ὥστε καὶ τοὺς νεκροὺς νομίζειν προσδεῖσθαι γυναικῶν καὶ τὴν Πολυξένην σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς
πολλοὶ πολέμιοι συνειλεγμένοι , καὶ τελευτῶν ἐχαλέπαινεν . οἱ δὲ σφάττειν ἐκέλευον : οὐ γὰρ ἂν δύνασθαι πορευθῆναι . ἐνταῦθα
6115618 ἀπεκτον
Ἀνδροτίων , τῆς ἐπιγονῆς ἕνεκα τῶν θρεμμάτων μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον : διὸ τὰ ἤδη τέλεια ἤσθιον :
Ἀνδροτίων , τῆς ἐπιγονῆς ἕνεκα τῶν θρεμμάτων μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον : 〚 διὸ τὰ ἤδη τέλεια ἤσθιον
5665525 ἀτακτουντα
θυμοῦ κινήσεσιν . αἱ δὲ ἀνασκιρτῶσαι ἄνετον αἶγες καὶ τὰ ἀτακτοῦντα βουκόλια καὶ ἡ ἐν μέσοις ἐρριμμένη κορύνη σὺν καλαύροπι
διαλέγε - σθαι , τὰ μὲν ὁμιλούμενα τῶν χωρίων καὶ ἀτακτοῦντα παρῃτεῖτο φήσας οὐκ ἀνθρώπων ἑαυτῷ δεῖν , ἀλλ '
5650769 ϲυων
τοῦ ὀϲτρακώδεοϲ : κρεῶν τὰ μὴ πίονα καὶ ϲμηγματώδεα : ϲυῶν μὲν πόδεϲ καὶ τὰ τῆϲ κεφαλῆϲ , πτηνῶν τὰ
καὶ ταύρων , ἔτι δὲ μᾶλλον προβάτων λαγωῶν καὶ ἀγρίων ϲυῶν , κρέα ταριχευθέντα τῶν τετραπόδων ζῴων , τῶν δὲ
5573477 χρηστηρια
κρείσσω θνητὸς οὖς ' ὑπερδράμω ; πίμπρη τὰ σεμνὰ Λοξίου χρηστήρια . δέδοικα : καὶ νῦν πημάτων ἅδην ἔχω .
προχωρήσειν ἔμελλε καὶ ὡς οὐ μικρᾶς ἐνήρχετο τῆς περὶ τὰ χρηστήρια τραγῳδίας , οὐ δοκιμάσας μόνος ἀντιλέγειν ἅπασιν , ἀπολιπὼν
5430900 χρυσωματα
τρόπου τραχύτητα . , . . ἀργυρώματα : ἀργυρώματα καὶ χρυσώματα , ὁμοίως ὡς ἡμεῖς . , . . ἀργυρίδιον
ὁλκὴν εἶχεν δραχμῶν χιλίων . βασιλικοὶ δὲ παῖδες παρῆλθον ἑξακόσιοι χρυσώματα ἔχοντες . ἔπειτα γυναῖκες ἐκ χρυσῶν καλπίδων μύροις ἔραινον
5403359 βασκανου
οὐκ ἀνοήτου μόνον , ἀλλὰ καὶ ἀχαρίστου , μᾶλλον δὲ βασκάνου μοι εἶναι ἔδοξεν . ἐγὼ μὲν οὖν εἰς δύναμιν
ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον μεταβαίνει δίκαιον τὸ τῆς πολιτείας
5385929 ξυγγνωμης
Ἀλεξάνδρῳ ἦσαν : Αἰτωλοὶ δὲ πρεσβείας σφῶν κατὰ ἔθνη πέμψαντες ξυγγνώμης τυχεῖν ἐδέοντο , ὅτι καὶ αὐτοί τι πρὸς τὰ
πρὸς τοὺς ἐνθάδε πολεμίους ἀντέχειν δυναμένων ἀξιῶ δ ' ὑμῶν ξυγγνώμης τυγχάνειν : ἀντὶ τοῦ ἄξιος δέ εἰμι συγγνώμης ἐπιτυχεῖν
5384567 περιεπουσι
ἑαυτοῖς τοῦθ ' ὑπάρχει ἀλλὰ τῷ ἀλόγῳ . ὃ γὰρ περιέπουσι καὶ ὃ τρέφουσι καὶ πιαίνουσιν , ἐκεῖνο καὶ δοκοῦσιν
ὅμοια δρῶσι γηράσκουσαν . Ὥσπερ δὲ παῖδες φιλοπάτορες τὸν τεκόντα περιέπουσι πρὸς ἔσχατον ἤδη γῆρας ἐλάσαντα ὡς ῥικνωθῆναι μὲν τὰ
5378930 οἰκητηρια
διτταὶ δ ' αὐτῷ καταγωγαὶ καὶ διενείμαντο τὰ τῆς ψυχῆς οἰκητήρια . τιθηνοῦνται δέ μοι τοὺς μὲν ῥητορική , τοὺς
τὴν ῥύσιν : ἐπὶ δὲ τούτῳ τὰ παλαιὰ τῶν Φρυγῶν οἰκητήρια Μίδου καὶ ἔτι πρότερον Γορδίου καὶ ἄλλων τινῶν ,
5368956 σιαλους
γὰρ ἄνακτος ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων ἧμαι , ἄλλοισιν δὲ σύας σιάλους ἀτιτάλλω ἔδμεναι : αὐτὰρ κεῖνος ἐελδόμενός που ἐδωδῆς πλάζετ
γίνεται : τά τε δμώεσσι πάρεστι χοίρε ' , ἀτὰρ σιάλους γε σύας μνηστῆρες ἔδουσι . Πλάτων δ ' ὁ
5367716 καλλωπισματα
. Ἀγλαίζεται δὲ τὰ τοῦ Διὸς λόγῳ , καὶ τὰ καλλωπίσματα αὐτοῦ τὰ παρὰ τοῦ νοῦ αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχὴν
δεύτερα ἑαυτῶν εἶναι νομίζουσι . καὶ μὴν ἐκεῖνα μὲν τὰ καλλωπίσματα καὶ δαπάνης καὶ χρόνου καὶ τῆς παρὰ τῶν βαναύσων
5365004 Ὑακινθος
ἄνθος πυκνόν , ἐκπαππούμενον , ὃ καλοῦσιν ἔνιοι ἀνθήλην . Ὑάκινθος φύλλα ἔχει ὅμοια βολβῷ : καυλὸν σπιθαμιαῖον , λεῖον
γραφεῖς γράφοντες τὸν Ἡρακλέα προσγράφουσι τὸ Ἀμαλθείας κέρας . [ Ὑάκινθος Ἀμυκλαῖον ἦν μειράκιον καὶ καλόν : εἰς τοῦτον εἶδε
5364735 στυλου
ἔστιν ναός τις καὶ στῦλος εἷς , καὶ ἐπάνω τοῦ στύλου πόλεις δεκαδύο , καὶ τούτων ἑκάστη τριάκοντα δοκοῖς ἐστεγασμένη
δὲ πάχη τῆς διαμέτρου δακτύλων Ϛʹ . εἶτα ἀπὸ τοῦ στύλου τὰ κατατεθέντα βέλη ἐναποστήσας ἀπὸ τοῦ Θ . .
