γίνεται ἐν Σιδοῦντι πόλει Κορίνθου , ἃ σιδούντια λέγεται . φαυλίων δὲ μήλων μνημονεύει Τηλεκλείδης : ὦ τὰ μὲν κομψοί
ῥυπαρὸν κόλυθρον ὦ τὰ μὲν κομψοί , τὰ δὲ φαυλότεροι φαυλίων μήλων . ὡς καλοὶ καὶ φιβάλεῳ τὰ δὲ τήγανα
7514913 σελαχια
γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ τευθιδώδη . σελάχια δὲ τὰ τῶν ἐρίων φῦλα . πάγουροι . Τιμοκλῆς
ἐς αὐτοὺς ἐξαπτόμενον ἐκβάλλειν πειρώμενοι τῇ συντροφίᾳ . Καλεῖται δὲ σελάχια ὅσα οὐκ ἔχει λεπίδας : εἴη δ ' ἂν
7482443 περιχευας
κεκαλυμμένα : κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν ἅλις χέραδος περιχεύας μυρίον , οὐδέ οἱ ὀστέ ' ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ ἀλλέξαι
αὐτῶν , ὃ λέγει ὁ ποιητής : ” χρυσὸν κέρασιν περιχεύας . “ τὸ οὖν παρεπόμενον τοῖς μέλλουσι σφάττεσθαι ,
7468513 κυνειων
: ἔοικεν οὖν ἰδίαν τινὰ ὁ Θρασύβουλος ἐπὶ σπλάγχνων μαντικὴν κυνείων καταστήσασθαι . οἱ δ ' Ἰαμίδαι καλούμενοι μάντεις γεγόνασιν
ἢ κυάμους . ἀλλὰ παρ ' ἑτέροις ταῦτα ἀδιάφορα . κυνείων τε γεύσασθαι δοκοῦμεν ἡμεῖς ἀνίερον εἶναι , Θρᾳκῶν δὲ
7460419 εὐχυλα
ὕδνα . Δίφιλος δὲ δύσπεπτά φησιν εἶναι τὰ ὕδνα , εὔχυλα δὲ καὶ παραλεαντικά , προσέτι δὲ διαχωρητικά , καὶ
ἅμα ταῦτα διὰ τὴν πρότερον λεχθεῖσαν αἰτίαν , ὥσπερ τὰ εὔχυλα καὶ εὔτροφα : μάλιστα δ ' ἐπιδήλως ἡ ἐλάα
7420735 εὐοσμα
: καὶ τὸ ἐν τῇ Ἑλλάδι πολλάκις εἶναι κεκραμένον : εὔοσμα δὲ σφόδρα καὶ τὰ ῥαβδία : καθαίρειν γὰρ καὶ
, ῥόδα , κρίνα , χαμαίμηλα καὶ πάντα ἄνθη τὰ εὔοσμα καὶ τῶν ξηρῶν μύρων τὸν μόσχον καὶ ῥοδόσταγμαν .
7384927 βουγενη
ὧν καταγελῶσιν , “ εἰλίποδ ' ἀκριτόχειρα ” καί “ βουγενῆ ἀνδρόπρωρα ” καὶ τίνα γὰρ οὐκ ὄψιν ἢ φύσιν
τοῖς Ἐμπεδοκλέους ἐοικότα τεράσμασιν ὧν καταγελῶσιν εἱλίποδ ' ἀκριτόχειρα καὶ βουγενῆ ἀνδρόπρωιρα . . . . Ἐ . ὁ φυσικός
7380471 χρυσωματα
τρόπου τραχύτητα . , . . ἀργυρώματα : ἀργυρώματα καὶ χρυσώματα , ὁμοίως ὡς ἡμεῖς . , . . ἀργυρίδιον
ὁλκὴν εἶχεν δραχμῶν χιλίων . βασιλικοὶ δὲ παῖδες παρῆλθον ἑξακόσιοι χρυσώματα ἔχοντες . ἔπειτα γυναῖκες ἐκ χρυσῶν καλπίδων μύροις ἔραινον
7380414 ὑπητρια
δὴ ὑπογάστρι ' , ὦ Δάματερ . ἐν δὲ Σειρῆσιν ὑπήτρια καλεῖ τὰ ὑπογάστρια λέγων οὕτως : θύννων τε λευκὰ
τὴν ἱερὰν σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα
7368602 παραιτεισθωσαν
ἢ κόσσυφον ἢ σκορπίον ἢ σκάρον . τοὺς δὲ λιπαροὺς παραιτείσθωσαν καὶ κητώδεις , οἷον σκόμβρον καὶ πηλαμύδας : πάντες
παντοίως ἐσθιόμενα καὶ ἡ μαλάχη . τὰ δὲ ἄλλα πάντα παραιτείσθωσαν καὶ μάλιστα τὴν κράμβην καὶ τὰ ἄγρια τῶν λαχάνων
7347522 κρεμωσι
παῖδες τὰ προκατειλεγμένα ἀκρόδρυα , καὶ ταῦτα πρὸ τῶν θυρῶν κρεμῶσι . κατά τι δὲ χρηστήριον πρὸς ἀποτροπὴν λιμοῦ ταῦτα
πίσσα μιγνυμένη καὶ ἐπιχριομένη . τινὲς ἰχθὺν τὸν καλούμενον κορακῖνον κρεμῶσι τοῦ δένδρου , καὶ διαφθείρουσι τοὺς μύρμηκας . Κώνωπας
7315013 κρωζειν
καὶ τρυγόνας τρύζειν , καὶ περιστερὰς γογγύζειν , καὶ κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ κολοιᾶν , καὶ κοψίχους
φωνὴν ἔχει , ὡς αἲξ τὸ μηκάζειν , κορώνη τὸ κρώζειν καὶ [ τἄλλα ] [ ὁμοίως ] [ .
