| ; Ἀλλ ' ἐγώ σε , ἔφη , θήσω γυναικῶν ἁπαλώτερον καὶ λευκότερον τὴν χροιὰν οὐ πολλοῦ χρόνου . Καὶ | ||
| πρὸς μεσημβρίαν τετραμμένον τῆς περιφερείας μέρος ὑγρότερον καὶ μανότερον καὶ ἁπαλώτερον καὶ εὐκαμπέστερον καὶ ἐλαφρότερον καὶ εὐτονώτερον καὶ τέκτονι εὐχερέστερον |
| χρῶμα αὐτοῦ λευκότερον χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ | ||
| εἰ καὶ πλαγίοις τοῖς ὀδοῦσι θίγοι τῶν κυνῶν , τὸ τρίχωμα ἐπέφλεξεν : εἰ δ ' ἀποθανόντος τῷ χαυλιόδοντι προσενέγκαις |
| τοῦ ῥεύματος . . κροτάφων ἀπ ' αὐτῶν ] τῶν ὀφρύων τοῦ Καυκάσου . ἀστρογείτονας ] τὰς μέχρις ἀστέρων διηκούσας | ||
| , πάντα δίκην πυρὸς νεμομένους . προηγοῦνται δὲ τοῦ πάθους ὀφρύων τε καὶ τῶν κατὰ τὴν γένυν τριχῶν ἐκπτώσεις , |
| τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ | ||
| Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ |
| εἰ καὶ μακρὸς ὑπάρχει : ὁ δὲ παχὺς ἅμα καὶ εὐμήκης θυμικὸν ἄνδρα καὶ μεγάλαυχον καὶ αὐθάδη σημαίνει : ὁ | ||
| δὴ Ζήνων διακήκοε Παρμενίδου καὶ γέγονεν αὐτοῦ παιδικά . καὶ εὐμήκης ἦν , καθά φησι Πλάτων ἐν τῷ Παρμενίδῃ , |
| . . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται τὸ οὐραῖον τεινόμενον * ὁμῶς : πάντοτε ὁμοίως ἔμπης * ἐπιτείνεται | ||
| , σκόμβρος , θυννίς , κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , |
| ἡλικίαι , αἱ ἐκφύσεις ἐν χρόνοις , οἷον κεράτων , γενείων , μαζῶν αὐξήσεις , ἀκμαί , γενέσεις ἄλλων , | ||
| , ἴουλος ἡ σγουρότης , καὶ ἴουλος ἡ ἐξάνθησις τῶν γενείων . τέτροφεν : ὑπάρχει , τρέφεται . ἄτη : |
| τὰϲ ψυχικὰϲ ἀμέμπτουϲ ἔχῃ , μέϲοϲ δέ ἐϲτι καὶ ψιλοῦ τριχῶν καὶ δαϲέοϲ καὶ μέλανοϲ καὶ λευκοῦ τὴν χροιὰν καὶ | ||
| δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες . οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . ἱπποκόμων τρυφαλειῶν τῶν |
| καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι | ||
| ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις |
| κλύζε διὰ κλυστῆρος τὸν φάρυγγα τοῦ συναγχικοῦ : κατασπᾷ γὰρ δάκρυον πολὺ καὶ κουφίζει . ἄλλο . οὖρον συνεχῶς ἀναγαργαριζόμενον | ||
| Ἡλίου βούλεται ὁ μῦθος αὐτὰς εἶναι . διὸ καὶ τὸ δάκρυον αὐτῶν φωτεινοειδὲς λέγεται εἶναι , ἤλεκτρον ὀνομαζόμενον , ἐπεὶ |
| στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ μαρμαρύσσοντας , τράχηλον λεπτότερον , στήθη ἀσθενέστερα , ἄπλευρον , ἰσχία καὶ μηροὺς περισαρκότερα , | ||
| ψιλὰ ὄπισθεν , τραχήλους μακρούς , ὑγρούς , περιφερεῖς , στήθη πλατέα , μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων , τὰς |
| , ὡς καὶ τὸ ” τῆς δ ' ἦν τρεῖς κεφαλαί ” . τούτου δὲ τοῦ σχήματός ἐστι καὶ τὸ | ||
| , τί κακὸν τόδε πάσχετε ; νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα , οἰμωγὴ δὲ |
| μέσον ἐστὶ τοῦ μεταφρένου καὶ ὀσφύος . διαδέχεται οὖν ἡ ὀσφὺς , ἥτις ἰξὺς ὠνόμασται , καθ ' ὃ ζωννύμεθα | ||
| τὸ καταλῆγον ἀντίστερνον . τὸ δ ' ἀπὸ τῆς ῥάχεως ὀσφὺς τὸ μέχρι γλουτῶν . τὴν δὲ ῥάχιν ἔνιοι τῶν |
