τινὶ ὑμενώδει ὑδροδόχῳ ὁμοιοῦται , καθάπερ καὶ ὁ ἰατρὸς Ἱπποκράτης συναινεῖ λέγων ἐν τῷ Περὶ παιδίου φύσεως : γυναικὸς οἰκείης
τινὶ ὑμενώδει ὑδροδόχῳ ὁμοιοῦται , καθάπερ καὶ ὁ ἰατρὸς Ἱπποκράτης συναινεῖ λέγων ἐν τῷ Περὶ παιδίου φύσεως : γυναικὸς οἰκείης
5886797 ὑμενωδει
κάρφη , τουτέστι τοὺς ἐρυθροὺς κόκκους , τῇ ἀραχνώδει καὶ ὑμενώδει καλύπτρᾳ διαφράσσουσι , τουτέστι τῷ ἔσωθεν τοῦ δέρματος ὑμένι
ἤδη ἀπροσάρτητον καὶ αὐτοτελές , ἡμέραις δὲ ἑπτὰ φύσει τινὶ ὑμενώδει ὑδροδόχῳ ὁμοιοῦται , καθάπερ καὶ ὁ ἰατρὸς Ἱπποκράτης συναινεῖ
5795906 οἰκειης
ἤθελεν . οὐ μὲν δὴ οὐδὲ Ἰνδῶν τινὰ ἔξω τῆς οἰκείης σταλῆναι ἐπὶ πολέμῳ διὰ δικαιότητα . λέγεται δὲ καὶ
διαπρησσόμενοι , οὐχ ὃ ἐγὼ λέγω , ἀλλ ' ἱστορίης οἰκείης ἐπίδειξιν ποιεύμενοι . Ἐμοὶ δὲ τὸ μέν τι τῶν
4454532 παλαιοτερου
μεταπεσεῖν , ἀγνοούντων τῶν πολλῶν τἀληθές . ὁμολογοῦσι δὲ τοῦ παλαιοτέρου θεοῦ κατὰ τὴν Αἴγυπτον πράξεις τε καὶ τιμὰς ἐπιφανεστάτας
, ὡς δηλοῖ τὸ εἰπεῖν αὐτὸν “ ἢν δὲ καὶ παλαιοτέρου ἐόντος τοῦ νοσήματος ἢ τριταίου ” , τουτέστιν ἐπὶ
4299833 καθηρον
προσθεὶς πρὸς τὰς ῥῖνας φάρμακον μαλθακὸν , τὴν κοιλίην κάτω κάθηρον : ἔπειτα γάλα ὄνου μετάπισον . Πελίη νοῦσος :
, τοὺς ἀδελφούς . πανταχοῦ περιβλέψας ἀπόρριψον ἀπὸ σεαυτοῦ : κάθηρον τὰ δόγματα , μή τι προσήρτηταί σοι τῶν οὐ
4279488 ἐπιεν
' ἠνάγκασα οὔτ ' ἔδωκα καὶ οὐδὲ παρῆ ὅτ ' ἔπιεν . Καὶ οὐ τούτου ἕνεκα ταῦτα σφόδρα λέγω ,
ὁ ἥλιος : καὶ ἄρτον οὐκ ἔφαγεν καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιεν , ἀλλὰ πάντων ὑπνούντων αὕτη μόνη ἐγρηγόρει . Καὶ
4274630 εἰσπνοῃ
κύματος . εἰ δ ' , ὥσπερ Ἀθηνόδωρός φησιν , εἰσπνοῇ τε καὶ ἐκπνοῇ τὸ συμβαῖνον περὶ τὰς πλημμυρίδας καὶ
ἔτι ὡς φυτὸν ἢ μέρος , οὔτε πω τῇ θύραθεν εἰσπνοῇ ὡς ζῶον ἤδη ἀπροσάρτητον καὶ αὐτοτελές , ἡμέραις δὲ
4247691 τηλυγετος
Ὁμήρῳ : τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ , ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ : καὶ Πλάτων ἐν Πολιτείᾳ
μονογενὴς καθ ' Ἡσίοδον . καὶ κατὰ τοὺς πολλοὺς ποιητὰς τηλύγετος εἴτε ὁ ἀγαπητὸς εἴτε ὁ ὀψίγονος , ὁπότε τινὶ
4208019 ἡδετο
κρήναις ταῖς πανταχοῦ , ὡς ὁ Καμβύσης Χοάσπῃ μόνῳ : ἥδετο τῷ ἡλίῳ , ὡς Σαρδανάπαλλος ταῖς πορφυρίσιν : ἥδετο
. ; . . . . κισσύβιον ὀλίγωι δ ' ἥδετο κισσυβίωι . . . . . . τῶ πικρὰς
4190750 ἁλμυρᾳ
μελαίνης χολῆς ὀξείας τε ἄγριος , ὅταν συμμειγνύηται διὰ θερμότητα ἁλμυρᾷ δυνάμει : καλεῖται δὲ ὀξὺ φλέγμα τὸ τοιοῦτον .
