἔπειτα ἀπονίψας ὕδατι λιαρῷ , ὡς ἀνωδυνώτερον γένοιτο , ῥίζαν ἐπιβάλλει : πολλαὶ
ἐπικλείουσι Μέλαιναν : τῇ δ ' ἐπὶ καὶ Μελίτην , λιαρῷ περιγηθέες οὔρῳ , αἰπεινήν τε Κερωσσόν , ὕπερθε δὲ
4210188 Ἀσπαλαθος
περὶ ἐκείνου προείρηται , καὶ περὶ τούτων χρὴ γινώσκειν . Ἀσπάλαθος ἐξ ἀνομοιομερῶν σύγκειται δριμέων τε καὶ στυφόντων : καὶ
ἄσμενος ἐκ θανάτοιο , . , . . , . Ἀσπάλαθος : εἶδος ἀκάνθης : † Νίκανδρος : ἐν γὰρ
4150344 χαιρει
' ἄλλα πάντα καὶ μέρη τοῦ σώματος καὶ πάθη χρόνια χαίρει τῷ βοηθήματι . καὶ καυλὸς δὲ καὶ κύστις ἐν
ἰδιώτου μεῖζον οὐδὲν ἄν τις κατηγορήσειεν οὔτε πόλεως ἢ ὅτι χαίρει κακοῖς . ὃ γὰρ ἔσχατον εἶναι δοκεῖ τῶν ἀνθρωπίνων
4146018 κουφη
Ἡ μὲν γὰρ γλίσχρα καὶ μελάγγεως ἐρέβινθον , ἡ δὲ κούφη κύαμον φέρει καλλίω , σύμμετρα γὰρ ἑκατέρῳ τὰ τῆς
καὶ ξυνεχέϲτερον ἢ τοῖϲι ἄλλοιϲι . τροφὴ ἀνὰ πᾶϲαν ἡμέρην κούφη , εὔπεπτοϲ , τὰ πολλὰ ϲιτώδηϲ : ἔϲτω δὲ
4104702 γεγωνον
τῶν ἑταίρων διαβαίνων προσεῖπε τῇ φωνῇ , καὶ ὁ ποταμὸς γεγωνόν τι καὶ τρανὸν ἀπεφθέγξατο πάντων ἀκουόντων : χαῖρε ,
, ἐφθέγξατο πολλῶν παρουσῶν γλώττῃ Λατίνῃ φωνὴν εὐσύνετόν τε καὶ γεγωνόν : ἧς ἐστι φωνῆς ἐξερμηνευόμενος ὁ νοῦς εἰς τὴν
4068481 δοτειρα
ἔδωκεν : δὼς ἀγαθή , ἅρπαξ δὲ κακή , θανάτοιο δότειρα : ὃς μὲν γάρ κεν ἀνὴρ ἐθέλων , ὅ
, ὡς φιλεῖς ξένους καὶ πλησίους ? ? ? . δότειρα χεῖρα τοῖς πᾶσι διανείμεις : κἀμοὶ ἀόκνως εὐμενῶς χαρίζασθε
4061420 προσομιλησῃ
: πουλύπου ὀργὴν ἴσχε πολυπλόκου , ὃς ποτὶ πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ , τοῖος ἰδεῖν ἐφάνη . ὁμοίως ἱστορεῖ καὶ Κλέαρχος
: πουλύπου ὀργὴν ἴσχε πολυπλόκου , ὃς ποτὶ πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ , τοῖος ἰδεῖν ἐφάνη . ὁμοίως ἱστορεῖ καὶ Κλέαρχος
4023865 γλυκιων
ἔργον τοῦ Ὀδυσσέως λαμπρόν : τοῖσι δ ' ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ ' ἠὲ νέεσθαι ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι φίλην ἐς
αὐδήεσσα μὲν τὸ πρῶτον καὶ λίγεια , καὶ τὸ ” γλυκίων μέλιτος ἀπὸ τῆς γλώττης “ περὶ αὐτῆς μᾶλλον ἢ
3985416 ἀθανατος
Ἡ γὰρ μερικὴ ἡμετέρα ἅτε κακυνομένη καὶ ἀμφισβήτησιν ἔσχεν εἰ ἀθάνατός ἐστιν . κθʹ Ἡνίκ ' ἂν πρὸς ἄκρῳ Δύο
ναί ἐρεῖ καὶ αὐτὴν προσθήσει τούτῳ τὴν κατάφασιν ναί , ἀθάνατός ἐστι λέγων , καὶ περὶ τοῦ τινὸς ἀνθρώπου ὅτι
3983542 πεπτικος
τῇ χρείᾳ μέσος ἐστί . κοινῶς δ ' ὁ Χῖος πεπτικός , τρόφιμος , αἵματος χρηστοῦ γεννητικός , προσηνέστατος ,
τὸ ἀναζέσαι καὶ καταστῆναι μεταγγίζειν . ἔστι δὲ θερμαντικός , πεπτικός , σμηκτικός , ἀνακαθαρτικός , εὔθετος τοῖς περὶ θώρακα
3980914 περικεχυται
Γαδείρων , ἤτοι Ἡρακλέους στηλῶν , πρῶτος μὲν ὁ Ἰβηρικὸς περικέχυται πόντος , ὅστις καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Λιβύης
ἀφθόνου πηγῆς χρυσίου σοι νάματα χορηγούσης χρυσὸς μὲν τοῖς ἀετοῖς περικέχυται , χρυσὸς δὲ περιανθεῖ τὰς ἁψίδας , τὰς μὲν
3974997 ἀμφιλαφης
