, λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν . ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον
ἔχοντα , λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν : ἤτοι ὃ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον
5814955 πετρου
τἀνιαρὰ φροῦδος αἴσθησις φθαρῇ , τὸ σῶμα κωφοῦ τάξιν εἴληφεν πέτρου ἦν ἆρα τρανὸς αἶνος ἀνθρώπων ὅδε , ὡς τὸν
. Οὐκ , ὦ κακῶν κάκιστε , καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ ' ὀργάνειας , ἐξερεῖς ποτε ,
5566542 βασταζοντα
ἐμπεριεχομένους ἐν αὐτῷ λόγους γινόμενα καὶ οὕτω καὶ τὸν οὐρανὸν βαστάζοντα , ἔχειν δὲ κίονας μακρὰς τὰς τῶν στοιχείων δυνάμεις
Ἀθήνησιν ἀμφιθαλῆ παῖδα ἐστεμμένον ἀκάνθαις μετὰ δρυίνων καρπῶν , λεῖκνον βαστάζοντα ἄρτων πλέων , τοῦτο λέγειν , αἰνισσόμενον τὴν ἐπὶ
5507522 ἀρβυλης
τοῦ : κούφως καὶ ἐλαφρῶς τιθεῖτε τὸν πόδα μετὰ τῆς ἀρβύλης . εἰ δὲ γράφεται λευκὸν ἴχνος , ἀπὸ μέρους
πάθει ἡ τοῦ ῥυθμοῦ ἀγωγὴ δοχμιάζουσα : † λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης : ἀντὶ τοῦ : κούφως καὶ ἐλαφρῶς τιθεῖτε τὸν
5191693 φυλασσει
ὡς τὸ χαλκοῦν καὶ τὸ σκαληνόν , τὰ δὲ οὐ φυλάσσει φυλασσόμενα , ὡς τὸ σχῆμα καὶ τὰ πέρατα :
γὰρ φυλασσόμενα περιέχει ἡ τοῦ ὠρεῖν σύνθεσις . τὴν πύλην φυλάσσει πυλωρός , τὴν θύρην θυρωρός . οὕτω καὶ οἱ
5178050 σκολιος
γράφονται : οἷον , σμοῖος τὸ ἐπιθετικόν : σκοῖος ὁ σκολιός : δοῖος : μνοῖος ὁ ἰπνός : γλοῖος ἡ
τὰ μέτρα τῆς ζωῆς . νγʹ Ὃ δ ' αὖ σκολιός Εἰπὼν περὶ τοῦ εὐγενεστέρου τῶν ἵππων , λοιπὸν τὰ
5139745 θυνει
καὶ ἀμαλδύνειν λέγεται τὸ ἀφανίζειν . δύνει : ἔρχεται . θύνει : καὶ ὁρμᾷ . Παισίν : σύν . ἀγαλλομένη
μηρύγματι , ἤτοι τῷ ἐπισπαμῷ τῆς γαστρός . * ἀντία θύνει : κατ ' εὐθεῖαν πορείαν τρέχει κατ ' εὐθεῖαν
5137128 ὀμματων
εἰς τὴν αἰχμὴν ἣν ἔχει καὶ εἰς τὸ ὑπέρτερον τῶν ὀμμάτων , ἤτοι τὴν περικεφαλαίαν , θαρρῶν σέβειν ταύτην περισσότερον
θεωρηθέντα οὐ τῷ πνεύματι , ἀλλὰ τῇ γινομένῃ ἀπὸ τῶν ὀμμάτων φορᾷ καὶ νεκρὸν ποιεῖ . ἐγνώσθη δ ' οὕτως
5136399 Τυχα
πτανόπους ? ? [ θεὰ ] θνατοῖς συνομέστιε , παγκρατὲς Τύχα , πῶς χρὴ τεὰν ἰσχύν τε δεῖξαι καὶ φύσιν
θεσμοφόρε χˈρυσανίου ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα , οὐ σθένος Τύχα φερέπολις Τύχα ἀπειθὴς δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον ! ! !
5058230 ὀδοντων
, καὶ καινότατα δήπου ἀποκτείνασα ἀνῄρηται . Ὀνύχων ἀκμαῖς καὶ ὀδόντων διατομαῖς θαρροῦσι καὶ ἄρκτοι καὶ λύκοι καὶ πάρδοι καὶ
μάθοις δ ' ἂν ἐπὶ τῶν ἐγκαταλειφθέντων ταῖς διαστάσεσι τῶν ὀδόντων σιτίων καὶ μεινάντων δι ' ὅλης νυκτός : οὔτε
5007904 ἀπτηνα
. ἐκ τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . ἀπτῆνα , τυτθόν , ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων ῥῆξαί με καὶ
σχεδίας ὁ Ἀμφίβαιος καὶ Ποσειδῶν ἐκβράσας τὸν Ὀδυσσέα οἷα τυτθὸν ἀπτῆνα σπόρον ἤγουν μικρὸν ἄπτερον νεοσσὸν τῆς δάμαρτος καὶ τῆς
4976966 ὠμηστην
δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον , οὔ τι φατειόν , Κέρβερον ὠμηστήν , Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον , πεντηκοντακέφαλον , ἀναιδέα τε
τὸ ἥμισυ δὲ ὄφιν διὰ τὰς τῶν ῥιζῶν ἑλίξεις . ὠμηστήν , ὠμὸν ἐσθιόμενον . οἱ γὰρ τῶν δένδρων καρποὶ
4973594 οἰδος
μαλακῷ . ὀξύϊ : ὀσφύϊ . ὀχλώδεα : ὀχληρά . οἶδος : οἴδημα . ὀνεύεσθαι : τείνειν . | ὄπωπα
ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * ἐν δὲ νόον . . .