5356539 φαυλ
' ὑμῶν δωρειάς , ὥσπερ οἱ τὰ μικρὰ καὶ κομιδῇ φαῦλ ' ἀποκηρύττοντες , οὕτω πωλοῦσιν ἐπευωνίζοντες καὶ πολλοῖς ἀπὸ
' , ὦναξ , ἀλλά τοι τὰ μάντεων ἐσεῖδον ὡς φαῦλ ' ἐστὶ καὶ ψευδῶν πλέα . [ οὐδ '
5337447 σιμβλα
ἔνιοι θρήνιαν φασὶ καὶ πληθυντικῶς τὰ θρήνια , τὰ δὲ σίμβλα αὐτῶν ἐνθρήνια . τενθρηδὼν ζῷον ἐμφερὲς μελίττῃ . τερηδὼν
ὅτε γαυλίδα πλήθει καὶ βότρυς ἡμερίδων θλίβων ἐπιλήνια χαίρει , σίμβλα μελισσάων ὅτε λείρια κηρία βρίθει . χείματι δ '
5324207 θυματα
] ἐκ παραλλήλου . χρηστήρια ] τὰ εἰς χρείαν θυσίας θύματα ἢ μαντεύματα : διὰ γὰρ τῶν θυμάτων οἱ μάντεις
〚 αι ? ? 〛 πα ? [ | παρασταθέντα θύματα παρατετημε ! [ ! ] ? [ | καὶ
5256613 λαλουντων
παραβάται γάρ . Τὸ Δωδωναῖον χαλκεῖον : ἐπὶ τῶν πολλὰ λαλούντων . Τὸν Ὕλαν κραυγάζεις : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων
ὁ λόγος παροιμιώδης ἐγένετο . Εἴρηται δὲ ἐπὶ τῶν ἀμφιβόλως λαλούντων . Ἢ κρίνον ἢ κολοκύντην : τὸ τῆς κολοκύντης
5239069 προθυρα
δὲ ναὸν ὄντα τὴν οἴκησιν στεφανοῦσιν [ τὰ τῶν ἐρωμένων πρόθυρα ] : διὰ ταῦτα δὲ καὶ θύουσιν ἔνιοι ἐπὶ
τῶν οἰκίας μεγαλοπρεπεῖς κατασκευαζόντων . ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνοι εἰς τὰ πρόθυρα κίονας μεγάλας ὑποβάλλουσιν , οὕτω καὶ οὗτος ὡσπερεὶ μέγαρον
5221183 ἐπιλελησμενοι
ἐπιθήσοντες ἅπαντι τῷ πολέμῳ . καὶ οἱ μὲν εὐκοσμίας ἁπάσης ἐπιλελησμένοι χύδην τε καὶ ἀφύλακτα ἐχώρουν , γεγηθότες καὶ εὐωχούμενοι
δυστυχῶν : ἐπεὶ καὶ ὅμοια ποιήσομεν τοῖς καταράτοις κόλαξιν ἐκείνοις ἐπιλελησμένοι ἀνδρὸς τοσαῦτα μηρία ταύρων τε καὶ αἰγῶν πιότατα καύσαντος
5213936 φυντα
γυνὴ πρότερον ὑπάρχοντες αὖθις ἐγένοντο πατὴρ καὶ μήτηρ διὰ τὸν φύντα πρῶτον καὶ ἐπειδὴ ὁ πρῶτος γενόμενος τούτοις ἀνακαλεῖν ἤρξατο
[ ἐστίν ] , τὰ δὲ [ τῆς φύσεως ] φύντα [ οὐχ ] ὁμολογηθέντα ? [ ] . [
5201095 μειρακια
τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν , τούτου ἅσμενος ἔχῃ ὥσπερ τὰ μειράκια . ὡς δὴ σὺ οἴει ἐμὲ ἢ καὶ ἄλλον
καὶ μετ ' ἐκεῖνον αὖ πλεῖν ἢ σταδίῳ λαλίστερα Ἀριστοφάνης μειράκια γενέσθαι φησὶν , ἅτ ' , οἶμαι , τοσοῦτον
5193728 ἐπισκοπα
κτήσαιτο μὴ Φιλοκτήτης ὢν ὡς δύνασθαι ἐντείνασθαί τε αὐτὰ καὶ ἐπίσκοπα τοξεῦσαι ; τί σοι καὶ οὗτος δοκεῖ ; ἆρ
δέ μοι εἰπέ , τίνα εἶδες ἤδη πάντων ἀνθρώπων οὕτω ἐπίσκοπα τοξεύοντα ; Πρηξάσπεα δὲ ὁρῶντα ἄνδρα οὐ φρενήρεα καὶ
5187258 προαγορευειν
τὰς μὲν προρρήσεις τὰς αὐτὰς γίγνεσθαι καθάπερ τοῖς ἄλλοις , προαγορεύειν δὲ τὸν φόνον τῷ δράσαντι , καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν
δ ' αἴσθοιντο δι ' ὃ γίνεται , προενίστασθαι καὶ προαγορεύειν , ὡς οὐ διὰ τοῦτο , ἀλλὰ διὰ τὸν
5175598 δημοτικα
συμβουλὴν , τὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως , καὶ ἄλλα ὅσα δημοτικά . εἶτα τὴν πολιτείαν αὐτοῦ , καὶ τὸ μικρὸν
ὧν ἐδίδασκε τὰ δράματα αὐτοῦ , διὰ μὲν Φιλωνίδου τὰ δημοτικά , διὰ δὲ Καλλιστράτου τὰ ἰδιωτικά . ἡμᾶς ]
5166492 κηρυξαι