, ὁμοῦ δὲ καὶ δαψίλειά τις δυναμέως . τὸ δὲ ἀμφιλαφής κατὰ ἀντιστοιχίαν εἴρηται κατὰ ἔθος τῶν Μακεδόνων μεταθέσει τοῦ
φυλλορροεῖ ἡ μέλαινα ἢ ἡ ἄμπελος ἢ ἡ πλάτανος ἡ ἀμφιλαφής τε καὶ ὑψηλή , ἀλλὰ διὰ τί δένδρον φυλλορροεῖ
3964891 παντοιος
δεξάμενος αὐτίκα μὲν οὐδὲ εἶχον εἰκάσαι ὅπερ ἐπεπόνθειν , ἀλλὰ παντοῖος ἐγιγνόμην : καὶ ἄρτι μὲν ἐλυπούμην , ἐληλεγμένων μοι
εὐθείαις ἀλλὰ σκολιαῖς ὁδοῖς , τουτέστιν οὐχ ἑνὶ τρόπῳ ἀλλὰ παντοῖος ἔσομαι . λύκοιο δίκαν : ὡς λύκος . προσδραμοῦμαι
3952973 ἀστροισι
, Σειρίου ἀντέλλοντος , ὅτε σκυλακόδρομος ὥρη νυκτιφαής τ ' ἄστροισι θεὰ πλήθουσα Σελήνη δέρκηται † τότε δ ' ἠελίῳ
δορός . καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ ' ἀσπίδος ἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν τάχ ' ἂν γένοιτο μάντις ἡ
3941364 ἁνδανε
πῖνε καὶ ἔσθιε , καὶ μετὰ τοῖσιν ἵζε , καὶ ἅνδανε τοῖς , ὧν μεγάλη δύναμις . ἐσθλῶν μὲν γὰρ
καὶ ὁ παμμήστωρ Ἄρης . πότνια σοφία , σύ μοι ἅνδανε : ὄλβου δ ' ἐμοὶ μὴ χρυσέου φαεννὰν ἀκτῖνα
3899706 συμφθειρεται
φρόνησις ἐκ μέρους οὖσα οὐ καλή , φθαρέντος γάρ μου συμφθείρεται : ἡ δὲ καθόλου φρόνησις ἡ οἰκοῦσα τὴν τοῦ
ὠνομάσθαι ψυχὴ δοκεῖ . τί δέ ; τελευτώντων σβέννυται καὶ συμφθείρεται τοῖς σώμασιν ἢ πλεῖστον ἐπιβιοῖ χρόνον ἢ κατὰ τὸ
3895280 πηγη
. . οϚ ∠ ʹ ιϚ μεθ ' ὃ ἡ πηγὴ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ . . . . .
λεῖοι , τρεῖς αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός , καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ . καὶ εἶπον Πῶς λεῖα
3892032 λιπαρος
: χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος : πολὺς
ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα , ἔσται δι ' ἅλμης λιπαρὸς ἑφθὸς ἐν χλόῃ , ἀποδοὺς ὅς ' ἐστὶν ἀπ
3888177 ἀφθιτῳ
οἳ βροντὴν Ζηνὶ ἔδοσαν τεῦξάν τε κεραυνόν . ἐπ ' ἀφθίτῳ : ἐπὶ θείῳ καὶ θαυμαστῷ καὶ ἀθανάτῳ ἔργῳ .
. ἐντεῦθεν οὖν τὸ θεῖον εἰσηγήσατο , ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ νόῳ τ ' ἀκούων καὶ βλέπων ,
3887299 ἐπιπολαζων
ἐξ Ἰταλίας πολὺς φερόμενος μέχρι πρὸς τὴν πόλιν πελαγίζει , ἐπιπολάζων τῷ ῥεύματι : ἐπειδὰν δὲ ὁμιλήσῃ τῇ πόλει ,
τοῦ σιδηροχάλκου καὶ τὰ εἴδη . Ἔστω δὴ ὁ ζωμὸς ἐπιπολάζων τοῦ φαρμάκου δακτύλους δύο , καὶ ἔασον ἡμέρας ιεʹ
3868164 χροᾳ
ὅθεν καὶ ϲύνθετον τὸ ὄνομα ἔχει . ἔϲτι δὲ τῇ χρόᾳ τεφρώδηϲ | , ϲτόμα ἔχει ἐπίμηκεϲ , λεπτῇ καὶ
πλῆθος ἀκρίδων ἀμύθητον , τοῖς τε μεγέθεσι διαλλάττον καὶ τῇ χρόᾳ τοῦ πτερώματος εἰδεχθὲς καὶ ῥυπαρόν . ἐκ τούτου δαψιλεῖς
3863936 καλλιστος
λωτοειδές . ] Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε
' ἐραστῶν ἀλλήλοις καταστῆναι , ἐνθυμηθέντες ὡς οὐδ ' ὅστις κάλλιστος ἑαυτοῦ πώποτ ' ἠράσθη , ἀλλ ' ἑτέρου του
3859466 πολεμαδοκοις
τοῖς ἴχνεσι τοῦ Ὀλυμπιονίκου τοῦ αὐτοῦ πατρός . δὶς ἐν πολεμαδόκοις : δὶς ἐνίκησεν ὁ Φρικίας ἐν Ὀλυμπίᾳ , ὁ