4926306 τοσον
καὶ τὸν μὲν Ἡρακλέους ] , γέννημα οὕτω λαμπρὸν καὶ τόσον ὑπὲρ τῆς πατρίδος σπουδαῖον ὡς ὑπὲρ αὐτῆς προέσθαι τοι
κείνου δ ' ἡμίτονον Φαίνων ἀνίησι χαλασθείς , τοῦ δὲ τόσον Φαέθων ὅσον ὄβριμος Ἄρεος ἀστήρ : Ἠέλιος δ '
4886899 ὀξυν
τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , δώσω δ ' ὀξὺν ἄκοντα , κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν , καὶ ξίφος
: κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι , ὀξὺν ἱερακίσκον εἰς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν . Ἢν δέ
4864265 ὀξυ
δὲ Δία πλήξαντα τὸ νέφος προφᾶναι αὐτήν . ἀλάλαξεν : ὀξὺ ἀνεβόησε . διὰ δὲ τούτου τὸ φιλοπόλεμον τῆς θεοῦ
μηδὲ μηκύνειν λόγον . ἀεὶ δ ' ὁρῶντί τ ' ὀξὺ καὶ τυφλὸς ἦν : θυσίας γὰρ ἀπαρχὰς κρέας ἐπέμπομεν
4853588 χροα
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν
4840694 ὀμμα
Ἑρμῆ νεκρῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε , νυκτός τ ' ὄμμα τῆς μελαμπέπλου ἔστιν δὲ ποδαπὸς τὸ γένος οὗτος ;
σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα ,
4840043 ὀφθαλμος
μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ
δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ
4831792 ὑπτιος
ἕρκος ἀκόντων : τῇ ὅ γ ' ἐνὶ βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος
προθορὼν ἐρίπῃσιν , ὣς ἄρ ' ὅ γε προθορὼν πέσεν ὕπτιος : ἐν δέ οἱ ἔγχος νηδυίοισι μάλ ' ὀξὺ
4827658 ἀταρβει
σωρηδὸν ἐπιτίθησιν . . : ἔμφρονα ] Ἀνθρωπόμορφον . : ἀταρβεῖ ] Ἀφοβοποιῷ . : γεννημάτων ] Ἢ τῶν ἐκ
Φιλλυρίδα προλιπὼν θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον , οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ , μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα
4818795 ἰσχει
δ ' ὑπὲρ αἴης ῥίζα καὶ οὐ βυθόωσα Πελεθρόνιον νάπος ἴσχει . ἣν σὺ καὶ αὐαλέην ὁτὲ δ ' ἔγχλοον
ἀλύει , καὶ ὁκόταν ἀναστῇ ἢ προέλθῃ , ὀρθόπνοια αὐτὴν ἴσχει , καὶ ὅ τι ἂν φάγῃ ἢ πίῃ ,
4812315 καρφεται
πυγὴν ἔχων . οὐκέθ ' ὁμῶς θάλλεις ἁπαλὸν χρόα : κάρφεται γὰρ ἤδη ὄγμοις , κακοῦ δὲ γήραος καθαιρεῖ πολλὰς
γλήναις ἔνι χάλκεα κέντρα πῆξε θυγατρὸς ἑῆς , στονόεντι δὲ κάρφεται οἴτῳ , ὀρφναίῃ ἐνὶ χαλκὸν ἀλετρεύουσα καλιῇ . ”
4786419 ἀλλοτ
δεησόμεθα καὶ τῶν ἄλλων ποιητῶν μὴ ποιεῖν Ἀχιλλέα θεᾶς παῖδα ἄλλοτ ' ἐπὶ πλευρᾶς κατακείμενον , ἄλλοτε δ ' αὖτε
μνησθέντα . ἄλλοτε δ ' ἄλλον : τὸ ἑξῆς : ἄλλοτ ' ἄλλον ἡ Χάρις ἐποπτεύει . [ τὸν ]
4759685 ἁπαλωτερον
; Ἀλλ ' ἐγώ σε , ἔφη , θήσω γυναικῶν ἁπαλώτερον καὶ λευκότερον τὴν χροιὰν οὐ πολλοῦ χρόνου . Καὶ
πρὸς μεσημβρίαν τετραμμένον τῆς περιφερείας μέρος ὑγρότερον καὶ μανότερον καὶ ἁπαλώτερον καὶ εὐκαμπέστερον καὶ ἐλαφρότερον καὶ εὐτονώτερον καὶ τέκτονι εὐχερέστερον
4747613 οἰμωγην
: ἀπὸ τοῦ βάθους , ἐκ βάθους τῆς καρδίας . οἰμωγήν : στεναγμὸν , φέρει . σπλάγχνοις : ἐν ,
Μηδαμῶς , ὦγαθέ : οὐ γὰρ πάντες εἰσὶν ἐπιτήδειοι πρὸς οἰμωγήν . ἀλλ ' ἔα τὰ ὀργίλα ταῦτα καὶ μειρακιώδη
4736565 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
4686023 ἐκθρωσκει
τὸν ἀργῆτα χιτῶνα ἢ τὴν νεφέλην , ὅτι ἐκ τούτων ἐκθρώσκει ὁ Φάνης : ἄλλοτε γὰρ ἄλλα περὶ τοῦ μέσου
πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ ποθι νηδύος ἐκτὸς ἔμβρυον ἐκθρώσκει τετελεσμένον , ἄλλο δ ' ἔσωθεν νόσφι τριχὸς φορέει
4682733 κεραστης
: τῷ κύκλῳ ἑλκύσματι αὐτὰρ ὅ γε : ὁ δὲ κεράστης πλάγιος ἐπικυλίεται τῷ σώματι . * ὅγε : ὅτε