, τινὲς δὲ ἐπὶ χώρας ἐῶσι , καὶ ἐπειδὴ τῇ ἁλμυρᾷ γῇ χαίρει , χρὴ κατ ' ἐνιαυτὸν περιορύσσειν ,
4106802 συνεπλει
τῶν βουκόλων ὕβρεως παρεσκευαζόμεθα τὸν ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδρειαν πλοῦν . συνέπλει δὲ ἡμῖν καὶ ὁ Χαιρέας , φίλος ἤδη γενόμενος
Ἀρχίην , ὃς ἦν Ἀναξιδότου μὲν παῖς , Πελλαῖος , συνέπλει δὲ Νεάρχῳ , τῶν ἐν αἴνῃ ὢν Μακεδόνωνπρὸς τοῦτον
4084898 ποσει
δ ' ἐκεῖ σοι ζῶντί τ ' ἦ τῶι σῶι πόσει : καὶ νῦν φέρουσά σοι νέους ἥκω λόγους ,
τοῦ φαρμάκου . διὰ ταῦτα μὲν οὖν ἐπὶ τοῦ καθαρτικοῦ πόσει κελεύει τῆς πτισάνης ἐπιρροφεῖν : ἀρξαμένης δὲ γίνεσθαι τῆς
4054605 πολυτιμος
πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής ,
ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων , βασιλεῖ ποθητός
4045731 γραυς
ἢ τῆς ἑσπέρας σαπροὺς ἅπαντας ἀποφέρωσιν οἴκαδε . κἀνταῦθα καὶ γραῦς καὶ γέρων καὶ παιδίον πεμφθεὶς ἅπαντες ἀγοράσουσι κατὰ τρόπον
πρεσβῦτις : ἡ Γοργώ φησιν , ὅτι χρησμοὺς ἀποφοιβάσασα ἡ γραῦς ἀπῆλθεν . πάντα γυναῖκες ἴσαντι : ἴσασι , ὅπως
4026539 ἐκαθαιρετο
ἐμέσαι ὁ κυών . οὕτως καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ λαβὼν ἐκαθαίρετο : ἐτίθετο οὖν τὴν πεῖραν ἐν ἀσφαλεῖ . τοῖς
δὲ ὁ ἐν Χαλκίδι πίνων ἑλλέβορον οὔτε ἤμει οὔτε ὅλως ἐκαθαίρετο , ἀλλ ' ὥς τι τῶν συνήθων προσεφέρετο καὶ
4005594 κατωτερικον
ῥῖνας ἐνθεὶς αὐτῷ φάρμακον , καὶ διαλιπὼν ὀλίγας ἡμέρας , κατωτερικὸν δὸς φάρμακον πιεῖν : ἢν γὰρ μὴ καθήρῃς ,
πλευρίτιδι ἐχόμενος , ἀπέθανεν ἑβδομαῖος παρακόπτων : φάρμακον δὲ ἔπιε κατωτερικὸν ταύτῃ τῇ ἡμέρῃ , τῇ πρόσθεν κατανοέων , καὶ
3942708 κεχλιασμενον
ἐρίου , ἐγκαθιζέτω ἡ γυνὴ εἰς οἶνον μέλανα αὐστηρὸν ποσῶς κεχλιασμένον ἢ εἰς ἀφέψημα βάτου ἢ σμύρνης ἢ σιδίων .
ἐρίῳ πυριῶ τοὺς περιωδυνοῦντας ἐμβαλὼν τόδε τὸ φάρμακον ὧδέ πως κεχλιασμένον ἐν ὠτεγχύτῃ μετρίως οὕτως , ὡς πυνθανομένων ἡμῶν τοῦ
3941120 Κρατωνος
Ἅβρων Ἅβρωνος , πλατύς Πλάτων Πλάτωνος , κράτος , Κράτων Κράτωνος , κλέος Κλέων Κλέωνος , κῦδος Κύδων Κύδωνος ,
τὴν Πυθίαν , καὶ ἔχρησε ταῦτα , Ἔντιμ ' ἠδὲ Κράτωνος ἀγακλέος υἱὲ δαΐφρον , ἐλθόντες Σικελὴν καλὴν χθόνα ναίετον
3926909 περιπαθης
τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη . καὶ ἡ Κλυταιμνήστρα δὲ περιπαθὴς γενομένη τὴν Κασσάνδραν σὺν αὐτῷ τῷ Ἀγαμέμνονι ἀποκτείνει ,
τὸν αἰγιαλὸν ἀφικνεῖτο ζητῶν καὶ ὅτι μὴ τυγχάνοι τοῦ φίλου περιπαθὴς ὤν , οὔτ ' οὖν καλοῦσιν ἔτι προσῄει τοῖς
3911060 ἐδειπνησεν
ἔχοντος , ὡς ἠρώτα αὐτὸν ὁ ἰατρὸς μὴ εἰς ἔμετον ἐδείπνησεν , οὐκ ἔγωγε , εἰπεῖν , ἀλλ ' εἰς
τὴν τοῦ πάσχειν λογίζονται συμφορὰν τῇ τοῦ ποιεῖν ἡδονῇ . ἐδείπνησεν ὁ Τηρεὺς δεῖπνον Ἐρινύων : αἱ δὲ ἐν κανῷ
3905170 ἐνεμεινεν
λαχών , ταύτης , ὡς αὐτός φησιν , ἀδίκως ἀποδιαιτηθείσης ἐνέμεινεν . νὴ Δί ' , ἀπράγμων γάρ τις ἴσως
τὸ κεῖθι [ ἐγένετο ἀπὸ κεῖθι ] , πρῶτον ὅτι ἐνέμεινεν ἡ δίφθογγος , δεύτερον ὅτι μᾶλλον ἀποκοπή ἐστι τὸ
3868116 περιεπεσεν
γὰρ ηʹ μηνὶ συμπληρουμένῳ καὶ ἕως μέρους τοῦ θʹ σπασμοῖς περιέπεσεν , ὥστε μικροῦ δεῖν κινδυνεῦσαι . τὸ μὲν οὖν
καθηιρέθη καὶ ἡ τῶν τριάκοντα τυραννὶς κατέστη καὶ πολλαῖς συμφοραῖς περιέπεσεν ἡ πόλις , ἃς ἠκρίβωσε Θεόπομπος . . .