7291301 μαλακοστρακα
' αὖ μαλάκια , ἕτερα δ ' ὀστρακόδερμα ὥσπερ ἕτερα μαλακόστρακα . Καὶ τῶν ἰχθύων οἱ μὲν κητώδεις καὶ πελάγιοι
τὰ λοιπὰ εὔχυμα . καί τινα τῶν πελαγίων καὶ τὰ μαλακόστρακα , ἀστακοὶ , πάγουροι , καρκίνοι , κάραβοι ,
7270992 Ἐπαινει
: τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὀνειδίζων αὐτοῖς τὸν θάνατον Σωκράτους . Ἐπαινεῖ δὲ ὁ φιλόσοφος τὸν Ἰσοκράτην οὐ κατὰ τὴν τῶν
λέξεων , ἀλλ ' οὖν ἐπρέσβευον αὐτῶν τὴν διάκρισιν . Ἐπαινεῖ Πλάτωνα διακρίναντα τῶν εἰδῶν τὰ μαθήματα , καθάπαξ δέ
7270589 σκολυθρια
δίφροι δὲ καὶ κλισμοὶ καὶ θρόνοι τῆς ξυλουργικῆς θρανία , σκολύθρια . κάλλιστοι δὲ οἱ Θετταλικοὶ δίφροι , διὸ καὶ
ἐν Νήσοις Ἀριστοφάνους , βάθρα βαθράδια ὡς ἐν Ταγηνισταῖς , σκολύθρια , ἅπερ ἐστὶ μικροὶ τρίποδες Θετταλικοὶ δίφροι : τὸ
7245968 ἀποθετων
νεότητα γελάσῃ . λέγουσι δὲ οἶμαί τινες Ὁμηριδῶν ἐκ τῶν ἀποθέτων ἐπῶν δύο ἔπη εἰς τὸν Ἔρωτα , ὧν τὸ
συγκατατιθέμεθα , πιστεύοντες δὲ ταῖς ἐκ τῶν ἱερῶν τε καὶ ἀποθέτων βίβλων μαρτυρίαις . ἄλλο μὲν οὖν οὐδὲν ἐπὶ τῆς
7235656 δηκτικα
' ἧσσον καὶ μὴ πολύτροφον : λαχάνων δὲ τὰ μὴ δηκτικὰ μηδὲ πυρώδη , ἰχθῦς δὲ πετραῖοι , καὶ κρεῶν
πᾶσαν , ὅκως τὰ ῥεύματα ὡς ὑδαρέστατα ἔσται καὶ ἥκιστα δηκτικὰ , λουτροῖσι θερμοῖσι πουλλοῖσι , μάζῃ , λαχάνοισιν ἑφθοῖσι
7233091 κεφαλαλγη
φαρμάκοις ἀβρότονον , σέριφον , ἀφρόνιτρον . Συκάμινα , βάτινα κεφαλαλγῆ , μιμαίκυλα , ἀρκευθίδες , κεδρίδες , καννάβεως σπέρμα
Κύπρια ἁπαλὰ ὄντα εὐεκκριτώτερά ἐστι . τὰ δὲ Ποντικὰ κάρυα κεφαλαλγῆ , ἧττον δ ' ἐπιπολαστικὰ τῶν βασιλικῶν . Μνησίθεος
7223338 ἰπες
τοὺς θρέψαντας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δ ' ἴπες : ἄμφω γὰρ λυμαντικοί : καὶ οἱ μὲν τὰ
, Ἐς κόρακας . Κακὰ μὲν θρίπες , κακὰ δὲ ἴπες : ἄμφω γὰρ λυμαντικοί : καὶ οἱ μὲν τὰ
7220947 μαλακοσαρκα
ἰχθύες , καὶ μᾶλλον τούτων τὰ μαλάκια , καὶ ὅσα μαλακόσαρκά τε καὶ ὀστρακόδερμα . ὥσπερ καὶ ὑγρὸν ἀτρά -
ἰχθύες , καὶ μᾶλλον τούτων τὰ μαλάκια , καὶ ὅσα μαλακόσαρκά τε καὶ ὀστρακόδερμα . ὥσπερ καὶ ὑγρὸν ἀτρά -
7203463 ζωμων
τοὺς βουλομένους ⌈ ἀκωλύτως καὶ . κρεάτων ⌈ τε καὶ ζωμῶν . ἐμπλησθεὶς ] πληρωθείς , κορεσθείς . , γεμισθείς
τὸν ἐπιγινόμενον κνηϲμὸν καὶ μετὰ λουτρὸν χρῆϲθαι τοῖϲ λιπαροῖϲ τῶν ζωμῶν μετὰ οἴνου ἢ γλυκέωϲ . καὶ μυελὸϲ δὲ μετ
7200868 ἐκπιεζειν
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος
7198413 φαυλια
τοῖς παλαιοῖς ἡ διαφορά . φαυλία καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας , φυλία δὲ ἡ σχῖνος
ἡ ἑψημένη . τετήρηται παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἡ διαφορά . φαυλία καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας
7183689 εὐεκκριτα
- μενα , προσέτι δὲ τὰ πλατάνια εὔχυλα μὲν καὶ εὐέκκριτα , οὐκ εὐστόμαχα δέ . τὰ δὲ Μορδιανὰ καλούμενα
κρείσσονα , πλήρη , θαλασσίζοντα μετὰ γλυκύτητος , εὐστόμαχα , εὐέκκριτα . τὰ δὲ συνεψόμενα μαλάχῃ ἢ λαπάθῳ ἢ ἰχθύσιν
7181552 ϲμηχει
, μέλιτοϲ κύαθον α μίξαϲ κατ ' ὀλίγον ἔγχριε . ϲμήχει δὲ καὶ ὀδόνταϲ . πολλοὶ δὲ προφυλακῆϲ χάριν κατὰ
ἡ μὲν οἷον ϲὰρξ αὐτοῦ ἐφήλειϲ τε καὶ τὰ παραπλήϲια ϲμήχει , τὸ δὲ ϲπέρμα αὐτοῦ νεφροὺϲ ἐκφράττει . Περικλυμένου
7180160 δυϲεντεριαϲ
ἀποτιθέμενοϲ ϲτεγνωτικὸν ἱκανῶϲ γίγνεται φάρμακον , ἀγαθόν , ὡϲ καὶ δυϲεντερίαϲ ἰᾶϲθαι καὶ κοιλιακὰϲ χρονίαϲ διαθέϲειϲ καὶ τὰϲ ἄλλαϲ ὅϲαι
Φυλλῖτιϲ ϲτρυφνῆϲ οὖϲα ποιότητοϲ οὐκ ἀπὸ τρόπου διαρροίαϲ τε καὶ δυϲεντερίαϲ ὀνίνηϲι πινομένη . Χαλβάνη θερμαίνει μὲν πληϲίον τῆϲ τρίτηϲ
7174799 φοινικινου