: ζητεῖ καὶ βλέπει ζητεῖ : κυρίως ὁρᾷ ὄψεται οἷσι κεράστης : τὸ δὲ οἷσι ἀντὶ τοῦ ᾧτινι : ἀπὸ
4678321 ὀξεος
διάπυρα ἐμβαλλόμενα δριμὺ ποιοῦσι τὸ ὄξος . Κυάμους μίξας μετὰ ὀξέος κίτρου , βάλε εἰς ἀγγεῖον . Βάλε εἰς ὀθόνιον
δὲ τοῦ στρατοῦ γενομένου καὶ περιδεοῦς καὶ ἐς τὰ παραγγελλόμενα ὀξέος ἀπεπείραζε τῶν καλουμένων Μεγάρων νυκτὸς μιᾶς διχῇ λανθάνων .
4667061 ποδων
, ὃ ἡμεῖς ἡμίξεστον λέγομεν . λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ πολύποδος καὶ τὸ ἰσχίον τοῦ μηροῦ . Πενία
: πατˈρὸς δὲ Θεσσαλοῖ ' ἐπ ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται , Πυθοῖ τ ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου
4658286 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
4652204 περιτροχον
ἄειρεν : ἔχει δέ τι θάμβος ἑκάστη εἰς πόλον ἑδριόωσα περίτροχον . ἀλλ ' ἐνὶ θώκωι πρωτοφανὴς Σοφίη περιδέξιος οἷα
κεν νώτοισιν ἐπ ' ἀμφοτέροισιν ἔχῃσι λευκὸν σῆμ ' ἑκάτερθε περίτροχον ἠύτε μήνης : τήνδε συ ἡγεμόνα σχὲ περιτρέπτοιο κελεύθου
4642445 ἀλαθεως
. εἰκότως μὲν οὐκ ἔφα τόδ ' , ἀλλ ' ἀλαθέως ἔφα . τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον
ἐπ ' ἐμὶν μέν , ὅμως δὲ φυλάξομαι . ὄχλος ἀλαθέως : ὠθεῦνθ ' ὥσπερ ὕες . θάρσει , γύναι
4633771 ἀδυνατει
καὶ ὁ δειλὸς ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ : ἡ δὲ σωφροσύνη ἀδυνατεῖ κυκλώσασθαι | τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἡδονήν : χαλεπαὶ γὰρ
πολὺς ἄνθρωπος ἐνταῦθα κατὰ φύσιν μὲν ἐφίεται τοῦ ἀγαθοῦ , ἀδυνατεῖ δὲ διακρῖναι καὶ εὑρεῖν τὸ ὄντως ἀγαθὸν , οὕτω
4627759 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
4609064 νεατος
: ἡ μὲν γλῶσσα , φησί , τραχύνεται ὁ δὲ νέατος ἰσθμός , τουτέστιν ὁ ἔσχατος , ἤγουν τὰ παρίσθμια
ἀφρὸς ἐπιστύφων ἐμπλάσσεται , ἀμφὶ καὶ ὁλκός τέτρηχε γλώσσης , νέατος δ ' ὑποκάρφεται ἰσθμός , ξηρὰ δ ' ἐπιλλύζων
4608250 ἠτοι
δὲ περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ συνεχῶς ἡμῶν τρέπει τὰς κράσεις , ἤτοι θερμότερος ἀμέτρως ἢ ψυχρότερος ἢ ξηρότερος ἢ ὑγρότερος γινόμενος
Αἰολεῖς δὲ ὄππα τὰ παρὰ τοὺς ὦπας . Ὀφρύες . ἤτοι ὠποφρύες εἰσὶν , ἢ ὠπορύες : παρὰ τὸ φρουρεῖν
4606216 ἱσταται
ἀρχῆς ἄχρι τέλους μέχρι τοῦ συνειδέναι τὴν γυναῖκα τῷ φόνῳ ἵσταται . ἔστι δὲ τῶν ἀεὶ ἐμπιπτόντων ἐν τῷ ἁπλῷ
' εἰ μὲν πρὸς ἐλεεινολογίαν λέγοι , ἐγγὺς τοῦ πρέποντος ἵσταται , εἰ δὲ πρὸς πᾶσαν ἰδέαν λόγου , οὐκ
4599953 πολυποδος
Ἀττικοί , ὡς καὶ Ὅμηρος . ὡς δ ' ὅτε πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο , ἀνάλογον : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ
τοῖς μυχοῖς τοῖς ἑαυτοῦ . τὸ δὲ ἄπυρον εἶναι τοῦ πολύποδος τὸν οἶκον νοεῖν ὡς ψυχρόν : καὶ ἐν ἤθεσι
4598206 ἁμεραις
ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν ὄμμα μυρίαις τ ' ἐν ἁμέραις προσεῖδον : ἀμφίβαλλε μαστὸν ὠλέναισι ματέρος , παρηίδων τ
ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες , ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον , οὐ
4579007 οὐρῃ
οὐρὰ διὰ τὸ εἰς ἀλκὴν αὐτὸν προτρέπειν : Ὅμηρος : οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται , ἑὲ
πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ μέν οἱ
4564730 βαρυν
ἀδικημάτων κἂν ἐπιμήκιστα ὄντα ἀνυπαίτια καὶ καθαρά , τὸ συνειδὸς βαρὺν κατήγορον οὐκ ἔχοντα , τὰ δὲ ἑκούσια , κἂν
ἐκολάκευσεν ὁρμάς : οἱ δὲ δημοτικοὶ δυσανασχετοῦντες ἐπὶ τοῖς ὀνειδισμοῖς βαρὺν καὶ πικρὸν καὶ πολεμίων ἁπάντων ἔχθιστον αὐτὸν ἀπεκάλουν .