3858784 πεμπτῃ
δὲ ἐνταῦθα ἠμέληνται κατ ' ἀρχάς : τετάρτῃ δὲ ἢ πέμπτῃ μάλιστα ἡμέρᾳ τῶν μὲν ἤδη τοῦ θυμοῦ τὸ πολὺ
ὡς ἐξ ὠοῦ , ὕπωχρον . Τετάρτῃ ἐς νύκτα καὶ πέμπτῃ ὑποπαρελήρει : καὶ ἡ ὀδύνη τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ
3844746 λειψειν
τάγμα ποσόν . εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ὀμνύναι αὐτοὺς μὴ λείψειν τὴν τάξιν . Ἐξαμβλοῦν . διαφθείρειν τὸ κατὰ γαστρὸς
ἔειπεν Μυρμιδόνων τὸν ἄριστον ἔτι ζώοντος ἐμεῖο χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο . ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀμφίβολον ,
3841980 παιδιου
εἶδος συκῆς μέλανα καρπὸν ποιούσης . ἐξεθρεψάμην : ὡς ἐπὶ παιδίου εἶπεν Γ ἢ ἀνθρώπου τὸ Γ “ ἐξεθρεψάμην ”
καταμήνια , καὶ τὰς μήτρας μᾶλλον στομοῦσθαι , οἷα τοῦ παιδίου χωρήσαντος διὰ σφέων καὶ βίην καὶ πόνον παρασχόντος :
3840579 γαμηλιων
πρὸς τὰς παρθένους ἐν ταῖς Τοξότισιν : ᾄδοντος ἁγναῖς παρθένοις γαμηλίων λέκτρων ἀτειρὴς βλεμμάτων ῥέπει βολή . καὶ διαλιπὼν προσέθηκεν
, ὡς νενόμισται ἄγειν συμπόσια περὶ τοὺς γάμους τῶν τε γαμηλίων θεῶν ἕνεκα καὶ τῆς οἱονεὶ μαρτυρίας . τὸ δὲ
3831921 πρεσβυτης
τε τραυματίαι φοράδην ἐξεκομίζοντο πονηρῶς ἔχοντες , καὶ μάλιστα ὁ πρεσβύτης ὁ Ζηνόθεμις ἀμφοτέραις τῇ μὲν τῆς ῥινός , τῇ
τοῦ Καυδίου , φερόμενον ὑπὸ γήρως ἁμάξῃ . καὶ ὁ πρεσβύτης ἔφη : “ ἓν ἔστιν , ὦ παῖ ,
3831296 ἑκτῃ
τὸ Ἄργος τοῦτο διατίθεσθαι τὸν φόρτον . Πέμπτῃ δὲ ἢ ἕκτῃ ἡμέρῃ ἀπ ' ἧς ἀπίκοντο , ἐξεμπολημένων σφι σχεδὸν
Οἰβώτᾳ γὰρ ἀνδρὶ Δυμαίῳ , σταδίου μὲν ἀνελομένῳ νίκην ὀλυμπιάδι ἕκτῃ , εἰκόνος δὲ ἐν Ὀλυμπίᾳ περὶ τὴν ὀγδοηκοστὴν ὀλυμπιάδα
3829268 τεθνηκεν
' αὐτόν ; τί δ ' ] οὐκ , εἰ τέθνηκεν , τούτου αἰτία εἶ σύ , ἐπεὶ οὐ ζῶσαν
Ἀττικοῖς παρολκῇ τοῦ μαλα γίνεται , καθάπερ ἦ μάλα δὴ τέθνηκεν . ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ . τὸ δὲ
3824155 συνδιατριβων
τούτου ; τίς δὲ πατήρ , ἐὰν ὁ παῖς αὐτοῦ συνδιατρίβων τῳ σωφρονῇ , ὕστερον δὲ ἄλλῳ τῳ συγγενόμενος πονηρὸς
μέμψεως δὲ μετ ' ὀλίγων ἐγένετο κρείττων καὶ ταῦτα συνεχῶς συνδιατρίβων τε καὶ τραπέζης κοινωνῶν καὶ τῶν μετὰ μεσημβρίαν πόνων
3809138 νεωστι
ἄλλην . ἐνταῦθα οὖν ὁ ἐλέφας τῇ προβοσκίδι λαβόμενος τὴν νεωστὶ ἀφιγμένην ἄγει τῆς νεκροῦ πλησίον καὶ τοῖς κέρασιν ἀνορύξας
Εἰ μὲν ἐξαίφνης εἰσβάλλῃ ἡ νεφριτικὴ διάθεσις καὶ ὁ κάμνων νεωστὶ βεβρωκὼς εἴη καὶ τὰ σιτία παντελῶς ἄπε - πτα
3800141 τραφεις
δ ' , ὡς ἐν ἱερῶι μάντεσίν τ ' ἐσθλοῖς τραφείς , οἰωνὸν ἔθετο κἀκέλευς ' ἄλλον νέον κρατῆρα πληροῦν
καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς . Ποῖα δή , ἔφη , ταῦτα ; Ὁ
3775628 παιδιον
ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις τὴν κόπρον λαμβάνειν , πρὸ τριῶν
ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ
3757289 νεοττον
παραπλήσιον : ἐῴκει γὰρ τῇ μὲν λεκίθῳ , ἥν τινες νεοττὸν ὑπάρχειν λέγουσι , τὰ ἠθικά , τῷ δὲ λευκῷ
βίων . λέγεται δ ' ὅτι Σωκράτης ὄναρ εἶδε κύκνου νεοττὸν ἐν τοῖς γόνασιν ἔχειν , ὃν καὶ παραχρῆμα πτεροφυήσαντα
3742514 κυουσα
ἔπειτα πῖσαι δάφνης φύλλα ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ . Ὅταν γυνὴ κύουσα προσρέηται , ὀνίδα ξηρὴν καὶ μίλτον καὶ ὄστρακον σηπίης
διὸ καὶ γηγενὴς καλεῖται . Ἐλάρη μήτηρ Τιτυοῦ , ὃν κύουσα ἐκ Διὸς καὶ ἀδυνατοῦσα γεννῆσαι διὰ τὸ μέγεθος τοῦ
3734213 ἀκρατεστερος
ἢ διὰ παχύτητα γινομένας πνεύματος ἢ διὰ ψῦξιν , οἶνος ἀκρατέστερος πινόμενος ὀνίνησιν , ὕπνος δὲ ἐπιγενόμενος καὶ τελέως αὐτὰς
ἢ διὰ παχύτητα γινομένας αἵματος ἢ διὰ ψῦξιν οἶνος πινόμενος ἀκρατέστερος μετὰ τροφὴν ὀνίνησιν : ὕπνου δ ' ἐπιγενομένου ,
3733399 πιεται
εὕδων καὶ κεκρυμμένος νέκυς ψυχρός ποτ ' αὐτῶν θερμὸν αἷμα πίεται , εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεὺς χὠ Διὸς Φοῖβος σαφής
, μεθύων τε ταῖς πόρναισι λοιδορήσεται , κἀκ τῶν βαλανείων πίεται τὸ λούτριον . Εὖ γ ' ἐπενόησας οὗπέρ ἐστιν
3729954 αὐτει
διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται : τουτεῖ : τινεῖ : αὐτεῖ : ἐκεῖ . Τὰ κατὰ ἀποκοπὴν εἰς ει λήγοντα
Θάρσει : καιρῶι γάρ σοι ἀφίξομαι , ἀλλὰ μέν ' αὐτεῖ , τοῖς Λακεδαιμονίοις χαλεπὰς ἀπὸ κῆρας ἐρύξας , οὕνεκα
3725611 Ἐχεκρατες
τοῦτο , ὦ Φαίδων ; Τύχη τις αὐτῷ , ὦ Ἐχέκρατες , συνέβη : ἔτυχεν γὰρ τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης
δεσμωτηρίῳ , ἢ ἄλλου του ἤκουσας ; Αὐτός , ὦ Ἐχέκρατες . Τί οὖν δή ἐστιν ἅττα εἶπεν ὁ ἀνὴρ
3716420 ἐπακολουθων
δεθείσης θηλείας καὶ συρομένης λίνῳ ὑπὸ τοῦ ἁλιέως , ἕτερος ἐπακολουθῶν θηρεύεται , οὐ μόνον δ ' εἷς , ἀλλὰ
θολοῦσθαι ἀπὸ τῶν ἐν Ὀλυμπίαι βουθυσιῶν : ὅ τε Πίνδαρος ἐπακολουθῶν τούτοις εἴρηκε τάδε ἄνπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ , κλεινᾶν Συρακουσσᾶν
3710644 ἐκυησεν
ἐχαλκούργησεν . Βησαντίδα τὴν Παιόνων βασίλισσαν , ὅτι παιδίον μέλαν ἐκύησεν , Δεινομένης διὰ τῆς ἑαυτοῦ τέχνης μνημονεύεσθαι παρεσκεύασεν .