δ ' αὐτὴν ἐμφυσῶντες στίμι μεθ ' ὕδατος ἢ οἴνου φοινικίνου πρὸς τὸ συμπιλοῦσθαι αὐτὴν καὶ βαρυτέραν γίνεσθαι . ἐπὶ
. Χόνδρος μετὰ ταῦτ ' εἰσῆλθε , μύρον Αἰγύπτιον , φοινικίνου βῖκός τις ὑπανεῴγνυτο , ἴτρια τραγήμαθ ' ἧκε ,
7164478 ὀλιγοτροφοι
, ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι , ὀλιγότροφοι , κακόχυμοι . διαφέρουσι δ ' εὐστομίᾳ οἱ λευκότεροι
κέχρηνται . οἱ δὲ ἐχῖνοι ψυκτικοί τε μετρίωϲ εἰϲὶ καὶ ὀλιγότροφοι καὶ διουρητικοί . Τὰ δὲ μαλάκια , οἷον πολύποδεϲ
7160463 Ὀψαρτυτικῳ
, θρεπτικόν τε καὶ πνευματῶδες . Ἐπαίνετος δ ' ἐν Ὀψαρτυτικῷ τὰ κεφαλωτὰ καλεῖσθαί φησι γηθυλλίδας . τοῦτο δὲ τὸ
. ἔστι δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . φησὶ γάρ : ὑπόσφαγμα δ '
7156795 κριβανος
. Παρ ' Ἀλεξάνδρου δ ' ἐκ Θετταλίας κόλλικα φαγὼν κρίβανος ἄρτων . Οὐκ οἶσθά μ ' ὄντα πρὸς θεῶν
γῇ . τὰ δὲ ἑξῆς ἀδιανόητα . πνιγεὺς δὲ ὁ κρίβανος ἢ ἡ κάμινος . ] προτιθεὶς οὖν : Δίδυμος
7149861 πεμπταια
ὥρας βʹ γʹ ιεʹ , τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ
ὁμοίαν ἀναπληροῖ ἡ τοῦ μηνός . οἷον ἐὰν τριταία ἢ πεμπταία ἤτοι ἀπὸ τῆς συνόδου ἢ πανσελήνου , ἔκτοτε ἔσται
7149520 ϲηπιαι
, ἀλλὰ μαλακόν . ἐϲτὶ δὲ τοιαῦτα πολύποδέϲ τε καὶ ϲηπίαι καὶ τευθίδεϲ , ὅϲα τε τούτοιϲ ἔοικε . ϲκληρόϲαρκα
ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν
7148874 διαπυρων
σικύου χυλός , γάλακτος ὀρὸς αἰγός , οἰός , ὀστράκων διαπύρων . Καὶ μέντοι τὰ τοὺς νεφροὺς ἐκκαθαίροντα τμητικὰ μὲν
τυρὸν νεοπαγῆ ἄναλον , καὶ γάλα διὰ κοχλάκων ἢ σιδήρων διαπύρων ἐσχισμένον , ἀρθέντος τοῦ ὀῤῥώδους . Ἀπρακτούντων δὲ τῶν
7140001 ποιωδων
, οὐθὲν ὅλως τῶν δένδρων οὐδὲ τῶν ὑλημάτων οὐδὲ τῶν ποιωδῶν ὅμοιόν ἐστι τοῖς ἐν τῇ Ἑλλάδι πλὴν ὀλίγων .
γὰρ γινομένης ἡ πέψις καλλίων . Τῶν δὲ λαχανωδῶν ἢ ποιωδῶν ὅσα κολουόμενα ἢ κειρόμενα βελτίω , καθάπερ τά τε
7136534 εὐοσμοτατα
ῥοδωνία μαγειρικῶς καλουμένη λοπὰς τοιαύτη τις ἦν : ῥόδα τὰ εὐοσμότατα ἐν ἴγδῃ τρίψας ἐπέβαλον ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων
γὰρ γίνονται πολλά . εὐώδη δὲ μᾶλλον τὰ πεντάφυλλα , εὐοσμότατα δὲ τὰ ἐν Κυρήνῃ , διὸ καὶ τὸ μύρον
7128768 ἀππιδια
, ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ
χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα μὴ ἔχει ἔξωθέν τι
7121851 συνελεγον
τὴν Πικηνίτιδα καὶ τὴν Ἀπουλίαν ἑτέρους , οἳ στρατὸν αὐτῷ συνέλεγον ἀφανῶς . Καὶ τάδε πάντα ἔτι ἀγνοούμενα Φουλβία γύναιον
μὲν ἐπὶ τὴν θάλασσαν ἔθεον , οἱ δὲ τοὺς κύνας συνέλεγον : ἐβόων δὲ πάντες , ὡς πάντας τοὺς ἐκ
7118975 παρασπαδος
. κοινοτάτη μὲν οὖν ἐστὶ πᾶσιν ἥ τε ἀπὸ τῆς παρασπάδος καὶ ἀπὸ σπέρματος . ἅπαντα γὰρ ὅσα ἔχει σπέρματα
ξηροῖς μόνον : φύεται δὲ καὶ ἀπὸ σπέρματος καὶ ἀπὸ παρασπάδος . Κέδρον δὲ οἱ μέν φασιν εἶναι διττήν ,
7110683 κυφα
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
εἴρηται , ὁ δυσχερῶς τινὶ κολλώμενος . Κύμβια : τὰ κύφα ἐκπώματα . Κύμβαλα : οἷον κύφαλά τινα ὄντα :
7092973 παλιμφημα
ἀνθρώπων ἐλπίδες , εἰκαζόντων μὲν τὰ χρηστότερα , τὰ δὲ παλίμφημα καὶ ὧν ἄξιοι τυγχάνειν εἰσὶ πασχόντων . πέμπεται μὲν
ἀλλὰ καὶ ἄνδρας ἐπιμανήσεσθαι θηρίοις , ἐξ ὧν γενήσεσθαι τέρατα παλίμφημα , μηνύματα τῆς ἀνθρώπων ὑπερβαλλούσης βδελυρίας : δι '
7090510 ἀρτυματα
δέλφακα ὄχοις Ἀκεσταίοισιν ἐμβεβὼς πόδα πολύκοινον Ἀμφιτρίταν Βακχᾶς καὶ βορᾶς ἀρτύματα ἀποσημῆναι οὐ γὰρ δίκαιον ἄνδρα γενναῖον φρένας τέρπειν ,
καὶ ὁμοίων . Ὀβολοῦ τάριχος , δύο δ ' ὀβολῶν ἀρτύματα : ἐπὶ τῶν ἵνα μικρὰ κατορθώσωσι πλείονα δαπανώντων .