4551110 ἀλλοτε
. Φράζεο : κίνδυνός τοι ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς : ἄλλοτε πόλλ ' ἕξεις , ἄλλοτε παυρότερα , ὥστε σε
γὰρ ἴσως ἀπὸ τοῦ νέου πλουσίου τὸ τοιοῦτον ἁρμόσει , ἄλλοτε δὲ ἄλλο πρόσωπον ὑπόκειται : δεῖ οὖν πρὸς τὸν
4533330 παντῃ
εἰ ὅλως ἔχει ἔμφασιν πρὸς τὸ εἶναι , καὶ τοῖς πάντῃ μὴ οὖσιν ὡμοίωται τότε , τὰ δὲ ἁπλῶς ἀναγκαῖα
τὰ μὲν γὰρ καλὰ πάντῃ ἐνύπαρκτα , τὰ δὲ κακὰ πάντῃ ἀνύπαρκτα . Ἐπάγουσι τούτοις κἀκεῖνο , ὡς δύο ταῦτα
4529525 εὐκελαδον
ἐδίδαξεν [ . καὶ γὰρ κόσσυφος ἀγκαλεῖ ? [ λάβρως εὐκέλαδον ? [ μέλος : φθόγγοις οὖλον ὑποκρέκων ? [
πάταγον ξένον . δείρας : ἐκδαρείς . Εὐκέλαδον : δηρὸν εὐκέλαδον , ἐπὶ πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον
4525668 κεκαφηοτα
' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν : τοῦ γὰρ λειποθυμοῦντος τὸ πνεῦμα ῥιπίσασα ἡ
ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν : αὔρη δ ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει
4521042 ὁλκος
ἐπιδείκνυνται , διερευνᾷ μή τισιν ἀναγκαίαις αἰτίαις ἐνδέδενται , ὧν ὁλκὸς ἡ δύναμις . εἰ γάρ τις , φησί ,
Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ γὰρ ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός , ἄχρι κολώνης οὔρεος
4520328 οὐλομενον
ποιεῖ τὴν γένεσιν : ὅταν δὲ προσθῇ Νεῖκός τ ' οὐλόμενον δίχα τῶν , ἀτάλαντον ἁπάντῃ , καὶ Φιλίη μετὰ
καὶ παρέσχεν Ἐ . ὑπόνοιαν ὡς τὸ μὲν πῦρ Νεῖκος οὐλόμενον [ , ] , σχεδύνην δὲ Φιλότητα τὸ ὑγρὸν
4511522 σφενδονων
, εἶθ ' οὕτω κάτω εἰς τὸ δασὺ τοῦτο , σφενδονῶν βώλοις , λίθοις , ταῖς ἀχράσιν ὡς οὐκ εἶχεν
, καὶ τὸ βέλος αὐτῶν καὶ διπλάσιον φέρεσθαι τῶν Περσικῶν σφενδονῶν . ἐκεῖναι γὰρ διὰ τὸ χειροπληθέσι τοῖς λίθοις σφενδονᾶν
4503018 τετριγε
ἄνεμον οὐκ ἀνέχεται οὐδὲ τὸν ἥλιον , καὶ τὰ ὦτα τέτριγε , καὶ τῷ ψόφῳ ἄχθεται ἀκούων , καὶ ἐμέει
κου θηρία πτερωτά , τῇσι νυκτερίσι προσείκελα μάλιστα , καὶ τέτριγε δεινόν , καὶ ἐς ἀλκὴν ἄλκιμα : τὰ δεῖ
4500829 ὀφθαλμων
δὲ εἴσω τὰ κάλλιστα ἀποφαίνουσα καὶ παρασκευάζουσα ὧν οὔτ ' ὀφθαλμῶν κόρον ἦν λαβεῖν οὔτε χρόνου διατριβῆς : ἃ νῦν
δῆλα ἡμῖν ποιοῦσι . Τὸ γὰρ ἤτοι κώνους ἐξιόντας τῶν ὀφθαλμῶν ἐν ἀκαρεῖ τῆς ὥρας μέχρις αὐτῶν ἀντύγων τοῦ οὐρανοῦ
4495664 αὐγη
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα :
4489584 κινασιν
. Εὖ δ ' ἔχει καὶ καττὸ σχῆμα καὶ καττὰν κίνασιν , καθ ' ὃ μὲν σφαῖρα ὄν , ὡς
καὶ καττὸ ἆθος τᾶς ψυχᾶς καὶ καττὰς πράξιας καὶ καττὰν κίνασιν καὶ καττὰν θέσιν τοῦ σώματος , ὥστε τὼς ποταυγασμένως
4488942 ἁπτων
: λαβιδίῳ καθ ' ἕνα χόνδρον τοῦ λιβάνου λαβὼν καὶ ἅπτων πρὸϲ λύχνον ἐπιτίθει εἰϲ κοῖ - λον λοπάδιον ὀϲτράκινον
λιβανωτοῦ ποίει : λαβιδίῳ καθ ' ἕνα χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων εἰς λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν ,
4481145 πτυοις
αὐτῇ ἐστιν ἐπιφανέστατον ἱερὸν Ἄρεως . Λίστροισι : ξύστροισι , πτύοις . ἀπὸ τοῦ λίαν στορεννύειν δι ' αὐτῶν τὴν