| καὶ ἑψημάτων θεραπείαν , ἐν οἷς δή τι δοκεῖ τὸ γυναικεῖον γένος εἶναι , οὗ καὶ καταγελαστότατόν ἐστι πάντων ἡττώμενον | ||
| . Τό γε ἀνδρεῖον , ὦ βέλτιστε : τὸ μέντοι γυναικεῖον ἴσως πλεονάζει . ἀνὴρ δὲ καλὸς σπάνιον μὲν εἰ |
| γὰρ μέλανα ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ νότου , ποτὲ δὲ ἐρύθημα ἐκ τῆς ψύξεως τοῦ βοῤῥᾶ . λέγει δὲ ὁ | ||
| , ἀπορίη , βάροϲ τοῦ τόπου , ἔνθα ῥήϲϲεται , ἐρύθημα τοῦ προϲώπου , ἢν μηδέκω ῥαγῇ . κἢν μὲν |
| καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός , τὸ δὲ ἐπιθυμίας εἶδος ἐν κοιλίᾳ | ||
| , ἆσθμα θορυβῶδες , σκέλη λεπτά , ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , μακρόχειρ , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . Τὸν |
| , χρῶμα ὄρτυγος , κεφαλὴ προμήκης , ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον | ||
| δριμὺ καὶ κολλῶδες , φλεγμαίνει καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ ξυντείνει ὁ τράχηλος , καὶ οὕτω προΐει ἐς οὖς : κἢν μὲν |
| ἐκπέφευγεν ἰδέας μηδὲν ἔτι τελοῦν ἴδιον : τὸ δ ' οἰνωπὸν οὕτω καλούμενον κατεσκεύασε χρῶμα μεταβεβλημένου αἵματος εἰς χολήν . | ||
| ἰδεῖν , πυρσῆς δὲ χαίτης καὶ παρ ' ὀμμάτων σέλας οἰνωπὸν ἐξέλαμπε περκαίνων ? ? [ ] γένυν ; οὐ |
| καὶ γραφέων καὶ ποιητῶν παῖδες ἐργάσονται . ὃ δὲ πᾶσιν ἐπανθεῖ τούτοις , ἡ χάρις , μᾶλλον δὲ πᾶσαι ἅμα | ||
| , ὥϲπερ τῶν ληθαργικῶν , ποτὲ δὲ καὶ ἔρευθοϲ αὐτοῖϲ ἐπανθεῖ , τό τε ἄνω βλέφαρον αὐτῶν ἀναϲπᾶϲθαι δοκεῖ καὶ |
| τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται | ||
| , ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται |
| φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται | ||
| δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης |
| , δύσκολοι . Κινδυνῶδες τῶν οὔρων ἐστὶ τὸ χολῶδες μὴ ὑπέρυθρον ἐν τοῖσιν ὀξέσι , καὶ τὸ κριμνῶ - δες | ||
| τὸν λεγόμενον θόλον , οὐ μέλανα καθάπερ σηπία ἀλλ ' ὑπέρυθρον , ἐν τῷ λεγομένῳ μήκωνι . ὁ δὲ μήκων |
| ἰδεῖν καὶ ἀποστάζοντα λιβάδας Ἀττικοῦ μέλιτος , οἷον αἱ Βριλήσσιαι λαγόνες ἐξανθοῦσι . καὶ νῦν μὲν ταῦτα πέμπομεν , [ | ||
| γλαύκου προτομή , γόγγρου κεφαλή , βατράχου γαστήρ , θύννου λαγόνες , βατίδος νῶτον , κέστρας ὀσφύς , ψήττας κίσχος |
| δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης | ||
| καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου : |
| φρενῶν , τὸ μὲν ἕτερον τῶν περάτων τῷ κατὰ τὸ στέρνον χόνδρῳ προσκείμενον ἐχουσῶν , τὸ δ ' ἕτερον ὀπίσω | ||
| μέλη δὲ σώματος ὁμοίως ἰσάριθμα : κεφαλή , τράχηλος , στέρνον , χεῖρες , κοιλία , ἦτρον , πόδες . |
| . Νουμήνιος δέ φησιν , ὀρίγανον διδόναι μετ ' οἴνου χλωρὸν ἢ ξηρὸν πρὸς δύναμιν : μετὰ δὲ τοὺς ἐμέτους | ||
| ξηραινόντων , ὑγρότερόν τε δηλονότι καὶ ἧττον θερμόν ἐστι τὸ χλωρὸν ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥστε πεπτικώτερον μὲν καὶ ὑπνοποιὸν |