7087565 κιες
δυνάμενος λογικὰ θεωρήματα . ἴκες καὶ ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες διαφέρει . ἴκες μὲν γάρ εἰσι τὰ ἐσθίοντα τοὺς
αὐτὰ νόμιμα ἡγεῖσθαι ἐκλήθησαν Ἰδουμαῖοι . ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες καὶ ἴκες διαφέρουσιν . ἶπες μὲν γὰρ λέγονται θηρίδια
7087358 Δακτυλιῳ
Πλάτων δὲ ὁ φιλόσοφος ἐν Θεαιτήτῳ Ἀνεμιαῖα , καὶ Μένανδρος Δακτυλίῳ : „ ἀνεμιαῖον ἐγένετο . „ Ὑπηνέμια καλεῖται τὰ
' Ἀττικοῖς , παῖς δὲ ἡ δούλη . Μένανδρος ἐν Δακτυλίῳ ἐπὶ τοῦ † δάου † : τίς οὑτοσὶ κακοδαίμων
7087057 παλλακια
εἰς ἀπώλειαν . οἰχήσομαι πλάτων . παῖδες . γέροντες μειράκια παλλάκια . . . . ὅπως σε πείσει μηδὲ εἷς
τὴν χλαμύδα σου . παῖδες , γέροντες , μειράκια , παλλάκια κἆτ ' ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν καὶ στρώμασι πορφυροβάπτοις κἀν
7086355 χρηϲιμευει
διαβεβρωμένουϲ κανθοὺϲ καὶ μυδῶντα βλέφαρα . ἡ δὲ φρυγομένη ῥητίνη χρηϲιμεύει εἰϲ τὰ εὐώδη μαλάγματα καὶ ἄκοπα . Ῥόδα .
ϲτύφει : δι ' ὃ πρὸϲ τὰ ἐν μηροῖϲ παρατρίμματα χρηϲιμεύει . Λίθοι πάντεϲ μὲν ὥϲπερ καὶ ἡ γῆ ξηραίνουϲιν
7083154 περικαρπια
Ἡ δὲ ῥίζα τῶν δένδρων ἀρχή τις οὖσα καὶ τὰ περικάρπια συνεξομοιοῖ τὰ ἐφ ' ἑαυτῆς . Περὶ μὲν οὖν
βλαστάνῃ , ταῦτ ' ἀποπίπτει καὶ τὰ τοῦ καρύου καλυκώδη περικάρπια γίνεται συμμεμυκότα κατὰ τοῦ μίσχου , τοσαῦτα ὅσα καὶ
7076395 Ταγηνισταις
” φορέουσι κυπάσσεις Περσικούς , “ καὶ Ἀριστοφάνης ἐν τοῖς Ταγηνισταῖς . Κύρβεις : Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας
τιν ' ἔνθεσιν . ταῦτα δὲ καπανικὰ εἴρηκεν Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς : τί πρὸς τὰ Λυδῶν δεῖπνα καὶ τὰ Θετταλῶν
7076170 ἑκταια
, τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ κʹ , ἑβδομαία ὥρας
ψυχρεύεσθαί τις δύναται λέγων ὅτι τρίτη ἡ τρισκαιδεκαταία , ὡς ἑκταία ἑκατηβόλος σελάνα , ἑκκαιδεκαταία : ἡ γὰρ μέση οὐκ
7075588 ϲφαιρια
τοῖϲ θηριοδήκτοιϲ βοηθεῖ , ὡϲαύτωϲ καὶ ἄϲφαλτοϲ καὶ πλατάνου χλωρᾶϲ ϲφαιρία καθεψηθέντα ἐν κράματι , καὶ παλιούρου ἀφέψημα καὶ ῥίζα
ʹ , κοχλιῶν ϲὺν τοῖϲ ὀϲτράκοιϲ # α : τὰ ϲφαιρία καὶ τὰ ϲίδια οἴνῳ ϲτύφοντι ἑψήϲαϲ ἐπὶ πολὺ καὶ
7073001 ἐδοιεν
κέρασιν ἐμφυόμενος , ὡς τὸ , “ μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν . ” . μυδροκτυπεῖ ] χαλκεύει . μύδρος καλεῖται
ἀναστρωφῶν , πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα , μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος . ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς
7072398 ἑλξινη
ᾧ ἐστι τὸ σπέρμα ἠὲ καὶ ἑλξίνην : καὶ γὰρ ἑλξίνη καλεῖται παρὰ τὸ ἕλκειν εἰς ἑαυτήν . ἡ γὰρ
παρακμαῖς τῇ διαφορητικῇ μόνῃ χρήσασθαι δεῖ μηδενὸς στύφοντος παραπλεκομένου . ἑλξίνη πρὸς πάσας φλεγμονὰς ἁρμόττει ἐν ἀρχῇ τε καὶ ἀναβάσει
7072263 κριθινοι
ἀποθέμενον πάντα τὸν ἀφρόν . ὀξύμελι φύϲαϲ καταρρήγνυϲιν . ἄρτοι κρίθινοι . μέϲοι δέ εἰϲι τῶν ἀφύϲων καὶ φυϲωδῶν φάϲιλοι
πένησιν οἱ δὲ ἀπορίαν τοῖς πλουσίοις σημαίνουσιν . ἄρτοι δὲ κρίθινοι πᾶσιν ἀγαθοί : πρώτην γὰρ ἀνθρώποις τὴν τροφὴν ταύτην
7071524 Θυατειρηνος
ἐστι τῆς Αἰαντίδος φυλῆς οἱ Τιτακίδαι , ὡς Νίκανδρος ὁ Θυατειρηνὸς ἐν τῷ περὶ τῶν δήμων δηλοῖ . μήποτε δὲ