σε , ὦ Δημόσθενες , ἐᾶσαι τὸν τῶν λογιστῶν κήρυκα κηρύξαι τὸ πάτριον καὶ ἔννομον κήρυγμα τοῦτο , τίς βούλεται
πληρώσας τούτου κατέπεμψε , δοὺς κήρυκα , καὶ ἐκέλευσεν αὐτῷ κηρύξαι ταῖς τῶν ἀνθρώπων καρδίαις τάδε : βάπτισον σεαυτὴν ἡ
5165300 ἀτοκον
κατ ' ἐκδόσεις , ἑτερόπλουν ἀμφοτερόπλουν , ἐπικίνδυνον , ἐπίτοκον ἄτοκον . Παρισχοινίσαι τὰ ἱερὰ ἔλεγον ἐν ταῖς ἀποφράσι τὸ
τῆς ἐπιγονῆς ἕνεκα τῶν θρεμμάτων μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον : 〚 διὸ τὰ ἤδη τέλεια ἤσθιον : ἀτὰρ
5159834 πωλειται
πύρνον ψωμόν . πυρπολέοντας οἷον πῦρ ποιοῦντας , πυρπολουμένους . πωλεῖται συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον πορεύεται . ῥαδινόν λεπτόν
κοῦραι , τίς δ ' ὔμμιν ἀνὴρ ἥδιστος ἀοιδῶν ἐνθάδε πωλεῖται , καὶ τέῳ τέρπεσθε μάλιστα ; ὑμεῖς δ '
5155833 ἁδρων
τε πολλοὺς κρεμαμένους μελιλωτίνους εἶθ ' ὁρῶ τὸν Ἑρμαΐσκον τῶν ἁδρῶν τούτων τινὰ κάνθαρον καταστρέφοντα , πλησίον δὲ κείμενον στρωματέα
τυρὸν ποιεῖ , ἐρίφου . διὰ τὴν ἐπικαρπίαν γὰρ τῶν ἁδρῶν ταῦτ ' ἐσθίων τὰ φαῦλ ' ἀνέχομαι . ἐν
5151170 κρεμωσι
παῖδες τὰ προκατειλεγμένα ἀκρόδρυα , καὶ ταῦτα πρὸ τῶν θυρῶν κρεμῶσι . κατά τι δὲ χρηστήριον πρὸς ἀποτροπὴν λιμοῦ ταῦτα
πίσσα μιγνυμένη καὶ ἐπιχριομένη . τινὲς ἰχθὺν τὸν καλούμενον κορακῖνον κρεμῶσι τοῦ δένδρου , καὶ διαφθείρουσι τοὺς μύρμηκας . Κώνωπας
5127721 κοπιαν
. Λέγουσι δὲ καὶ τὰς σάρκας καὶ ὅλον τὸ σῶμα κοπιᾶν , ὅθεν καὶ τοὺς ὀστεοκόπους ὀστάγρας καλοῦσιν . Εἰ
φησιν ” ἴδε πῶς ὁ Αἴσωπος προθυμότερός ἐστιν εἰς τὸ κοπιᾶν , καὶ προτρέπεται τοὺς λοιποὺς εὐψύχως τὸν κάματον φέρειν
5112055 φαυλιων
γίνεται ἐν Σιδοῦντι πόλει Κορίνθου , ἃ σιδούντια λέγεται . φαυλίων δὲ μήλων μνημονεύει Τηλεκλείδης : ὦ τὰ μὲν κομψοί
ῥυπαρὸν κόλυθρον ὦ τὰ μὲν κομψοί , τὰ δὲ φαυλότεροι φαυλίων μήλων . ὡς καλοὶ καὶ φιβάλεῳ τὰ δὲ τήγανα
5111483 ἀσυλα
: καὶ δεῖ τὰ τῶν παλαιῶν εὐχῶν , ὥσπερ ἱερὰ ἄσυλα , τηρεῖσθαι κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως , μήτε
ὁδοῖς ἀνεκάλουν τὰ φίλτατα καὶ ἐς τὰ ἱερὰ ὡς ἐς ἄσυλα κατέφευγον καὶ τοὺς θεοὺς ὠνείδιζον ὡς οὐδὲ σφίσιν αὐτοῖς
5104400 ἀσυμβατον
ταῦτ ' ἐστὶν ἐξ ἀνθρώπων ἀφανισθείη , τὸ ἀνηλεὲς καὶ ἀσύμβατον ἐπιδείξονται , μηδὲν ἀνθρώπινον καὶ συμπαθὲς δράσαντες , ἃ
καὶ ταύτας εἰς τοὐναντίον ἀποδεικνύειν : καὶ ἐν ταῖς σπονδαῖς ἀσύμβατον , ὥστε μηδὲ ἅπερ εὔχεται αὐτῷ εἰς σωτηρίαν αἱρεῖσθαι
5103619 μαστευειν
σώματος . οὕτω Σωρανός . ὁ δὲ Ἡρακλείδης ἀπὸ τοῦ μαστεύειν τὶ ὑπ ' αὐτὴν , ἐπειδὴ οἱ ὑφαιρούμενοί τι
, ἀδελφοῦ δὲ βλάστην ἐρασμιωτέραν φύσαντος , εἴ μοι δοίητε μαστεύειν , καὶ ἐξεῦρον καὶ ἰδοὺ ἔχω καὶ ἰδοὺ προσορῶ
5097975 ἡρμοζε
τοῖς Λουκιανοῦ διαλόγοις . ἐπειδὴ γὰρ διάλογος ὄνομα οὐκ ἂν ἥρμοζε πᾶσι τοῖς εἰδυλλίοις πολλὰ γὰρ αὐτῶν οὐκ εἰσὶ διαλογικά
τε σώματα καὶ τοὺς τόπους καὶ τοὺς χρόνους ταῦθ ' ἥρμοζε λέγειν : οἱ δὲ πάντα εἰς ἀμερῆ καταλήγειν ὑπειληφότες
5090545 μαμμαν
. μαμμίαν : Ἀττικοὶ τὴν μητέρα ἀπὸ τοῦ τὰ παιδία μαμμᾶν τὸ φαγεῖν λέγειν . μανδύας : Περσικὸν ὄνομα .
ταὐτῷ μυχῷ Μεγαρικαὶ σφίγγες μετάλλου στόμιον Βολβός βουβωνιᾶν δοκησιδέξιον ἐλλεβοριᾶν μαμμᾶν στρηνόφωνος Κέρδος αἰσχύνης ἄμεινον : ἕλκε μοιχὸν ἐς μυχόν
5080344 νηποινι
. : ὁ κτείνας . . . εἴη . . νηποινί . ἄνευ τιμωρίας καὶ ποινῆς . αἱ βίαιοι πράξεις
, ἀβλαβί , ἄνευ βλάβης , ἀπατταγί ἀρυτί πανοικί εὐδοκί νηποινί νωνυμνί , ἀντὶ τοῦ ἀνωνύμως : σεσημείωται τὸ πανθοινεί
5079918 φρονηματα
τῆς πόλεως : δεῖ γὰρ πρὸς τὰς πόλεις καὶ τὰ φρονήματα εἶναι ὑφίστασθαι : ἀμετακινήτους εἶναι . τὴν ἀξίωσιν :
. Τῶν γὰρ ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ μαχομένων μείζονα καὶ τὰ φρονήματα γίνονται καὶ ὁ ἀγὼν οὐκ ἔτι ὡς ὑπὲρ πολιτείας
5074937 ἀργειφοντης
παρὰ τὴν ἔραν . λέγεται καὶ δι ' ἄλλων κρατὺς ἀργειφόντης διὰ τὴν ἰσχὺν τὴν ἐν τῷ ἀπαγγέλλειν . σῶκον
. . . λέγεται καὶ δι ' ἄλλων ” κρατὺς ἀργειφόντης ” διὰ τὴν ἰσχὺν τὴν ἐν τῷ ἀπαγγέλλειν .
5069663 Ἱπποκρατεα
οὔτε Ἀσκληπιοῦ , ὧν ἕνεκεν πάντες οἱ πολῖται οὐ δώσουσιν Ἱπποκράτεα , οὐδὲ εἰ μέλλοιεν ὀλέθρῳ τῷ κακίστῳ ἀπολεῖσθαι .
Συρηκοσίων δὲ ἦν Καμάρινα τὸ ἀρχαῖον . Ὡς δὲ καὶ Ἱπποκράτεα τυραννεύσαντα ἴσα ἔτεα τῷ ἀδελφεῷ Κλεάνδρῳ κατέλαβε ἀποθανεῖν πρὸς
5065762 ἀνελευθερα
θύραις κατασαπῆναι , πολλὰ μὲν εἰπεῖν , πολλὰ δὲ πρᾶξαι ἀνελεύθερα , δῶρα πέμψαι πολλοῖς , ξένια καθ ' ἡμέραν
καὶ ἄφρονα , ὡς ἔλαφος , τὰ δὲ ἐπίβουλα καὶ ἀνελεύθερα , ὡς τὸ τῶν ὄφεων γένος , τὰ δὲ
5065445 ζευγνυσθαι
βόας ἢ ὑποζύγια Ζεύγλαισι δουλεύοντα : ἤγουν οὐ μόνον τῷ ζεύγνυσθαι ὑπηρετοῦντα ἀνθρώποις πρὸς τὴν τῆς γῆς ἐργασίαν , ἀλλὰ
πάνυ ἐπένθει τὸν Πολυδεύκη πρὸ ὥρας ἀποθανόντα καὶ ἠξίου ὄχημα ζεύγνυσθαι αὐτῷ καὶ ἵππους παρίστασθαι ὡς ἀναβησομένῳ καὶ δεῖπνον παρασκευάζεσθαι
5061035 μορμολυκεια
τοῦτον οὖν πειρῶ μεταπείθειν μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ τὰ μορμολύκεια . Ἀλλὰ χρή , ἔφη ὁ Σωκράτης , ἐπᾴδειν
: εἰς κατάπληξιν τοῦτο ἔταττον , ὅθεν καὶ τὰ προσωπεῖα μορμολύκεια ἔλεγον . [ ἵππος ] Μορμώ : Λάμια βασίλισσα
5059515 ἀκρατοποτειν
Σπαρτιάτην φασὶν οἱ Λάκωνες μανῆναι διὰ τὸ Σκύθαις ὁμιλήσαντα μαθεῖν ἀκρατοποτεῖν „ . : ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶσιν οὗτοι
Σπαρτιάτην φασὶν οἱ Λάκωνες μανῆναι διὰ τὸ Σκύθαις ὁμιλήσαντα μαθεῖν ἀκρατοποτεῖν . ὅθεν ὅταν βούλωνται πιεῖν ἀκρατέστερον , ἐπισκύθισον λέγουσιν
5047930 βρωμασθαι
] χέσῃ καὶ βρωμήεντος : τοῦ ὄνου , παρὰ τὸ βρωμᾶσθαι πίνοι ] πινέτω χύτρῳ ] χύτρᾳ τήξας ] ἑψήσας
βράδιον συνεσταλμένως : ” βράδιον δὲ Πανελλήνεσσι φαείνει ” . βρωμᾶσθαι : ἐπὶ ὄνου λέγουσι τοῦτο . λέγουσι καὶ ὀγκᾶσθαι
5046244 καθαρματα
ἢ λιμοῦ ἤ τινος τῶν τοιούτων ἔθουν , οὓς ἐκάλουν καθάρματα . . χρῆσθαι δηλονότι . . ἐξ ἀξίου γοῦν
πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα , φησί , τῶν βοηθημάτων ἐμεῖν
5040987 σφαττουσι
χρυσόκερων ] ὅταν ὑπέρ τινων καλῶν εὐχαριστήρια θεοῖς θύωσι , σφάττουσι βοῦν χρυσόκερων : ἐμὲ οὖν , φησίν , ὡς
ἅπαξ τῶν τειχῶν γένωνται , πυρπολοῦσι πάντα καὶ παίουσι καὶ σφάττουσι καὶ ἐξελαύνουσιν , οἷα εἰκὸς ἁλισκομένης ψυχῆς καὶ ἐξηνδραποδισμένης
5034513 ἐλαυνεσθαι
: ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους πολλοὶ τυραννοῦσι καὶ ἀξιοῖ τις ἐλαύνεσθαι τὸ γένος . καὶ ἐπ ' ἐκείνου : λῃσταί
Χρύσιππον τὸν φιλόσοφον ἀπὸ τῆς ἐλάσεως , ὁ ἄξιος τοῦ ἐλαύνεσθαι διὰ φόνον , κατὰ δὲ Ἀπολλόδωρον ἀπὸ τοῦ ἀλιτεῖν
5033291 γαλαθηνα
βίων εἰς τοῦτό φησιν ὠμότητος Φάλαριν τὸν τύραννον ἐλάσαι ὡς γαλαθηνὰ θοινᾶσθαι βρέφη . : Ἕκτωρ γὰρ θνητός τε γυναῖκά
βίων εἰς τοῦτό φησιν ὠμότητος Φάλαριν τὸν τύραννον ἐλάσαι ὡς γαλαθηνὰ θοινᾶσθαι βρέφη . : πόσῳ γὰρ τούτων βέλτιον Γοργίας
5026602 ἐπιβουλοι
, ὡς μὴ μόνον σωτῆρες ἀλλ ' ἔστιν οὗ καὶ ἐπίβουλοι κακούργως τῶν ὑποκειμένων γινόμενοι . Εἰ γὰρ τοῦτο τῶν
συγγένειαν οἱ μὲν ἀποκλίναντες λύκοις ὅμοιοι γινόμεθα , ἄπιστοι καὶ ἐπίβουλοι καὶ βλαβεροί , οἱ δὲ λέουσιν , ἄγριοι καὶ
5024882 Θετταλικον
πάντες βασιλεῖς ἦσαν τῶν Λαπιθῶν : οἱ δὲ Λαπίθαι ἔθνος Θετταλικὸν μάχιμον : ἦσαν δὲ ἐν τῇ εἰκονογραφίᾳ ἐκεῖνοι μὲν
πάνυ δυσειδῶν , ἐπεὶ καὶ ὁ Θερσίτης τοιοῦτος ἦν . Θετταλικὸν σόφισμα : ἐπὶ τῶν πανούργων καὶ εὐμεθόδων ἔργων .