Ἱπποκλέους . ἦν δὲ ὁπλίτης : διό φησιν : ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις . τοῦ γένους οὖν φησιν ἥκειν εἰς
3845756 κεκασμενος
πέλει : πουλὺς δὲ περὶ σφίσι πάμπαν ἄρηρε χρυσὸς δαιδαλέοισι κεκασμένος , οἷσι καὶ αὐτὸς Ἥφαιστος μέγα θυμὸν ἐν ἀθανάτοισιν
Χῖός φησιν περὶ αὐτοῦ : ὣς ὃ μὲν ἠνορέῃ τε κεκασμένος ἠδὲ καὶ αἰδοῖ καὶ φθίμενος ψυχῇ τερπνὸν ἔχει βίοτον
3839266 ἐφελκομενη
γὰρ τούτων οἵα τε ποιεῖν ἡ ψυχὴ μὴ τὸ σῶμα ἐφελκομένη , εἰς ὃ καὶ τὰς ἐνεργείας ἑαυτῆς ἐμφανῶς ἀποστηρίζεται
ἀνωτέρα πάσης προαιρέσεώς ἐστιν , ἅτε ζωτικὴ δύναμις εἰς τοῦτο ἐφελκομένη τὸ ζῷον εἰς ὃ ὀρεκτικῶς ἔχει καὶ οὗ τὸ
3804381 αὐη
καὶ ὕπαιθρος τόπος . ἄω , τὸ πνέω , αὔω αὐή καὶ αὐλή ' . . . . αὐλισθῆναι :
νοῦ . ἢ παρὰ τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐή καὶ αὐδή ' . . . . αὔδα :
3801757 θαυμαστος
οὗτος δὲ ὑβριστὴς ἢ κίναιδος ἢ μοιχός . ὡς οὖν θαυμαστὸς ἦν ἐπιδεικνύμενος καὶ οὐδαμῇ διημάρτανε , προσάγουσιν αὐτῷ σκληρόν
καταβρωθείη καὶ ἡλίκους ἰχθῦς ἐπρίατο ἐν Καισαρείᾳ . καὶ ὁ θαυμαστὸς συγγραφεὺς ἀφεὶς τὰς ἐν Εὐρώπῳ γιγνομένας σφαγὰς τοσαύτας καὶ
3800264 γευσει
γαλεὸς ὁ ἀστερίας κρείττων . ὁ ἀλωπεκίας ὅμοιός ἐστι τῇ γεύσει τῷ χερσαίῳ ζῴῳ , διὸ καὶ τοῦ ὀνόματος ἔτυχε
ψυχρότατον . Θεόπομπος ἐν Λυγκήσταις φησὶ πηγὴν εἶναι τῇ μὲν γεύσει ὀξίζουσαν , τοὺς δὲ πίνοντας μεθύσκεσθαι ὡς ἀπὸ οἴνου
3798897 διαχεομενος
τετυχηκὼς φύσεως τρυφερότητος ἀπέστελλεν αἴσθησιν εἰς ἀραιόν τινα σώματος ὄγκον διαχεόμενος . μετεχειρίζετο δὲ καὶ σύριγγα , ἧς νομίοις θεοῖς
διηθεῖσθαι , οὐ σκληρός , ἔν τε τῷ ἡλίῳ τεθεὶς διαχεόμενος καὶ πρὸς λύχνον ἐξαπτόμενος , οὐ ζοφώδης τῇ φλογί
3789254 ἐκπρεπες
αὐτῆς , πολλοὶ δὲ καὶ ἐκτὸς ὄντες γένους , ἐπειδὴ ἐκπρεπὲς αὐτῆς ἐθρυλλεῖτο καὶ ἐθαυμάζετο εἶναι τὸ κάλλος . τῆς
μνήμης , τὸ Τίμαυον : λιμένα γὰρ ἔχει καὶ ἄλσος ἐκπρεπὲς καὶ πηγὰς ἑπτὰ ποταμίου ὕδατος εὐθὺς εἰς τὴν θάλατταν
3764925 γλωσσῃ
τῆς μανίης , στέρησις τοῦ ὀφθαλμοῦ γίνεται . Ὁκόσοι τῇ γλώσσῃ παφλάζουσι τῶν χειλέων μὴ κρατέοντες , ἐὰν ταῦτα παύσηται
μικρὸν ἔχουσα τὸν στάχυν , πικρὸς τῇ γεύσει καὶ τῇ γλώσσῃ ἀναξηραντικός , ἐπιμένων τῇ εὐωδίᾳ . διαπιπράσκεται δὲ καὶ
3762488 ἡδεια
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν
3755019 ὀσμῃ
. Ἕρπυλλος ὁ μέν τίς ἐστι κηπευτός , σαμψουχίζων τῇ ὀσμῇ καὶ στεφανωτικός . ὠνόμασται δ ' ἀπὸ τοῦ ἕρπειν
καὶ ἐμπόρφυρος , παχεῖα , ζίγιρ καλουμένη , ῥοδίζουσα τῇ ὀσμῇ , μάλιστα πρὸς τὴν ἰατρικὴν τέχνην εὔθετος , δευτερεύει
3746936 ἐπιηρανος
δὴ μήκιστον πραπίδων ἐκτήσατο πλοῦτον , παντοίων τε μάλιστα σοφῶν ἐπιήρανος ἔργων : ὁππότε γὰρ πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσι , ῥεῖά
ἑφθῇ κλαίειν ἀγορεύω . τρίγλη δ ' οὐκ ἐθέλει νεύρων ἐπιήρανος εἶναι : παρθένου Ἀρτέμιδος γὰρ ἔφυ καὶ στύματα μισεῖ
3745630 φυομενος
ἐοικέναι . ὁ κυψελίτης ῥύπος , ὁ ἐν τῷ ὠτίῳ φυόμενος . Φιλόξενος . Κεφαλή . ἥτις καρφαλή ἐστι .