φησιν : τὸν ψυγέα ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι δῖνον . ὁ Θυατειρηνὸς δὲ Νίκανδρος καλεῖσθαί φησι ψυκτῆρας καὶ τοὺς ἀλσώδεις καὶ
7070026 ἰκες
ὁ δι ' ὑπερβολὴν φρονήσεως καλῆς λογικὰ θεωρήματα μετερχόμενος . ἴκες τὰ ἐσθίοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀμπέλων ζῳύφια , ἶπες
. ἴκες καὶ ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες διαφέρει . ἴκες μὲν γάρ εἰσι τὰ ἐσθίοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀμπέλων
7067187 ὠπτημενα
δέ , ὡς ἱστορεῖ Ποσειδώνιος , ἄριστα προσφέρονται κρέα μεληδὸν ὠπτημένα καὶ ἐπιπίνουσι γάλα καὶ τὸν οἶνον ἄκρατον . Καμπανῶν
: ἀστεῖον ἑφθὴ τευθὶς ὠνθυλευμένη καὶ πτερύγι ' ἁπαλῶς σηπίας ὠπτημένα . τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν . ἑψητὸν δὲ
7055623 ἐκλυομενων
διὰ τοῦτο τὴν εὐφορίαν τεκμήριον τίθεσθαι τοῦ αὐτάρκους βέλτιον . ἐκλυομένων δὲ καὶ ἀχροούντων καὶ ψυχομένων ἄκρα καὶ σπωμένων ,
λίτρου γενομένου διύγρου λίαν ὡς ποτὸν πρόσφερε , ἢ ἁλῶν ἐκλυομένων , καὶ τούτων τὸ ὕδωρ , ἢ αὐτοὺς τοὺς
7050187 ϲτρυφνα
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ ,
7049552 Κυθηριου
μὴ δυναμένων . τὰ δ ' αὐτὰ καὶ περὶ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου ἱστοροῦσι καὶ Ἀρχύτου καὶ ἄλλων πλειόνων , ὧν
οἶδας ὅτι τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις . ὁ δὲ τοῦ Κυθηρίου Φιλοξένου Κύκλωψ ἐρῶν τῆς Γαλατείας καὶ ἐπαινῶν αὐτῆς τὸ
7046180 Ὀποϲ
μύρτοιϲ ἔοικεν . Ὄπιον ἐν τῷ περὶ μήκωνοϲ εἴρηται . Ὀπὸϲ ὅ τε Κυρηναϊκὸϲ καὶ ὁ Μηδικὸϲ καὶ ὁ Ϲυριακὸϲ
λευκὸν ἔχει . Ὅϲα τῆϲ δ τάξεωϲ τῶν ψυχόντων . Ὀπὸϲ μήκωνοϲ καὶ κώνειον . Ὅϲα ξηραίνει ἀδήκτωϲ . Ἀκαλήφηϲ
7036248 σησαμους
γὰρ ἐκ τοῦ πλακόεις , ὡς τυρόεις τυροῦς , σησαμόεις σησαμοῦς . εἴρηται δὲ κατ ' ἔλλειψιν τοῦ ἄρτος .
πλακοῦς ἐκ τοῦ πλακόεις περισπᾶται ὡς τυρόεις τυροῦς , σησαμόεις σησαμοῦς . εἴρηται δὲ κατ ' ἔλλειψιν τοῦ ἄρτος .
7036081 ναρδινα
καλούμενα πρὸϲ ἀμβλυωπίαϲ ριϚ Κολλύριον τὸ διὰ κέρατοϲ ριζ Κολλύρια νάρδινα καὶ Θεοδότια Περὶ φύϲεωϲ ὀφθαλμῶν . ἡ κατὰ τοὺϲ
καὶ λιβάνου καὶ κρόκου προϲάγειν , ὕϲτερον δὲ καὶ τὰ νάρδινα . ἔξωθεν δὲ ἐπιχρίειν τὰ μὲν βλέφαρα τῷ Νείλου
7032062 κυλικειου
πίνειν ἡμῖν ἐστι , καὶ τῶν παίδων τις ἐκ τοῦ κυλικείου τῶν ποτηρίων παραφερέτω : ὁρῶ γὰρ πλῆθος καλῶν καὶ
ὥστε τῶν συναχθέντων χρημάτων ἐκόμιζον τὰ πλεῖστα καὶ τῶν ἐκ κυλικείου χρυσωμάτων : ἀπεσκευάσαντο δὲ καὶ τῶν βασιλείων κλίνας τὰς
7031492 βουκολικα
. ὅτι εἰδύλλια , ἀλλ ' οὐ διαλόγους καλοῦσι τὰ βουκολικὰ ποιήματα : καίτοι διαλέγεται ἐνταῦθα πρόσωπα , ὥσπερ κἀν
βοῶν εἴληφεν ἐπιγραφὴν ὡς κρατιστεύοντος τοῦ ζῴου : διὸ καὶ βουκολικὰ λέγονται πάντα . εἴρηται δὲ βουκόλος παρὰ τὸ τὰς
7022449 ἀγρωσσοντες
Περιπλέγδην κρεμόνεσσι Ὀπταλέα κρέα ἐκ τέφρης ἐπάσαντο τά τ ' ἀγρώσσοντες ἕλοντο . Τρὶς δ ' ἀπομαξαμένοισι θεοὶ διδόασιν ἄμεινον
δίκην , κύκνοισιν ἰνδαλθέντες εὐγλήνοις δομήν . ῥάμφεσσι δ ' ἀγρώσσοντες ἐλλόπων θοροὺς φερώνυμον νησῖδα νάσσονται πρόμου , θεατρομόρφῳ πρὸς
7016931 ϲκορδα
. βολβοὶ λεπτυντικὴν ἔχουϲι δύναμιν καὶ ἐκφρακτικήν . κρόμμυα καὶ ϲκόρδα καὶ πράϲα λεπτύνει τε καὶ τέμνει τοὺϲ παχεῖϲ καὶ
γεῦϲιν ὡϲαύτωϲ κινεῖ , τά τε δριμέα , καθάπερ τὰ ϲκόρδα καὶ τὰ κρόμυα , καὶ ταῦτ ' οὐδὲν ἧττον