5007248 ὁμοδουλους
καὶ δοῦλος δὲ παρὰ τινὶ κωμικῷ πεποίηται προτρεπόμενος ἐπὶ ἠδυπάθειαν ὁμοδούλους ἑαυτοῦ καὶ λέγων : τί ταῦτα ληρεῖς φληναφῶν ἄνω
λόγῳ τε θωπεῦσαι δεσπότην καὶ ἔργῳ ὑπελθεῖν , διαβαλεῖν τε ὁμοδούλους καὶ ἐξελάσαι τῆς οἰκίας , καὶ ταῦτα πάσχουσιν ὑπ
5006727 Αὐτομολοις
ὄρθριον . καὶ τῶν καλουμένων δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος
ὅπερ ἀγνοήσαντές τινες γράφουσι πασσυδεί . ἔστι δὲ καὶ ἐν Αὐτομόλοις Φερεκράτους . παππίζειν : τὸ πάππαν καλεῖν . πάππος
5003005 θαλειῃ
καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος , ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ ἐκπάγλοις ' ἐπέεσσιν , ἄναξ δ ' ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
ἐστὶ τὸ νέκταρ . τούτου χρὴ παρέχειν πίνειν ἐν δαιτὶ θαλείῃ τοῖσιν ἐμοῖσι φίλοις , τοῖς δ ' ἐχθροῖς ἐκ
5000828 ἑστιατορα
τὸν χορηγὸν πολλάκις ἐκ Διονύσου γεγενημένον , τὸν ὅλης φυλῆς ἑστιάτορα , τὸν ἐκ παίδων τριήραρχον , τὸν πολλὰς πατράσι
δεσπότην , οἰκέτας , καπήλους , ἀλλαντοπώλας , ὀψοποιούς , ἑστιάτορα , δαιτυμόνας , συμβόλαια γράφοντας , παιδάριον ψελλιζόμενον ,
4999550 φιληματα
ὦ βούτα , συγκάτθανε δῶρα τὰ Μοισᾶν , παρθενικᾶν ἐρόεντα φιλήματα , χείλεα παίδων , καὶ στυγνοὶ περὶ σῶμα τεὸν
κόρον , καὶ οὐδέν ἐστιν , ἐὰν ἐξέλῃς αὐτοῦ τὰ φιλήματα : φίλημα δὲ καὶ ἀόριστόν ἐστι καὶ ἀκόρεστον καὶ
4998801 ὑμνουμενα
: ἀντὶ τοῦ ἀπὸ ταύτης : εἰ γὰρ τὰ οὕτως ὑμνούμενα εὐτελῆ ἦν , πόσῳ μᾶλλον τὰ πρὸ αὐτῶν ;
βουκόλου τοῦ Συρακοσίου παθόντος ὑπὸ τῆς νύμφης ταῦτα δήπου τὰ ὑμνούμενα , πέντε τροφίμους κύνας , τὸν Σάννον καὶ τὸν
4995968 πεμψαντα
ἐπιόντας : ἑάλω δὲ ὁ γραμματηφόρος , καὶ ὡμολόγει τὸν πέμψαντα : καὶ τὸν Ὡραπόλλωνα καὶ τὸν Ἡραίσκον αἱροῦσι ,
ἢ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ πρότερον ἢ σεῖσαι τὸ ἐξ ἀρχῆς ἐκέλευσε πέμψαντα εἰς τὴν ἀρχαίαν ἑστίαν , ἥ ἐστι πρὸς τῷ
4992834 ἀγορευοντα
ἐπισκώπτων τὸν Πρόδικον , ὡς ἕωλά τε καὶ πολλάκις εἰρημένα ἀγορεύοντα , ἐπαφῆκεν ἑαυτὸν τῶι καιρῶι : οὐ μὴν φθόνου
ἐκ τῆς βουλῆς καὶ τὸ τοῦ δήμου καταμαρτυρεῖ , διαρρήδην ἀγορεύοντα περὶ ὧν Ἀγόρατος κατείρηκεν . ἔπειτα ἡ κρίσις ,
4991698 ἀπαγῃ
δεσμός ἐστιν , ᾧ δεδέσθαι συμβέβηκεν αὐτούς . ἀμέλει κἂν ἀπάγῃ τις αὐτοὺς μετὰ βίας , ἀνακωκύουσι καὶ ἱκετεύουσι ,
λόγῳ , ὡς οὐκ ἔστιν καλὸν τῇ φύσει , κἂν ἀπάγῃ τὶς αὐτοῦ τὴν χρείαν ἐπὶ τὸ μὴ φύσει καλόν
4991594 ἀνετεθη
τοῦ οἱ πολλοί . . . . Σόλωνος εἰκόνα ] ἀνετέθη ἡ Σόλωνος εἰκὼν οὐκ ἐπὶ τῷ ἐν κόσμῳ λέγειν
δρόμον , τὸ τούτου δὲ σῶον ἔμεινε : διὸ καὶ ἀνετέθη τῷ Ἀπόλλωνι . Ἀλλὰ κρέμαται ] * Οὕτω μοι
4991092 σπουδαιοτατα
μὲν γὰρ οὐ τὰ νεώτατα εἰκὸς ἀσπάζεσθαι , ἀλλὰ τὰ σπουδαιότατα . ἔπειτα καὶ ἡ ζημία τοσούτῳ μείζων ὅσῳ μεῖζον
δεινὸν καὶ ἄτοπον τοὺς μὲν ἐξ ἡμῶν τῆς εἰρήνης ὀρέγεσθαι σπουδαιότατα , τοὺς δὲ ἀντιπράττειν ; καλῶς δὲ τοῖς ὀνόμασιν
4986309 Τελλον
εὐδαίμων γεγονὼς ἐτελεύτα : ἡ δὲ τοσούτῳ παρῆλθεν εὐπραξίᾳ τὸν Τέλλον , ὥστε καὶ παῖδας ἐκγόνων ἐκτήσατο . Ἐκείνην ὀλβίαν
, καὶ μὴν καὶ Λυκοῦργον τὸν Λακεδαιμόνιον καὶ Φωκίωνα καὶ Τέλλον τοὺς Ἀθηναίους , καὶ τοὺς σοφοὺς ἄνευ Περιάνδρου .