ὄρνιθος : σιτουμένην δύστηνον ἀθλίαν φάβα , μέσακτα πλευρὰ πρὸς πτύοις πεπλεγμένην . κἀν Φιλοκτήτῃ δὲ κατὰ γενικὴν κλίσιν φαβῶν
4480088 ἀνιησι
ἐνίκμοις χωρίοις . Λογχῖτις ἑτέρα , τραχεῖα , φύλλα ὅμοια ἀνίησι σκολοπενδρίῳ , τραχύτερα δὲ καὶ μείζονα καὶ μᾶλλον ἐσχισμένα
: ἐκ ταύτης ὁ Κνίδιος κόκκος . ῥάβδους δ ' ἀνίησι πολλὰς καὶ καλάς , ὅσον διπήχεις : τὰ δὲ
4480015 μηρυγματι
τε κέλευθος ὁμῶς κατ ' ἐναντίον ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός . ] ἣ καὶ σμερδαλέον μὲν ἔχει δέμας
τῇδε κἀκεῖσε * ἀτραπόν : κατὰ τὴν ὁδόν δολιχῷ δὲ μηρύγματι γαστρός , οἱονεὶ τῷ ὁλκῷ ἢ τῷ βαδίσματι καὶ
4462270 ξυστηρ
παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν , ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν : ὡς ξυστὴρ , ξύστρα : γαστὴρ , γάστρα : καὶ ἀὴρ
ὑφ ' ἃ τὸ μὲν ἡμικύκλιον ἐμπεριφερὲς εἰς ὀξὺ ἐπανεστηκὸς ξυστὴρ ὀνομάζεται , τὸ δὲ ὑπὸ τὴν τούτων ὀξύτητα κοῖλον
4460910 αἰανης
οὐκ ἀκολουθήσει σοι μέμψις οὐδὲ φθόνος . ἀπὸ γὰρ κόρος αἰανής : ὁ γὰρ διηνεκὴς κόρος καὶ ἡ μακρολογία τὰς
οὐκ ἀκολουθήσει σοι μέμψις οὐδὲ φθόνος . ἀπὸ γὰρ κόρος αἰανής : ὁ γὰρ διηνεκὴς κόρος καὶ ἡ μακρολογία τὰς
4450479 μελεων
νόος ἀνθρώποισι παρέστηκεν : τὸ γὰρ αὐτό ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισι καὶ πᾶσιν καὶ παντί : τὸ γὰρ
φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων . λάβετ ' εὐπήχεις χεῖρας , πρόπολοι
4448903 ἰχνος
πλάγια παραγόμενον . ἔσται δὴ τρίβος τῷ μὲν βαδίζοντι τὸ ἴχνος τοῦ ποδός , τῷ δὲ κατακειμένῳ τὸ ἰνίον ἅπαν
ἄλλοθέν ποι αὐτὸ ὑπομένουσιν ἢ ὅτι ἡ φύσις παντὶ ἀνθρώπῳ ἴχνος τι ἐγκατέσπειρε φιλοσοφίας . ἢ οὐ φιλόσοφον πρὸς θεῶν
4447018 ἐερσαις
' ἐπισπείρων ἀλιτˈροῖς . ἀΐσσει δ ' ἀρετά , χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον – – , ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν
καὶ δικαίοις τῶν ἀνδρῶν ἀερθεῖσα , ὡς ὅτε δένδρον χλωραῖς ἐέρσαις πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα . ὁ δὲ νοῦς : αὔξεται
4445903 ἐπικρανον
ἐστι παραλαμβάνεσθαι : τούτου τὸ σχῆμα τοιόνδε βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν . ὁ δὲ ἀπὸ τῆς μακρᾶς ἀρχόμενος ,
σίττυβα μὲν χιτὼν ἐκ δέρματος , διφθέρα δὲ στεγαστὸς χιτὼν ἐπίκρανον ἔχων . ἡ δὲ βαίτη ἔστι μὲν προμήκης χιτών
4445834 ἐμβριθες
φερόμεναιτὸ δὲ Δίωνος ἦθος ἠπιστάμην τῆς ψυχῆς πέρι φύσει τε ἐμβριθὲς ὂν ἡλικίας τε ἤδη μετρίως ἔχον . ὅθεν μοι
δὲ οὐκ ἐν ῥυθμῷ ὂν τὸ ζῷον , ἀλλ ' ἐμβριθὲς μὲν τὰ μέσα , μακρὸν δὲ κατὰ τὸν αὐχένα
4445802 ἑρσηεντα
τε μύες τε καὶ ἀτρεκὲς οὔνομα σωλὴν ὄστρεά θ ' ἑρσήεντα καὶ ὀκριόεντες ἐχῖνοι : τοὺς εἴ τις καὶ τυτθὰ
ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον . ποικίλης οὖν πεφωραμένης
4441368 φαεεσσιν
εἰ τελέοιτο διάκρισις Ἀλκινόοιο . Ἠὼς δ ' ἀμβροσίοισιν ἀνερχομένη φαέεσσιν λῦε κελαινὴν νύκτα δι ' ἠέρος , αἱ δ