7015800 Σιμαριστος
ξύλον διὰ τῶν τροχῶν , ὅτε κατάντεις τόπους πορεύοιτο , Σιμάριστος δὲ ἐποχλέα τὸ ξύλον τοῦτο καλεῖ . καὶ Σοφοκλῆς
Εὔμολπος δὲ ποτηρίου γένος , ἀπὸ τοῦ κυφὸν εἶναι . Σιμάριστος δὲ τὸ δίωτον ποτήριον Κυπρίους , τὸ δὲ δίωτον
7014155 πιτυριαι
αἱ διὰ τῶν ἁλῶν συντιθέμεναι , καὶ τῶν ἄρτων οἱ πιτυρίαι , καὶ λαχάνων κράμβαι , καὶ ὅσα ὅμοια τούτοις
εἰσί , τὰ ἐκ κριθῶν ἄλφιτα τούτοις ὁμοίως . ἄρτοι πιτυρίαι καὶ οἱ ῥυπαροὶ πάντες καὶ οἱ πλυτοί , ἄμυλον
7012009 σισυρναν
ἔκ μ ' ἔλασας ἀλγέων ἔμ ' αὔτωι παλαμάσομαι ἔνδυς σισύρναν ἔπετον Κυπρογενήας παλάμαισιν Ἐρραφέωτ ' , οὐ γὰρ ἄναξ
αἰγείων δερμάτων ἔτι τὰς τρίχας ἔχον σκέπαστρον . τὴν δὲ σισύρναν οἱ κατὰ Λιβύην λέγουσι τὸ ἐκ τῶν κωδίων ῥαπτόμενον
7010119 σκωπτικων
ἄχρι κόρου ἐφενάκισεν . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν τίθεται ἡ παροιμία . Τέλλην γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο καὶ
Ἑλλάδα φρέατα ὤρυξεν . Ἆιδε τὰ Τέλληδος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο , ὃς παίγνια κατέλιπε
7007643 τραχωματα
οὐδὲ οὐκέτι μεϲολαβεῖν τι ἕτερον αὐτῶν παρακελεύεται . τὰ τοίνυν τραχώματα , ἅπερ καὶ δαϲύματα πρόϲ τινων κέκληται , ἐκ
ιε : ἔϲτι δὲ καὶ ἕτερα κολλύρια ποιοῦντα πρὸϲ τὰ τραχώματα , οἷόϲ ἐϲτιν ὁ φοῖνιξ καὶ ὁ Διόνυϲοϲ καὶ
7007434 ταρακτικα
κακὰ , καὶ εἰ φλύκταιναι , κακὰ , καὶ οἷσι ταρακτικά . Ὁ μελαγχολικὸς ὁ Ἀδείμαντος ἀπὸ πεπλίων πλειόνων ἤμεσέ
γάρ . κʹ . Θερμοκοιλίοισιν ἰσχυρὰ ἢ βρωτὰ ἢ ποτὰ ταρακτικά . Σαφὴς οὗτος ὁ λόγος . θερμοκοιλίας γὰρ μέμνηται
7006602 παιδισκαρια
Ἀπόλλωνα ὄψει , ἢ Ἐνδυμίωνα ἢ Γανυμήδην . “ τὰ παιδισκάρια ἔχαιρον , καὶ ἓν τῶν κορασίων εἶπεν ” ἐμοὶ
παιδάρια , χιτῶνας ἔχοντα ἡνιοχικοὺς καὶ πετάσους . Παραναβεβήκει δὲ παιδισκάρια , διεσκευασμένα πελταρίοις καὶ θυρσολόγχοις , κεκοσμημένα ἱματίοις καὶ
7002781 φαλαιναι
τε καὶ ϲτερεὰν παρέχει τροφήν . Τὰ κητώδη , οἷον φάλαιναι καὶ φῶκαι καὶ ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι
μὴ τολμῶντα προσψαῦσαι καὶ χρήσασθαι τῷ πλούτῳ . δελφῖνες καὶ φάλαιναι πρὸς ἀλλήλους ἐμάχοντο . ἐπὶ πολὺ δὲ τῆς διαφορᾶς
7001180 ὀϲτρακοδερμων
Περὶ κωβιοῦ ρμβ Περὶ μαλακοϲάρκων ρμγ Περὶ ϲκληροϲάρκων ρμδ Περὶ ὀϲτρακοδέρμων ρμε Περὶ μαλακοϲτράκων ρμϚ Περὶ μαλακίων ρμζ Περὶ ϲελαχίων
καὶ ἀνήθου καὶ ἁλῶν : ὁμοίωϲ δὲ καὶ ὁ τῶν ὀϲτρακοδέρμων , μάλιϲτα τελλίνων , χημῶν , κογχαρίων . καὶ
6998591 ὀρνυφια
πέτραις ταῖς καλουμέναις λισσαῖς , καὶ ἔστι τὸ μέγεθος τὰ ὀρνύφια ὅσονπερ ὠιὸν πέρδικος : σανδαρακίνην δέ μοι νόει τὴν
δὲ αἴτιον Θ . λέγει φυσικώτατα ἀνιχνεύσας , ὅτι τὰ ὀρνύφια τὴν ἄνθην τῶν δένδρων σιτούμενα εἶτα ἐπὶ τοῖς φυτοῖς
6996989 ϲκληρουϲ
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι
6993632 Ἀγυιευ
αὐτοῖς εἶχεν δάπιδας ῥυπαρὰς καὶ στρωματόδεσμα . Ὦ δέσποτ ' Ἀγυιεῦ ταῦτα σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου
' οὐδ ' ἀνέῳγέ μοι θύραν . ὦ δέσποτ ' Ἀγυιεῦ , ταῦτά νυν μέμνησό μοι . πρὸς τῇ κεφαλῇ
6991755 ἐπιπολαστικα
πάντα τὰ λάχανα ἄτροφα καὶ λεπτυντικὰ καὶ κακόχυλα ἔτι τε ἐπιπολαστικὰ καὶ δυσοικονόμητα . θερινῶν δὲ λαχάνων Ἐπίχαρμος μέμνηται .
