ῥαθύμως ἐφύλαττον . Βρίζειν κυρίως τὸ μετὰ βορὰν καὶ τροφὴν ἵζειν , ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι . βριζούσης ] νυσταζούσης ἤτοι | ||
ἀλλ ' ἰὼν κατὰ στόμα . τοῦτον δ ' ὃν ἵζειν φὴις σὺ κλωπικὰς ἕδρας καὶ μηχανᾶσθαι , ζῶντα συλλαβὼν |
ἦν ἐν αὐτῇ . κατὰ γὰρ τὸν κωμικὸν ταῦτά ἐστιν ἐπιφυλλίδες καὶ στωμύλματα , χελιδόνων μουσεῖα , λωβηταὶ τέχνης , | ||
' ἐστὶν πάντα , κατὰ τὸν ἐν Διονύσου ποιητήν , ἐπιφυλλίδες , . . . . καὶ στωμύλματα , χελιδόνων |
: Οὕτως ἔλεγον τὸ παρὰ φύσιν τὰ μέλη ἐκτείνειν , σκορδινᾶσθαι . γίνεται δὲ περὶ τοὺς ἐγειρομένους ἐξ ὕπνου , | ||
ἀποτεῖναι , ἀποτάδην . τὸ δὲ μετὰ χάσμης ἀποτείνειν ἑαυτὸν σκορδινᾶσθαι λέγουσιν . Ἐφ ' ὧν Πλάτων λέγει τὸ ταὐτὸν |
τὸ τῶν Κόλχων ἔθνος . ὅτι δὲ τοῦτο τὸ γένος Αἰγυπτιακόν ἐστι σημεῖον εἶναι τὸ περιτέμνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους παραπλησίως τοῖς | ||
τὸ τῶν Κόλχων ἔθνος . ὅτι δὲ τοῦτο τὸ γένος Αἰγυπτιακόν ἐστι σημεῖον εἶναι τὸ περιτέμνεσθαι τοὺς ἀνθρώπους παραπλησίως τοῖς |
λακάζειν ] ἠχεῖν : λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ὀρνέων . λακάζειν ] βοᾶν . λακάζειν ] ἀπὸ τοῦ ληκῶ τὸ | ||
μὲν γυναικείᾳ καὶ δειλῇ , δεύτερον δὲ οὐκ ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος |
δέ γε , ὡς φῄς , τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν ; ὡμολόγησας ταῦτα ἢ οὔ ; Ὡμολόγησα , ἔφην | ||
σῶμα τύπτειν δίκην ἀσκοῦ . δέρειν ] ἤγουν τὸ σῶμα ἐκδέρειν . ἴτης ] ὁρμητικός . βδελυρός ] μιαρός , |
ἀκόντιον καὶ δόρυ διαφέρει . ἀκόντιον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἀκοντιζόμενον ἐλαφρόν , δόρυ δὲ τὸ ὃ μετὰ χερσὶν ἐχρῶντο | ||
τοῦτο κόπον παρέχουσι ταῖς σιαγόσι τῶν βρεφῶν , ἀλλὰ καὶ ἀκοντιζόμενον διὰ τῶν στενῶν πόρων τὸ γάλα πλήττει τὸν ὑπαλείφοντα |
πόλιν . πολισσούχων ] τῶν τὴν πόλιν συνεχόντων . θ αὔειν λακάζειν : ταῦτα ἐπὶ τῶν ὀρνέων λέγεται : ἀλόγοις | ||
ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν , ὅτι παρὰ τὸ τὰς βαλάνους αὔειν , τουτέστι τὰς δρῦς : οὕτως γὰρ καλοῦνται † |
λέγεται καὶ ἡ δύναμις , ὡς λέγεται κατὰ φυσικὸν λόγον ὀδοντοφυεῖν τὰ ζῶα καὶ γένεια φέρειν , οἷον κατὰ φυσικὰς | ||
δ ' ἐξ ὀδόντων σίδηρος ὠδοντωμένος ὁ πρίων , καὶ ὀδοντοφυεῖν τὰ βρέφη , καὶ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος ὀδοντοφυΐα |
τὸν τύραννον εἰς τὸ βασίλειον θέοντα καὶ τὰ τῶν δεσποτῶν ἁρπάζοντα , τὴν ἀτοπίαν τῶν ὁρωμένων εἰς παράκλησιν λαβόντες οὐκ | ||
τὸ κακόφωνον αὐτοῦ . Χάρυβδιν δὲ ἁρπαγῆς ὡς πᾶν ὁτιοῦν ἁρπάζοντα . ΓΘ φάραγγα : τὸ τῆς γῆς βάραθρον ὃ |
λαμβάνεται , τρυγᾶν , ὡς Ἀριστοφάνης : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκίαν βλίττουσιν εὑρόντες τινά | ||
καὶ θλίβειν : Ἀριστοφάνης † Ἱππώνακτι : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά |
ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας καὶ εἰρίοις πολυχρόοις ἀναδεδεμένους , οὓς καὶ εἰρεσιώνας ἐκάλουν . τρόπον οὖν τινα | ||
, κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν , μαρτζοβάρβουλον , τριβόλους ἀναδεδεμένους λεπτοῖς σφηκώμασι καὶ ἐν ἥλῳ σιδηρῷ ἀποκρατουμένας , διὰ |