θυμῷ ναυσιόεις ὀλοοῖσιν ὑποτρύει καμάτοισι : πολλάκι δ ' ἐν φαέεσσιν ἄλην ἑτερειδέα λεύσσων ἄλλοτε δ ' ὑπναλέος ψύχει δέμας
4441157 χρως
ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ
πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν
4428283 ὑπομενουσα
ἀδύνατα δυνατὰ καθιστάσα , τὰ δὲ τῶ πλήθει φοβερὰ θαρσαλέως ὑπομένουσα , καὶ τὸν μὲν ὄκνον ψόγον , τὸν δὲ
' ἅμα τῷ αἰσθάνεσθαι παρατρέχει ἡ γνῶσις ἐξ αὐτῶν μὴ ὑπομένουσα . καὶ ὅσοις μὲν μὴ ἐγγίνεται ἡ μονὴ τοῦ
4419958 νοος
. διό φησιν οὐ γάρ πω σάφα ἴσμεν , οἷος νόος Ἀτρείδαο . ἐοίκασιν οὖν οἱ ἐμπειρικοὶ τοῖς ἀψύχοις :
Τρῶας καὶ Ἀχαιούς , ἀμφοτέροισι δ ' ἀρήγεθ ' ὅπῃ νόος ἐστὶν ἑκάστου . εἰ γὰρ Ἀχιλλεὺς οἶος ἐπὶ Τρώεσσι
4414813 ἀναλκις
: ὁ περὶ τῆς ψυχῆς δηλονότι . οἷον , οὐδεὶς ἄναλκις ὑπομένει περὶ τῆς ψυχῆς κινδυνεύειν , ἀλλ ' ἔστι
Λαγόνεσσιν : πλευραῖς . ἀναλκίας : ἀδυναμίας , ἀδυνάτου : ἄναλκις ὄνομα σύνθετον : ἀλκὴ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α
4412527 βλεφαρων
τὸν ἄνδρα δηλοῦσιν . ἕτεροι δὲ καὶ τὰ μέσα τῶν βλεφάρων συγκλείουσι καὶ καθέλκουσι , τὰ δὲ ἀμφοτέρωθεν ἀνασπῶσι καὶ
λοιπὸν περίβλεπτοι , ὀφθαλμῶν δὲ βολαὶ καὶ γλῆναι κατακοιμηθεῖσαι , βλεφάρων δὲ ἕλικες οὐκέτι ἕλικες , ἀλλὰ συμπεπτωκότα πάντα .
4411147 ὑπεστρωται
. Προσοικειοῦνται δὲ αὐτῷ χῶραι οὕτως : θηρὶ δ ' ὑπέστρωται κλίμα Μηδικὸν Ἀρραβίη τε ἠδὲ καὶ εὐβώλοιο καλὸν πέδον
πλάτος . . στρογγύλον τὸ διαχώρημα . . προσηδάφισται ] ὑπέστρωται . . ἔνθεος δ ' Ἄρην βακχᾷ ] βακχᾷ
4401325 νωκαρ
σπάνιά ἐστιν : ἔστι γὰρ τὸ ἧπαρ : ἦμαρ : νῶκαρ : μῶμαρ . Εἰς αρ λήγοντα οὐδέτερα τὸ υ
νω στερήσεως , νωκαίρω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ω . νῶκαρ . ἔγκειται δὲ τὸ νω στερητικόν . σκαίρω δὲ
4391602 πελει
ὁπόσοι κρείττους περιφανῶς γένοιντο . „ Συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν „ ἔφη Ὅμηρος , τὴν κατ ' ἰσχὺν
Ἑρμῆς δὲ ταπεινούμενος πρὸς πεντεκαιδεκάτην : τὸ τρίγωνον ἡμέρας μὲν πέλει τῆς Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ πρὸς τὸν Ἄρεα :
4383821 βαρυ
λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα τε εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ δριμύττον τὴν
ἢ πτῶμα ἢ πληγὴν σφοδρὰν ἢ καὶ προσάρασθαί τι φορτίον βαρὺ ἢ καὶ προσομιλῆσαι κρύει σφοδρῷ ἢ τῷ ἀθροισθῆναι πλῆθος
4377113 ποτι
ἐς αἰγιαλοὺς ἀνέχουσα , στεινὸν δ ' αὖτ ' ἀγκῶνα ποτὶ ῥόον , ἀμφὶ δὲ δοιαί σχίζονται προχοαί : τὴν
, ἀμφῶες , νεοτευχές , ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον . τῶ ποτὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός , κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος
4376996 στηθεων
, κοιλίαι σκληραὶ , δυσουρίαι φρικώδεες , ὀδύναι πλευρέων , στηθέων ὁκόταν οὗτος δυναστεύῃ , τοιαῦτα ἐν τῇσιν ἀῤῥωστίῃσι προσδέχεσθαι
λάβεσκεν ἀίδηλα πάντα τίθεσκε , . . καὶ τότε δὴ στηθέων Ἀθάμα φρένας ἐξέλετο Ζεύς . . . , .