τὰ μὲν ἁπαλὰ ὀλιγότροφα καὶ κακόχυλα , εὐέκκριτα δὲ καὶ ἐπιπολαστικὰ εὐοικονομητότερά τε τῶν ξηρῶν . τὰ δὲ πρὸς τῷ
6989490 λιβανωτιϲ
ξὺν αὐτέῳ παχεῖ πικέριον ἶϲον . κόνυζα δὲ ἔϲτω καὶ λιβανωτὶϲ τὰ ἐνεψήματα , καὶ ἄνηθον οὐκ ἀτερπέϲ . ἢν
ῥύτην ἰϲχέτω . οὐρητικὸν δὲ καὶ ἀνήθου ἡ κόμη καὶ λιβανωτὶϲ ἢ ϲάμψυχον . τοιϲίδε χρὴ ὅκωϲ ὕδωρ καταιονεῖν :
6989257 βλιττεις
λαμβάνεται , τρυγᾶν , ὡς Ἀριστοφάνης : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκίαν βλίττουσιν εὑρόντες τινά
καὶ θλίβειν : Ἀριστοφάνης † Ἱππώνακτι : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά
6988352 θλασθεντα
ἄλλος κεφαλοειδής ἐστι λοβός , ἐν ᾧ σπερμάτια μέλανα , θλασθέντα δὲ λευκὰ ἔνδοθεν . Δαῦκος ὁ μέν τις καλεῖται
κασίας ἀνὰ γοστ ἤτοι οὐγ . στ . τὰ ὅλα θλασθέντα βρέχε ἐπὶ ἡμέρας γ . τῇ δὲ τετάρτῃ ἕψε
6986610 διαλεκτικα
τινὸς ἢ χεῖρον ἤ τι τοιοῦτον . ὡς εἶναι τὰ διαλεκτικὰ πάντα προβλήματα ὑπὸ τὸ εἰ ἔστι καὶ ὅτι ἐστὶν
, καθά φησιν Ἱππόβοτος : παρ ' ᾧ καὶ τὰ διαλεκτικὰ ἐξεπόνησεν . ἤδη δὲ προκόπτων εἰσῄει καὶ πρὸς Πολέμωνα
6985437 τοὐθονιον
λέγεται ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη . Ἀριστοφάνης : ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . καὶ Κρατῖνος ὁ νεώτερος : μόλις εἰς
εἶτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . εἴ γ ' ἐγκιλικίσαιμ ' , ἐξολοίμην
6983654 πεσσων
ἐγὼ δὲ οὐγ . δʹ . μίξας , χρῶμαι ἐπὶ πεσσῶν ὁμοίως . Φυσικὸν Περίαπτον . Τὰ ὀστᾶ τὰ ἐν
αὐτόχθονες δ ' ἔφυμεν : αἱ δ ' ἄλλαι πόλεις πεσσῶν ὁμοίως διαφορηθεῖσαι βολαῖς ἄλλαι παρ ' ἄλλων εἰσὶν εἰσαγώγιμοι
6983558 οἰδουντες
τῶν ὀφθαλμῶν . οἱ τὰ κύλα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδοῦντες καὶ ἐξογκούμενοι : κύλα δὲ τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν
ἀληθέστερον : χρύσειαι ζωῇσι νεήνισιν ἐοικυῖαι . κυλοιδιόωντες : οἱ οἰδοῦντες τὰ κύλα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμούς . συμβαίνει γὰρ
6981997 πεμματια
κοσσάβων ἀραγμός . ὁ δὲ πυραμοῦς ἐδίδοτο τοῖς διαγρυπνήσασι καὶ πεμμάτιά τινα ἐν ταῖς παννυχίσιν , ἐν αἷς πλεῖστον ὅσον
καὶ τῶν παρουσῶν ἣν θέλει φιλήσει . ἐγίνετο δὲ καὶ πεμμάτιά τινα ἐν ταῖς παννυχίσιν , ἐν αἷς πλεῖστον ὅσον
6981861 Χερρονησιτης
φησι : Ἀψινθίοισι πρὸς μεσημβρίαν ὁμουρέουσι Χερρονήσιοι . Ἡρόδοτος δὲ Χερρονησίτης : Χερρονησῖται ἀπὸ τῶν πύργων ἐσημήναντο τοῖσιν Ἀθηναίοισι τὸ
ἀριστερᾷ Πίγρης , ὁμώνυμος τῷ μεγάλῳ „ . τὰ ἐθνικὰ Χερρονησίτης καὶ Πελλαῖος καὶ Ἀπαμεύς . ἔστι καὶ τῆς μικρᾶς
6981784 καταβριθοντες
πλευραῖς . βράβιλα τὰ κοκκύμηλα , ἤτοι Δαμασκηνά . βραβίλοισι καταβρίθοντες : κοκκυμήλοις , ἤγουν Δαμασκηνοῖς . ἑπτάενες : οἱ
: τὰ καλούμενα Δαμασκηνά : Θεόκριτος : ὅρπακες † βραβήλοισι καταβρίθοντες ἔραζε . Ἀθήναιος δὲ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Δειπνοσοφιστῶν
6979883 τροχω
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ
6977317 ὀψαρτυτης
, καὶ ἰχθύες ἰχθύδια , ὄψον καὶ ὀψοποιὸς δὲ καὶ ὀψαρτυτής , καὶ ὀψοποιεῖν καὶ ὀψοποιία , καὶ ἡδῦναι καὶ