| σφηκώματι χαλκηλάτοις ὅπλοισι μητρὸς ἐξέδυ ἔχοντας εὐζώνους ἔστασαν ἱματίων ἐπιζώστρας μηροῖς ὑπαίθων τὴν Διὸς τυραννίδα καλὸν φρονεῖν τὸν θνητὸν ἀνθρώποις | ||
| τοῖς γεννωμένοις τὸ ἐπὶ κεφαλήν ἐστι παρατεταμένων τῶν χειρῶν τοῖς μηροῖς καὶ ἐπ ' εὐθὺ φερομένου τοῦ ἐμβρύου : τὰ |
| , ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι | ||
| βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ] |
| οὐ γίνεται , οὐ γὰρ γίνεται ἐξ ἑτέρου ὅθεν τὸ φύλλον τὸ πρῶτον τροφὴν ἕξει , ἀλλ ' αὐτὸς ὁ | ||
| δὲ βάλανος ἔχει μὲν τὴν προσηγορίαν ἀπὸ τοῦ καρποῦ : φύλλον δ ' αὐτῇ παραπλήσιον τῷ τῆς μυρρίνης πλὴν προμηκέστερον |
| ὀνόματος ἔτυχε , καὶ ἡ βατὶς δὲ εὔστομος . ἡ νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ | ||
| , σηπίαι , τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα . τῶν σελαχίων νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι |
| γὰρ παρὰ τὸ ἐμπορεύομαι : παλινδόριον τὸ εἰργασμένον δέρμα : σισύμβριον ἡ βοτάνη : κιχόριον καὶ αὐτὸ εἶδος βοτάνης . | ||
| οἷον ῥοδωνία ἰωνία διόσανθος ἀμάρακος ἡμεροκαλλές , ἔτι δὲ ἕρπυλλος σισύμβριον ἑλένιον ἀβρότονον . ἅπαντα γὰρ ταῦτα ξυλώδη καὶ μικρόφυλλα |
| τὸ μὲν πρῶτον φοινικοῦν , τὸ δὲ δεύτερον ἁλουργὲς καὶ πορφυροῦν , τὸ δὲ τρίτον κυάνεον καὶ πράσινον . μήποτ | ||
| ἡμέρας μεταβάλλειν τὸ χρῶμα , πρωῒ λευκόν , κατὰ μεσημβρίαν πορφυροῦν , ὀψὲ δὲ φοινικοῦν : ῥίζα λευκή , εὐώδης |
| , τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον , | ||
| αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [ |
| σμύρνα , χαλκῖτις , θεῖον , στυπτηρία σχιστή , σηπέας ὄστρακον , φλοιὸς λιβάνου , σκίλλα , ἀμμωνιακόν , ἰχὼρ | ||
| ἔκρυψε νέφεσιν , ἔνθεν εἰς ὄρος ῥίψας ἤραξεν αὐτῆς οὖλον ὄστρακον νώτων . ἡ δ ' εἶπεν ἐκψύχουσα “ σὺν |
| ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη | ||
| τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης |
| γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ | ||
| τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες |
| ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα , | ||
| τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων |
| καὶ ὑποπίμπραται τὰ τῶν κνημῶν , καὶ ἐπανθεῖ ταῖς παρειαῖς ἔρευθος , καὶ βραχεῖα μὲν τῶν οὔρων ἔκκρισις γίγνεται , | ||
| καὶ ἦν θαυμαστὸς οἷος ὁ χαλκός : ἰδόντι μὲν γὰρ ἔρευθος ἀπέστιλβεν ἐξ ἄκρων βοστρύχων αἰρόμενον , ἁψαμένῳ δὲ ἡ |
| ὅπου τυγχάνει τοῦ σώματος τὸ κολλῶδες ὂν , ἐνταῦθα αἱ τρίχες γίνονται ὑπὸ τοῦ θερμοῦ . Ἀκούει δὲ διὰ τόδε | ||
| καὶ παχύδερμον καὶ τετριχωμένον , καὶ θαυμαστὸν εἶναι πῶς αἱ τρίχες οὕτως ὀξέως ἀλλοιοῦνται . Γίνεται δὲ καὶ βοτάνη τις |
| τύχῃ ἐξιὸν τὸ λυποῦν ἐκεῖνο φλέγμα , ἤτοι δὲ πρὸς ἰσχία ἢ τὴν κύστιν αὐτὴν χωρήσῃ , τοὺς ἰσχιαδικοὺς καὶ | ||
| γὰρ λέγονται οἱ τοιοῦτοι ἀστράγαλοι . καὶ οἱ λίσποι τὰ ἰσχία . καὶ λίσποι οἱ ἐκτετριμμένοι ἀστράγαλοι ἐπιθετικῶς . Λίσφοι |