4373229 φρενας
εἰκότως ἄρα σοι εἶχεν αἰτίαν ὁ Ζεύς , ὡς τὰς φρένας μοι λυμαινόμενος : ἐν δὲ χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ ἀλλαγῇ
ἱκάνει κλήρου σημαντῆρα φυτοτρόφονὧς τότ ' ἄνακτος Αἰήταο βαρεῖαι ὑπὸ φρένας ἦλθον ἀνῖαι : ἤιε δ ' ἐς πτολίεθρον ὑπότροπος
4372764 γαστερος
ἀναστήσωσιν ἀειρομένῳ χρεμετισμῷ . οἱ δ ' ἕτεροι γλαφυρῆς ἀπὸ γαστέρος ἔρρεον ἵππου , τευχησταὶ βασιλῆες , ἀπὸ δρυὸς οἷα
λίχνον ἐν θηρσὶν γένος , λύκοι , κόρον σπεύδοντες εὑρεῖν γαστέρος , βαίνουσιν ὀργῇ καὶ κενώσει κοιλίας πρὸ τοῦ φθάσαι
4371164 θωραξ
, ὀδύνης ἐπιτεταμένης οὔσης , οὐ δύναται μέγα διασταλῆναι ὁ θώραξ , ἢ ὅτι ὑπόκειται φλεγμονὴ ἐν τῷ θώρακι καὶ
κόραξ ὦ κόραξ , ὁ Φαίαξ ὦ Φαίαξ , ὁ θώραξ ὦ θώραξ , ὁ τέττιξ ὦ τέττιξ , ὁ
4366494 ἀδαμαντος
οὐδὲ μίνυνθα βροτῶν ἄνσχοιτο πελάσσας , οὐδ ' εἴ οἱ ἀδάμαντος ἐληλάμενον κέαρ εἴη : ἀλλά με πικρὴν δαῖτα κατ
! ! ! ! ! ! ] ης δ ' ἀδάμαντος ? ? ? ? [ ἐπὶ ] ? σπιλάδεσσι
4348497 ἐνερθεν
καὶ Ἑρμῆ , βασιλεῦ τ ' ἐνέρων , πέμψατ ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς : εἰ γάρ τι κακῶν ἄκος
τοὶ πλάνατες ἀστέρες : ἐν δὲ τᾷ χώρᾳ τᾶς σελάνας ἔνερθεν ἐπὶ τὰ δι ' εὐθείας ἰόντα σώματα ἁ τῶ
4342270 μελιγαρυες
πρὸς τὸ πιστὸν ὅρκιον ἀποδεδόσθαι τὸ τέλλεται οὕτως : οἱ μελιγάρυες ὕμνοι ἀρχαὶ καὶ προφάσεις τῶν ὑστέρων ὑπὲρ αὐτοῦ λόγων
' ἔτι Χίρων , καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν , ἰατῆρά τοί κέν νιν πίθον
4340428 ἁπλουται
τοῦ πλατὺ καὶ μέγιστον . τὰ γὰρ χαῦνα εἰς πλάτος ἁπλοῦται . ἵνα καὶ τὰ Θεαγένους : Προείρηται ὅτι πένης
δ ' ἐπὶ γαῖαν : πρωϊνὸς δὲ ἀὴρ εἰς γῆν ἁπλοῦται ἐξ οὐρανοῦ σιτοφόρος , ὅστις ἀνιμήσας ἀπὸ ποταμῶν καὶ
4338103 ἐπειγω
ἰδὼν δὲ [ ὁ ] βασιλεὺς ἀμηχανοῦντας αὐτοὺς ” οὐκ ἐπείγω “ φησὶν ” ὑμᾶς , ἀλλὰ συγχωρῶ παρασκευασαμένους ὑμᾶς
: τὰ δ ' ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἐπείγω , ἐπείκτης . Πρὸ τοῦ ρ ἡ αι δίφθογγος
4331667 ταχυς
. Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ
ἔλεγον . ἄλλην μὲν γὰρ εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς , οἷον ταχὺς γενόμενος διὰ παιδοτρίβην , ἴσως ἂν ἀποστερήσειε τὴν χάριν
4324864 μαλερην
ἐντὸς καὶ τιτρώσκει καὶ φλέγει . Ἔμεν : ὑπάρχειν . μαλερήν : καυστικήν . ἐνιπήν : κίνησιν . Ἀριφραδές :
ἐντὸς καὶ τιτρώσκει καὶ φλέγει . Ἔμεν : ὑπάρχειν . μαλερήν : καυστικήν . ἐνιπήν : κίνησιν . Ἀριφραδές :
4321156 ὀρεστερου
μήτηρ χεροῖν , πήξας ' ἐπ ' ἄκρον θύρσον ὡς ὀρεστέρου φέρει λέοντος διὰ Κιθαιρῶνος μέσου , λιποῦς ' ἀδελφὰς
μὴν φράσσασθαι ἀλέξια τοῖο βολάων , οἷά περ ἐκ βέμβικος ὀρεστέρου ἠὲ μελίσσης , ᾗ τε καὶ ἐκ κέντρου θάνατος
4320775 ὁμιλεων