' εἰσὶν ἀνθρώπων γένους ἑστιάτορες , ἀρχισιτοποιός , οἰνοχόος , ὀψαρτυτής , εἰκότως , ἐπειδὴ τριῶν χρήσεώς τε καὶ ἀπολαύσεως
6973858 αἰολιαι
αἰολίην κορακῖνον . καὶ μήποτε καὶ οἱ παρ ' Ἐπιχάρμῳ αἰολίαι κορακῖνοί εἰσιν . φησὶ γάρ : αἰολίαι πλῶτές τε
. μύες . . ἀλφησταί τε κορακῖνοί τε κοριοειδέες , αἰολίαι πλῶτές τε κυνόγλωσσοί τ ' , ἐνῆν δὲ σκιαθίδες
6972836 σαρουν
ῥάκιον καὶ ῥάκος : ἄμφω λέγουσιν . σαίρειν : οὐ σαροῦν : μᾶλλον δὲ κορεῖν λέγουσιν : καὶ ἀκόρητον ,
Πενέσταις καὶ παρὰ Κρησὶ Κλαρώταις . καλλύνειν : κοσμεῖν καὶ σαροῦν . κάμπιος δρόμος : δρόμοι τινὲς ἦσαν κάμπιοι οὐκ
6971583 ἀτραφαξυος
ἀσπάραγος μυακάνθινος , ἀσταφὶς ἀγρία , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα , ἀτραφάξυος ὁ καρπός , ἀψινθίου χυλός , βολβὸς ἐπιπλαττόμενος ,
λευκά , παχὺν καυλὸν σπιθαμιαῖον : καρπὸν δ ' ὥσπερ ἀτραφάξυος : ῥίζαν μεγάλην , κεφαλὰς ἔχουσαν πλείονας , στρογγύλας
6968059 παλαθη
πανοῦργον καὶ ποικίλον ἐν κακίᾳ καὶ παμπόνηρον σὺν ἀγχινοίᾳ . παλάθη : ἡ τῶν σύκων ἢτοι [ ] τῶν ἰσχάδων
εὐθέστερος . ζυγώσω : καθέξω , δαμάσω . ἡγητηρία : παλάθη σύκων , ἣν ἐν τῇ πομπῇ τῶν Πλυντηρίων φέρουσιν
6967932 κακολογοι
ταλαιπώρου καὶ γυμνοῦ τὸν βίον , ἄμφω ταῦτα μελετᾶτε , κακολόγοι καὶ βοροὶ πρός τε τούτοις ἄνοικοι καὶ ἀνέστιοι βιοῦντες
, ἔτι δὲ ταλαιπώρου καὶ γυμνοῦ τὸν βίον ταῦτα μελετῶσι κακολόγοι καὶ βοροὶ καὶ ἄνοικοι καὶ ἀνέστιοι βιοῦντες . διὰ
6966803 διαχωρητικα
, θερμὰ ἔσται , τὰ δὲ ὑγρὰ , ψυχρά : διαχωρητικὰ δὲ τἀναντία , ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ δὲ ταῦτα
ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς , σιτία ἐσθίειν τὰ φλεγματωδέστατα καὶ ἥκιστα διαχωρητικὰ , ὡς ὅτι μάλιστα διευρυνθῶσιν αἱ ῥοιαὶ αἱ ἔμπροσθεν
6966458 σκληροσαρκα
, φάγρους , ἀστακούς , παγούρους καὶ ὅσα ὀστρακόδερμα καὶ σκληρόσαρκα . ἔστωσαν δὲ τὰ ἐμβάμματα δι ' ὀξυμέλιτος .
κοχλίαι , καὶ μᾶλλον τρίσεφθοι γενόμενοι , τῶν ὀστρακοδέρμων τὰ σκληρόσαρκα , [ καὶ ] οἷον χημία , πορφύραι ,
6960539 φθισιες
, καὶ βράγχοι , καὶ κόρυζαι , ἐνίοισι δὲ καὶ φθίσιες . Ἢν δὲ βόρειον ᾖ καὶ ἄνυδρον , τοῖσι
καὶ πλανῆτες , καὶ σπλῆνες , καὶ ὕδρωπες , καὶ φθίσιες , καὶ στραγγουρίαι , καὶ λειεντερίαι , καὶ δυσεντερίαι
6957528 κομψα
τίς ὄρεα βαθύκομα τάδ ' ἐπέσυτο βροτῶν ; ῥήματά τε κομψὰ καὶ παίγνι ' ἐπιδεικνύναι πάντ ' ἀπ ' ἀκροφυσίων
ἢ ὅτι ἐγὼ ἔχω πολλὰς κριθὰς καὶ χόρτον ἢ ὅτι κομψὰ περιτραχήλια ; εἰ οὖν ταῦτά σου λέγοντος εἶπον ὅτι
6957523 ἀζυμον
καὶ λάγανα καὶ τὰ ῥύμματα ἅπερ ἴτρια προσαγορεύεται καὶ πᾶν ἄζυμον ἐκ πυροῦ πέμμα καὶ οἱ δι ' αὐτῶν δηλονότι
καὶ λάγανα καὶ τὰ ῥύμματα ἅπερ ἴτρια προσαγορεύεται καὶ πᾶν ἄζυμον ἐκ πυροῦ πέμμα καὶ οἱ δι ' αὐτῶν δηλονότι
6953458 Ἡσιοδωι
τὰ δὲ Μουσαίωι κατὰ βραχὺ ἄλλωι ἀλλαχοῦ , τὰ δὲ Ἡσιόδωι τὰ δὲ Ὁμήρωι . . . . . .
ὅτι ἐστὶν ἐκ τῶν Τιτάνων τοῦ αἵματος παρὰ μὲν τῶι Ἡσιόδωι οὐκ ἔστιν εὑρεῖν . Ἀκουσίλαος δέ φησιν ἐκ τοῦ

Back