| αὐτὴν τὴν ἐπίνοιαν : τὸ γὰρ μαλθακὸν καὶ ὑγρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ἐξ ὧν ἄλλων εἰδοποεῖται σὰρξ ἅμα τῷ νοηθῆναι | ||
| νεοσφαγέος , καὶ θρομβία διαλάμποντα , ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ἡ νειαίρη ἐπαίρεται , |
| ἐοῦσιν ἐκπέσῃ ὁ ὦμος , καὶ μὴ ἐμβληθῇ , ἡ ἐπωμὶς ἀσαρκοτέρη γίνεται , καὶ ἡ ἕξις λεπτὴ ἡ κατὰ | ||
| ἐοῦσιν ἐκπέσῃ ὁ ὦμος , καὶ μὴ ἐμβληθῇ , ἡ ἐπωμὶς ἀσαρκοτέρη γίνεται , καὶ ἡ ἕξις λεπτὴ ἡ κατὰ |
| καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος , πίττα καὶ κίκι καὶ | ||
| : τὸ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς πεπόνθασιν ἀπὸ τοῦ κάρανον λιπαρόν ἄλειφαρ : τὰ δὲ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄκλιτα . |
| θάλατταν φοιτῶσαι κοιμῶνται μετέωροι τοῖς κύτεσι πρὸς τὸν ἥλιον , παρεμφερῆ τὴν πρόσοψιν ποιοῦσαι ταῖς κατεστραμμέναις ἀκάτοις : ἐξαίσιοι γὰρ | ||
| ὃ βοτρυώδη τὸν καρπὸν ἀφίησι λευκοφαῆ ὄντα καὶ μακρόν , παρεμφερῆ τοῖς δακρύοις , ἃ δὴ ῥαγῶν τρόπον ἀλλήλοις ἐπιβάλλει |
| οὕτως : φλεγμαίνοντος τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἀποστενοῦται ὁ οὐρητικὸς πόρος τῆς κύστεως , καὶ τὸ τηνικαῦτα ἐπέχεται τὸ | ||
| , καὶ [ ὁ ? ] οἶνος λεπτὸς καὶ λευκὸς οὐρητικὸς , γυμνασίοις τε συμμέτροις κεχρῆσθαι καὶ ἀνατρίμμασιν ἐν τοῖς |
| τοῦ ἄκρου τῆς καρδίας τοῦ ἔποπος καὶ ὀλίγου ἥπατος τῆς φώκης , καὶ χρυσανθέμου βοτάνης καὶ ὄστλιγγος τοῦ στρουθίου , | ||
| ῥινῶν , ὡς ἂν δύνηται μάλιστα : ἄριστον δὲ θυμιῇν φώκης ἔλαιον , ἐπ ' ὄστρακον ἐπιτιθέντα ἄνθρακας περικαλύψαι , |
| τῶν ἀῤῥένων τέτακται καὶ τῶν θηλειῶν κατὰ τὴν διάφυσιν τῶν μηρῶν , ὅπως κρύπτηται ὑπὸ τούτων . τοῦ μὲν οὖν | ||
| ὁ ἔρως θερμοτέρου τινὸς ἅπτεται πράγματος : εἶτ ' ἀπὸ μηρῶν προοιμιασάμενος κατὰ τὸν κωμικὸν αὐτὸ ἐπάταξεν . ἐμοὶ μὲν |
| , ἐπανιέναι δὲ τῶν γυμνασίων καὶ ἀνατρίβειν [ τὸ ] στῆθος καὶ τιτθοὺς καὶ πάντα τρόπον ταύτῃ ἐρεθίζειν : ταῖς | ||
| . ἔπειτα εἰλητῷ ἐπιδέσμῳ κατὰ κύκλον ἐπιδήσαντες τό τε ὅλον στῆθος καὶ τὰς πλευρὰς ὥστε σκεπάσαι καταλαμβανόμενοι τὸ πέρας τὰς |
| λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης | ||
| ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι . |
| μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , κατὰ πάντα ὁμοία οὖσα ταῖς | ||
| λιθόσπορον ἤτοι παλιούρου σπέρμαν . λιβανωτὸν ἤτοι τὸ λίβανον . λιβανωτὶς ἤτοι τὸ δενδρολίβανον . λινόζωστις ἤτοι τὸ παρθένιον . |
| , οἷον ἰγνύην , ὅπη δὲ περιτείνεται ἁπλᾶ τε καὶ πλατέα , οἷον ἡ μύλη . προσπεριβάλλειν δὲ καταλήψιος μὲν | ||
| τεσσαρεσκαιδεκάτην ἐκρίθη : ἐμωλύνθη : καθαρὸς φάρυγγα , ὀλίγα , πλατέα , πέπονα ἀναπτύσας : ἐκ ῥινῶν μικρὸν ἔσταξεν : |
| , καὶ δευτέρῃ ἡμέρῃ ἔθανεν . Νεηνίσκος ὁδὸν τρηχείην τροχάσας ἤλγεε τὴν πτέρνην , μάλιστα τὸ κάτω μέρος , ἀπόστασιν | ||