τοῦ καὶ τοῖς θρέμμασι χιλὸν τεταμιεῦσθαι , τῶν ἀχύρων καὶ ἀθέρων ἐκ τῆς τοῦ καρποῦ καθάρσεως διακρινομένων . ἐπιμελητὴν δὲ | ||
: αἶπος γὰρ τὸ ἀκρώρειον . Ἀθερίζειν , ἀπὸ τῶν ἀθέρων , ἢ ἀπὸ τῶν θερίζεσθαι μὴ δυναμένων καρπῶν διὰ |
Ἄτταλος : ὄνομα κύριον . Ἄψοῤῥον : ἐξ ὑποστροφῆς . Ἅψεα : μέλη . σώματα . Ἁψίς : ἡ καμάρα | ||
: ἡμίκοπα . κέχυνται : ταχέως κινοῦνται ὡς ὕδωρ . Ἅψεα : τὰ μέλη παρὰ τὸ ἀλλήλων ἐφάπτεσθαι , κρέα |
τε καὶ λεπτῶν καὶ θερμῶν , ὡϲ διαβιβρώϲκειν τε καὶ κεντεῖν καὶ νύττειν τὰ αἰϲθητικὰ τῶν ϲωμάτων . καὶ ἐφ | ||
ῥόδων χαίρομεν , ὅτι ἐξ ἀγρίου θάμνου καὶ λυπεῖν καὶ κεντεῖν εἰδότος γελῶσιν ἐν τοῖς ῥόδοις . ἄνθος δέ ἐστι |
τραχήλοις τῶν ἀγγείων περιθῶμεν . τινὲς δὲ τὰ ἔσω τῶν πίθων περὶ τὰ χείλη τῇ . . . . . | ||
μὲν σοφὸς , τῷ δὲ πράγματι ἄσοφος , ὥσπερ ὁ πίθων . ταῦτα δὲ ἔνιοι τείνειν αὐτὸν εἰς Βακχυλίδην : |
ἀπὸ κοινοῦ . τοῖς ἐμβόλοις : ἔμβολον χάλκωμα ὡραῖον , περιτιθέμενον κατὰ πρῴραν ταῖς ναυσὶν σφῶν : τῶν Συρακουσίων . | ||
ἀποσπεῖσαι . Μύδρον . σίδηρον ἀργόν . Ἔμβολος . χάλκωμα περιτιθέμενον κατὰ πρώραν ταῖς ναυσίν . Ἐναγίζειν . τὰς χοὰς |
ἐξυβρικότα καί , νῦν ὅπερ εἰσί , παρδάλεις γεγονέναι καὶ διασπαράξαι τὸν Πενθέα . ταύτῃ τοι καὶ φιλοῦσι τὸν οἶνον | ||
φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις διαμοιρᾶσαι , ἤγουν διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ πάλιν καταλιπὼν τὸν ἀπὸ |
λακάζεινμισοῦσιν , ἢ οὕτω : ὦ θρέμματα οὐκ ἀνασχετά , μισήματα τῶν σωφρόνων . θ Ξ σωφρόνων μισήματα ] ἤγουν | ||
βοᾶν καὶ θρηνεῖν , καὶ λακάζειν καὶ φωνεῖν , σωφρόνων μισήματα , τουτέστι τὰ μισούμενα τοῖς σώφροσιν . ὑμᾶς ἐρωτῶ |
Νικοκρέοντι σὺν Ἀσκληπιάδῃ τῷ φίλῳ . τοῦ γάρ τοι βασιλέως ἐπιμήνιον ἑορτὴν τελοῦντος καὶ καλέσαντος καὶ τούτους ὥσπερ τοὺς ἄλλους | ||
ἀποτέξεσιν , ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν δι ' αὐτοῦ γιγνομένην ἐπιμήνιον κάθαρσιν μᾶλλον τυλοῦται : ὥσπερ τὰ διὰ τὴν πλείστην |
τὴν λάφυξιν λάφυρα . εἰλαπίνη γοῦν ἀπὸ τοῦ λελαπάχθαι . λάπτειν δὲ τὸ τὴν τροφὴν ἐκπέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίνεσθαι | ||
ἀπὸ μὲν τοῦ λαγαροῦ ἡ λαγών , ἀπὸ δὲ τοῦ λάπτειν λαπάρα . λαφύττειν δ ' ἐστὶ τὸ δαψιλῶς καὶ |
δὲ ἐχρῶντο μὴ παρουσῶν τούτων καὶ † ἀναβαστοῖς . Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα : ἐπὶ τῶν ἀηδῶν καὶ ὀχληρῶν . Ἅβρωνος βίος | ||
ἀποδιδόντων γνώμῃ . Ἀρχαϊκὰ φρονεῖς : ἤτοι εὐήθη . Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα : τὸ ἀηδές , διὰ τὸ τοὺς Ἀβυδηνοὺς μετὰ |
: εἰ δ ' αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν . ἢ ῥαδινὸν τὸ εὐάγωγον διὰ τὸ ἐν ἁπαλότητι ῥᾷον δινεῖσθαι ἤγουν | ||
τῶν ὀφθαλμῶν . . ῥαδινῶν ] εὐκινήτων . γρ . ῥαδινὸν , ἤγουν κινητὸν , λεπτόν . . ῥέος ] |
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως | ||
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος |
, καὶ πολλάκις ἰχθύων εὐερμίᾳ περιτυγχάνει τῇ τῆς ἐπιθυμίας ὁρμῇ προσερχομένων . δεῖ δὲ τῷ πρώτῳ θηρατῇ τὴν αἱρεθεῖσαν ὡραίαν | ||