4982165 λειψανα
. ἔτι γοῦν καὶ νῦν τὰ μένοντα αὐτοῦ ἐρείπια καὶ λείψανα ἰδόντι θαυμάζειν ἔστι καὶ τὴν τέχνην τῶν τὴν ἀρχὴν
στιγμή . . , : τάφος : ὅπου τίθεται τὰ λείψανα . παρὰ τὸ θῶ καὶ τιθῶ , παράγωγον θάπτω
4981960 ἀναγοιτο
μάλα ξυνεχέεϲ , ἀλλὰ ῥεμβώδεεϲ . ἀπὸ δὲ κοιλίηϲ ἂν ἀνάγοιτο μέλαν καὶ πηγνύμενον , κἢν ἀπὸ ἀρτηρίηϲ ᾖ :
διαβρωτική ἐστι καὶ δριμεῖα ἡ ὕλη : εἰ δὲ μὴ ἀνάγοιτο , καὶ ὡς σημεῖον καὶ ὡς αἴτιον κακὸν ,
4980838 πυκτην
Πουλυδάμας ὁ Σκοτουσσαῖος . Τίσανδρον δὲ τὸν ἐκ τῆς Νάξου πύκτην περὶ τὰ ἀκρωτήρια τῆς νήσου νέοντα παρέπεμπον αἱ χεῖρες
λεγέσθω δὲ τὰ ἐλλογιμώτερα . Γλαῦκον μὲν τοίνυν τὸν Καρύστιον πύκτην ἀπιστούμενον ἐν Ὀλυμπίᾳ τῷ ἀντιπάλῳ Τισίας ὁ γυμναστὴς ἐς
4980698 ἀποδυντα
εὐπρόσωπος γὰρ ὁ τοῦ μεγαλήτορος δῆμος Ἐρεχθέως : ἀλλ ' ἀποδύντα χρὴ αὐτὸν θεάσασθαι . εὐλαβοῦ οὖν τὴν εὐλάβειαν ἣν
τὰ πάντα ἀξιοῦν εἶναι τὰ παρὰ σφίσι κηρυκεύεσθαι τὰ μὲν ἀποδύντα τὴν ἀρχὴν ὀφθῆναι . οὕτω τοίνυν καὶ ἡμεῖς οὐ
4980242 Τυφωεος
Κιλικίας εἶναί φασι Πίνδαρος καὶ Ὅμηρος εἰν Ἀρίμοις ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς εἰναλίου θεάσεται πρῶτον τὰ Ἄριμα ὄρη τῆς
' ἀμφὶ Τυφωέϊ γαῖαν ἱμάσσῃ εἰν Ἀρίμοις , ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς : ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ μέγα
4974395 διαρραγῃ
. ἀλλ ' οὐκ ἐπιορκῶ , οὐδ ' ἂν Κόνων διαρραγῇ . ἀξιῶ τοίνυν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
, οὐκ ἔσχισα . ποιοῦσι δὲ τοῦτο , ἵνα μὴ διαρραγῇ . οὐκ ἔσχον : ἀντὶ τοῦ ” οὐ διεῖλον
4968438 πιπρασκομενα
ἀγοράσεως εἴρηκεν , ὡς τῆς ἀγορασίας Τηλεκλείδης . τὰ δὲ πιπρασκόμενα φορτία , ῥῶπος , ἀγοράσματα , ὤνια , γέλγη
δημοκόπος καὶ δημηγόρος ἀναβὰς ἐπὶ τὸ βῆμα , καθάπερ τὰ πιπρασκόμενα τῶν ἀνδραπόδων , δοῦλος ἀντ ' ἐλευθέρου γίνεται διὰ
4964026 ταμιεια
γίνεσθαι τούτων τῶν θησαυρῶν , ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ταμιεῖα ἑτέροις φύλαξιν ἐπιτρέπει , τὰ σιτοφυλάκια δὲ οὐκ ὀκνεῖ
λογισμοὶ συνεφέροντο ; τίς δ ' ἡμῶν ἀκόντων ἤνοιγε τὰ ταμιεῖα ; τίς τῶν ἀψαύστων καὶ ἐπαράτων ἐκίνει χρημάτων καὶ
4958831 τεττιγος
διξ πέρδικος , τὰ δὲ εἰς γος ὡς τὸ τέττιξ τέττιγος , τὰ δὲ εἰς χος ὡς τὸ καλλίθριξ καλλίτριχος
δὲ ἐστὶ τὸ σῦφαρ καὶ ἔκδυμα τοῦ ὄφεως καὶ τοῦ τέττιγος . Κυρίως δὲ λεβηρὶς , ᾧ περιέχεται τὸ ἔμβρυον
4956237 προσαψασθαι
δυσσεβὴς δορυφόρος εἰς δυοῖν δέοντα τετταράκοντα , τούτῳ δὲ τρίτου προσάψασθαι μόνον ἐπὶ τοῦ μείζονος θρόνου δέδωκας , ὃν ἔδει
τῶν εὐδοκιμεῖν παρὰ τῷ δήμῳ θελόντων , ἑκάστου σπεύδοντος καὶ προσάψασθαι τῆς ἐσθῆτος . ἀναβὰς οὖν ἐπὶ τὸ βῆμα τὸ
4955286 ἁρπαζοντα
τὸν τύραννον εἰς τὸ βασίλειον θέοντα καὶ τὰ τῶν δεσποτῶν ἁρπάζοντα , τὴν ἀτοπίαν τῶν ὁρωμένων εἰς παράκλησιν λαβόντες οὐκ
τὸ κακόφωνον αὐτοῦ . Χάρυβδιν δὲ ἁρπαγῆς ὡς πᾶν ὁτιοῦν ἁρπάζοντα . ΓΘ φάραγγα : τὸ τῆς γῆς βάραθρον ὃ
4954816 ξυμβηναι
ἐς τοὔσχατον , εἰ τὸ αὐτὸ δύναται σχολῇ καὶ ταχὺ ξυμβῆναι ; ἡμῖν τε πῶς οὐ βλάβη δαπανᾶν καθημένοις διὰ