| , ἀπέθανεν ἑβδόμῃ . Αὕτη , ἀρχομένου τοῦ νουσήματος , ἤλγεε φάρυγγα , καὶ διατέλεος ἔρευθος εἶχεν : γαργαρεὼν ἀνεσπασμένος |
| , στόμα , βρόγχος , τραχεῖα ἀρτηρία , πνεύμων . ῥὶς μὲν καὶ στόμα πρὸς τὸ ἀναπνεῖν , ὁ δὲ | ||
| σημαίνει ἄνδρα . εὐθύτης ῥινὸς γλώττης ἀκρασίαν τινὰ λέγει . ῥὶς ἡ μείζων καλλίονα δηλοῖ ἄνδρα . εἰ δὲ πάνυ |
| αὐτὰ ἐς τὴν νῆξιν . φεῦ τῶν στέρνων , ὡς λάχνη μὲν αὐτοῖς ἐγκατέσπαρται βρύων κομῶσα καὶ φυκίων , γαστὴρ | ||
| ἡ αὐδή γὰρ τῆς αὐδῆς , λαχνήεις λάχνης , ἡ λάχνη γὰρ τῆς λάχνης , φωνήεις φωνῆς , ἡ φωνή |
| Ἀττικοί , ὡς καὶ Ὅμηρος . ὡς δ ' ὅτε πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο , ἀνάλογον : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ | ||
| τοῖς μυχοῖς τοῖς ἑαυτοῦ . τὸ δὲ ἄπυρον εἶναι τοῦ πολύποδος τὸν οἶκον νοεῖν ὡς ψυχρόν : καὶ ἐν ἤθεσι |
| ἄλλως : τὸ παλαιὸν ἐφυλλοβόλουν τοὺς νικηφόρους τοῖς τῆς γῆς χλωροῖς . αὐτίκα δ ' Ἀελίου : εὐθέως δὲ ὁ | ||
| αὐτὸν δεῖπνα παραιτεῖσθαι . ἔχαιρε δέ , φασί , σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται , |
| ἐντὸς τῆς σπείρης * ὑπὸ σπείρης : ἀντὶ τοῦ ἐντὸς ὁλκοῦ ἐν τῷ ἑλιγμῷ καὶ συστροφῇ ψαφαρὸς δὲ ἤγουν αὐχμηρὸς | ||
| πέμπτος τετάρτου καὶ ἑτέρων ἕτεροι κατὰ μακρὸν στοῖχον ὑπὸ μιᾶς ὁλκοῦ δυνάμεως συνεχόμενοι , πλὴν οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον : |
| ἐξ ὑποστάσιος διασπώμενον , καὶ τὸ ἐκ τροφιώδεος ὑπόστασιν ἴσχον ὑποπέλιον ἰλυώδεα : ἆρα ἐκ τοιούτων ὑποχόνδριον ὀδυνῶνται , δοκέω | ||
| μέσην τὴν ἀπὸ τοῦ βουβῶνος , ὡς πυρὸς ἀγρίου σύστρεμμα ὑποπέλιον ἔχον ἔρευθος : ἐς νύκτα , καρδίης ἄλγος , |
| κύκνοι , πελεκάν , κίγκλοι , γέρανος . τουτουὶ τοῦ χάσκοντος διατειναμένη διὰ τοῦ πρωκτοῦ καὶ τῶν πλευρῶν διακόψειε τὸ | ||
| καὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τοῖς δακτύλοις κατὰ τὸ γένειον , χάσκοντος τοῦ ἀνθρώπου , ὅσον μετρίως δύναται , πρῶτον μὲν |
| τὰ κλώνια πλήρης ἀνθῶν , ἐπ ' ἄκρου κορυμβῶδες , χρυσοειδές , θερείας γινόμενον , πικρὸν τῇ γεύσει : δοκεῖ | ||
| ἔχει δὲ κύκλῳ περὶ ταῖς ῥάβδοις ὥσπερ τὸ πράσιον ἄνθος χρυσοειδές , μήλινον . εἰσὶ δὲ φλογοειδεῖς διπλαῖ , δασεῖαι |
| μὲν πᾶν νῶτα καλεῖται . ἐντεῦθεν δὲ τὰ μὲν ἑκατέρωθεν ὠμοπλάται , τὸ δὲ μεταξὺ αὐτῶν μετάφρενον , ᾧ καὶ | ||
| τῶν ϲπονδύλων ἡ πρόϲθεν κοίλη τῶν ἑκατέρωθεν ἐκτετηκότων μυῶν : ὠμοπλάται ἐκφανέεϲ ὅλαι , ὅκωϲ πτέρυγεϲ ὀρνίθων . τουτέοιϲι ἢν |
| γὰρ πᾶσι φαίνεται τὰ αὐτὰ ἡδέα τε καὶ λυπηρὰ καθάπερ λευκά τε καὶ μέλανα . Χρύσιππος τὸ μὲν γενικὸν ἡδὺ | ||
| τις ῥοφῶν . χηνείων δ ' ᾠῶν Ἔριφος : ᾠὰ λευκά γε καὶ μεγάλα : χήνει ' ἐστίν , ὥς |
| μᾶλλον τὸ ἐκ τῶν κριβάνων , κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένα . Ἐπειδὰν δ ' οὔρησιν πλείονα κινῆσαι βουληθῶμεν , | ||
| , στέαρ χοίρειον ἀδήκτως , ὀστᾶ κεκαυμένα ἱκανῶς , ἔρια κεκαυμένα , ἐχίνων ἀμφοτέρων ἡ τέφρα . Ὁ μὲν οὖν |
| μέχρι τῶν αἰδοίων ἐπίσειον ἢ ἐφήβαιον . τῶν δ ' αἰδοίων τοῦ μὲν ἄρρενος τὸ μὲν ἐκκρεμὲς στῆμα , τὸ | ||