. βοός , νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλισιν κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ
πλευρῇσι βοὸς νεόπλυτον εἴλυμα κακῆς ἀσπίδος , ἀρτοπώλησι καὶ ἐθελοπόρνοισιν ὁμιλέων , κίβδηλον εὑρίσκων βίον , πολλὰ μὲν ἐν δουρὶ
4309680 δεχεται
τὰ ναυάγια τῆς πόλεως . . . . . , δέχεται δ ' ὁ πολιτικὸς λόγος δικανικοῦ μᾶλλον καὶ γνωμολογίας
ὅλως : εἰς ἕτερον γὰρ τραπήσεται μέτρον . σπονδεῖον δὲ δέχεται μὲν ἐν ταῖς περιτταῖς , ἐν δὲ ταῖς ἀρτίοις
4309419 πολλακι
? ἐπαύλους [ Αὐτολυκ ? [ ] καὶκαρτο ? [ πολλάκι ? δ [ ] ! ! ! ! ανεγειρε
ἀμελάθρους , καὶ λιτῆς πενίης χερνήτορας , ἀκτεάνους τε : πολλάκι καὶ θανάτῳ κακομήχανος ὤλεσε δεινῷ . Ἢν δέ τ
4308332 ἀναβαινον
καὶ ἰδὼν ὑφηγεῖται τοῖς ἄλλοις μέγα τε καὶ εὐρὺ καὶ ἀναβαῖνον εἰς πύργους ὀκτώ . ἀλλὰ ταῦτα , ὦ τοῦδε
ὁ Κύπριος δυσειδής , ἀλλ ' ἐκ τῶν κροτάφων ὄρθιον ἀναβαῖνον , κατὰ μικρὸν ἑκατέρωθεν κυρτούμενον τὰς κορυφὰς συνάγει τοσοῦτον
4308159 αὐλος
αὐλῶν λυσιῳδῶν , τραγικῶν , κιθαριστηρίων . ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν . ὁ δὲ
, ὥσπερ οἶμαι δεδιώς , μή τινα φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο
4304668 ἀμφικαλυπτει
ὅτι ἡ αἰδὼ ὡς ἐνταῦθα : τά τ ' αἰδῶ ἀμφικαλύπτει . οὐ γὰρ , κράσεως : ἀπὸ γὰρ τοῦ
χλαῖνάν τ ' ἠδὲ χιτῶνα , τά τ ' αἰδῶ ἀμφικαλύπτει , αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω πεπλήγων
4301608 κυτος
ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος
ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα
4301434 φθογγον
ὑπάρχοντος ἡμιτονίου τὸ προστεθὲν ἡμιτόνιον : συμβαίνει δὴ τὸν ὁρίζοντα φθόγγον τὸ προστεθὲν ἡμιτόνιον μήτε τῷ τετάρτῳ διὰ τεσσάρων συμφωνεῖν
πετάλοις ναρκᾷ : φοβεῖται καὶ τὸν ἀλεκτρυόνα , καὶ τὸν φθόγγον αὐτοῦ : κἂν ἴδῃ αὐτόν , φεύγει . ὕαινα
4292413 γλυκερος
τε καὶ ἀστερίας καὶ ἀβύσσου . Πάσας μὲν γὰρ ἔχει γλυκερὸς πόθος , ὥς κεν Ὄλυμπον ἀθανάτοισι θεοῖσι συνέμποροι αἰὲν
μυρία ἔχειν πράγματα : οὐδὲ γὰρ Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα ὕπνος ἔχε γλυκερὸς πολλὰ φρεσὶν ὁρμαίνοντα , καὶ ταῦτα ῥεγκόντων Ἀχαιῶν ἁπάντων
4289753 καμπυλος
ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς
] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει
4284534 ῥεθος
, καὶ γυίων ἄνθος ἀκηράσιον : τῇ δὲ Φιλοκλῆος χρύσεον ῥέθος , ὅς γε καθ ' ὕψος οὐ μέγας ,
τὸν σφοδρὸν καὶ διάπυρον ἄνεμον τοῦ πολέμου . * * ῥέθος κυρίως τὸ πρόσωπον παρὰ τὸ ῥᾶον τὰ ἔθη δι
4282242 γυιων
ἐκπροφύγοι : πολλοὶ δὲ καὶ ἐς βιότοιο τελευτὴν εἰλλάδας ἀργαλέας γυίων ἐφόρησαν ὕπερθεν . ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι
σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις σμυγεροῖο τιθήνης ἠλοσύνῃ βρύκουσι κακανθήεντας

Back