εἴρηκε διὰ τὸ τραχὺ καὶ ξύειν αὐτοῦ τὰς σάρκας τῶν προσερχομένων . κρεαγρέπτους * τὰς κρεαγρεπτούσας , * τραχείας , |
ἔτη , τὰ δὲ Ϙ ἐκαθεύδησεν . καὶ παροιμία τὸ Ἐπιμενίδειον δέρμα ἐπὶ τῶν ἀποθέτων . . ἐκ δὲ τῆς | ||
ἔτη , τὰ δὲ Ϙ ἐκαθεύδησεν . Καὶ παροιμία τὸ Ἐπιμενίδειον δέρμα : ἐπὶ τῶν ἀποθέτων . . . . |
θεῖον ἀπάνθισμα τῶν ἡρώων . καὶ εἴρηται ἄωτος ἀπὸ τοῦ ἄειν , ὅ ἐστι πνεῖν καὶ ὀδωδέναι . νότῳ τρίτον | ||
: αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος † ἀμερθείς . παρὰ τὸ ἄειν , ὅ ἐστι πνέειν , σημαίνει δὲ τὸ αἰών |
πλεονεξίαν χωρεῖ τἀνθρώπου . καὶ ὅπου λέγει , προσ - κυνεῖν τοὺς ὑβρίζοντας ὥσπερ ἐν τοῖς βαρβάροις , οὐκ ἀμύνεσθαι | ||
διὸ οὐδεὶς τρέφει . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς ὅταν μέλλωσιν ἀναβαίνειν ἢ οὐκ ἀνέχεσθαι τὰς θηλείας |
θερμοῖς ] τολμηροῖς . Ξ πανουργίᾳ τινὶ ] σύν τισι πανούργοις . Ξ πανουργίᾳ ] ἐν δόλῳ , ἀπάτῃ . | ||
μόρμυροι δὲ καὶ μελάνουροι καὶ σκορπίοι καὶ κωβιοὶ περιπεσεῖν σημαίνουσι πανούργοις καὶ ἀηδέσιν ἀνθρώποις , κορακῖνοι δὲ καὶ βλέννοι πονηροῖς |
. ὀργεῶνες : οἱ τοῖς ἰδίαι ἀφιδρυμένοις θεοῖς ὀργιάζοντες : ὀργιάζειν δέ ἐστι τὰ τῶν θεῶν ὄργια τελεῖν , τουτέστι | ||
καὶ διαβόητον ἦν τὸ Ζήρινθον ἄντρον , ἔνθα τὴν Ἑκάτην ὀργιάζειν ἐλέγετο , καὶ τελετὰς ἦγον αὐτῇ τινας καὶ κύνας |
παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , δολοῦν , τεχνάζειν , ψεύδεσθαι , καταπεπλάσθαι , καπηλεύειν , | ||
παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν , κλέπτειν , παρατρέπειν , σκευωρεῖσθαι . ἀλλὰ καὶ |
καὶ ἀσφαλέστατον καὶ τῶν πώποτε φρουρίων ὀνομαστότατον λίθοις τε μεγίστοις λογάδην ξυντεθειμένοις ἐξειργασμένον σιδήρῳ τε πολλῷ καὶ μολύβδῳ τοῖς γόμφοις | ||
: καὶ γάρ τι καὶ ἔρυμα αὐτόθι ἦν παλαιὸν λίθων λογάδην πεποιημένον , ὃ ἐνόμιζον σφίσιν ὠφέλιμον ἂν εἶναι , |
τῶν χυτρῶν . Τί δὲ χύτρα νὼ ' πωφελήσει ; Γλαῦξ μὲν οὐ πρόσεισι νῷν . Τοῖς δὲ γαμψώνυξι τοισδί | ||
ϲαφῶϲ : ὥϲτε καὶ ἐρυϲιπέλατα θεραπεύει τὰ μὴ ἰϲχυρά . Γλαῦξ ἡ πόα θερμὴ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶϲίν ἐϲτιν : |
. ἄπυρον δὲ εἶπε τὸν οὐχ ἡψημένον : ἐχρῶντο γὰρ ἑφθοῖς οἴνοις . Πολύβιος δὲ διάφορον οἶνον ἐν Καπύῃ φησὶ | ||
' ἡμέραν μὴ γεύεσθαι : ὄψῳ τε τὰ πολλὰ λαχάνοις ἑφθοῖς τε καὶ ὠμοῖς , τοῖς δὲ θαλαττίοις σπανίως . |
τῶν ἀναισθήτων . Λιβυκὸν θηρίον : ἐπὶ τῶν ποικίλων καὶ δολίων . Λίθον ἕψειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων . | ||
τῆς στρόφιγγος . ὁ δὲ θεράπων τὸ στροφαῖον ἐπὶ τῶν δολίων καὶ συμπεπλεγμένων λόγων ἐκλαμβάνει : ἐπεὶ σημαίνει καὶ τοῦτο |
: ὑγρόν πυός : πρωτόγαλον ἀθρῶν : σκοπῶν οἰδαίνοντα : φυσῶντα εὐθύνας : τιμωρίας , δίκας ἀμύλους : πλακοῦντας ἐμπολῶ | ||
κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ ' |
Σπαρτιάτην φασὶν οἱ Λάκωνες μανῆναι διὰ τὸ Σκύθαις ὁμιλήσαντα μαθεῖν ἀκρατοποτεῖν „ . : ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶσιν οὗτοι | ||
Σπαρτιάτην φασὶν οἱ Λάκωνες μανῆναι διὰ τὸ Σκύθαις ὁμιλήσαντα μαθεῖν ἀκρατοποτεῖν . ὅθεν ὅταν βούλωνται πιεῖν ἀκρατέστερον , ἐπισκύθισον λέγουσιν |
σικυούς φησι Δημήτριος ὁ Ἰξίων ἐν πρώτῃ Ἐτυμολογουμένων ἀπὸ τοῦ σεύεσθαι καὶ κίειν : ὁρμητικὸν γὰρ ὑπάρχειν . Ἡρακλείδης δ | ||
ποιήεντα . Πασσυδία . παρὰ τὸ ὁμοῦ πάσσεσθαι , καὶ σεύεσθαι . Προμνηστῖνοι . ἀπὸ τοῦ μένω μένιστος . δύναται |
δὲ εἰδέναι τέχνην ἄνδρα Λακεδαιμόνιον οὐκ ἐξῆν . φοινικίδα δὲ ἀμπέχεσθαι κατὰ τὰς μάχας ἀνάγκη ἦν : ἔχειν δὲ τὴν | ||
καὶ τῆς πολυτελείας ἠσκεῖτο ὡς καὶ Παρράσιον τὸν ζωγράφον πορφύραν ἀμπέχεσθαι , χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχοντα , ὡς |
μέσα χροιισθεῖσαι : ἃ κρίνα , λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἳ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ | ||
κρόκῳ μέσα χροιισθεῖσαι , ἃ κρίνα λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἱ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ |
κελαρύζω : κερύζω κελαρύζω . . . . . . κελαρύζειν : κελαρύζειν : . . . γίνεται παρὰ τὸ | ||
ᾗ δὴ καὶ πλεονάζουσιν ἐνταῦθα αἱ ὀνοματοποιίαι , οἷον τὸ κελαρύζειν καὶ κλαγγὴ δὲ καὶ ψόφος καὶ βοὴ καὶ κρότος |
μεταξὺ γάρ ἐστιν Εὐρώπης καὶ Ἀσίας . τῇ ἀπουσίᾳ αὐτῶν ἐπιμόνως πενθοῦσαι , ὡς δοκεῖν ἁβρύνεσθαι ἐπὶ τῷ πενθεῖν . | ||
Βοιωτῶν ὡρίζοντο . Ῥανὶς ἐνδελεχοῦσα κοιλαίνει πέτραν : ὅτι οἱ ἐπιμόνως πρός τι σπουδάζοντες αὐτὸ καθορθῶσαι δυνή - σονται . |
ΓΘ κολᾷ ] κολάσεις . Γ ὅπως ] σκόπει . κολᾷ ] κολάσεις : ἀπὸ δὲ τῶν κόλων τὴν λέξιν | ||
λέξιν ἐποίησεν . ἴσως δὲ καὶ αὐτὸν τύπτουσιν . ΓΘ κολᾷ ] κολάσεις . Γ ὅπως ] σκόπει . κολᾷ |
παιὰν ᾄδεται . ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύσωσι , μεγάλη βουθυσία γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν δούλων : οἱ | ||
; καὶ πῶς οὐ γελοῖον , ὁπότε περιφανὴς ἦν ἡ βουθυσία καὶ πᾶσι γνώριμος ; πῶς δ ' ἂν ἦλθεν |
ἀντὶ ἐπιτάσεως λέγουσι , ἵν ' ᾖ : ὑπερτρέμω ἰδεῖν αἵματα , φόνους , θανάτους τῶν φίλων ὀλλυμένων τοῖς ἐναντίοις | ||
τοῦ φόνου τούτου . κικλήσκων ] καλῶν . αἱματολοιχὸς ] αἵματα λείχων , φόνων ἐπιθυμῶν . ἰχώρ ] ἤγουν φόνος |
τοῦ νικῶντας . . . . ἀπολιχμήσονται : ἀπολείξουσιν : λείχω λειχῶ , καὶ λιχμῶ λιχμήσω . . . . | ||
τοῦ λιχμῶ δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων : τοῦτο ἀπὸ τοῦ λείχω πλεονασμῶ τοῦ μ λιχμῶ : τὸ λι , ι |
τῆς διοικήσεως . σείριον ἐκάλουν λεπτὸν ἱμάτιον ἀσπάθητον , οἷον θέριστρον , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . καὶ σειρὴν δὲ | ||
. ἔρρωσο . Εἶδόν σου τὴν νύμφην μυστηρίοις καλὸν περιβεβλημένην θέριστρον : ἐλεῶ σε νὴ τὴν Ἀφροδίτην , ταλαίπωρε , |
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ | ||
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ |
ὂν τῷ ὑγιαίνειν : τὸ δ ' ὑγιαίνειν καὶ μὴ ἐπιπολάζοντα ἔχειν τὰ σιτία προσῆκον καὶ δέον : τὸ ἀπὸ | ||
τὰς ἀκρωρείας ἁπλοῦν τι καὶ ἄγριον , δεδιότων τὰ ὕδατα ἐπιπολάζοντα ἀκμὴν ἐν τοῖς πεδίοις : δεύτερον δὲ τὸ ἐν |
ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν . . . , : Κατὰ δὲ | ||
ἰσχία . Ἀποτελεῖ δὲ εὔχροας , εὐακεῖς , εὐπαθεῖς , κενοδόξους , φιλοκαθαρίους , θρασυδείλους . καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ |
ταχέως μεταπηδώντων ἡ παροιμία εἴρηται . Σκνὶψ γάρ ἐστι θηρίδιον ξυλοφάγον , ἀπὸ τόπου εἰς τόπον μεταπηδῶν . Μέμνηται ταύτης | ||
χώρᾳ : ἐπὶ τῶν ταχέως μεταπιπτόντων . κνὶψ γὰρ θηρίον ξυλοφάγον . Οἴκοι γενοίμην : ἐπὶ τῶν ἐκφυγεῖν τὰ δεινὰ |
. Εἴωθε δὲ πολλάκις τὸ ἔλαιον οὐκ εἰς ἔμετον μόνον ὁρμᾷν . Τοῦτο ποιεῖ διὰ τὴν ἐπιμιξίαν τῶν ἄλλων τῇ | ||
κεῖσθαι τὴν βόσιν ἢ παρὰ τὸ κίειν τὸ πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα |
λείπει τὰ κρέα . Γ θυμέ ] ψυχή . Γ βωμολόχον ] πανοῦργον , λῃστρικόν . Γ ἔξευρέ τι ] | ||
Φιλόχορος β Ἀτθίδος οὐ γὰρ , ὥσπερ ἔνιοι λέγουσιν , βωμολόχον τινὰ καὶ κόβαλον γίνεσθαι νομιστέον τὸν Διόνυσον . . |
τὸ περιαιρεῖν τῶν οἰνάρων καὶ τρυγᾶν : δεῖ γὰρ καὶ οἰναρίζειν τὰς ἀμπέλους , ἐπειδὰν πεπαίνωσιν οἱ βότρυες . κελαρύζειν | ||
προβάτων . ” . / . : Φανίας δέ φησιν οἰναρίζειν τὸ περιαιρεῖν τῶν οἰναρεῶν καὶ τρυγᾶν . . λ |
ἀρραβάσσειν , ὅ ἐστιν ὀρχεῖσθαι . ἀρρενωπάδες : ἀνδρόγυνοι . ἄρριχος : κόφινος ἐπιτήδειος εἰς συγκομιδὴν σταφυλῶν . τὸ δὲ | ||
' Ἱππώνακτι : † ἀριχῶμαι . ἄλλως οὖν ἐσχημάτισται : ἄρριχος λέγεται ὁ κόφινος , ἐν ᾦ κομίζουσι τοὺς βότρυς |
πατέρα τοῖς ὀρχήμασι . καὶ τῶν πρὸς εἴλην ἰχθύων ὠπτημένων ἴκτινα παντόφθαλμον ἁρπαγαῖς τρέφων [ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ . . | ||
αἰτιατική , φημὶ δὴ ἡ ἴκτινον , κατὰ μεταπλασμὸν γέγονεν ἴκτινα , ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει . ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα στρέφων |
. , : κρωσσόν : παρὰ τὸ κρῶ , τὸ ἐπιχέω , γενόμενον ἀπὸ τοῦ † χέω † κερῶ κατὰ | ||
ῥῆμα μονοσύλλαβον συγκοπὲν ἀπὸ τοῦ κερῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ἐπιχέω . καὶ ὡς παρὰ τὸ εἴρω , τὸ λέγω |
βοὸς καὶ εἴρηται παρὰ τὸ κινεῖν τὴν οὐρὰν ἐν τῷ μυκᾶσθαι . καὶ Ἀπίων δὲ εὑρὼν τὴν ἐτυμολογίαν παρὰ Ἀπολλοδώρῳ | ||
. . . . . Μυκάλη . παρὰ τὸ ἐκεῖ μυκᾶσθαι τὰς Γοργόνας δια Οʹθος . παρὰ τὸν μολυσμὸν τῶν |
ἤδη παρθένους ἀλινδεῖσθαι : παρὰ τὸ ἀλίω ἀλινδῶ , ὡς κυλίω κυλινδῶ , ἔνθεν τὸ ἀλίσω , καὶ : ἄπαγε | ||
παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ κυλίω καὶ τροπῇ τοῦ υ εἰς τὸ α καὶ ἀποβολῇ |
, : μάραγδος : παρὰ τὸ μαίρω , ὁ μέλλων μαρῶ , οὗ παράγωγον μαράσσω , ὄνομα μάραγδος : τὸ | ||
εἴρηνται παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ὁ μέλλων μαρῶ , ἐξ οὗ παράγωγον μαρύσσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ α |
τυτθὸν ὑποσταίη , λαγόνων δ ' ἀπὸ μήδεα χεύῃ : δόρκοι γὰρ περίαλλα δρόμοις ἐνὶ μεσσατίοισι κυστίδα κυμαίνουσιν , ἀναγκαίοισιν | ||
καὶ οὐρήσῃ , πλέον τρέχει καὶ διαφεύγει . ὅτι οἱ δόρκοι καὶ οἱ πέρδικες ἀλλήλων φίλοι εἰσίν : ὅθεν ὑπ |
μὴ διαστολή τις σημαινομένου γένοιτο , οἷον : κύκος Πλάκος πόκος τόκος . σεσημείωται τὸ φακός ὀξύτονον . τὸ δὲ | ||
εἰς ἀδύνατα ἀναβαλλομένων . Ἀπ ' ὄνου γὰρ οὐκ ἔστι πόκος . Ἐς Κυνόσαργες , Ἐς ἀνηλίου πύλας : ἐπὶ |
πρὸς τὰ δη - μιουργούμενα καὶ τῶν γεννώντων πρὸς τὰ ἀπογεννώμενα . Ὅταν οὖν ταύτης προηγουμένης τῆς κοινῆς ἀρχῆς λάβωμέν | ||
τῶν ὅλων , οὐδὲν δὲ ὧν ἐστι τὰ ἐξ αὐτῶν ἀπογεννώμενα , ὅπου γε οὐδὲ αἱ ἰδέαι αἱ ἀπ ' |
' ὅλου σκαλεύει καὶ τὰ κεκρυμμένα ἐρευνᾷ . Ψιλοῦσθαι καὶ πιττοῦσθαι βλάβας καὶ ζημίας σημαίνει . Ἔτι καὶ τοῦτο . | ||
, ἄφελε , τὸ μύρῳ χρίεσθαι τὰς πολιὰς καὶ τὸ πιττοῦσθαι μόνα ἐκεῖνα . εἰ μὲν γὰρ νόσος τις ἐπείγει |
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν | ||
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον |
Ἀντιφάνης φησίν . ὅτι Ξενοκράτης ὁ Χαλκηδόνιος καὶ Σπεύσιππος ὁ Ἀκαδημαικὸς καὶ Ἀριστοτέλης βασιλικοὺς νόμους ἔγραψε . ἀλλὰ μὴν καὶ | ||
ξηρὰ σιτούμενος καὶ μὴ πίνων . Πολέμων δ ' ὁ Ἀκαδημαικὸς ἀρξάμενος ἀπὸ τριάκοντα ἐτῶν ὑδροπότησε μέχρι θανάτου , ὡς |
τις εὔκολός ἐστι καὶ εὐτελής . Ἄλφιτα γάρ ἐστιν ἐλαίῳ δεδευμένα , ἅ φησι Νικοκλῆς ὁ Λάκων κάπτειν αὐτοὺς μετὰ | ||
δὲ τῷ πλευρῷ κέεϲθαι χρὴ ἔρια θυμιηθέντα θείῳ , λίπαϊ δεδευμένα , ἔνθα ἄνηθον ἕψηται ἢ πήγανον . ξυνεχὲϲ δὲ |
, θεραπεύειν ὑπερθεραπεύειν , ὑπιέναι , ὑπάγεσθαι , ὑπέρχεσθαι , ὑποτρέχειν , ὑποπίπτειν , ὑποκεῖσθαι , κατεπᾴδειν , κατακηλεῖν , | ||
, εἶτα τοῦ δρόμου ἄρχονται . ὑποθεῖν οὐκ ἐῶ : ὑποτρέχειν καὶ ὑποσκελίζειν καὶ ἐμποδὼν ἵστασθαι . ΓΘ ἄπιτον ] |
καὶ τρυγόνας τρύζειν , καὶ περιστερὰς γογγύζειν , καὶ κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ κολοιᾶν , καὶ κοψίχους | ||
φωνὴν ἔχει , ὡς αἲξ τὸ μηκάζειν , κορώνη τὸ κρώζειν καὶ [ τἄλλα ] [ ὁμοίως ] [ . |
, ἀντὶ τοῦ μ τῷ β . ταῖς γὰρ μυρσίναις ἀποσοβοῦσι τὰς μυίας . ὁ δὲ τοὺς ῥήτορας εἶπεν . | ||
φαρμάκων . θεραπευμάτων αἷς ] κράσεσι ἐξαμύνονται ] καταγωνίζονται , ἀποσοβοῦσι τρόπους ] ὁδούς ἐστοίχισα ] ἔταξα κἄκρινα ] διέκρινα |
ἡδυπαθείας ὄψα καὶ ἐσδέσματα 〚 〛 ἐσθίειν , τρυφᾶν . κιχλίζειν ] γελᾶν ἢ τρυφᾶν . ἴσχειν ] κρατεῖν , | ||
λέγουσι κῆπον . ὀψοφαγεῖν : τὸ τρυφᾶν τραπέζαις . οὐδὲ κιχλίζειν : ἀντὶ τοῦ ” λιπαρὰς ὄρτυγας τρώγειν , κίχλας |
γεγηρακότας τοὺς ἑαυτῶν γονεῖς γηροτροφοῦσι , τὰ τροφεῖα ἀπονέμοντες . Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνων ἐπὶ τὸ στέγος : ἐπὶ τῶν ἀμαθῶς | ||
ἁλόντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἀνίπτοις χερσίν : ἐπὶ τῶν βεβήλοις χερσὶ τὰ ἱερὰ μεταχειριζομένων |
ἤτοι διὰ τῶν τοιούτων εὐχῶν θάρσος ἐμποιοῦσα τοῖς φίλοις καὶ λύουσα τὸν ἐν αὐτοῖς ἐνόντα τῶν πολεμίων φόβον . τὸ | ||
φίλοις . πολέμιον δὲ φόβον τὴν ὀλολυγὴν ἐξηγήσατο ἐν τῷ λύουσα πολέμιον φόβον . διὰ τῶν τοιούτων εὐχῶν λύουσα τὸν |
μηδὲ ἔμπηρα μηδὲ ἠκρωτηριασμένα μηδὲ διάστροφα . Σόλων δὲ τὰ ἔμπηρα καὶ ἀφελῆ ὠνόμασε . προσακτέον μέντοι καὶ βοῦς ἄζυγας | ||
ἐν τῷ οἱ Φωκαιέες καταλευσθέντες ἐκέατο , ἐγίνετο διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα , ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι |
. . . σύκα ἐταρίχευον . . . γινομένην . τρασιὰ τόπος , ἔνθα θερσαίνουσιν ἢ σῦκα ἢ σταφυλὰς ἢ | ||
νέου οἴνου Θ ἢ τῆς ὑποστάθμης . Θ τρασιᾶς : τρασιὰ ὁ τόπος , ὅπου ψύγεται τὰ σῦκα . Θ |
καὶ θῶας ἀπὸ χειρὸς αἶγάς τε ἀγρίας καὶ δόρκους καὶ ὄρυγας , ἀλλὰ καὶ ἐλάφων κατεκυρίευε τάχει ποδῶν καὶ ὠκύτητι | ||
σφετέρῳ βασιλεῖ οἱ Ἰνδοὶ τίγρεις πεπωλευμένους καὶ τιθασοὺς πάνθηρας καὶ ὄρυγας τετράκερως , βοῶν δὲ γένη δύο , δρομικούς τε |
ὡς Ἀλβανός . Παρνασσός , ὄρος Δελφῶν . ὁ ὄρειος Παρνάσσιος , τὸ θηλυκὸν Παρνασσία καὶ Παρνασσιάς ἀπὸ τοῦ Παρνάσσιος | ||
ὄρειος Παρνάσσιος , τὸ θηλυκὸν Παρνασσία καὶ Παρνασσιάς ἀπὸ τοῦ Παρνάσσιος , ὡς Ἑλικωνιάς , καὶ τὸ οὐδέτερον Παρνάσσιον . |
Μήλιοι πολιορκούμενοι λιμῷ ὑπὸ Ἀθηναίων ἐπείσθησαν καὶ προδεδώκασιν ἑαυτούς . Λίνδιοι τὴν θυσίαν : ἐπὶ τῶν σκωπτόντων καὶ δυσφήμως ἱερουργούντων | ||
ἵδρυμα . πρότερον μὲν οὖν καθ ' αὑτοὺς ἐπολιτεύοντο οἱ Λίνδιοι , καθάπερ καὶ Καμειρεῖς καὶ Ἰαλύσιοι , μετὰ ταῦτα |
τὸ πῦρ καθημένη „ . ἀλεαίνειν : θερμαίνεσθαι , οὐχὶ ἀλεαίνεσθαι . ” οὐκοῦν ἵν ' ἀλεαίνοιμι , τοῦτ ' | ||
καρπὸν καὶ ἐλελίσφακον , ὄξος σὺν τοίσδεσιν ἢ οἶνον : ἀλεαίνεσθαι δὲ χρὴ , ἢ ἄλειφα χηνὸς , κηρωτὴν ἐῤῥητινωμένην |
κιθάραν ματέρα ὕμνων . Ἀσιάδα δὲ τὴν κιθάραν λέγει . ὀρχήματα . τὸ σέβομαι κοινόν . εὐτόνῳ . προεῖπε γὰρ | ||
, ὦ ἄνδρες , ὅτι καλῶς γυμνάζει καὶ τὰ ἐμὰ ὀρχήματα . ἐγὼ γοῦν διψῶ : καὶ ὁ παῖς ἐγχεάτω |
παροξύνεται : στωμύλος αἱμύλος στρογγύλος ἀγκύλος καμπύλος . τὸ δὲ αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ | ||
πέλαγος , τὸ λίαν κεχηνός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος , οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων . ἀντὶ |
παρὰ τὸ ἐκεῖ φυλάττεσθαι τὸν πυρὸν πυροταμεῖον καὶ πρυτανεῖον : διφθογγογραφεῖται δὲ ἢ τῷ λόγῳ τοῦ βαλανεῖον ἢ ὅτι εὕρηται | ||
μεταφέροντα . παραβάλλει ] παραβάλλῃ . τὸ ” ἀνέχει “ διφθογγογραφεῖται ἀττικῷ ἔθει . ἐκεῖνοι γὰρ πάντα τὰ δεύτερα πρόσωπα |
Ἡράκλεις ; οὐ σπογγιᾷ τίς μου παρελθὼν τὸ πρόσωπον ἐκκαθαρίσει μεμολυσμένον μαγγανείαις πολλαῖς ; ἢ οὐκ οἴδατε καὶ τὸν καλὸν | ||
φοβερὸν ὄναρ , ὅτι νυκτὸς εἶδεν αἵματι τὸν οἶκον αὐτῆς μεμολυσμένον . πιληθεῖσα : ἀναπαγεῖσα ἡ γῆ . αἰνυμένη : |
δέρματα ἵνα παχέα φαίνηται . διαφέρει γὰρ τὸ τέμνειν τοῦ ὑποτέμνειν . ὅταν γὰρ ὑποτέμνηται παχύτερα φαίνεται , ἀσθενέστερα δέ | ||
χειμών , τὰς ἀγκύρας τῶν ἐφορμουσῶν νηῶν κελεύειν τοὺς κολυμβῶντας ὑποτέμνειν καὶ τὰ ἐδάφη αὐτῶν ἐκτρυπᾶν : μάλιστα δὲ οὕτω |
ἁ μελίτεια : ἤγουν ἡ μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους | ||
μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους . ῥόδα κισθός . . |
ἀμόργῃ χρίειν τὸ σῶμα : τοὺς γὰρ ψωριῶντας ἰάσεται . κρότωνας δὲ καὶ τὰς ἄλλας νόσους τῶν κτηνῶν τῶν δυσπαθέστερον | ||
τοῦ ἵππου γίνονται ἡμίονοι . ὅτι φθεῖρας οὐ ποιεῖ οὐδὲ κρότωνας ὡς οἱ βόες : τὰ γὰρ ζῳύφια ταῦτα ἐξ |
δέ , μετεωρίζοντα τὴν κορυφήν 〛 . δηλοῖ δὲ τὸ γαυριᾶν . ὡς ἔλαφος , φησίν , ἠγάλλου τοῖς κέρασιν | ||
τίκτω . κομᾶν τοῦ γαυριᾶν διαφέρει . κομᾶν μὲν τὸ γαυριᾶν ἐπί τινι ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι , φησὶ Τρύφων : |
κανόνα . . . . αἵνειν : τὸ ἀναβράττειν τὸν ἀληλεσμένον σῖτον , τουτέστιν ἀναδεύειν καὶ ἀνακινεῖν τὰς κριθὰς ὕδατι | ||
θάνατον προσδέχονται . τὸ δὲ τελευταῖον οἱ τεχνῖται παραλαβόντες τὸν ἀληλεσμένον λίθον πρὸς τὴν ὅλην ἄγουσι συντέλειαν : ἐπὶ γὰρ |
θυμοῦ κινήσεσιν . αἱ δὲ ἀνασκιρτῶσαι ἄνετον αἶγες καὶ τὰ ἀτακτοῦντα βουκόλια καὶ ἡ ἐν μέσοις ἐρριμμένη κορύνη σὺν καλαύροπι | ||
διαλέγε - σθαι , τὰ μὲν ὁμιλούμενα τῶν χωρίων καὶ ἀτακτοῦντα παρῃτεῖτο φήσας οὐκ ἀνθρώπων ἑαυτῷ δεῖν , ἀλλ ' |
χάριν ἀνυσιμώτερον . εἰ γὰρ τὰ ἄγρια τῶν θηρίων συνηθείᾳ τιθασεύεται , πολὺ μᾶλλον ταύτῃ μαλαχθείη καὶ γυνή . ἔχει | ||
αὐτῷ γέρας , ᾧ καὶ τὰ ἐξηγριωμένα πάθη κατεπᾴδεται καὶ τιθασεύεται . πολὺ βέλτιον ἦν ἀνθ ' ὅπλων κηρύκεια ἀναδῦναι |
Ἰνοῦς ὑποθέσθαι τῶι Φρίξωι τὴν φυγὴν ποιήσασθαι . ὅθεν καὶ μεμυθεῦσθαι ὡς ὑπὸ κριοῦ διασωθείη . : Τιμαίου λέγοντος ἐν | ||
τὸν μὲν ποταμὸν ἀποστρέψαι εἰς τὴν θάλασσαν καὶ διὰ τοῦτο μεμυθεῦσθαι ἀνῃρηκέναι τὸν ἀετὸν Ἡρακλέα , τὸν δὲ Προμηθέα λῦσαι |
καὶ μίγνυνται ἀλλήλοις τὰ μέρη τὰ συμφυῆ , τό τε σεσηπός φημι καὶ τὸ ἄσηπτον . Καὶ εἰ μὲν ἐξ | ||
καὶ βέλτιον ἀσφαλείας ἕνεκεν , ὅταν ἐκτέμῃς ἢ περιτέμῃς τὸ σεσηπός , τὴν οἷον ῥίζαν αὐτοῦ συνημμένην τοῖς ἀπαθέσι καίειν |
τὴν ἀνδραποδώδη τρίχα παροιμίαν εἶναί φασιν οἱ μὲν ἀπὸ τῶν ἀρτιγενῶν πώλων , οἱ δὲ ἀπὸ εἴδους κουρᾶς προσηκούσης ἀνδραπόδοις | ||
εὐθέως ἐσθιομένου : ὑγρότατόν τε γὰρ ὑπερβαλλόντως ἐστὶ τὸ τῶν ἀρτιγενῶν καὶ φλέγμα γεννᾷ πλεῖστον . οὖθαρ εὔχυμον , ἧπαρ |
ἐπιτήδειοι , καὶ πέρδικες καὶ στρουθοὶ ὄρειοι καὶ μαλακόσαρκοι . Φυλάττεσθαι δὲ τὰ ἐν ἕλεσι καὶ ποταμοῖς διαιτώμενα καὶ τὰ | ||
λιπαρῶν κατὰ μῆνα ἔσθιε ἅπαξ , ἢ ὁσάκις βούλει . Φυλάττεσθαι δὲ χρὴ τὴν συνεχῆ χρῆσιν τῶν σφοδρῶς ψυχόντων ἐπί |
κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν . Εἴληφεν ἡ παγὶς τὸν μῦν : ἐπὶ τῶν ἀξίως ἁλισκομένων . Ἕλκων | ||
, οὐ μνησικακήσεις . Οὐκ ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ δίγλωσσος : παγὶς γὰρ θανάτου ἡ διγλωσσία . Οὐκ ἔσται ὁ λόγος |
λειώσας ἐπίχριε πτερῷ ἢ βρέχων ῥάκει ἐπιτίθει , καὶ συνεχῶς ἄλλασσε . Τῶν ἑρπήτων οἱ μέν εἰσι φλυκταινώδεις καὶ ὑπέρυθροι | ||
κατασκευαζομένων . τὰ μέντοι σκευάρια μετὰ πρώτην ἢ δευτέραν χρῆσιν ἄλλασσε . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ἐννεακαιδεκάτῃ |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
. Τρέφεται μὲν ὑπὸ Νυμφῶν , παιδεύεται δὲ ὑπὸ Μουσῶν συρίζειν , αὐλεῖν , τὰ πρὸς λύραν , τὰ πρὸς | ||
ἐκθλίβοντες : τὸ συρίζεις γὰρ συρίζες γράφουσι , τὸ δὲ συρίζειν συρίζεν . διαλύουσι δὲ τὸ ζ εἰς τὰ ἐξ |
. . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ | ||
ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον |
Ἀπόλλων φιλεῖ . τὰ δὲ Κάρνεα : Πράξιλλα μὲν ἀπὸ Κάρνου φησὶν ὠνομάσθαι τοῦ Διὸς καὶ Εὐρώπης υἱοῦ , ὃς | ||
Κάρνειον δὲ Ἀπόλλωνα Δωριεῦσι μὲν τοῖς πᾶσι σέβεσθαι καθέστηκεν ἀπὸ Κάρνου γένος ἐξ Ἀκαρνανίας , μαντευομένου δὲ ἐξ Ἀπόλλωνος : |
ἅρπαξ καὶ πονηρὸς καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη | ||
δ ' ἀλώπηξ ἄνω θεασαμένη κάτωθεν ἔστη προσφέρουσα ἐπαίνους : Ὄρνεον καλὸν καὶ εὐμέγεθες λίαν χερσὶ κρατούμενον βασιλικαῖς πρέπεις . |