| ἢν ἐκ τόκου φλεγμήνωσιν αἱ ὑστέραι , στρύχνου χυλὸν ἐγχέαι αἰδοίων ἔσω , ἢ σελίνου , ἢ ῥάμνου , ἢ |
| νόσος Ἡρακλείτου ἁλώσεται γνώμῃ . καὶ ἐν τῷ παντὶ ὑγρὰ αὐαίνεται , θερμὰ ψύχεται . οἶδεν ἐμὴ σοφίη ὁδοὺς φύσεως | ||
| : καὶ ἐκείνων καταρρεόντων ἐς τὴν γῆν τὸ πᾶν πρέμνον αὐαίνεται καὶ ἔοικεν ἡλιοβλήτῳ . Τίκτεται ἐλέφας κατὰ τὴν κεφαλὴν |
| : εὔσαρκοι μὲν , πλὴν ἔσωθεν , ἐξεχέγλουτοι , ῥοικοὶ μηροὶ , ἢν μὴ ἐπισφακελίσῃ . Εἰ κυφοὶ τὰ ἄνωθεν | ||
| χρόνος καὶ ἡ πρὸς τὴν μάχην παρασκευή . μηρία καὶ μηροὶ διαφέρει . μηρία μὲν γὰρ τὰ ἐναγιζόμενα τοῖς θεοῖς |
| μικράν , ὄμμα μέλαν , ῥῖνας μὴ συμπεπτωκυίας , ὦτα προσεσταλμένα , τράχηλον ἁπαλόν , χαίτην βαθεῖαν , οὐλοτέραν βραχύ | ||
| ἃ μηδὲν τῷ ἔξω χωρίῳ ἐπικοινωνέει , ἀλλ ' ἔστι προσεσταλμένα τε καὶ ἀνώδυνα : καὶ πᾶν τὸ ἔξω χωρίον |
| , καὶ στρόφιον καὶ ὀπισθοσφενδόνην παρ ' Ἀριστοφάνους . καὶ σφενδόνη δέ τι ἐκαλεῖτο καὶ ἀναδήματα καὶ κάλαμος καὶ καλαμὶς | ||
| ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς οὖσιν . σφενδόνη δέ ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ δακτυλίου . ἦν δὲ |
| εὐχερέστατα τρέπονται . ἐχόντων γὰρ αὐτῶν τοὺς πόδας ἁπαλοὺς καὶ σαρκώδεις , ἐκ τῶν ὑποκάτω μερῶν δάκνοντα τὰς πτέρνας ἀναγκάζει | ||
| σταφυλαί . πασῶν δ ' ἀσφαλεστάτη χρῆσίς ἐστιν , ὅταν σαρκώδεις τε ὦσιν αἱ σταφυλαὶ φύσει , πεπειροτάτων τε αὐτῶν |
| καυθέν , ὀστρέων καὶ πορφυρῶν τὸ ὄστρακον καυθὲν ἱκανῶς , σηπέας ὄστρακον , ἔρια κεκαυμένα , τρίχες κεκαυμέναι πάνυ , | ||
| αἰγεία κόπρος καυθεῖσα καὶ ἄκαυστος , τῶν ὀστρακοδέρμων πάντων καὶ σηπέας τὰ ὄστρακα , ἐχίνων ἀμφοτέρων καυθέντων ἡ τέφρα , |
| κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο . καλύκεσσι : τοῖς τοῦ κισσοῦ κορύμβοις . ὁ δύσσοος : ὁ δυσχερῶς διωκόμενος . λαοσσόος | ||
| , ἔχοντα καὶ πρόσοψιν οὐκ ἀτερπῆ , χλωροῖς πετάλοις καὶ κορύμβοις σκιάζοντα τὸ μέτωπον καὶ τοὺς ἐν τῷ σφίγγειν τόνους |
| , ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς | ||
| στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει |
| , καὶ καινότατα δήπου ἀποκτείνασα ἀνῄρηται . Ὀνύχων ἀκμαῖς καὶ ὀδόντων διατομαῖς θαρροῦσι καὶ ἄρκτοι καὶ λύκοι καὶ πάρδοι καὶ | ||
| μάθοις δ ' ἂν ἐπὶ τῶν ἐγκαταλειφθέντων ταῖς διαστάσεσι τῶν ὀδόντων σιτίων καὶ μεινάντων δι ' ὅλης νυκτός : οὔτε |
| δαμάσαιο τοκῆας ἄμμιγα δὲ ῥίζας ἠρυγγίδας , ἢ καὶ ἐπαρκές θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον . οἷσι κορέσκων ἀνέρα καὶ θανάτοιο | ||
| ἄγευστον , εἰ καὶ μή γε πικρίας . Τὸ σῶμα θάλπε χλανίσιν ἐν τῷ ψύχει , Καὶ τὴν κεφαλὴν , |
| πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει . φύεται δ | ||
| εὔοσμα δὲ οὐδὲ μεγάλα τοῖς μεγέθεσιν . τὰ δὲ πεντάφυλλα εὐώδη μᾶλλον ὧν τραχὺ τὸ κάτω . εὐοσμότατα δὲ τὰ |
| κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα ἤλπιζον εἶναι , μαντικῆι βρύον τέχνηι . ὁ δ ' , αὐτὸς ὑμνῶν , | ||
