κτήσαιτο μὴ Φιλοκτήτης ὢν ὡς δύνασθαι ἐντείνασθαί τε αὐτὰ καὶ ἐπίσκοπα τοξεῦσαι ; τί σοι καὶ οὗτος δοκεῖ ; ἆρ
δέ μοι εἰπέ , τίνα εἶδες ἤδη πάντων ἀνθρώπων οὕτω ἐπίσκοπα τοξεύοντα ; Πρηξάσπεα δὲ ὁρῶντα ἄνδρα οὐ φρενήρεα καὶ
6243539 πρεμνα
τὰ θηρία . τινὲς ὀπὸν καὶ ἔλαιον ἑψήσαντες χρίουσι τὰ πρέμνα τῶν ἀμπέλων , ἀπὸ τοῦ πυθμένος ὀλίγον ἐπάνω ἀρξάμενοι
ἐγὼ μὲν παρειστήκειν , οἱ δ ' οἰκέται ἐξέτεμνον τὰ πρέμνα , ἀναθέμενος δὲ ὁ βοηλάτης ᾤχετο ἀπάγων τὰ ξύλα
6199300 ψαχνα
δὲ λοιπὰ πάντα κρέη τῶν πετεινῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐσθίειν ψαχνά τε καὶ χλία , δίεφθα , καὶ καρυκευτά ,
λοιπὰ πάντα κρέη ἐν πετεινοῖς τε καὶ πεζοῖς ἐσθίειν , ψαχνά τε καὶ χλία , δίεφθα καὶ καρυκευτά , καὶ
6182377 χρυσωματων
, ὡς οὐκ ἀλλαχόθεν οἶμαι γιγνόμενον τὸ εὐδαιμονεῖν , ἀπὸ χρυσωμάτων ἢ πόλεων ἢ χώρας ἢ ἄλλων ἀνθρώπων , ἑκάστῳ
ὑδρίαι δεκαδύο , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν λʹ . ταῦτα δὲ
6024694 ἐκοψαν
ἐξ αὐτῶν , τοῦ στόματος . ἤραξαν : κατέκοψαν , ἔκοψαν . ξίφος : τοῦ ξιφίου . Ἕλκεϊ : τραύματι
ῥοῦς . ταίγε δὲ ἀντὶ τοῦ : αὗται αἱ πέτραι ἔκοψαν τὰ ἄκρα τῆς οὐρᾶς πτερά . τὸ δὲ ἔβραχε
6018056 κτηνεων
καλὰ γνωρίζουσι καὶ ζηλοῦσιν οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά . . κτηνέων μὲν εὐγένεια ἡ τοῦ σκήνεος εὐσθένεια , ἀνθρώπων δὲ
τὰ οὔρεα βιοτεύουσι : φόρον δὲ καὶ οὗτοι ἀπὸ τῶν κτηνέων ἀποφέρουσι : καὶ θηρεύουσιν οὗτοι ἀνὰ τὴν χώρην ὄρνιθάς
6010638 ἀκοντιων
Τυρρηνῶν . Ἀντιφάνης δ ' Ἱππεῦσι : τῶν δ ' ἀκοντίων συνδοῦντες ὀρθὰ τρία λυχνείῳ χρώμεθα . Δίφιλος δ '
δ ' ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων . καὶ λοφοπωλεῖν δὲ ὁ αὐτὸς εἴρηκεν , καὶ
5990941 ἁλουργεις
Καὶ σαράπεις μήλινοι καὶ πορφυροῖ καὶ λευκοὶ , οἱ δὲ ἁλουργεῖς . Καὶ καλασίρεις Κορινθιουργεῖς : εἰσὶ δὲ αἱ μὲν
δὲ καὶ κλίναι χρυσαῖ σφιγγόποδες : ταύταις δ ' ἀμφίταποι ἁλουργεῖς ὑπέστρωντο τῆς πρώτης ἐρέας , καὶ περιστρώματα ποικίλα διαπρεπῆ
5979000 χρυσωματα
τρόπου τραχύτητα . , . . ἀργυρώματα : ἀργυρώματα καὶ χρυσώματα , ὁμοίως ὡς ἡμεῖς . , . . ἀργυρίδιον
ὁλκὴν εἶχεν δραχμῶν χιλίων . βασιλικοὶ δὲ παῖδες παρῆλθον ἑξακόσιοι χρυσώματα ἔχοντες . ἔπειτα γυναῖκες ἐκ χρυσῶν καλπίδων μύροις ἔραινον
5955697 ἠσκημενα
' ἀνδρείας ὕπο κεῖται [ ] παρ ' οἴκοις νυμφικοῖς ἠσκημένα , οὐκ εἰς φυγὴν κλίνοντος , οὐ δειλουμένου [
. ὑποδήματα δὲ λευκοῦ δέρματος φορέουσι , περιττῶς καὶ ταῦτα ἠσκημένα : καὶ τὰ ἴχνη τῶν ὑποδημάτων αὐτοῖσι ποικίλα καὶ
5953341 τριηκοσιοι
' ὀβελοί , περὶ δὲ κρέα πεντήκοντα : τρὶς δὲ τριηκόσιοι περὶ ἓν κρέας ἦσαν Ἀχαιοί . τοῦτο δὲ εὑρίσκεται
πολέμου ἐόντος Μεσσηνίοισι πᾶσι καὶ αὐτός τε ἀπέθανε καὶ οἱ τριηκόσιοι . Ἐν δὲ Πλαταιῇσι οἱ Πέρσαι , ὡς ἐτράποντο
5925863 θηλεων
Αἰγύπτιοι , καὶ ὗς οὐ τρέφοντες . Βοῶν μέν νυν θηλέων οὐδ ' αἱ Κυρηναίων γυναῖκες δικαιοῦσι πατέεσθαι διὰ τὴν
. Πρὸς ὦν ταῦτα σοφίζονται τάδε : ἁρπάζοντες ἀπὸ τῶν θηλέων καὶ ὑπαιρεόμενοι τὰ τέκνα κτείνουσι , κτείναντες μέντοι οὐ
5921282 ἀγρωσσων
ἐοικώς , ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ . ἤτοι γὰρ τὸ πυκινὰ
: ἀπὸ τοῦ ἀγρώσσω ῥήματος πέπτωκεν . Ὅμηρος : ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ . ἀχαιϊνέην : Ἀχαία ἐστὶ
5902665 στρουθων
, κώλων δώδεκα , ὀρύγων ἑπτὰ , βουβάλων πεντεκαίδεκα , στρουθῶν συνωρίδες ὀκτὼ , ὀνελάφων ἑπτὰ , καὶ συνωρίδες τέσσαρες
τελευταίαν ἐκδεχόμενοι τροφήν . ὀρτάλιχοι : οἱ νεοσσοί . ἢ στρουθῶν γένη . θρηνητικὸν δὲ τὸ ζῷον ἐλπίδι τροφῆς .