ὕστερον δὲ ἐς τὸ αὐτὸ ξυνελθόντες οὐδ ' ὣς ἐδυνήθησαν ξυμβῆναι , ἀλλ ' οἱ Ἀργεῖοι πάλιν ἐς τὴν Ἐπιδαυρίαν
4954388 Πλουτον
ἐνίκησαν Κορκυραῖοι παρὰ πολύ . . τὸν θεόν : Τὸν Πλοῦτόν φησι . . ἔρημον : Ἔρημος κυρίως ἡ μονωθεῖσα
τυφλὸς δ ' οὐκ αὐτὸς ὁ Πλοῦτος : τυφλὸν τὸν Πλοῦτόν φασιν , ἐπειδὴ τοὺς πλουτοῦντας ὁρῶμεν πηροῦσθαι τὴν διάνοιαν
4949953 τιθασευεται
χάριν ἀνυσιμώτερον . εἰ γὰρ τὰ ἄγρια τῶν θηρίων συνηθείᾳ τιθασεύεται , πολὺ μᾶλλον ταύτῃ μαλαχθείη καὶ γυνή . ἔχει
αὐτῷ γέρας , ᾧ καὶ τὰ ἐξηγριωμένα πάθη κατεπᾴδεται καὶ τιθασεύεται . πολὺ βέλτιον ἦν ἀνθ ' ὅπλων κηρύκεια ἀναδῦναι
4949511 πρασιαι
ἐργάσιμα , λήια , ὀργάδες , λόφοι , ὄρχοι , πρασιαί , ἀμπελουργίαι , ἄλση , κῆποι , λειμῶνες ,
καὶ ἡ τούτων φύσις εἶναι τέχνη . Ἦσαν καὶ ἀνθῶν πρασιαί , ὧν τὰ μὲν ἔφερεν ἡ γῆ , τὰ
4947872 κεντειν
τε καὶ λεπτῶν καὶ θερμῶν , ὡϲ διαβιβρώϲκειν τε καὶ κεντεῖν καὶ νύττειν τὰ αἰϲθητικὰ τῶν ϲωμάτων . καὶ ἐφ
ῥόδων χαίρομεν , ὅτι ἐξ ἀγρίου θάμνου καὶ λυπεῖν καὶ κεντεῖν εἰδότος γελῶσιν ἐν τοῖς ῥόδοις . ἄνθος δέ ἐστι
4943245 ΓΖΛ
περιφέρεια τοιούτων πθ ιϚ , οἵων ἐστὶν ὁ περὶ τὸ ΓΖΛ ὀρθογώνιον κύκλος τξ : ὥστε καὶ ἡ ὑπὸ ΖΓΛ
ὀρθαὶ τξ . τῶν δ ' αὐτῶν καὶ ἡ ὑπὸ ΓΖΛ ὑπόκειται ριγ : καὶ λοιπὴ ἄρα ἡ ὑπὸ ΓΕΛ
4940474 περιτετασθαι
τῇ μύλῃ δὲ τῇ καλουμένῃ πρός τινων ἐπιγονατίδι πλατὺν χρὴ περιτετάσθαι τὸν ἐπίδεσμον ὡς ὅλην αὐτὴν περιλαμβάνειν : ὁ γὰρ
ὑπέρυθρον . οὕτω τὸ κατεσπάσθαι μαζοὺς ἰσχνοὺς ἢ ἀνεσπάσθαι καὶ περιτετάσθαι , καίτοι οὐκ ἄν τις οἴοιτο διὰ τοῦτο ,
4939349 αἱματα
ἀντὶ ἐπιτάσεως λέγουσι , ἵν ' ᾖ : ὑπερτρέμω ἰδεῖν αἵματα , φόνους , θανάτους τῶν φίλων ὀλλυμένων τοῖς ἐναντίοις
τοῦ φόνου τούτου . κικλήσκων ] καλῶν . αἱματολοιχὸς ] αἵματα λείχων , φόνων ἐπιθυμῶν . ἰχώρ ] ἤγουν φόνος
4935465 ἀποδυσαι
ὁ ἀποδὺς καὶ ὁ ἀποδεδυκώς , ἐκείνοις ὑπεναντία , καὶ ἀποδῦσαι καὶ ἀπολωπίσαι ὡς Σοφοκλῆς , καὶ περιλωπίσαι , ὅπερ
καταθοῦ : ὅπερ ἐποίουν ἐπὶ τῶν μυουμένων τὰ μυστήρια : ἀποδῦσαι δὲ αὐτὸν βούλεται . ὡς μέλλων δὲ ἐκεῖνος τύπτεσθαί
4934319 μαντικα
σῆς πλάνης . . * : Μολοσσὰ δάπεδα : Τὰ μαντικά : ἢ εἰς τὰ Θεσσαλικά , ἀπὸ ἔθνους τινὸς
ἂν τὸ στόμα τοὺς χρησμοὺς ἐπέσχον : συγκλείσας : τὰ μαντικά : τὸ ἑξῆς : λέξω δέ σοι : τὸ
4925678 ὀϊστοι
παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκος , πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί , δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας Ἴφιτος
παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην ἰοδόκον : πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί . τῇ δ ' ἄρ ' ἅμ ' ἀμφίπολοι
4921034 θεσπιζειν
τοῖς μὴ νομίζουσι κατὰ τὸν τότε χρόνον ἔμμετρα τὴν Πυθίαν θεσπίζειν : εἶτα τοῦτο βουλόμενος ἀποδεῖξαι , παντάπασιν ὀλίγων χρησμῶν
μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς . Καὶ μὴν λέγεις , ψευδῆ με θεσπίζειν λέγων . Τὸ μαντικὸν γὰρ πᾶν φιλάργυρον γένος .