ὅστις ὑπεισελθὼν ἔσπειρε τῆς ἰδίας ἐνεργείας τὸ σπέρμα , καὶ ἐκύησεν ὁ νοῦς τὸ σπαρέν , μοιχείας , φόνους ,
3706420 λοχειας
Σωκράτης φησὶ τῇ Εἰλειθυίᾳ κύνα θύειν διὰ τὴν ῥᾳστώνην τῆς λοχείας . . . : Ἐν δ ' Ἄργει λευκὰ
ἀδελφιδή , ἔγημε , καὶ τεκοῦσα τῇ εἰκοστῇ ἡμέρᾳ τῆς λοχείας τέθνηκεν : ἀναλαβὼν οὖν ὁ Φίλιππος τὸ παιδίον ἔδωκε
3699787 σχολαζοντων
γεωδαισίας . ὥσπερ δὲ ἡ εὕρεσις τῶν τοιούτων ὑπὸ τῶν σχολαζόντων , οὕτω καὶ ἡ περὶ ταῦτα ἐνέργεια σχολῆς δεῖται
οὔτε θάλπος οὔτε κρυμὸν ἐκτρεπόμενος , ἄθυρμα νηπίων καὶ μειρακίων σχολαζόντων . συνελάσαντες τὸν ἄθλιον ἄχρι τοῦ γυμνασίου καὶ στήσαντες
3695042 συνεγενετο
ἐτελεύτησε δὲ τρίτον ἄγων καὶ πεντηκοστὸν ἔτος . ὅτε δὲ συνεγένετο ἐν Αἰγύπτῳ Χονούφιδι τῷ Ἡλιου - πολίτῃ , ὁ
ὡμίλησεν , Ἀρκεσιλάου δὲ ἠκροᾶτο τοῦ φιλοσόφου , καὶ ὅτι συνεγένετο Πτολεμαίῳ τῷ Εὐεργέτῃ , τάλαντα δώδεκα τὸν ἐνιαυτὸν λαμβάνων
3674099 παρῃνεσε
Ὡς δ ' εἰς ἓν συνῆλθε Κύρῳ ἡ δύναμις , παρῄνεσε τούτους . Ζήτει ἐν τῷ Περὶ δημηγοριῶν . Ἐκ
τε περὶ αὑτὸν ἀξίωμα καὶ τὸ τῆς πατρίδος ἐπιεικές , παρῄνεσε τῇ συγκλήτῳ σχετλιάζων , εἰ μὴ τὸν ἀνθρώπινον φόβον
3667337 ὑποκρουσας
κοινωνοῦμεν ; μὰ Δί ' ἀλλ ' ἔφθης μ ' ὑποκρούσας . τοῦτο γὰρ ἤμελλον ἐγὼ λέξειν : τὴν γῆν
: ἐρίφιον ἐτακέρωσε , πνικτὸν διέλαβεν , περικομματίῳ διεγίγγρας ' ὑποκρούσας γλυκεῖ , ἰχθὺν παρεισεκύκλησεν οὐδ ' ὁρώμενον , λάχανον
3654597 χαριζομενας
περὶ τὸν Ἱμέραν μέρεσιν , ἐν οἷς τὰς μὲν Νύμφας χαριζομένας Ἀθηνᾷ τὰς τῶν θερμῶν ὑδάτων ἀνεῖναι πηγὰς κατὰ τὴν
περὶ τὸν Ἱμέραν μέρεσιν , ἐν οἷς τὰς μὲν Νύμφας χαριζομένας Ἀθηνᾶι τὰς τῶν θερμῶν ὑδάτων ἀνεῖναι πηγὰς κατὰ τὴν
3630536 θαῤῥων
, τῷ συμφέροντι φιλοτιμούμενος : καὶ γὰρ ἐν τῇ εὐεργεσίᾳ θαῤῥῶν καὶ σεμνυνόμενος τὸ πᾶν οἰκειοῦται τῆς πράξεως , εἰ
εἶπεν , λεκτέον , ὅτι ὀργιζόμενος διὰ τὰς πληγὰς καὶ θαῤῥῶν τῇ τοῦ δήμου χειροτονίᾳ κατέδραμεν : ὥστε δι '
3630386 πορφυρεου
τριῶν φῦναι πατέρων , ἔνθεν Τριτογένειαν καλεῖσθαι . τὸ δὲ πορφυρέου κριοῦ τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ . φὼρ ἀνέθηκε κριοῦ :
εἰμὶ δὲ ταῖς Νύμφαισιν ὁμέψιος . ἀντὶ δὲ τοῦ πρίν πορφυρέου μέθυος λαρὸν ὕδωρ προχέω . εὔκηλον δ ' ἴθυνε
3626183 ἐγκυοις
πᾶν ὁμοιωθέντα . διελθόντος δὲ τοῦ κατὰ φύσιν χρόνου ταῖς ἐγκύοις , τὸν μὲν Δία πρὸς τὴν Ἡρακλέους γένεσιν ἐνεχθέντα
τοῦ δὲ θέρους ἡ ἀρχὴ ἔαρι ἔσται ὁμοία . ταῖς ἐγκύοις γυναιξὶν ἐπικίνδυνον ἔσται τὸ ἔτος . Δημόκριτος δέ φησιν
3621524 προσβαλλων
ἔχουσα χρυσοῦν στέφανον ἐλαίας εὐμεγέθη , πρὸς ὃν ὁ ἥλιος προσβάλλων τὰς ἀκτῖνας κατεσκεύαζε τὴν αὐγὴν ἀποστίλβουσαν καὶ σειομένην ,
τῆς ἐν αὐτῷ οὐσίας προσηνοῦς τῇ ἁφῇ ὑγρασίαν καί τινα προσβάλλων . Αὐχμηρός ἐστι σφυγμὸς , ὥστε ἐκδεδαπανῆσθαι μὲν τὴν
3619751 διαβρεχε
προεφεψήσας ἐν αὐτῷ φοίνικας , μελίλωτα , ἀψίνθιον καὶ οὕτω διάβρεχε : εἰ δὲ ὑπὸ σπληνὸς φαίνοιτο καὶ μηδὲ οἱ