5899861 προβολια
κυνηγέσιον ἐργαλεῖα ξίφη , δρέπανα , ἀκόντια , τόξα , προβόλια , ἄρκυες , ἐνόδια , δίκτυα , κυνοῦχος ,
οὖν ἀκόντια ἐνηγκυλῆσθαι δεῖ διὰ τὴν ἄφεσιν , τὰ δὲ προβόλια διὰ τὴν ἐκ χειρὸς χρείαν οὐ δεῖται ἀγκύλης .
5895938 ξυλειᾳ
πλείστη , καὶ δοκεῖ ταῦτα τὰ μέρη πλεονεκτεῖν τῇ τοιαύτῃ ξυλείᾳ : καὶ διὰ τοῦτ ' Ἀντώνιος Κλεοπάτρᾳ τὰ χωρία
ὑπὸ ἐσχαρίου τινός , ὅ φασι παγῆναι πεντήκοντα πλοίων πεντηρικῶν ξυλείᾳ , ὑπὸ δὲ ὄχλου μετὰ βοῆς καὶ σαλπίγγων κατήγετο
5886214 ἐκεκοσμητο
ἄκρα : τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος . ἐκέκαστο : ἐκεκόσμητο , ἐπέκειτο . Κύκλωπες : οὗτοι γάρ , Βρόντης
μύραιναν ᾄδουσιν , ἥπερ οὖν καὶ ἐνωτίοις καὶ ὁρμίσκοις διαλίθοις ἐκεκόσμητο , οἷα δήπου ὡραία κόρη , καὶ καλοῦντος τοῦ
5885544 συων
, καθὼς ἀνωτέρω εἴρηται , καθάπερ οἱ λύκων καὶ ἀγρίων συῶν τὰ σημεῖα ἔχοντές εἰσιν ἄνδρες ὠμότεροι ἀγριώτεροί τε καὶ
ὁ γραμματικὸς ἐν τῷ περὶ ἡλικιῶν φησι : τῶν δὲ συῶν τὰ μὲν ἤδη συμπεπηγότα δέλφακες , τὰ δ '
5873241 πεπονημενα
, θριγκῶν τε καὶ εὐτοίχων κανονισμῶν κοσμήτας , μάλα τοι πεπονημένα τεχνάζοντας . Ἄρης δ ' αἰγλήεις ὅτ ' ἂν
τὰ μὲν ληφθέντα καὶ εὐρεθέντα πρότερον ὕστερον ἐπεδόθησαν καὶ ηὐξήθησαν πεπονημένα καὶ ἐπεξεργασθέντα παρὰ τῶν κατὰ διαδοχὰς παραλαβόντων ταῦτα .
5863017 εὐσαρκα
βούλεται . Γλαῦκοι δ ' ὅλοι , ῥαχιστὰ κρανίων μέρη εὔσαρκα . Εἶτ ' οὐχὶ χρυσοῦν ἐστι πρᾶγμ ' ἐρημία
βούλεται . γλαῦκοι δ ' ὅλοι , ῥαχιστὰ κρανίων μέρη εὔσαρκα εἶτ ' οὐχὶ χρυσοῦν ἐστι πρᾶγμ ' ἐρημία ;
5861341 εὐτραφων
τὰ τῶν ἀλεκτορίδων , καὶ καθόλου κάλλιστα μὲν τὰ τῶν εὐτραφῶν τε καὶ νέων πτερά , χείριστα δὲ τὰ τῶν
, καὶ πλήθη αἰγῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδων εὖ μάλα εὐτραφῶν καὶ λαγῶν μέντοι . τούτων οὖν ἐάν τις αἰτήσας
5859206 διπλοα
ἄγρην πόρεν : ἐκ δέ νυ πάντων εὐαγέως ἱερῷ ἀνὰ διπλόα μηρία βωμῷ καῖον , ἐπικλείοντες Ἑώιον Ἀπόλλωνα . ἀμφὶ
ἑῇ φέρε χειρὶ μεμαρπώς Εὔφημος : γαίης δ ' ἀπὸ διπλόα πείσματ ' ἔλυσαν . οὐδ ' ἄρ ' Ἀθηναίην
5850584 ἐρυμνα
κινδύνοις ἐκληρονόμησαν καὶ πόλεις πολλὰς καὶ μεγάλας ἐχειρώσαντο καὶ φρούρια ἐρυμνὰ ἐξεῖλον καὶ γενῶν ἀπείρων ἐκράτησαν : ἡμεῖς τε ταύτην
' ἑαυτῇ , ἀλλὰ δὴ καὶ εὐδαίμονας , καὶ φρούρια ἐρυμνὰ καὶ δυσάλωτα : καὶ καταλόγων στρατιωτικῶν τε καὶ στρατευμάτων
5849529 ἠρτημενοι
κεραῖαι . . . : ἐκ τῶν κεραιῶν δελφῖνες ἦσαν ἠρτημένοι μολίβδινοι ὥστε ἐμβάλλεσθαι ταῖς προσπλεούσαις πολεμίαις ναυσίν , οἳ
καὶ οὕτω πάντα τε καὶ πάντες ἀπὸ τοῦ θεοῦ εἰσιν ἠρτημένοι . διὸ πατὴρ μὲν πάντων ὁ θεός , δημιουργὸς
5844900 γλαυκαι
[ ] [ βάρβακεϲ ἱέρακεϲ ] ? αἱ ? ? γλαυκαὶ ? ? παρὰ ? [ τοῖϲ Λίβυϲι ] [
λέοντα , καὶ ἡ γλῶσσα ταύταις ὁμοίως ἐκείνῳ τραχεῖα . γλαυκαὶ δὲ αὐταῖς αἱ τῶν ὀφθαλμῶν κόραι , καὶ μεμύκασι
5827719 κεονται
: βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου . ἐν κομάροισι κέονται : κεῖνται καὶ καθέζονται . πάρεστι μὲν ἁ μελίτεια
αἴγιλον αἶγες ἔδοντι , καὶ σχῖνον πατέοντι καὶ ἐν κομάροισι κέονται . ταῖσι δ ' ἐμαῖς ὀίεσσι πάρεστι μὲν ἁ