4915816 ἱζειν
ῥαθύμως ἐφύλαττον . Βρίζειν κυρίως τὸ μετὰ βορὰν καὶ τροφὴν ἵζειν , ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι . βριζούσης ] νυσταζούσης ἤτοι
ἀλλ ' ἰὼν κατὰ στόμα . τοῦτον δ ' ὃν ἵζειν φὴις σὺ κλωπικὰς ἕδρας καὶ μηχανᾶσθαι , ζῶντα συλλαβὼν
4912416 σιτιζεσθαι
μὲν „ ἔφασαν ” λεπτῶς , πλείονα γὰρ ἡμῖν ἐξὸν σιτίζεσθαι μικροῖς χαίρομεν , τῷ δὲ βασιλεῖ πολλῶν δεῖ ,
' ἐνόησεν ἅμα πρόσω καὶ ὀπίσω ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα σιτίζεσθαι . ἤσθιε δ ' ὥστε λέων , παλάμῃ δ
4911607 ἐρᾳν
μαρανὸν μαλερόν : καὶ σκληρὸν , καυστικὸν ἀπὸ τοῦ μάλα ἐρᾷν τῆς ὕλης . αὐτάρ : δέ . ἔπειτα :
παρασκευάζει τῇ πόλει τοὺς νέους : οὕτω ποιεῖ τῆς πολιτείας ἐρᾷν : καὶ τὰ τοιαῦτα . ΟΡΙΚΩι ἑξῆς παραγραφικῷ ,
4902310 φονικον
, ὥσπερ καὶ τὸ γένος , βάρβαρος : τό τε φονικὸν πάτριον ἔχων καὶ ἐπιχώριον , πρόνοιαν ἐποιεῖτο τὴν ἀρχὴν
καὶ ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ λαβὰς μαχαιρῶν ἐποίησε , τὸ φονικὸν αὐτοῦ ἐνδεικνύμενος διὰ τούτων . ἐμίσησε δὲ αὐτόν ,
4900608 μονομαχιων
δὴ διαφερόντως ἐξέπληξα καὶ νεότητα καὶ γῆρας , ἀθέατος ἔμεινα μονομαχιῶν ἐκείνων , ἐν αἷς ἔπιπτόν τε καὶ ἐνίκων ἄνδρες
φάλαρα καὶ οἱ τῶν ὑπάτων στέφανοι καὶ τὰ ἐκ τῶν μονομαχιῶν λάφυρα καὶ πᾶσα ἡ ἄλλη βαρύτης , ἣν τότ
4900193 ὀνειδισας
τὰς ἐπιθυμίας ἐμπιμπλάναι , κατηγορήσας ἃ ἐβούλετο καὶ τὰς συμφορὰς ὀνειδίσας αὐτοῖς , εἶθ ' ὥσπερ τῶν πρώτων ἐπιλαθόμενος ,
τὴν Περσῶν ἡγεμονίαν , ὁ μὲν Χαρίδημος παροργισθεὶς καὶ προχειρότερον ὀνειδίσας τὴν Περσῶν ἀνανδρίαν ἐποίησεν ἐπὶ πλεῖον προσκόψαι τὸν βασιλέα
4896573 Σμικρα
θανάσιμον βεβηκότα . Πότερα δόλοισιν ; ἢ νόσου ξυναλλαγῇ ; Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή . Νόσοις ὁ τλήμων
καίτοι περί γε τῶν γερόντων ὁ Σοφοκλῆς εἴρηκε χαριέντως : Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή : καταγωγῇ γὰρ ἔοικεν
4896328 διεκωλυε
καὶ ταύτας αἱρήσων κατὰ κράτος . τὴν μὲν οὖν σιτοπομπείαν διεκώλυε πολὺν ἤδη χρόνον θαλασσοκρατῶν , τοὺς δ ' ἐπὶ
πρόθυμον , καὶ ἅμα λόγος τις διὰ μνήμης αὐτῷ φερόμενος διεκώλυε τοῦτον , ὡς ἔφασκεν : ἔφη γὰρ ἀκηκοέναι τοῦ
4892943 φενακιζεσθαι
ὑποστρέφεσθαι , διαδύεσθαι , παράγειν , πλάττειν , παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν ,
ἔνδοθεν ἢ Θεαρίων : ὑμεῖς οὖν αὐτῷ μὴ ξυγχωρεῖν μηδὲ φενακίζεσθαι λογαρίοις ὀλίγοις κεκομψευμένοις , ἃ μηδὲν προσήκοντα ὑποσπάσας καὶ
4889559 πειθοντα
δρᾶν : συμβουλεύειν οὖν τὸν νομοθέτην δεῖ τούτων πέρι πρῶτον πείθοντα εἰς δύναμιν . πέφυκεν δὲ ἡ πόλεων ἐπιμειξία πόλεσιν
. τοῖς δὲ μὴ δυναμένοις τοῦτο ποιεῖν συνεβούλευε φυλάττεσθαι τὰ πείθοντα μὴ πεινῶντας ἐσθίειν μηδὲ διψῶντας πίνειν : καὶ γὰρ
4885649 θεραπευτηρων
αὐτοκράτορα ἐς αὐτοσχέδιον σκηνὴν ἐσαγαγόντες , οὐδενὸς τῶν οἰκετῶν αὐτῷ θεραπευτήρων παρόντων , ὡς ἐν νυκτὶ καὶ τοσῷδε ταράχῳ διερριμμένων
πατέρα ἔδραμεν εὐαγγέλια φέρουσα , καὶ τὴν κοιτίδα τῶν τις θεραπευτήρων ἐκόμιζεν : ὁ δὲ πλοῦτόν τε ὃν εἶχε ἐς
4878158 οἰωνιστας
ὁρίοις Κρόνου , ποιεῖ δὲ καὶ μάντεις , θύτας , οἰωνιστάς , ἐξ ἰδίων μόχθων πορίζοντας . Ὁ Ζεὺς ἐν
ποιουμένους , ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Διός , ἱεροπροσπλόκους , οἰωνιστάς , ἱεροφόρους , γυναικῶν προισταμένους , γάμων καὶ συνεπιπλοκῶν
4875010 ἀγειρειν
Ῥόδῳ θυσιῶν , γράφων οὕτως : Εἶδος δέ τι τοῦ ἀγείρειν χελιδονίζειν οἱ Ῥόδιοι καλοῦσιν , ὃ γίνεται τῷ Βοηδρομιῶνι
. . . . οὐδ ' ἀέκοντα Πύλον κάτα λαὸν ἀγείρειν ἀλλὰ μάλ ' ἐσσυμένους πολεμίζειν : τὸν λαόν ,
4873073 συναχθεσθαι
, καὶ πρὸς τὸν Κλεισθένη ἔφρασε μέγα στενάξας , ἐκεῖνος συνάχθεσθαι ἀμφοτέροις ἔφη , τῷ μὲν θανόντι , ὅτι ὑπὸ
ταῦτα λύπῃ ; πῶς ἀδίκημα γίγνεται τὸ τοῖς πράττουσι κακῶς συνάχθεσθαι ; ἐγὼ μὲν γὰρ χρηστότητος εἶναι νομίζω τὸ μὴ

Back