πυῤῥὰς ποιῆσαι τρίχας . τὴν στυπτηρίαν ἐν ὕδατι ἑψήσας καὶ διάβρεχε δυοῖν ἡμερῶν τὰς τρίχας , καὶ μετὰ τοῦτο διάκλυζε
3608313 τριτῃ
- ριήσας πῖσαι ἐλατήριον : κάτω δὲ αὖθις ὑποκαθῆραι τῇ τρίτῃ ὀνείῳ γάλακτι . Τὰ δὲ ἄλλα ῥοφήματά τε καὶ
ἅμα καὶ θερμῆς εἰσι δυνάμεως , καὶ κείσθωσαν ἐν τῇ τρίτῃ τάξει τῶν θερμαινόντων τε καὶ ξηραινόντων . ἔστι δὲ
3605318 Προιτισιν
υἱὸς σύγγαμβρος ἦν Πολυνείκους . πύλαισι ] στῆναι . Ξ Προιτίσιν ] Προιτὶς ὀξυτόνως . Προιτίσι ] οὕτω καλουμέναις ἀπὸ
τὰ ὀνόματα ἐπυνθανόμην σφίσιν ἀπό τε Ἠλέκτρας ἀδελφῆς Κάδμου καὶ Προιτίσιν ἀπὸ ἀνδρὸς τῶν ἐπιχωρίων : ἡλικίαν δὲ Προίτου καὶ
3604948 ὡρᾳ
σφόδρα θερμὴν καὶ διακαῆ ἔχουσι τὴν κεφαλήν , ἄμεινον αὐτοῖς ὥρᾳ θέρους ἀλείφεσθαι ῥοδίνῳ τῷ καλλίστῳ , ἐκ μόνων ῥόδων
λιθίνους . . . ὅταν ἦθος ἁγνὸν καὶ κόσμιον ἐν ὥρᾳ καὶ χάριτι μορφῆς διαφανὲς γένηται , καθάπερ ὄρθιον ὑπόδημα
3596862 οἱμος
ἔμπνοα βόσκει , οὐδ ' ὁπόσον πήχυιον ἐς Ἄιδα γίγνεται οἷμος , οὐδ ' εἰ Παιήων φαρμάσσοι , ὅτε μοῦνον
γὰρ τοῦ κείομαι κεῖμαι κοίμη , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ οἷμος οἴμη . Τὰ διὰ τοῦ ημη δισύλλαβα βαρύτονα τὸ
3589141 ἱστορει
τῶν ἐγχωρίων βαλλὴν , ὅπερ μεθερμηνευόμενόν ἐστι βασιλεὺς , καθὼς ἱστορεῖ Ἑρμησιάναξ Κύπριος ἐν βʹ Φρυγιακῶν . Σκάμανδρος ποταμός ἐστι
δὲ Ξενοφῶν ἐν τῷ περὶ τῶν καρκινωμάτων εἶδός τι ἀκροχορδόνος ἱστορεῖ κακόηθες καὶ καρκινῶδες , οὕτω γράφων : Προσαγορεύεται δὲ
3576193 συνωριδι
, πολύ γε μᾶλλον ἢ εἴ τις ὑμῶν ἵππῳ ἢ συνωρίδι ἢ ζεύγει νενίκηκεν Ὀλυμπίασιν : ὁ μὲν γὰρ ὑμᾶς
, Λακεδαιμόνιοι δὲ Εὐρυλεωνίδα λέγουσιν εἶναι : νίκην δὲ ἵππων συνωρίδι ἀνείλετο Ὀλυμπικήν . παρὰ δὲ τῆς Χαλκιοίκου τὸν βωμὸν
3576187 κοιμωμενος
ἄνευ νόσου γενήσεται : πυρέξας γάρ τις ἐπὶ τρισὶν ἡμέραις κοιμώμενος διετέλεσε , τά τε βρέφη καὶ ὅσοι τὴν δίαιταν
εἰς Δῆλον ἐξορμήσας πανηγυρικῶς μᾶλλον ἢ στρατιωτικῶς ἀναστρεφόμενος καὶ ἀφυλάκτως κοιμώμενος , Ὀροβίου τοῦ Ῥωμαίων στρατηγοῦ ἐπιθεμένου ἐν ἀσελήνῳ νυκτὶ
3575936 φησιν
τὰ περὶ τῆς Πλειάδων ἐπιτολῆς ἐπέξεισιν : ὅταν γὰρ , φησὶν , Εὐριπίδης λέγῃ καὶ ἑπτάποροι Πλειάδες αἰθέριαι , οὐ
Λέγει τὶς παλαιὸς ἀνήρ : μάλιστα γὰρ τῆς γῆς , φησὶν , ἡ ἀρίστη τὰς μεταβολὰς τῶν οἰκητόρων ἐλάμβανεν :
3573528 κυλιει
τοῖς βρέφεσιν , ἐνταῦθα αὐτὸς μὲν ἑαυτὸν πρὸ τῶν ποδῶν κυλίει τῶν τοῦ θηρατοῦ , καὶ ἐνδίδωσιν ἐλπίδα τοῦ δύνασθαι
γονικὴν καταλειφθεῖσαν τοῖς υἱέσι , χελιδόνα ζωγραφοῦσιν : ἐκείνη γὰρ κυλίει ἑαυτὴν εἰς πηλόν , καὶ κτίζει τοῖς νεοττοῖς φωλεόν
3573202 σχετλιος
Ἑλλήνων οἱ περὶ ποίησιν καὶ ἱστορίαν σοφοὶ περὶ μὲν Ἡρακλέους σχέτλιος , οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ ' οὐδὲ τράπεζαν τὴν
νύ ποθ ' Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν . καὶ οὕτω σχέτλιος ἦν καὶ ὑβριστὴς ὥστ ' οὐδὲ τοσοῦτον ἐνέμεινεν ἐκτελέσαι
3570152 Εὐαθλου
' ἦν ποίημα , ἐν ᾧ Καλύκη τις ὄνομα ἐρῶσα Εὐάθλου νεανίσκου εὔχεται τῇ Ἀφροδίτῃ γαμηθῆναι αὐτῷ . ἐπεὶ δὲ
παρ ' ἡμῖν τοῖς νέοις ” . αὐτοῦ ] τοῦ Εὐάθλου . Γ τὰς γραφάς ] τὰς δίκας . Γ
3565776 γοναις
, Εὐμενίδων γενέτειρα , ὑποχθονίων βασίλεια , ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην , μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος , Ὡρῶν
καὶ φρύγετρον , τὸ μὲν φρύγετρον Πολυζήλου εἰρηκότος ἐν Διονύσου γοναῖς , οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρόν γε
3557416 ἀνασυραμενος
καύματος ὄντος , ὁ Ξάνθος ἐν τῷ περιπατεῖν τὸν χιτῶνα ἀνασυράμενος οὔρει . ὅπερ ἰδὼν Αἴσωπος καὶ τῶν ἱματίων ἐκείνου
, ὁ δὲ βδελυρὸς τοιοῦτος , οἷος ἀπαντήσας γυναιξὶν ἐλευθέραις ἀνασυράμενος δεῖξαι τὸ αἰδοῖον . καὶ ἐν θεάτρῳ κροτεῖν ,
3550003 γαστριον
τέχνην . καινὸς γάρ ἐστιν οὑτοσὶ Παλαίφατος . μετὰ ταῦτα γαστρίον τις ὠνθυλευμένον προϊόντος εἰσηνέγκατ ' ἤδη τοῦ χρόνου :
σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας ἴσως . . . ἔοικεν
3549647 Κριτοβουλου
τούτων ἀποφέρειν τῷ βασιλεῖ τρισχιλίους χρυσίνους συμπαρόντος γε καὶ αὐτοῦ Κριτοβούλου τότε ἐν Ἀδριανουπόλει τε καὶ συμπράττοντος . δεξάμενος δὲ
καὶ νύμφαι τύχωσιν οὖσαι , ὥσπερ ἡ Νικηράτου τοῦδε καὶ Κριτοβούλου , μύρου μὲν οὐ προσδέονται . καὶ ἡ ὑποστροφή
3536217 ὀδυνωμενος
σοι ἄνθρωπος ἂν εὖ ζῆν , εἰ ἀνιώμενός τε καὶ ὀδυνώμενος ζῴη ; Οὐκ ἔφη . Τί δ ' εἰ
: καὶ τίς ἡμῶν οὐ χαίρει τῇ πανηγύρει ταύτῃ καὶ ὀδυνώμενος αὐτῆς ἀπαλλάσσεται ; μὴ γίνου δυσάρεστος μηδὲ κακοστόμαχος πρὸς
3533830 Λεοντισκος
: ] / Πυθοκλῆς [ Ἠλεῖος πένταθλον : ] / Λεοντίσκος [ Μεσσήνιος ἀπὸ Σικελίας πάλην : ] / Ἀρίστων
περὶ τὸν ἀγῶνα τύχη τὸν Ὀλυμπικόν . ὅτι γὰρ μὴ Λεοντίσκος καὶ Σύμμαχος τῶν ἐπὶ πορθμῷ Μεσσηνίων , ἄλλος γε
3531517 νοσησας
ἀσθενείας ἐπελθὸν φάσμα ἔλεγε τοιάδε , ἐγὼ τὴν αὐτὴν νόσον νοσήσας περιιόντι τῷ δεκάτῳ ἔτει , βουλομένου τοῦ Ἀσκληπιοῦ πορευθεὶς
φοβεῖται , εἰ ἴδῃ γαλῆν διὰ νόσον , ἤτοι μανίαν νοσήσας . καὶ τῶν ἀφρόνων ὅσοι μὲν ἐκ φύσεως εἰσὶν
3530734 προσεθιζειν
διὰ γαστρὸς ἢ δι ' ἱδρώτων . δεῖ δὲ μὴ προσεθίζειν ἑαυτὸν ἑνὶ τρόπῳ διαίτης : ἀνάγκης γάρ ποτε καταλαβούσης
τοῖς αὐτόθι ἀνδράσιν , καὶ εἰ μὲν θῆλυ ἀποκυήσειαν , προσεθίζειν τῆι αὐτῆι ἀγωγῆι , εἰ δὲ ἄρρεν , τοῖς
3525564 τυχουσαις
ἀντιλέγειν εἰωθότων : ἀπορίαις γὰρ κατ ' αὐτοῦ οὐ ταῖς τυχούσαις καθοπλίζονται . ἀλλὰ πρῶτον καὶ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἀντικεῖσθαι
κεφαλαίῳ δέδωκε τὴν ἰσχύν : καὶ οὐδὲ ἁπλῶς λέξεσι ταῖς τυχούσαις χρησάμενος , ἀλλὰ μετὰ βαρύτητος : ἐν γοῦν τῷ
3523996 ἁβραις
παρθένον δίχα τεμεῖν . τὰ ἡμίτομα ἐπὶ κλίναις βεβλημένα μάλα ἁβραῖς , καὶ στρωμναῖς ὕφει τινὶ ὑπερηφάνῳ κεκοσμημέναις ἐπιθέντας ,
Ἀθῆναι . ἐν δὲ φερεσταφύλοις Ἐρυθραῖς ἐκ κλιβάνου ἐλθὼν λευκὸς ἁβραῖς θάλλων ὥραις τέρψει παρὰ δεῖπνον . ἔστω δή σοι
3505151 βρεφος
τῆς Σμύρνης διὰ ἔργον ἀθέμιστον ἑαυτὸν ἀνεῖλε , τὸ δὲ βρέφος Διὸς βουλῇ τρεφόμενον ὠνόμασαν Ἄδωνιν καὶ αὐτὸν Ἀφροδίτη πλεῖστον