5820929 πολλῃσι
δὲ διεθίζῃ χρόνῳ μακρῷ τὸ ἄλγημα καὶ περιόδοισι μακρῇσι καὶ πολλῇσι καὶ προσεπιγίγνεται μέζω τε καὶ πλεῦνον δυσαλθῇ , κεφαλαίην
παλαιέτω ἀπ ' ἄκρων τῶν ὤμων , καὶ ταλαιπωρεέτω περιόδοισι πολλῇσι δι ' ἡμέρης , καὶ εὐωχεέσθω ἅπερ εἴρηται μάλιστα
5806445 μακρης
, τόν ῥά τε Παφλαγόνειον ἐπιχθόνιοι καλέουσι πάντες ὅσοι ναίουσι μακρῆς ὑπὸ πείρασιν Ἴδης : ὅς τε καὶ αἱματόεις τραφερὴν
οὐχὶ τολμήεις ἴχνευεν ὀρέων ἐν βαθυσκίοις ὕλαις : δρυτόμῳ δὲ μακρῆς ἐγγὺς ἐντυχὼν πεύκης “ ὢ πρός σε νυμφῶν ,
5806355 κατετρωσαν
τὸν Λακεδαιμόνιον ἵππαρχον καταβάλλουσιν ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ κείμενον πάμπολλα κατέτρωσαν , καὶ ἄλλους ἀπέκτειναν , καὶ τέλος τρέπονται τὸ
τε ἄλλα βέλη ἠφίεσαν καὶ τοῖς δόρασιν ἐξακοντίζοντες ἱππέας τε κατέτρωσαν καὶ ἵππους τινὰς ἀπέκτειναν . ἐπεὶ μέντοι μικροῦ ἔδεον
5803220 τοξευματων
ὑπ ' ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων . ὑπὸ δὲ τῶν τοξευμάτων οὐκ ἦν ἰδεῖν τὸν οὐρανόν . ἀλλ ' ὅμως
καὶ ὃ μὲν ἐπέθετο , καὶ τῶν πρέσβεών τινες ἐκ τοξευμάτων ἀπέθανον : οἱ δὲ λοιποὶ τιτρωσκόμενοί τε καὶ ἐρέσσοντες
5802016 εὐεργεος
' αὐτῶν , ἀλλὰ μᾶλλον ᾖ ἐν ὁρίοις ἢ οἴκοις εὐεργέος : οὕτω γὰρ ἔχουσα ἡ Ἀφροδίτη εἰ ἐπιδεκατεύει τὴν
ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσθμαίνων εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ
5794931 χαλκηλατος
νίπτρα δὴ χρὴ θεοφόρων ποδῶν φέρειν . λεοντοβάμων ποῦ σκάφη χαλκήλατος ; καλεῖται μέντοι καὶ ποδανιπτὴρ οὐ παρ ' Ἡροδότῳ
δ ' ἅλυσις περιβάλλεται ἄκρα κελαινοῦ ἀγκίστρου , στιβαρή , χαλκήλατος , ἥ κεν ὀδόντων λευγαλέην ἀνέχοιτο βίην καὶ χάσματος
5786306 συμπεφορημενον
τὴν τῶν ἐντυγχανόντων ἔκπληξιν παραχθέν , πολύσαρκον ἐχρῆν εἶναι καὶ συμπεφορημένον τὸ σῶμα . τούτῳ εἰ μέγας καὶ ἀναλογῶν τοῖς
εἰ μὴ τὸν ἐκ πλειόνων οὕτω λεγομένων ὀνομάτων ἢ πτώσεων συμπεφορημένον , οἷον “ ὦ μάκαρ Ἀτρείδη ” καὶ “
5781995 ἰκτινων
, ἣν ἀποτέμνειν τοῖς ἱέραξιν ἔθος ὑπὲρ ἰάσεως . Τῶν ἰκτίνων δ ' οὐδὲν ἄν τις ἀναιδέστερον εἴποι : ὁρμῶσι
τοῖς θαυμασίοις , ἐν τῷ ἀγῶνι τῶν Ὀλυμπίων πολλῶν ἐπιπολαζόντων ἰκτίνων ἐν τῇ πανηγύρει καὶ διασυρόντων τὰ διαφερόμενα κρέα ,
5781951 χλια
τῶν ὀρνέων ἐσθίειν ὀρνίθια καὶ ἀλεκτορόπουλα καὶ περιστερόπουλα βρακάτα , χλία τε καὶ ὀπτά . εὐώδη καὶ ἀνισάτα κονδίτα καὶ
ὄρτυγας καὶ τρωγλίτας . τούτων μὲν τῶν ἀγρίων γινομένων ψαχνὰ χλία δίεφθα . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων σαργοὺς τηγάνου ,
5779114 καταπελταις
καὶ ὅταν Ἀθήνας πολιορκῇ , μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς
γὰρ αὐτοῖς οἱ ἀπὸ τῶν τειχῶν συναγωνιζόμενοι καὶ τοῖς ὀξυβελέσι καταπέλταις οὓς μὲν ἀπέκτεινον τῶν πολεμίων , οὓς δὲ κατετίτρωσκον
5775471 εἰργασμενη
δὲ φέρει αὐτοῖς δηλονότι ἡ ζείδωρος ἄρουρα , ἤγουν ἡ εἰργασμένη γῆ ἡ τὰ πρὸς ζωὴν δωρουμένη . Ἀνωτέρω εἴρηκε
στέγης , ἆρ ' ἐν δόμοισιν ἡ τὰ δείν ' εἰργασμένη Μήδεια τοισίδ ' ἢ μεθέστηκεν φυγῆι ; δεῖ γάρ
5773603 ἐλαφων
ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ , ἢ ὁπότε σκαρθμοὺς ἐλάφων ὀχεῇσιν ἀλύξας ἀνδράς ' ἐνισκίμψῃ χολόων γυιοφθόρον ἰόν :
γυναικῶν τῶν εὑρισκομένων , ἐπί τε αἰγῶν καὶ βωῶν καὶ ἐλάφων , καὶ τῶν παραπλησίων ζῴων . σώματα δὲ ἐστὶ
5771047 ἡμιονων
πάσῃ , ὅση τε προβάτων , ὅση τε ἵππων καὶ ἡμιόνων . μηλείη δὲ κόπρος ἐστὶν ἡ τῶν προβάτων :
Ἐνέτης πόλεως Παφλαγόνων . Ὅμηρος : ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος . τούτους δὲ Καύκωνας ἐκάλουν πρὸ τῶν Τρωικῶν
5765969 προσκεφαλαια
τῶν ξένων ἐνίους τῶν παραληφθέντων ὀκνεῖν τὸν ἀγκῶνα ἐπὶ τὰ προσκεφάλαια ἐρείδειν . οἱ δὲ πρότερον ἐπὶ τοῦ κλιντηρίου ψιλοῦ
λαλεῖν . καὶ τοῦ παιδὸς ἐν τῷ θεάτρῳ ἀφελόμενος τὰ προσκεφάλαια αὐτὸς ὑποστρῶσαι . καὶ τὴν οἰκίαν φῆσαι εὖ ἠρχιτεκτονῆσθαι
5761164 ἐρειπιων
? [ ] ἀνεῖται . καὶ σκευοθηκῶν ναυτικῶν τ ' ἐρειπίων ἐρωδιὸς γὰρ ὑψόθεν ποτώμενος ὄνθῳ σε πλήξει νηδύος χαλώμασιν
ἂν ἐν τοῖς Αἰσχύλου Ψυχαγωγοῖς καὶ σκευοθηκῶν ναυτικῶν τ ' ἐρειπίων , καὶ παρ ' Αἰσχίνῃ ἐν τῷ κατὰ Κτησιφῶντος
5756298 Σκιριτων
. ὡς οὐ παρῆλθον : ἤγουν ἐπὶ τὸ μέρος τῶν Σκιριτῶν . τῇ ἐμπειρίᾳ : τῇ στρατηγικῇ . ἐν χερσὶν
τότε παραγενόμενον πλῆθος . λόχοι μὲν γὰρ ἐμάχοντο ἑπτὰ ἄνευ Σκιριτῶν ὄντων ἑξακοσίων , ἐν δὲ ἑκάστῳ λόχῳ πεντηκοστύες ἦσαν
5753212 λουτηρες
, πάντα χρυσᾶ . εἶτα πάλιν τετράκυκλος καὶ κυλικία καὶ λουτῆρες καὶ κρατῆρες καὶ λέβητες καὶ τρίποδες καὶ τράπεζαι καὶ
ἀγορᾶς ἦν περιρραντήρια παρ ' ἑκάτερα : τοῦτ ' ἔστι λουτῆρες ὕδωρ ἔχοντες . . τοῖς τραγῳδοῖς ] πάλιν ἀντὶ
5751801 νευοντων
δύο κεράτων τοῦ μέρους ὡς πρὸς κύκλωσιν καὶ πρὸς ἄλληλα νευόντων καὶ ἐμπεριλαμβανόντων εὔκαιρον χωρίον , τὸ μὲν δεξιὸν κέρας
δὲ τὰ ἔκ τε παρακειμένων καὶ πρὸς ἕν τι κεφάλαιον νευόντων συνεστῶτα ὡς ἁλύσεις καὶ πυργίσκοι καὶ νῆες , ἐκ
5747203 ἐζωγρηθησαν
Αἰγύπτιοι , πολλοὶ μὲν ἀπέθανον , οὐκ ὀλίγοι δ ' ἐζωγρήθησαν : οἱ δὲ περιλειφθέντες εἰς τὴν πόλιν συνεδιώχθησαν .
εἴκοσι : τῶν δ ' ἐν αὐταῖς ἀνδρῶν ὀλίγοι μὲν ἐζωγρήθησαν , οἱ δὲ λοιποὶ πρὸς τὴν γῆν διενήξαντο .
5742687 βοειων
ὀστῶν προσφάτων κεκαυμένων , ὡς λειοῦσθαι καλῶς , ἐλαφείων ἢ βοείων ἐκ τῶν κνημῶν ⋖ νʹ , μέλιτος ἀττικοῦ ἀπηφρισμένου
. ἐκ τῶν δὲ παίδων ἐσθίων τις ἀπλήστως ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη , κἀπῆλθ ' ἐς οἴκους γαστρὸς ὄγκον
5729733 φοινικεοι
λευκοί , τοῦ δὲ δευτέρου μέλανες , τρίτου δὲ κύκλου φοινίκεοι , τετάρτου δὲ κυάνεοι , πέμπτου δὲ σανδαράκινοι .
ταῖς ἀρχαίαις θυηπολίαις . σκευαὶ δὲ τῶν ὀρχηστῶν ἦσαν χιτῶνες φοινίκεοι ζωστῆρσι χαλκέοις ἐσφιγμένοι , καὶ ξίφη παρηρτημένα , καὶ
5729313 ἑλειων
πῦρ ἐγκρύβεσθαι , καὶ τῶν ῥιζῶν καὶ τῶν καυλῶν τῶν ἑλείων τὰ μὲν ὠμά , τὰ δ ' ἕψοντες ,
χώρα , ὅπερ οὖν ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις
5728413 παιοντας
ἀμύνουσι τὴν τῶν ῥινῶν ὕβριν . τιτρώσκουσι γὰρ αὐτοῦ τοὺς παίοντας δακτύλους , καὶ ἃ πεποίηκεν ἔπαθεν ἡ χείρ .
' ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλε . σκυτάλαις τε παίοντας τὰ μέτωπα τῶν ἱερείων καὶ τὰ πεσόντα θύοντας ,
5722926 κριθεων
ἄρτους , τοὺς ἐκεῖνοι κυλλήστις ὀνομάζουσι . Οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται : οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ
ὕδωρ μὲν ὁ Νεῖλοϲ , δριμὺ δὲ τὸ ἀπὸ τῶν κριθέων καὶ τὸ τῶν βρυτέων πόμα . τίκτει δὲ καὶ
5718581 συνελεγον
τὴν Πικηνίτιδα καὶ τὴν Ἀπουλίαν ἑτέρους , οἳ στρατὸν αὐτῷ συνέλεγον ἀφανῶς . Καὶ τάδε πάντα ἔτι ἀγνοούμενα Φουλβία γύναιον
μὲν ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἔθεον , οἱ δὲ τοὺς κύνας συνέλεγον : ἐβόων δὲ πάντες , ὡς πάντας τοὺς ἐκ
5718015 καυσιμα
. τὰ μὲν εἴποις ἂν τῶν ξύλων ἐργάσιμα τὰ δὲ καύσιμα . ἀλλὰ καὶ φλοιὸν καὶ φελλὸν καὶ ἀγκαλίδας ,
ἐν Ἀριστοφάνους Ἀχαρνεῦσιν . προσθετέον δὲ τῷ μαγείρῳ καὶ ξύλα καύσιμα καὶ κληματίδας καὶ ἐκκαύματα , εἰπόντος Σοφοκλέους ἐν Ἡρακλεῖ
5710357 πασσαλων
μάγειροι μετὰ τὸ ἀποσφάξαι τὰ θρέμματα εἰώθασι κρεμᾶν αὐτὰ ἐκ πασσάλων καὶ οὕτως ἐκδέρειν . συνάγειν δὲ εἴωθε τὰ θρέμματα
ἢ τοῦ κρεμαστά . ἐν γὰρ ταῖς εἰσόδοις ἐκρέμαντο : πασσάλων καθαρπάσας : καὶ ἐκ τῶν πασσάλων τῶν τῆς παραστάδος
5706201 φυλασσομενα
. ἆ , κτύπον ἀγάγετ ' : οὐχὶ σῖγα σῖγα φυλασσομένα στόμα τὸ σὸν ἀκέλαδον ἀποπρὸ λέχεος ἥσυχον ὕπνου χάριν
καὶ τοῦτο κατὰ ἀναφώνησιν λέγει ἡ Ἠλέκτρα : σῖγα σῖγα φυλασσομένα : οὐ σιωπήσεις , φησὶν , ἀπὸ τοῦ στόματος
5704297 φοινικοις
τε καὶ ὀθονίοις πολυτελέσιν , ὑπὸ δὲ ταῦτα πορφυροῖς καὶ φοινικοῖς χρυσουφέσιν . τοῦ δὲ μένειν τὴν σκηνὴν ὑπέκειντο κίονες
μέλασιν καὶ ποικίλοις . χρῶνταί γε μὴν οἱ ἁλιεῖς καὶ φοινικοῖς ἐρίοις καὶ ἁλουργέσι καὶ φελλοῖς καὶ ξύλοις : καὶ
5704090 χλωρᾳ
καὶ πολλῷ δὴ μᾶλλον ἐπειδὰν προκαταπλασθέντα τύχῃ τῇ χαμαιμήλῳ , χλωρᾷ μὲν καὶ μόνῃ καὶ μετὰ στέατος χοιρείου προσφάτου ,
καὶ τὸ ϲπέρμα τὰ μὲν ἄλλα ὁμοίωϲ ἐνεργεῖ τῇ πόᾳ χλωρᾷ , λεπτομερεϲτέραν δὲ καὶ ξηραντικωτέραν ἐκείνηϲ καὶ ἔτι ῥυπτικωτέραν
5700344 ἐναυμαχει
Ἔπλεεν πόλις Ἀττικὴ καὶ ἠπειρώτης δῆμος , καὶ πλέων ὁμοῦ ἐναυμάχει , καὶ ναυμαχῶν ἐκράτει , καὶ κρατῶν εἶχεν καὶ
πόλεμον καὶ περιέπλει μὲν Κύπρον , παρέπλει δὲ Παμφυλίαν , ἐναυμάχει δὲ Φοίνιξι καὶ Κυπρίοις καὶ οἷστισι προσμίξαιεν αὐτῶν .
5699610 ἐπικρατεειν
πλῆθος ἀνθρώπων ἐκ μάχης , ἀλλὰ μένοντας ἐν τῇ τάξι ἐπικρατέειν ἢ ἀπόλλυσθαι . Σοὶ δὲ εἰ φαίνομαι ταῦτα λέγων
ἑσπόμενον ἔργον τέ μοι ἐπιτελέσαι καὶ ἱρὰ τελέσαι καὶ στρατιῆς ἐπικρατέειν : σοὶ δὲ ἀπικομένῳ ἐξ ἡμέων τιμὴ μεγάλη ἔσσεται
5697446 ἀκραιφνεις
ᾧ κεκμηκότας καὶ τραυματίας καὶ ὀλίγους πολλῶν καὶ ἀτάκτους χωροῦντας ἀκραιφνεῖς αὐτοὶ καὶ σὺν κόσμῳ ἑπόμενοι ῥᾳδίως ἂν διέφθειραν πασσυδί
ἡμμένας μοι ταχὺ δότω τις ἔνδοθεν , καὶ κόρους πλεκτοὺς ἀκραιφνεῖς μυρρίνης . σάμακα Ἕρμων , τί ἔστι , πῶς
5685369 καρποφορουντα
οἶνος ἔσται , καὶ πλείων . Καὶ δένδρα δὲ μεταξὺ καρποφοροῦντα ὀλιγόριζα δέχεσθαι δύναται , τουτέστι ῥοιάς , μηλέας ,
, καὶ μεταφυτεύσας καὶ ἀρδεύσας εἶχον ἐξ αὐτῶν μεγάλα δένδρα καρποφοροῦντα , καὶ ἐκ τῆς συνεχοῦς πείρας διετέλεσα , οὐ
5684760 Τεγεητεων
χώρου . Ἐνθαῦτα ἐν τῇ διατάξι ἐγένετο λόγων πολλὸς ὠθισμὸς Τεγεητέων τε καὶ Ἀθηναίων : ἐδικαίουν γὰρ αὐτοὶ ἑκάτεροι ἔχειν
ἀπέθανον οἱ πάντες ἐν τῇ συμβολῇ εἷς καὶ ἐνενήκοντα , Τεγεητέων δὲ ἑκκαίδεκα , Ἀθηναίων δὲ δύο καὶ πεντήκοντα .
5673072 τραγων
ὅταν τις παρεφάνη γυνή , κοινῶς αὐτῇ ἐχρῶντο . [ τράγων δὲ τρίχας καὶ σκέλη ἐδόκουν ἔχειν διὰ τὴν περὶ
ὁ ὕπνος . ταὶ δὲ τραγεῖαι : αἱ δοραὶ τῶν τράγων . ταὶ δὲ τραγεῖαι : ἤγουν τὰ δέρματα τῶν
5672635 ἀλκιμα
ἐμπειροπολέμους , ξενολογεῖν δὲ καὶ ἐκ τῶν περιοίκων ἐθνῶν ὅσα ἄλκιμα . χρήματα δ ' ἐς τὸν πόλεμον αὐτῷ τά
καὶ τούτων καὶ τῶν τούτοις παραπλησίων τὰ δήγματα : ὅτι ἄλκιμα ὄντα ταῦτα τὰ ζῶα καὶ γαμψώνυχα συμπλέκεται , ὅπου
5667164 δρυμοι
γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι ,
, μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα :
5664202 οὐων
προύμνων ἀγρίων . . . . . ξεστ . βʹ οὔων ἐφεκτικῶν . . . . . . ξεστ .
κοιλίας τὰς καταφερομένας παντάπασιν . τὰ δ ' ἀπὸ τῶν οὔων ἀποβρέγματα καὶ τῶν ἀπίων τῶν ξηρῶν καὶ τῶν μύρτων
5663584 ἀρτιοταγεις
καὶ ἐν πλείοσιν ὅροις , κἂν μὴ συνημμένοι ὦσιν , ἀρτιοταγεῖς δέ , τὸ ὑπὸ τῶν ἄκρων ἶσον τῷ ὑπὸ
, ἕκτος δὲ τέταρτον καὶ δεύτερον , καὶ καθόλου οἱ ἀρτιοταγεῖς ἀρτίους καὶ οἱ περισσοταγεῖς περισσούς . ἔστιν οὖν τετραγωνικὸς
5663467 περιεκειντο
χωρὶς τῶν ἐπάλξεων : πύργοι τε πανταχόθεν αὐτῷ διὰ πλέθρου περιέκειντο . καὶ λίμνην συνάπτουσαν οὐκ ἐνὸν περιτειχίσαι χῶμα αὐτῇ
ποταμοῖς δύο καὶ φάραγξιν ἀπόκρημνος , ὗλαί τε αὐτῇ πυκναὶ περιέκειντο , καὶ μία κάθοδος ἦν ἐς τὸ πεδίον ,
5660339 ἐναυλων
διοικεῖται . φῦλα : τῶν ἰχθύων , τὰ κατοικοῦντα . ἐναύλων : στενῶν τόπων , τῶν κατασκηνωμάτων : λείπει τόπων
πέλε κῆτος : ἀνοστήτου δὲ γενείου οἶστρον ἀπειλητῆρα χανὸν σπήλυγγος ἐναύλων φρικαλέων ὤϊξε σεσηρότα πορθμὸν ὀδόντων , γείτονος ἀσθμαίνοντος ὀπιπεῦον
5658875 διεφθα
ἐν κρομμύοισι καὶ κοριάννοισιν , ἐν ἅλμῃ γλυκείῃ καὶ λιπαρῇ δίεφθα : κρεῶν δὲ μάλιστα μὲν συὸς , δεύτερον δὲ
τὴν ἰσχὺν ἀμφότερα , ἐς δὲ τὴν διαχώρησιν τὰ μὲν δίεφθα ἐπιτήδεια , τὰ δὲ ὀπτὰ στασιμώτερα : τὰ δὲ
5657425 μακων
, παραιτούμεθα δὲ ἐπὶ τούτων τὰ δριμύτερα τῶν φαρ - μάκων καὶ τὰ λιπαίνοντα , εἰς ἀνάμνησιν γὰρ ταῦτα ἄγει
στόμα λῇς , ἔφερον δέ τοι ἢ κρίνα λευκά ἢ μάκων ' ἁπαλὰν ἐρυθρὰ πλαταγώνι ' ἔχοισαν : ἀλλὰ τὰ
5655112 σφαραγευντο
τοὺς ἑαυτῶν . σφετέρῃσι ταῖς ἑαυτῶν . σφέλας ὑποπόδιον . σφαραγεῦντο ὁ μὲν Ἀπίων ἐψόφουν , ὁ δὲ Ἡλιόδωρος βέλτιον
ἔρρηκται εἰρῆσθαι , ἐπεὶ πᾶν τὸ ῥησσόμενον βλάπτεται πάντως . σφαραγεῦντο ι . . . , : σφαραγεῦντο : ὁ
5654165 τιταινομενος
εἰς φυγὴν ἔτρεψας . . ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο : ὁ διπλῆ ὅτι θέῃσιν ἀντὶ τοῦ θέῃ
ἀπὸ τοῦ προπάτορος ὁ Ἀντίλοχος Νηλήιος . . ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος σὺν ὄχεσφιν : ἡ διπλῆ ὅτι διὰ πεδίου .
5652934 παναγρον
. λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : δουρόν . τριγλώχινα : τριῶν
ὑποχὰς καὶ σαγήνας καὶ καλύμματα καὶ πέζας καὶ σφαιρεῶνας καὶ πάναγρον . Φασὶ τὴν τρίγλαν ἥδεσθαι ἐν παντὶ ῥύπῳ καὶ
5651216 οἰων
: πίνουσι γὰρ αὐτό , ὥσπερ οὖν ἡμεῖς τὸ τῶν οἰῶν τε καὶ τῶν αἰγῶν . , : οἱ δὲ
οἱ ἐκ τῶν δένδρων τῶν ἄλλων . Τῶν δ ' οἰῶν δύο γένη ποιοῦσι , τὸ μὲν δὴ καρποφόρον θῆλυ
5650380 Χαλκιδικη
τῇ ἑαυτῶν πόλει , διέφθειρεν . ἔστι δὲ ἡ Σερμυλὶς Χαλκιδικὴ πόλις τὰ Ἀθηναίων φρονοῦσα ʃ καὶ τῶν Σερμυλίων πολλοὺς
τετύχηκας Ἐπακρίου Διός . Ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναί . Ὥσπερ Χαλκιδικὴ τέτοκεν ἡμῖν ἡ γυνή . Ὁ μαινόμενος ἐκεινοσὶ Διονύσιος
5650329 καμηλων
ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ ἡμιόνων ἀχθοφόρων καὶ καμήλων πολύ τι χρῆμα καὶ πᾶσαν ἄλλην τοῦ πολέμου χρείαν
εἴποι τις , ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ καμήλων καὶ ἡμιόνων πάντων ἀχθοφορούντων πολύ τι χρῆμα . ἀλλ
5648270 κατεκοπη
' Ἀμίλκα καὶ νυκτὸς πάλιν φυγών , τὸ πλεῖστον αὐτοῦ κατεκόπη , αὐτὸς δὲ Ἰνδόρτης καὶ ζωγρίας ἐλήφθη . ὃν
Καλουίσιος περὶ Μακεδονίαν συμβαλὼν ἡττᾶτο , καὶ τέλος ἓν αὐτοῦ κατεκόπη χωρὶς ὀκτακοσίων ἀνδρῶν . Καίσαρι μὲν δὴ οὐδὲν ἦν
5645297 κητωδη
, σηπίαι , ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα , πάντα τὰ κητώδη τῶν ἐν θαλάττῃ ζῴων , κοιλία , ἔντερα ,
ἐν ἰλυώδει ὕδατι διαιτώμενοι καὶ πάντα τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ κητώδη . Ὅϲα ἀπέριττα . Τράχηλοι τῶν ζῴων οὐραὶ καὶ
5644694 Ἀκυληιᾳ
οὕτως , ὁ δὲ Μάξιμος ἀπὸ τῆς Ῥαβέννης ἀπάρας ἐπέστη Ἀκυληίᾳ , διαβὰς τὰ τενάγη , ἃ ὑπό τε Ἠριδανοῦ
, ἃ κομίζεται ἀπό τινος κώμης ἱδρυμένης ἐπὶ τῶν πρὸς Ἀκυληίᾳ Ἄλπεων . τούτων δ ' οὐ πολὺ ἀπολείπεται τὰ
5644404 τοξευματα
οἱ μὲν παλτά , οἱ δὲ λίθους , οἱ δὲ τοξεύματα . . παραυτόθεν : αὐτίκα , ἀπὸ τοῦ παρόντος
κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες . τὰ δὲ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων καὶ διὰ τῶν θωράκων .
5644100 παραμειναντων
ἐγένετο πρῶτον ἀπολιπόντων μὲν ὑμῶν ἐκ τοῦ Μηδικοῦ πολέμου , παραμεινάντων δὲ ἐκείνων πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων . ξύμμαχοι
τῶν δὲ ἀπὸ Στρυμόνος ποταμοῦ συνιόντων , ὁμήρους τε τῶν παραμεινάντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων παῖδας λαβὼν καὶ καταστήσας
5642136 ἀκοντια
χάνοι εὐρεῖα χθών ” ἀντὶ τοῦ εὐρέως . αἰγανέας τὰ ἀκόντια . οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ αἰγείοις ἱμᾶσιν ἠγκυλῶσθαι ,
μιν τῶν Λυδῶν οὐδαμῇ ἔτι ἐπὶ τοιοῦτο πρῆγμα ἐξέπεμπε , ἀκόντια δὲ καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται
5641930 ξουθαι
ἐρχόμενα τραφεροῦ ἐπὶ ὄψιον αὖλιν . Οὐδ ' ἂν ἔτι ξουθαὶ μεγάλου χειμῶνος ἰόντος πρόσσω ποιήσαιντο νομὸν κηροῖο μέλισσαι ,
, εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι ἀχεῦσιν ποικιλότραυλα μέλη . ξουθαὶ δ ' ἀδονίδες μινυρίσμασιν ἀνταχεῦσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγαρυν
5636651 ἀρτοισιν
τάδε γέγραπται : νιφέτω μὲν ἀλφίτοις , ψακαζέτω δ ' ἄρτοισιν , ὑέτω δ ' ἔτνει , ζωμὸς διὰ τῶν
ἐτύγχανον σίτῳ μὲν τῷ ἀπὸ τῶν ἰχθύων , τοῖσι δὲ ἄρτοισιν ὅσα ὄψῳ διαχρεόμενοι . ὡς δὲ τὰ ὄντα ἐπεδείκνυον
5631593 πρωτογονων
πικρὸν ὀϊστόν , εὔχετο δ ' Ἀπόλλωνι Λυκηγενέϊ κλυτοτόξῳ ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην οἴκαδε νοστήσας ἱερῆς εἰς ἄστυ Ζελείης
ὄντα τοῦ μέσου ἐν ᾧ τὸ ἔμφυτον θερμόν . * πρωτογόνων δ ' ἐρίφων , ἕως τοῦ ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην
5626895 Θαλασσης
ἐξεμήσατο , ἔτυψ ' Ἐρυθρᾶς νῶτα καὶ ἔσχισεν μέσον βάθος Θαλάσσης : οἱ δὲ σύμπαντες σθένει ὤρουσαν ὠκεῖς ἁλμυρᾶς δι
δ ' ἀθλίοις ὄλεθρον ἕρδει . καὶ συνεκλύσθη πόρος Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καὶ στρατὸν διώλεσε . * * κράτιστε Μωσῆ ,
5623569 βουγενη
ὧν καταγελῶσιν , “ εἰλίποδ ' ἀκριτόχειρα ” καί “ βουγενῆ ἀνδρόπρωρα ” καὶ τίνα γὰρ οὐκ ὄψιν ἢ φύσιν
τοῖς Ἐμπεδοκλέους ἐοικότα τεράσμασιν ὧν καταγελῶσιν εἱλίποδ ' ἀκριτόχειρα καὶ βουγενῆ ἀνδρόπρωιρα . . . . Ἐ . ὁ φυσικός
5623079 πλατε
τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες : ἐνθάδε τ ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ ' , ἐπὶ
πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες
5621725 συβοσια
ἄγουσα : μοχθηρὰ μὲν γὰρ ἡγεῖσθαι κελεύει τὰ ἐπὶ θαλάττῃ συβόσια διὰ τὸ σκόροδον τὸ θαλάττιον , οὗ μεστοὶ μὲν
ὁ συνεστραμμένος ἀναφορεύς , ἐξ οὗ ἤρτηται ἡ πήρα . συβόσια τὰ συφόρβια : “ τόσσα συῶν συβόσια . ”
5619580 ὀϊας
μετερχόμενοι θήραν θύνων κατεκυρίευσαν : καὶ ἀγρευταὶ μὲν ἀγρίας ἐδάμασαν ὄϊας , ἰξευταὶ δὲ περιστερὰς ἡμέρους ἐχειρώσαντο : ἄρκτοι κυνηγέταις
τῇ αὐλῇ ἑστᾶσι , μετὰ δὲ ἀγινέοντες αἶγάς τε καὶ ὄϊας καὶ ἄλλα κτήνεα ζῳὰ ἐκ τῶν δενδρέων ἀπαρτέουσιν :
5614041 ἀλεκτοριδων
, ὡς ἀλέκτωρ , κάτωθεν βηματίζεις μετὰ ὀρνίθων καὶ τῶν ἀλεκτορίδων . Ὅτι κρεῖσσόν ἐστι περίβλεπτόν τινα εἶναι ἐν πενιχρᾷ
. . ἄτοπον γάρ ἐστι κοράκων μὲν λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῖς ἀλεκτορίδων καὶ συσὶν ἐπὶ φορυτῶι μαργαινούσαις , ὡς ἔφη Δ
5612698 νωροπα
ἀναγκαῖοι πολεμισταί . αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν , ὤϊξάν ῥα θύρας , ἐκ δ '
ἄριστοι λαοὶ ἕποντ ' : ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκὸν κυδιόων , πᾶσιν δὲ μετέπρεπεν ἡρώεσσιν οὕνεκ '
5609141 ἐρεσσομενων
. οὔπω κεῖθεν ἔην δολιχὸς πλόος , οὐδὲ γαλήνης δηρὸν ἐρεσσομένων ἠκούετο δοῦπος ἐρετμῶν , καὶ χθονὸς εὐκόλποισιν ἐπ '
τοῦ πίπτω πίπτυλος καὶ πίτυλος καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων κωπίων γενόμενος θόρυβος . πίτυλος ὁ κτύπος ὡς ἀπὸ
5608983 φαλαγξι
ἀλλήλων ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου τοῦ ἐν τῇ πόλει καὶ ὡς φάλαγξι γενομένου . Ὁπλισθέντες δ ' ἕκαστοι τοῖς προσήκουσιν ὅπλοις
καὶ πολιορκήσας ἅπας ὁ δῆμος ἐξαναστὰς , καὶ προαπαντήσας ταῖς φάλαγξι , τοῖς φόνοις , τῇ δίκῃ τῶν τροπαίων ,
5603093 κατακειμενοι
τῶν αἰχμαλώτων καὶ ἄλλα ἱερεῖα εὐωχίαν μὲν ἀρκοῦσαν παρεῖχον , κατακείμενοι δὲ ἐν σκίμποσιν ἐδείπνουν , καὶ ἔπινον ἐκ κερατίνων
, καὶ ἔκλαιεν , καὶ ὅτι οἱ ἐν τῷ συμποσίῳ κατακείμενοι ἐγέλων , καὶ ὁ Συρακόσιος θαύματα παρείχετο . ταῦτα
5600179 ἐννοητεον
τὸ ἐν τοῖς πάθεσι μέσον καὶ ἐν ταῖς ἕξεσιν . ἐννοητέον δέ , ὅτι οὐ περὶ δυοῖν παθῶν εἰσιν ,
περὶ ταῦτα καὶ ἐν τούτοις ἀπορητέον τε καὶ ὅπη δυνατὸν ἐννοητέον περὶ τῶν τηλικούτων . Ἓν δὴ πρὸ πάντων ἐκεῖνο
5599945 ξυλινων
τόν τε καταδείξαντα τὰ κατὰ τὰς οἰνοποιίας καὶ συγκομιδὰς τῶν ξυλίνων καλουμένων καρπῶν καὶ τὸν στρατευσάμενον ἐπὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην
χαλκοῦ καὶ σιδήρου δεδέσθαι θέμις ὑπ ' αὐτῶν διακρατουμένην τῶν ξυλίνων , ἐκεῖνος ἐπιθεῖναι τῷ Τεβέρει λέγεται , ἣν ἄχρι
5598451 μυκαται
γοῦν αὐτόν . ταῦρον ἄγριον ἐπάγει οἱ ἀντίπαλον . οὐκοῦν μυκᾶται μὲν ὁ Μνεῦις , ἀντεμυκήσατο δὲ ὁ ἔπηλυς .
ἦχόν τε καὶ ψόφον : τὸ μὲν γὰρ βρυχᾶται , μυκᾶται δὲ ἄλλο , καὶ χρεμέτισμα ἄλλου καὶ ὄγκησις ἄλλου
5597207 πελαργων
λοιπὰ τῶν σαρκοβόρων ὀρνέων πλήθη , ὁμοίως δὲ καὶ τῶν πελαργῶν καὶ τῶν πελεκάνων οὐκ ὀλίγους καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς
Ὁ μέροψ ὁ ὄρνις ταύτῃ τοι δοκεῖ δικαιότερος εἶναι τῶν πελαργῶν : οὐ γὰρ ἀναμένει γηράσαντας τρέφειν τοὺς πατέρας ,
5596656 ϲυων
τοῦ ὀϲτρακώδεοϲ : κρεῶν τὰ μὴ πίονα καὶ ϲμηγματώδεα : ϲυῶν μὲν πόδεϲ καὶ τὰ τῆϲ κεφαλῆϲ , πτηνῶν τὰ
καὶ ταύρων , ἔτι δὲ μᾶλλον προβάτων λαγωῶν καὶ ἀγρίων ϲυῶν , κρέα ταριχευθέντα τῶν τετραπόδων ζῴων , τῶν δὲ
5595576 μετρουμενων
τὸ τέταρτον ζῴδιον ἀπὸ ἡλίου εἰς τὸ ἀνάπαλιν τῶν ζῳδίων μετρουμένων διὰ τὸ τὸν ἐναντίον δρόμον ποιεῖσθαι τὸν ἥλιον τῷ
͵δυβʹ , ἁπλαῖ ͵εχʹ . Τῶν δὴ ἀναλόγων κβʹ καὶ μετρουμένων ὑπὸ τετράδος [ καὶ δυάδος ὑπολειπομένης ] ὅσαι μονάδες

Back