εἰς τὰς ἐσχάτας ἐλπίδας συστέλλονται . ὁ δὲ προειρημένος λίθος φυόμενος ἐν ταῖς πέτραις τὴν μὲν ἡμέραν διὰ τὸ πνῖγος
3738315 Πανδαιην
, θυγατέρα δὲ μουνογενέην . οὔνομα δὲ εἶναι τῇ παιδὶ Πανδαίην , καὶ τὴν χώρην , ἵνα τε ἐγένετο καὶ
ἵνα τε ἐγένετο καὶ ἧστινος ἐπέτρεψεν αὐτὴν ἄρχειν Ἡρακλέης , Πανδαίην , τῆς παιδὸς ἐπώνυμον : καὶ ταύτῃ ἐλέφαντας μὲν
3737362 Φυλλα
ἐπάνω τοῦ ἥπατος . [ Πρὸς γλῶσσαν ῥευματιζομένην . ] Φύλλα κυνάρων τρίψας μετὰ μέλιτος , ἄλειφε τὴν γλῶσσαν ,
εὐγλωττότερον . 〛 εἴδη φυταρίων . . . σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚 νυμφίων βίον
3734848 ἀποφθιμενος
, νηὸς ἄπο προθορόντας , ὅθι ξένος ἐν ψαμάθοισι κεῖται ἀποφθίμενος : τῷ οἱ κτέρεα κτερεΐξαι παμμήτειρα Ῥέη κέλεται γέρα
τὰ δόγματα : τοῦτ ' Ἐπίκουρος ὕστατον εἶπε φίλοις τοὔπος ἀποφθίμενος : θερμὴν δὲ πύελον γὰρ ἐληλύθεεν καὶ ἄκρατον ἔσπασεν
3733064 συγκεραννυς
οἷον . ταυτὸν ποιεῖ τό τ ' Ἀττικὸν τῷ ζῆλα συγκεραννύς . Ἔτι δεῖ προσθεῖναι καὶ χωρὶς τῶν πεπονθότων :
εὕροις . ταὐτὸν ποιεῖ τό τ ' Ἀττικὸν τῷ ζῆλα συγκεραννύς . ἦ πολλά γ ' ἐν μακρῷ χρόνῳ γίγνεται
3725515 ἐρριμμενος
Πριαμικαῖς περιπεσὼν συμφοραῖς καὶ Ἰλιάδα κακῶν περιβεβλημένος καὶ μετὰ τελευτὴν ἐρριμμένος ἄταφος εὐδαίμων ἐστὶν ἢ οὔ ; ἀπεκρίνατο λέγων ἄπαγε
κείμενος . χαμάδις ] κατὰ γῆς . Ξ πεσὼν ] ἐρριμμένος ὑπὸ τῶν πολεμίων . ἀλγύνει κυρήσας : τοῦτο ἄλλως
3707428 μελιγαρυες
πρὸς τὸ πιστὸν ὅρκιον ἀποδεδόσθαι τὸ τέλλεται οὕτως : οἱ μελιγάρυες ὕμνοι ἀρχαὶ καὶ προφάσεις τῶν ὑστέρων ὑπὲρ αὐτοῦ λόγων
' ἔτι Χίρων , καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν , ἰατῆρά τοί κέν νιν πίθον
3707198 καρτερικωτατος
εἰσί . Κάλανος ἦν Ἰνδὸς γένος τῶν γυμνοσοφιστῶν : οὗτος καρτερικώτατος τῶν κατ ' αὐτὸν ἁπάντων | νομισθεὶς οὐ μόνον
Χρειῶν ἀνίεσθαι αὐτὸν ἐν ταῖς τοιαύταις κοινωνίαις . Ἦν δὲ καρτερικώτατος καὶ λιτότατος , ἀπύρῳ τροφῇ χρώμενος καὶ τρίβωνι λεπτῷ
3706275 ὑγρος
. ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ
εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς
3702151 Ἀνθηδονιος
ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔστιν ἀθάνατος . Γλαῦκος ὁ Ἀνθηδόνιος ἦν ἁλιεύς . ἐμμανὴς δὲ γενόμενος ἥλλατο εἰς τὴν
κρανίων , ἀλλὰ καὶ τῆς ἀειζώου βοτάνης , ἧς ὁ Ἀνθηδόνιος ἐκεῖνος ἐμφορηθεὶς δαίμων ἀθάνατος † πάλιν ητις † γέγονε
3699955 ξανθωσεις
τῆς λευκῆς : Δύο εἰσὶν λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις : μία διὰ λειώσεως , καὶ ἑτέρα διὰ ἑψήσεως
καί φησιν : Δύο εἰσὶ λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις , καὶ δύο συνθέματα , ξηρὸν καὶ ὑγρὸν ,
3691717 λαμπων
φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ
σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων .
3691209 ἀμμεων
! ! ! [ καὶ τὸν μο ? [ ] ἀμμέων [ ] λάμπρω τε ? ! [ ] δι
δοκίμοι τὸν δολομάχανον νικάσην Ἔρον , οὖτος δοκίμοι τοὶς ὐπὲρ ἀμμέων εὔρην βραϊδίως ἄστερας ὀππόσσακιν ἔννεα . καὶ νῦν ,
3673073 θηλυς
ᾠῶν πουλυπόδια ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . ὁ δὲ θῆλυς πουλύπους ὁτὲ μὲν ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς , ὁτὲ δ
τοῦ ω φθόγγος , στρογγύλος τε ὢν καὶ συνεστραμμένος , θῆλυς δὲ ὁ τοῦ η : διαχεῖται γάρ πως ἐν
3672788 ἐφιλειτο
ἐδόκει : καὶ ἐφίλει Κῦρος τὴν μητέρα κακῶς , καὶ ἐφιλεῖτο ὑπὸ τῆς μητρὸς φιλίαν ὁμοίαν . καὶ ταῦτα μέντοι
ταῦτα καὶ τὰ τούτοις ὅμοια ὡς στρατιωτικὸς ὑπ ' αὐτῶν ἐφιλεῖτο καὶ ὡς γενναῖος ἐθαυμάζετο : καὶ γὰρ ἦν θαύματος
3667814 περισπουδαστος
, βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , κομπαστής κομπώδης , περισπούδαστος περίσπουδος ὑπέρσπουδος κατεσπουδασμένος , ἐπισκυθρωπάζων , πεπλασμένος καταπεπλασμένος ,
αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα . Ἦν δὲ περισπούδαστος ἅπασιν Ἐφεσίοις , ἅμα καὶ τοῖς τὴν ἄλλην Ἀσίαν
3656542 οἰνοπι
ἠδὲ μεταλλᾷς . Κρήτη τις γαῖ ' ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ , καλὴ καὶ πίειρα , περίρρυτος : ἐν
ἀμείνων ἠὲ βίηφιν , μήτι δ ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντω νῆα θοὴν ἰθύνει σπερχομένην ἀνέμοισιν , μήτι δ
3651798 ὀφει
πτέρναν ” . διὰ τίνα αἰτίαν χωρὶς ἀπολογίας καταρᾶται τῷ ὄφει , κελεύων ἐν ἑτέροις ὡς εἰκὸς „ στῆναι τοὺς
, ἀλλὰ βοῇ τοὺς ἄλλους ἐπικαλουμένη , τότε ἐναντιοῦται τῷ ὄφει . Λεῖψιν μυρμήκων βουλόμενοι σημῆναι , ὀρίγανον ἱερογλυφοῦσιν :
3649175 ὁμοιος
: τὸ εʹ ” ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς ἐπὶ “ ⌊ ὅμοιος ⌋ δακτυλικὸς τετράμετρος : τὸ Ϛʹ ” δενδροκόμους ἵνα
χρήσει : οἷον , σὺ καὶ ὁ πατὴρ ὁ σὸς ὅμοιος . ἔχει δὲ ὁμοίως τῷ : Δαμοίτας καὶ Δάφνις
3648289 φερβεται
γὰρ προϋπέλαβε πταῖσαι , ἀλλ ' ἀγαθῇσιν ἕκαστος τουτέων ἐλπίσι φέρβεται , τῶν δὲ χερειόνων οὐ μέμνηται : μή ποτ
ἐκπυρωθῇ ἅμα τῇ νούσῳ καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα φέρβεται . Θαυμαστὸς ὁ λόγος , πάνυ εὐφραίνει ψυχήν .
3636560 σεμνοτατη
ὡς τάχιστ ' εὐχώμεθ ' . Εὐχώμεσθα δή . Ὦ σεμνοτάτη βασίλεια θεά , πότνι ' Εἰρήνη , δέσποινα χορῶν
χηεων ? ! ! ! ! τειμᾶν σε φύσις νενόμισσται σεμνοτάτη [ ! ! ! ] γει ? τὸν σὸν
3635666 γλυκεια
ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες .
ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος
3635256 Ἐρως
λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ
οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου
3634324 Ἀλκιππη
θυ - γατέρες ἦσαν Φωσθονία , Ἄνθη , Μεθώνη , Ἀλκίππη , Παλήνη , Δριμώ , Ἀστερίη : αὐταὶ μετὰ
►Ζεύς Ἥρα Ἥφαιστος Γῆ Ἐρεχθεύς Προκρίς Μητίων γυνή τις Εὐπάλαμος Ἀλκίππη Δαίδαλος διὰ μέσου πολλοί πολλαί Σωφρονίσκος Φαιναρέτη Σωκράτης◄ Σαλαμῖνα
3621365 συνδρομος
νοήματά ἐστιν ὥσπερ ἀποκείμενα : ὅταν δὲ ἐνεργῇ , τότε σύνδρομος γίνεται τῷ νοουμένῳ καὶ εἰκότως ἑαυτὸν νοεῖ τηνικαῦτα :
σπινθῆρι περίρρυτα πάντα φυλάσσει . ἔνθεν πρωτογόνοιο νόου κρατέουσα θεμέθλων σύνδρομος ὑψιμέδοντος , ὅλου κόσμοιο τιθήνη , μουσοτόκος Σοφίη ,
3615617 εὐκαρπῳ
ἡδείας ἔχοντι καὶ τέρψεις ἐφημέρους , τὴν δὲ Δημοσθένους διάλεκτον εὐκάρπῳ καὶ παμφόρῳ γῇ καὶ οὔτε τῶν ἀναγκαίων εἰς βίον
καὶ ὁ χῶρος οὗτος ἔρημός ἐστι , καὶ ἄγονος ἐν εὐκάρπῳ ὅλῃ κείσεται τῇ ἀρούρᾳ . ταύτῃ τοι καὶ ἐφ
3614450 σκιρτηματι
τῷ δεσπότῃ τῶν ἀγρῶν . ἐνταῦθα εἰσδραμὼν ἀνατρέπω πάντα τῷ σκιρτήματι καὶ λυχνίαν καὶ τραπέζας : κἀγὼ μὲν ᾤμην κομψόν
μανίας χρισθεῖς ' ] κεντηθεῖσα , τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι ] κινήματι ᾖσσον ] ὥρμων εὔποτον ] ἡδύ ,
3614298 παρομοιος
αὐτοῦ Σίπυλον ὠνομάσθη . Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ λίθος παρόμοιος κυλίνδρῳ , ὃν οἱ εὐσεβεῖς υἱοὶ ὅταν εὕρωσιν ,
: Φύεται δὲ καὶ βοτάνη , Καρπύκη καλουμένη , βουγλώσσῳ παρόμοιος : ποιεῖ δ ' ἄριστα πρὸς ἰκτερικοὺς μεθ '
3608971 περικαρδιον
θυμουμένῳ , ᾗ θυμούμενός ἐστι , τὸ ζεῖν ὑπάρχει τὸ περικάρδιον αἷμα , ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ ὀρέγεσθαι ἀντιλυπῆσαι .
δὲ μὴ προσδέχονται τοὺς ταύρους αἱ βόες , σκίλλης τὸ περικάρδιον τουτέστι τὰ ἁπαλώτατα τῆς σκίλλης καὶ ὡς ἂν εἴποι
3608329 εὐσημος
αὐξηθῆι βροτοῖς . Μεθ ' ὃν κύκλου φοραῖσι ταῖς πολυστρόφοις εὔσημος οὐκ ἄσημός ἐστι Τοξότης τὰ νέρθε δεικνὺς γαστρὸς οὐ
] ἐν . ἁλοῦσα ] ἁλοῦσα δὲ ἡ πόλις . εὔσημος ] ἐπίσημος τῶι καπνῶι . θύελλαι ] τῆς φθορᾶς
3607050 κελαδει
θεὸς ἡ μεγάλη ? ? ˈ ⚕ης ] αὐλὸς ˈ κελαδεῖ Φρύγιος ? [ ˈ [ ] ! ˈ χορὸν
πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . καὶ ἐν Μήδῳ : ὥς ποτ ' ἐκήλησεν
3604644 ἀντιπαθης
καὶ κατὰ μέσου . Θεραπεία οὖν εὑρίσκεται ἑτέρα φυσικὴ καὶ ἀντιπαθής , ᾗ καὶ Δημόκριτος μαρτυρεῖ : παρθένος ὥραν ἔχουσα
βλάπτεσθαι ὑπὸ φαρμάκων . Ὁ χυλὸς αὐτῶν ἐν ὕδατι λαμβανόμενος ἀντιπαθής ἐστι βωλίταις καὶ δηλητηρίοις . εἰ δέ τις χυλῷ
3603903 ἐμαρψαν
πεδίων ἔδοσαν , τόκα δ ' αὖτ ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν . ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος
δουρί : καί νύ κέ μιν θανάτοιο κακαὶ περὶ Κῆρες ἔμαρψαν , εἰ μή οἱ στονόεντα θοῶς ἰήσατ ' ὄλεθρον
3601277 γλυκυς
τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες
δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ
3601019 αἰολομορφε
, αἰὲν ἐοῦσα , δρυμονία , σκυλακῖτι , Κυδωνιάς , αἰολόμορφε : ἐλθέ , θεὰ σώτειρα , φίλη , μύστηισιν
φύσεως ἄτλητον ἀνάγκην , κυανόχρως , ἀδάμαστε , παναίολε , αἰολόμορφε , πανδερκές , Κρονότεκνε , μάκαρ , πανυπέρτατε δαῖμον
3597682 γλαφυροισι
κεύθουσιν ἐφέστια λέκτρα γυναικῶν : τῇσιν ἀεὶ πᾶν ἦμαρ ὑπὸ γλαφυροῖσι μυχοῖσι κίχλαι ναιετάουσιν , ἀλίγκιαι ἀρτιγάμοισι νύμφαις , ἃς
καὶ τευθίδας καὶ τῶν πετραίων ἰχθύων τῶν ποικίλων , ἐμβαμματίοις γλαφυροῖσι κεχορηγημένα : ὁ γὰρ τοιοῦτός ἐστιν οὐ δειπνητικός ,
3587439 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
3584515 Φακη
παραπληϲίωϲ τοῖϲ ϲκληροϲάρκοιϲ τῶν ὀϲτρακοδέρμων . Ὅϲα ὑπάγει γαϲτέρα . Φακῆ κράμβη καὶ τῶν θαλαττίων ϲχεδὸν πάντων τὰ ὀϲτρακόδερμα καὶ
ὁ Πιταναῖος ὁ παρῳδὸς καὶ Ἡγήμων ὁ Θάσιος ὁ ἐπικληθεὶς Φακῆ , ὃν τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ τινὲς ἐντάττουσιν . ὅτι
3580646 Ἀλκινοῳ
τέρπεο τῷδ ' ἐνὶ οἴκῳ παισί τε καὶ λαοῖσι καὶ Ἀλκινόῳ βασιλῆϊ . ” ὣς εἰπὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δῖος
, ἑὸς πόσις ἄμμιν ἀγέσθω . Ὣς ἔφατ ' : Ἀλκινόῳ δὲ περὶ φρένας ἤλυθε μῦθος : Καί ῥ '
3570003 ὁμοιοτατος
ἐστὶ τὸ μεθύειν κακὸν μέγιστον ἀνθρώποισι καὶ βλαβερώτατον ; ἐκκόψαι ὁμοιότατος ἄνθρωπος οἴνῳ τὴν φύσιν τρόπον τιν ' ἐστί .
τῶν τὰς λιθίνας εἰκόνας κατασκευαζομένων τοῦ μὲν λίθου προνοεῖν ὅπως ὁμοιότατος ἔσται , αὑτῶν δ ' ἀμελεῖν , ὡς μὴ
3565250 τοσση
Φερεκύδης δὲ ἐν τῇ ιʹ ἱστορεῖ ὑπὸ Μουσῶν . δὶς τόσση δέ : διπλῆ ὡς πρὸς ἣν ἐβάσταζεν ὁ Ζῆθος
γάρ οἱ ζωή γ ' ἦν ἄσπετος : οὔ τινι τόσση ἀνδρῶν ἡρώων , οὔτ ' ἠπείροιο μελαίνης οὔτ '
3554478 εὐγενειαις
μάλιστα γενέσθαι λέγων ἐπάγει : τῶν γὰρ Ῥωμαίων οἱ ταῖς εὐγενείαις καὶ προγόνων δόξῃ διαφέροντες μετὰ τὴν τελευτὴν εἰδωλοποιοῦνται κατά
ἀτυχημάτων : τὸ γὰρ πρωτεύοντας ἄνδρας ταῖς δόξαις καὶ ταῖς εὐγενείαις , πολλὰ πεπραχότας ἐν τῷ ζῆν φιλάνθρωπα , μήτε
3551910 ξανθωσαι
. Ποίει οὖν ἀσκίαστον καὶ λείου , καὶ βάλε τὰ ξανθῶσαι δυνάμενα , καὶ ὄπτα , ἕως ξανθὸν γένηται :
τερεβινθίνῃ , ἢ κικίνῳ , ἢ ῥαφανίνῳ ἢ ὠῶν λεκίθοις ξανθῶσαι αὐτὴν δυναμένοις : καὶ ἐπίβαλλε χρυσῷ : χρυσὸς γὰρ
3546299 ἀπᾳδων
ὁ αὐλὸς ἄτιμος μὴ αὐλεῖν ἔτι , ὡς καὶ νῦν ἀπᾴδων ἐλήλεγκται , καὶ παρέστηκε μὲν τῇ πίτυι , ἀφ
τοῖς γάμοις λεγόμενος οὗτος : οὐ μὴν τοῖς γε ἄλλοις ἀπᾴδων τοῦ προειρημένου , καὶ ὥςπερ ἀντὶ ὑμεναίων ἐπᾳδόμενος τοῖς
3541925 συνεστραμμενος
ἐγκεκορδυλημένος Θ : ἐγκεκρυμμένος . Θ ἐγκεκορδυλημένος : ἐγκεκαλυμμένος καὶ συνεστραμμένος , ὥστε μηδ ' ἀνθρώπου σχῆμα δηλοῦν , ἀλλ
ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος συνεστραμμένος , θύελλα δὲ ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . ἆθλος
3541337 Ἀσκρῃ
δ ' ἄγχ ' Ἑλικῶνος , οἰζυρῇ ἐνὶ κώμῃ , Ἄσκρῃ , χεῖμα κακῇ , θέρει ἀργαλέῃ , οὐδέ ποτ
„ νάσσατο δ ' ἄγχ ' Ἑλικῶνος ὀιζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Ἄσκρῃ , ” χεῖμα κακῇ , θέρει ἀργαλέῃ , οὐδέ
3540177 σοφῃ
, χθόν ' Ἀρκάδων , κλῄσω γραφῇ τῇδ ' ἐν σοφῇ πάγκλειτ ' ἔπη συνθείς , ἄναξ , δύσγνωστα μὴ
ἔχουσιν τὴν δύναμιν . ἀλλὰ μηδενὶ φράσῃς ἀλλ ' ὡς σοφῇ ψυχῇ χρῶ . Χρυσάνθεμος βοτάνη γινωσκομένη ὑπὸ πάντων .
3539155 λευκοτητος
βραδέα , ἅπερ εἰσὶ γευστὰ καὶ ἁπτά . τῆς δὲ λευκότητος . καὶ γάρ , φησίν , ἡ αὐτὴ αἴσθησις
φησὶ καὶ ψιμμυθίῳ οὐκ ἄλλος καὶ ἄλλος λόγος ὁ τῆς λευκότητος ἀλλ ' εἷς καὶ ὁ αὐτός , οὕτω τιμῆς
3535975 Μουσα
τοσοῦτος πατρίδι τῇ πόλει καλλωπιζόμενος ; ἡ μὲν οὖν Καρίνη Μοῦσα , τὴν Ἡροδότου λέγω , τὴν μικροῦ νικῶσαν καὶ
ὄπισθεν τὰ μέρη καὶ Σάτυρος ἐπιβαστῶν τῇ χειρὶ ῥοπαλίτζι καὶ Μοῦσα συραυλίζουσα καὶ μία τῶν Χαρίτων καὶ κεφαλὴ τοῦ Κάνθαρου
3531850 διακοσμων
διαλέγονται , ἀλλὰ καὶ περὶ νοερῶν καὶ ψυχικῶν καὶ φυσικῶν διακόσμων ἀναδιδάσκουσιν , οὐ μὴν ἀλλὰ γὰρ καὶ τὸν αἰσθητὸν
, ὅτι τριῶν ὄντων ὑπὲρ τὰς φυσικὰς οὐσίας τῶν ἀρχικῶν διακόσμων , τοῦ τε θείου καὶ τοῦ νοεροῦ καὶ πρὸς
3521140 παρεσκευακεν
ἔθους ξυναγειρόμενα , καὶ τῇ καθ ' ἡμέραν διαίτῃ ἀνακιρναμένῃ παρεσκεύακεν τὴν ψυχὴν καὶ ἀναπέπεικεν , μηδὲν ἄλλο ἡγεῖσθαι εἶναι
] στολὴ [ ] πανταχόθεν [ ] ὁμοία οὖσα , παρεσκεύακεν [ - ] , ὡς [ ἔφη ] τις
3520836 ὡριος
εὐρέϊ πόντῳ ἀθρόοι ἐμπίπτουσιν , ὁ δὲ πλόος οὐκέτι κώπαις ὥριος : εὐρεῖαί μοι ἀρέσκοιεν τότε νῆες , εἰς ἄνεμον
† σοι λήθῃ μήτ ' ἔαρ γινόμενον πολιὸν μήθ ' ὥριος ὥρα . πὰρ δ ' ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ
3518812 πανευδαιμων
ἀπόρρητα ταῦτα καὶ μέγιστα ἐξέφηνέ μοι ἐκεῖνος ὁ πανευκλεὴς καὶ πανευδαίμων ? , ἤρξατο λέγειν [ πρός ] με :
. καὶ ἡ Πυθία ἔφη : εὐδαίμων , Συβαρῖτα , πανευδαίμων σὺ μὲν αἰεὶ ἐν θαλίῃσιν ἔσῃ , τιμῶν γένος
3518734 παραπλησιος
κυρτός , ἔσωθεν δὲ κοῖλος ὑπάρχων , ὅπλῳ σκεπαστηρίῳ μάλιστα παραπλήσιος τῷ προμηκεστέρῳ τῷ καλουμένῳ θυρεῷ . καὶ τοὔνομά γε
τὸ περὶ σοῦ παρὰ πολλῶν ᾀδόμενον , ὡς οὐδείς σοι παραπλήσιος . Νῦν ἔδει τοὺς οἰκείους Γαυδεντίου πρὸς ἡμᾶς ὅσα
3517918 πιειρα
μηδὲν πάσχῃ . Γυνὴ ἥτις παχέα παρὰ φύσιν ἐγένετο καὶ πίειρα καὶ φλέγμα - τος ἐπλήσθη , οὐ κυΐσκεται τούτου
ἀποδεῖν τετάρτη λέγεσθαι μοῖρα τῆς Εὐρώπης , εὔυδρός τε καὶ πίειρα καὶ καρποῖς δαψιλὴς καὶ κτήνεσιν ἀρίστη νέμεσθαι , σχίζεται
3515282 σηπιᾳ
ἀναλογίαν τὸ κοινὸν ἔχουσιν . ὃν γὰρ λόγον ἔχει ἐν σηπίᾳ τὸ σήπιον , τὸν αὐτὸν ἡ ἄκανθα ἐν ἰχθύϊ
ἐν τοῖς ὀστᾶ ἔχουσιν , οὕτω τὸ σήπιον ἐν τῇ σηπίᾳ καὶ ἐν τοῖς ἰχθύσιν ἡ ἄκανθα : ἐρειστικὸν γὰρ
3512581 ἐδωδῃ
, τῆς προσηγορίας ταύτης τυχόν , ἐπειδὴ σύκων πολλῶν ξηρῶν ἐδωδῇ τοῦ μέλλοντος σφάττεσθαι ζῴου τοιοῦτο παρασκευάζουσιν αὐτό . καὶ
δὲ μνηστῆρσι φύτευεν . αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ , καί οἱ πλησάμενος δῶκε σκύφος , ᾧ περ

Back