μὲν ἡ τροφὸς ἀντιλαμβάνεται τῆς σφίγξεως , μᾶλλον δὲ τὸ βρέφος τῷ ἐξ αὐτῆς γάλακτι τρεφόμενον . διὸ καὶ τοὐναντίον
3502919 νοσῳ
νόσῳ καὶ πολὺν χρόνον νοσήσας , ὅτι γενναίως ἐνεκαρτέρησεν τῇ νόσῳ : ἢ εἴ τις ἐν πολέμῳ , ὅτι ὑπὲρ
μικρὸν καὶ ἀσφαλῶς κενῶσαι ἢ σπουδάζοντα καὶ θορυβούμενον ἅμα τῇ νόσῳ συνανελεῖν καὶ τὸν κάμνοντα . καλῶς μὲν οὖν καθαίρουσιν
3500994 γεγευμενη
οὔ με μὴ λάθῃ φλέγων ὀφθαλμός , ἥτις ἀνδρὸς ᾖ γεγευμένη : ἔχω δὲ τούτων θυμὸν ἱππογνώμονα . Πολλῶν δὲ
με μὴ λάθηι φλέγων ὀφθαλμός , ἥ τις ἀνδρὸς ἦι γεγευμένη . Πῶς ἄν τις αἴσθοιτο ἑαυτοῦ προκόπτοντος ἐπ '
3498261 παιδισκος
παιδάριον δὲ τὸ ἤδη περιπατοῦν καὶ τῆς λέξεως ἀντεχόμενον , παιδίσκος δὲ ὁ ἐν τῇ ἐχομένῃ ἡλικίᾳ , παῖς δὲ
παιδάριον δὲ τὸ ἤδη περιπατοῦν καὶ τῆς λέξεως ἀντεχόμενον , παιδίσκος δὲ ὁ ἐν τῇ ἐχομένῃ ἡλικίᾳ , παῖς δὲ
3497733 Κτησικλης
ἦρχον δ ' Ἀθήνησι | Πυθόδηλος [ ] Εὐαίνετος | Κτησικλῆς [ ] ? [ ] Νικοκράτης | . τούτων
Θεοκρίνης ὀφείλει νυνὶ κατὰ τὸν νόμον . οὐ γὰρ ἐὰν Κτησικλῆς ὁ μέτοικος συγχωρήσῃ τούτῳ , πονηρὸς πονηρῷ , μὴ
3494563 ἀζυξ
ἄλλου , ἢ μόνη μενεῖς ἀπ ' ἀνδρὸς οἷόν περ ἄζυξ . ἀλλ ' ἀμελήσεις τοῦ οἴκου καὶ καταφθερεῖς τὸν
κακόν : ἐπὶ πάνυ γηραιοῦ εἴποις ἄν . περίζυξ καὶ ἄζυξ : Εὔπολις καὶ Ἀριστοφάνης . . παραξόνια : τὰ
3491284 Συμμικτων
παλαιὸν ἐκεῖνον [ καὶ ] κνισοκόλαξ . Καλλίστρατος ἐν ζʹ Συμμίκτων φησὶν ὡς ἑστιώμενος παρά τισι Σιμωνίδης ὁ ποιητὴς κραταιοῦ
καὶ προβεβηκώς διαφέρει . Ἀλεξίων δηλοῖ ἐν ἐπιτομῇ τῶν Διδύμου Συμμίκτων , λέγων οὕτως : Ἐκ τῶν Ἀριστοφάνους περὶ ἀνθρώπου
3487548 ηὐξατο
δὲ ψυχὴν ἀλογίστους . ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος ηὔξατο τοῖς θεοῖς ἑκατόμβην τελέσαι , εἰ περισώσειαν αὐτόν .
δὲ αὐτὸν ὁ Πόντος : ὁ δὲ Δημαροῦς φυγῆς θυσίαν ηὔξατο . ἔτει δὲ τριακοστῶι δευτέρωι τῆς ἑαυτοῦ κρατήσεως καὶ
3486199 διαβεβαιουται
Ἐνεργεστέραν ὁ αὐτὸς Δημόκριτος ἴασιν τοῦ σπληνὸς τοῖς ἀνθρώποις ἔσεσθαι διαβεβαιοῦται , εἰ ἄνθραξι σίδηρον πυρώσας ἀποσβέσῃς ὕδατι , εἶτα
, ἁρμοδία ταῖς ἀρχαῖς ἐξ ὧν ὁ συλλογισμός . καὶ διαβεβαιοῦται ἐκ τούτου τὸ εἶναι ἀρχὰς καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀνάγκην
3481690 ἐπιε
μοι πάρεχε τὴν ἐκεῖ μετὰ σοῦ δίαιταν εὐδαίμονα . Εἰποῦσα ἔπιε τὸ φάρμακον , καὶ εὐθὺς ὕπνος τε αὐτὴν κατεῖχε
ἠγωνίσαντο . παρὰ δὲ Λοκροῖς τοῖς Ἐπιζεφυρίοις εἴ τις ἄκρατον ἔπιε μὴ προστάξαντος ἰατροῦ θεραπείας ἕνεκα , θάνατος ἦν ἡ
3481307 Πυτινῃ
τινὲς δέ φασιν αὐτὸν Σύρον . καὶ Κρατῖνος δὲ ἐν Πυτίνῃ : Ὑπέρβολον δὲ ἀποσβέσας ἐν τοῖς λύχνοισι γράψον .
εἴη ἕτερος , Λυσωνίδου πατρός , οὗ καὶ Κρατῖνος ἐν Πυτίνῃ ὡς οὐ πονηροῦ μνημονεύει . . . πρόπεμπτα .
3481114 ὀψωνει
, οὗ Ἀλκμήνη , ἧς Ἡρακλῆς . Οὐδεὶς δυσώνης χρηστὸν ὀψωνεῖ κρέας . Οὐδεὶς κομήτης ὅστις οὐ περαίνεται : λέγουσι
πρὸς καππάριον ζῇς δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν . Δελφοῖσι θύσας αὐτὸς ὀψωνεῖ κρέας . τουτὶ μὲν ᾔδη πρὶν Θέογνιν γεγονέναι .