| ἐφιστάμεναι μελεδῶναι . Ἰχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες στρωσάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι , κεκλιμένοι τοίχῳ τῷ φυλλίνῳ |
| αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν | ||
| : πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν |
| πλατέα ὀστᾶ , ὧν ἡ διὰ μέσου ὑπεροχὴ ῥάχις : ἀκρώμια δ ' οἱ σύνδεσμοι τῶν κλειδῶν καὶ τῶν ὠμοπλατῶν | ||
| τὰς ἐπὶ κεφαλήν . μικρὸν γὰρ τὸ βάρος καὶ τὰ ἀκρώμια καταρρέοντα . ἀλλὰ τούς γε τοιούτους εἰκὸς ἐπὶ πόδας |
| τὸν γὰρ βουβῶνα , ὡς εἴρηται , δηλοῖ : τὸ λειχήν λειχῆνος καὶ δοθιήν δοθιῆνος πάθος σημαίνουσι καὶ ὅμως οὐ | ||
| οἷον αὐχήν αὐχένος , ἀδένος , ἀζένος : τὸ γὰρ λειχήν οὐκ ἔχει τὸ α , . , . Ἀηδών |
| Ἱπποκράτηϲ . καὶ γὰρ δυϲφορίαι καὶ ἀγρυπνίαι καὶ παραφροϲύναι καὶ κώματα καὶ δύϲπνοιαι καὶ ϲκοτόδινοι καὶ δυϲαιϲθηϲίαι καὶ ἀλγήματα κεφαλῆϲ | ||
| δίεισιν . Ἐπὶ κοιλίην χολώδη , μαλθακὴν , κοπρώδη , κώματα ἐπιφανέντα παρ ' οὖς ἔπαρμα ποιέει . Χολώδεα διαχωρήματα |
| τοῦ ὠκεανοῦ . Τὸ δὲ πρὸς νότον κλίμα Ἐρυθραῖον καὶ Αἰθιοπικὸν καλοῦσιν : ὅπου ὁ πολὺς καὶ ἐπιμήκης τῆς ἀοικήτου | ||
| , θρίων , ὀποῦ . ὅτι οἴδασιν οἱ παλαοὶ τὸ Αἰθιοπικὸν καλούμενον κύμινον . ὅτι εἴρηται ἀρσενικῶς ὁ θύμος καὶ |
| ' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον | ||
| Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς |
| λοξὴ παρὰ κορυφὴν ἐπὶ ἰνίον ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου ὑπὸ γένειον , ἔπειτα παρειὰς , ἔπειτα λοξὴ κατὰ βρέγματος ἐπὶ | ||
| καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε |
| καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνάσδημι ' . . . . ἄχνη : πᾶσα λεπτότης ὑγροῦ ἐπιπολάζων τῷ κύματι ἀφρός : | ||
| σπέρμα , ἅλες οἱ χαῦνοι τῶν ἄλλων μᾶλλον , ἁλὸς ἄχνη πάνυ , νίτρον , ἀλκυονίων τὸ τρίτον πάνυ , |
| κάτω τῇ ἕδρᾳ , τὰ δὲ πλάγια τοῖς σαρκώδεσιν τῶν ἰσχίων , τὸ δὲ ἄνω τῷ τραχήλῳ τῆς κύστεως : | ||
| , τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν καὶ τῆς κοτύλης καὶ τῶν ἰσχίων : μέμνηται δὲ τῆς κοχώνης καὶ ἐν Σκηνὰς Καταλαμβανούσαις |
| ' ἀπὸ τοῦ σώματος οἷον φλοιὸν ἢ τὰ βάλλοντα ταῖς θριξίν , οἷον αἱ ὕστριχες . . . . Μασσαγέται | ||
| , ἐπὶ μὲν ὑστερικῶν πνιγμῶν καστορίῳ ὄξει πεφυρμένῳ , κεκαυμένοις θριξίν , ἐρίοις κεκαυμένοις , σπόγγῳ ὁμοίως , ἐλλυχνίῳ ἄρτι |
| δεμνον ὑπὲρ νώτοιο μ [ ] [ ] πολυθλιβέων ἀπὸ μαζῶν [ ] [ ] ον ὑπὸ σφυρὰ ! ! | ||
| τί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δ ' ἔνδοθεν ἅψαο μαζῶν ; μᾶλα τεὰ πράτιστα τάδε χνοάοντα διδάξω . ναρκῶ |
| εἰσιν αὐτοῖς καὶ δάκτυλοι καὶ ὄνυχες τοῖς ἐπιθέμασιν ἐμφερεῖς τῶν κόχλων : ὑπὸ δὲ τὸ στέρνον καὶ τὴν γαστέρα οὐρά | ||
| στεφανώματα ποικίλλοντας , οὓς δὲ καὶ ἀνθοβάφους ἁλίων ἄπο θήκατο κόχλων , εὐόδμων τε μύρων τεῦξεν τεχνήτορας ἄνδρας . Ἑρμῆς |