3480186 ἐπισκεψομενος
καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο . ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν , καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα
ἐκ τοῦ πολέμου οὐκ ἐπὶ μισθίους καὶ ποιμένας ἀπῆλθεν , ἐπισκεψόμενος τὰ ἴδια θρέμματα , ἀλλ ' ὥρμησεν ἐπὶ τῷ
3479946 μυθευομενῃ
λεγομένας μίξεις οὐ παραπλησίας τῇ τοῦ οὐρανοῦ πρὸς τὴν γῆν μυθευομένῃ μίξει νοήσομεν ; ἀλλ ' ἐπανέλθωμεν ὅθεν εἰς ταῦτα
τὴν ἑπτάδα ἐπωνόμαζον : Ἀθηνᾶν μέν , ὅτι παραπλησίως τῇ μυθευομένῃ παρθένος τις καὶ ἄζυξ ὑπάρχει , οὔτε ἐκ μητρὸς
3476363 σπασθεις
τοὺς πόνους . Οἱ γὰρ ὑμένες τεινόμενοι καὶ ὁ ὀμφαλὸς σπασθεὶς ὀδύνας ποιέει τῇ μητρί : καὶ τὸ ἔμβρυον ἐκ
, κακόν . Ἢν μεθύων ἐξαίφνης ἄφωνός τις γένηται , σπασθεὶς ἀποθνήσκει , ἢν μὴ πυρετὸς ἐπιλάβῃ , ἢ ἐς
3474046 μητρυια
τεθνεὼς ἐπὶ σημείοις φαρμάκων : καὶ ἀντεγκαλοῦσιν ἀλλήλαις ἡ τε μητρυιὰ καὶ ἡ αἰχμάλωτος . Παθητικὸν τὸ ζήτημα : χηρεύει
τῇ δυνάμει . πολλάκις δὲ καὶ ὁ πατρωὸς καὶ ἡ μητρυιὰ ξενιτείας καὶ ἀποδημίας γίνονται σύμβολα : ἐοίκασι γὰρ πατὴρ
3471345 ῥοφηματι
ὁ Ἀ . τοῦ μέντοι θεοῦ ἡμῶν εἶπεν ἐν τρυβλίου ῥοφήματι αἱ ἐλπίδες κεῖνται . . . περὶ δ '
δ ' ἐπιμένοι φερομένη , τῷ τε ἐκ χόνδρου ἄλικοϲ ῥοφήματι τρέφειν , παρακολουθοῦντα δηλονότι τοῖϲ ϲφυγμοῖϲ . ἔϲθ '
3469815 φονευσω
οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω . Πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν , καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ
Ὅμηρος [ . Α , ] νῦν ὕστατα λωβήσαιο . φονεύσω γάρ σε . σὸν ἔργον ὦ ' χελῶε :
3469681 Βιβλινον
δύο μὲν κατέκοψα νεοσσώς θηλάζοντά τε χοῖρον , ἀνῷξα δὲ Βίβλινον αὐτοῖς εὐώδη τετόρων ἐτέων σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ :
καὶ δίυγρος ἀπὸ τῆς τῶν πετρῶν ψύξεως . καὶ οἶνον Βίβλινον , ὃν ἀξιοῖ , παρ ' αὐτοῖς γεωργεῖσθαί φασι
3467483 ὁδοιπορος
, τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ ἀδίκῳ . Ὁδὸν ἀπιὼν ὁδοιπόρος γε πάλαι εὑρεῖν αἰτεῖ τῷ Διὶ καθ ' ὁδὸν
. Καὶ γὰρ τῶν ἐκ γῆς φυομένων παντοδαπὸς μὲν θεατὴς ὁδοιπόρος , ὁ δὲ γεωργός , ὑγιής : ὁ μὲν
3456145 Παρελθων
ἐκάλεσεν αὐτῷ συνήγορον Δημοσθένην , ἀλλ ' οὐκ ἐμέ . Παρελθὼν δ ' ὁ μισοφίλιππος Δημοσθένης , κατέτριψε τὴν ἡμέραν
εἷς δὲ τῶν βουλευτῶν ἦν Δημοσθένης ὁ ἐμὸς κατήγορος . Παρελθὼν δ ' ὁ Ἀριστόδημος , πολλήν τινα εὔνοιαν ἀπήγγειλε
3446069 δηλωσων
τέλει τῶν Ἰουδαίων ἱερεῖς τε καὶ ἄρχοντας , ἅμα μὲν δηλώσων τὰ ἀπὸ Γαΐου , ἅμα δὲ καὶ συμβουλεύσων ἀνέχεσθαι
, ἐγὼ δ ' ἐπέμφθην παρ ' αὐτῶν τῇ μητρὶ δηλώσων , ἐν αἷς εἰσὶ τύχαις . Ταύτην δὲ παρὰ
3445064 Λαρισσαιος
τούτους ἑψήσωμεν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χαρμίδης γὰρ ὁ Λαρισσαῖος ἀκούσας διηγουμένου τινὸς ἐν ὕδατι ζώσας ἰδεῖν ἐγχέλυας ,
ἀπ ' αὐτοῦ τοῦ κατὰ διαφορὰν ἐνδεικνυμένου . Φίλων ἐγένετο Λαρισσαῖος , φιλόσοφος Ἀκαδημικός , ἀκουστὴς Κλειτομάχου , τοῦ ἱκανὴν
3444565 δυστηνῳ
. „ ἡ δὲ τὸ στῆθος πατάξασα ” οἴμοι τῇ δυστήνῳ , ” φησίν , „ οὐδὲν γὰρ οὐδὲ σοφισαμένη
πρὸς τὰ Τροίας πεδία καὶ τὸν Ἀτρέως ἔχθιστον υἱὸν τῷδε δυστήνῳ ποδί ; Πρὸς τοὺς μὲν οὖν σε τήνδε τ
3443550 Ἐρυθραις
ὁρᾶν τὸ λοιπὸν τοῦ βίου φασίν . ἔστι δὲ ἐν Ἐρυθραῖς καὶ Ἀθηνᾶς Πολιάδος ναὸς καὶ ἄγαλμα ξύλου μεγέθει μέγα
, ἕως Ἱππότης ὁ Κνωποῦ ἀδελφὸς μετὰ δυνάμεως ἐπελθὼν ταῖς Ἐρυθραῖς ἑορτῆς οὔσης τῶν Ἐρυθραίων προσβοηθούντων ἐπῆλθε τοῖς τυράννοις καὶ
3443336 ῥηταις
δὲ προκείμενα τοῖς φυλάττουσιν αὐτοὺς ἆθλα , καὶ εἰ μὴ ῥηταῖς προστάξεσι μεμήνυκεν ὁ νόμος , ἀλλά τοι δι '
τούτου δὴ τοῦ Ἕλους ξόανον Κόρης τῆς Δήμητρος ἐν ἡμέραις ῥηταῖς ἀνάγουσιν ἐς τὸ Ἐλευσίνιον . πεντεκαίδεκα δὲ τοῦ Ἐλευσινίου
3437124 ἀπεθανεν
ὁ δὲ Πελίας , ἄνθρωπος γέρων καὶ ἀσθενής , πυριώμενος ἀπέθανεν . ἐντεῦθεν ὁ μῦθος . Εἴρηται περὶ Ὀμφάλης ὡς
ἐς γυναῖκα ὄνομα Λέαιναν . ταύτην γάρ , ἐπεί τε ἀπέθανεν Ἵππαρχος , λέγω δὲ οὐκ ἐς συγγραφὴν πρότερον ἥκοντα
3435433 ἐαρινη
θʹ τοῦ Ἀθὺρ μετὰ τὴν ἡλίου ἀνατολήν , ἡ δὲ ἐαρινὴ τῇ ζʹ τοῦ Παχὼν μετὰ τὴν μεσημβρίαν , ὡς
, ἡ δὲ γεροντική . καὶ τῶν ὡρῶν ἡ μὲν ἐαρινὴ , ἡ δὲ θερινὴ , ἡ δὲ φθινοπωρινὴ ,

Back