| πολὺ ἔχει τοῦ ἄρρενος κεφαλὴν μικροτέραν , σῶμα ἔλαττον , τρίχας μαλακωτέρας μελαντέρας , πρόσωπον στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ | ||
| τοῦ Νίσου λέγεται θυγατέρα ἐρασθῆναι Μίνω καὶ ὡς ἀπέκειρε τὰς τρίχας τοῦ πατρός . ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσι : |
| καρυκκεύματα γὰρ ἡδύσματά εἰσι , τὰ ἀρτύματα , καὶ καρύκκη κοιλία , ἣν νῦν μονθυλευτὴν καλοῦσιν . ΓΘ καρυκκοποιεῖν ] | ||
| : ϲκεπαζέϲθω δὲ καὶ λιπαινέϲθω ἡ κεφαλή , καὶ ἡ κοιλία ὑπαγέϲθω . ἡ δὲ ξηροφθαλμία κνηϲμώδηϲ ἐϲτὶ τῶν ὀφθαλμῶν |
| ἔνδειαν : μᾶλλον δ ' αὖ διὰ τουναντίον γίνεται τὰ ξανθά . Τὰ μὲν γὰρ πυρρὰ διὰ πλείω προσφορὰν τροφῶν | ||
| , τοῖϲ δὲ ϲμικρόν , δριμύ , χολῶδεϲ : οὖρα ξανθά , δακνώδεα : τὴν γνώμην οὐ παράφοροι μέν , |
| κεκαυμένη , ἅλες , ἔλαιον , κύπερος , ἀφρόνιτρον , στύραξ , ἀψίνθιον , ἀρτεμισία , σάμψυχον , ἐλλέβορος μέλας | ||
| Χίας ἀνὰ # γ , ὀποβαλσάμου # α . ὁ στύραξ βρέχεται ἐν τῇ νάρδῳ ἡμερῶν γ καὶ διπλώματι τακεὶς |
| δειλίαν καὶ πολυκέρδειαν ἀγγέλλει , ἡ δὲ ἄγαν ξανθὴ καὶ ὑπόλευκος , ὁποία Σκυθῶν καὶ Κελτῶν , ἀμαθίαν καὶ σκαιότητα | ||
| Ἀβρότονον : τούτου τὸ μὲν θῆλυ θάμνος ἐστὶ δενδροειδής , ὑπόλευκος , φύλλοις λεπτοσχιδέσιν ὥσπερ σερίφου περὶ τὰ κλώνια πλήρης |
| . ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “ | ||
| πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός |
| . Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου . | ||
| καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν |
| δασείαις θερμοβούλους , εὐψύχους ἄνδρας σημαίνει . ὤμους δὲ καὶ μετάφρενα τετριχῶσθαι παρομοίους δηλοῖ τοῖς ὄρνισιν ἐν ταῖς ψυχαῖς : | ||
| τύψαντα , τὸν Πηλέα , τὸν δὲ Τελαμῶνα σιδήρῳ τὰ μετάφρενα , καὶ οὕτω τὸ μύσος φεύγοντας τῆς Αἰγίνης ἐκπεσεῖν |
| μύρμηξιν : ἀπεστραμμένα δ ' ἔχουσι τὰ αἰδοῖα * καὶ χρυσοειδεῖς τὴν χρόαν , ψιλότεροι δὲ τῶν κατὰ τὴν Ἀρα | ||
| πρόσωπόν οἱ μέχρι τῶν παρειῶν , ἐντεῦθέν γε μὴν ταινίαι χρυσοειδεῖς κατίασιν ἐς τὴν δέρην . ταύτης δὲ τὰ κάτω |
| ἀπεβρώθη . Πλάτων Σοφισταῖς : ἐν τρισίν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ ῥάμφος . ἀπομαγδαλιά : σταῖς , ὃ ἔφερον ἐπὶ τὸ | ||
| : καὶ οἷον πάλιν βλέπεις τοῦτον τὸν ἀετὸν καμπύλον τὸ ῥάμφος καὶ στεῤῥὸν τὸ πτερόν , τοιοῦτοι καὶ ἅπαντές εἰσιν |
| καὶ τὸν ὅλον ὄγκον σείσωσιν ἐκ ταύτης , ὁ μὲν σαρκώδης τόπος ἅπας ἐκπίπτει θρυπτόμενος διὰ τὴν εἰρημένην θερμασίαν : | ||
| , καλεῖται δὲ χύμωσις ἡ ἐπὶ τῷ κερατοειδεῖ ἐρυθρὰ καὶ σαρκώδης φλεγμονὴ , σάρκας μυῶν ἐπιμελῶς λεάνας , καὶ προσβαλὼν |
| , ἡ κοιλότης : ἐκ ταύτης γὰρ καὶ τῆς ῥινὸς σιμὴ ῥὶς γίνεται σύνθετον καὶ ἔνυλον πρᾶγμα . καὶ δὶς | ||
| δυνάμει ἐνορᾶσθαι θάτερον . Εἰ δὲ ὡς ἡ ῥὶς ἡ σιμὴ καὶ τὸ σιμόν , καὶ οὕτω διπλοῦν ἑκάτερον καὶ |
| μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν : | ||
| , ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον |